Ο Θρήνος της Παναγίας

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
pavmaria
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 830
Εγγραφή: Τετ Οκτ 05, 2005 5:00 am
Επικοινωνία:

Ο Θρήνος της Παναγίας

Δημοσίευση από pavmaria »

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Αδεμαντάτο σκοτεινό και μέρα λυπημένη
που ήλθεν σήμερα σε μέν την πολλοπικραμένη
έπιασαν τον υιούλλην μου κι έμεινα 'ρφανεμένη.
Άρχοντες αγρικήσατε οσ' είστε συναγμένοι
να σας ειπώ μιαν γραφή την έχουσιν θεσμένη.
Ακούσατε μετά χαράς Αγίας ιστορίας
τα πάθη του Κυρίου μας, θρήνον της Παναγίας
και πρώτον πως εστάθηκε και πως εμελετήθη
πως επροδόθη ο Χριστός και πως εκατακρίθη.
Πρώτον εσυμβσυλεύθηκαν οι άνομοι Εβραίοι
οι γραμματείς και οι σοφοί αυτοί οι Φαρισαίοι
κατά Χριστού εφρίαξαν και να εμελετήσαν
για να σταυρώσουν τον Χριστόν την γνώμη τους έστησαν
όσοι προδώνουν τον Χριστόν αργύρια να τάξουν
ία όσοι γυρεύουν τον Χριστόν να παν να τον αρπάξουν.
Από τους μαθητάδες του εδόθην η αιτία
και επροδόθην ο Χριστός με την φιλαργυρία.
Ιούδας τον επρόδωσεν καθώς είναι γραμμένον
και επληρώθη το ρηθέν το πάλαιγεγραμμένον.
Τρέχει ο τρισκατάρατος και πάγει στους Εβραίους
και λέγει τους μια αφορμή αυτούς τους Φαρισαίους
τι έχετε να δώσετε για να σας βεβαιώσω
Εκείνον που γυρεύετε να σας τον παραδώσω.
Εκείνοι του ετάξασιν αργύρια τριάντα
και νόμισεν ο μιαρός πως θα τα έχει πάντα.
Τότε ευχαριστήθηκε και για να βεβαιώσει
έκαμεν όρκον φοβερόν να τους τον παραδώσει
εγώ πηγαίνω έμπροσθεν κι εσείς λοιπόν κοπιάστε
όποιον φιλήσω λέγει τους αυτός εστί τον πιάστε.
Έτρεξαν όλοι παρευθύς, οσάν οι διάβολοι
και πήγαν κ' ήβραν τον Χριστόν μέσα στο περιβόλι
Ιούδας τρέχει μπροστά χαίρε Ραββί, του λέγει
τάχα πως ελυπήθηκε κι αρχίνησεν να κλαίει
τα βρομερά τα χείλη του τον Ιησού φίλησαν
και στρατιώτες παρευθής όλοι τους τον έστησαν
ωσάν φονιά τον πιάνουσιν κιωσάν ληστή τον δίνουν
και στου Πιλάτου πήραν τον κι εμπρός του τον στήνουν
ο δε Πιλάτος λέγει τους έχετε μαρτυρία
κατ' εναντίον του Χριστού να γράψω την αιτία.
Όλοι του αποκρίθηκαν ότι το μαρτυρούμε
πως είναι ένοχος σταυρού για τούτον τον διούμεν
εμπρός του τρεις εστάθησαν καθείς να μαρτυρήσει
Γιατί είπε ότι τον Ναόν θέλει τον καταλύσει
και τρεις ημέρες ύστερα θέλει τον αναστήσει.
Είπεν ότι είναι Υιός Θεός κ' εποίησεν την χτίσην.
Ο δε Πιλάτος λέγει τους δεν του βρήκα αιτίαν
ούτε κανένα φταίξιμο ούτε καν αμαρτίαν
αλλ' όμως του εφώναξαν αν δεν το σταυρώσεις
οτ' έλθη που τον Καίσαρα να μην το μετανιώσεις
και ο Πιλάτος φοβηθείς στάθη και συλλογίσθη
και πρόσταξε και φέραν του ευθύς νερό και νίφθη
κι έδωσεν την απόφασην για να τον θανατώσουν
αδίκως τον κατέκρινεν για να τον ησταυρώσουν
πάλιν σας λέγω άρχοντες να πω στην αφεντιά σας
το κρίμαν του το αίμα του ας το βρουν τα παιδιά σας
γιατί κακόν δεν έκαμεν πως να τον κατακρίνω
αλλά σαν με βιάσατε στην γνώμη σας να κλίνω
και σεις όλοι σας όψεσθε ως λέγει η γραφή σας
επάρτε τον, σταυρώστε τον ως θέλετε ατοί σας
άρπαξαν τον οι άνομοι στα βρομερά τους χέρια
και πίπταν του στο πρόσωπο με βέργιες με μαχαίρια
