Αποσπ απο το βιβλιο"Oψομεθα τον Θεο καθως εστι"
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Αποσπ απο το βιβλιο"Oψομεθα τον Θεο καθως εστι"
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η προσευχή της μετανοίας ενώπιον του Υψίστου συνιστά τον πλέον ενδόμυχον χώρον του πνεύματος ημών. Εκ τούτου γεννάται η επιθυμία να παραμείνωμεν κεκρυμμένοι είς τι μέρος, υπό την γην, ούτως ώστε ουδείς να βλέπη ή να ακούη ημάς, αλλά το παν να διαμείβηται μόνον μεταξύ του Θεού και της ψυχής.
Εκ της πικράς μου πείρας πολλάκις εδιδάχθην ότι είναι απαραίτητον να αποφεύγωμεν και αυτήν εισέτι την επιστροφήν προς ημάς αυτούς, άλλως αποβαίνωμεν θύματα του πνεύματος της κενοδοξίας ή της αυταρεσκείας. Δια }011} τας κινήσεις αυτάς της καρδίας ημών υφιστάμεθα την υπό του Θεού εγκατάλειψιν. }012}
Αι εμπειρίαι μου δεν αφωμοιούντο παρευθύς υπό του λογικού μου. Παρήλθον δεκαετίαι, πριν ή λάβουν αύται μορφήν δογματικής συνειδήσεως. Προ της υπό του Θεού επισκέψεως, αναγινώσκων το Ευαγγέλιον ή τας επιστολάς των Αποστόλων, δεν κατενόουν αληθώς οποία οντολογική πραγματικότης εγκρύπτεται εντός εκάστου λόγου της Αγίας Γραφής. Αυτή αύτη η ζωή κατέδειξεν εις εμέ ότι άνευ της ζώσης πείρας του Θεού και της συναντήσεως μετά των αρχών και κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίους», μόνη η διανοητική μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών: την γνώσιν του Θεού του ποιήσαντος πάντα τα όντα· «γνώσιν» εννοουμένην ως είσοδον εις αυτήν ταύτην την Ενέργειαν της Αυτού Αιωνιότητος:
Κατόπιν των Άνωθεν επισκέψεων ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον μετά νέας, εν συγκρίσει προς το παρελθόν, συνειδήσεως. Βαθέως και ευγνωμόνως έχαιρον ανακαλύπτων εν αυτώ την επιβεβαίωσιν }013} της προσωπικής μου εμπειρίας. (ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ) Αι θαυμασταί αύται συμπτώσεις των ουσιωδεστέρων στιγμών της περί του Θεού συνειδήσεώς μου μετά των δεδομένων της Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης υπήρξαν απείρως πολύτιμοι δια την ψυχήν μου. Ήσαν διʼ εμέ δώρον του Ουρανού: Ο Θεός ο Ίδιος προσηύχετο εντός εμού. Ταυτοχρόνως όμως έζων το γεγονός τούτο ως «προσωπικήν» μου κατάστασιν.
Εβαπτίσθην … εναπετέθη εις άπαντα τα μέλη του σώματος μου «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Δεν είναι άραγε η «Σφραγίς» αύτη, ήτις διέσωσεν εμέ από των παραπλανήσεών μου εις άλλοτρίας οδούς; Δεν είναι μήπως αύτη η αιτία των πολλών «θαυμαστών συμπτώσεων» των βιωμάτων μου προς το πνεύμα της Ευαγγελικής Αποκαλύψεως;
… εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθʼ ημέραν ημών υπάρξεως. Άλλαις λέξεσιν: Η αληθώς δικαία ζωή προϋποθέτει ορθήν αντίληψιν περί του Θεού, περί της Αγίας Τριάδος. }014}
Αʼ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
… είς τινας εξ εκείνων των καταστάσεων οδύνης και απογνώσεως, αίτινες βραδύτερον απεδείχθησαν διʼ εμέ αιτία πολυτίμου γνώσεως και πηγή δυνάμεων δια την επιτέλεσιν του αγώνος, εις όν πάντες ημείς εκλήθημεν. Όσα έπασχον τότε εχαράχθησαν επί του σώματος της ζωής μου, ως χαράσσεται η πέτρα υπό της σμίλης, και τούτο παρέχει εις εμέ την δυνατότητα να ομιλώ περί εκείνου, όπερ εποίησε μετʼ εμού η δεξιά του Θεού. }015}
… ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1914-1918} … εάν δια της αυθαιρεσίας διεστραμμένων τινών εξουσιαστών δημιουργούνται παρόμοιαι καταστάσεις, πού ευρίσκεται το νόημα της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω; }016}
Είμαι άραγε αιώνιος, … ή μήπως πάντες ημείς θα καταλήξωμεν εις το σκότος της ανυπαρξίας; Το ερώτημα τούτο, ενώ πρότερον ήτο ήσυχος μελέτη του νου, ταχέως απέβη καυστόν ως άμορφος μάζα πεπυρακτωμένου μετάλλου. Παράδοξον αίσθημα εσκήνωσεν εν τη βαθεία καρδία: η ματαιότης πασών των επί γης κτήσεων.
Εξωτερικώς, εν τούτοις, διετήρουν την ηρεμίαν μου. Συχνάκις εγέλων ευθύμως και έζων ως πάντες εν γένει ζουν. Διʼ ενός ειρηνικού τρόπου εν τη καρδία μου ετελείτο τι, και ο νους, απεκδυόμενος παντός πράγματος, συνήγε την προσοχήν αυτού εις τα έσω.
… Εάν όντως αποθνήσκω, τουτέστι βυθίζωμαι }017} εις το «μηδέν», τότε και πάντες οι άλλοι, οι όμοιοι προς εμέ άνθρωποι, αφανίζονται ωσαύτως ολοσχερώς. Επομένως, τα πάντα είναι ματαιότης· δεν εδόθη εις ημάς αυθεντική ζωή. Τα παγκόσμια γεγονότα ουδέν άλλο είναι, ει μη κακός τις εμπαιγμός του ανθρώπου.
… Εντός μου και μετʼ εμού απέθνησκε παν ό,τι συνέλαβεν η συνείδησίς μου: οι πλησίον μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη αυτών, όλη η εξέλιξις της ιστορίας, σύμπασα η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρον διάστημα· έτι δε και ο Ποιητής του κόσμου, και Αυτός απέθνησκεν εντός εμού· ολόκληρον εν γένει το είναι κατεβροχθίζετο υπό του σκότους της λήθης. Ούτως εξελάμβανον τότε τον θάνατόν μου.
Η αιώνια λήθη ως κατάσβεσις του φωτός της συνειδήσεως, εβύθιζεν εμέ εις την φρίκην. Η κατάστασις αύτη συνέτριβεν εμέ· εκυρίευεν εμού παρά την θέλησίν μου. }018}
Η μνήμη του θανάτου, αυξανομένη βαθμηδόν απέκτησε τοιαύτην έντασιν ώστε εθεώρουν τον κόσμον, ολόκληρον το σύμπαν, ως ένα αντικατοπτρισμόν, πάντοτε έτοιμον να εξαφανισθή εις την αιώνιον άβυσσον του μηδενός.
Εάν ο άνθρωπος δύναται να πάσχη τοσούτον βαθέως, τότε είναι μέγας ως προς την φύσιν αυτού. Το γεγονός ότι δια του θανάτου αυτού αποθνήσκει όλος ο κόσμος, έτι δε και ο Θεός, είναι δυνατόν μόνον, εάν αυτός ο άνθρωπος καθʼ εαυτόν, υπό τινα έννοιαν, είναι το κέντρον του σύμπαντος. }019}
… πολλάκις επειράσθην υπό φρικτών λογισμών οργής κατά του Πλαστουργού μου. Καταπεπονημένος εκ της αδυναμίας μου να κατανοήσω τα εν εμοί διαδραματιζόμενα, κατηρχόμην εις πάλην μετά του Θεού. Εθεώρουν Αυτόν ως Εχθρικόν Δυνάστην, …
… όλοι οι άνθρωποι έχουν μίαν και την αυτήν οντολογικήν ρίζαν … }021}
… Ήτο σκληρός ο τρόπος, αλλʼ απεκάλυψεν εις εμέ ορίζοντας άλλου Είναι. … }022}
… η αιωνιότης … κατʼ εκείνον τον καιρόν ίστατο ενώπιον μου δια της «αρνητικής» αυτής όψεως: Ο θάνατος περιέβαλλε το παν.
… Έβλεπον τους ανθρώπους … υπό το κράτος του θανάτου, αποθνήσκοντας, και η καρδία μου επληρούτο ευσπλαχνίας προς αυτούς. Δεν επεθύμουν ούτε δόξαν εκ των «θνητών», ούτε εξουσίαν επʼ αυτών· δεν ανέμενον την αγάπην αυτών. Κατεφρόνουν τον υλικόν }024} πλούτον και δεν εξετίμων ιδιαιτέρως την διανόησιν … Εάν προσέφερον εις εμέ αιώνας ευδαίμονος ζωής, δεν θα εδεχόμην αυτούς. Το πνεύμα μου απήτει αιωνίαν ζωήν …
… ουδαμού υπήρχεν άλλη διέξοδος, ει μη εν τη αναγεννηθείση εν εμοί προσευχή· προσευχή προς τον Άγνωστον εισέτι, μάλλον Επιλελησμένον υπʼ εμού. Πυρίνη προσευχή περιέπτυξεν εμέ εις τους κόλπους αυτής και εν τη ροή πολλών ετών δεν εγκατέλειπεν εμέ ούτε εν εγρηγόρσει ούτε καθʼ ύπνον. Το μαρτύριόν μου ήτο παρατεταμένον. Έφθασα μέχρις εξαντλήσεως όλων των δυνάμεων μου, ότε, εντελώς απροσδοκήτως διʼ εμέ, λεπτόν τι ως ραφίς διεπέρασε το πάχος του μολυβδίνου τείχους και, δια της δημιουργηθείσης τριχοειδούς σχισμής, εισέδυσεν ακτίς Φωτός.
… Η μνήμη του θανάτου είναι ιδιαιτέρα κατάστασις του πνεύματος ημών, εντελώς διάφορος της φυσικής γνώσεως ότι ημέραν τινά θα αποθάνωμεν. Η θαυμαστή αύτη μνήμη εξάγει το πνεύμα ημών εκ της γηίνης έλξεως. }025}
… Το γεγονός ότι αύτη (Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ) επιτρέπει εις ημάς να ζήσωμεν τον θάνατον ημών ως το τέλος πάσης της κτίσεως, επαληθεύει την δοθείσαν ημίν αποκάλυψιν, κατά την οποίαν ο άνθρωπος είναι εικών του Θεού, και ως τοιούτος είναι ικανός να περιλάβη εν εαυτώ και τον Θεόν και τον κτιστόν κόσμον. Και τούτο αποτελεί ωσαύτως την αρχήν της συγκεκριμενοποιήσεως εν ημίν της υποστατικής αρχής. }026}
Βʼ ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ
Υπάρχουν πολλοί βαθμοί και μορφαί φόβου του Θεού, αλλʼ ημείς νυν θα ομιλήσωμεν περί μιας εξ αυτών, της πλέον ουσιώδους δια την σωτηρίαν ημών· της «φρίκης» να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς εν τω ανεσπέρω Φωτί. Όσοι διακατέχονται υπό του αγίου τούτου φόβου, ελευθερούνται από παντός άλλου γηίνου φόβου. }029}
Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι
βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» (ΕΠΑΡΣΗΣ) και είναι αδύνατον να αποσπασθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών.
Εκ της αγάπης του Θεού γεννάται η αγία παρρησία. Ούτω, μικρά τις ομάς Αποστόλων, πρότερον μεν ολιγοψυχούντων, μετά δε την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος πεπληρωμένων ανδρείας, εξήλθεν εις πνευματικήν πάλην προς άπαντα τον λοιπόν κόσμον. … Απόστολος Ανδρέας: «Εάν εφοβούμην τον σταυρόν, δεν θα εκήρυττον αυτόν». }030}
Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν. … Πάντες οι πορευόμενοι δια της οδού των εντολών του Χριστού αναγεννώνται εξ αυτού του γεγονότος ότι ακολουθούν Αυτόν, ο είς πλείον, οι άλλοι ολιγώτερον, αναλόγως του επιδεικνυομένου ζήλου αυτών. Δια της σταυρώσεως του πιστού μετά του σαρκωθέντος Θεού-Λόγου κατέρχεται επʼ αυτόν η χάρις, η εξομοιούσα τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον. Το μέγα τούτο δώρον περικλείει εντός αυτού την ζωηφόρον Θεολογίαν, δια της αληθούς διαμονής εν τω Φωτί της αγάπης.
Η χάρις της μετανοίας παρέχεται εις εκείνους, οίτινες διʼ ολοκληρωτικής πίστεως αποδέχονται τον λόγον του Χριστού, Όστις λέγει ότι, εάν δεν πιστεύσωμεν εις την Θεότητα Αυτού και την απόλυτον αλήθειαν παντός εντελλομένου υπʼ Αυτού, το μυστήριον της αμαρτίας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς εν τω οντολογικώ αυτού βάθει, και ημείς «αποθανούμεθα εν ταις αμαρτίαις ημών».
Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως απομάκρυνσις από του Θεού και ως στροφή της θελήσεως }031} ημών προς τα πάθη. Η μετάνοια συνδέεται πάντοτε μετά της εγκρατείας από των αμαρτωλών έλξεων. Και εκτός του Χριστιανισμού διεξάγεται αγών κατά τινων παθών … Εφ΄ όσον όμως απουσιάζει η επίγνωσις της βαθυτέρας ουσίας της αμαρτίας, ήτοι της υπερηφανίας, και εφʼ όσον η ρίζα αύτη του κακού παραμένει ακατάβλητος η τραγικότης της ιστορίας δεν θα παύση να αυξάνη.
Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μόνη η ταπείνωσις δύναται να σώση τον άνθρωπον, και ότι μόνη η υπερηφανία είναι ικανή να κρημνίση αυτόν εις το σκότος του άδου. Η δε νίκη εφʼ όλου του συμπλέγματος των παθών μαρτυρεί την απόκτησιν της θεοειδούς ζωής. Πάντα τα πάθη ενδύονται αναποφεύκτως μορφήν τινα ορατήν, ή νοητήν-φαντασιώδη. Το πνεύμα του χριστιανού, ευρισκόμενον εν φλογερά προσευχή μετανοίας, απεκδύεται τας εικόνας των ορατών πραγμάτων και τας λογικάς εννοίας. (ΜΗΔΕΝ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ) Η απέκδυσις του νου από πασών των οπτικών και νοερών παραστάσεων καλλιεργείται και εις άλλας ασκητικάς παραδόσεις. Παρά ταύτα, εν αυτώ τούτω τω «γνόφω της απεκδύσεως» η ψυχή δεν θα συναντήση τον Ζώντα Θεόν, εάν η προσευχή τελήται άνευ της οφειλομένης συνειδήσεως της αμαρτίας και της ειλικρινούς μετανοίας.
Εκ της μεγάλης θλίψεως δια τον απολεσθέντα Θεόν η ψυχή, φυσικώ τω τρόπω, απογυμνούται από των υλικών και νοερών εικόνων, και ο νους-πνεύμα προσεγγίζει εκείνο το όριον, πέραν του οποίου είναι δυνατόν να φανή το Φως. Αλλά και τούτο το όριον δύναται να παραμείνη απρόσβατον, εάν ο νους επιστρέψη εις εαυτόν. Δεν αποκλείονται }032} περιπτώσεις κατά τας οποίας ο νους, εν τη προς εαυτόν στροφή, ορά εαυτόν όμοιον προς φως. Είναι σημαντικόν να γνωρίσωμεν ότι το φως τούτο είναι φυσικόν ιδίωμα του νοός ημών, εφʼ όσον ούτος εκτίσθη κατʼ εικόνα Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς ως Φως «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία». Ούτω συντελείται η μετάβασις προς άλλην μορφήν νοήσεως, προς άλλο είδος συνέσεως, ανωτέρας της επιστημονικής εμπειρικής γνώσεως. Το πνεύμα ημών εν τη ορμή της μετανοίας, απεκδυόμενον παν παρερχόμενον, εποπτεύει ως εξ υψηλής τινος κορυφής τον σχετικόν και συμβατικόν χαρακτήρα πάσης ανθρωπίνης γνώσεως. … Ο Θεός γνωρίζεται εν αληθεία είτε ως πυρ καθαίρον, είτε ως Φως καταυγάζον.
Τοιαύτη είναι η ενέργεια του φόβου τούτου (ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ): Θέτει ημάς ενώπιον του Προσώπου του Θεού, ίνα κριθώμεν υπʼ Αυτού· αλλʼ η πτώσις ημών είναι τοιαύτη, ώστε η θλίψις δια την κατάστασιν ημών γίνεται βαθεία οδύνη, βαρυτέρα της βασάνου του οράν εαυτούς εν τη σκοτία της αγνοίας, εν τη παραλυσία της αναισθησίας ή εν τη δουλεία των παθών. Ο φόβος ούτος είναι η ανάνηψις ημών εκ του μακραίωνος ύπνου της αμαρτίας. … Άνευ της καθαρτικής αυτού }033} ενεργείας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. Δεν είναι ούτο μόνον η αρχή της σοφίας, αλλά και της αγάπης. }034}
Η προσευχή της μετανοίας ενώπιον του Υψίστου συνιστά τον πλέον ενδόμυχον χώρον του πνεύματος ημών. Εκ τούτου γεννάται η επιθυμία να παραμείνωμεν κεκρυμμένοι είς τι μέρος, υπό την γην, ούτως ώστε ουδείς να βλέπη ή να ακούη ημάς, αλλά το παν να διαμείβηται μόνον μεταξύ του Θεού και της ψυχής.
Εκ της πικράς μου πείρας πολλάκις εδιδάχθην ότι είναι απαραίτητον να αποφεύγωμεν και αυτήν εισέτι την επιστροφήν προς ημάς αυτούς, άλλως αποβαίνωμεν θύματα του πνεύματος της κενοδοξίας ή της αυταρεσκείας. Δια }011} τας κινήσεις αυτάς της καρδίας ημών υφιστάμεθα την υπό του Θεού εγκατάλειψιν. }012}
Αι εμπειρίαι μου δεν αφωμοιούντο παρευθύς υπό του λογικού μου. Παρήλθον δεκαετίαι, πριν ή λάβουν αύται μορφήν δογματικής συνειδήσεως. Προ της υπό του Θεού επισκέψεως, αναγινώσκων το Ευαγγέλιον ή τας επιστολάς των Αποστόλων, δεν κατενόουν αληθώς οποία οντολογική πραγματικότης εγκρύπτεται εντός εκάστου λόγου της Αγίας Γραφής. Αυτή αύτη η ζωή κατέδειξεν εις εμέ ότι άνευ της ζώσης πείρας του Θεού και της συναντήσεως μετά των αρχών και κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίους», μόνη η διανοητική μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών: την γνώσιν του Θεού του ποιήσαντος πάντα τα όντα· «γνώσιν» εννοουμένην ως είσοδον εις αυτήν ταύτην την Ενέργειαν της Αυτού Αιωνιότητος:
Κατόπιν των Άνωθεν επισκέψεων ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον μετά νέας, εν συγκρίσει προς το παρελθόν, συνειδήσεως. Βαθέως και ευγνωμόνως έχαιρον ανακαλύπτων εν αυτώ την επιβεβαίωσιν }013} της προσωπικής μου εμπειρίας. (ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ) Αι θαυμασταί αύται συμπτώσεις των ουσιωδεστέρων στιγμών της περί του Θεού συνειδήσεώς μου μετά των δεδομένων της Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης υπήρξαν απείρως πολύτιμοι δια την ψυχήν μου. Ήσαν διʼ εμέ δώρον του Ουρανού: Ο Θεός ο Ίδιος προσηύχετο εντός εμού. Ταυτοχρόνως όμως έζων το γεγονός τούτο ως «προσωπικήν» μου κατάστασιν.
Εβαπτίσθην … εναπετέθη εις άπαντα τα μέλη του σώματος μου «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Δεν είναι άραγε η «Σφραγίς» αύτη, ήτις διέσωσεν εμέ από των παραπλανήσεών μου εις άλλοτρίας οδούς; Δεν είναι μήπως αύτη η αιτία των πολλών «θαυμαστών συμπτώσεων» των βιωμάτων μου προς το πνεύμα της Ευαγγελικής Αποκαλύψεως;
… εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθʼ ημέραν ημών υπάρξεως. Άλλαις λέξεσιν: Η αληθώς δικαία ζωή προϋποθέτει ορθήν αντίληψιν περί του Θεού, περί της Αγίας Τριάδος. }014}
Αʼ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
… είς τινας εξ εκείνων των καταστάσεων οδύνης και απογνώσεως, αίτινες βραδύτερον απεδείχθησαν διʼ εμέ αιτία πολυτίμου γνώσεως και πηγή δυνάμεων δια την επιτέλεσιν του αγώνος, εις όν πάντες ημείς εκλήθημεν. Όσα έπασχον τότε εχαράχθησαν επί του σώματος της ζωής μου, ως χαράσσεται η πέτρα υπό της σμίλης, και τούτο παρέχει εις εμέ την δυνατότητα να ομιλώ περί εκείνου, όπερ εποίησε μετʼ εμού η δεξιά του Θεού. }015}
… ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1914-1918} … εάν δια της αυθαιρεσίας διεστραμμένων τινών εξουσιαστών δημιουργούνται παρόμοιαι καταστάσεις, πού ευρίσκεται το νόημα της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω; }016}
Είμαι άραγε αιώνιος, … ή μήπως πάντες ημείς θα καταλήξωμεν εις το σκότος της ανυπαρξίας; Το ερώτημα τούτο, ενώ πρότερον ήτο ήσυχος μελέτη του νου, ταχέως απέβη καυστόν ως άμορφος μάζα πεπυρακτωμένου μετάλλου. Παράδοξον αίσθημα εσκήνωσεν εν τη βαθεία καρδία: η ματαιότης πασών των επί γης κτήσεων.
Εξωτερικώς, εν τούτοις, διετήρουν την ηρεμίαν μου. Συχνάκις εγέλων ευθύμως και έζων ως πάντες εν γένει ζουν. Διʼ ενός ειρηνικού τρόπου εν τη καρδία μου ετελείτο τι, και ο νους, απεκδυόμενος παντός πράγματος, συνήγε την προσοχήν αυτού εις τα έσω.
… Εάν όντως αποθνήσκω, τουτέστι βυθίζωμαι }017} εις το «μηδέν», τότε και πάντες οι άλλοι, οι όμοιοι προς εμέ άνθρωποι, αφανίζονται ωσαύτως ολοσχερώς. Επομένως, τα πάντα είναι ματαιότης· δεν εδόθη εις ημάς αυθεντική ζωή. Τα παγκόσμια γεγονότα ουδέν άλλο είναι, ει μη κακός τις εμπαιγμός του ανθρώπου.
… Εντός μου και μετʼ εμού απέθνησκε παν ό,τι συνέλαβεν η συνείδησίς μου: οι πλησίον μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη αυτών, όλη η εξέλιξις της ιστορίας, σύμπασα η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρον διάστημα· έτι δε και ο Ποιητής του κόσμου, και Αυτός απέθνησκεν εντός εμού· ολόκληρον εν γένει το είναι κατεβροχθίζετο υπό του σκότους της λήθης. Ούτως εξελάμβανον τότε τον θάνατόν μου.
Η αιώνια λήθη ως κατάσβεσις του φωτός της συνειδήσεως, εβύθιζεν εμέ εις την φρίκην. Η κατάστασις αύτη συνέτριβεν εμέ· εκυρίευεν εμού παρά την θέλησίν μου. }018}
Η μνήμη του θανάτου, αυξανομένη βαθμηδόν απέκτησε τοιαύτην έντασιν ώστε εθεώρουν τον κόσμον, ολόκληρον το σύμπαν, ως ένα αντικατοπτρισμόν, πάντοτε έτοιμον να εξαφανισθή εις την αιώνιον άβυσσον του μηδενός.
Εάν ο άνθρωπος δύναται να πάσχη τοσούτον βαθέως, τότε είναι μέγας ως προς την φύσιν αυτού. Το γεγονός ότι δια του θανάτου αυτού αποθνήσκει όλος ο κόσμος, έτι δε και ο Θεός, είναι δυνατόν μόνον, εάν αυτός ο άνθρωπος καθʼ εαυτόν, υπό τινα έννοιαν, είναι το κέντρον του σύμπαντος. }019}
… πολλάκις επειράσθην υπό φρικτών λογισμών οργής κατά του Πλαστουργού μου. Καταπεπονημένος εκ της αδυναμίας μου να κατανοήσω τα εν εμοί διαδραματιζόμενα, κατηρχόμην εις πάλην μετά του Θεού. Εθεώρουν Αυτόν ως Εχθρικόν Δυνάστην, …
… όλοι οι άνθρωποι έχουν μίαν και την αυτήν οντολογικήν ρίζαν … }021}
… Ήτο σκληρός ο τρόπος, αλλʼ απεκάλυψεν εις εμέ ορίζοντας άλλου Είναι. … }022}
… η αιωνιότης … κατʼ εκείνον τον καιρόν ίστατο ενώπιον μου δια της «αρνητικής» αυτής όψεως: Ο θάνατος περιέβαλλε το παν.
… Έβλεπον τους ανθρώπους … υπό το κράτος του θανάτου, αποθνήσκοντας, και η καρδία μου επληρούτο ευσπλαχνίας προς αυτούς. Δεν επεθύμουν ούτε δόξαν εκ των «θνητών», ούτε εξουσίαν επʼ αυτών· δεν ανέμενον την αγάπην αυτών. Κατεφρόνουν τον υλικόν }024} πλούτον και δεν εξετίμων ιδιαιτέρως την διανόησιν … Εάν προσέφερον εις εμέ αιώνας ευδαίμονος ζωής, δεν θα εδεχόμην αυτούς. Το πνεύμα μου απήτει αιωνίαν ζωήν …
… ουδαμού υπήρχεν άλλη διέξοδος, ει μη εν τη αναγεννηθείση εν εμοί προσευχή· προσευχή προς τον Άγνωστον εισέτι, μάλλον Επιλελησμένον υπʼ εμού. Πυρίνη προσευχή περιέπτυξεν εμέ εις τους κόλπους αυτής και εν τη ροή πολλών ετών δεν εγκατέλειπεν εμέ ούτε εν εγρηγόρσει ούτε καθʼ ύπνον. Το μαρτύριόν μου ήτο παρατεταμένον. Έφθασα μέχρις εξαντλήσεως όλων των δυνάμεων μου, ότε, εντελώς απροσδοκήτως διʼ εμέ, λεπτόν τι ως ραφίς διεπέρασε το πάχος του μολυβδίνου τείχους και, δια της δημιουργηθείσης τριχοειδούς σχισμής, εισέδυσεν ακτίς Φωτός.
