Σελίδα 1 από 1

Σκηνές από τη ζωή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιαν 25, 2007 8:08 am
από sakis_
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός χαρακτηρίσθηκε, όπως είναι γνωστόν, ως ο κατʼ εξοχήν Θεολόγος της Εκκλησίας, εξαιτίας της θεολογικής του δεινότητας και βαθύτητας της διδασκαλίας του. Ήταν όμως και ένας από τους πιο μεγάλους ποιητές της Χριστιανοσύνης, παρότι έγραψε σε αρχαία μέτρα, που δεν γίνονται σήμερα κατανοητά εύκολα από τους ανθρώπους. Για να πάρουμε δε κάποια γεύση από τη ζωή και τη διδασκαλία του Αγίου αυτού, που υπήρξε κατʼ εξοχήν ταπεινός και απέραντα ειλικρινής και καλωσυνάτος, θα παρουσιάσουμε από τις πολλές, κάποιες σκηνές μονάχα από την πολυκύμαντη ζωή του και κάποια ψήγματα «χρυσού» από τη διδασκαλία του, ώστε να θησαυρίζουμε κατά τους λόγους του Κυρίου θησαυρούς «εν ουρανώ» .Όταν ο Γρηγόριος έμαθε κατά την παιδική ηλικία του να γράφει και να διαβάζει, έχοντας για διδάσκαλο το θείο του Αμφιλόχιο, που ήταν την εποχή εκείνη γραμματιστής και ρητοδιδάσκαλος, η ευσεβέστατη μητέρα του Νόνα του πρόσφερε, ως δώρο πολυτιμότατο, ένα ακριβό για την εποχή εκείνη τόμο της Αγίας Γραφής, ώστε να τη μελετά παντοτινά και να την έχει σύντροφό του αχώριστο και οδηγό απλανή όλα τα χρόνια της ζωής. Τον τόμο δε αυτόν ο φιλομαθής Γρηγόριος, που διακατεχόταν από μια ισχυρότατη έφεση για τη μελέτη, άρχισε τότε να τον μελετά «εν πνεύματι προσευχής», αρύοντας από το «χρυσορυχείο» των Θείων Γραφών ακατάπαυστα νέα και παλαιά πνευματικά διαμάντια ή ακριβέστερα ουράνια νοήματα τόσα πολλά, ώστε να καταστεί, ύστερα από μερικά χρόνια, ο ασυναγώνιστος στην ερμηνεία των Γραφών Θεολόγος. Ευγνωμονούσε δε τη μητέρα του για το δώρο της εκείνο, που αποτελούσε γιʼ αυτόν τιμόνι σʼ ολόκληρη τη ζωή, διδάσκοντας σε όλους μας ότι το καλό βιβλίο είναι στην πραγματικότητα το καλύτερο δώρο και πολλές φορές ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου στη ζωή, εφόσον οδηγεί από την εντεύθεν εις την «επί την εκείθεν μετάστασιν». Τα καλά βιβλία δηλαδή, που ποτέ δεν προδίδουν τους μελετητές τους, βοηθούν κάθε πιστό στο «ραγήναι κόσμου και δούναι Θεώ», επιλανθανόμενος «τοις αστάτοις και ρέουσι και κατακτώμενος τα εστώτα και μένοντα».Κατά τη νεοότητά του ο Γρηγόριος, που είχε μεταβεί στο μεταξύ στην Αλεξάνδρεια για σπουδές, έπλευσε το 350 με ένα καράβι αιγινίτικο για το λιμάνι του Πειραιά, απʼ όπου θα μετέβαινε στο «κλεινόν άστυ» της Αθήνας, όπου κατά τις πληροφορίες του δίδασκαν και Μικρασιάτες καθηγητές. Κατά το ταξίδι του όμως αυτό το καράβι τους έπεσε κάποια στιγμή σε φοβερή θαλασσοταραχή, που κατατάραξε κυριολεκτικά όλους τους επιβαίνοντες, ναυτικούς και ταξιδιώτες. Καθώς έβλεπαν δηλαδή οι επιβάτες του πλοίου εκείνου τα τεράστια κύματα να ανεβοκατεβάζουν το πλοίο τους σαν καρυδότσουφλο, κατατρόμαξαν και για τούτο έπεσαν όλοι στα γόνατα και παρακαλούσαν το Θεό εναγώνια να τους σώσει από τον κίνδυνο. Αυτό δε ακριβώς έκανε τότε και ο Γρηγόριος, γιατί είχε καταληφθεί, ως αβάπτιστος που ήταν εκείνη τη στιγμή, από μια αγωνία υπαρξιακή. «Πάντων δε τον κοινόν θάνατον δεδοικότων» έγραφε για τούτο αργότερα, ο της ψυχής ην εμοί φοβερότερος. Εκινδύνευον γαρ άθλιος απελθείν και ατέλεστος (=αβάπτιστος), παθών το πνευματικόν ύδωρ εν τοις φονικοίς ύδασι . Ενώ δηλαδή όλοι είχαν καταληφθείαπό την αγωνία του φυσικού, θα λέγαμε, θανάτου, ο Γρηγόριος