εδίνασιν τα μάτια του κι όλοι τον εραπίζαν
έφτυναν του στο πρόσωπο κι ομπρός του γονάτιζαν
κι έλεγαν του προφήτεψε ημάς Χριστέ να δούμεν
αν βρεις ποιος σε ράπισε τώρα να πιστευτούμε.
Πολλά κακά του κάμασιν καθένας οτ' εμπόρεν
ύστερα του εβγάλασιν τα ρούχα που εφόρεν
έπιασαν και φορήσαν του χλαμίδα την κόκκινη
και τον επεριπέζασιν με τόση κατασχύνη
έπλεξαν και φορήσαν του στέφανον ακανθένον
το γένος το αχάριστον το τρις καταραμένον.
Έπιασαν τον και πήραν τον για να τον θανατώσουν
επάνω εις τον Γολγοθά για να τον σταυρώσουν
τον Κυριναίο Σίμωνα ηγκάρευσαν να άρει
του Ιησού μας του Χριστού Σταυρού για να του πάρει
επήραν τον στον Γολγοθά εκεί και σταύρωσαν τον
και διόρισαν φύλακες εκεί και έβλεπαν τον
πέντε καρφιά του βάλασιν μεγάλα σιδερένια
στα χέρια και στα πόδια του επίτηδες κομμένα
ένα καρφί πυρούμενο έμπηξαν στην καρδιά του
έκρουσαν και καήκασιν μέσα στα σωθικά του.
Βάλλει φωνή ζητά νερό, διψά να τον ποτίσουν
κι οι σκύλοι οι παράνομοι δεν θεν να καηλίσουν.
Μα της καρδιάς το καρφί δεν μπόρα να υποφέρει
κι όταν τον εσταυρώσασιν ήτανε μεσημέρι
εβάλαν ξύδι με χολή σε σπόγκο στο καλάμι
κι έδωσαν του το να το πιει την δίψα ν' αποκάμει.
Όταν του τα επότισαν τούτον τον λόγο είπε:
«Τώρα ετελιώθησαν τα λόγια τους προφήτες»
και με τα ταύτα πάραυτα, έγειρε και λιγώθη
Θεε Θεόν εφώναξε το πνεύμα παρεδόθη
τότε εγίνηκε σεισμός ως την ενάτην ώρα
ώστε πολλοί ελέγασιν θε να χαλάσει η χώρα
η γη όλη εσίστηκεν τα μνήματα ανοίχτηκαν
οι πέτρες εραγίστησαν κομμάτια εγινήκαν
ο ήλιος εσκοτίστηκεν κι γη χαμέ βρυχάτου
κι οι σκύλοι οι παράνομοι κανείς δεν ελυπάτουν.
Οι άγγελοι ετρόμαξαν το θαύμα που εγίνη
και ο Ναός εσχίσθηκε δυο μερτικά εγίνη
Όλον το καταπέτασμα το του Ναού εσχίσθη
όλη η γη κι ο ουρανός σαν δέντρον εμποσείσθη
Τότε η Παναγία μου εστέκετουν κλαμένη
θλιμένη και περίλυπη χαμέ στη γη φυρμένη
ετράβαν τα μαλάκια της το στήθος της εχτύπαν
ούτε τον κόσμο έβλεπε ούτε φωνές αγρίκαν.
Έκλαιε και εφώναζε: «Υιέ μου και Θεε μου
τι είναι ταύτα που θωρώ που δεν είδα ποτέ μου.»
«Αχ τέκνον μου τι έπαθες και είσαι τόσον θλιμένον
θλιμένον και περίλυπον καταδεδικασμένον».
Υιε μου κανακάρη μου κ' ακριβαναγιωμένον
Ποιος μου το λάλεν να σε δω στο ξύλο σταυρωμένον
όπου μαχαίρι να σφαγώ κι όπου γκρεμός να δώσω
κι όπου ποτάμι σαν θολό να μπω να παραδώσω
ειδέ μαχαίρι κοφτερό που μπήκε στην καρδιά μου
εμπήκε και κατέκοψε μέσα στα σωθικά μου
όπου τρομάρα τρέμουσιν τα μέλη μου σπαράζουν
τα σωθικά μου τρέμουσιν τα σπλάχνα μου ταράσουν
Τι έκανες, τι έπτεσες Υιέ μου των Εβραίων
και τώρα με εκάνασιν αληθινά να κλαίω
τόσα καλά που έκανες του αχάριστου γένους
τους παράλυτους γιάτρεψες και τους αρρωστημένους
κουτσούς χολούς εγιάτρεψες ομού και λεπρωμένους
τυφλούς το φως εχάρισες τους όντως λαβωμένους
ανάστησες δε και νεκρούς μόνο με την φωνή σου
και φεύγασιν οι δαίμονες μόνο με την βουλή σου.
Σαράντα χρόνια έτρωγαν στην έρημο το μάννα
και τώρα οι αχάριστοι ειδέ ήντα σου κάμαν.
Αντί του μάννα την χολή και ξύδι σε πότισαν
κι αντί της πέτρας το νερό με άλυσον σ' εδείσαν
