Χρηστος Γιανναρας,Γαβριηλ πεντζικης
Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιαν 22, 2007 7:40 pm
Πείνα καὶ Δίψα
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(ἀποσπάσματα)
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ'ὅλους κι ἀπ'ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.
Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.
Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.
Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.
Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.
Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.
Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.
Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἄν σοῦ ποῦν γι'Αὐτόν, ὅσα κι ἄν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.
Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Ἄν σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τὸτε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.
Πάνω σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.
Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.
...........................................................................................................
Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας
Νικολάου Γαβριὴλ Πεντζίκη, Πρὸς Ἐκκλησιασμό,
Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 61-67
Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ προσφάτως, μ΄ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά΄χει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ΄ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ΄ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκ
ε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.
Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.
Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν΄ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν. Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι΄ἀπ΄ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.
Συνήθως οἱ ἔννοιες ποὺ διατυπώνουμε, σὰν τὶς ἐξισώσεις τῆς ἄλγεβρας μὲ τὶς πολλὲς πιθανὲς λύσεις, ἀποτελοῦν νεφέλωμα θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν διαθέσεων καὶ γι΄αὐτό, ἐπειδὴ στὴν ἔκφρασή μας δὲν ὑπάρχουν συχνὰ σαφὴ ὅρια, ἡ συζήτηση πέρνει ἄλλο δρόμο ἢ διακόπτεται. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τοὺς φίλους τῆς Καβάλας. Ἡ σωματικὴ ὅμως αἴσθηση ποὺ ἀνάφερα, περιχαρακώνοντας τὸ σύνολο τῶν διαθέσεων τοῦ ἐσωτερικοῦ νεφελώματος, σὰν κυτταρικὴ μεμβράνη ἀνθεκτικότερη τοῦ πρωτοπλάσματος, ἀναγκάζει τὴ σκέψη μου νὰ συνεχίζει στὸν ἴδιο πάντα δρόμο τὴ συζήτηση. Τὸ δρόμο ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ πλάστου Θεοῦ καὶ τέμνεται ἀπὸ τὴν κάθετο τῆς ἁμαρτίας τοῦ αὐτεξουσίου πλάσματος.
Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλὲς βεβαιότητες διὰ τὸ συμπαγὲς σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θυμᾶμαι ἔκλεισα ἀμέσως τὸν Συναξαριστή, ποὺ εἶχα πάρει νὰ διαβάσω, ὅταν συνάντησα τὴ φράση, πὼς ἕνας Ἅγιος ἀπὸ βρέφος ἔδειχνε ὅτι θὰ γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1937, δὲν ἐκφραζόμουν πιὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Διέβλεπα στὴν παραπάνω φράση καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες μιὰ ἀλήθεια, πού, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὴν ἀποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα πρὸς τὸ πεῖσμα μου καὶ ἴσως ἐξαιτίας αὐτοῦ, μιὰ μεγάλη ντροπή, ποὺ δὲ μποροῦσα λογικὰ νὰ κυριαρχῶ τῶν συζητητῶν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, διαρκῶς ἡττῶμην. Ἡ συνεχὴς ἧττα ἀντίκρυ στοὺς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καὶ μὲ λογικὴ τὰ περὶ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ παράλογο ποὺ μέσα μου ἔνιωθα νὰ μεγαλώνει, ἀποτελώντας ὅλη μου τὴ χαρά καὶ τὴ ζωή, τὴν ὥρα πού, μετὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ κρίση, διατεινόμουν δίχως κανεὶς νὰ μὲ πιστεύει, πὼς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μὲ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρὸς τοὺς τρελλούς, ποὺ βλέπουμε νὰ καταφεύγουν, ξένοι πρὸς τὸν τριγύρω κόσμο, στὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ποῦ κοσμοῦν τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ἐνῶ εἶχα ἀρχίσει νὰ περιηγοῦμαι, μᾶλλον σὰν τουρίστας, τὰ μνημεῖα, ποὺ ἄφησε ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστη, τῶν ἀειμνήστων βυζαντινῶν μας πατέρων, σὺν τῷ χρόνῳ διαφοροποιούμουνα. Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφικὸς διάκοσμος τῶν ναῶν, ποίηση καὶ μουσικὴ τῶν ἐν αὐτοῖς τελουμένων, χωρὶς τὴ σοβαρότητα τῆς ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ξεκουράσει μὲ τὸν τίτλο τοῦ βυζαντινολόγου, χωρὶς τὴν τάξη τοῦ πιστοῦ ἐκ παραδόσεως, ποὺ λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικὰ τὴ λειτουργία, ἑνούμενα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ παραλόγου ἐντός μου, σιγά σιγά ἄρχισαν νὰ μοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικοινωνία μ΄ἕναν ἄλλο κόσμο. Παρ΄ὅλο ποὺ ὁ φόβος, μήπως χαρακτηρισθῶ ὡς ἐξοφλημένο ἀπὸ τὴ ζωὴ γραΐδιον ἢ σωστὰ τρελλός, ἀπὸ τοὺς συνοδεύοντας τὴν ἐκφορὰ τῶν κεκοιμημένων, δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ νέον, νὰ τὸν ὁμολογήσω σὰν βεβαίωση τῆς ἐνταῦθα ζωῆς, διὰ τῆς ὁποίας καὶ πάλιν αὐτὸς βεβαιοῦται. Πέρα ὅμως ἀπὸ κάθε φόβο, μ΄ἐνθουσίαζε στὴν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τοὺς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά΄χει τὴ θέση του καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητα πρὸς τὸ ὑπ΄αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καὶ μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του.
