Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Λόγος 70ος
Δημοσιεύτηκε: Δευ Οκτ 12, 2015 8:13 am
Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Λόγος 70ος
Και πάλιν. « Αρά γε μην αμέλησα καμμίαν φοράν ταύτην ή εκείνην την εντολήν, ή αμελώ, και καταφρονώ αυτήν, και δεν κάμνω εκείνην;» Διατί λέγει ο Χριστός. «Ιώτα εν, ή μία κεραία από του νόμου των εντολών μου ου μη παρέλθη, έως αν πάντα γενηται. Και πάλιν, ο λύσσας μιαν των εντολών τούτων των ελαχίστων, και διδάξας ούτω ποιείν τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.»
Ακόμι πρέπει να προσέχη τινάς και εις τας θείας γραφάς· και όταν τας αναγινώσκη, ή τας ακούη να στοχάζεται τον εαυτόν του, και να κοιτάζη την ψυχήν του ωσάν μέσα εις καθρέπτην, εις ποια, από όσα λέγουν αι θείαι γραφαί ευρίσκεται. Ωσάν να είπουμεν οπόταν ακούη τον Χριστόν όπου λέγει. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών.» Χρεωστεί να εξετάζη, και να δοκιμάζη τον εαυτόν του εις κάθε τι όπου συμβαίνει εις αυτόν, ή να υβρισθή, ή να ατιμασθή, ή να καταφρονηθή και έτζι να στοχάζεται τον εαυτόν του εάν έχη την ταπείνωσιν, ή δεν την έχη˙ ότι εκείνος όπου έχη την ταπείνωσιν, υπομένει όλα τα λυπηρά μετά χαράς, και δεν κεντάται η καρδία του τελείως εις κανένα από αυτά˙ είδε και κεντηθή ολίγον, όμως δεν ταράττεται τελείως, αμή δια το ολίγον εκείνο κέντημα της καρδίας του, ήγουν διατί ελυπήθη ολίγον, και δεν εδέχθη μάλιστα μετά χαράς εκείνα όπου του ακολούθησαν, παιδεύει, και ονειδίζει τον εαυτόν του˙ και εμβαίνωντας μέσα εις την κατοικίαν του, και στοχαζόμενος τον εαυτόν του λυπείται, και κλαίει· και ούτω προσπίπτει εις τον Θεόν, και εξομολογείται εις αυτόν, ωσάν να έχασεν όλους του τους κόπους. Έπειτα πάλιν οπόταν ακούη, «μακάριοι οι πενθούντες, (και στοχασθήτε παρακαλώ, που δεν είπεν οι πενθήσαντες, αλλ' οι πενθούντες, ήγουν εκείνοι όπου πάντοτε κάθε ημέραν, και κάθε ώραν πενθούν) πρέπει πάλιν να στοχάζεται εάν πενθή κάθε ημέραν ότι εάν γένη ταπεινός δια μέσου της μετανοίας, φανερόν είναι ότι δεν θέλει απεράσει καμμίαν ημέραν, ή νύκτα χωρίς δάκρυα, και πένθος, και κατάνυξιν.