αντί π' ανάστησες νεκρούς και είδαν και θαύμασαν
τώρα οι σκύλοι οι άνομοι στο ξύλο σε κρέμασαν.
Τιαύτα λόγια θλιβερά έλεγε η Κυρία
Η Παναγία η Δέσποινα η ταπεινή Μαρία.
«Υιέ μου, την μητέρα σου ιδέ την και λυπήθου
Ειδέ την και λυπήθου την, ειδέ την και σπλαχνίθου.»
Τούτο τον λόγο είπε τον κι έγειρε και λιγόθην
εφίρτην κι έπεσε χαμέ πάνω στη γη φυρμενη φυρμενη
μαύρη σκοτεινή ωσάν αποθαμένη
κι όταν την εποφύρασιν αρχίνησεν να κλαίει
Τον Γιόν της τον Μονογενή και πάλι να τον λέγει
Αχ τέκνον μου, γλυκύτατο και φως των αμαθκιών μου
και πουν οι μαθητάδες σου, οι εβδομήντα δυο μου,
και πουν οι μαθητάδες σου η πρώτη δωδεκάδα
και μοναχή μ' αφήσανε με θλίψη και πικράδα
και μοναχή μ' αφήσανε με θλίψη και πικρία
με πόνους και με βάσανα την ταπεινή Μαρία
και που να παπορευθώ και που να πα να μείνω
τίνος το σπίτι η φτωχή την κεφαλή να κλίνω
ποιον να έχω σύντροφο να κάθομαι να κλαίω,
τους πόνους και τα βάσανα και τίνος να τα λέω
πότε να έρθεις τέκνον μου ώστε να σε κατέχω
κλαίω απαρηγόρητα, παρηγοριά δεν έχω
τις βούκες της κατέσχισε τα αίματα έτρεχαν
τα δάκρυα της έτρεχαν χαμέ στη γη έβρεχαν
ετράβαν τα μαλλάκια της το στήθος της εκτύπαν
ούτε τον κόσμο έβλεπε ούτε φωνές εγρίκαν
δυο βρύσες εγινήκασιν τα δυο της αμάτια
το στήθος της τες βούκες της έκαμεν τες κομμάτια.
Υιέ μου όταν σε γέννησα δεν δεν είχα τέτοιους πόνους
και τώρα πόνοι τετραπλοί τα σωθικά μου σπρώχνουν
όταν σε γαλακτότρεφα είχες Θεού την χάρη
εθώρουσε και χαιρόμουν και βαστούν σε καμάρι
όταν σε ποσαράντονα τότε στον Ιερέα
τον Συμεών τον θαυμαστό τότε έτσι τον ελέγαν
αυτός μου επροφήτευσεν αυτή την προφητεία
πως μέλλει διελεύθουσα ρομφαία στην καρδιά.
Αυτά μου επροφήτευσεν ο Συμεών Θεόπτης.
Ιδού ρομφαίαν και σπαθίν τα σωθικά μου κόπτει
ιδού θωρώ το τέκνο μου στο ξύλο σταυρωμένο
και μέσα στην καρδιά του έχουν το καρφωμένο
ξύλο όπου σταυρώθηκ
ε ο Πλάστης και Θεός μου
Ο ποιητής του Ουρανού της γης κι όλου του κόσμου
εποίησε τον Ουρανό ήλιο και το φεγγάρι
τη γην ομού την θάλασσα με κάθε λογής ψάρι.
Σταυρέ μου ξύλο Άγιο ξύλο ευλογημένο
ξύλο πανυπερθαύμαστο κι υπερδεδοξασμένο
ξύλο όπου εβλάστησες το είδος τριών ξύλων
πεύκος, κέδρος, κυπάρισσος του παραδείσου φύλλο
γιε μου την μητέρα σου ιδέ την και λυπήθου
ιδέ την και λυπήθου την ιδέ την και σπλαχνίθου.
Υιέ μου την μητέρα σου ιδέ και μίλησε της
σύντηχε της δυο λόγια και παρηγόρησε την.
Εις ποιον με παρέδωσες κ' εις ποιον θα μ' αφήσεις
και απεκρίθη ο Χριστός της Δέσποινας και λέγει
μητέρα μου, μητέρα μου σιώπησε μην κλαίεις
τον Ιωάννη φίλο μου εγώ σου παραδίδω
να σ' έχει σαν μητέρα του και συ υιόν εκείνον.
Ω Ιωάννη φίλε μου, έφθασε η τιμή σου
έπαρε την μητέρα μου και έχε την μαζί σου.
Τότε την επαράλαβε στο σπίτι του την παίρνει
και δεν είχε παρηγοριάν η πολλοπικραμένη.
Πάλιν δευτεροφίρτηκεν φιρμένη δύο ώρες
ράντιζαν την ροδόσταμμαν οι τότε μυροφόρες
Μάρθα, Μαρία ήτανε ομού και η Σωσάνα
κι άλλη Μαρία του Κλοπά ομού και Ιωάννα.
Τούτες οι πέντε ήτανε που την παραμυθούσαν
και βλέπαν την μην σκοτωθεί και την παρηγορούσαν.
Ετρεξαν εις τον Ιωσήφ από Αριμαθίας