… Η μνήμη του θανάτου είναι ιδιαιτέρα κατάστασις του πνεύματος ημών, εντελώς διάφορος της φυσικής γνώσεως ότι ημέραν τινά θα αποθάνωμεν. Η θαυμαστή αύτη μνήμη εξάγει το πνεύμα ημών εκ της γηίνης έλξεως. }025}
… Το γεγονός ότι αύτη (Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ) επιτρέπει εις ημάς να ζήσωμεν τον θάνατον ημών ως το τέλος πάσης της κτίσεως, επαληθεύει την δοθείσαν ημίν αποκάλυψιν, κατά την οποίαν ο άνθρωπος είναι εικών του Θεού, και ως τοιούτος είναι ικανός να περιλάβη εν εαυτώ και τον Θεόν και τον κτιστόν κόσμον. Και τούτο αποτελεί ωσαύτως την αρχήν της συγκεκριμενοποιήσεως εν ημίν της υποστατικής αρχής. }026}
Βʼ ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ
Υπάρχουν πολλοί βαθμοί και μορφαί φόβου του Θεού, αλλʼ ημείς νυν θα ομιλήσωμεν περί μιας εξ αυτών, της πλέον ουσιώδους δια την σωτηρίαν ημών· της «φρίκης» να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς εν τω ανεσπέρω Φωτί. Όσοι διακατέχονται υπό του αγίου τούτου φόβου, ελευθερούνται από παντός άλλου γηίνου φόβου. }029}
Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι
βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» (ΕΠΑΡΣΗΣ) και είναι αδύνατον να αποσπασθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών.
Εκ της αγάπης του Θεού γεννάται η αγία παρρησία. Ούτω, μικρά τις ομάς Αποστόλων, πρότερον μεν ολιγοψυχούντων, μετά δε την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος πεπληρωμένων ανδρείας, εξήλθεν εις πνευματικήν πάλην προς άπαντα τον λοιπόν κόσμον. … Απόστολος Ανδρέας: «Εάν εφοβούμην τον σταυρόν, δεν θα εκήρυττον αυτόν». }030}
Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν. … Πάντες οι πορευόμενοι δια της οδού των εντολών του Χριστού αναγεννώνται εξ αυτού του γεγονότος ότι ακολουθούν Αυτόν, ο είς πλείον, οι άλλοι ολιγώτερον, αναλόγως του επιδεικνυομένου ζήλου αυτών. Δια της σταυρώσεως του πιστού μετά του σαρκωθέντος Θεού-Λόγου κατέρχεται επʼ αυτόν η χάρις, η εξομοιούσα τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον. Το μέγα τούτο δώρον περικλείει εντός αυτού την ζωηφόρον Θεολογίαν, δια της αληθούς διαμονής εν τω Φωτί της αγάπης.
Η χάρις της μετανοίας παρέχεται εις εκείνους, οίτινες διʼ ολοκληρωτικής πίστεως αποδέχονται τον λόγον του Χριστού, Όστις λέγει ότι, εάν δεν πιστεύσωμεν εις την Θεότητα Αυτού και την απόλυτον αλήθειαν παντός εντελλομένου υπʼ Αυτού, το μυστήριον της αμαρτίας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς εν τω οντολογικώ αυτού βάθει, και ημείς «αποθανούμεθα εν ταις αμαρτίαις ημών».
Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως απομάκρυνσις από του Θεού και ως στροφή της θελήσεως }031} ημών προς τα πάθη. Η μετάνοια συνδέεται πάντοτε μετά της εγκρατείας από των αμαρτωλών έλξεων. Και εκτός του Χριστιανισμού διεξάγεται αγών κατά τινων παθών … Εφ΄ όσον όμως απουσιάζει η επίγνωσις της βαθυτέρας ουσίας της αμαρτίας, ήτοι της υπερηφανίας, και εφʼ όσον η ρίζα αύτη του κακού παραμένει ακατάβλητος η τραγικότης της ιστορίας δεν θα παύση να αυξάνη.
Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μόνη η ταπείνωσις δύναται να σώση τον άνθρωπον, και ότι μόνη η υπερηφανία είναι ικανή να κρημνίση αυτόν εις το σκότος του άδου. Η δε νίκη εφʼ όλου του συμπλέγματος των παθών μαρτυρεί την απόκτησιν της θεοειδούς ζωής. Πάντα τα πάθη ενδύονται αναποφεύκτως μορφήν τινα ορατήν, ή νοητήν-φαντασιώδη. Το πνεύμα του χριστιανού, ευρισκόμενον εν φλογερά προσευχή μετανοίας, απεκδύεται τας εικόνας των ορατών πραγμάτων και τας λογικάς εννοίας. (ΜΗΔΕΝ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ) Η απέκδυσις του νου από πασών των οπτικών και νοερών παραστάσεων καλλιεργείται και εις άλλας ασκητικάς παραδόσεις. Παρά ταύτα, εν αυτώ τούτω τω «γνόφω της απεκδύσεως» η ψυχή δεν θα συναντήση τον Ζώντα Θεόν, εάν η προσευχή τελήται άνευ της οφειλομένης συνειδήσεως της αμαρτίας και της ειλικρινούς μετανοίας.
Εκ της μεγάλης θλίψεως δια τον απολεσθέντα Θεόν η ψυχή, φυσικώ τω τρόπω, απογυμνούται από των υλικών και νοερών εικόνων, και ο νους-πνεύμα προσεγγίζει εκείνο το όριον, πέραν του οποίου είναι δυνατόν να φανή το Φως. Αλλά και τούτο το όριον δύναται να παραμείνη απρόσβατον, εάν ο νους επιστρέψη εις εαυτόν. Δεν αποκλείονται }032} περιπτώσεις κατά τας οποίας ο νους, εν τη προς εαυτόν στροφή, ορά εαυτόν όμοιον προς φως. Είναι σημαντικόν να γνωρίσωμεν ότι το φως τούτο είναι φυσικόν ιδίωμα του νοός ημών, εφʼ όσον ούτος εκτίσθη κατʼ εικόνα Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς ως Φως «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία». Ούτω συντελείται η μετάβασις προς άλλην μορφήν νοήσεως, προς άλλο είδος συνέσεως, ανωτέρας της επιστημονικής εμπειρικής γνώσεως. Το πνεύμα ημών εν τη ορμή της μετανοίας, απεκδυόμενον παν παρερχόμενον, εποπτεύει ως εξ υψηλής τινος κορυφής τον σχετικόν και συμβατικόν χαρακτήρα πάσης ανθρωπίνης γνώσεως. … Ο Θεός γνωρίζεται εν αληθεία είτε ως πυρ καθαίρον, είτε ως Φως καταυγάζον.
Τοιαύτη είναι η ενέργεια του φόβου τούτου (ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ): Θέτει ημάς ενώπιον του Προσώπου του Θεού, ίνα κριθώμεν υπʼ Αυτού· αλλʼ η πτώσις ημών είναι τοιαύτη, ώστε η θλίψις δια την κατάστασιν ημών γίνεται βαθεία οδύνη, βαρυτέρα της βασάνου του οράν εαυτούς εν τη σκοτία της αγνοίας, εν τη παραλυσία της αναισθησίας ή εν τη δουλεία των παθών. Ο φόβος ούτος είναι η ανάνηψις ημών εκ του μακραίωνος ύπνου της αμαρτίας. … Άνευ της καθαρτικής αυτού }033} ενεργείας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. Δεν είναι ούτο μόνον η αρχή της σοφίας, αλλά και της αγάπης. }034}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Γʼ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
… η ζώσα αύτη γνώσις ηλευθέρωσεν ημάς από του παραλογισμού της διανοητικής πτήσεως προς το Υπερπροσωπικόν Απόλυτον, την Καθαράν Ύπαρξιν, την υπερβαίνουσαν πάντα τα όντα, ήτις κατʼ ουσίαν αποτελεί το μη είναι. }038}
Οι Πατέρες λέγουν ότι η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως αγγέλων. }040}
Εις τον άνθρωπον, ως πρόσωπον μη ετεραρχούμενον, ως πνεύμα πεπροικισμένον δια της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού, δυνάμεθα να διακρίνωμέν τι το απόλυτον, το «θεοειδές», το μη επιδεόμενον, θα έλεγε τις, άλλου Θεού. Δύναται ο άνθρωπος να θεωρήση εαυτόν ως όντα εκ του ιδίου γένους, έτι δε και εκ της αυτής ουσίας του πρωταρχικού Είναι, και ως εκ τούτου να αποφασίση την πράξιν της αυτοθεώσεως ως επιστροφήν εις το πρωταρχικόν αυτού είναι.
Πάντοτε είναι δυνατόν να υψωθή ενώπιον ημών το επιχείρημα, ότι δήθεν η από παντός σχετικού εν τω κοσμικώ είναι απέκδυσις δεν είναι εισέτι ικανοποιητική· ότι εν τη εφέσι ημών προς την τελειότητα οφείλομεν να υπερβώμεν την εν ημίν υποστατικήν αρχήν ως πρόσκαιρον μορφήν υπάρξεως, εισάγουσαν περιορισμούς εις πάσας τας εκδηλώσεις ημών. Εν ενί λόγω, ότι πρέπει να φθάσωμεν εκουσίως εις την διάλυσιν ή την νέκρωσιν της ανθρωπίνης υποστάσεως εν τω ανονομάστω ωκεανώ του Καθαρού Είναι, του Υπερ-προσωπικού Απολύτου. }041}
«Εγώ ειμί ο Ών». Το Είναι είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός. Εγώ ειμί. }043}
Η μακραίων πείρα των αγίων ασκητών κατέδειξε διʼ ακαταμαχήτου αξιοπιστίας ότι η υπερηφανία είναι το κύριον πρόσκομμα δια τον φωτισμόν ημών υπό του Αγίου Πνεύματος. … Η ταπείνωσις του Θεού είναι ασύλληπτος, απόλυτος, και εν αυτή δεν υπάρχει στοιχείόν τι συγκρίσεως προς ο,τιδήποτε. Αποτελεί αύτη κατηγόρημα της Θείας αγάπης, της παρεχομένης άνευ μέτρου. }045}
Η υπερηφανία είναι εκείνο το «σκότος το εξώτερον», εν τω οποίω διαμένων ο άνθρωπος αποχωρίζεται από του Θεού της αγάπης. … Η σωτηρία εξ αυτού του άδου είναι δυνατή μόνον δια της μετανοίας.
Η υπερηφανία είναι η ζοφώδης εκείνη άβυσσος εν τη οποία εβυθίσθη ο άνθρωπος δια της πτώσεως. Υποκύψας εις αυτήν εκουσίως, κατέστη πνευματικώς τυφλός και ανίκανος να διακρίνη την παρουσίαν αυτής εις τας κινήσεις της καρδίας και του νοός. Μόνον το συγκαταβαίνον εις ημάς δια της πίστεως εις την θεότητα του Ιησού Χριστού άκτιστον Φως παρέχει την δυνατότητα να διακρίνωμεν την μεταφυσικήν ουσίαν της υπερηφανίας. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος φωτίζει την καρδίαν του ανθρώπου και ανακαλύπτει ούτος εν εαυτώ την παρουσίαν ενός κακοήθους όγκου, }046} όστις επιφέρει θάνατον.
Ο υπερήφανος –και ο πλέον διανοητικός πεπροικισμένος- θα παραμένη πάντοτε εκτός της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης του Χριστού. Εν τω παραδείσω ο άνθρωπος, μεμεθυσμένος εκ της θανατηφόρου ηδονής της εωσφορικής αυτο-θεώσεως, εγένετο παράφρων και δέσμιος του άδου. Εστραμμένος προς εαυτόν ως προς κέντρον, θάττον ή βράδιον θα προσκρούση εις το καταθλιπτικόν κενόν, εκ του οποίου εκάλεσεν ημάς ο Δημιουργός εις την ζωήν.
Αναρίθμητοι είναι αι μορφαί εμφανίσεως της υπερηφανίας, αλλʼ άπασαι αλλοιώνουν την εικόνα του Θεού εν τω ανθρώπω. }047}
Το νόημα της υπό του Θεού εγκαταλείψεως είναι να καταδείξη ότι είμεθα εισέτι ανώριμοι· ότι η οδός δεν έχει εισέτι διανυθή έως τέλους· ότι οφείλομεν να διέλθωμεν διʼ αγώνος πληρεστέρας κενώσεως, να πίωμεν έως τέλους το ποτήριον, όπερ Εκείνος έπιε.
Ο επιρρεπής εις την φαντασίαν νους είναι ακατάληλος δια την θεολογίαν. }048}
Η προσευχή δια καθαρού νοός είναι φαινόμενον σπάνιον. Η προσέγγισις εις αυτήν συντελείται προ παντός δια της βαθείας θλίψεως του πνεύματος ημών, το οποίον συνειδητοποιεί τον χωρισμόν από του Θεού ως στέρησιν υπʼ ουδενός αναπληρουμένην. Η λύπη αύτη ομοιάζει προς αγωνίαν· η εξ αυτής οδύνη είναι οξυτέρα μαχαίρας.
Δια τοιαύτης προσευχής θεραπεύεται το πνεύμα ημών από της γοητείας των «φαντασμάτων της αληθείας», από του πλήθους των εν τω σκότει της αγνοίας δυσδιακρίτων έλξεων. }049}
… είδον την διανοητικήν μου ενέργειαν ομοίαν προς φως, ουχί ισχυρόν. Το φως τούτο ευρίσκετο εντός της κρανιακής κοιλότητος και πέριξ αυτής· η καρδία όμως δεν συμμετείχεν εις αυτό, ζώσα κεχωρισμένως από του εγκεφάλου. }050}
Αφʼ ής στιγμής εδόθη εις εμέ η χάρις της μετανοίας, ησθάνθην εαυτόν εν τω άδη. Όσον και εάν είναι οδυνηρά κατά καιρούς η οδός αύτη, εν τούτοις, δια τα πεπτωκότα τέκνα του Αδάμ δεν υπάρχει άλλη, ήτις οδηγεί εις τας θύρας της Θείας Αιωνιότητος. … Εδιδάχθην να αποφεύγω την στομφώδη γλώσσαν. }054}
Ελάχιστοι εκ των ανθρώπων θα γνωρίσουν θα γνωρίσουν τον άδην τούτον (της αγάπης προς τον πλησίον), διότι μικρά είναι η εν ημίν αγάπη προς τον πλησίον, τουτέστι προς πάντα συν-άνθρωπον, προς άπαν το απʼ αιώνος πλήρος των ανθρώπων. Η Θεία Αγάπη του Χριστού κενούται ακριβώς εν τη διακονία προς πάσαν την ανθρωπότητα, από του Αδάμ έως και του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. Τέθηκε την ψυχήν Αυτού υπέρ φίλων και εχθρών.
Η σάρξ πάντοτε καλύπτει ημάς διά τινος πέπλου ατελείας και }055} αγνοίας.
… Έμενον άναυδος. Προσηυχόμην δια των αλαλήτων στεναγμών της καρδίας μου.
… Το πνεύμα μου εισήρχετο τότε εις τινα νοεράν σφαίραν, τα όρια της οποίας έμενον απρόσιτα, ίσως και επειδή δεν υπάρχουν όρια. Εν τη πνευματική αυτή αβύσσω η ψυχή μου εζήτει μόνον τον Θεόν. Ήμην μόνος: Δεν υπήρχον «εκεί» μετʼ εμού ούτε αντικείμενα, ούτε άλλου είδους προσωπική ύπαρξις.
Να ονομάσω άρα γε την προσευχήν ταύτην «καθαράν», επειδή το πνεύμα μου απεξεδύετο παν κτιστόν; }058}
Άπασα η επίγειος ημών ζωή, από της γεννήσεως μέχρι και της τελευταίας αναπνοής, θα φανή εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. Θα είναι δυνατόν να ίδωμεν το περιεχόμενον και την ποιότητα αυτής εν ριπή οφθαλμού. Αναλογισθήτε καθαρόν τι σκεύος ιδεώδους κρυστάλλου, πλήρες ύδατος. Ευθύς εξ αρχής δυνάμεθα να είπωμεν, εάν το ύδωρ είναι διαυγές ή ουχί, και μέχρι τίνος βαθμού. … Εκάστη κίνησις, και η πλέον παροδική, της καρδίας ή του νοός αφίνει ίχνος τι επί του όλου σώματος της ζωής ημών. … έστω ότι … εισέβαλεν εις την καρδίαν μου πονηρός τις λογισμός … Και η μοναδική αύτη σκέψις θα παραμείνη ως μελανή τις κηλίς επί του συνόλου της ζωής μου, εάν δεν αποβάλω αυτήν δια της μετανοίας και αυτομεμψίας. }059}
Δια της ειλικρινούς μετανοίας και της αποφασιστικής αυτοκατακρίσεως ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων καθαίρεται ο έσω άνθρωπος, και το ύδωρ εν τω σκεύει, διελθόν δια του πνευματικού φίλτρου της μετανοίας, αποκαθίσταται εν τη καθαρότητι αυτού.
Και πού είναι η εγγύησις, ότι η στιγμιαία επαφή μετά του πονηρού λογισμού δεν θα μετατραπή εις αιωνιότητα;
… εάν μάζα τις δεχθή επαρκώς ισχυράν ώθησιν, δύναται –θεωρητικώς- εκφυγούσα την σφαίραν έλξεως της γης να κινήται αενάως μετά μεγάλης ταχύτητος εις τα αχανή κοσμικά διαστήματα. Δεν θα συμβή άρα γε το αυτό και εις την ψυχήν; Ελκυσθείσα αύτη υπό της Θείας αγάπης, εγκαταλιπούσα το σώμα, θα πορεύηται προς τον Θεόν· ή και αντιθέτως: Απωθήσασα αύτη τον Θεόν, θα βυθίζηται «εις το σκότος το εξώτερον», εις τας ατελευτήτους βασάνους της εναντίας προς την αγάπην καταστάσεως. }060}
Η άμεσος αντιπαράθεσις προς τους πονηρούς, ή έστω και ματαίους λογισμούς, δεν είναι πάντοτε η καταλληλοτέρα μέθοδος υπερνικήσεως αυτών. Συχνάκις ο καλύτερος τρόπος είναι η μνήμη του μεγαλείου της προαιωνίου περί ημών βουλής του Πατρός.
Να υποβαθμίση τις την πρωταρχικήν περί ημών ιδέαν του Θεού αποτελεί ουχί μόνον σφάλμα, αλλά και μέγα όντως αμάρτημα.
Η ψυχή παραδίδεται εις την υπέρ του κόσμου προσευχήν, αλλʼ η προσευχή αύτη ουδέποτε επιτυγχάνει το έσχατον αυτής τέλος, εφʼ όσον ουδείς και ουδέν δύναται να στερήση τους ανθρώπους της ελευθερίας να κλίνουν προς το κακόν, να προτιμούν το σκότος αντί του φωτός.
Η θεοπρεπώς προσφερομένη προσευχή εις τον Κύριον, «εν πνεύματι και αληθεία», είναι ενέργεια άφθαρτος και ακατάλυτος. Ψυχολογικώς είναι δυνατόν, εν μέσω της βιοτικής ματαιότ
ητος, να επιλησθώμεν }061} αυτής αλλʼ Αυτός ο Θεός φυλάττει αυτήν αιωνίως.
Τα αρνητικά εφʼ ημών αποτελέσματα της αμαρτίας θεραπεύονται και αφανίζεται η φθοροποιός ενέργεια των διαπραχθεισών υφʼ ημών πράξεων εναντίον του πλησίον· θεία δυνάμει αποκαθίσταται το πλήρωμα της ζωής, ουχί όμως δια της μονομερούς επεμβάσεως του Θεού, αλλά πάντοτε δια της συνεργίας της μετανοίας και της προαιρέσεως των ανθρώπων, διότι ο Θεός ουδέν ποιεί μετά του ανθρώπου άνευ της συγκαταθέσεως αυτού.
Την συμμετοχήν του Θεού εις την προσωπικήν ημών ζωήν ονομάζομεν Πρόνοιαν. Η Πρόνοια αύτη ουδόλως ομοιάζει προς την ειδωλολατρικήν ειμαρμένην. Εις κρισίμους στιγμάς της ζωής ημών, τω όντι, ημείς οι ίδιοι επιλέγομεν τινα εκ των προτεινομένων δυνατοτήτων.
Η εκλογή αύτη συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ετοιμότητος προς θυσίας. … Συχνότατα, δυστυχώς, οι άνθρωποι υποκινούμενοι υπό προσκαίρων παρορμήσεων }062} εκτρέπονται της υπό του Θεού υποδειχθείσης οδού, ήτις οδηγεί εις την Βασιλείαν του Φωτός. Ούτως εμπίπτει ο άνθρωπος εις την δίνην των αποπλανώντων αυτόν παθών, άτινα κωλύουν να ίδωμεν την ποθεινήν αυγήν. Παρά ταύτα, τα παθήματα και αι θυσίαι είναι αναπόφευκτα εις πάσαν εκλογήν.
Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν. Όπισθεν του ορίου τούτου, αγνώστου εισέτι, ο Θεός και Πατήρ ημών εισάγει ημάς εις την σφαίραν της ανεσπέρου ημέρας.
Το Ευαγγέλιον, η Καλή Αγγελία, και άρχεται και καταλήγει δια της κλήσεως προς μετάνοιαν. … οσάκις ο άνθρωπος προσφέρει προσευχήν εις τον Θεόν ουχί ως αμαρτωλός, η προσευχή αυτού δεν φθάνει εις τον θρόνον του Υψίστου, διότι ο Υιός του Θεού ήλθε να καλέση ουχί τους «πεποιθότας εφʼ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» και συνεπώς ευρισκομένους εκτός της αληθείας …
«Την θάλασσαν την οζομένην, την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας }063} παρελθείν δυνάμεθα, της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. … Η μετάνοια εστι το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού· η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός …» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος οβʼ).
Να ίδη τις την αμαρτίαν αυτού … η πράξις αύτη είναι η εν ημίν ενέργεια του Ιδίου του Θεού, Όστις είναι Φως.
Κατά την επί δεκαετίας διακονίαν μου ως πνευματικού παρετηρησα μετά λύπης ότι σπάνιοι είναι οι άνθρωποι οι κατανοούντες εν αισθήσει καρδίας την αληθινήν φύσιν της αμαρτίας. Συνήθως οι πλείστοι παραμένουν επί του επιπέδου της ανθρωπίνης ηθικής, και εάν ποτε αρθούν υπεράνω αυτής, πράττουν και τούτο πάλιν ανεπαρκώς.
Εκ των οδών, αίτινες οδηγούν προς την επίγνωσιν των αμαρτιών ημών, ασφαλεστέρα είναι η πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, χάριν της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η αγάπη του Αγίου Πνεύματος. … εάν διαπράξη ο,τιδήποτε, είτε }064} εν έργω είτε μόνον διʼ εσωτερικής κινήσεως αυτού, όπερ συνεπάγηται εξασθένησιν της αισθήσεως της Θείας Αγάπης, τότε αυτή αύτη η μείωσις της χάριτος, άνευ ουδεμιάς λογικής ψυχαναλύσεως, αποτελεί ένδειξιν παρεκκλίσεως εκ της δικαιοσύνης του Θεού. Τότε το πνεύμα ημών στρέφεται ορμητικώς προς τον Θεόν εν προσευχή μετανοίας, δια της οποίας έρχεται η άφεσις ως αποκατάστασις εν τη αγάπη. … Ο τοιούτος άνθρωπος ζη ενώπιον του Θεού εν απλότητι και τρόπον τινά άνευ ορθολογισμού, αγόμενος υπό της αγάπης και του φόβου του Θεού. Ο τοιούτος δύναται να ανέλθη εις ύψη αγιότητος έτι και εις την τελειότητα, μη υποπτευόμενος ο ίδιος το γεγονός τούτο.
Ετέραν οδόν προς επίγνωσιν της αμαρτίας συνιστά η υποβολή του πνεύματος του ανθρώπου εις την κρίσιν του λόγου του Θεού. Δια συνετού ελέγχου της εσωτερικής αυτού καταστάσεως, ο άνθρωπος πείθεται ότι δεν τηρεί τας εντολάς, και ένεκα τούτου έρχεται εις μετάνοιαν.
Είναι αναγκαίον προς επίτευξιν του πληρώματος της μετανοίας να ακολουθήσωμεν τας δύο ταύτας οδούς, της καρδίας και του }065} νοός, αίτινες βραδύτερον εν τη πράξει της γνησίας αιωνίου ζωής συνενούνται εις έν. … ο άνθρωπος οφείλει … να εισχωρήση εις την προαιώνιον βουλήν του Θεού περί του ανθρώπου.
Η συνένωσις βιώματος και γνώσεως εισάγει εις την ζωήν ημών την αξιοπιστίαν και την σταθερότητα.
Μέγα και άρρητον το δώρον της μετανοίας: Μετʼ αυτού συνδέεται η διείσδησις του πνεύματος ημών εις τα Μυστήρια του Ανάρχου Θεού, του Πατρός ημών. Ουχί }066} άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι τρόπω συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τη προαινίω Βουλή του Τριαδικού Θεού προ καταβολής κόσμου.
Η γνώσις του πανταχού παρόντος Θεού είναι εφικτή υπό των λογικών κτισμάτων εν παντί τόπω. Προς απόκτησιν όμως ταύτης δεν επαρκεί η προσφορά των θεολογικών σχολών και συγγραμμάτων. Η αληθής γνώσις εισδύει ανερμηνεύτω τρόπω εις αυτήν ταύτην την ύπαρξιν ημών, όταν Ούτος ευρίσκηται μεθʼ ημών. … Το ασφαλέστερον μέσον προς απόκτησιν του αγαθού τούτου είναι η προσευχή της μετανοίας, ήτις παρέχεται εις ημάς κατά το μέτρον της εις Χριστόν πίστεως.