Και πάλιν, «Μακάριοι οι πραείς.» Και ποίος πενθεί, και κλαίει κάθε ημέραν, και δύναται να μείνη πλέον θυμώδης, και να μη γενη πραύς, και ήμερος; Ότι καθώς η φλόγα του πυρός σβέννυται με το νερόν, τοιουτωτρόπως και ο θυμός της ψυχής σβέννυται με το πένθος, και με τα δάκρυα˙ και τόσον πολλά σβέννυται, όπου εάν κάμη τινάς πολύν καιρόν εις αυτό το πένθος, έρχεται πλέον το, θυμικόν της ψυχής του εις ακινησίαν, και δεν θυμώνεται παντελώς. Δια τούτο πρέπει κάθε ένας να στοχάζεται και εις τούτο τον εαυτόν του, εάν είναι αληθινά πράος˙ ότι ο πράος δεν υποφέρει να ιδή παράβασιν εντολής Θεού εις κανένα άνθρωπον, αλλά θρηνεί πάντοτε δια εκείνους όπου παραβαίνουν τας εντολάς του Θεού, και αμαρτάνουν, ωσάν να αμαρτάνη αυτός ο ίδιος. Έπειτα πάλιν να εξετάζη τον εαυτόν του εάν πεινά, και διψά την δικαιοσύνην του Θεού· ότι είναι δυνατόν να εύρη τινάς άνθρωπον όπου να μεταχειρίζεται την δικαιοσύνην, και να μη πείνα και διψά αυτήν επειδή δικαιοσύνη είναι ο Θεός, καθώς ακούεις αυτόν όπου ονομάζεται Ήλιος δικαιοσύνης. Το λοιπόν εκείνος όπου πείνα και διψά τον Θεόν, ήγουν τον ποθεί, και τον αγαπά, έχει ωσάν σκύβαλλα όλον τον κόσμον, και τα εγκόσμια, και τας τιμάς των ανθρώπων, και τους επαίνους τους νομίζει ωσάν αισχύνην, και δεν τα βάλλει εις τον νουν του, ουδέ τα αισθάνεται τελείως.
Και πάλιν, «Μακάριοι οι ελεήμονες.» Και ποίοι είναι οι ελεήμονες˙, εκείνοι όπου δίδουν άσπρα εις τους πτωχούς, και τους τρέφουν; Όχι˙ αμή εκείνοι όπου έγιναν πτωχοί δια την αγάπην του Χριστού όπου επτώχευσε δια ημάς, και δεν έχουν πλέον τίποτε να δώσουν, και ενθυμούνται πάντοτε νοερώς τους πτωχούς, και τας χήρας, και τα ορφανά, και τους ασθενείς. Και πολλαίς φοραίς βλέποντες τους τους σπλαγχνίζονται, και κλαίουν θερμώς δια αυτούς, ό,τι λογής ήτον και ο Ιώβ όπου λέγει. Εγώ δε έκλαυσα επί παντί αδυνάτω· οι οποίοι και όταν έχουν τίποτε τους ελεούν με ιλαρότητα, και τους νουθετούν με πολλάς νουθεσίας εκείνα όπου συμφέρουν εις την σωτηρίαν της ψυχής τους, δια να υπακούσουν εις εκείνον όπου είπεν. Αδόλως τε έμαθον, αφρόνως τε μεταδίδωμι˙ αυτοί είναι οι αληθινοί ελεήμονες όπου μακαρίζωνται από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν δια τούτο και με την τοιαύτην ελεημοσύνην αναβαίνουν ωσάν με σκαλοπάτι, και φθάνουν εις την τελείαν καθαρότητα της ψυχής. Όθεν και ο Κύριος μας υστερα από τον μακαρισμόν της ελεημοσύνης είπε, «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.» Διατί ιξεύρει ως Θεός, και νομοθέτης ημών, ότι εάν δεν έλθη η ψυχή μας εις τοιαύτην διάθεσιν, ήγουν να γενή ελεήμων, καθώς είπαμεν, ούτε πενθεί πάντοτε, ούτε γίνεται πραεία τελείως, ούτε διψά τον Θεόν, ούτε από τα πάθη παστρεύεται, ούτε γίνεται καθαρά, ωσάν καθαρός καθρέπτης· είδε και δεν γένη τοιαύτη, ποτέ δεν θέλει ιδή καθαρά μέσα της .τα πρόσωπον τού Δεσπότου, και Θεού ημών˙ εκείνη δε όπου γένη καθαρά, εξάπαντος βλέπει τον Θεόν, και φιλιώνεται με αυτόν, και γίνεται ειρήνη αναμεταξύ εις τον Ποιητήν ημών Θεόν, και εις την ψυχήν εκείνην όπου ήτον πρότερον εχθρευμένη με αυτόν και τότε πλέον μακαρίζεται από τον Θεόν, ωσάν ειρηνοποιός.