και τον επαρακάλεσαν να πάει στου Πιλάτου
γιατί αυτού του Ιωσήφ έπαιρναν η ριτζιά του.
Ετρεξαν όλοι παρευθύς στου ηγεμόν να φτάσουν
τον Ιησού μας τον Χριστό για να τον κατεβάσουν
Επήγαινε κι η Δέσποινα μετά του Νικόδημου
Του Μαθητά του Ιησού κείνου του περίφημου
Νικόδημος και Ιωσήφ πηγαίνουν στου Πιλάτου
κι η Δέσποινα γονατιστή έκλαιε μπροστά του.
Να σε παρακαλέσουμε αφέντη μου Πιλάτε
γιατί την εξουσία σου ο κόσμος την φοβάται
για να μας δώσεις τον Χριστό κείνον τον σταυρομένο
κείνο που πάνω στον σταυρό Χριστό τον πεθαμένο
εκείνον που σταυρώσατε εχτές πάνω στο ξύλο
γιατί δεν έχει συγγενείς ούτε κανένα φίλο
δός μας τον να τον θάψουμε καθώς είναι η τάξη
γιατί δεν έχει συγγενείς τώρα να τον κοιτάξει.
Πιλάτε τι σε ωφελεί κι αν είναι σταυρωμένος
κι αν είναι πάνω στο σταυρό δυο μέρες κρεμασμένος
νεκρός χλωμός κατάντησε νεκρός και πεθαμένος.
Δός μας τον να τον θάψουμε κι είναι φτωχός και ξένος
εχόρτασε η δίψα τους τους άνομους Εβραίους
τέλειωσε το έργο τους αυτούς τους Φαρισαίους
τοιαύτα λόγια θλιβερά ο Ιωσήφ ελάλεν
εις τον Πιλάτον τον κριτήν και τον επαρακάλεν
και ο Πιλάτος λέγει του ποίον έχεις να πέψεις
να στείλει εκατόνταρχον για να τον κονταρέψει
αν ίσως και απέθανε χαπάριν να του πέψει
ευθύς επήγαν στον Χριστόν και εκονταρέψαν τον
που την δεξιά του την πλευρά αυτοί ελόγχεψαν τον
εκεί που τον ελόγχεψεν βγήκε νερό και αίμα
ιδών ο εκατοντάρχος και όλοι τους έτρεμαν
επιστεύσαν πως εν Θεός κι ήθελε εκουσίως
να σταυρωθεί και να ταφεί σαν θέλει αυτεξουσίως.
Αυτόν τον εκατόνταρχον έλεγαν τον Αογγίνο
επίστεψε στα χέρια του και πίστεψε σ' εκείνον
και στον Πιλάτο έτρεξε δια να τον προλάβει
πως εν νεκρός και πέθανε να μην αμφιβάλλει
και ο Πιλάτος παρευθύς του Ιωσήφ δανείζει
τον Ιησού μας τον Χριστό χάρη μας τον χαρίζει
τότε λοιπόν ο Ιωσήφ έτρεξε να προφθάσει
τον Ιησού μας τον Χριστό για να τον κατεβάσει
πάνω στον Τίμιο Σταυρό έτρεξαν καθώς ήσαν
και κατέβασαν τον Χριστό και τον επροσκυνήσαν
η Παναγία η Δέσποινα ήταν του πανωθκιόν του
και έσκιπτεν και φίλαν το συχνά το πρόσωπον του
έκλαιεν και εφώναζεν σαν κλαίσιν κι άλλες μάνες
και τρεχασιν τα μάτια της σαν τρέχουν οι φουντανες.
Ω Μιχαήλ Αρχάγγελε που τουν ο Λογισμός σου
κι είπες μου Χαίρε Δέσποινα έπιασαν τον Υιό σου
καλύτερα είχες μου πει δέχθου τον θάνατον σου
έχει τρία μερόνυχτα όπου τον τυρρανίζουν
ολόγυμνο τον γιουλλην μου τες στράτες τον γυρίζουν
φορεί στεφάνι αγκαθό πάνω στην κεφαλή του
και δεν το ξέρουν οι άνομοι πως εμε την βουλή του
έβαλαν λίτρες εκατόν σμύρναν με το λοβάρι
κι άλλα μυρωδικά πολλά στον τάφο για να πάρει
επήραν τον και θάψαν τον τον δίκαιο εκείνον
κι η Παναγία ταπισόν κάμνει μεγάλο θρήνο.
Αλίμονο, αλίμονο Υιέ μου και Θεέ μου
τι είναι τούτα που θωρώ που δεν είδα ποτέ μου.
Αλίμονο, αλίμονο Θεέ μου και Πατέρα
και πως με παλλησμόνισες ετούτην την ημέρα
όποιος διαβάζει την γραφή ετούτη του Υιού μου
ερώτησην να μην έχει στην κρίση του Θεού μου
κι η Δέσποινα που το έβγαλεν πρέπει να την υμνάτε
πρέπει να την δοξάζετε και να την προσκυνάτε
αυτής πρέπει η δόξαση κι εμένα το σπολλάτε.