Εάν δεν εμβαθύνωμεν εις την πρωταρχικήν ιδέαν του Θεού περί της δημιουργίας του Ανθρώπου, εάν δεν βιώσωμεν την αγιότητα του Θεού, δεν θα έλθη εις ημάς μετά της οφειλομένης ισχύος η μεταμέλεια δια την απώλειαν, την οποίαν υπέστημεν εκ της πτώσεως. … εντελώς άλλη μετάνοια, ολοκληρωτική πλέον, καταλαμβάνει ισχυρώς άπασαν την ύπαρξιν ημών, όταν το άκτιστον Φως επιτρέψη εις ημάς να ίδωμεν τον εν ημίν άδην και εν ταυτώ να αισθανθώμεν την Αγιότητα του Ζώντος Θεού. }067}
Η αφόρητος δίψα δια τον Ζώντα Θεόν, όταν υπερβή τα μέτρα των δυνάμεων της αντοχής ημών, αποσπά το πνεύμα ημών από παντός κτιστού και εισάγει αυτό εις τινα ανείκαστον άβυσσον πνευματικού χώρου, όπου ουδέν και ουδείς υπάρχει, }068} ει μη μόνον ο Θεός της αγάπης και η θέα της Αυτού απειρότητος. Εκεί το Φως δεν οράται ως τοιούτον, αλλʼ εκεί ούτε και σκότος υπάρχει, διότι η άβυσσος αύτη είναι παραδόξως διαφεγγής, και ο νοερός οφθαλμός ακωλύτως διαπερνά το αχανές και ουδαμού συναντά τα όρια αυτής.
Η μετάνοια δεν είναι απλώς νοητική πράξις, ως αλλαγή της διανοητικής ημών προσεγγίσεως προς παν το τελούμενον εν τω κόσμω. Η αλλαγή αύτη, η στροφή του νοός, συνοδεύεται κατά φυσικόν τρόπον υπό αισθήσεως πικρίας δια την αχρειότητα ημών και υπό θλίψεως καρδίας δια τον χωρισμόν ημών από του Αγίου Θεού. Δεν υπάρχει οδύνη μεγαλυτέρα της επιγνώσεως ότι είμεθα όντως χείριστοι πάντων. … Ερριμένοι εις τας εκτάσεις του αιωνίου Πνεύματος δια προσευχής, ήτις πηγάζει εκ του αυτομίσους, προσευχόμεθα άνευ επιστροφής της προσοχής ημών προς εαυτούς.
Πάσα θεωρία θείων πραγματικοτήτων είναι δυνατή μόνον, όταν το πνεύμα του ανθρώπου έλθη εις κατάστασιν αντιστοιχούσαν, εν τινι μέτρω, προς το θεωρούμενον. Όντως πως θα ηδύνατο ο δέσμιος της υπερηφανίας να είναι κατοικητήριον του Ταπεινού Αγίου Πνεύματος; }069}
… δια τον απλούν παρατηρητήν, όστις δεν εγνώρισεν εμπειρικώς την χριστιανικήν ζωήν, ουδέν υπάρχει άξιον προσοχής εις τον τοιούτον φορέα του αύλου Φωτός. Ο πιστός άνθρωπος είναι δυνατόν να φαίνηται κατά την εξωτερικήν αυτού εμφάνισιν αξιολύπητος, πτωχός, ρακένδυτος, ανυπεράσπιστος ενώπιον του Άρχοντος του κόσμου τούτου, αλλʼ όμως είναι αληθώς μέγας κατά το ενοικούν εν αυτώ πνεύμα. }070}
Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν του νου. … Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον η απεριγράπτως μεγαλοπρεπής εικών του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου. Ατενίζοντες εις το κάλλος τούτο ανακαλύπτομεν οποίαν φοβεράν διαστροφήν υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών. … Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ώ, πόσον οδυνηρά είναι η πορεία αύτη! … Η εικών του Μονογενούς και ομοουσίου τω Πατρί Υιού και Λόγου ανάπτει εν ημίν σφοδρόν πόθον να ομοιωθώμεν προς Αυτόν εν πάσι. … Η οδύνη αύτη εμπνέει ημάς, δεν φονεύει. }071}
Πολλάκις εμνήσθην του Προφήτου Μωϋσέως, όστις, μετά την Αποκάλυψιν … απεστάλη εις Αίγυπτον και επί τεσσαράκοντα έτη κατεπονείτο εν τω βορβόρω ευτελών παθών ανθρώπων, τους οποίους ώφειλε να σώση, καίτοι οι ίδιοι δεν επεζήτουν την εαυτών σωτηρίαν. }073}
… ουχί άνευ πάλης μετʼ Αυτού, ουχί άνευ πολυαρίθμων απ
οπειρών να παρεκκλίνω από του σταυρού Αυτού … }074}
… η ζώσα αύτη γνώσις ηλευθέρωσεν ημάς από του παραλογισμού της διανοητικής πτήσεως προς το Υπερπροσωπικόν Απόλυτον, την Καθαράν Ύπαρξιν, την υπερβαίνουσαν πάντα τα όντα, ήτις κατʼ ουσίαν αποτελεί το μη είναι. }038}
Οι Πατέρες λέγουν ότι η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως αγγέλων. }040}
Εις τον άνθρωπον, ως πρόσωπον μη ετεραρχούμενον, ως πνεύμα πεπροικισμένον δια της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού, δυνάμεθα να διακρίνωμέν τι το απόλυτον, το «θεοειδές», το μη επιδεόμενον, θα έλεγε τις, άλλου Θεού. Δύναται ο άνθρωπος να θεωρήση εαυτόν ως όντα εκ του ιδίου γένους, έτι δε και εκ της αυτής ουσίας του πρωταρχικού Είναι, και ως εκ τούτου να αποφασίση την πράξιν της αυτοθεώσεως ως επιστροφήν εις το πρωταρχικόν αυτού είναι.
Πάντοτε είναι δυνατόν να υψωθή ενώπιον ημών το επιχείρημα, ότι δήθεν η από παντός σχετικού εν τω κοσμικώ είναι απέκδυσις δεν είναι εισέτι ικανοποιητική· ότι εν τη εφέσι ημών προς την τελειότητα οφείλομεν να υπερβώμεν την εν ημίν υποστατικήν αρχήν ως πρόσκαιρον μορφήν υπάρξεως, εισάγουσαν περιορισμούς εις πάσας τας εκδηλώσεις ημών. Εν ενί λόγω, ότι πρέπει να φθάσωμεν εκουσίως εις την διάλυσιν ή την νέκρωσιν της ανθρωπίνης υποστάσεως εν τω ανονομάστω ωκεανώ του Καθαρού Είναι, του Υπερ-προσωπικού Απολύτου. }041}
«Εγώ ειμί ο Ών». Το Είναι είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός. Εγώ ειμί. }043}
Η μακραίων πείρα των αγίων ασκητών κατέδειξε διʼ ακαταμαχήτου αξιοπιστίας ότι η υπερηφανία είναι το κύριον πρόσκομμα δια τον φωτισμόν ημών υπό του Αγίου Πνεύματος. … Η ταπείνωσις του Θεού είναι ασύλληπτος, απόλυτος, και εν αυτή δεν υπάρχει στοιχείόν τι συγκρίσεως προς ο,τιδήποτε. Αποτελεί αύτη κατηγόρημα της Θείας αγάπης, της παρεχομένης άνευ μέτρου. }045}
Η υπερηφανία είναι εκείνο το «σκότος το εξώτερον», εν τω οποίω διαμένων ο άνθρωπος αποχωρίζεται από του Θεού της αγάπης. … Η σωτηρία εξ αυτού του άδου είναι δυνατή μόνον δια της μετανοίας.
Η υπερηφανία είναι η ζοφώδης εκείνη άβυσσος εν τη οποία εβυθίσθη ο άνθρωπος δια της πτώσεως. Υποκύψας εις αυτήν εκουσίως, κατέστη πνευματικώς τυφλός και ανίκανος να διακρίνη την παρουσίαν αυτής εις τας κινήσεις της καρδίας και του νοός. Μόνον το συγκαταβαίνον εις ημάς δια της πίστεως εις την θεότητα του Ιησού Χριστού άκτιστον Φως παρέχει την δυνατότητα να διακρίνωμεν την μεταφυσικήν ουσίαν της υπερηφανίας. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος φωτίζει την καρδίαν του ανθρώπου και ανακαλύπτει ούτος εν εαυτώ την παρουσίαν ενός κακοήθους όγκου, }046} όστις επιφέρει θάνατον.
Ο υπερήφανος –και ο πλέον διανοητικός πεπροικισμένος- θα παραμένη πάντοτε εκτός της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης του Χριστού. Εν τω παραδείσω ο άνθρωπος, μεμεθυσμένος εκ της θανατηφόρου ηδονής της εωσφορικής αυτο-θεώσεως, εγένετο παράφρων και δέσμιος του άδου. Εστραμμένος προς εαυτόν ως προς κέντρον, θάττον ή βράδιον θα προσκρούση εις το καταθλιπτικόν κενόν, εκ του οποίου εκάλεσεν ημάς ο Δημιουργός εις την ζωήν.
Αναρίθμητοι είναι αι μορφαί εμφανίσεως της υπερηφανίας, αλλʼ άπασαι αλλοιώνουν την εικόνα του Θεού εν τω ανθρώπω. }047}
Το νόημα της υπό του Θεού εγκαταλείψεως είναι να καταδείξη ότι είμεθα εισέτι ανώριμοι· ότι η οδός δεν έχει εισέτι διανυθή έως τέλους· ότι οφείλομεν να διέλθωμεν διʼ αγώνος πληρεστέρας κενώσεως, να πίωμεν έως τέλους το ποτήριον, όπερ Εκείνος έπιε.
Ο επιρρεπής εις την φαντασίαν νους είναι ακατάληλος δια την θεολογίαν. }048}
Η προσευχή δια καθαρού νοός είναι φαινόμενον σπάνιον. Η προσέγγισις εις αυτήν συντελείται προ παντός δια της βαθείας θλίψεως του πνεύματος ημών, το οποίον συνειδητοποιεί τον χωρισμόν από του Θεού ως στέρησιν υπʼ ουδενός αναπληρουμένην. Η λύπη αύτη ομοιάζει προς αγωνίαν· η εξ αυτής οδύνη είναι οξυτέρα μαχαίρας.
Δια τοιαύτης προσευχής θεραπεύεται το πνεύμα ημών από της γοητείας των «φαντασμάτων της αληθείας», από του πλήθους των εν τω σκότει της αγνοίας δυσδιακρίτων έλξεων. }049}
… είδον την διανοητικήν μου ενέργειαν ομοίαν προς φως, ουχί ισχυρόν. Το φως τούτο ευρίσκετο εντός της κρανιακής κοιλότητος και πέριξ αυτής· η καρδία όμως δεν συμμετείχεν εις αυτό, ζώσα κεχωρισμένως από του εγκεφάλου. }050}
Αφʼ ής στιγμής εδόθη εις εμέ η χάρις της μετανοίας, ησθάνθην εαυτόν εν τω άδη. Όσον και εάν είναι οδυνηρά κατά καιρούς η οδός αύτη, εν τούτοις, δια τα πεπτωκότα τέκνα του Αδάμ δεν υπάρχει άλλη, ήτις οδηγεί εις τας θύρας της Θείας Αιωνιότητος. … Εδιδάχθην να αποφεύγω την στομφώδη γλώσσαν. }054}
Ελάχιστοι εκ των ανθρώπων θα γνωρίσουν θα γνωρίσουν τον άδην τούτον (της αγάπης προς τον πλησίον), διότι μικρά είναι η εν ημίν αγάπη προς τον πλησίον, τουτέστι προς πάντα συν-άνθρωπον, προς άπαν το απʼ αιώνος πλήρος των ανθρώπων. Η Θεία Αγάπη του Χριστού κενούται ακριβώς εν τη διακονία προς πάσαν την ανθρωπότητα, από του Αδάμ έως και του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. Τέθηκε την ψυχήν Αυτού υπέρ φίλων και εχθρών.
Η σάρξ πάντοτε καλύπτει ημάς διά τινος πέπλου ατελείας και }055} αγνοίας.
… Έμενον άναυδος. Προσηυχόμην δια των αλαλήτων στεναγμών της καρδίας μου.
… Το πνεύμα μου εισήρχετο τότε εις τινα νοεράν σφαίραν, τα όρια της οποίας έμενον απρόσιτα, ίσως και επειδή δεν υπάρχουν όρια. Εν τη πνευματική αυτή αβύσσω η ψυχή μου εζήτει μόνον τον Θεόν. Ήμην μόνος: Δεν υπήρχον «εκεί» μετʼ εμού ούτε αντικείμενα, ούτε άλλου είδους προσωπική ύπαρξις.
Να ονομάσω άρα γε την προσευχήν ταύτην «καθαράν», επειδή το πνεύμα μου απεξεδύετο παν κτιστόν; }058}
Άπασα η επίγειος ημών ζωή, από της γεννήσεως μέχρι και της τελευταίας αναπνοής, θα φανή εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. Θα είναι δυνατόν να ίδωμεν το περιεχόμενον και την ποιότητα αυτής εν ριπή οφθαλμού. Αναλογισθήτε καθαρόν τι σκεύος ιδεώδους κρυστάλλου, πλήρες ύδατος. Ευθύς εξ αρχής δυνάμεθα να είπωμεν, εάν το ύδωρ είναι διαυγές ή ουχί, και μέχρι τίνος βαθμού. … Εκάστη κίνησις, και η πλέον παροδική, της καρδίας ή του νοός αφίνει ίχνος τι επί του όλου σώματος της ζωής ημών. … έστω ότι … εισέβαλεν εις την καρδίαν μου πονηρός τις λογισμός … Και η μοναδική αύτη σκέψις θα παραμείνη ως μελανή τις κηλίς επί του συνόλου της ζωής μου, εάν δεν αποβάλω αυτήν δια της μετανοίας και αυτομεμψίας. }059}
Δια της ειλικρινούς μετανοίας και της αποφασιστικής αυτοκατακρίσεως ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων καθαίρεται ο έσω άνθρωπος, και το ύδωρ εν τω σκεύει, διελθόν δια του πνευματικού φίλτρου της μετανοίας, αποκαθίσταται εν τη καθαρότητι αυτού.
Και πού είναι η εγγύησις, ότι η στιγμιαία επαφή μετά του πονηρού λογισμού δεν θα μετατραπή εις αιωνιότητα;
… εάν μάζα τις δεχθή επαρκώς ισχυράν ώθησιν, δύναται –θεωρητικώς- εκφυγούσα την σφαίραν έλξεως της γης να κινήται αενάως μετά μεγάλης ταχύτητος εις τα αχανή κοσμικά διαστήματα. Δεν θα συμβή άρα γε το αυτό και εις την ψυχήν; Ελκυσθείσα αύτη υπό της Θείας αγάπης, εγκαταλιπούσα το σώμα, θα πορεύηται προς τον Θεόν· ή και αντιθέτως: Απωθήσασα αύτη τον Θεόν, θα βυθίζηται «εις το σκότος το εξώτερον», εις τας ατελευτήτους βασάνους της εναντίας προς την αγάπην καταστάσεως. }060}
Η άμεσος αντιπαράθεσις προς τους πονηρούς, ή έστω και ματαίους λογισμούς, δεν είναι πάντοτε η καταλληλοτέρα μέθοδος υπερνικήσεως αυτών. Συχνάκις ο καλύτερος τρόπος είναι η μνήμη του μεγαλείου της προαιωνίου περί ημών βουλής του Πατρός.
Να υποβαθμίση τις την πρωταρχικήν περί ημών ιδέαν του Θεού αποτελεί ουχί μόνον σφάλμα, αλλά και μέγα όντως αμάρτημα.
Η ψυχή παραδίδεται εις την υπέρ του κόσμου προσευχήν, αλλʼ η προσευχή αύτη ουδέποτε επιτυγχάνει το έσχατον αυτής τέλος, εφʼ όσον ουδείς και ουδέν δύναται να στερήση τους ανθρώπους της ελευθερίας να κλίνουν προς το κακόν, να προτιμούν το σκότος αντί του φωτός.
Η θεοπρεπώς προσφερομένη προσευχή εις τον Κύριον, «εν πνεύματι και αληθεία», είναι ενέργεια άφθαρτος και ακατάλυτος. Ψυχολογικώς είναι δυνατόν, εν μέσω της βιοτικής ματαιότ
ητος, να επιλησθώμεν }061} αυτής αλλʼ Αυτός ο Θεός φυλάττει αυτήν αιωνίως.
Τα αρνητικά εφʼ ημών αποτελέσματα της αμαρτίας θεραπεύονται και αφανίζεται η φθοροποιός ενέργεια των διαπραχθεισών υφʼ ημών πράξεων εναντίον του πλησίον· θεία δυνάμει αποκαθίσταται το πλήρωμα της ζωής, ουχί όμως δια της μονομερούς επεμβάσεως του Θεού, αλλά πάντοτε δια της συνεργίας της μετανοίας και της προαιρέσεως των ανθρώπων, διότι ο Θεός ουδέν ποιεί μετά του ανθρώπου άνευ της συγκαταθέσεως αυτού.
Την συμμετοχήν του Θεού εις την προσωπικήν ημών ζωήν ονομάζομεν Πρόνοιαν. Η Πρόνοια αύτη ουδόλως ομοιάζει προς την ειδωλολατρικήν ειμαρμένην. Εις κρισίμους στιγμάς της ζωής ημών, τω όντι, ημείς οι ίδιοι επιλέγομεν τινα εκ των προτεινομένων δυνατοτήτων.
Η εκλογή αύτη συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ετοιμότητος προς θυσίας. … Συχνότατα, δυστυχώς, οι άνθρωποι υποκινούμενοι υπό προσκαίρων παρορμήσεων }062} εκτρέπονται της υπό του Θεού υποδειχθείσης οδού, ήτις οδηγεί εις την Βασιλείαν του Φωτός. Ούτως εμπίπτει ο άνθρωπος εις την δίνην των αποπλανώντων αυτόν παθών, άτινα κωλύουν να ίδωμεν την ποθεινήν αυγήν. Παρά ταύτα, τα παθήματα και αι θυσίαι είναι αναπόφευκτα εις πάσαν εκλογήν.
Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν. Όπισθεν του ορίου τούτου, αγνώστου εισέτι, ο Θεός και Πατήρ ημών εισάγει ημάς εις την σφαίραν της ανεσπέρου ημέρας.
Το Ευαγγέλιον, η Καλή Αγγελία, και άρχεται και καταλήγει δια της κλήσεως προς μετάνοιαν. … οσάκις ο άνθρωπος προσφέρει προσευχήν εις τον Θεόν ουχί ως αμαρτωλός, η προσευχή αυτού δεν φθάνει εις τον θρόνον του Υψίστου, διότι ο Υιός του Θεού ήλθε να καλέση ουχί τους «πεποιθότας εφʼ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» και συνεπώς ευρισκομένους εκτός της αληθείας …
«Την θάλασσαν την οζομένην, την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας }063} παρελθείν δυνάμεθα, της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. … Η μετάνοια εστι το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού· η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός …» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος οβʼ).
Να ίδη τις την αμαρτίαν αυτού … η πράξις αύτη είναι η εν ημίν ενέργεια του Ιδίου του Θεού, Όστις είναι Φως.
Κατά την επί δεκαετίας διακονίαν μου ως πνευματικού παρετηρησα μετά λύπης ότι σπάνιοι είναι οι άνθρωποι οι κατανοούντες εν αισθήσει καρδίας την αληθινήν φύσιν της αμαρτίας. Συνήθως οι πλείστοι παραμένουν επί του επιπέδου της ανθρωπίνης ηθικής, και εάν ποτε αρθούν υπεράνω αυτής, πράττουν και τούτο πάλιν ανεπαρκώς.
Εκ των οδών, αίτινες οδηγούν προς την επίγνωσιν των αμαρτιών ημών, ασφαλεστέρα είναι η πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, χάριν της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η αγάπη του Αγίου Πνεύματος. … εάν διαπράξη ο,τιδήποτε, είτε }064} εν έργω είτε μόνον διʼ εσωτερικής κινήσεως αυτού, όπερ συνεπάγηται εξασθένησιν της αισθήσεως της Θείας Αγάπης, τότε αυτή αύτη η μείωσις της χάριτος, άνευ ουδεμιάς λογικής ψυχαναλύσεως, αποτελεί ένδειξιν παρεκκλίσεως εκ της δικαιοσύνης του Θεού. Τότε το πνεύμα ημών στρέφεται ορμητικώς προς τον Θεόν εν προσευχή μετανοίας, δια της οποίας έρχεται η άφεσις ως αποκατάστασις εν τη αγάπη. … Ο τοιούτος άνθρωπος ζη ενώπιον του Θεού εν απλότητι και τρόπον τινά άνευ ορθολογισμού, αγόμενος υπό της αγάπης και του φόβου του Θεού. Ο τοιούτος δύναται να ανέλθη εις ύψη αγιότητος έτι και εις την τελειότητα, μη υποπτευόμενος ο ίδιος το γεγονός τούτο.
Ετέραν οδόν προς επίγνωσιν της αμαρτίας συνιστά η υποβολή του πνεύματος του ανθρώπου εις την κρίσιν του λόγου του Θεού. Δια συνετού ελέγχου της εσωτερικής αυτού καταστάσεως, ο άνθρωπος πείθεται ότι δεν τηρεί τας εντολάς, και ένεκα τούτου έρχεται εις μετάνοιαν.
Είναι αναγκαίον προς επίτευξιν του πληρώματος της μετανοίας να ακολουθήσωμεν τας δύο ταύτας οδούς, της καρδίας και του }065} νοός, αίτινες βραδύτερον εν τη πράξει της γνησίας αιωνίου ζωής συνενούνται εις έν. … ο άνθρωπος οφείλει … να εισχωρήση εις την προαιώνιον βουλήν του Θεού περί του ανθρώπου.
Η συνένωσις βιώματος και γνώσεως εισάγει εις την ζωήν ημών την αξιοπιστίαν και την σταθερότητα.
Μέγα και άρρητον το δώρον της μετανοίας: Μετʼ αυτού συνδέεται η διείσδησις του πνεύματος ημών εις τα Μυστήρια του Ανάρχου Θεού, του Πατρός ημών. Ουχί }066} άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι τρόπω συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τη προαινίω Βουλή του Τριαδικού Θεού προ καταβολής κόσμου.
Η γνώσις του πανταχού παρόντος Θεού είναι εφικτή υπό των λογικών κτισμάτων εν παντί τόπω. Προς απόκτησιν όμως ταύτης δεν επαρκεί η προσφορά των θεολογικών σχολών και συγγραμμάτων. Η αληθής γνώσις εισδύει ανερμηνεύτω τρόπω εις αυτήν ταύτην την ύπαρξιν ημών, όταν Ούτος ευρίσκηται μεθʼ ημών. … Το ασφαλέστερον μέσον προς απόκτησιν του αγαθού τούτου είναι η προσευχή της μετανοίας, ήτις παρέχεται εις ημάς κατά το μέτρον της εις Χριστόν πίστεως.
Εάν δεν εμβαθύνωμεν εις την πρωταρχικήν ιδέαν του Θεού περί της δημιουργίας του Ανθρώπου, εάν δεν βιώσωμεν την αγιότητα του Θεού, δεν θα έλθη εις ημάς μετά της οφειλομένης ισχύος η μεταμέλεια δια την απώλειαν, την οποίαν υπέστημεν εκ της πτώσεως. … εντελώς άλλη μετάνοια, ολοκληρωτική πλέον, καταλαμβάνει ισχυρώς άπασαν την ύπαρξιν ημών, όταν το άκτιστον Φως επιτρέψη εις ημάς να ίδωμεν τον εν ημίν άδην και εν ταυτώ να αισθανθώμεν την Αγιότητα του Ζώντος Θεού. }067}
Η αφόρητος δίψα δια τον Ζώντα Θεόν, όταν υπερβή τα μέτρα των δυνάμεων της αντοχής ημών, αποσπά το πνεύμα ημών από παντός κτιστού και εισάγει αυτό εις τινα ανείκαστον άβυσσον πνευματικού χώρου, όπου ουδέν και ουδείς υπάρχει, }068} ει μη μόνον ο Θεός της αγάπης και η θέα της Αυτού απειρότητος. Εκεί το Φως δεν οράται ως τοιούτον, αλλʼ εκεί ούτε και σκότος υπάρχει, διότι η άβυσσος αύτη είναι παραδόξως διαφεγγής, και ο νοερός οφθαλμός ακωλύτως διαπερνά το αχανές και ουδαμού συναντά τα όρια αυτής.
Η μετάνοια δεν είναι απλώς νοητική πράξις, ως αλλαγή της διανοητικής ημών προσεγγίσεως προς παν το τελούμενον εν τω κόσμω. Η αλλαγή αύτη, η στροφή του νοός, συνοδεύεται κατά φυσικόν τρόπον υπό αισθήσεως πικρίας δια την αχρειότητα ημών και υπό θλίψεως καρδίας δια τον χωρισμόν ημών από του Αγίου Θεού. Δεν υπάρχει οδύνη μεγαλυτέρα της επιγνώσεως ότι είμεθα όντως χείριστοι πάντων. … Ερριμένοι εις τας εκτάσεις του αιωνίου Πνεύματος δια προσευχής, ήτις πηγάζει εκ του αυτομίσους, προσευχόμεθα άνευ επιστροφής της προσοχής ημών προς εαυτούς.
