Σελίδα 1 από 1

Το χρονικό της Αγίας Σκέπης

Δημοσιεύτηκε: Δευ Νοέμ 28, 2016 6:29 pm
από toula
Το χρονικό της Αγίας Σκέπης

Έξω ό Βόσπορος λαγοκοιμάται, τυλιγμένος στα μεταξωτά ασημένια νερά, ιριδίζοντα απ’ της νύχτας το καντήλι πού φέγγει ολόγιομο στον έναστρο ουρανό. Απαλά χαϊδεύει ο φλοίσβος τα χαλίκια, την άμμο, και μοιάζει το άγγιγμα του γλυκό νανούρισμα, δοξαστικό για τις ψυχές πού περπάτησαν σε τούτα τα ακρόγιαλα και πέρασαν και πάνε στην αθανασία, παρηγοριά κι ελπίδα για όσους τα περπατάνε ακόμα.

Έξω η άλογη πλάση ησυχάζει και μέσα στη Θολόχτιστη εκκλησιά η λογική πλάση ανοίγει διάλογο με τον θείο Λόγο κι αφουγκράζεται βαθιά μέσα της τα λόγια του Δημιουργού της.
Το κατζίο με το ευωδιαστό θυμίαμα πάλλεται στα χέρια των δύο διάκων, καθώς γοργοκίνητοι διέρχονται το ναό, και συντονίζει με τούς γλυκούς του ήχους την παναρμόνια μελωδία πού βγαίνει από τα στόματα ψαλτών και λαού.

Αινείτε το όνομα Κυρίου...
αινείτε δούλοι Κύριον... αλληλούια.

Είναι πρώτη του Οκτώβρη, και η αγρυπνία στον περικαλλή ναό της Παναγίας των Βλαχερνών κρατάει καλά. Στο τρέμουλο φως των λαμπάδων και των καντηλιών ζωγραφίζονται γλυκιές, σοβαρές κι ευφρόσυνες οι μορφές των πιστών, σα να ξεκόλλησαν απ' τις τοιχο­γραφίες. Είναι όλοι απόψε μαζεμένοι εκεί, στο πιο σίγουρο αραξοβόλι της επίγειας ζωής, την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Κινδυνεύει η Πόλη των πόλεων από τους απογόνους της: Αγαρ και είναι όλοι εκεί, ζητώντας να την αποθέσουν στην κραταιά προ­στασία της Θεοτόκου. Και πλούσιοι και φτωχοί, και μεγιστάνες κι απλοϊκοί κι ο βασιλιάς κι οι υπηρέτες και ασκητές και μοναχοί!
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς δεξιά ο πατριάρχης. Ανάμεσά τους κι ο Ανδρέας ο επονομαζόμενος σαλός, μαζί με τον μαθητή του, τον Επι­φάνια. Όλοι γνώριζαν τον σαλό της Πόλης, πού ήταν στην περιφρόνηση των «γνωστικών».
Έζησε τον καιρό πού τα σκήπτρα της Βασιλείας κρατούσε ο Λέοντας ο Μακέλλης, ο μεγάλος και φιλόχριστος (454'474)· Ό Ανδρέας ήταν λόγιος, γνώστης των θείων Γραφών και θαύμαζε τα κατορθώματα των Αγίων. Μετά από αποκαλυπτικό όνειρο ακολούθησε τή ζωή του «διά Χριστόν σαλού».
Για 45 περίπου χρόνια έζησε στους θορύβους της Πόλης χωρίς μόνιμο στέκι, με μόνη περιουσία ό,τι κουρέλια φορούσε. Οι «γνωστι­κοί ευκαίρως - ακαίρως τον έδιωχναν, τον έσπρωχναν, τον χτυπούσαν, τον κλωτσούσαν, τον έσερναν τραβώντας απ' τα μαλλιά. Πηδούσαν πάνω του, τον έδερναν, τον μουτζούρωναν κι άλλα... κι άλλα πολλά. Μα ο ευλογημένος Ανδρέας απολάμβανε όλη εκείνη την περιφρόνηση σαν το καλύτερο δώρο στη γη.

