Εκκλησιαστική δικαιοσύνη
Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 10, 2007 11:39 am
Για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη
Σε τεντωμένο σκοινί πάλι Χριστόδουλος, Βαρθολομαίος
Του ΘΩΜΑ ΤΣΑΤΣΗ
Κάθε ημέρα που περνάει η κρίση μεταξύ Φαναρίου και Αρχιεπισκοπής κλιμακώνεται επικίνδυνα, με αφορμή το σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη που προωθεί το υπουργείο Παιδείας με τη συναίνεση του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
Χριστόδουλος
Χθες συνεδρίασαν οι Σύνοδοι στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Στην Πόλη διάβασαν δύο επιστολές. Μία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου προς το Φανάρι και μία του Ιωαννίνων Θεόκλητου προς τον Αθηνών, που υποβλήθηκε και στον Πατριάρχη.
Στην Αθήνα συζήτησαν για την επίσκεψη του Αθηνών στο Βατικανό. Δύο μητροπολίτες, ο Περιστερίου Χρυσόστομος και ο Καβάλας Προκόπιος, διαφώνησαν με το ταξίδι, γιατί εμφανίστηκε ως «πρώτος», ενώ δεν είναι και δεν είχε, όπως όφειλε, την έγκριση της Ιεραρχίας.
Οι επιστολές που διάβασαν στο Φανάρι προκάλεσαν ενδιαφέρον και έκπληξη. Ο αρχιεπίσκοπος, απαντώντας σε επιστολή του Πατριάρχη, που του ζήτησε τις θέσεις του για το σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη και το σχέδιο, δηλώνει ότι μόνη αρμόδια να αποφασίζει για θέματα της Εκκλησίας της Ελλάδος -άρα και για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη- είναι η Ιεραρχία. Τονίζει το «αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος» και προσπερνάει το αίτημα του Πατριάρχη, παραπέμποντάς τον στο υπουργείο Παιδείας. Από την επιστολή προκύπτει ότι ο αρχιεπίσκοπος έχει ενημερώσει την υπουργό Παιδείας Μ. Γιαννάκου και της ρίχνει το μπαλάκι των ευθυνών.
Βαρθολομαίος
Δυσφορία
Ο αρχιεπίσκοπος αποφεύγει με αυτόν τον τρόπο να λάβει θέση και να απαντήσει στο ερώτημα εάν υπερισχύουν οι νόμοι ή οι ιεροί κανόνες. Η επιστολή του αρχιεπισκόπου προκάλεσε δυσφορία στον Οικουμενικό Πατριάρχη που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έχει λάβει τις αποφάσεις του και αναμένεται άμεσα να ρίξει το γάντι στον Χριστόδουλο, τονίζοντάς του ότι ή θα ακολουθήσει όσα επιτάσσουν οι ιεροί κανόνες ή θα υποστεί τις συνέπειες όσο σκληρές και αν είναι.
Η δεύτερη επιστολή, του Ιωαννίνων Θεόκλητου, απευθύνεται προς τον Χριστόδουλο, αλλά υποβλήθηκε και στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Ιωαννίνων ανταπαντάει σ' όσα του έγραψε ο αρχιεπίσκοπος στις 11 Δεκεμβρίου για τις ενστάσεις που είχε ο πρώτος για το σχέδιο νόμου για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Δίνει νέα διάσταση στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει, αναφέρεται στη σύγκρουση νόμων και ιερών κανόνων και τονίζει:
«Ο συνταγματικός νομοθέτης ούτε ίδρυσε ούτε κατέστησε, εις την υπό συγκρότησιν τότε Πολιτείαν, Εκκλησίαν, αλλά αναγνωρίσας την προγενεστέραν Της ύπαρξιν, ως πίστευμα των προς σύνταξιν πολιτών, ανεγνώρισε Ταύτην και μάλιστα υπό συγκεκριμένους όρους: ότι Αύτη κεφαλήν έχει τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, παραμένει ενωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας και πάσης άλλης ομοδόξου και τηρεί απαρασαλεύτως άπαντας τους Ιερούς κανόνας και τας παραδόσεις ως και Εκείναι. Η αναγνώρισης αύτη αναφερομένη ρητώς εις όλα τα εγκριθέντα Συντάγματα της Ελληνικής Πολιτείας δημιουργεί και εις ταύτην την υποχρέωσιν να αποδέχηται τους τεθέντας όρους, θεωρούσα τούτους ως υποστατικούς όρους υπάρξεως συνωδά και ταις διατάξεσι του άρθρου 13 του Συντάγματος. Βάσει των ανωτέρω, η Πολιτεία υποχρεούται να μη εισάγη εις τους Εκκλησιαστικούς νόμους διατάξεις, αντιβαινούσας προς τους όρους τους οποίους αύτη συνταγματικώς απεδέχθη, ίνα μη συλλαμβάνηται ούτω αντιφάσκουσα πρός εαυτήν».