Πάσα θεωρία θείων πραγματικοτήτων είναι δυνατή μόνον, όταν το πνεύμα του ανθρώπου έλθη εις κατάστασιν αντιστοιχούσαν, εν τινι μέτρω, προς το θεωρούμενον. Όντως πως θα ηδύνατο ο δέσμιος της υπερηφανίας να είναι κατοικητήριον του Ταπεινού Αγίου Πνεύματος; }069}
… δια τον απλούν παρατηρητήν, όστις δεν εγνώρισεν εμπειρικώς την χριστιανικήν ζωήν, ουδέν υπάρχει άξιον προσοχής εις τον τοιούτον φορέα του αύλου Φωτός. Ο πιστός άνθρωπος είναι δυνατόν να φαίνηται κατά την εξωτερικήν αυτού εμφάνισιν αξιολύπητος, πτωχός, ρακένδυτος, ανυπεράσπιστος ενώπιον του Άρχοντος του κόσμου τούτου, αλλʼ όμως είναι αληθώς μέγας κατά το ενοικούν εν αυτώ πνεύμα. }070}
Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν του νου. … Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον η απεριγράπτως μεγαλοπρεπής εικών του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου. Ατενίζοντες εις το κάλλος τούτο ανακαλύπτομεν οποίαν φοβεράν διαστροφήν υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών. … Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ώ, πόσον οδυνηρά είναι η πορεία αύτη! … Η εικών του Μονογενούς και ομοουσίου τω Πατρί Υιού και Λόγου ανάπτει εν ημίν σφοδρόν πόθον να ομοιωθώμεν προς Αυτόν εν πάσι. … Η οδύνη αύτη εμπνέει ημάς, δεν φονεύει. }071}
Πολλάκις εμνήσθην του Προφήτου Μωϋσέως, όστις, μετά την Αποκάλυψιν … απεστάλη εις Αίγυπτον και επί τεσσαράκοντα έτη κατεπονείτο εν τω βορβόρω ευτελών παθών ανθρώπων, τους οποίους ώφειλε να σώση, καίτοι οι ίδιοι δεν επεζήτουν την εαυτών σωτηρίαν. }073}
… ουχί άνευ πάλης μετʼ Αυτού, ουχί άνευ πολυαρίθμων απ
οπειρών να παρεκκλίνω από του σταυρού Αυτού … }074}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:38 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Δʼ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ
Είναι αφελής όστις νομίζει ότι είναι δυνατόν να ακολουθήση τα ίχνη του Χριστού άνευ δακρύων. … Απελιθώθη η καρδία ημών εν τω κτηνώδει αυτής εγωισμώ και, όπερ χείριστον, εν τω υπερηφάνω αυτής σπασμώ. Αλλʼ υπάρχει αληθώς τοιούτον πυρ ικανόν να τήξη έτι και τα πλέον ισχυρά μέταλλα και τους λίθους. }076}
Το πνευματικόν πένθος είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορον του ψυχικού πένθους. Συνδέεται μετά της αδιαλείπτου σκέψεως περί του Θεού, εν τη οδυνηρά θλίψει δια τον απʼ Αυτού χωρισμόν. Το εμπαθές, το ψυχικόν, πένθος φονεύει το σώμα, σβεννύει την ζωηρότητα αυτού, εν αντιθέσει προς το πνευματικόν, όπερ καθαίρει τον άνθρωπον εκ των θανατηφόρων παθών, και ούτω ζωοποιεί αυτόν όλον. Δια ζεόντων δακρύων απαλλάσεται ο νους ημών από των εμπαθών εικόνων. Δια του πένθους κατέρχεται επί την ψυχήν ημών η πνευματική ανδρεία, και ο άνθρωπος τίθεται υπεράνω αγωνιών και φόβων.
Μόνον εκείνος, όστις ουδέποτε ησθάνθη την φονικήν εξουσίαν της αμαρτίας επʼ αυτού, δύναται να νομίση ότι η εντελλομένη υπό του Ευαγγελίου μεταμόρφωσις της φύσεως ημών είναι δυνατή άνευ δακρύων. }077}
«Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου. Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλʼ εδρεύει εν εμοί. Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απʼ εμού πάν πάθος». }078}
Το πλήρωμα της κενώσεως προεργάζεται το πλήρωμα της τελειότητος. }081}
… δια παρακλήσεως ουχί ψυχολογικής ή φυσικής τάξεως, αλλά οντολογικής, αναφερομένης εις την Θείαν αιωνιότητα. }082}
Η απουσία δακρύων αποτελεί κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ημών, ένδειξιν ότι η προσευχή ημών δεν έφθασεν εισέτι την πρώτην βαθμίδα της αναβάσεως }083} αυτής προς τον Θεόν. Ενδέχεται όμως εξαντληθέντων των φυσικών δακρύων, να δοθή άλλη προσευχή άνευ λόγων, ως τρυφερά αίσθησις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εντός ημών, οπότε η ειρήνη, «η πάντα νουν υπερέχουσα» πληροί την καρδίαν.
Ο πνευματικός κλαυθμός είναι το «περισσόν ζωής» εν αντιθέσει προς τον «ψυχικόν» κλαυθμόν, όστις αποκτείνει τους γηγενείς. }084}
Είναι αδύνατον όμως να «καλλιεργήσωμεν» το δώρον τούτο (πνευματικό πένθος) διότι δεν περικλείεται εν τοις ορίοις της κτιστής ημών φύσεως. Τούτο είναι χάρις, και η Θεία χάρις δεν υπόκειται εις την εξουσίαν ημών. }085}
Εʼ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ
Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλʼ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετʼ αγάπης: Κατενόησα ότι παρεδιδόμην είς τινα ιδιότυπον «ηρεμίαν», ήτις κατʼ ουσίαν δεν ήτο ει μη αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου. }090}
Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. }091}
Να αναμιχθώ δια νόθου ταπεινώσεως μετά της περιβαλλούσης εμέ πραγματικότητος και να καταδικάσω εμαυτόν εις φθοράν, ή να αποδεχθώ την φοβεράν κλήσιν του Χριστού.
Οφείλω να ίδω τον Χριστόν «καθώς εστιν», ίνα παραβάλω εμαυτόν προς Εκείνον και εξ αυτής της συγκρίσεως αισθανθώ την α-μορφίαν μου. Δεν δύναμαι να γνωρίσω εμαυτόν, εάν δεν έχω ενώπιόν μου την Αγίαν Αυτού Μορφήν. }092}
Διά μέσου του άδου της απελπισίας μου ήλθεν η ουράνιος λύτρωσις. Ανεδύθησαν εντός μου νέαι δυνάμεις, ετέρα όρασις, άλλη ακοή. Ηδυνήθην να γνωρίσω απερίγραπτον ωραιότητα. Εν τούτοις τούτο δεν ήτο «εμόν».
… η «αιώνιος κόλασις» δεν έγκειται εις το ότι εν τω άδη σκοτειναί υπάρξεις θα υποβάλλουν ημάς εις βασανιστήρια επί πυράς, αλλʼ εις το ότι θα αποδειχθώμεν ανάξιοι να }093} εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού.
… ως μοναχός εδιδάχθην να καταδικάζω εμαυτόν εις πάντα, «να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην». }094}
Το Πνεύμα το Άγιον, απομακρυνθέν αφʼ ημών, εγκαταλείπει τον οίκον ημών έρημον. }095}
Είμεθα μακάριοι, όταν εκ του σκότους της αγνοίας και του θανάτου μεταφερώμεθα εις το θαυμαστόν Φως· όταν όμως εκπίπτωμεν εκ του Φωτός εις το πρότερον σκότος ημών, τότε βιούμεν αυτό το σκότος μετʼ εντονωτέρας οδύνης. }096}
Αι εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύναντο ίσως να φανούν εις πολλούς ως φαινόμενον μικρόν απέχον της παραφροσύνης. Εμέ όμως, κατά τινα τρόπον, επληροφόρει η διαίσθησις ότι η περίπτωσίς μου εξήρχετο της αρμοδιότητος της κοινής ψυχιατρικής επιστήμης. Θα ήτο δε ασυγχώρητος βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς. }098}
Είναι αφελής όστις νομίζει ότι είναι δυνατόν να ακολουθήση τα ίχνη του Χριστού άνευ δακρύων. … Απελιθώθη η καρδία ημών εν τω κτηνώδει αυτής εγωισμώ και, όπερ χείριστον, εν τω υπερηφάνω αυτής σπασμώ. Αλλʼ υπάρχει αληθώς τοιούτον πυρ ικανόν να τήξη έτι και τα πλέον ισχυρά μέταλλα και τους λίθους. }076}
Το πνευματικόν πένθος είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορον του ψυχικού πένθους. Συνδέεται μετά της αδιαλείπτου σκέψεως περί του Θεού, εν τη οδυνηρά θλίψει δια τον απʼ Αυτού χωρισμόν. Το εμπαθές, το ψυχικόν, πένθος φονεύει το σώμα, σβεννύει την ζωηρότητα αυτού, εν αντιθέσει προς το πνευματικόν, όπερ καθαίρει τον άνθρωπον εκ των θανατηφόρων παθών, και ούτω ζωοποιεί αυτόν όλον. Δια ζεόντων δακρύων απαλλάσεται ο νους ημών από των εμπαθών εικόνων. Δια του πένθους κατέρχεται επί την ψυχήν ημών η πνευματική ανδρεία, και ο άνθρωπος τίθεται υπεράνω αγωνιών και φόβων.
Μόνον εκείνος, όστις ουδέποτε ησθάνθη την φονικήν εξουσίαν της αμαρτίας επʼ αυτού, δύναται να νομίση ότι η εντελλομένη υπό του Ευαγγελίου μεταμόρφωσις της φύσεως ημών είναι δυνατή άνευ δακρύων. }077}
«Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου. Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλʼ εδρεύει εν εμοί. Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απʼ εμού πάν πάθος». }078}
Το πλήρωμα της κενώσεως προεργάζεται το πλήρωμα της τελειότητος. }081}
… δια παρακλήσεως ουχί ψυχολογικής ή φυσικής τάξεως, αλλά οντολογικής, αναφερομένης εις την Θείαν αιωνιότητα. }082}
Η απουσία δακρύων αποτελεί κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ημών, ένδειξιν ότι η προσευχή ημών δεν έφθασεν εισέτι την πρώτην βαθμίδα της αναβάσεως }083} αυτής προς τον Θεόν. Ενδέχεται όμως εξαντληθέντων των φυσικών δακρύων, να δοθή άλλη προσευχή άνευ λόγων, ως τρυφερά αίσθησις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εντός ημών, οπότε η ειρήνη, «η πάντα νουν υπερέχουσα» πληροί την καρδίαν.
Ο πνευματικός κλαυθμός είναι το «περισσόν ζωής» εν αντιθέσει προς τον «ψυχικόν» κλαυθμόν, όστις αποκτείνει τους γηγενείς. }084}
Είναι αδύνατον όμως να «καλλιεργήσωμεν» το δώρον τούτο (πνευματικό πένθος) διότι δεν περικλείεται εν τοις ορίοις της κτιστής ημών φύσεως. Τούτο είναι χάρις, και η Θεία χάρις δεν υπόκειται εις την εξουσίαν ημών. }085}
Εʼ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ
Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλʼ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετʼ αγάπης: Κατενόησα ότι παρεδιδόμην είς τινα ιδιότυπον «ηρεμίαν», ήτις κατʼ ουσίαν δεν ήτο ει μη αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου. }090}
Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. }091}
Να αναμιχθώ δια νόθου ταπεινώσεως μετά της περιβαλλούσης εμέ πραγματικότητος και να καταδικάσω εμαυτόν εις φθοράν, ή να αποδεχθώ την φοβεράν κλήσιν του Χριστού.
Οφείλω να ίδω τον Χριστόν «καθώς εστιν», ίνα παραβάλω εμαυτόν προς Εκείνον και εξ αυτής της συγκρίσεως αισθανθώ την α-μορφίαν μου. Δεν δύναμαι να γνωρίσω εμαυτόν, εάν δεν έχω ενώπιόν μου την Αγίαν Αυτού Μορφήν. }092}
Διά μέσου του άδου της απελπισίας μου ήλθεν η ουράνιος λύτρωσις. Ανεδύθησαν εντός μου νέαι δυνάμεις, ετέρα όρασις, άλλη ακοή. Ηδυνήθην να γνωρίσω απερίγραπτον ωραιότητα. Εν τούτοις τούτο δεν ήτο «εμόν».
… η «αιώνιος κόλασις» δεν έγκειται εις το ότι εν τω άδη σκοτειναί υπάρξεις θα υποβάλλουν ημάς εις βασανιστήρια επί πυράς, αλλʼ εις το ότι θα αποδειχθώμεν ανάξιοι να }093} εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού.
… ως μοναχός εδιδάχθην να καταδικάζω εμαυτόν εις πάντα, «να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην». }094}
Το Πνεύμα το Άγιον, απομακρυνθέν αφʼ ημών, εγκαταλείπει τον οίκον ημών έρημον. }095}
Είμεθα μακάριοι, όταν εκ του σκότους της αγνοίας και του θανάτου μεταφερώμεθα εις το θαυμαστόν Φως· όταν όμως εκπίπτωμεν εκ του Φωτός εις το πρότερον σκότος ημών, τότε βιούμεν αυτό το σκότος μετʼ εντονωτέρας οδύνης. }096}
Αι εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύναντο ίσως να φανούν εις πολλούς ως φαινόμενον μικρόν απέχον της παραφροσύνης. Εμέ όμως, κατά τινα τρόπον, επληροφόρει η διαίσθησις ότι η περίπτωσίς μου εξήρχετο της αρμοδιότητος της κοινής ψυχιατρικής επιστήμης. Θα ήτο δε ασυγχώρητος βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς. }098}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:41 pm, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΣΤʼ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟΝ ΤΟ ΓΝΩΝΑΙ ΤΗΝ ΟΔΟΝ
… εν τη αρχή της ζωής μου εν τω Άθω, παρεκάλεσα ένα ερημίτην να ομιλήση εις εμέ περί της προσευχής. … «Ας ομιλήσωμεν διʼ ό,τι κείται εντός των ορίων των μέτρων ημών….» Ησθάνθην συστολήν εκ των λόγων αυτού, αλλʼ εν τούτοις ετόλμησα να είπω: «Επιθυμώ όντως να γνωρίσω περί του τελείου, περί εκείνου όπερ υπερέχει του μέτρου μου. Αλλά τούτο, ουχί διότι έχω αξιώσεις πέραν των δυνατοτήτων μου. Ουχί· αλλʼ επειδή θεωρώ αναγκαίον να ίδω τον πλοηγόν αστέρα, ώστε να ελέγχω εαυτόν κατά πόσον ευρίσκομαι εν τη ορθή οδώ. …». Ο άγιος ούτος ανήρ συνεφώνησε μετʼ εμού ότι ο τρόπος ούτος σκέψεως ουχί μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται. }099}
Η έλξις προς το ύψιστον αγαθόν είναι φυσική, αλλʼ η πορεία προς αυτό άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα καταχθόνια.
Ενσυνειδήτως κατερχόμεθα εις τον άδην, διότι, αφʼ ής στιγμής αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το βάθος του σκοτασμού ημών. Μεγάλη θλίψις πλήττει όλον το είναι ημών. Τα εξωχρονικά παθήματα του πνεύματος υπερβαίνουν πάντα φυσικόν πόνον. … Ελθέ και ίασαί με εκ του συνέχοντός με θανάτου … }102}
Η υπερηφανία είναι και κακία και σκότος· εν αυτή η ρίζα πασών των αμαρτιών. … Μετάνοια που σημαίνει ριζικήν αλλαγήν της νοεράς ημών προσεγγίσεως προς την ζωήν εν γένει, μετάβασιν εκ της παλαιάς κοσμοθεωρίας εις την όρασιν της "αντιστρόφου" εικονογραφικής προοπτικής. Επειδή δια της υπερηφανίας εκρημνίσθημεν εις το σκότος το εξώτερον, μόνον δια της ταπεινώσεως αναβαίνομεν προς τον Ύψιστον.
Έρχεται εκείνο, όπερ ούτε εσκέφθημεν, ούτε ηκούσαμεν, ούτε επί την καρδίαν ημών ανέβη· εις την άβυσσον του σκότους ημών διεισδύει ακτίς του ακτίστου Ηλίου. … Η έως τότε τεθανατωμένη ψυχή προσλαμβάνει άφθαρτον ζωήν. }103}
Ένιοι δε, απερροφημένοι υπό της προσευχής, ουδέν παρατηρούν, και διʼ ακατανοήτου εις αυτούς τρόπου «αρπάζονται» εις άλλην σφαίραν του Είναι, επιλανθανόμενοι της γης. Η χείρ του Θεού ποιεί τούτο μετά τοιαύτης λεπτότητος, ώστε ο άνθρωπος ουδόλως αντιλαμβάνεται την στιγμήν καθʼ εαυτήν, όπως ακριβώς συμβαίνει κατά την φυσιολογικήν επέλευσιν του ύπνου. Μόνον μετά την επιστροφήν εις την συνήθη αίσθησιν του κόσμου ανακαλύπτει ότι το πνεύμα αυτού εξήλθε της συνήθους μορφής υπάρξεως και ηνώθη μετά του Θεού. Μετά το γεγονός τούτο, πάντα τα επίγεια κατανοούνται ως παροδικά και εύθραυστα. Η ψυχή σε συνειδητοποιεί ως νόημα της υπάρξεως αυτής την διαμονήν μετά του Θεού, εν Αυτώ, και εν τη αιωνιότητι Αυτού. }104}
Παρόμοιόν τι παρατηρείται εις τον άνθρωπον, όστις εκζητεί την προσευχήν. Ούτος δύναται ωσαύτως να αρπαγή υπό της ορμής αυτής και να αποσπασθή εκ του κόσμου τούτου. Όταν επιστρέψη εκ της αρπαγής ταύτης, είναι πλέον «νεκρός» δια τα εμπαθή ενδιαφέροντα και τας υλικάς κτήσεις: Δεν θα επιδιώξη πλέον ουδεμίαν σταδιοδρομίαν· δεν θα λυπηθή καθʼ υπερβολήν δια την απόρριψιν αυτού υπό των άλλων, ούτε θα επαρθή επαινούμενος· επιλανθάνεται του παρελθόντος, δεν προσκολλάται εις το παρόν, ούτε μεριμνά δια το επίγειον μέλλον. Καινή ζωή, έμπλεος Φωτός, απεκαλύφθη εις αυτόν και εν αυτώ· (ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ) αι αφελείς διασκεδάσεις, αίτινες απασχολούν την μεγίστην πλειονότητα των ανθρώπων, παύουν να ενδιαφέρουν αυτόν. Και εάν κρίνωμεν περί της ποιότητος της ζωής, ουχί κατά την ποσότητα των ευχαρίστων ψυχοφυσικών συναισθημάτων, αλλά κατά το βάθος της γνώσεως ημών περί των κοσμικών πραγματικοτήτων και προ παντός περί της Πρώτης και Εσχάτου Αληθείας … Η ουσία της ειρήνης του Χριστού έγκειται εις την τελείαν γνώσιν του Πατρός. }105}
Ουδεμία πρόσκαιρος ευδαιμονία θα δυνηθή να δώση εις ημάς την αληθινήν ειρήνην, εάν ημείς διαμένωμεν εν τη αγνοία της Αρχής πασών των αρχών.
Τινές εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, ακολουθούντες Αυτόν, οδηγούνται μέχρι του χείλους της αβύσσου, ήτις απροσδοκήτως διανοίγεται έμπροσθεν αυτών, άνευ δυνατότητος οπισθοχωρήσεως. … άβυσσος = το βαθύ βάραθρον της αγνοίας, την άκραν έντασιν της απογνώσεως των εις θάνατον καταδεδικασμένων, την εξουσίαν εφʼ ημών του σκότους του αιώνος τούτου. Δια την πτήσιν επάνω της αβύσσου ταύτης έχομεν χρείαν της δυνάμεως της ευλογημένης απογνώσεως· η ενέργεια της εν ημίν χάριτος λαμβάνει μορφήν «αποφασιστικότητος». Το Φως διαφαίνεται μακρόθεν. Ελκυόμενοι προς αυτό υπό μυστηριώδους δυνάμεως, αποφασίζομεν να ριφθώμεν εις το άγνωστον, επικαλούμενοι το Άγιον Όνομα του Ιησού Χριστού, του Θεού Σωτήρος. Και τί συμβαίνει τότε; Αντί να συντριβή η κεφαλή ημών επί των κεκρυμμένων εις τον γνόφον υφάλων, αόρατός }106} τις χειρ εμφανίζεται, στοργικώς κρατούσα ημάς επάνω της αβύσσου. Άνευ αυτής της φιλικής χειρός του Ζώντος Θεού ουδείς άνθρωπος δύναται να ανταπεξέλθη εις τας συνθήκας εκείνων των θυελλών και αντιξόων περιστάσεων, αίτινες εις παρομοίας περιόδους περικυκλούν την ψυχήν.
Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού … Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως …(Δευτ. εʼ 18} }107}
Ως απάντησις εις την απεγνωσμένην προσευχήν μου ενεφανίσθη εις εμέ το κρεμάμενον επί του σταυρού σώμα του Κυρίου, ως θαυμαστή γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης. Οδός του χριστιανού είναι η σταύρωσις: … Ούτω συγκεράννυνται εν τη ψυχή και η λεπτή χαρά «του γνώναι την οδόν», και ο μέγας φόβος δια το υπέρμετρον της εντολής.
Είναι αδύνατον να διηγηθώμεν δια λόγων περί του φοβερού προνομίου της μυστηριώδους αυτής σχοινοβασίας (υπεράνω της αβύσσου, εκ του «ζην» κατά τας ευαγγελικάς εντολάς). Παρομοίως, όσοι απήλθον αφʼ ημών εις τον άλλον κόσμον δεν αποπειρώνται δια των εμφανίσεων αυτών να διηγηθούν εις τους εν σαρκί οικούντας περί εκείνου του }108} μεγαλείου, όπερ διανοίγεται έμπροσθεν αυτών εν τη νέα ζωή.
Ενώσας εν Εαυτώ και τον Θεόν και τον Άνθρωπον, ο Κύριος καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν Αυτόν. … (όπως ένα σώμα στο διάστημα) το πνεύμα ημών εισάγεται εις το ατελεύτητον του «νοερού» διαστήματος, εμπλέου Φωτός, … }109}
Ως εκ τούτου δυνάμεθα ασφαλώς να κρίνωμεν πότε ακριβώς ενεργεί εν ημίν Αυτό, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον Πνεύμα, η Τρίτη Υπόστασις, και ουχί άλλο τι πνεύμα δυνάμενον εισέτι να φανή εις τους αδοκίμους ως το ηγεμονικόν. Δια του Χριστού και εν Αυτώ, μετʼ άκρως θετικού τρόπου, εφανερώθη εις ημάς ο Άνρθωπος εν τη πρωταρχική αυτού εικόνι και ομοιώσει προς τον Θεόν. Και ουδένα έχομεν πλέον εκτός Αυτού, όστις θα απεδεικνύετο διʼ ημάς θεμέλιον του είναι, … }110}
Η αυθεντική σωτηρία έγκειται εις το να παραμείνωμεν σταθεροί εν τη αγάπη Αυτού υπό οιασδήποτε συνθήκας, …
Ο αγών του χριστιανού κατʼ αρχάς συγκεντρούται }111} εντός αυτού· ούτος εν τη τελειώσει αυτού γίνεται προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ του όλου Αδάμ. Η πρώτη κίνησις της αγάπης κατευθύνεται προς τον Θεόν, η δευτέρα προς τον πλησίον.
Αι εντολαί του Χριστού είναι κατά την ουσίαν αυτών αυτοαποκάλυψις Θεού· … Η εκπλήρωσις των προσταγμάτων τούτων, άτινα δεν ασκούν βίαν εφʼ ημών, υπερβαίνει καθʼ υπερβολήν τας κτιστάς ημών δυνάμεις. … « … χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Η θεία προέλευσις των ευαγγελικών προσταγμάτων φανερούται εισέτι και εκ του ότι οι τηρούντες ταύτα, ανεξαρτήτως του επιπέδου της εξωτερικής αυτών μορφώσεως, προσλαμβάνουν τον Άναρχον εν ταις καρδίαις αυτών: }112}
Είναι αδύνατον να ζήση τις χριστιανικώς. Χριστιανικώς δύναταί τις μόνον να αποθάνη, δια θανάτου όμως κατά την γηίνην μορφήν της υπάρξεως ημών. … ο θάνατος ούτος … Είναι η «στενή πύλη», η «τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις την ζωήν», την οποίαν όμως «ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες».
Το Ευαγγέλιον του Χριστού υπερβαίνει εις απίστευτον βαθμόν παν ό,τι γνωρίζει η γη. Πώς να θεραπευθή η φοβερά εκείνη νόσος, δια της οποίας εμόλυνεν ο εχθρός τον Άνθρωπον εν τη αυγή της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον;
… ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων, είναι αληθώς ο Άναρχος Θεός, ο Δημιουργός πάντων των όντων, ο αποκαλυφθείς εις τον Μωϋσήν δια του ονόματος Εγώ ειμί … }113}
Πιστεύουν εις τον Χριστόν εκείνοι, ο
ίτινες πιστεύουν εις την θέωσιν αυτών. Η πίστις ή η απιστία εξαρτάται εκ της υψηλής ή ταπεινής περί του Ανθρώπου αντιλήψεως. Δια τον πιστεύοντα ο σταυρικός θάνατος του Ιησού, τουτέστι πώς και δια τί Ούτος εσταυρώθη, είναι η ισχυροτέρα μαρτυρία υπέρ Αυτού. }114}
… έκαστος πιστεύων εις Αυτόν, νικών εν τω αγώνι της μετανοίας τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας» καθίσταται, ομοίως προς τον Χριστόν, υπερκόσμιος.
Ίνα εννοήση τις έστω και εν μέρει, «Τις εστιν Ούτος;» πρέπει απαραιτήτως να ομοιωθή προς Αυτόν δια της παραμονής εν τω πνεύματι των εντολών Αυτού. Όστις δεν ηκολούθησεν Αυτόν … Ας τηρήση έντιμον σιωπήν … }115}
Όστις όμως ωκοδόμησε την ζωήν αυτού επί την πέτραν της διδαχής Αυτού, ούτος θα έλθη βαθμηδόν εις την κατανόησιν του «Τίς εστιν Ούτος».