«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί Υιοί Θεού κληθήσονται·» ήγουν μακάριοι εκείνοι όπου εφιλιώθησαν γνωστώς με τον Χριστόν, όπου ήλθε να δώση ειρήνην τοις εγγύς; και τοις μακράν εις τους δικαίους δηλαδή, και αμαρτωλούς, και να μας φιλιώση με τον Πατέρα του όπου είμεσθε εχθροί του, και να ενώση εις εν τα κεχωρισμένα, ήγουν να λάβη αυτός την εδικήν μας ανθρωπίνην σάρκα, και να μεταδώση εις ημάς Πνεύμα Άγιον. Το λοιπόν εκείνοι όπου ιδούν αυτόν, είναι φανερόν, ότι εφιλιώθησαν και με αυτόν; και απήλαυσαν την ζητουμένην ειρήνην, και έγιναν Υιοί Θεού˙ και όταν ο Θεός δικαιώνη, ποίος είναι πλέον όπου καταδικάζει; είδε και συ δεν αγαπάς τον αδελφόν σου όπου τον βλέπεις, πως δύνασαι να αγαπήσης τον Θεόν όπου δεν τον είδες; είδε και δεν δύνασαι να αγαπήσης τον Θεόν, φανερόν είναι, πως ουδέ εφιλιώθης ακόμι με αυτόν.
Όθεν, αδελφοί μου, ας αγωνισθούμεν με όλην μας την δύναμιν να ιδούμε, και να φιλιωθούμεν, και να αγαπήσωμεν ολοψύχως αυτόν, καθώς μας επρόσταξεν. Έπειτα πάλιν οπόταν ακούση, «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης», εξετάζωντας τον εαυτόν του στοχάζεται, εάν εδιώχθη δια εντολήν Θεού; επειδή όλοι όσοι θέλουν να ζουν κατά. Χριστόν, θέλει διωχθούν, καθώς λέγει ο Απόστολος. Όθεν και ακολούθως λέγει ο Κύριος μας, «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού˙ χαίρετε, και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς.» Και δατί έβαλεν ύστερα τους διωγμένους, και ονειδιζομένους, και προστάζει με εξουσίαν λέγωντας εις αυτούς, το, χαίρετε, και αγαλλιάσθε; διατί εκείνος όπου δείξη μετάνοιαν άξιαν των αμαρτημάτων του, και από την μετάνοιαν γένη ταπεινός (δια να ειπώ πάλιν τα ίδια) και κάθε ημέραν αξιώνεται να πενθή, και πράος γίνεται, και πεινά, και δίψα εξ όλης του της ψυχής τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και γίνεται ελεήμων και συμπαθής, ωσάν όπου λογίζεται εδικά του όλα τα πάθη, και τας θλίψεις, και τας ασθενείας των άλλων, και κλαίωντας καθαρίζεται και βλέπει τον Θεόν, και φιλιώνεται με αυτόν, και γίνεται κατά αλήθειαν ειρηνοποιός, και αξιώνεται να ονομασθή Υιός Θεού.
Και εκείνος όπου γένη τοιούτος, και όταν διώχνεται, και όταν δέρνεται, και ονειδίζεται και υβρίζεται, και κατηγορείται, και όταν ακούη κάθε κακόν λόγον όπου να λέγεται δια αυτόν, δύναται να υπομείνη μετά χαράς, και ανεκδιήγητου αγαλλιάσεως, και αυτό ίξευρεν ο Δεσπότης, και Θεός ημών, και είπεν αποφασιστικά χαίρετε, και αγαλλιάσθε. Αμή εκείνος όπου δεν γένη τοιούτος, και όπου δεν αποκτήση μέσα του πλουσίως την ενυπόστατον την αληθινήν χαράν, πως είναι δυνατόν να υπομείνη όλα αυτά χωρίς μνησικακίαν; όχι, δεν ειναι δυνατόν.
