Περί ΟΡΚΟΥ, τού Θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιαν 13, 2007 5:12 pm
Περί ΟΡΚΟΥ, τού Θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», τού Θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη.
Σελίδες 126, 127.
Ολόκληρο αυτό το βιβλίο, φέρει πάνω του και την έγκριση τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Η ανάπτυξη τού κειμένου, γίνεται από τον Άγιο Νεκτάριο, με μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων.
Μεταφέρω το κείμενο στην πρωτότυπη γλώσσα, όπως το έγραψε ο Άγιος Νεκτάριος.
«Πώς συμπληροί την περί όρκου εντολήν τού παλαιού Νόμου;
- Δια τών εξής ρημάτων. «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις: ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τώ Κυρίω τούς όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μή ομόσαι όλως. Μήτε εν τώ Ουρανώ, ότι θρόνος εστί τού Θεού. Μήτε εν τή γή, ότι υποπόδιον εστι τών ποδών αυτού. Μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί τού μεγάλου βασιλέως. Μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. Έστω δε ο λόγος υμών Ναί ναι, Ού ού. Το δε περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν».
Τί επιζητεί διά τών ειρημένων ο Σωτήρ;
- Την ηθικήν τελειότητα τών οπαδών εαυτού. Διότι ο όρκος ών επιμαρτύρησις τών λεγομένων υποθέτει ηθικήν ατέλειαν εις ψεύδος υπολισθαίνουσαν, ήν η τού Χριστιανισμού τελειότης ουδ’ όλως ανέχεται. Διό διατάσσει να αποβώσι τοσούτον αξιόπιστοι, ώστε ουδ’ ενός να επιδέωνται όρκου προς βεβαίωσιν τής αληθείας τών υπ’ αυτών λεγομένων. Να ήναι δε ικανόν πρός πίστωσιν και βεβαίωσιν τό ναί, ναί, και το ού, ού. Ήτοι πράγματι και αληθεία ναί, έχει ούτως, ή πράγματι και αληθεία ού, ούκ έχει ούτως. Τούτο εστι χριστιανική τελειότης. Διό ο Χριστιανός οφείλει να αποβή αξιόπιστος, όπως πιστεύηται λέγων ναί ή ού, και δεν επιδέηται επιμαρτυρίας προς βεβαίωσιν τής αληθείας τών υπ’ αυτού λεγομένων.
Αλλ’ εάν οι την αλήθειαν επιζητούντες απιστούσι τοίς υπ’ αυτού λεγομένοις;
- Τούτο ουδ’ όλως επιτρέπει αυτώ την αθέτησιν τής εντολής, ούτος, οφείλει να εμμένη εν τή διαβεβαιώσει τής αληθείας δια τού ναι, και ού.
Απαγορεύει ο Σωτήρ και τον υπό τών αρχών και εξουσιών απαιτούμενον όρκον;
- Εκ τών υπό τού Σωτήρος ειρημένων δεν εξακριβούται το τοιούτον. Εκ τού σκοπού όμως δι’ όν ερρήθησαν μάλλον καταφαίνεται, ότι ο Σωτήρ απηγόρευσε τον όρκον τον προς αλλήλους και ουχί τον όρκον τον διδόμενον ενώπιον τών αρχών και εξουσιών τον υπό τού νόμου απαιτούμενον προς πίστωσιν τής αληθείας και διαβεβαίωσιν τών αρχών. Διότι και αυτός ο Σωτήρ εξορκισθείς υπό τού αρχιερέως να μαρτυρήση ει αυτός εστιν ο Χριστός, εδέχθη τον όρκον, και ωμολόγησεν ότι αυτός εστιν (Ματ. κς’. 63). Επίσης και ο Απόστολος Παύλος γράφων προς Ρωμαίους επικαλείται μάρτυρα τον Θεόν προς πίστωσιν τών λόγων αυτού, ότι μνείαν ποιείται πάντοτε αυτών επί τών προσευχών αυτού (Ρωμ. α’. 9). Ωσαύτως και προς τούς Κορινθίους γράφων μάρτυρα τον Θεόν επικαλείται πρός πίστωσιν τών λόγων του ότι φείδεται αυτών (Β’. Κορινθ. α’. 23). Και ο άγγελος τής Αποκαλύψεως ώμοσεν εν τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, ός έκτισε τον Ουρανόν και τα εν αυτώ και την Γήν και τα εν αυτή, και την θάλασσαν και τα εν αυτή. (Αποκάλ. Ι’. 6).