Καθώς ο Θεός υπερέχει παντός πράγματος εν τη κοσμική πραγματικότητι, ούτω και ο άνθρωπος, θεούμενος δια της ενοικήσεως εν αυτώ του Αγίου Πνεύματος, είναι πολυτιμότερος πάντων των γαλαξιών. Αυτή ακριβώς είναι η συνείδησις, ήτις χαρακτηρίζει τον χριστιανόν, και άνευ αυτής δεν δύναται ούτος «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως, ής εκλήθη». }117}
Ίνα σώση τις αιωνίως την ψυχήν αυτού εν τη Βασιλεία, πρέπει να απολέση αυτήν επί του επιπέδου των επιγείων ενδιαφερόντων.
Ο Χριστός οικοδομεί την Εκκλησίαν Αυτού, }118} της οποίας «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν», επί την ομολογίαν της Θεότητος Αυτού. Εάν αρνηθώμεν το εν Αυτώ πλήρωμα της Θεότητος, τότε ούτε η Εκκλησία, ούτε άλλος τις, εν γένει, δύναται να νικήση τον κόσμον ή τον καταχθόνιον άδην.
Μεταμόφρωση-Σταύρωση.
Εν βραχυτάτω χρόνω και η άπειρος δόξα και η κατάβασις εις τον άδην. Και αύτη είναι η οδός δια τον χριστιανόν: Καταδικάζει εαυτόν εις την κόλασιν, και ως απάντησιν δέχεται την απερίγραπτον δωρεάν της Πατρικής ευσπλαχνίας. … Η ζωή του Χριστού περιβάλλει και τον άδην και την Βασιλείαν· χωρεί εντός αυτής και το έσχατον πάθος και την υψίστην μακαριότητα (ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ). Απεργάζεται τον μικρόν άνθρωπον μέγαν, παγκόσμιον, θεοειδή κατά πάντα … Δυστυχώς, «ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες (την οδόν) αυτήν». }119}
Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. Το αυτό ισχύει και δια την πνευματικήν ζωήν του ανθρώπου. Εάν έχωμεν επίγνωσιν του μεγαλείου της εν Χριστώ κλήσεως ημών, … δεν υπεραιρόμεθα ένεκα τούτου, αλλʼ όντως ταπεινούμεν εαυτούς. Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος το εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια }120} της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό του Θεού».
Πλείστοι όσοι, μη γνωρίσαντες δια πείρας τας αγαθοποιούς ενεργείας της προσευχής, αγνοούν ότι διʼ αυτής διανοίγεται εις το πνεύμα του ανθρώπου κόσμος απεριγράπτου μεγαλείου: και τα ζοφώδη βάθη του άδου και αι φωτοφόροι σφαίραι των ουρανών. Άνευ της πίστεως εις την ανάστασιν πάσα δοκιμασία αποβαίνει σχεδόν παράλογος: εστερημένη νοήματος· ικανή να δαμάση την δύστροπον ψυχήν, αλλʼ ουχί να θεραπεύση αυτήν εκ της κεκρυμμένης εν τω βάθει αυτής υπερηφανίας. Πλουτεί αύτη την πείραν της ζωής, αλλά άνευ προσευχής δεν ανάγει την ψυχήν εις την απάθειαν· βαθμηδόν αποκτείνει και σώμα και καρδίαν και νουν, πριν ή ταύτα τελειωθούν εν τη γνώσει του Θεού. Όταν το Φως του άνω κόσμου εγγίση την ψυχήν, τότε … Ο άνθρωπος, πεπροικισμένος δια της ευλογίας ταύτης, θεωρεί πάσαν γηίνην κατάστασιν ως πρόσκαιρόν τι «μέσον», και ουδόλως μεριμνά περί της επιγείου αυτού σταδιοδρομίας. Και εάν ούτος επιμείνη εις την ταπεινήν περί εαυτού συνείδησιν, θα δοθή εις αυτόν μεγαλυτέρα εισέτι γνώσις περί των μυστηρίων του μέλλοντος αιώνος.
Ο άνθρωπος ενούμενος δια της προσευχής μετά του Χριστού, λαμβάνει έσωθεν, εν τη καρδία και τω νοί }121} αυτού, την πληροφορίαν ότι εν τη αιωνιότητι θα δοθή εις αυτόν άπαν το περιεχόμενον του Θεανθρωπίνου Είναι, ως αναφαίρετον κτήμα. … Η δόξα του αδελφού θα είναι και δόξα αυτού του ιδίου, η δε θέα προσώπων δεδοξασμένων υπό του Θείου Φωτός, αγαλλίασις· και όσον εντονωτέρα η λάμψις αυτών, τοσούτον θεσπεσιωτέρα η θεωρία. Η ερχομένη Βασιλεία των αγίων συνίσταται εις το περισσόν αγάπης, πρόγευσις της οποίας δίδεται υπό του Θεού ήδη εντεύθεν. Η αγάπη του Θεού περιβάλλει και τον άδην. Και ημείς νυν γνωρίζομεν ότι η κάθοδος ημών εις τον άδην, κατά την διάρκειαν της ζωής ταύτης, είναι η ασφαλής οδός προς την τελειότητα.
Η νίκη επί του άδου διέρχεται δύο στάδια: Το πρώτον συνίσταται εις την υπέρβασιν του εν ημίν σκότους· το δεύτερον, εις την συμπάσχουσαν προς πάσαν την κτίσιν αγάπην, την ιδιάζουσαν εις την Θεότητα. }122}
Η γνώσις της οδού διατηρεί ημάς ζώντας έτι και εν τω άδη, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι τα παθήματα ημών είναι «κατά φαντασίαν»: … Δεν πρέπει να πτοή ημάς καθʼ υπερβολήν η κατάδυσις αύτη εις το σκότος, εφʼ όσον άνευ αυτής, μετά την πτώσιν, το πλήρωμα της γνώσεως είναι ανέφικτον.
… όσω παραμένομεν εν τω σώματι τούτω, κρατούμεν σταθερώς την μέθοδον εκείνην, την οποίαν εδίδαξαν εις ημάς και οι Πατέρες ημών και η εν ημίν ενέργεια του Πνεύματος του Θεού: Μη όντες ελεύθεροι εκ των καταλοίπων του εν ημίν ενεργούντος νόμου της αμαρτίας, αυτοκαταδικαζόμεθα μετʼ οργής και αυτομίσους να κατακαυθώμεν εις το σκότος το εξώτερον· διότι δεν υπάρχει άλλο πύρ, όπερ }123} θα εσβέννυε την εν ημίν ενέργειαν των παθών. Και ιδού: Όταν πυρίνη προσευχή φλέγη τα σπλάγχνα ημών και η καρδία αποκάμνη υπομένουσα, τότε έρχεται απροσδοκήτως δρόσος ουρανίου παραμυθίας.
Δια τι η μετʼ οργής αυτομεμψία ημών δικαιοί ημάς ενώπιον του Θεού; Δεν συμβαίνει άρα γε τούτο, επειδή εις την συνέχουσαν ημάς συναίσθησιν της παγκαταλυτικής δυνάμεως της αμαρτίας περιέχεται κατά τρόπον υπαρξιακόν αυθεντική τις αλήθεια; Τοιαύτη μετάνοια, αφικνουμένη μέχρι των πηγών της παγκοσμίου τραγωδίας διανοίγει εν ημίν «χώρον» δια την έλευσιν του Πνεύματος του Αγίου, του Πνεύματος της Αληθείας, …
… θαυμάσιαι αι οδοί του Θεού! Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δύναται να ανακαλύψη αυτάς, αλλά το Πνεύμα, το εκ του Θεού εκπορευόμενον, δια της εμφανίσεως Αυτού φωτίζει προ ημών την θαυμαστήν ταύτην είσοδον προς την αιώνιον σωτηρίαν. }124}
Δεν είναι δυνατόν να μη αναμέλψωμεν ύμνον προς τον Θεόν, όταν εξερχώμεθα εκ της φλογός της μετανοίας, ήτις αθεάτως μετεποίησεν ημάς εις νέαν μορφήν του είναι, καταφλέξασα παν ό,τι ήτο εν ημίν φθαρτόν, καταθλιπτικόν διʼ ημάς ως βαρύ φορτίον. … Είναι φυσικόν να ευχώμεθα εις πάντας και εις έκαστον άνθρωπον την ανάβασιν εις το Θείον Είναι· τις όμως θα υπομείνη τας βασάνους του άδου εκφυγών την εσχάτην απόγνωσιν; … τείνω να πεισθώ ότι δια πλείστους εκ των συγχρόνων μου ενδέχεται να μη υπάρχη άλλη οδός. }125}
Εν τη Αγία Γραφή συχνάκις ο «ουρανός» υποδηλοί την Θείαν σφαίραν, ενώ το «υπʼ ουρανόν», τον κτιστόν κόσμον. … εις όλας τας βαθμίδας της αναβάσεως ημών προς τον Θεόν ο εχθρός θα ακολουθή και θα πειράζη ημάς. Και όταν ημείς ασθενώμεν σοβαρώς εφʼ όλων των επιπέδων της υπάρξεως ημών, ή παραδιδώμεθα εις υπερήφανον λογισμόν περί ημών των ιδίων, επιχειρεί ούτος να αποτρέψη ημάς από του Θεού. }126}
Ουχί κατά φαντασίαν, αλλά εν αληθεία βυθίζεται εις την σκιάν του θανάτου και μη ευρίσκουσα μετʼ αυτής τον Θεόν, τον Οποίον επικαλείται ημέρας και νυκτός, η ψυχή οδυνάται φρικτώς.
Τον καιρόν της δοκιμασίας η ψυχή δεν δύναται να }127} δεχθή τούτο ως εκδήλωσιν του μεγαλείου της αγάπης ή της εκτιμήσεως του Θεού προς αυτήν, ως επιθυμίαν Αυτού να καταστήση τον ασκητήν κατʼ εικόνα Αυτού κύριον και βασιλέα, να μεταδώση εις αυτόν την αγιότητα και το πλήρωμα της θείας υπάρξεως. Η ψυχή γνωρίζει μόνον έν: Ο Θεός εγκατέλειψεν αυτήν, … Και όταν εξηντλημένη έως τέλους δεν βλέπη τον Θεόν να κλίνη προς αυτήν εν τη ευσπλαγχνία Αυτού, τότε επιπίπτουν επʼ αυτής τοιαύτ
αι σκέψεις και αισθήματα, περί ών τηρείται σιωπή».
Ο εχθρός εις παρομοίας περιπτώσεις παρωθεί την ψυχήν μέχρις ανταρσίας κατά του Θεού. Από της στιγμής της πτώσεως ο εχθρός έλαβεν εξουσίαν να εισδύη εις τα εσώτερα βάθη του είναι ημών και εκεί να αιτιάται τον Θεόν διʼ όλα τα παθήματα του κόσμου, διότι Ούτος εδημιούργησεν αυτόν. Η μη κατανόησις τούτων αποβαίνει ομοία προς δεσμά φυλακής· και η καρδία και ο νους ταράσσονται. }128}
Τα πνεύματα ταύτα εισβάλλουν μετά θρασύτητος εντός ημών και ενεργούν δια τοιούτου τρόπου, ώστε να εκλαμβάνωμεν τους υποβληθέντας εις ημάς υπό του εχθρού λογισμούς και τα αισθήματα ως προερχόμενα εξ ημών των ιδίων. }129}
Προσευχόμενος ανέμενον απάντησιν και συγχρόνως δεν είχον το θάρρος να ελπίσω περί αυτής. Παρά πάσαν προσδοκίαν, Ούτος ήλθεν. Όλως ανέλπιστος ήτο ο τρόπος της εμφανείας Αυτού. Οι εχθροί απεχώρησαν. Ούτος ενίκησε και αυτούς και εμέ. Παράδοξον! Δια πρώτην φοράν ησθάνθην ανεκλάλητον χαράν δια την ήτταν μου.
Νυν γνωρίζω εκ πείρας ότι Ούτος διψά την τελείωσιν ημών. Παραχωρών εις ημάς τον βαρύν πόλεμον εναντίον του εχθρού και ημών των ιδίων εν τη πτώσει ημών, επιθυμεί να ίδη ημάς νικητάς. Εάν δεν εγκαταλείψωμεν Αυτόν, έτι και εν τη άκρα εξουδενώσει ημών υπό των εχθρών, τότε Ούτος οπωσδήποτε θα έλθη. Νικά Ούτος, ουχί ημείς. Την νίκην όμως θα αποδώση εις ημάς, διότι ημείς υπεμείναμεν τον πόνον. }132}
Εν τη εσχάτη αυτής τελειώσει εκάστη υπόστασις θα λάβη το οριστικόν διʼ όλην την αιωνίοτητα όνομα, γνωστόν μόνον εις τον Θεόν και εις εκείνον τον άνθρωπον, όστις θα φέρει το όνομα τούτο. Ούτως, καίτοι η ζωή πάντων των σεσωσμένων θα είναι μία, καθώς Μία είναι η Βασιλεία της Αγίας Τριάδος, όμως η υποστατική αρχή εις έκαστον θα παραμείνη αναλλοίωτος.
Εάν τα δεδομένα αυτά της Αποκαλύψεως είναι αξιόπιστα, τότε κατανοείται και εκείνη η άποψις ότι δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη έν σύστημα ή πρόγραμμα ή πορεία αναπτύξεως κοινή διʼ όλους. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ουδαμώς υπάρχουν και γενικαί αρχαί. Ούτω παρατηρούμεν έν σχεδόν απαραλλάκτως επαναλαμβανόμενον φαινόμενον εις την τάξιν της πνευματικής ημών ζωής, ουχί εν ταις λεπτομερείαις, αλλʼ ως προς την γενικήν αρχήν: Ο άνθρωπος, άμα τη επιστροφή αυτού προς τον Θεόν, λαμβάνει την χάριν, ήτις συνοδεύει και φωτίζει αυτόν, διδάσκουσα αυτόν πολλά μυστήρια της μυστικής εν τω Θεώ ζωής. Ύστερον όμως η χάρις αναποφεύκτως θα αποχωρήση απʼ αυτού, τουλάχιστον κατά την αισθητήν αυτής δύναμιν, και ο Θεός θα αναμένη την απάντησιν ημών εις την εκχυθείσαν υπʼ Αυτού δωρεάν. Η δοκιμασία αύτη της πιστότητος ημών έχει διπλούν νόημα: Πρώτον μεν, είναι απαραίτητον διʼ ημάς να δείξωμεν την ελευθερίαν και την σύνεσιν ημών· να αναπτύξωμεν και να αναγάγωμεν, ει δυνατόν, μέχρι τελειότητος το προνόμιον της ελευθερίας δια τον αυτοπροσδιορισμόν ημών εν τη σφαίρα της αιωνιότητος. Δεύτερον δε, είναι αναγκαίον να δώσωμεν εις τον Πατέρα ημών τον Ουράνιον την δυνατότητα να παραδώση εις }133} ημάς, εις αιώνιον κληρονομίαν, παν ό,τι Ούτος έχει, διότι πάσα εξ ύψους δωρεά αφομοιούται υφʼ ημών μόνον δια παθημάτων. Μετά τούτο, εάν επιδείξωμεν ασάλευτον πιστότητα, ο Θεός έρχεται εκ νέου και ενοικεί δια παντός εν τω ανθρώπω, όστις κατέστη ικανός να περιλάβη το Πυρ της Πατρικής Αγάπης.
Ούτως, καίτοι δεν υπάρχουν γενικαί αρχαί ως πρότυπα της εν Θεώ ημών ζωής, υπάρχουν όμως θεμελιώδεις αρχαί, τας οποίας οφείλομεν να φέρωμεν εν τη συνειδήσει ημών, ώστε να τελέσωμεν τον δρόμον ημών εν συνέσει και μη γίνωμεν θύματα της αγοίας ημών περί των οδών της σωτηρίας.
Δια τον χριστιανόν, ως ημείς εννοούμεν αυτόν, η οδός προς τον Πατέρα διέρχεται μόνον δια του Υιού. … Εν τη προαιωνίω γεννήσει του Υιού ο Πατήρ εξέχεεν επʼ Αυτόν άπαν το πλήρωμα του Είναι Αυτού, ως εκ τούτου δε ο Υιός είναι εν παντί ίσος προς τον Πατέρα:
Δια του Αγίου Πνεύματος, του εκ του Θεού εκπορευομένου και εν τω Υιώ αναπαυομένου, γνωρίζεται ο }134} Υιός εν τη Θεότητι Αυτού και τη υπʼ Αυτού προσληφθείση ανθρωπότητι. Εν τω Αυτώ δε Πνεύματι ζώμεν και τον Πατέρα. }135}
Ο Θεός, Όστις εν τη ουσία Αυτού είναι επέκεινα πάσης εννοίας, παντός ονόματος ή εικόνος, γνωρίζεται εν τη αιωνοβίω πείρα της Εκκλησίας του Χριστού. Και οι Πατέρες ημών δια της υπερτάτης εφικτής εις τον άνθρωπον εμπειρίας εγένοντο μέτοχοι αυτής της γνώσεως, την οποίαν παρέδωκαν εις ημάς ως πολύτιμον και αναφαίρετον κληρονομίαν.
Η οδός ημών προς την γνώσιν του Θεού δεν διέρχεται δια των βιβλίων, αλλά δια της πίστεως εις τον λόγον του Χριστού· δια της πίστεως ταύτης, εισάγεται ο νους }136} ημών εις την καρδίαν, ήτις συνέχεται υπό της φλογός της αγάπης προς τον Χριστόν. Κατερχόμεθα εις την άβυσσον του ωκεανού τούτου, εις την καρδίαν του ανθρώπου. Γνωρίζομεν το επίπονον της καταδύσεως ταύτης: Προϋποθέτει πλήθος παθημάτων. Εκεί, εις τα βάθη, η χείρ του Θεού εναγκαλίζεται ημάς τρυφερώς και ανάγει ημάς εις τον ουρανόν. Εν τούτοις, η έως του ουρανού ανύψωσις είναι δυνατή, εάν υπάρχη προς τούτο η ενέργεια του πόνου της αγάπης.
Ο πόνος ούτος ουδόλως ομοιάζει προς τον φυσικόν ή τον ψυχικόν, καίτοι, ουχί σπανίως, περιλαμβάνει και τας κατωτέρας ταύτας μορφάς του πόνου. Είναι πόνος Θείας αγάπης, όστις αποσπά τον προσευχόμενον εκ του κόσμου τούτου και εισάγει αυτόν εις έτερον κόσμον. Όσον βαθύτερος είναι ο πνευματικός πόνος, τοσούτον ισχυροτέρα και η έλξις προς τον Θεόν· όσον δυναμική η κατάστασις ημών εις τα βάθη του ατέρμονος ωκεανού των παθημάτων, τοσούτον ασφαλής και η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον ουρανόν. }137}
Αλλʼ όμως όσον }141} παράδοξον και εάν φαίνηται τούτο, αι ακτίνες της φωτοφόρου Βασιλείας των ουρανών φθάνουν μέχρις ημών, ήδη εξ αυτής ταύτης της αρχής της πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν. }142}
Εκείνο όπερ αναζητούν οι οπαδοί άλλων διδασκαλιών, προς το οποίον ελκύονται, το οποίον ούτοι αποδέχονται ως αλήθειαν, τούτο ζη ο χριστιανός ως πτώσιν εκ της αυθεντικής ζωής. Το εμφανισθέν Θείον Φως καθιστά αυτόν ικανόν να βλέπη τας αβύσσους του άδου, αλλά δια τοιούτου τρόπου, ώστε να διακρίνη τα φάσματα της αληθείας, τα οποία έλκουν προς εαυτά τον άπειρον ασκητήν.
Ενίοτε ο πόνος της αγάπης προς τον Θεόν γίνεται προς στιγμήν όμοιος προς τον πόνον της καρδίας, την οποίαν διαπερά πεπυρακτωμένος σίδηρος, αλλά –πάλιν αλλά- ο πόνος ούτος είναι αναμεμιγμένος μετʼ αφάτου γλυκύτητος και αγάπης περιπτυσσομένης αληθώς τα πάντα. Έπεται ότι και ο πόνος μόνος καθʼ εαυτόν και η χαρά άνευ πόνου θα ήσαν θανατηφόροι δια τον ψυχοσωματικόν ημών οργανισμόν. }143}
Τα παθήματα του μετανοούντος δεν είναι ούτε νευρική διαταραχή, ούτε αποτέλεσμα ψυχολογικών συγκρούσεων, ή απωλείας του λογικού ελέγχου· ουδέν το νοσηρόν υπάρχει εν αυτοίς. Απολύτως ουδέν. Τα παθήματα ταύτα, κατά την φύσιν αυτών, ανήκουν εις άλλο επίπεδον του είναι. … Τα πνευματικά κατά Θεόν παθήματα δεν φονεύουν τον άνθρωπον, αλλά ζωοποιούν αυτόν. Δια της οδού ταύτης υπερνικά ο άνθρωπος τας συνεπείας της πτώσεως, ελευθερούται εκ του εν αυτώ ζώντος «νόμου της αμαρτίας». }144}
Έν εκ των δύο είναι αναπόφευκτον: Ή να απομακρυνθώμεν του Θεού, επιδιώκοντες ψυχοφυσικάς απολάυσεις και ανέσεις, και επομένως να αποθάνωμεν πνευματικώς, ή φερόμενοι προς την υπερφυσικήν μορφήν υπάρξεως να νεκρωθώμεν δια τον κόσμον τούτον. Εις την «νέκρωσιν» ταύτην έγκειται ο σταυρός ημών, η σταύρωσις ημών. }145}
Το αγαπάν τον Θεόν μέχρι μίσους προς εαυτόν συνιστά την τελειότητα της αγάπης:
Έκαστος εξ ημών οφείλει να ενθυμήται ότι προς απόκτησιν της Βασιλείας ταύτης παν κτιστόν κατʼ εικόνα Θεού πνεύμα μέλλει να διαβή το κατώφλιον των παθημάτων· παθημάτων εκουσίων χάριν της αγίας αγάπης. Άνευ της δοκιμασίας της ελευθερίας ημών, ούτε ημείς οι ίδιοι θα δυνηθώμεν να συνειδητοποιήσωμεν εαυτούς ως αληθώς ελεύθερα πρόσωπα.
«Να διαβώμεν το κατώφλιον» σημαίνει να αναγεννηθώμεν ριζικώς, να γίνωμεν «καινή κτίσις», να λάβωμεν την δωρεάν της Θείας αιωνιότητος, ούτως ώστε η Θεία ζωή να αποβή αναφαίρετον κτήμα ημών. Η άναρχος χάρις τοσούτον συνενούται μετά της κτιστής φύσεως ημών, ώστε αι δύο αύται γίνονται έν: Και τούτο είναι η θέωσις. }146}
Νίκα πάσαν επίγειον οδύνην βυθιζόμενος εκουσίως εις μεγαλυτέραν οδύνην: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην»· καταδίκασον σεαυτόν εις τον άδην, ως ανάξιον του Θεού, αλλά «μη
απελπίζου». }147}
… εν τη αρχή της ζωής μου εν τω Άθω, παρεκάλεσα ένα ερημίτην να ομιλήση εις εμέ περί της προσευχής. … «Ας ομιλήσωμεν διʼ ό,τι κείται εντός των ορίων των μέτρων ημών….» Ησθάνθην συστολήν εκ των λόγων αυτού, αλλʼ εν τούτοις ετόλμησα να είπω: «Επιθυμώ όντως να γνωρίσω περί του τελείου, περί εκείνου όπερ υπερέχει του μέτρου μου. Αλλά τούτο, ουχί διότι έχω αξιώσεις πέραν των δυνατοτήτων μου. Ουχί· αλλʼ επειδή θεωρώ αναγκαίον να ίδω τον πλοηγόν αστέρα, ώστε να ελέγχω εαυτόν κατά πόσον ευρίσκομαι εν τη ορθή οδώ. …». Ο άγιος ούτος ανήρ συνεφώνησε μετʼ εμού ότι ο τρόπος ούτος σκέψεως ουχί μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται. }099}
Η έλξις προς το ύψιστον αγαθόν είναι φυσική, αλλʼ η πορεία προς αυτό άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα καταχθόνια.
Ενσυνειδήτως κατερχόμεθα εις τον άδην, διότι, αφʼ ής στιγμής αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το βάθος του σκοτασμού ημών. Μεγάλη θλίψις πλήττει όλον το είναι ημών. Τα εξωχρονικά παθήματα του πνεύματος υπερβαίνουν πάντα φυσικόν πόνον. … Ελθέ και ίασαί με εκ του συνέχοντός με θανάτου … }102}
Η υπερηφανία είναι και κακία και σκότος· εν αυτή η ρίζα πασών των αμαρτιών. … Μετάνοια που σημαίνει ριζικήν αλλαγήν της νοεράς ημών προσεγγίσεως προς την ζωήν εν γένει, μετάβασιν εκ της παλαιάς κοσμοθεωρίας εις την όρασιν της "αντιστρόφου" εικονογραφικής προοπτικής. Επειδή δια της υπερηφανίας εκρημνίσθημεν εις το σκότος το εξώτερον, μόνον δια της ταπεινώσεως αναβαίνομεν προς τον Ύψιστον.