Δια τούτο λοιπόν, αδελφοί μου, ας μη παύσωμεν να ερευνούμεν, και να εξετάζωμεν τον εαυτόν μας με κάθε επιμέλειαν, και προθυ-μίαν, κάθε ημέραν, και κάθε ώραν, εάν είναι δυνατόν και στοχαζόμενοι με τον νουν μας όλας τας εντολάς, ας εξετάζωμεν τον εαυτόν μας εις κάθε μίαν από αυτάς χωριστά˙ και ει μεν ευρεθούμεν πως εκάμαμεν αυτήν, ας ευχαριστήσωμεν τον Δεσπότην ημών Θεόν, και ας την φυλάξωμεν και εις το εξής καλά. Είδε και δεν την εκάμαμεν, ας αγωνισθουμεν, παρακαλώ, έως όπου να την κάμωμεν, δια να μη καταφρονήσωμεν αυτήν, και ονομασθούμεν ελάχιστοι εις την βασιλείαν των ουρανών. Ότι εάν αναβαίνωμεν τοιουτωτρόπως κατ' ολίγον ολίγον, από μίαν μίαν εντολήν, ωσάν σκάλαν, είμαι βέβαιος πως θέλει φθάσομεν εις αυτήν την πόρταν του ουρανού, εις την οποίαν στέκεται ο Δεσπότης ημών Χριστός και κύπτωντας κάτω λέγει εις όλους μας. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες, και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς.» Και όταν φθάσωμεν εκεί, και τον ιδούμεν, όσον είναι δυνατόν να τον ιδή άνθρωπος, και λάβωμεν από εκείνον την βασιλείαν των ουρανών, η οποία είναι το Πνεύμα το Άγιον, τότε θέλει την έχομεν πάντοτε μέσα μας, καθώς λέγει ο ίδιος και θέλει απεράσωμεν την ζωήν μας εις τούτον τον κόσμον, ως Άγγελοι Θεού, ή καλλίτερα να ειπώ ως Υιοί του Θεού˙ ου γένοιτο πάντας ημάς της γλυκύτατης θέας επαπολαύσαι, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ -ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ.ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ»
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον http://www.egolpion.com
Read more: http://www.egolpion.com/sumewn_70stos.e ... z3oHJhW3TV
http://www.orthmad.gr
Και πάλιν. « Αρά γε μην αμέλησα καμμίαν φοράν ταύτην ή εκείνην την εντολήν, ή αμελώ, και καταφρονώ αυτήν, και δεν κάμνω εκείνην;» Διατί λέγει ο Χριστός. «Ιώτα εν, ή μία κεραία από του νόμου των εντολών μου ου μη παρέλθη, έως αν πάντα γενηται. Και πάλιν, ο λύσσας μιαν των εντολών τούτων των ελαχίστων, και διδάξας ούτω ποιείν τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.»
Ακόμι πρέπει να προσέχη τινάς και εις τας θείας γραφάς· και όταν τας αναγινώσκη, ή τας ακούη να στοχάζεται τον εαυτόν του, και να κοιτάζη την ψυχήν του ωσάν μέσα εις καθρέπτην, εις ποια, από όσα λέγουν αι θείαι γραφαί ευρίσκεται. Ωσάν να είπουμεν οπόταν ακούη τον Χριστόν όπου λέγει. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών.» Χρεωστεί να εξετάζη, και να δοκιμάζη τον εαυτόν του εις κάθε τι όπου συμβαίνει εις αυτόν, ή να υβρισθή, ή να ατιμασθή, ή να καταφρονηθή και έτζι να στοχάζεται τον εαυτόν του εάν έχη την ταπείνωσιν, ή δεν την έχη˙ ότι εκείνος όπου έχη την ταπείνωσιν, υπομένει όλα τα λυπηρά μετά χαράς, και δεν κεντάται η καρδία του τελείως εις κανένα από αυτά˙ είδε και κεντηθή ολίγον, όμως δεν ταράττεται τελείως, αμή δια το ολίγον εκείνο κέντημα της καρδίας του, ήγουν διατί ελυπήθη ολίγον, και δεν εδέχθη μάλιστα μετά χαράς εκείνα όπου του ακολούθησαν, παιδεύει, και ονειδίζει τον εαυτόν του˙ και εμβαίνωντας μέσα εις την κατοικίαν του, και στοχαζόμενος τον εαυτόν του λυπείται, και κλαίει· και ούτω προσπίπτει εις τον Θεόν, και εξομολογείται εις αυτόν, ωσάν να έχασεν όλους του τους κόπους. Έπειτα πάλιν οπόταν ακούη, «μακάριοι οι πενθούντες, (και στοχασθήτε παρακαλώ, που δεν είπεν οι πενθήσαντες, αλλ' οι πενθούντες, ήγουν εκείνοι όπου πάντοτε κάθε ημέραν, και κάθε ώραν πενθούν) πρέπει πάλιν να στοχάζεται εάν πενθή κάθε ημέραν ότι εάν γένη ταπεινός δια μέσου της μετανοίας, φανερόν είναι ότι δεν θέλει απεράσει καμμίαν ημέραν, ή νύκτα χωρίς δάκρυα, και πένθος, και κατάνυξιν.