Τέλος και του Θεού η δόξα
<div><a href="http://clubs.pathfinder.gr/pavmaria/506807" target="_blank"><img height="214" src="http://img.pathfinder.gr/clubs/images/58/181658/10.jpg" width="153" border="0" /></a></div><br />
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Ο Φώτης Κόντογλου σε κείμενό του με τίτλο "Σήμερον κρεμάται" (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η δοκιμασία του λογικού, Εκδόσεις Αρμός 2001, σελ. 90-92), παραθέτει αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας :

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι' η Παναγιά η δέσποινα
κ' οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς' έβγαλε
μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Από το CD "Των Γεννών τζιαι της Λαμπρής - Θρησκευτικά τραγούδια της Κύπρου και Ύμνοι" του Μιχάλη Τερλικκά.

Ο θρήνος της Παναγίας τραγουδιόταν τη νύχτα της Μ. Παρασκευής μετά την περιφορά του Επιταφίου, μέσα ή στο προαύλιο της εκκλησίας. Τον τραγουδούσαν μέσα από χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία άτομα (συνήθως πάντα τα ίδια) ο ένας μετά τον άλλον με θρηνώδες ύφος, παρασέρνοντας σε δάκρυα τους πιστούς που συμμετείχαν με τον τρόπο αυτό στον πόνο της Μητέρας του Θεού, μα και στον ανθρώπινο πόνο της μάνας Μαρίας.