Έρχεται εκείνο, όπερ ούτε εσκέφθημεν, ούτε ηκούσαμεν, ούτε επί την καρδίαν ημών ανέβη· εις την άβυσσον του σκότους ημών διεισδύει ακτίς του ακτίστου Ηλίου. … Η έως τότε τεθανατωμένη ψυχή προσλαμβάνει άφθαρτον ζωήν. }103}
Ένιοι δε, απερροφημένοι υπό της προσευχής, ουδέν παρατηρούν, και διʼ ακατανοήτου εις αυτούς τρόπου «αρπάζονται» εις άλλην σφαίραν του Είναι, επιλανθανόμενοι της γης. Η χείρ του Θεού ποιεί τούτο μετά τοιαύτης λεπτότητος, ώστε ο άνθρωπος ουδόλως αντιλαμβάνεται την στιγμήν καθʼ εαυτήν, όπως ακριβώς συμβαίνει κατά την φυσιολογικήν επέλευσιν του ύπνου. Μόνον μετά την επιστροφήν εις την συνήθη αίσθησιν του κόσμου ανακαλύπτει ότι το πνεύμα αυτού εξήλθε της συνήθους μορφής υπάρξεως και ηνώθη μετά του Θεού. Μετά το γεγονός τούτο, πάντα τα επίγεια κατανοούνται ως παροδικά και εύθραυστα. Η ψυχή σε συνειδητοποιεί ως νόημα της υπάρξεως αυτής την διαμονήν μετά του Θεού, εν Αυτώ, και εν τη αιωνιότητι Αυτού. }104}
Παρόμοιόν τι παρατηρείται εις τον άνθρωπον, όστις εκζητεί την προσευχήν. Ούτος δύναται ωσαύτως να αρπαγή υπό της ορμής αυτής και να αποσπασθή εκ του κόσμου τούτου. Όταν επιστρέψη εκ της αρπαγής ταύτης, είναι πλέον «νεκρός» δια τα εμπαθή ενδιαφέροντα και τας υλικάς κτήσεις: Δεν θα επιδιώξη πλέον ουδεμίαν σταδιοδρομίαν· δεν θα λυπηθή καθʼ υπερβολήν δια την απόρριψιν αυτού υπό των άλλων, ούτε θα επαρθή επαινούμενος· επιλανθάνεται του παρελθόντος, δεν προσκολλάται εις το παρόν, ούτε μεριμνά δια το επίγειον μέλλον. Καινή ζωή, έμπλεος Φωτός, απεκαλύφθη εις αυτόν και εν αυτώ· (ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ) αι αφελείς διασκεδάσεις, αίτινες απασχολούν την μεγίστην πλειονότητα των ανθρώπων, παύουν να ενδιαφέρουν αυτόν. Και εάν κρίνωμεν περί της ποιότητος της ζωής, ουχί κατά την ποσότητα των ευχαρίστων ψυχοφυσικών συναισθημάτων, αλλά κατά το βάθος της γνώσεως ημών περί των κοσμικών πραγματικοτήτων και προ παντός περί της Πρώτης και Εσχάτου Αληθείας … Η ουσία της ειρήνης του Χριστού έγκειται εις την τελείαν γνώσιν του Πατρός. }105}
Ουδεμία πρόσκαιρος ευδαιμονία θα δυνηθή να δώση εις ημάς την αληθινήν ειρήνην, εάν ημείς διαμένωμεν εν τη αγνοία της Αρχής πασών των αρχών.
Τινές εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, ακολουθούντες Αυτόν, οδηγούνται μέχρι του χείλους της αβύσσου, ήτις απροσδοκήτως διανοίγεται έμπροσθεν αυτών, άνευ δυνατότητος οπισθοχωρήσεως. … άβυσσος = το βαθύ βάραθρον της αγνοίας, την άκραν έντασιν της απογνώσεως των εις θάνατον καταδεδικασμένων, την εξουσίαν εφʼ ημών του σκότους του αιώνος τούτου. Δια την πτήσιν επάνω της αβύσσου ταύτης έχομεν χρείαν της δυνάμεως της ευλογημένης απογνώσεως· η ενέργεια της εν ημίν χάριτος λαμβάνει μορφήν «αποφασιστικότητος». Το Φως διαφαίνεται μακρόθεν. Ελκυόμενοι προς αυτό υπό μυστηριώδους δυνάμεως, αποφασίζομεν να ριφθώμεν εις το άγνωστον, επικαλούμενοι το Άγιον Όνομα του Ιησού Χριστού, του Θεού Σωτήρος. Και τί συμβαίνει τότε; Αντί να συντριβή η κεφαλή ημών επί των κεκρυμμένων εις τον γνόφον υφάλων, αόρατός }106} τις χειρ εμφανίζεται, στοργικώς κρατούσα ημάς επάνω της αβύσσου. Άνευ αυτής της φιλικής χειρός του Ζώντος Θεού ουδείς άνθρωπος δύναται να ανταπεξέλθη εις τας συνθήκας εκείνων των θυελλών και αντιξόων περιστάσεων, αίτινες εις παρομοίας περιόδους περικυκλούν την ψυχήν.
Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού … Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως …(Δευτ. εʼ 18} }107}
Ως απάντησις εις την απεγνωσμένην προσευχήν μου ενεφανίσθη εις εμέ το κρεμάμενον επί του σταυρού σώμα του Κυρίου, ως θαυμαστή γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης. Οδός του χριστιανού είναι η σταύρωσις: … Ούτω συγκεράννυνται εν τη ψυχή και η λεπτή χαρά «του γνώναι την οδόν», και ο μέγας φόβος δια το υπέρμετρον της εντολής.
Είναι αδύνατον να διηγηθώμεν δια λόγων περί του φοβερού προνομίου της μυστηριώδους αυτής σχοινοβασίας (υπεράνω της αβύσσου, εκ του «ζην» κατά τας ευαγγελικάς εντολάς). Παρομοίως, όσοι απήλθον αφʼ ημών εις τον άλλον κόσμον δεν αποπειρώνται δια των εμφανίσεων αυτών να διηγηθούν εις τους εν σαρκί οικούντας περί εκείνου του }108} μεγαλείου, όπερ διανοίγεται έμπροσθεν αυτών εν τη νέα ζωή.
Ενώσας εν Εαυτώ και τον Θεόν και τον Άνθρωπον, ο Κύριος καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν Αυτόν. … (όπως ένα σώμα στο διάστημα) το πνεύμα ημών εισάγεται εις το ατελεύτητον του «νοερού» διαστήματος, εμπλέου Φωτός, … }109}
Ως εκ τούτου δυνάμεθα ασφαλώς να κρίνωμεν πότε ακριβώς ενεργεί εν ημίν Αυτό, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον Πνεύμα, η Τρίτη Υπόστασις, και ουχί άλλο τι πνεύμα δυνάμενον εισέτι να φανή εις τους αδοκίμους ως το ηγεμονικόν. Δια του Χριστού και εν Αυτώ, μετʼ άκρως θετικού τρόπου, εφανερώθη εις ημάς ο Άνρθωπος εν τη πρωταρχική αυτού εικόνι και ομοιώσει προς τον Θεόν. Και ουδένα έχομεν πλέον εκτός Αυτού, όστις θα απεδεικνύετο διʼ ημάς θεμέλιον του είναι, … }110}
Η αυθεντική σωτηρία έγκειται εις το να παραμείνωμεν σταθεροί εν τη αγάπη Αυτού υπό οιασδήποτε συνθήκας, …
Ο αγών του χριστιανού κατʼ αρχάς συγκεντρούται }111} εντός αυτού· ούτος εν τη τελειώσει αυτού γίνεται προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ του όλου Αδάμ. Η πρώτη κίνησις της αγάπης κατευθύνεται προς τον Θεόν, η δευτέρα προς τον πλησίον.
Αι εντολαί του Χριστού είναι κατά την ουσίαν αυτών αυτοαποκάλυψις Θεού· … Η εκπλήρωσις των προσταγμάτων τούτων, άτινα δεν ασκούν βίαν εφʼ ημών, υπερβαίνει καθʼ υπερβολήν τας κτιστάς ημών δυνάμεις. … « … χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Η θεία προέλευσις των ευαγγελικών προσταγμάτων φανερούται εισέτι και εκ του ότι οι τηρούντες ταύτα, ανεξαρτήτως του επιπέδου της εξωτερικής αυτών μορφώσεως, προσλαμβάνουν τον Άναρχον εν ταις καρδίαις αυτών: }112}
Είναι αδύνατον να ζήση τις χριστιανικώς. Χριστιανικώς δύναταί τις μόνον να αποθάνη, δια θανάτου όμως κατά την γηίνην μορφήν της υπάρξεως ημών. … ο θάνατος ούτος … Είναι η «στενή πύλη», η «τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις την ζωήν», την οποίαν όμως «ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες».
Το Ευαγγέλιον του Χριστού υπερβαίνει εις απίστευτον βαθμόν παν ό,τι γνωρίζει η γη. Πώς να θεραπευθή η φοβερά εκείνη νόσος, δια της οποίας εμόλυνεν ο εχθρός τον Άνθρωπον εν τη αυγή της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον;
… ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων, είναι αληθώς ο Άναρχος Θεός, ο Δημιουργός πάντων των όντων, ο αποκαλυφθείς εις τον Μωϋσήν δια του ονόματος Εγώ ειμί … }113}
Πιστεύουν εις τον Χριστόν εκείνοι, ο
ίτινες πιστεύουν εις την θέωσιν αυτών. Η πίστις ή η απιστία εξαρτάται εκ της υψηλής ή ταπεινής περί του Ανθρώπου αντιλήψεως. Δια τον πιστεύοντα ο σταυρικός θάνατος του Ιησού, τουτέστι πώς και δια τί Ούτος εσταυρώθη, είναι η ισχυροτέρα μαρτυρία υπέρ Αυτού. }114}
… έκαστος πιστεύων εις Αυτόν, νικών εν τω αγώνι της μετανοίας τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας» καθίσταται, ομοίως προς τον Χριστόν, υπερκόσμιος.
Ίνα εννοήση τις έστω και εν μέρει, «Τις εστιν Ούτος;» πρέπει απαραιτήτως να ομοιωθή προς Αυτόν δια της παραμονής εν τω πνεύματι των εντολών Αυτού. Όστις δεν ηκολούθησεν Αυτόν … Ας τηρήση έντιμον σιωπήν … }115}
Όστις όμως ωκοδόμησε την ζωήν αυτού επί την πέτραν της διδαχής Αυτού, ούτος θα έλθη βαθμηδόν εις την κατανόησιν του «Τίς εστιν Ούτος».
Καθώς ο Θεός υπερέχει παντός πράγματος εν τη κοσμική πραγματικότητι, ούτω και ο άνθρωπος, θεούμενος δια της ενοικήσεως εν αυτώ του Αγίου Πνεύματος, είναι πολυτιμότερος πάντων των γαλαξιών. Αυτή ακριβώς είναι η συνείδησις, ήτις χαρακτηρίζει τον χριστιανόν, και άνευ αυτής δεν δύναται ούτος «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως, ής εκλήθη». }117}
Ίνα σώση τις αιωνίως την ψυχήν αυτού εν τη Βασιλεία, πρέπει να απολέση αυτήν επί του επιπέδου των επιγείων ενδιαφερόντων.
Ο Χριστός οικοδομεί την Εκκλησίαν Αυτού, }118} της οποίας «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν», επί την ομολογίαν της Θεότητος Αυτού. Εάν αρνηθώμεν το εν Αυτώ πλήρωμα της Θεότητος, τότε ούτε η Εκκλησία, ούτε άλλος τις, εν γένει, δύναται να νικήση τον κόσμον ή τον καταχθόνιον άδην.
Μεταμόφρωση-Σταύρωση.
Εν βραχυτάτω χρόνω και η άπειρος δόξα και η κατάβασις εις τον άδην. Και αύτη είναι η οδός δια τον χριστιανόν: Καταδικάζει εαυτόν εις την κόλασιν, και ως απάντησιν δέχεται την απερίγραπτον δωρεάν της Πατρικής ευσπλαχνίας. … Η ζωή του Χριστού περιβάλλει και τον άδην και την Βασιλείαν· χωρεί εντός αυτής και το έσχατον πάθος και την υψίστην μακαριότητα (ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ). Απεργάζεται τον μικρόν άνθρωπον μέγαν, παγκόσμιον, θεοειδή κατά πάντα … Δυστυχώς, «ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες (την οδόν) αυτήν». }119}
Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. Το αυτό ισχύει και δια την πνευματικήν ζωήν του ανθρώπου. Εάν έχωμεν επίγνωσιν του μεγαλείου της εν Χριστώ κλήσεως ημών, … δεν υπεραιρόμεθα ένεκα τούτου, αλλʼ όντως ταπεινούμεν εαυτούς. Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος το εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια }120} της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό του Θεού».
Πλείστοι όσοι, μη γνωρίσαντες δια πείρας τας αγαθοποιούς ενεργείας της προσευχής, αγνοούν ότι διʼ αυτής διανοίγεται εις το πνεύμα του ανθρώπου κόσμος απεριγράπτου μεγαλείου: και τα ζοφώδη βάθη του άδου και αι φωτοφόροι σφαίραι των ουρανών. Άνευ της πίστεως εις την ανάστασιν πάσα δοκιμασία αποβαίνει σχεδόν παράλογος: εστερημένη νοήματος· ικανή να δαμάση την δύστροπον ψυχήν, αλλʼ ουχί να θεραπεύση αυτήν εκ της κεκρυμμένης εν τω βάθει αυτής υπερηφανίας. Πλουτεί αύτη την πείραν της ζωής, αλλά άνευ προσευχής δεν ανάγει την ψυχήν εις την απάθειαν· βαθμηδόν αποκτείνει και σώμα και καρδίαν και νουν, πριν ή ταύτα τελειωθούν εν τη γνώσει του Θεού. Όταν το Φως του άνω κόσμου εγγίση την ψυχήν, τότε … Ο άνθρωπος, πεπροικισμένος δια της ευλογίας ταύτης, θεωρεί πάσαν γηίνην κατάστασιν ως πρόσκαιρόν τι «μέσον», και ουδόλως μεριμνά περί της επιγείου αυτού σταδιοδρομίας. Και εάν ούτος επιμείνη εις την ταπεινήν περί εαυτού συνείδησιν, θα δοθή εις αυτόν μεγαλυτέρα εισέτι γνώσις περί των μυστηρίων του μέλλοντος αιώνος.
Ο άνθρωπος ενούμενος δια της προσευχής μετά του Χριστού, λαμβάνει έσωθεν, εν τη καρδία και τω νοί }121} αυτού, την πληροφορίαν ότι εν τη αιωνιότητι θα δοθή εις αυτόν άπαν το περιεχόμενον του Θεανθρωπίνου Είναι, ως αναφαίρετον κτήμα. … Η δόξα του αδελφού θα είναι και δόξα αυτού του ιδίου, η δε θέα προσώπων δεδοξασμένων υπό του Θείου Φωτός, αγαλλίασις· και όσον εντονωτέρα η λάμψις αυτών, τοσούτον θεσπεσιωτέρα η θεωρία. Η ερχομένη Βασιλεία των αγίων συνίσταται εις το περισσόν αγάπης, πρόγευσις της οποίας δίδεται υπό του Θεού ήδη εντεύθεν. Η αγάπη του Θεού περιβάλλει και τον άδην. Και ημείς νυν γνωρίζομεν ότι η κάθοδος ημών εις τον άδην, κατά την διάρκειαν της ζωής ταύτης, είναι η ασφαλής οδός προς την τελειότητα.
Η νίκη επί του άδου διέρχεται δύο στάδια: Το πρώτον συνίσταται εις την υπέρβασιν του εν ημίν σκότους· το δεύτερον, εις την συμπάσχουσαν προς πάσαν την κτίσιν αγάπην, την ιδιάζουσαν εις την Θεότητα. }122}
Η γνώσις της οδού διατηρεί ημάς ζώντας έτι και εν τω άδη, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι τα παθήματα ημών είναι «κατά φαντασίαν»: … Δεν πρέπει να πτοή ημάς καθʼ υπερβολήν η κατάδυσις αύτη εις το σκότος, εφʼ όσον άνευ αυτής, μετά την πτώσιν, το πλήρωμα της γνώσεως είναι ανέφικτον.
… όσω παραμένομεν εν τω σώματι τούτω, κρατούμεν σταθερώς την μέθοδον εκείνην, την οποίαν εδίδαξαν εις ημάς και οι Πατέρες ημών και η εν ημίν ενέργεια του Πνεύματος του Θεού: Μη όντες ελεύθεροι εκ των καταλοίπων του εν ημίν ενεργούντος νόμου της αμαρτίας, αυτοκαταδικαζόμεθα μετʼ οργής και αυτομίσους να κατακαυθώμεν εις το σκότος το εξώτερον· διότι δεν υπάρχει άλλο πύρ, όπερ }123} θα εσβέννυε την εν ημίν ενέργειαν των παθών. Και ιδού: Όταν πυρίνη προσευχή φλέγη τα σπλάγχνα ημών και η καρδία αποκάμνη υπομένουσα, τότε έρχεται απροσδοκήτως δρόσος ουρανίου παραμυθίας.
Δια τι η μετʼ οργής αυτομεμψία ημών δικαιοί ημάς ενώπιον του Θεού; Δεν συμβαίνει άρα γε τούτο, επειδή εις την συνέχουσαν ημάς συναίσθησιν της παγκαταλυτικής δυνάμεως της αμαρτίας περιέχεται κατά τρόπον υπαρξιακόν αυθεντική τις αλήθεια; Τοιαύτη μετάνοια, αφικνουμένη μέχρι των πηγών της παγκοσμίου τραγωδίας διανοίγει εν ημίν «χώρον» δια την έλευσιν του Πνεύματος του Αγίου, του Πνεύματος της Αληθείας, …
… θαυμάσιαι αι οδοί του Θεού! Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δύναται να ανακαλύψη αυτάς, αλλά το Πνεύμα, το εκ του Θεού εκπορευόμενον, δια της εμφανίσεως Αυτού φωτίζει προ ημών την θαυμαστήν ταύτην είσοδον προς την αιώνιον σωτηρίαν. }124}
Δεν είναι δυνατόν να μη αναμέλψωμεν ύμνον προς τον Θεόν, όταν εξερχώμεθα εκ της φλογός της μετανοίας, ήτις αθεάτως μετεποίησεν ημάς εις νέαν μορφήν του είναι, καταφλέξασα παν ό,τι ήτο εν ημίν φθαρτόν, καταθλιπτικόν διʼ ημάς ως βαρύ φορτίον. … Είναι φυσικόν να ευχώμεθα εις πάντας και εις έκαστον άνθρωπον την ανάβασιν εις το Θείον Είναι· τις όμως θα υπομείνη τας βασάνους του άδου εκφυγών την εσχάτην απόγνωσιν; … τείνω να πεισθώ ότι δια πλείστους εκ των συγχρόνων μου ενδέχεται να μη υπάρχη άλλη οδός. }125}
Εν τη Αγία Γραφή συχνάκις ο «ουρανός» υποδηλοί την Θείαν σφαίραν, ενώ το «υπʼ ουρανόν», τον κτιστόν κόσμον. … εις όλας τας βαθμίδας της αναβάσεως ημών προς τον Θεόν ο εχθρός θα ακολουθή και θα πειράζη ημάς. Και όταν ημείς ασθενώμεν σοβαρώς εφʼ όλων των επιπέδων της υπάρξεως ημών, ή παραδιδώμεθα εις υπερήφανον λογισμόν περί ημών των ιδίων, επιχειρεί ούτος να αποτρέψη ημάς από του Θεού. }126}
Ουχί κατά φαντασίαν, αλλά εν αληθεία βυθίζεται εις την σκιάν του θανάτου και μη ευρίσκουσα μετʼ αυτής τον Θεόν, τον Οποίον επικαλείται ημέρας και νυκτός, η ψυχή οδυνάται φρικτώς.
Τον καιρόν της δοκιμασίας η ψυχή δεν δύναται να }127} δεχθή τούτο ως εκδήλωσιν του μεγαλείου της αγάπης ή της εκτιμήσεως του Θεού προς αυτήν, ως επιθυμίαν Αυτού να καταστήση τον ασκητήν κατʼ εικόνα Αυτού κύριον και βασιλέα, να μεταδώση εις αυτόν την αγιότητα και το πλήρωμα της θείας υπάρξεως. Η ψυχή γνωρίζει μόνον έν: Ο Θεός εγκατέλειψεν αυτήν, … Και όταν εξηντλημένη έως τέλους δεν βλέπη τον Θεόν να κλίνη προς αυτήν εν τη ευσπλαγχνία Αυτού, τότε επιπίπτουν επʼ αυτής τοιαύτ
αι σκέψεις και αισθήματα, περί ών τηρείται σιωπή».
Ο εχθρός εις παρομοίας περιπτώσεις παρωθεί την ψυχήν μέχρις ανταρσίας κατά του Θεού. Από της στιγμής της πτώσεως ο εχθρός έλαβεν εξουσίαν να εισδύη εις τα εσώτερα βάθη του είναι ημών και εκεί να αιτιάται τον Θεόν διʼ όλα τα παθήματα του κόσμου, διότι Ούτος εδημιούργησεν αυτόν. Η μη κατανόησις τούτων αποβαίνει ομοία προς δεσμά φυλακής· και η καρδία και ο νους ταράσσονται. }128}
Τα πνεύματα ταύτα εισβάλλουν μετά θρασύτητος εντός ημών και ενεργούν δια τοιούτου τρόπου, ώστε να εκλαμβάνωμεν τους υποβληθέντας εις ημάς υπό του εχθρού λογισμούς και τα αισθήματα ως προερχόμενα εξ ημών των ιδίων. }129}
Προσευχόμενος ανέμενον απάντησιν και συγχρόνως δεν είχον το θάρρος να ελπίσω περί αυτής. Παρά πάσαν προσδοκίαν, Ούτος ήλθεν. Όλως ανέλπιστος ήτο ο τρόπος της εμφανείας Αυτού. Οι εχθροί απεχώρησαν. Ούτος ενίκησε και αυτούς και εμέ. Παράδοξον! Δια πρώτην φοράν ησθάνθην ανεκλάλητον χαράν δια την ήτταν μου.
Νυν γνωρίζω εκ πείρας ότι Ούτος διψά την τελείωσιν ημών. Παραχωρών εις ημάς τον βαρύν πόλεμον εναντίον του εχθρού και ημών των ιδίων εν τη πτώσει ημών, επιθυμεί να ίδη ημάς νικητάς. Εάν δεν εγκαταλείψωμεν Αυτόν, έτι και εν τη άκρα εξουδενώσει ημών υπό των εχθρών, τότε Ούτος οπωσδήποτε θα έλθη. Νικά Ούτος, ουχί ημείς. Την νίκην όμως θα αποδώση εις ημάς, διότι ημείς υπεμείναμεν τον πόνον. }132}
Εν τη εσχάτη αυτής τελειώσει εκάστη υπόστασις θα λάβη το οριστικόν διʼ όλην την αιωνίοτητα όνομα, γνωστόν μόνον εις τον Θεόν και εις εκείνον τον άνθρωπον, όστις θα φέρει το όνομα τούτο. Ούτως, καίτοι η ζωή πάντων των σεσωσμένων θα είναι μία, καθώς Μία είναι η Βασιλεία της Αγίας Τριάδος, όμως η υποστατική αρχή εις έκαστον θα παραμείνη αναλλοίωτος.
Εάν τα δεδομένα αυτά της Αποκαλύψεως είναι αξιόπιστα, τότε κατανοείται και εκείνη η άποψις ότι δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη έν σύστημα ή πρόγραμμα ή πορεία αναπτύξεως κοινή διʼ όλους. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ουδαμώς υπάρχουν και γενικαί αρχαί. Ούτω παρατηρούμεν έν σχεδόν απαραλλάκτως επαναλαμβανόμενον φαινόμενον εις την τάξιν της πνευματικής ημών ζωής, ουχί εν ταις λεπτομερείαις, αλλʼ ως προς την γενικήν αρχήν: Ο άνθρωπος, άμα τη επιστροφή αυτού προς τον Θεόν, λαμβάνει την χάριν, ήτις συνοδεύει και φωτίζει αυτόν, διδάσκουσα αυτόν πολλά μυστήρια της μυστικής εν τω Θεώ ζωής. Ύστερον όμως η χάρις αναποφεύκτως θα αποχωρήση απʼ αυτού, τουλάχιστον κατά την αισθητήν αυτής δύναμιν, και ο Θεός θα αναμένη την απάντησιν ημών εις την εκχυθείσαν υπʼ Αυτού δωρεάν. Η δοκιμασία αύτη της πιστότητος ημών έχει διπλούν νόημα: Πρώτον μεν, είναι απαραίτητον διʼ ημάς να δείξωμεν την ελευθερίαν και την σύνεσιν ημών· να αναπτύξωμεν και να αναγάγωμεν, ει δυνατόν, μέχρι τελειότητος το προνόμιον της ελευθερίας δια τον αυτοπροσδιορισμόν ημών εν τη σφαίρα της αιωνιότητος. Δεύτερον δε, είναι αναγκαίον να δώσωμεν εις τον Πατέρα ημών τον Ουράνιον την δυνατότητα να παραδώση εις }133} ημάς, εις αιώνιον κληρονομίαν, παν ό,τι Ούτος έχει, διότι πάσα εξ ύψους δωρεά αφομοιούται υφʼ ημών μόνον δια παθημάτων. Μετά τούτο, εάν επιδείξωμεν ασάλευτον πιστότητα, ο Θεός έρχεται εκ νέου και ενοικεί δια παντός εν τω ανθρώπω, όστις κατέστη ικανός να περιλάβη το Πυρ της Πατρικής Αγάπης.
Ούτως, καίτοι δεν υπάρχουν γενικαί αρχαί ως πρότυπα της εν Θεώ ημών ζωής, υπάρχουν όμως θεμελιώδεις αρχαί, τας οποίας οφείλομεν να φέρωμεν εν τη συνειδήσει ημών, ώστε να τελέσωμεν τον δρόμον ημών εν συνέσει και μη γίνωμεν θύματα της αγοίας ημών περί των οδών της σωτηρίας.
Δια τον χριστιανόν, ως ημείς εννοούμεν αυτόν, η οδός προς τον Πατέρα διέρχεται μόνον δια του Υιού. … Εν τη προαιωνίω γεννήσει του Υιού ο Πατήρ εξέχεεν επʼ Αυτόν άπαν το πλήρωμα του Είναι Αυτού, ως εκ τούτου δε ο Υιός είναι εν παντί ίσος προς τον Πατέρα:
Δια του Αγίου Πνεύματος, του εκ του Θεού εκπορευομένου και εν τω Υιώ αναπαυομένου, γνωρίζεται ο }134} Υιός εν τη Θεότητι Αυτού και τη υπʼ Αυτού προσληφθείση ανθρωπότητι. Εν τω Αυτώ δε Πνεύματι ζώμεν και τον Πατέρα. }135}
Ο Θεός, Όστις εν τη ουσία Αυτού είναι επέκεινα πάσης εννοίας, παντός ονόματος ή εικόνος, γνωρίζεται εν τη αιωνοβίω πείρα της Εκκλησίας του Χριστού. Και οι Πατέρες ημών δια της υπερτάτης εφικτής εις τον άνθρωπον εμπειρίας εγένοντο μέτοχοι αυτής της γνώσεως, την οποίαν παρέδωκαν εις ημάς ως πολύτιμον και αναφαίρετον κληρονομίαν.