Και πάλιν, «Μακάριοι οι πραείς.» Και ποίος πενθεί, και κλαίει κάθε ημέραν, και δύναται να μείνη πλέον θυμώδης, και να μη γενη πραύς, και ήμερος; Ότι καθώς η φλόγα του πυρός σβέννυται με το νερόν, τοιουτωτρόπως και ο θυμός της ψυχής σβέννυται με το πένθος, και με τα δάκρυα˙ και τόσον πολλά σβέννυται, όπου εάν κάμη τινάς πολύν καιρόν εις αυτό το πένθος, έρχεται πλέον το, θυμικόν της ψυχής του εις ακινησίαν, και δεν θυμώνεται παντελώς. Δια τούτο πρέπει κάθε ένας να στοχάζεται και εις τούτο τον εαυτόν του, εάν είναι αληθινά πράος˙ ότι ο πράος δεν υποφέρει να ιδή παράβασιν εντολής Θεού εις κανένα άνθρωπον, αλλά θρηνεί πάντοτε δια εκείνους όπου παραβαίνουν τας εντολάς του Θεού, και αμαρτάνουν, ωσάν να αμαρτάνη αυτός ο ίδιος. Έπειτα πάλιν να εξετάζη τον εαυτόν του εάν πεινά, και διψά την δικαιοσύνην του Θεού· ότι είναι δυνατόν να εύρη τινάς άνθρωπον όπου να μεταχειρίζεται την δικαιοσύνην, και να μη πείνα και διψά αυτήν επειδή δικαιοσύνη είναι ο Θεός, καθώς ακούεις αυτόν όπου ονομάζεται Ήλιος δικαιοσύνης. Το λοιπόν εκείνος όπου πείνα και διψά τον Θεόν, ήγουν τον ποθεί, και τον αγαπά, έχει ωσάν σκύβαλλα όλον τον κόσμον, και τα εγκόσμια, και τας τιμάς των ανθρώπων, και τους επαίνους τους νομίζει ωσάν αισχύνην, και δεν τα βάλλει εις τον νουν του, ουδέ τα αισθάνεται τελείως.