Ἐγκωμιάζοντας τὴν Παναγία, πού, ἐνῶ ἦτο θνητὴ σὰν καὶ μᾶς, ὡς Παρθένος, ἀσπόρως ἠξιώθη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ χρόνο ἱστορικὸ νὰ γεννήσει ἀνάμεσά μας τὸν Θεὸ Υἱό, ποὺ πάλι
αὐτός, ὅταν ἡ Μητέρα ἐκοιμήθη, παράλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸ πνεῦμα της, Γεθσημανὶ τῷ χωρίῳ, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ὑμνητὴς αὐτῆς, στόν Κανόνα του λέγει:
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται ἔθιμον ὑλικῆς ἐνισχύσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ συνήθως νεαροῦ ἀναγνώστου τοῦ ἀνωτέρω ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην. Ἐκ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως, ἐξήγαγα συμπεράσματα περὶ τοῦ συμμετρικῶς ἀσυμμέτρου, περὶ τοῦ ὅτι ὀρθότερον γεωμετρικῶς εἶναι τὸ πρακτικῶς μὴ ἀκριβῶς τετράγωνον, περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ῥυθμοῦ σὰν βασικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοιχείου τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, περὶ τῆς σημασίας τῆς ἐκλογῆς ὅσον γίνεται μικρότερης μονάδος, γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύνολο δίκαιο, περὶ τῶν ὁρίων τοῦ προσωπικοῦ καὶ ὅτι τοῦτο μπορεῖ ἐνίοτε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα διὰ τῆς ἀντιγραφῆς, ὅτι τὸ ὡραῖο, ὅταν ὑπάρχει πρὸς τοῦτο συγκίνηση, μπορεῖ νὰ κομματιαστεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα ποὺ τὸ γέννησε, σὲ ἄλλη καὶ ἄλλη, μέχρι ποὺ νὰ μπορεῖ ἕνας σήμερα νὰ περιβληθεῖ τὴν μυθικὴ ἁλουργίδα τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου καί, ἐνδυμένος τὰ παλαιά, νὰ παρουσιάζεται συγχρονισμένος, πρὸς τὶς πιὸ ἐπίκαιρες φιλοσοφικὲς ἀπόψεις. Ἔφτασα ἔτσι νὰ δικαιώσω τὰ λόγια τῆς μητέρας τῆς μητέρας μου, ὅταν μωρὸ παιδὶ μ΄ἄλλαζε ἐσώρουχα: «ἀλλάζει ὁ Χριστὸς κι΄ἡ Παναγιὰ καὶ τ΄ἀποφόρια τὰ φορεῖ ὁ ἐγγονός μου».
Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως. Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ σύγχρονή μας τέχνη, εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει, ὡς χαρακτηριστικό, μιὰν ἄοκνη, ὅσο καὶ βαθιὰ πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογῆς τῶν μνημονίων τοῦ ψυχικοῦ μας εἶναι, σάμπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά΄χει χάσει παντελῶς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ἀφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ΄ἀγκάθια τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀτομικὴ τοῦ ἐγὼ ἐπιβίωση. «Δὲν ἔχω», λοιπόν, «ἔνδυμα ἵνα εἰσέλθω», κραυγάζει ὁ καθείς.