Άρκοντες αφιγκράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον
που κλαίει τον μονογενήν εις τον σταυρόν εκείνον.

Αδέ μαντάτον σκοτεινόν τζιαι μέρα λυπημένη
που ήρτεν σήμερον σε μεν την πολλοπικραμένην.

Αδέ χαράν που δκιάβασα τζι' εγέννησα τον ήλιον
τον φόον που επέρασα στης γέννησης τον σπήλιον
για τον Ηρώδην τον πικρόν μεν χάσει το βασίλειον.

Γρυσόν δεντρόν εβλάστησεν ο εύσπλαχνος υιός μου
τζ' έβκαλεν κλώνους δώδεκα για σιεπασμόν του κόσμου.

Τωρά οι κλώνοι κόπηκαν τα φύλλα μαραθήκαν
τζι' η βρύση εσταμάτησεν, όλα εξερανθήκαν.

Ιούδας τον επρόδωσεν αργύρια τριάντα
τζι' ενόμισεν ο μιαρός πως θα τα έσιει πάντα.

Τζι' ο κωμοδρόμος άνομος απού να δκιακονήσει
μήτε ψουμίν να 'βρει να φα, με ρούχον να φορήσει.

Είπαν του κόψε τέσσερα, τζιαι τζιείνος κόφκει πέντε
νήεν κοπούν τα γρόνια του να μείνουν μέρες πέντε.

Πέντε καρ(φ)κιά εβάλασιν επάνω στον υιόν μου
τζι' εκάμαν Τον τζι' εφύρτηκεν το φως των οφθαλμών μου.

Ω! Πανσεβάσμιε σταυρέ ξύλον ευλογημένον
όπου βαστάζεις τον Θεόν πάνω σου κρεμασμένον.

Σκύψε σταυρέ να δυνηθώ, να τον καταφιλήσω
τον ποιητήν μου και Θεόν να τον ποσιαιρετήσω.

Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραγιστείτε
Και ζωντανοί τες λύπες μου κλάψετε και θρηνείτε.

Κλάψετε χήρες κι ορφανά, όλοι την συντροφιά σας
κλάψετε τον διδάσκαλον και την παρηγοριάν σας.

Τζιαι που μασιέριν να σφαώ τζιαι που κρεμόν να δώσω
τζιαι που ποτάμιν σύθθολον να μπω να παραδώσω.

Τζι' η Δέσποινα που το 'βκαλεν προφήτισσα λοάτε
τζιείνης πρέπει η δόξασις τζ' εμέναν τ' ως πολλά 'τε.

Πηγές: Παλιό χειρόγραφο από το χωριό Καπούτι της Κύπρου.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”