Τακτικά πήγαινε στο ναό, όπου απορούσαν πώς εκεί ήταν πανήσυχος και προσευχόταν με τέτοια ζέση, «εκ βαθέων», τόσο πού με τον ψίθυρο απ' το στόμα του έβγαιναν φλόγες.
Κάποιοι λίγοι μπόρεσαν και κατάλαβαν το βάθος της κρυμμένης του ζωής και τον συμ­παθούσαν και τον βοηθούσαν. Σ' αυτούς όμως απαγόρευε να το ομολογούν, και έμενε για τους πολλούς ό Ανδρέας ό σαλεμένος, «πάντων περίψημα».

Η αγρυπνία στο ναό των Βλαχερνών κρατούσε καλά. Κι ανέβαιναν, όλο ανέβαιναν τούς αναβαθμούς της θείας χάριτος, κι όσο ανέβαιναν οι άνθρωποι, τόσο έκλινε ό ουρα­νός και κατέβαιναν οι άγγελοι, για να κανοναρχήσουν στον ύμνο το «Άγιος ό Θεός» και να προπορευτούν στη Μεγάλη Είσοδο.

Ο Επιφάνιος ξαφνιάστηκε! Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Έβλεπε καλά; Σταυροκοπήθηκε δυο-τρεις φορές. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά να διώξει την πλάνα σκέψη. Κλείνει τα μάτια του, τα ξανανοίγει, κι όμως! Τα ίδια βλέπει!

Γυρίζει κατά τον γέροντα του, τον σαλό Ανδρέα. Βλέπει το πρόσωπο του αλλοιωμένο! Τα μάτια του γέροντα δύο απέραντες λίμνες δακρύων! Α! δεν μπορεί. Θα τον ρωτήσει. Μα ο Ανδρέας δεν τον αφήνει να βασανιστεί περισσότερο. Σκύβει στ’ αυτί του και του ψιθυρίζει:
—Βλέπεις, τέκνον, την Κυρία των Αγγέλων;
—Ναι, τίμιε πάτερ, βλέπω την Κυρία δί ευχών σου.
Έβλεπαν και οι δύο υπερκόσμιο δράμα. Η Παναγία Δέσποινα μπήκε από τη μεγάλη, τη βασιλική πύλη του Ναού. Υψηλή, ευγενέστατη, με λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων αγίων και αγγέλων. Δεξιά της στέκει ό Τίμιος Πρόδρομος, αριστερά ό Ιωάννης ό Ευαγγελιστής!

Η Θεοτόκος προχώρησε στο κέντρο του ναού. Γονάτισε και άρχισε να δέεται για τη σωτηρία του κόσμου, ραίνοντας με δάκρυα το Θεόμορφο πρόσωπο της. Τα ιερά πρόσωπα δεν πατούσαν στη γη. Υπερίπτανται του δαπέ­δου του ναού. Μετά τη δέησή της η Κυρία Θεοτόκος μπήκε στο Ιερό Βήμα και πάλι δεήθηκε για το λαό. Κατόπιν φάνηκε στην Ωραία Πύλη.
Έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή της το ιερό της μαφόριο, πού ήταν μεγάλο και φοβερό και έλαμπε σαν αστραπή. Το κρά­τησε με ωραία σεμνότητα στα πανάχραντα χέρια της και το άπλωσε πάνω από το εκκλησίασμα. Για αρκετή ώρα ο Ανδρέας κι ο Επιφάνιος το έβλεπαν απλωμένο πάνω από τον ναό, λαμπερό όπως το κεχριμπάρι. Όσο ήταν παρούσα η Παναγία, ήταν ορατό και το μαφόριό της, μετά την αναχώρησή της δεν φαινόταν, αλλά ήταν αισθητή η θεία και πλούσια Χάρη πού άφησε σε όλον εκείνο τον ναό.