Θυμίζει στον Χριστόδουλο τη στάση του στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας τον περασμένο Οκτώβριο: «Αντιπαρήλθατε την παρέμβασίν μου ως μη γενομένην, ίσως διότι εφοβήθητε ότι η έναρξις μιας τοιαύτης συζητήσεως θα εξέτρεπε από της σκοπιμότητος επιψηφίσεως του σχεδίου υπό της Συνόδου της Ιεραρχίας».
Μομφή
Η τετρασέλιδη επιστολή περιλαμβάνει κι ένα σημείο-μομφή προς τους έξι μητροπολίτες-μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που προέρχονται από τις λεγόμενες Νέες Χώρες: «Διαπορώ διά το σύμψηφον τουλάχιστον των έξι συνοδικών αδελφών των εκ των Μητροπόλεων του θρόνου». Και τελειώνει με μία ερώτηση: «Η προκαθημένη Ιερά Σύνοδος και Υμείς προσωπικώς εφηρμόσατε εις το ακέραιον την πατριαρχικήν Πράξιν του 1928, την οποίαν η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας απεδέχθη παμψηφεί, σχεδόν (εδηλώθη μόνο μία αρνητική ψήφος), κατά τον Μάιον του 2004;».
tsath@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/01/2007
Σε τεντωμένο σκοινί πάλι Χριστόδουλος, Βαρθολομαίος
Του ΘΩΜΑ ΤΣΑΤΣΗ
Κάθε ημέρα που περνάει η κρίση μεταξύ Φαναρίου και Αρχιεπισκοπής κλιμακώνεται επικίνδυνα, με αφορμή το σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη που προωθεί το υπουργείο Παιδείας με τη συναίνεση του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
Χριστόδουλος
Χθες συνεδρίασαν οι Σύνοδοι στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Στην Πόλη διάβασαν δύο επιστολές. Μία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου προς το Φανάρι και μία του Ιωαννίνων Θεόκλητου προς τον Αθηνών, που υποβλήθηκε και στον Πατριάρχη.
Στην Αθήνα συζήτησαν για την επίσκεψη του Αθηνών στο Βατικανό. Δύο μητροπολίτες, ο Περιστερίου Χρυσόστομος και ο Καβάλας Προκόπιος, διαφώνησαν με το ταξίδι, γιατί εμφανίστηκε ως «πρώτος», ενώ δεν είναι και δεν είχε, όπως όφειλε, την έγκριση της Ιεραρχίας.
Οι επιστολές που διάβασαν στο Φανάρι προκάλεσαν ενδιαφέρον και έκπληξη. Ο αρχιεπίσκοπος, απαντώντας σε επιστολή του Πατριάρχη, που του ζήτησε τις θέσεις του για το σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη και το σχέδιο, δηλώνει ότι μόνη αρμόδια να αποφασίζει για θέματα της Εκκλησίας της Ελλάδος -άρα και για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη- είναι η Ιεραρχία. Τονίζει το «αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος» και προσπερνάει το αίτημα του Πατριάρχη, παραπέμποντάς τον στο υπουργείο Παιδείας. Από την επιστολή προκύπτει ότι ο αρχιεπίσκοπος έχει ενημερώσει την υπουργό Παιδείας Μ. Γιαννάκου και της ρίχνει το μπαλάκι των ευθυνών.