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν΄ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι΄ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ΄ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ
; τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν΄ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ΄ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
www.athos.gr http://www.antibaro.gr/religion.php
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(ἀποσπάσματα)
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ'ὅλους κι ἀπ'ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.
Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.
Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.
Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.
Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.
Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.
Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.
Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἄν σοῦ ποῦν γι'Αὐτόν, ὅσα κι ἄν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.
Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Ἄν σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τὸτε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.
Πάνω σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.
Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.
...........................................................................................................
Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας
Νικολάου Γαβριὴλ Πεντζίκη, Πρὸς Ἐκκλησιασμό,
Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 61-67
Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ προσφάτως, μ΄ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά΄χει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ΄ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ΄ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκ
ε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.
Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.
Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν΄ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν. Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι΄ἀπ΄ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.
Συνήθως οἱ ἔννοιες ποὺ διατυπώνουμε, σὰν τὶς ἐξισώσεις τῆς ἄλγεβρας μὲ τὶς πολλὲς πιθανὲς λύσεις, ἀποτελοῦν νεφέλωμα θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν διαθέσεων καὶ γι΄αὐτό, ἐπειδὴ στὴν ἔκφρασή μας δὲν ὑπάρχουν συχνὰ σαφὴ ὅρια, ἡ συζήτηση πέρνει ἄλλο δρόμο ἢ διακόπτεται. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τοὺς φίλους τῆς Καβάλας. Ἡ σωματικὴ ὅμως αἴσθηση ποὺ ἀνάφερα, περιχαρακώνοντας τὸ σύνολο τῶν διαθέσεων τοῦ ἐσωτερικοῦ νεφελώματος, σὰν κυτταρικὴ μεμβράνη ἀνθεκτικότερη τοῦ πρωτοπλάσματος, ἀναγκάζει τὴ σκέψη μου νὰ συνεχίζει στὸν ἴδιο πάντα δρόμο τὴ συζήτηση. Τὸ δρόμο ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ πλάστου Θεοῦ καὶ τέμνεται ἀπὸ τὴν κάθετο τῆς ἁμαρτίας τοῦ αὐτεξουσίου πλάσματος.
Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλὲς βεβαιότητες διὰ τὸ συμπαγὲς σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θυμᾶμαι ἔκλεισα ἀμέσως τὸν Συναξαριστή, ποὺ εἶχα πάρει νὰ διαβάσω, ὅταν συνάντησα τὴ φράση, πὼς ἕνας Ἅγιος ἀπὸ βρέφος ἔδειχνε ὅτι θὰ γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1937, δὲν ἐκφραζόμουν πιὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Διέβλεπα στὴν παραπάνω φράση καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες μιὰ ἀλήθεια, πού, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὴν ἀποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα πρὸς τὸ πεῖσμα μου καὶ ἴσως ἐξαιτίας αὐτοῦ, μιὰ μεγάλη ντροπή, ποὺ δὲ μποροῦσα λογικὰ νὰ κυριαρχῶ τῶν συζητητῶν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, διαρκῶς ἡττῶμην. Ἡ συνεχὴς ἧττα ἀντίκρυ στοὺς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καὶ μὲ λογικὴ τὰ περὶ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ παράλογο ποὺ μέσα μου ἔνιωθα νὰ μεγαλώνει, ἀποτελώντας ὅλη μου τὴ χαρά καὶ τὴ ζωή, τὴν ὥρα πού, μετὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ κρίση, διατεινόμουν δίχως κανεὶς νὰ μὲ πιστεύει, πὼς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μὲ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρὸς τοὺς τρελλούς, ποὺ βλέπουμε νὰ καταφεύγουν, ξένοι πρὸς τὸν τριγύρω κόσμο, στὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ποῦ κοσμοῦν τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ἐνῶ εἶχα ἀρχίσει νὰ περιηγοῦμαι, μᾶλλον σὰν τουρίστας, τὰ μνημεῖα, ποὺ ἄφησε ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστη, τῶν ἀειμνήστων βυζαντινῶν μας πατέρων, σὺν τῷ χρόνῳ διαφοροποιούμουνα. Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφικὸς διάκοσμος τῶν ναῶν, ποίηση καὶ μουσικὴ τῶν ἐν αὐτοῖς τελουμένων, χωρὶς τὴ σοβαρότητα τῆς ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ξεκουράσει μὲ τὸν τίτλο τοῦ βυζαντινολόγου, χωρὶς τὴν τάξη τοῦ πιστοῦ ἐκ παραδόσεως, ποὺ λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικὰ τὴ λειτουργία, ἑνούμενα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ παραλόγου ἐντός μου, σιγά σιγά ἄρχισαν νὰ μοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικοινωνία μ΄ἕναν ἄλλο κόσμο. Παρ΄ὅλο ποὺ ὁ φόβος, μήπως χαρακτηρισθῶ ὡς ἐξοφλημένο ἀπὸ τὴ ζωὴ γραΐδιον ἢ σωστὰ τρελλός, ἀπὸ τοὺς συνοδεύοντας τὴν ἐκφορὰ τῶν κεκοιμημένων, δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ νέον, νὰ τὸν ὁμολογήσω σὰν βεβαίωση τῆς ἐνταῦθα ζωῆς, διὰ τῆς ὁποίας καὶ πάλιν αὐτὸς βεβαιοῦται. Πέρα ὅμως ἀπὸ κάθε φόβο, μ΄ἐνθουσίαζε στὴν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τοὺς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά΄χει τὴ θέση του καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητα πρὸς τὸ ὑπ΄αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καὶ μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του.