Οι δύο ιεροί άνδρες είδαν με τα σωματικά τους μάτια αυτό πού η Υπεραγία Θεοτόκος δεν έπαψε ποτέ να κάνει. Να σκεπάζει δηλαδή σα μάνα πάντα με τρυφερότητα τα παι­διά της.
Το εξαίσιο όραμα αποχώρησε, συνεχιζόταν όμως η ιερή αγρυπνία. Οι δύο δεν έβλεπαν πλέον ορατά τη θεία Σκέπη, έβλεπαν όμως μια θεϊκή γαλήνη, κι ένα υπερκόσμιο φώς να σκεπάζει τα πρόσωπα των πιστών. Τότε δεν είπαν τίποτε. Δεν έκαμαν γνωστό το ιερό συμ­βάν. Άλλωστε για τον Ανδρέα τον «διά Χριστόν σαλό» ήταν νόμος να κρύβει τα ιερά οράματα και τα πολλά θεία χαρίσματα πού του είχε δωρίσει για τη μεγάλη του ταπείνωση ο Θεός. Δεν μίλησε για το όραμα της θείας Σκέπης ο Ανδρέας ο Σάλος. Ο μαθητής του όμως Επιφάνιος, όταν αργότερα έγινε Πατριάρχης, εις ανάμνησιν του θαυμαστού γε­γονότος και για ευχαριστήρια προς την Θεοτόκο και την προστασία της σε καιρούς μεγάλων συμφορών, κακώσεων και κινδύ­νων, θέσπισε τον εορτασμό της θείας Σκέπης.

Η γιορτή αυτή συνδέθηκε και με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, γιατί πολλές φορές είδαν με τα μάτια τους οι Έλληνες στρατιώτες το φοβερό, αλλά τόσο γλυκό και παρήγορο αυτό θέαμα. Την Κυρία Θεοτόκο να απλώνει το μαφόριό της πάνω από τα κεφάλια τους, ή να προπορεύεται στο μέτωπο τυλιγμένη με φωτεινή νεφέλη.
Από ευγνωμοσύνη προς την Παναγία και για ευχαριστήρια η Εκκλησία μας μετέφερε τον εορτασμό της θείας Σκέπης στις 28 του μηνός Οκτωβρίου.

Περνούν οι καιροί, κι οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη. Και τότε και τώρα και πάν­τοτε η Παναγία μας κάνει το ίδιο θαύμα, είτε το βλέπουμε με τα ορατά μας μάτια, είτε με τα μάτια της ψυχής, πού βλέπουν και αισθάνονται καλύτερα από τα πήλινα.
Στις δύσκολες μέρες μας, που πληθαίνουν τα αδιέξοδα, ένας γέροντας Αγιορείτης είδε το ίδιο όραμα. Είδε την Παναγία γονατιστή και με δάκρυα να παρακαλεί θερμά τον Υιό Της: «Υιέ μου σώσε την Ελλάδα!».
Ο Υιός της όμως απέστρεφε το πρόσωπο Του. Δεν της απαντούσε.
«Υιέ μου σώσε την Ελλάδα!», παρακάλεσε πάλι ή Θεοτόκος, δεύτερη και τρίτη φορά. Και πάλι δεν πήρε θετική απάντηση από τον Χριστό.
Τότε Εκείνη έβγαλε το μαφόριό της και το άπλωσε στοργικά πάνω από όλη την Ελλάδα, μέχρι την τελευταία της γωνιά!

Ίδια μέσα στους αιώνες ή Παναγία Μητέρα του κόσμου και ίδια τα θαύματα της!

«Χαίρε Σκέπη του Κόσμου, Πλατυτέρα νεφέλης».

Ε. Κ.

Περιοδικό "Η Δράση μας", Τεύχος 542, Οκτώβριος 2016

http://www.orthmad.gr