είχε πολύ μεγαλύτερη αγωνία, δηλαδή υπαρξιακή, γιατί φοβόταν ότι δεν θα έχανε μονάχα τη ζωή αλλά και τη σωτηρία της ψυχής του, εφόσον ήταν ακόμη αβάπτιστος, ευρισκόμενος έξω από την Κιβωτό, δηλαδή από την Εκκλησία, που αποτελεί το σκάφος της σωτηρίας. Η αγωνία δε αυτή συνετέλεσε στο να προσευχηθεί εκείνη τη στιγμή εναγώνια στο Θεό, κάνοντας ταυτόχρονα και ένα τάμα για την τέλεια αφιέρωσή του στο Θεό. Η υπαρξιακή δηλαδή αγωνία έγινε υπόθεση μιας τελειότερης ζωής, όπως πρέπει να γίνεται στη ζωή όλων των νουνεχών χριστιανών, που στοχεύει στο «Εν», την κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών.Ύστερα από το θάνατο του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη (378), οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης κάλεσαν το 379 τον Άγιο στην Κωνσταντινούπολη για την πνευματική τους ενίσχυση. Για το λόγο αυτό, ο Άγιος, που ήταν παθιασμένος για την αλήθεια και την Ορθοδοξία, έσπευσε τότε στην πρωτεύουσα, όπου άρχισε να εκφωνεί στο ταπεινό εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας τους περίφημους θεολογικούς λόγους του, που προκάλεσαν σεισμό πνευματικό σʼ ολόκληρη την πρωτεύουσα. Στους λόγους αυτούς, δηλαδή, ο Άγιος εξηγούσε δε στο λαό το πώς «η Τριάς ενίζεται» και «η Μονάς τριάζεται», δηλαδή το πώς τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν «μίαν ουσίαν ή φύσιν» και πως ο ένας κατʼ ουσίαν Θεός έχει τρία πρόσωπα ή υποστάσεις. Σʼ αυτόν δε τον ζώντα και Τριαδικό Θεό πρέπει να στρέφεται πάντοτε κάθε πιστός γιατί«μνημοτέον Θεό μάλλον ή αναπνευστέον». Είναι προτιμότερο δηλαδή να μνημονεύει κάθε πιστός και να μελετά τις ενέργειες της θείας αγάπης, παρά να αναπνέει. Ο αόρατος άλλωστε και ανερμήνευτος στην ουσία Θεός έγινε «ορατός» στον κόσμο με την ενανθρώπιση του Θεού - Λόγου, που εγεννήθη μεν (εκ Παρθένου), αλλά και εγεγένητο (από το Θεό-Πατέρα). Εκ γυναικός μεν, αλλά και εκ Παρθένου. Τούτο ανθρώπινον, εκείνο δε θείον. Απάτωρ, εντεύθεν, αλλά και αμήτωρ εκείθεν. Τόσο μεγάλη δε ήταν η θεολογική δεινότητα του Αγίου, ώστε οι ακροατές του να τον χειροκροτούν εντός των ναών, ενώ και ο Μ. Βασίλειος, πριν από την κοίμησή του, υποκλινόταν μπροστά του, χαρακτηρίζοντάς αυτόν ως τον κατʼ εξοχήν θεολόγον της Εκκλησίας. Προς τον Τριαδικό δε Θεό, που «διαιρείται αδιαιρέτως και συνάπτεται διηρημένος» πρέπει να φερόμαστε σαν χριστιανοί όλοι, «γενόμενοι ως ο Χριστός», διότι «εξ Αυτού και διʼ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα». Για τον Άγιο Γρηγόριο «ο ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» . Αυτός που ενώθηκε, δηλαδή, με το Θεό-Λόγο, σώθηκε (δηλ. το σώμα και η ψυχή που προσέλαβε). Το ίδιο όμως γίνεται και με κάθε πιστό χριστιανό, όταν στη ζωή του μιμείται το Χριστό και είναι δια της αγάπης και των ιερών μυστηρίων της πίστεως μας μαζί Του. Η παραμικρή δε προσέγγιση και το άγγιγμα του Χριστού, που «τω ληπτώ μεν έλκει, τω δε αλήπτω θαυμάζεται» γίνεται για τον πιστό πηγή ευτυχίας και εφόρμησης της αιώνιας σωτηρίας του. Για τούτο, ως χριστιανοί πρέπει να προσευχόμαστε κατά την έκφραση του Αγίου «Χριστώ τω Θεώ» και να τον υπηρετούμε δουλεύοντας. «Αυτώ δουλείαν ειλικρινή και εκούσιον» γιατί σʼ αυτή την υπηρεσία βρίσκεται όχι μονάχα η αιώνια σωτηρία, αλλά και η καταξίωση της ζωής αυτής και η αληθινή ευτυχία, γιατί με τον τρόπο αυτό «τοις κάτω (δηλ. ταις αρεταίς) τα άνω πραγματεύεται»