Ἐγκωμιάζοντας τὴν Παναγία, πού, ἐνῶ ἦτο θνητὴ σὰν καὶ μᾶς, ὡς Παρθένος, ἀσπόρως ἠξιώθη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ χρόνο ἱστορικὸ νὰ γεννήσει ἀνάμεσά μας τὸν Θεὸ Υἱό, ποὺ πάλι
αὐτός, ὅταν ἡ Μητέρα ἐκοιμήθη, παράλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸ πνεῦμα της, Γεθσημανὶ τῷ χωρίῳ, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ὑμνητὴς αὐτῆς, στόν Κανόνα του λέγει:
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται ἔθιμον ὑλικῆς ἐνισχύσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ συνήθως νεαροῦ ἀναγνώστου τοῦ ἀνωτέρω ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην. Ἐκ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως, ἐξήγαγα συμπεράσματα περὶ τοῦ συμμετρικῶς ἀσυμμέτρου, περὶ τοῦ ὅτι ὀρθότερον γεωμετρικῶς εἶναι τὸ πρακτικῶς μὴ ἀκριβῶς τετράγωνον, περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ῥυθμοῦ σὰν βασικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοιχείου τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, περὶ τῆς σημασίας τῆς ἐκλογῆς ὅσον γίνεται μικρότερης μονάδος, γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύνολο δίκαιο, περὶ τῶν ὁρίων τοῦ προσωπικοῦ καὶ ὅτι τοῦτο μπορεῖ ἐνίοτε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα διὰ τῆς ἀντιγραφῆς, ὅτι τὸ ὡραῖο, ὅταν ὑπάρχει πρὸς τοῦτο συγκίνηση, μπορεῖ νὰ κομματιαστεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα ποὺ τὸ γέννησε, σὲ ἄλλη καὶ ἄλλη, μέχρι ποὺ νὰ μπορεῖ ἕνας σήμερα νὰ περιβληθεῖ τὴν μυθικὴ ἁλουργίδα τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου καί, ἐνδυμένος τὰ παλαιά, νὰ παρουσιάζεται συγχρονισμένος, πρὸς τὶς πιὸ ἐπίκαιρες φιλοσοφικὲς ἀπόψεις. Ἔφτασα ἔτσι νὰ δικαιώσω τὰ λόγια τῆς μητέρας τῆς μητέρας μου, ὅταν μωρὸ παιδὶ μ΄ἄλλαζε ἐσώρουχα: «ἀλλάζει ὁ Χριστὸς κι΄ἡ Παναγιὰ καὶ τ΄ἀποφόρια τὰ φορεῖ ὁ ἐγγονός μου».
Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως. Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ σύγχρονή μας τέχνη, εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει, ὡς χαρακτηριστικό, μιὰν ἄοκνη, ὅσο καὶ βαθιὰ πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογῆς τῶν μνημονίων τοῦ ψυχικοῦ μας εἶναι, σάμπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά΄χει χάσει παντελῶς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ἀφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ΄ἀγκάθια τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀτομικὴ τοῦ ἐγὼ ἐπιβίωση. «Δὲν ἔχω», λοιπόν, «ἔνδυμα ἵνα εἰσέλθω», κραυγάζει ὁ καθείς.
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν΄ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι΄ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ΄ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ
; τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν΄ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ΄ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
www.athos.gr http://www.antibaro.gr/religion.php