Πόθεν άλλοθεν δύναται να εξαχθή ότι ο Σωτήρ δεν απηγόρευσεν απολύτως τον όρκον;
- Εκ τών εξής. α’) εκ τής εντολής, ήν λαμβάνει ουχί αμέσως εκ τού δεκαλόγου, αλλ’ εκ τού Λευϊτικού (ιθ’. 12). Εκεί δε απαγορεύεται το ομνύειν τώ ονόματι τού Θεού επ’ αδίκω, και βεβηλούν το όνομα αυτού, ένεκεν αθετήσεως τού όρκου δοθέντος προς τον πλησίον (ίδε Αριθ. λ’. 3 ίδε και Δευτερονόμ. κγ’ 23) και περί παντός πράγματος. Τούτο ο Σωτήρ ονομάζει επιορκίαν. Εκ τούτου δηλούται, ότι πρόκειται περί τής πρός αλλήλους αμοιβαίας πίστεως και εμπιστοσύνης. β’) Εκ τού ότι δεν φαίνεται ότι ο Σωτήρ απολύτως απηγόρευσε το λαμβάνειν το όνομα τού Θεού εις βεβαίωσιν τής αληθείας εν τώ δέοντι χρόνω. Τουναντίον φαίνεται, ότι τούτο επέτρεψε διά τού ιδίου παραδείγματος, όπερ ηκολούθησαν και οι μαθηταί αυτού. Εάν ο Σωτήρ προύτίθετο να απαγορεύση απολύτως τον όρκον τόν τε επί ματαίω λαμβανόμενον και τον επί δικαίω πάντως θα συνεπλήρου την εντολήν δι’ ετέρας σαφούς απαγορεύσεως, τοιαύτη δε σαφής απαγόρευσις δεν εγένετο υπό τού Κυρίου. Ρητέον δε και τόδε, ότι ο Σωτήρ ενταύθα εξ ηθικών και ουχί δογματικών ορμάται αρχών. Ώστε ο όρκος επί δικαίω ενώπιον αρχών επιτρέπεται».
Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», τού Θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως.
Εκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη.
Σελίδες 126, 127.
Ολόκληρο αυτό το βιβλίο, φέρει πάνω του και την έγκριση τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Η ανάπτυξη τού κειμένου, γίνεται από τον Άγιο Νεκτάριο, με μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων.
Μεταφέρω το κείμενο στην πρωτότυπη γλώσσα, όπως το έγραψε ο Άγιος Νεκτάριος.
«Πώς συμπληροί την περί όρκου εντολήν τού παλαιού Νόμου;
- Δια τών εξής ρημάτων. «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοίς αρχαίοις: ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τώ Κυρίω τούς όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μή ομόσαι όλως. Μήτε εν τώ Ουρανώ, ότι θρόνος εστί τού Θεού. Μήτε εν τή γή, ότι υποπόδιον εστι τών ποδών αυτού. Μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί τού μεγάλου βασιλέως. Μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. Έστω δε ο λόγος υμών Ναί ναι, Ού ού. Το δε περισσόν τούτων εκ τού πονηρού εστιν».
Τί επιζητεί διά τών ειρημένων ο Σωτήρ;
- Την ηθικήν τελειότητα τών οπαδών εαυτού. Διότι ο όρκος ών επιμαρτύρησις τών λεγομένων υποθέτει ηθικήν ατέλειαν εις ψεύδος υπολισθαίνουσαν, ήν η τού Χριστιανισμού τελειότης ουδ’ όλως ανέχεται. Διό διατάσσει να αποβώσι τοσούτον αξιόπιστοι, ώστε ουδ’ ενός να επιδέωνται όρκου προς βεβαίωσιν τής αληθείας τών υπ’ αυτών λεγομένων. Να ήναι δε ικανόν πρός πίστωσιν και βεβαίωσιν τό ναί, ναί, και το ού, ού. Ήτοι πράγματι και αληθεία ναί, έχει ούτως, ή πράγματι και αληθεία ού, ούκ έχει ούτως. Τούτο εστι χριστιανική τελειότης. Διό ο Χριστιανός οφείλει να αποβή αξιόπιστος, όπως πιστεύηται λέγων ναί ή ού, και δεν επιδέηται επιμαρτυρίας προς βεβαίωσιν τής αληθείας τών υπ’ αυτού λεγομένων.