Και πάλιν, «Μακάριοι οι ελεήμονες.» Και ποίοι είναι οι ελεήμονες˙, εκείνοι όπου δίδουν άσπρα εις τους πτωχούς, και τους τρέφουν; Όχι˙ αμή εκείνοι όπου έγιναν πτωχοί δια την αγάπην του Χριστού όπου επτώχευσε δια ημάς, και δεν έχουν πλέον τίποτε να δώσουν, και ενθυμούνται πάντοτε νοερώς τους πτωχούς, και τας χήρας, και τα ορφανά, και τους ασθενείς. Και πολλαίς φοραίς βλέποντες τους τους σπλαγχνίζονται, και κλαίουν θερμώς δια αυτούς, ό,τι λογής ήτον και ο Ιώβ όπου λέγει. Εγώ δε έκλαυσα επί παντί αδυνάτω· οι οποίοι και όταν έχουν τίποτε τους ελεούν με ιλαρότητα, και τους νουθετούν με πολλάς νουθεσίας εκείνα όπου συμφέρουν εις την σωτηρίαν της ψυχής τους, δια να υπακούσουν εις εκείνον όπου είπεν. Αδόλως τε έμαθον, αφρόνως τε μεταδίδωμι˙ αυτοί είναι οι αληθινοί ελεήμονες όπου μακαρίζωνται από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν δια τούτο και με την τοιαύτην ελεημοσύνην αναβαίνουν ωσάν με σκαλοπάτι, και φθάνουν εις την τελείαν καθαρότητα της ψυχής. Όθεν και ο Κύριος μας υστερα από τον μακαρισμόν της ελεημοσύνης είπε, «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.» Διατί ιξεύρει ως Θεός, και νομοθέτης ημών, ότι εάν δεν έλθη η ψυχή μας εις τοιαύτην διάθεσιν, ήγουν να γενή ελεήμων, καθώς είπαμεν, ούτε πενθεί πάντοτε, ούτε γίνεται πραεία τελείως, ούτε διψά τον Θεόν, ούτε από τα πάθη παστρεύεται, ούτε γίνεται καθαρά, ωσάν καθαρός καθρέπτης· είδε και δεν γένη τοιαύτη, ποτέ δεν θέλει ιδή καθαρά μέσα της .τα πρόσωπον τού Δεσπότου, και Θεού ημών˙ εκείνη δε όπου γένη καθαρά, εξάπαντος βλέπει τον Θεόν, και φιλιώνεται με αυτόν, και γίνεται ειρήνη αναμεταξύ εις τον Ποιητήν ημών Θεόν, και εις την ψυχήν εκείνην όπου ήτον πρότερον εχθρευμένη με αυτόν και τότε πλέον μακαρίζεται από τον Θεόν, ωσάν ειρηνοποιός.
«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί Υιοί Θεού κληθήσονται·» ήγουν μακάριοι εκείνοι όπου εφιλιώθησαν γνωστώς με τον Χριστόν, όπου ήλθε να δώση ειρήνην τοις εγγύς; και τοις μακράν εις τους δικαίους δηλαδή, και αμαρτωλούς, και να μας φιλιώση με τον Πατέρα του όπου είμεσθε εχθροί του, και να ενώση εις εν τα κεχωρισμένα, ήγουν να λάβη αυτός την εδικήν μας ανθρωπίνην σάρκα, και να μεταδώση εις ημάς Πνεύμα Άγιον. Το λοιπόν εκείνοι όπου ιδούν αυτόν, είναι φανερόν, ότι εφιλιώθησαν και με αυτόν; και απήλαυσαν την ζητουμένην ειρήνην, και έγιναν Υιοί Θεού˙ και όταν ο Θεός δικαιώνη, ποίος είναι πλέον όπου καταδικάζει; είδε και συ δεν αγαπάς τον αδελφόν σου όπου τον βλέπεις, πως δύνασαι να αγαπήσης τον Θεόν όπου δεν τον είδες; είδε και δεν δύνασαι να αγαπήσης τον Θεόν, φανερόν είναι, πως ουδέ εφιλιώθης ακόμι με αυτόν.