Η οδός ημών προς την γνώσιν του Θεού δεν διέρχεται δια των βιβλίων, αλλά δια της πίστεως εις τον λόγον του Χριστού· δια της πίστεως ταύτης, εισάγεται ο νους }136} ημών εις την καρδίαν, ήτις συνέχεται υπό της φλογός της αγάπης προς τον Χριστόν. Κατερχόμεθα εις την άβυσσον του ωκεανού τούτου, εις την καρδίαν του ανθρώπου. Γνωρίζομεν το επίπονον της καταδύσεως ταύτης: Προϋποθέτει πλήθος παθημάτων. Εκεί, εις τα βάθη, η χείρ του Θεού εναγκαλίζεται ημάς τρυφερώς και ανάγει ημάς εις τον ουρανόν. Εν τούτοις, η έως του ουρανού ανύψωσις είναι δυνατή, εάν υπάρχη προς τούτο η ενέργεια του πόνου της αγάπης.
Ο πόνος ούτος ουδόλως ομοιάζει προς τον φυσικόν ή τον ψυχικόν, καίτοι, ουχί σπανίως, περιλαμβάνει και τας κατωτέρας ταύτας μορφάς του πόνου. Είναι πόνος Θείας αγάπης, όστις αποσπά τον προσευχόμενον εκ του κόσμου τούτου και εισάγει αυτόν εις έτερον κόσμον. Όσον βαθύτερος είναι ο πνευματικός πόνος, τοσούτον ισχυροτέρα και η έλξις προς τον Θεόν· όσον δυναμική η κατάστασις ημών εις τα βάθη του ατέρμονος ωκεανού των παθημάτων, τοσούτον ασφαλής και η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον ουρανόν. }137}
Αλλʼ όμως όσον }141} παράδοξον και εάν φαίνηται τούτο, αι ακτίνες της φωτοφόρου Βασιλείας των ουρανών φθάνουν μέχρις ημών, ήδη εξ αυτής ταύτης της αρχής της πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν. }142}
Εκείνο όπερ αναζητούν οι οπαδοί άλλων διδασκαλιών, προς το οποίον ελκύονται, το οποίον ούτοι αποδέχονται ως αλήθειαν, τούτο ζη ο χριστιανός ως πτώσιν εκ της αυθεντικής ζωής. Το εμφανισθέν Θείον Φως καθιστά αυτόν ικανόν να βλέπη τας αβύσσους του άδου, αλλά δια τοιούτου τρόπου, ώστε να διακρίνη τα φάσματα της αληθείας, τα οποία έλκουν προς εαυτά τον άπειρον ασκητήν.
Ενίοτε ο πόνος της αγάπης προς τον Θεόν γίνεται προς στιγμήν όμοιος προς τον πόνον της καρδίας, την οποίαν διαπερά πεπυρακτωμένος σίδηρος, αλλά –πάλιν αλλά- ο πόνος ούτος είναι αναμεμιγμένος μετʼ αφάτου γλυκύτητος και αγάπης περιπτυσσομένης αληθώς τα πάντα. Έπεται ότι και ο πόνος μόνος καθʼ εαυτόν και η χαρά άνευ πόνου θα ήσαν θανατηφόροι δια τον ψυχοσωματικόν ημών οργανισμόν. }143}
Τα παθήματα του μετανοούντος δεν είναι ούτε νευρική διαταραχή, ούτε αποτέλεσμα ψυχολογικών συγκρούσεων, ή απωλείας του λογικού ελέγχου· ουδέν το νοσηρόν υπάρχει εν αυτοίς. Απολύτως ουδέν. Τα παθήματα ταύτα, κατά την φύσιν αυτών, ανήκουν εις άλλο επίπεδον του είναι. … Τα πνευματικά κατά Θεόν παθήματα δεν φονεύουν τον άνθρωπον, αλλά ζωοποιούν αυτόν. Δια της οδού ταύτης υπερνικά ο άνθρωπος τας συνεπείας της πτώσεως, ελευθερούται εκ του εν αυτώ ζώντος «νόμου της αμαρτίας». }144}
Έν εκ των δύο είναι αναπόφευκτον: Ή να απομακρυνθώμεν του Θεού, επιδιώκοντες ψυχοφυσικάς απολάυσεις και ανέσεις, και επομένως να αποθάνωμεν πνευματικώς, ή φερόμενοι προς την υπερφυσικήν μορφήν υπάρξεως να νεκρωθώμεν δια τον κόσμον τούτον. Εις την «νέκρωσιν» ταύτην έγκειται ο σταυρός ημών, η σταύρωσις ημών. }145}
Το αγαπάν τον Θεόν μέχρι μίσους προς εαυτόν συνιστά την τελειότητα της αγάπης:
Έκαστος εξ ημών οφείλει να ενθυμήται ότι προς απόκτησιν της Βασιλείας ταύτης παν κτιστόν κατʼ εικόνα Θεού πνεύμα μέλλει να διαβή το κατώφλιον των παθημάτων· παθημάτων εκουσίων χάριν της αγίας αγάπης. Άνευ της δοκιμασίας της ελευθερίας ημών, ούτε ημείς οι ίδιοι θα δυνηθώμεν να συνειδητοποιήσωμεν εαυτούς ως αληθώς ελεύθερα πρόσωπα.
«Να διαβώμεν το κατώφλιον» σημαίνει να αναγεννηθώμεν ριζικώς, να γίνωμεν «καινή κτίσις», να λάβωμεν την δωρεάν της Θείας αιωνιότητος, ούτως ώστε η Θεία ζωή να αποβή αναφαίρετον κτήμα ημών. Η άναρχος χάρις τοσούτον συνενούται μετά της κτιστής φύσεως ημών, ώστε αι δύο αύται γίνονται έν: Και τούτο είναι η θέωσις. }146}
Νίκα πάσαν επίγειον οδύνην βυθιζόμενος εκουσίως εις μεγαλυτέραν οδύνην: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην»· καταδίκασον σεαυτόν εις τον άδην, ως ανάξιον του Θεού, αλλά «μη
απελπίζου». }147}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:40 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ζʼ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΗΜΩΝ
Η αυθεντική χριστιανική ζωή ρέει «εν πνεύματι και αληθεία». Ως εκ τούτου είναι αύτη δυνατή εν παντί τόπω, εν παντί καιρώ, εν οιαδήποτε ιστορική εποχή. Αι θείαι εντολαί του Χριστού φέρουν απόλυτον χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν και δεν δύνανται να υπάρξουν εν όλω τω κόσμω συνθήκαι υπό τας οποίας η τήρησις των εντολών θα ήτο εντελώς αδύνατος.
… το Πνεύμα οικοδομεί διʼ Εαυτό κατοικητήριον, }149} όπερ εν τοις ορίοις της γης έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, άτινα αποτελούν έκφρασιν του Πνεύματος και σκεύος διαφυλάξεως των χαρισμάτων Αυτού. Το θαυμαστόν τούτο σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία, ήτις δια μέσου πολυταράχων αιώνων διέσωσε τον πολύτιμον θησαυρόν της υπό του Θεού αποκαλυφθείσης Αληθείας. Ας αντιπαρέλθωμεν εκείνους οίτινες, λόγω ανεπαρκούς συνέσεως, αποβαίνουν υπέρθερμοι οπαδοί των εξωτερικών «σχημάτων», παραθεωρούντες κατά συνέπειαν την εν αυτοίς πνευματικήν ουσίαν. … Η αποστολή της Εκκλησίας συνίσταται εις την χειραγώγησιν των τέκνων αυτής προς την σφαίραν του Θείου Είναι. Η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικόν κέντρον του κόσμου, το συγκεφαλαιούν άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος από της κτίσεως του πρώτου ανθρώπου έως του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. … Όσοι ανετράφησαν εν τοις κόλποις Αυτής, δια μακρού αγώνος παραμονής εν τω πνεύματι των ευαγγελικών εντολών, συνειδητοποιούν την ελευθερίαν των υιών του Θεού και δεν δεσμεύονται πλέον ούτε υπό γεωγραφικού τόπου, ούτε υπό εξωτερικών παραδόσεων· καθιερωμένα έθιμα και θεσμοί δεν περιορίζουν, ούτε ζημιούν αυτούς. Έχουν ως πρότυπον τον Ίδιον τον Χριστόν, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν του Πατρός, μη «καταλύσας» το «δυσβάστακτον φορτίον» των ενταλμάτων του Μωσαϊκού Νόμου. }150}
Ο Θεός της αγάπης είναι Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος· το Απόλυτον Όν είναι Υποστατικόν, και αι σχέσεις ημών μετά του Υποστατικού Θεού είναι ωσαύτως κατʼ εξοχήν υποστατικαί· η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα ή απόκλισις από της Πατρικής αγάπης … }153}
… ο μόνος πόλεμος ημών, τον οποίον ημείς εξελέξαμεν, είναι η αγία πάλη προς τον κοινόν εχθρόν εις πάντας ανθρώπους, εις πάσαν την ανθρωπότητα: τον θάνατον. Κατʼ ουσίαν ο άνθρωπος δεν έχει άλλον εχθρόν. Παλαίομεν δια την ανάστασιν, την προσωπικήν και παντός άλλου συν-ανθρώπου. }155}
Εν τη κατωτέρα βαθμίδι της κλίμακος των πνευματικών καταστάσεων του χριστιανού κείται το «σκότος το εξώτερον»· εν δε τη ανωτέρα, η «βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει». Δυστυχώς, η αυτάρκης στενότης του πνεύματος πλείστων όσων ουχί μόνον είναι ανίκανος να προσλάβη τον αυθεντικόν Χριστιανισμόν, αλλά και αποστρέφεται αυτόν. Εν τούτοις είναι δυνατόν, και επί των ημερών ημών, να συναντήσωμεν ασκητάς της ευσεβείας, η πείρα των οποίων προσεγγίζει εκείνην την πληρότητα, ήτις περιπτύσσεται τα πάντα. … Εγνώρισαν καταστάσεις βασάνων του άδου, το βαρύ σκότος της απογνώσεως, την απερίγραπτον αθυμίαν και την πικρίαν της Θεο-εγκαταλήψεως. }155}
Η εκλεπτυνθείσα δια της νηστείας και της προσευχής καρδία ευκόλως αποβαίνει διορατική κατά χάριν, και τότε αποκαλύπτονται εις αυτήν τα βάθη των ψυχών και αι οδοί προς θεραπείαν αυτών δια της μετανοίας. Τα άλλα είδη διορατικότητος δεν ελκύουν την προσοχήν ημών. Εν αρχή κατέρχεται συνήθως η χάρις της «μνήμης του θανάτου»: Είναι ιδιαιτέρα τις κατάστασις κατά την οποίαν η αιωνιότης κρούει την θύραν της καρδίας του διαμένοντος εν τω σκότει της αμαρτίας ανθρώπου. Τότε το Πνεύμα του Θεού μη γνωστόν εισέτι, ανεξιχνίαστον και κρυπτόμενον, μεταδίδει εις το πνεύμα του ανθρώπου την δυσερμήνευτον θεώρησιν του περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απʼ αρχής δια της φθοράς, παρουσιάζεται άνευ νοήματος, βεβυθισμένον εις τον γνόφον του θανάτου.
… Το πνεύμα του ανθρώπου εκτείνεται μεταξύ δύο ορίων: του άδου και της Βασιλείας, … }156}
… όταν η έλξις προς τον κόσμον (τόν οποίον δεν είναι δυνατόν να μη αγαπώμεν) υπερβαίνη την αγάπην ημών προς τον Θεόν, τότε οφείλομεν να ανεύρωμεν εν εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν πάν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν.
Γνωρίζομεν ότι ο Θεός εκάλεσεν ημάς, όπως συνεργήσωμεν μετʼ Αυτού εις την Πράξιν της υπʼ Αυτού δημιουργίας αθανάτων θεών. }159}
Είμεθα μηδαμινότης εκ του «μηδενός» ειλημμένη, αλλά και μεγαλείον εν τη χάριτι της σωτηρίας. Συνοικούν εν ημίν η εξάρτησις και η ελευθερία, η φθορά και η αθανασία, η δουλεία και η κυριότης. Εν τη πτώσει αυτών οι άνθρωποι εγένοντο θύματα ολεθρίου πλάνης: Θαυμάζουν ως μεγαλειώδες ό,τι είναι «βδέλυγμα» ενώπιον του Θεού, αποφεύγουν δε και καταφρονούν ό,τι είναι «πολυτελές» ενώπιον Αυτού. }160}
Όστις αποπειράται να ακολουθήση τον Χριστόν, «όπου αν υπάγη» εκείνος αναποφεύκτως θα κλονισθή πολλάκις: εν εκάστη αναβάσει αυτού εξ ελάσσονος προς κρείσσονα γνώσιν, εκ του ήσσονος προς το μείζον μέτρον αγάπης.
Ποσάκις παραιτούμεθα εν εξαντλήσει, ανίκανοι να εννοήσωμεν το θέλημα Αυτού, την πρωταρχικήν και εσχάτην περί ημών βουλήν Αυτού! Δυσκόλως εγκαταλείπομεν τας «οδούς ημών», και μετά μεγάλουξ κόπου ευρίσκομεν τας «οδούς Αυτού». }161}
Ως κτισθέντες εκ του «μη όντος», και επομένως υπάρχοντες μόνον «εν δυνάμει», οφείλωμεν δια της βαθμιαίας γνώσεως των μυστηρίων να διέλθωμεν την διαδικασίαν της ωριμάνσεως και του γίγνεσθαι ημών εν τη αληθεία. Τοιαύτη είναι η οδός: Πάντα τα χαρίσματα του Δημιουργού είναι καθαραί δωρεαί, διότι ημείς ουδέν έχομεν προ της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω, … Η αφομοίωσις όμως των δωρεών συνδέεται μετʼ οδυνηράς εντάσεως όλης της υπάρξεως ημών. Μόνον υπʼ αυτάς τας συνθήκας δίδεται εις τον Θεόν η δυνατότης να αποδώση εις ημάς την επίτευξιν αυτών, να θέση υπό την πλήρη κατοχήν ημών την εξ Αυτού εκπορευομένην ζωήν καθʼ όλην την αιωνιότητα: Η ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών. }162}
Το άναρχον Απόλυτον –ο Θεός- εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Όν. Ημείς όμως δημιουργούμεθα ως υποστάσις μόνον εν δυνάμει. Η γνώσις του Θεού υφʼ ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αύτη φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα. Ημείς, η εικών του Θεού, φέρομεν εν εαυτοίς την ακατάβλητον ορμήν προς μύησιν εις το αποκαλυπτόμενον εις ημάς Αυτούσιον Θείον Είναι.
… Δίδεται εις ημάς κατά τον βαθμόν καθʼ όν είμεθα έτοιμοι εν τη ελευθερία ημών να δεχθώμεν Αυτόν.
Ο Θεός ούτως ενούται μετά του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος ουδόλως βιοί Αυτόν ως «αντικείμενον» γνώσεως }163}, αλλά ως την εαυτού ζωήν. Η επιστημονική, η αντικειμενική μέθοδος γνώσεως, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να εφαρμοσθή επʼ Αυτού. … Ούτος λέγει περί Εαυτού: «Εγώ ζω»· ονομάζει Εαυτόν «Εγώ ειμί», και μεταδίδει εις ημάς την ζωήν ταύτην ούτως, ώστε και ημείς δυνάμεθα να είπωμεν εν αισθήσει περί ημών αυτών: «εγώ ειμί». }164}
Η αγία εκείνη αγάπη, της οποίας η πνοή δύναται τότε να επισκεφθή ημάς, εμφανίζεται εις ημάς εσωτερικώς –υποκειμενικώς- ως μη επιδεχομένη αμφιβολίαν περί της Θείας προελεύεσεως αυτής. Εν τούτοις όμως, παρά την ορμήν της τα πάντα περιπτυσσομένης θαυμαστής αγάπης, της φανερουμένης εν τω Φωτί, θα ήτο ουχί μόνον σφαλερόν, αλλά και επικίνδυνον να εμπιστευθώμεν εις εαυτούς. (ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ) Εκ των Γραφών γνωρίζομεν ότι η Υπέραγνος Παρθένος Μαρία έσπευσε προς την δικαίαν Ελισάβετ, όπως μάθη εξ αυτής εάν ήτο αληθής η εις Αυτήν γενομένη αποκάλυψις περί της εξ Αυτής γεννήσεως Υιού, … }165} … Εκκλησίας ημών, ήτις εθέσπισεν ως υποχρεωτικόν κανόνα να θέτωμεν εαυτούς υπό την κρίσιν άλλων, εμπειροτέρων, πρεσβυτέρων, αποδεκτών υπό των πιστών.
Εν τη βάσει της υπάρξεως ημών κείται η σφραγίς της εκ του «μη όντος» δημιουργίας ημών, ήτις αποστερεί ημάς της δυνατότητος να εκφέρωμεν οιανδήποτε υποκειμενικήν κρίσιν περί του Είναι καθʼ Εαυτό της Απολύτου Υπάρξεως. Εκτός τούτου φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της «πτώσεως του Αδάμ», εν ή εκφράζεται η τάσις προς αυτοθέωσιν. Η πείρα της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού
ημών μαρτυρεί, βεβαίως, περί του απολύτου ημών, αλλʼ ημείς ευκόλως είναι δυνατόν να απολέσωμεν την συνείδησιν ότι είμεθα κτίσματα, … και ότι το «απόλυτον» ημών δεν είναι ει μη αντανάκλασις του Πρώτου Απολύτου. Η παραπλάνησις εις το σημείον τούτο είναι δυνατή διʼ ημάς και επί του διανοητικού και επί του ψυχολογικού επιπέδου. Δυνάμεθα να αποβώμεν θύματα της «φαντασίας» ημών και να εκπέσωμεν εκ της αυθεντικής πραγματικότητος, ήτις δεν είναι ατομική αλλά «καθολική». Εκλήθημεν να περιλάβωμεν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα του ανθρωπίνου και Θείου έτι Είναι, αλλʼ οφείλομεν να αναγνωρίζωμεν ότι είμεθα μακράν }166} «τούτου». Και ούτως είναι απολύτως απαραίτητον διʼ έκαστον εξ ημών, οιονδήποτε προφητικόν χάρισμα και εάν κατέχωμεν, να βεβαιούμεθα δια της μαρτυρίας άλλων προσώπων ότι περικλειόμεθα εις το καθολικόν είναι, το κατʼ εικόνα του Τριαδικού Θεού.
Πιστεύομεν ότι εις εκάστην δεδομένην ιστορικήν στιγμήν υπάρχουν εν τη Εκκλησία ζώντες μάρτυρες· ότι έως της συντελείας των ημερών του κόσμου τούτου δεν θα εκλείψη εκ της ανθρωπότητος η αυθεντική Θεογνωσία.
Μόνον μετά την ανεύρεσιν αυθεντικής επιβεβαιώσεως της ατομικής εμπειρίας ημών δυνάμεθα να εμπιστευθώμεν εαυτούς, και πάλιν ουχί υπερμέτρως. … εις έκαστον νέον βήμα είναι απαραίτητον να ενθυμώμεθα ότι η μετά αυτοπεποιθήσεως απομόνωσις ημών εγκυμονεί την δυνατότητα να αμαρτήσωμεν κατά της αληθείας. }167}
Η ψυχή αυτού (Γέροντος Σιλουανού) ήτο προσηλωμένη εις την θέαν του άδου, πέραν των ορίων της γης. Εθεώρει τον άδην τούτον δυνάμει της δοθείσης εις αυτόν πείρας της πραγματικότητος της πνευματικής καταστάσεως }169} του ανθρωπίνου πνεύματος. … Εμέ όμως προσωπικώς κατείχεν η θεωρία του άδου εν τω κόσμω τούτω, εν τη ιστορία. Ζων εν τη ερήμω, ουχί μόνον δεν απηλλάγην της καταστάσεως ταύτης, αλλά τουναντίον ηυξήθη το μαρτύριον μου υπέρ του κόσμου, ως συνέπεια των γεγονότων, εν γένει, της εποχής ημών, και προ παντός της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Η έρημος έδιδεν εις εμέ την ελευθερίαν να παραδοθώ εις την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως τας νυκτερινάς ώρας. Συνείχεν εμέ, κατά τινα τρόπον, η αίσθησις των παθημάτων της οικουμένης. Προς τούτο συνέβαλλεν η εμπειρία μου εκ του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και της μετʼ αυτόν Ρωσικής Επαναστάσεως. Έζων επί έτη εν πνιγηρά ατμοσφαίρα αδελφοκτόνου μίσους, … Έκτοτε θα προετίμων μάλλον να ακούω περί χιλιάδων ίσως θυμάτων εκ σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και καταστροφών, αίτινες προκαλούν συνήθως την συμπάθειαν πάντων, ή περί πολέμων, οίτινες σχεδόν ανεξαιρέτως παρασύρουν πάντας εις ηθικήν συμμετοχήν εις τους φόνους. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου. }170}
«Τετέλεσται» … εάν υποθέσωμεν ότι εν τη σφαιρική οράσει Αυτού εισήρχετο ουχί μόνον η έως και της εις άδου καθόδου άκρα κένωσις Αυτού, αλλʼ ωσαύτως και η όρασις της νίκης Αυτού επί του θανάτου. Διέβλεπε το πλήθος των υπʼ Αυτού σεσωσμένων εν τω Φωτί της Βασιλείας του Πατρός. Ό,τι ο δημιουργικός νους του Θεού συνέλαβε δια τον Άνθρωπον «προ καταβολής κόσμου» νυν αποβαίνει δυνατόν, πραγματοποιείται. Ο Χριστός εξεπλήρωσε το έργον, το οποίον ανέθεσεν εις Αυτόν ο Πατήρ.
Φόβος και φρίκη κυριεύουν ημών, όταν διανοίγωνται προ ημών τα έσχατα όρια των παθημάτων. Η ιδιομορφία όμως της χριστιανικής οδού έγκειται εις το ότι, παραλλήλως προς την κατάβασιν εις την χώραν των βασάνων, γίνεται δυνατή και η ανάβασις του ανθρωπίνου πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου Φωτός. Όταν εμπίπτουν εις ημάς αφόρητοι, ως φαίνονται, οδύναι, τότε απροσδοκήτως ανοίγεται η είσοδος προς το όντως άπειρον «περισσόν» ζωής· τότε αρχόμεθα να γνωρίζωμεν βαθύτερον τον Χριστόν και εν τη Ανθρωπότητι και εν τη Θεότητι Αυτού. Το πνεύμα ημών πανηγυρίζει και εκπλήττεται προ του θαύματος, όπερ εποίησε μεθʼ ημών ο Θεός. }171}
Εις τον πιστεύοντα δίδονται καταστάσεις, αίτινες εξομοιούν αυτόν προς τον Σαρκωθέντα Θεόν· δεν ομιλούμεν περί πλήρους ταυτότητος, αλλʼ ούτε αρνούμεθα αναλογίαν τινά. Το πρώτον θα ήτο αφροσύνη· ασέβεια και αγνωμοσύνη θα ήτο το δεύτερον.
Η ορμή του νοός ημών στρέφεται προς τον Όντα, την Αρχήν του παντός, τον Πρώτον και τον Έσχατον. Και πως θα ηδυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τον «ιστορικόν» Χριστόν παρόμοια κατηγορήματα, εάν η τήρησις των εντολών Αυτού δεν προσέφερεν εκείνους τους καρπούς, περί ών μετά τοιαύτης ευλαβείας και εμπνεύσεως ομιλούν οι Πατέρες ημών από γενεάς εις γενεάν; }172}
Εν αυτή τη ανεξιχνιάστω αιωνία στιγμή, και ημείς, κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, θα περιλάβωμεν εν αγάπη την πληρότητα της απʼ αιώνος κτίσεως δια μιάς στιγμιαίας, αθανάτου, πράξεως όλης ημών της υπάρξεως. Και τότε ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι.
Το είναι της λογικής κτίσεως οφείλει να τελειωθή κατʼ εικόνα της Τριαδικής Θεότητος. Εις τούτο έγκειται το νόημα, ο προορισμός και το έργον της Εκκλησίας του Χριστού: «Ίνα πάντες έν ώσι καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν». Είναι φανερόν ότι έκαστον μέλος της Εκκλησίας οφείλει να φθάση εις το πλήρωμα της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, μέχρι και της ταυτότητος μετʼ Αυτού (κατʼ ενέργειαν βεβαίως, ουχί κατʼ ουσίαν), άλλως δεν θα πραγματοποιηθή η ενότης της Εκκλησίας καθʼ ομοίωσιν της ενότητος της Αγίας Τριάδος. }174}
Η αυθεντική χριστιανική ζωή ρέει «εν πνεύματι και αληθεία». Ως εκ τούτου είναι αύτη δυνατή εν παντί τόπω, εν παντί καιρώ, εν οιαδήποτε ιστορική εποχή. Αι θείαι εντολαί του Χριστού φέρουν απόλυτον χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν και δεν δύνανται να υπάρξουν εν όλω τω κόσμω συνθήκαι υπό τας οποίας η τήρησις των εντολών θα ήτο εντελώς αδύνατος.