Αλλ’ εάν οι την αλήθειαν επιζητούντες απιστούσι τοίς υπ’ αυτού λεγομένοις;
- Τούτο ουδ’ όλως επιτρέπει αυτώ την αθέτησιν τής εντολής, ούτος, οφείλει να εμμένη εν τή διαβεβαιώσει τής αληθείας δια τού ναι, και ού.
Απαγορεύει ο Σωτήρ και τον υπό τών αρχών και εξουσιών απαιτούμενον όρκον;
- Εκ τών υπό τού Σωτήρος ειρημένων δεν εξακριβούται το τοιούτον. Εκ τού σκοπού όμως δι’ όν ερρήθησαν μάλλον καταφαίνεται, ότι ο Σωτήρ απηγόρευσε τον όρκον τον προς αλλήλους και ουχί τον όρκον τον διδόμενον ενώπιον τών αρχών και εξουσιών τον υπό τού νόμου απαιτούμενον προς πίστωσιν τής αληθείας και διαβεβαίωσιν τών αρχών. Διότι και αυτός ο Σωτήρ εξορκισθείς υπό τού αρχιερέως να μαρτυρήση ει αυτός εστιν ο Χριστός, εδέχθη τον όρκον, και ωμολόγησεν ότι αυτός εστιν (Ματ. κς’. 63). Επίσης και ο Απόστολος Παύλος γράφων προς Ρωμαίους επικαλείται μάρτυρα τον Θεόν προς πίστωσιν τών λόγων αυτού, ότι μνείαν ποιείται πάντοτε αυτών επί τών προσευχών αυτού (Ρωμ. α’. 9). Ωσαύτως και προς τούς Κορινθίους γράφων μάρτυρα τον Θεόν επικαλείται πρός πίστωσιν τών λόγων του ότι φείδεται αυτών (Β’. Κορινθ. α’. 23). Και ο άγγελος τής Αποκαλύψεως ώμοσεν εν τώ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, ός έκτισε τον Ουρανόν και τα εν αυτώ και την Γήν και τα εν αυτή, και την θάλασσαν και τα εν αυτή. (Αποκάλ. Ι’. 6).
Πόθεν άλλοθεν δύναται να εξαχθή ότι ο Σωτήρ δεν απηγόρευσεν απολύτως τον όρκον;
- Εκ τών εξής. α’) εκ τής εντολής, ήν λαμβάνει ουχί αμέσως εκ τού δεκαλόγου, αλλ’ εκ τού Λευϊτικού (ιθ’. 12). Εκεί δε απαγορεύεται το ομνύειν τώ ονόματι τού Θεού επ’ αδίκω, και βεβηλούν το όνομα αυτού, ένεκεν αθετήσεως τού όρκου δοθέντος προς τον πλησίον (ίδε Αριθ. λ’. 3 ίδε και Δευτερονόμ. κγ’ 23) και περί παντός πράγματος. Τούτο ο Σωτήρ ονομάζει επιορκίαν. Εκ τούτου δηλούται, ότι πρόκειται περί τής πρός αλλήλους αμοιβαίας πίστεως και εμπιστοσύνης. β’) Εκ τού ότι δεν φαίνεται ότι ο Σωτήρ απολύτως απηγόρευσε το λαμβάνειν το όνομα τού Θεού εις βεβαίωσιν τής αληθείας εν τώ δέοντι χρόνω. Τουναντίον φαίνεται, ότι τούτο επέτρεψε διά τού ιδίου παραδείγματος, όπερ ηκολούθησαν και οι μαθηταί αυτού. Εάν ο Σωτήρ προύτίθετο να απαγορεύση απολύτως τον όρκον τόν τε επί ματαίω λαμβανόμενον και τον επί δικαίω πάντως θα συνεπλήρου την εντολήν δι’ ετέρας σαφούς απαγορεύσεως, τοιαύτη δε σαφής απαγόρευσις δεν εγένετο υπό τού Κυρίου. Ρητέον δε και τόδε, ότι ο Σωτήρ ενταύθα εξ ηθικών και ουχί δογματικών ορμάται αρχών. Ώστε ο όρκος επί δικαίω ενώπιον αρχών επιτρέπεται».