Όθεν, αδελφοί μου, ας αγωνισθούμεν με όλην μας την δύναμιν να ιδούμε, και να φιλιωθούμεν, και να αγαπήσωμεν ολοψύχως αυτόν, καθώς μας επρόσταξεν. Έπειτα πάλιν οπόταν ακούση, «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης», εξετάζωντας τον εαυτόν του στοχάζεται, εάν εδιώχθη δια εντολήν Θεού; επειδή όλοι όσοι θέλουν να ζουν κατά. Χριστόν, θέλει διωχθούν, καθώς λέγει ο Απόστολος. Όθεν και ακολούθως λέγει ο Κύριος μας, «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού˙ χαίρετε, και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς.» Και δατί έβαλεν ύστερα τους διωγμένους, και ονειδιζομένους, και προστάζει με εξουσίαν λέγωντας εις αυτούς, το, χαίρετε, και αγαλλιάσθε; διατί εκείνος όπου δείξη μετάνοιαν άξιαν των αμαρτημάτων του, και από την μετάνοιαν γένη ταπεινός (δια να ειπώ πάλιν τα ίδια) και κάθε ημέραν αξιώνεται να πενθή, και πράος γίνεται, και πεινά, και δίψα εξ όλης του της ψυχής τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και γίνεται ελεήμων και συμπαθής, ωσάν όπου λογίζεται εδικά του όλα τα πάθη, και τας θλίψεις, και τας ασθενείας των άλλων, και κλαίωντας καθαρίζεται και βλέπει τον Θεόν, και φιλιώνεται με αυτόν, και γίνεται κατά αλήθειαν ειρηνοποιός, και αξιώνεται να ονομασθή Υιός Θεού.
Και εκείνος όπου γένη τοιούτος, και όταν διώχνεται, και όταν δέρνεται, και ονειδίζεται και υβρίζεται, και κατηγορείται, και όταν ακούη κάθε κακόν λόγον όπου να λέγεται δια αυτόν, δύναται να υπομείνη μετά χαράς, και ανεκδιήγητου αγαλλιάσεως, και αυτό ίξευρεν ο Δεσπότης, και Θεός ημών, και είπεν αποφασιστικά χαίρετε, και αγαλλιάσθε. Αμή εκείνος όπου δεν γένη τοιούτος, και όπου δεν αποκτήση μέσα του πλουσίως την ενυπόστατον την αληθινήν χαράν, πως είναι δυνατόν να υπομείνη όλα αυτά χωρίς μνησικακίαν; όχι, δεν ειναι δυνατόν.
Δια τούτο λοιπόν, αδελφοί μου, ας μη παύσωμεν να ερευνούμεν, και να εξετάζωμεν τον εαυτόν μας με κάθε επιμέλειαν, και προθυ-μίαν, κάθε ημέραν, και κάθε ώραν, εάν είναι δυνατόν και στοχαζόμενοι με τον νουν μας όλας τας εντολάς, ας εξετάζωμεν τον εαυτόν μας εις κάθε μίαν από αυτάς χωριστά˙ και ει μεν ευρεθούμεν πως εκάμαμεν αυτήν, ας ευχαριστήσωμεν τον Δεσπότην ημών Θεόν, και ας την φυλάξωμεν και εις το εξής καλά. Είδε και δεν την εκάμαμεν, ας αγωνισθουμεν, παρακαλώ, έως όπου να την κάμωμεν, δια να μη καταφρονήσωμεν αυτήν, και ονομασθούμεν ελάχιστοι εις την βασιλείαν των ουρανών. Ότι εάν αναβαίνωμεν τοιουτωτρόπως κατ' ολίγον ολίγον, από μίαν μίαν εντολήν, ωσάν σκάλαν, είμαι βέβαιος πως θέλει φθάσομεν εις αυτήν την πόρταν του ουρανού, εις την οποίαν στέκεται ο Δεσπότης ημών Χριστός και κύπτωντας κάτω λέγει εις όλους μας. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες, και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς.» Και όταν φθάσωμεν εκεί, και τον ιδούμεν, όσον είναι δυνατόν να τον ιδή άνθρωπος, και λάβωμεν από εκείνον την βασιλείαν των ουρανών, η οποία είναι το Πνεύμα το Άγιον, τότε θέλει την έχομεν πάντοτε μέσα μας, καθώς λέγει ο ίδιος και θέλει απεράσωμεν την ζωήν μας εις τούτον τον κόσμον, ως Άγγελοι Θεού, ή καλλίτερα να ειπώ ως Υιοί του Θεού˙ ου γένοιτο πάντας ημάς της γλυκύτατης θέας επαπολαύσαι, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ -ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ.ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ»
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον http://www.egolpion.com
Read more: http://www.egolpion.com/sumewn_70stos.e ... z3oHJhW3TV
http://www.orthmad.gr