Βαρθολομαίος
Δυσφορία
Ο αρχιεπίσκοπος αποφεύγει με αυτόν τον τρόπο να λάβει θέση και να απαντήσει στο ερώτημα εάν υπερισχύουν οι νόμοι ή οι ιεροί κανόνες. Η επιστολή του αρχιεπισκόπου προκάλεσε δυσφορία στον Οικουμενικό Πατριάρχη που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έχει λάβει τις αποφάσεις του και αναμένεται άμεσα να ρίξει το γάντι στον Χριστόδουλο, τονίζοντάς του ότι ή θα ακολουθήσει όσα επιτάσσουν οι ιεροί κανόνες ή θα υποστεί τις συνέπειες όσο σκληρές και αν είναι.
Η δεύτερη επιστολή, του Ιωαννίνων Θεόκλητου, απευθύνεται προς τον Χριστόδουλο, αλλά υποβλήθηκε και στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Ιωαννίνων ανταπαντάει σ' όσα του έγραψε ο αρχιεπίσκοπος στις 11 Δεκεμβρίου για τις ενστάσεις που είχε ο πρώτος για το σχέδιο νόμου για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Δίνει νέα διάσταση στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει, αναφέρεται στη σύγκρουση νόμων και ιερών κανόνων και τονίζει:
«Ο συνταγματικός νομοθέτης ούτε ίδρυσε ούτε κατέστησε, εις την υπό συγκρότησιν τότε Πολιτείαν, Εκκλησίαν, αλλά αναγνωρίσας την προγενεστέραν Της ύπαρξιν, ως πίστευμα των προς σύνταξιν πολιτών, ανεγνώρισε Ταύτην και μάλιστα υπό συγκεκριμένους όρους: ότι Αύτη κεφαλήν έχει τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, παραμένει ενωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας και πάσης άλλης ομοδόξου και τηρεί απαρασαλεύτως άπαντας τους Ιερούς κανόνας και τας παραδόσεις ως και Εκείναι. Η αναγνώρισης αύτη αναφερομένη ρητώς εις όλα τα εγκριθέντα Συντάγματα της Ελληνικής Πολιτείας δημιουργεί και εις ταύτην την υποχρέωσιν να αποδέχηται τους τεθέντας όρους, θεωρούσα τούτους ως υποστατικούς όρους υπάρξεως συνωδά και ταις διατάξεσι του άρθρου 13 του Συντάγματος. Βάσει των ανωτέρω, η Πολιτεία υποχρεούται να μη εισάγη εις τους Εκκλησιαστικούς νόμους διατάξεις, αντιβαινούσας προς τους όρους τους οποίους αύτη συνταγματικώς απεδέχθη, ίνα μη συλλαμβάνηται ούτω αντιφάσκουσα πρός εαυτήν».
Θυμίζει στον Χριστόδουλο τη στάση του στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας τον περασμένο Οκτώβριο: «Αντιπαρήλθατε την παρέμβασίν μου ως μη γενομένην, ίσως διότι εφοβήθητε ότι η έναρξις μιας τοιαύτης συζητήσεως θα εξέτρεπε από της σκοπιμότητος επιψηφίσεως του σχεδίου υπό της Συνόδου της Ιεραρχίας».
Μομφή
Η τετρασέλιδη επιστολή περιλαμβάνει κι ένα σημείο-μομφή προς τους έξι μητροπολίτες-μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που προέρχονται από τις λεγόμενες Νέες Χώρες: «Διαπορώ διά το σύμψηφον τουλάχιστον των έξι συνοδικών αδελφών των εκ των Μητροπόλεων του θρόνου». Και τελειώνει με μία ερώτηση: «Η προκαθημένη Ιερά Σύνοδος και Υμείς προσωπικώς εφηρμόσατε εις το ακέραιον την πατριαρχικήν Πράξιν του 1928, την οποίαν η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας απεδέχθη παμψηφεί, σχεδόν (εδηλώθη μόνο μία αρνητική ψήφος), κατά τον Μάιον του 2004;».
tsath@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/01/2007