… το Πνεύμα οικοδομεί διʼ Εαυτό κατοικητήριον, }149} όπερ εν τοις ορίοις της γης έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, άτινα αποτελούν έκφρασιν του Πνεύματος και σκεύος διαφυλάξεως των χαρισμάτων Αυτού. Το θαυμαστόν τούτο σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία, ήτις δια μέσου πολυταράχων αιώνων διέσωσε τον πολύτιμον θησαυρόν της υπό του Θεού αποκαλυφθείσης Αληθείας. Ας αντιπαρέλθωμεν εκείνους οίτινες, λόγω ανεπαρκούς συνέσεως, αποβαίνουν υπέρθερμοι οπαδοί των εξωτερικών «σχημάτων», παραθεωρούντες κατά συνέπειαν την εν αυτοίς πνευματικήν ουσίαν. … Η αποστολή της Εκκλησίας συνίσταται εις την χειραγώγησιν των τέκνων αυτής προς την σφαίραν του Θείου Είναι. Η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικόν κέντρον του κόσμου, το συγκεφαλαιούν άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος από της κτίσεως του πρώτου ανθρώπου έως του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. … Όσοι ανετράφησαν εν τοις κόλποις Αυτής, δια μακρού αγώνος παραμονής εν τω πνεύματι των ευαγγελικών εντολών, συνειδητοποιούν την ελευθερίαν των υιών του Θεού και δεν δεσμεύονται πλέον ούτε υπό γεωγραφικού τόπου, ούτε υπό εξωτερικών παραδόσεων· καθιερωμένα έθιμα και θεσμοί δεν περιορίζουν, ούτε ζημιούν αυτούς. Έχουν ως πρότυπον τον Ίδιον τον Χριστόν, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν του Πατρός, μη «καταλύσας» το «δυσβάστακτον φορτίον» των ενταλμάτων του Μωσαϊκού Νόμου. }150}
Ο Θεός της αγάπης είναι Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος· το Απόλυτον Όν είναι Υποστατικόν, και αι σχέσεις ημών μετά του Υποστατικού Θεού είναι ωσαύτως κατʼ εξοχήν υποστατικαί· η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα ή απόκλισις από της Πατρικής αγάπης … }153}
… ο μόνος πόλεμος ημών, τον οποίον ημείς εξελέξαμεν, είναι η αγία πάλη προς τον κοινόν εχθρόν εις πάντας ανθρώπους, εις πάσαν την ανθρωπότητα: τον θάνατον. Κατʼ ουσίαν ο άνθρωπος δεν έχει άλλον εχθρόν. Παλαίομεν δια την ανάστασιν, την προσωπικήν και παντός άλλου συν-ανθρώπου. }155}
Εν τη κατωτέρα βαθμίδι της κλίμακος των πνευματικών καταστάσεων του χριστιανού κείται το «σκότος το εξώτερον»· εν δε τη ανωτέρα, η «βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει». Δυστυχώς, η αυτάρκης στενότης του πνεύματος πλείστων όσων ουχί μόνον είναι ανίκανος να προσλάβη τον αυθεντικόν Χριστιανισμόν, αλλά και αποστρέφεται αυτόν. Εν τούτοις είναι δυνατόν, και επί των ημερών ημών, να συναντήσωμεν ασκητάς της ευσεβείας, η πείρα των οποίων προσεγγίζει εκείνην την πληρότητα, ήτις περιπτύσσεται τα πάντα. … Εγνώρισαν καταστάσεις βασάνων του άδου, το βαρύ σκότος της απογνώσεως, την απερίγραπτον αθυμίαν και την πικρίαν της Θεο-εγκαταλήψεως. }155}
Η εκλεπτυνθείσα δια της νηστείας και της προσευχής καρδία ευκόλως αποβαίνει διορατική κατά χάριν, και τότε αποκαλύπτονται εις αυτήν τα βάθη των ψυχών και αι οδοί προς θεραπείαν αυτών δια της μετανοίας. Τα άλλα είδη διορατικότητος δεν ελκύουν την προσοχήν ημών. Εν αρχή κατέρχεται συνήθως η χάρις της «μνήμης του θανάτου»: Είναι ιδιαιτέρα τις κατάστασις κατά την οποίαν η αιωνιότης κρούει την θύραν της καρδίας του διαμένοντος εν τω σκότει της αμαρτίας ανθρώπου. Τότε το Πνεύμα του Θεού μη γνωστόν εισέτι, ανεξιχνίαστον και κρυπτόμενον, μεταδίδει εις το πνεύμα του ανθρώπου την δυσερμήνευτον θεώρησιν του περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απʼ αρχής δια της φθοράς, παρουσιάζεται άνευ νοήματος, βεβυθισμένον εις τον γνόφον του θανάτου.
… Το πνεύμα του ανθρώπου εκτείνεται μεταξύ δύο ορίων: του άδου και της Βασιλείας, … }156}
… όταν η έλξις προς τον κόσμον (τόν οποίον δεν είναι δυνατόν να μη αγαπώμεν) υπερβαίνη την αγάπην ημών προς τον Θεόν, τότε οφείλομεν να ανεύρωμεν εν εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν πάν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν.
Γνωρίζομεν ότι ο Θεός εκάλεσεν ημάς, όπως συνεργήσωμεν μετʼ Αυτού εις την Πράξιν της υπʼ Αυτού δημιουργίας αθανάτων θεών. }159}
Είμεθα μηδαμινότης εκ του «μηδενός» ειλημμένη, αλλά και μεγαλείον εν τη χάριτι της σωτηρίας. Συνοικούν εν ημίν η εξάρτησις και η ελευθερία, η φθορά και η αθανασία, η δουλεία και η κυριότης. Εν τη πτώσει αυτών οι άνθρωποι εγένοντο θύματα ολεθρίου πλάνης: Θαυμάζουν ως μεγαλειώδες ό,τι είναι «βδέλυγμα» ενώπιον του Θεού, αποφεύγουν δε και καταφρονούν ό,τι είναι «πολυτελές» ενώπιον Αυτού. }160}
Όστις αποπειράται να ακολουθήση τον Χριστόν, «όπου αν υπάγη» εκείνος αναποφεύκτως θα κλονισθή πολλάκις: εν εκάστη αναβάσει αυτού εξ ελάσσονος προς κρείσσονα γνώσιν, εκ του ήσσονος προς το μείζον μέτρον αγάπης.
Ποσάκις παραιτούμεθα εν εξαντλήσει, ανίκανοι να εννοήσωμεν το θέλημα Αυτού, την πρωταρχικήν και εσχάτην περί ημών βουλήν Αυτού! Δυσκόλως εγκαταλείπομεν τας «οδούς ημών», και μετά μεγάλουξ κόπου ευρίσκομεν τας «οδούς Αυτού». }161}
Ως κτισθέντες εκ του «μη όντος», και επομένως υπάρχοντες μόνον «εν δυνάμει», οφείλωμεν δια της βαθμιαίας γνώσεως των μυστηρίων να διέλθωμεν την διαδικασίαν της ωριμάνσεως και του γίγνεσθαι ημών εν τη αληθεία. Τοιαύτη είναι η οδός: Πάντα τα χαρίσματα του Δημιουργού είναι καθαραί δωρεαί, διότι ημείς ουδέν έχομεν προ της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω, … Η αφομοίωσις όμως των δωρεών συνδέεται μετʼ οδυνηράς εντάσεως όλης της υπάρξεως ημών. Μόνον υπʼ αυτάς τας συνθήκας δίδεται εις τον Θεόν η δυνατότης να αποδώση εις ημάς την επίτευξιν αυτών, να θέση υπό την πλήρη κατοχήν ημών την εξ Αυτού εκπορευομένην ζωήν καθʼ όλην την αιωνιότητα: Η ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών. }162}
Το άναρχον Απόλυτον –ο Θεός- εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Όν. Ημείς όμως δημιουργούμεθα ως υποστάσις μόνον εν δυνάμει. Η γνώσις του Θεού υφʼ ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αύτη φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα. Ημείς, η εικών του Θεού, φέρομεν εν εαυτοίς την ακατάβλητον ορμήν προς μύησιν εις το αποκαλυπτόμενον εις ημάς Αυτούσιον Θείον Είναι.
… Δίδεται εις ημάς κατά τον βαθμόν καθʼ όν είμεθα έτοιμοι εν τη ελευθερία ημών να δεχθώμεν Αυτόν.
Ο Θεός ούτως ενούται μετά του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος ουδόλως βιοί Αυτόν ως «αντικείμενον» γνώσεως }163}, αλλά ως την εαυτού ζωήν. Η επιστημονική, η αντικειμενική μέθοδος γνώσεως, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να εφαρμοσθή επʼ Αυτού. … Ούτος λέγει περί Εαυτού: «Εγώ ζω»· ονομάζει Εαυτόν «Εγώ ειμί», και μεταδίδει εις ημάς την ζωήν ταύτην ούτως, ώστε και ημείς δυνάμεθα να είπωμεν εν αισθήσει περί ημών αυτών: «εγώ ειμί». }164}
Η αγία εκείνη αγάπη, της οποίας η πνοή δύναται τότε να επισκεφθή ημάς, εμφανίζεται εις ημάς εσωτερικώς –υποκειμενικώς- ως μη επιδεχομένη αμφιβολίαν περί της Θείας προελεύεσεως αυτής. Εν τούτοις όμως, παρά την ορμήν της τα πάντα περιπτυσσομένης θαυμαστής αγάπης, της φανερουμένης εν τω Φωτί, θα ήτο ουχί μόνον σφαλερόν, αλλά και επικίνδυνον να εμπιστευθώμεν εις εαυτούς. (ΔΙΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ) Εκ των Γραφών γνωρίζομεν ότι η Υπέραγνος Παρθένος Μαρία έσπευσε προς την δικαίαν Ελισάβετ, όπως μάθη εξ αυτής εάν ήτο αληθής η εις Αυτήν γενομένη αποκάλυψις περί της εξ Αυτής γεννήσεως Υιού, … }165} … Εκκλησίας ημών, ήτις εθέσπισεν ως υποχρεωτικόν κανόνα να θέτωμεν εαυτούς υπό την κρίσιν άλλων, εμπειροτέρων, πρεσβυτέρων, αποδεκτών υπό των πιστών.
Εν τη βάσει της υπάρξεως ημών κείται η σφραγίς της εκ του «μη όντος» δημιουργίας ημών, ήτις αποστερεί ημάς της δυνατότητος να εκφέρωμεν οιανδήποτε υποκειμενικήν κρίσιν περί του Είναι καθʼ Εαυτό της Απολύτου Υπάρξεως. Εκτός τούτου φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της «πτώσεως του Αδάμ», εν ή εκφράζεται η τάσις προς αυτοθέωσιν. Η πείρα της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού
ημών μαρτυρεί, βεβαίως, περί του απολύτου ημών, αλλʼ ημείς ευκόλως είναι δυνατόν να απολέσωμεν την συνείδησιν ότι είμεθα κτίσματα, … και ότι το «απόλυτον» ημών δεν είναι ει μη αντανάκλασις του Πρώτου Απολύτου. Η παραπλάνησις εις το σημείον τούτο είναι δυνατή διʼ ημάς και επί του διανοητικού και επί του ψυχολογικού επιπέδου. Δυνάμεθα να αποβώμεν θύματα της «φαντασίας» ημών και να εκπέσωμεν εκ της αυθεντικής πραγματικότητος, ήτις δεν είναι ατομική αλλά «καθολική». Εκλήθημεν να περιλάβωμεν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα του ανθρωπίνου και Θείου έτι Είναι, αλλʼ οφείλομεν να αναγνωρίζωμεν ότι είμεθα μακράν }166} «τούτου». Και ούτως είναι απολύτως απαραίτητον διʼ έκαστον εξ ημών, οιονδήποτε προφητικόν χάρισμα και εάν κατέχωμεν, να βεβαιούμεθα δια της μαρτυρίας άλλων προσώπων ότι περικλειόμεθα εις το καθολικόν είναι, το κατʼ εικόνα του Τριαδικού Θεού.
Πιστεύομεν ότι εις εκάστην δεδομένην ιστορικήν στιγμήν υπάρχουν εν τη Εκκλησία ζώντες μάρτυρες· ότι έως της συντελείας των ημερών του κόσμου τούτου δεν θα εκλείψη εκ της ανθρωπότητος η αυθεντική Θεογνωσία.
Μόνον μετά την ανεύρεσιν αυθεντικής επιβεβαιώσεως της ατομικής εμπειρίας ημών δυνάμεθα να εμπιστευθώμεν εαυτούς, και πάλιν ουχί υπερμέτρως. … εις έκαστον νέον βήμα είναι απαραίτητον να ενθυμώμεθα ότι η μετά αυτοπεποιθήσεως απομόνωσις ημών εγκυμονεί την δυνατότητα να αμαρτήσωμεν κατά της αληθείας. }167}
Η ψυχή αυτού (Γέροντος Σιλουανού) ήτο προσηλωμένη εις την θέαν του άδου, πέραν των ορίων της γης. Εθεώρει τον άδην τούτον δυνάμει της δοθείσης εις αυτόν πείρας της πραγματικότητος της πνευματικής καταστάσεως }169} του ανθρωπίνου πνεύματος. … Εμέ όμως προσωπικώς κατείχεν η θεωρία του άδου εν τω κόσμω τούτω, εν τη ιστορία. Ζων εν τη ερήμω, ουχί μόνον δεν απηλλάγην της καταστάσεως ταύτης, αλλά τουναντίον ηυξήθη το μαρτύριον μου υπέρ του κόσμου, ως συνέπεια των γεγονότων, εν γένει, της εποχής ημών, και προ παντός της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Η έρημος έδιδεν εις εμέ την ελευθερίαν να παραδοθώ εις την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως τας νυκτερινάς ώρας. Συνείχεν εμέ, κατά τινα τρόπον, η αίσθησις των παθημάτων της οικουμένης. Προς τούτο συνέβαλλεν η εμπειρία μου εκ του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και της μετʼ αυτόν Ρωσικής Επαναστάσεως. Έζων επί έτη εν πνιγηρά ατμοσφαίρα αδελφοκτόνου μίσους, … Έκτοτε θα προετίμων μάλλον να ακούω περί χιλιάδων ίσως θυμάτων εκ σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και καταστροφών, αίτινες προκαλούν συνήθως την συμπάθειαν πάντων, ή περί πολέμων, οίτινες σχεδόν ανεξαιρέτως παρασύρουν πάντας εις ηθικήν συμμετοχήν εις τους φόνους. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου. }170}
«Τετέλεσται» … εάν υποθέσωμεν ότι εν τη σφαιρική οράσει Αυτού εισήρχετο ουχί μόνον η έως και της εις άδου καθόδου άκρα κένωσις Αυτού, αλλʼ ωσαύτως και η όρασις της νίκης Αυτού επί του θανάτου. Διέβλεπε το πλήθος των υπʼ Αυτού σεσωσμένων εν τω Φωτί της Βασιλείας του Πατρός. Ό,τι ο δημιουργικός νους του Θεού συνέλαβε δια τον Άνθρωπον «προ καταβολής κόσμου» νυν αποβαίνει δυνατόν, πραγματοποιείται. Ο Χριστός εξεπλήρωσε το έργον, το οποίον ανέθεσεν εις Αυτόν ο Πατήρ.
Φόβος και φρίκη κυριεύουν ημών, όταν διανοίγωνται προ ημών τα έσχατα όρια των παθημάτων. Η ιδιομορφία όμως της χριστιανικής οδού έγκειται εις το ότι, παραλλήλως προς την κατάβασιν εις την χώραν των βασάνων, γίνεται δυνατή και η ανάβασις του ανθρωπίνου πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου Φωτός. Όταν εμπίπτουν εις ημάς αφόρητοι, ως φαίνονται, οδύναι, τότε απροσδοκήτως ανοίγεται η είσοδος προς το όντως άπειρον «περισσόν» ζωής· τότε αρχόμεθα να γνωρίζωμεν βαθύτερον τον Χριστόν και εν τη Ανθρωπότητι και εν τη Θεότητι Αυτού. Το πνεύμα ημών πανηγυρίζει και εκπλήττεται προ του θαύματος, όπερ εποίησε μεθʼ ημών ο Θεός. }171}
Εις τον πιστεύοντα δίδονται καταστάσεις, αίτινες εξομοιούν αυτόν προς τον Σαρκωθέντα Θεόν· δεν ομιλούμεν περί πλήρους ταυτότητος, αλλʼ ούτε αρνούμεθα αναλογίαν τινά. Το πρώτον θα ήτο αφροσύνη· ασέβεια και αγνωμοσύνη θα ήτο το δεύτερον.
Η ορμή του νοός ημών στρέφεται προς τον Όντα, την Αρχήν του παντός, τον Πρώτον και τον Έσχατον. Και πως θα ηδυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τον «ιστορικόν» Χριστόν παρόμοια κατηγορήματα, εάν η τήρησις των εντολών Αυτού δεν προσέφερεν εκείνους τους καρπούς, περί ών μετά τοιαύτης ευλαβείας και εμπνεύσεως ομιλούν οι Πατέρες ημών από γενεάς εις γενεάν; }172}
Εν αυτή τη ανεξιχνιάστω αιωνία στιγμή, και ημείς, κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, θα περιλάβωμεν εν αγάπη την πληρότητα της απʼ αιώνος κτίσεως δια μιάς στιγμιαίας, αθανάτου, πράξεως όλης ημών της υπάρξεως. Και τότε ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι.
Το είναι της λογικής κτίσεως οφείλει να τελειωθή κατʼ εικόνα της Τριαδικής Θεότητος. Εις τούτο έγκειται το νόημα, ο προορισμός και το έργον της Εκκλησίας του Χριστού: «Ίνα πάντες έν ώσι καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν». Είναι φανερόν ότι έκαστον μέλος της Εκκλησίας οφείλει να φθάση εις το πλήρωμα της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, μέχρι και της ταυτότητος μετʼ Αυτού (κατʼ ενέργειαν βεβαίως, ουχί κατʼ ουσίαν), άλλως δεν θα πραγματοποιηθή η ενότης της Εκκλησίας καθʼ ομοίωσιν της ενότητος της Αγίας Τριάδος. }174}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:43 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ηʼ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Το πνεύμα του ανθρώπου, ως εικών του Πνεύματος του Θεού, κτισθέν ακαταλήπτως υπʼ Αυτού, γεννάται, κατά τινα τρόπον, εντός του υλικού σώματος ημών, ενώ κατά την φύσιν αυτού ίσταται υπεράνω της κοσμικής ύλης. Εκ της συναντήσεως αυτού μετά του Χριστού, αυξάνει κατά την υποστατικήν αυτού συνείδησιν έως εκείνης της ωριμότητος, καθʼ ήν καταργείται η εξάρτησις αυτού εκ των φυσικών νόμων της γης, και άρχεται να προσλαμβάνη ενεργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. }175}
Καίτοι είναι κτίσμα του Θεού, εν τούτοις ο Δημιουργός απευθύνεται προς αυτόν ουχί ως προς «ενέργημα» Αυτού, αλλʼ ως προς καθωρισμένον γεγονός, έτι και διʼ Αυτόν τον Ίδιον. … Ούτως, η Εκκλησία απορρίπτει έτι και την Θείαν αιτιοκρατίαν, τουτέστι την «ωριγενιστικήν», κατά την οποίαν η Θεία αγαθότης θα ανεύρη οδούς να σώση τους πάντας, άνευ παραβιάσεως της αρχής της ελευθερίας.
Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει εις την ενυπάρχουσαν εν τω ανθρώπω προσωπικήν αρχήν. Τα δύο ταύτα, το Πρόσωπον και η ελευθερία, είναι αρρήκτως ηνωμένα: Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, εκεί δεν υπάρχει Πρόσωπον. … Αυτός ο τρόπος αιωνίου υπάρξεως χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον. }176}
Ως προς τον έσχατον αυτοπροσδιορισμόν ημών, εν αναφορά προς τον Θεόν, είμεθα αυτεξούσια πρόσωπα. … το μοιραίον τούτο αυτεξούσιον αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν δια το κτιστόν πρόσωπον, προς ανάβασιν δια την πρόσληψιν της Θείας Ζωής.
Ημείς κτισθέντες εκ του «μηδενός», δεν έχομεν το είναι εν εαυτοίς:
Ο χριστιανός εκλήθη να έχη την τόλμην να πιστεύη ότι δυνάμεθα να οικειοποιηθώμεν το Θείον Είναι. Τούτο δεν ανήκει εις ημάς, ούτε διαθέτομεν δυνάμεις να δημιουργήσωμεν αυτό, διότι είμεθα κτίσματα. }177}
Θεωρεί εαυτόν ως πληρότητα, ως ολοκληρωμένην προσωπικότητα. Εν ενί λόγω λέγει: «Ζω εγώ». … Έχει μόνον την συνείδησιν ότι εκείνη η ζωή, την οποίαν είχον οι γονείς αυτού, μετεδόθη εις αυτόν, εχύθη εις τας φλέβας αυτού, εγένετο ιδική του, εύρε την ιδίαν αυτής πορείαν. }178}
Όταν η άναρχος αύτη ζωή μεταδίδηται υπαρκτικώς εις ημάς, αισθανόμεθα αυτήν ως ιδίαν ημών ζωήν. Γνωρίζομεν εκ προγενεστέρας πείρας ότι η ζωή αύτη εδόθη υπό του Θεού· δεν ανήκει εις ημάς κατά την ουσίαν αυτής, χαρίζεται όμως εις τους σωζομένους ως αναφαίρετος κληρονομία, γίνεται όντως η ζωή ημών. Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής δια των λόγων του αποστόλου Παύλου: "Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός". Επαναλαμβάνω εκ νέου: Γνωρίζω ότι Εκείνος ζη εν εμοί, αλλʼ η ζωή Αυτού εγένετο ο εσώτατος πυρήν όλης της υπάρξεώς μου, ώστε δύναμαι να ομιλώ περί αυτής ως περί ιδίας ζωής: Ζη Κύριος, ζω και εγώ.
Η είσοδος ημών προς κατοχήν της αθανάτου ταύτης ζωής προϋποθέτει την τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Η ομοίωσις της φύσεως ημών προς τον Θεόν γεννά εν ημίν φυσιολογικώς την δίψαν προς γνώσιν της Αληθείας, προς αγώνα δια την Θείαν τελειότητα. Η τελειότητα }179} αύτη δεν υπάρχει εν ημίν, αλλʼ εν τω Πατρί, Όστις είναι Πηγή παντός υπάρχοντος.
Η βουλή αύτη είναι οικεία εις το πνεύμα ημών, καίτοι υπερβαίνει την κτιστήν ημών φύσιν. Η υπερβατικότης του Πατρός εξηγεί το απαραίτητον της πάλης δια την πλήρη αφομοίωσιν αυτής υφʼ ημών· και ημείς πορευόμεθα ελευθέρως προς τον αγώνα τούτον τον μαρτυρικόν και ταυτοχρόνως πλήρη εμπνεύσεως. }180}
… επικαλούμενοι τον Πατέρα ημών, υπό την λέξιν «ημών» εννοούμεν όλην την ανθρωπότητα, και δια της αυτής καρδίας εκζητούμεν την χάριν δια πάντας ανθρώπους, ως και διʼ ημάς αυτούς:
Κατά την χριστιανικήν αντίληψιν το κακόν, ως και το αγαθόν, είναι παρόν μόνον εκεί, όπου υπάρχει υποστατική μορφή του είναι. Εκτός του είδους αυτού της ζωής δεν υφίσταται το κακόν, αλλά μόνον καθωρισμέναι φυσικαί διαδικασίαι. }182}
… ο Κτίστης περιφρουρεί την ανθρωπίνην ελευθερίαν ως την θεμελιώδη αρχήν εν τη δημιουργία θεοειδών υπάρξεων. Η επέμβασις του Θεού εις την ζωήν των ανθρώπων, οσάκις η θέλησις αυτών θα έκλινε προς τας οδούς των ανοσιουργημάτων, θα ισοδυνάμει προς στέρησιν της δυνατότητος του αυτοπροσδιορισμού·
Ο Θεός βεβαίως σώζει και μεμονωμένα πάσχοντα άτομα και ολοκλήρους λαούς, όταν ούτοι κατευθύνουν τα διαβήματα αυτών εις τας οδούς Αυτού, επικαλούμενοι την παρʼ Αυτού βοήθειαν. }183}
Η προσευχή υπερέχει κατʼ αξίαν πάσης άλλης δραστηριότητος εις τον κοινωνικόν, πολιτικόν, επιστημονικόν ή και καλλιτεχνικόν τομέα.
Το πρώτον γνώρισμα της ελευθερίας είναι η απροθυμία ημών να εξουσιάζωμεν οιουδήποτε. Η επομένη βαθμίς αυτής είναι η εσωτερική ημών χειραφέτησις από της εξουσίας των άλλων εφʼ ημών· }184}
Μέγας και θαυμαστός ο κόσμος της αγίας ελευθερίας! Άνευ αυτής είναι αδύνατος η σωτηρία ως θέωσις του ανθρώπου. Είναι ανάγκη ο ίδιος ο άνθρωπος να διατεθή ελευθέρως δια την αιωνιότητα. }185}
… το πάθος της κυριαρχίας επί του αδελφού έχει ως άμεσον συνέπειαν την απώλειαν της ημετέρας ανεξαρτησίας, και επί πλέον, πράγμα φοβερόν, τον χωρισμόν από του Θεού της αγάπης, την στέρησιν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Εν τω βάθει της ψυχής του «κατακτητού» ετοιμάζεται πτώσις εις το κενόν της ανυπαρξίας. }186}
Η ασκητική έννοια «έρημος» δεν αναφέρεται εις γεωγραφικόν τόπον, αλλά εις τρόπον ζωής: Είναι η απομάκρυνσις από των ανθρώπων, κατά την οποίαν ουδείς βλέπει ή ακούει τον ασκητήν, ουδεμία ανθρωπίνη εξουσία ασκείται επʼ αυτού, και ο ίδιος ουδένα εξουσιάζει. Η ελευθερία αύτη είναι απαραίτητος δια την πλήρη κατάδυσιν του πνεύματος, αλλά και όλης της υπάρξεως ημών, εις την Θείαν σφαίραν. Τότε είναι δυνατόν να μεταδοθή εις ημάς η υπερτέρα πασών των αξιών της γης Θεία απάθεια. Εν αυτή ο άνθρωπος ουδόλως διανοείται υπεροχήν έναντι του αδελφού αυτού. Ουδόλως επιδιώκει τιμήν, δόξαν, έτι μάλλον, υλικόν πλούτον. … η ελευθερία των τέκνων του Θεού … όταν ο άνθρωπος αληθώς κατανικά την επʼ αυτού εξουσίαν της αμαρτίας και του θανάτου. … Δεν λέω ότι προσέλαβον την δωρεάν ταύτην … Κατά καιρούς όμως διέμενον εν τω μεθορίω εκείνω, εν τω οποίω κατενόουν ότι το πλήρωμα της ελευθερίας έρχεται, όταν καταλυθή ο θάνατος.
Όστις δεν πτοείται υπό του θανάτου, ούτος βαδίζει επί της οδού προς την ελευθερίαν. Ο άνθρωπος κρατείται }187} εν δουλεία, εάν εν αυτώ υπερισχύη η «προσπάθεια» εις τα γήινα. }188}
Το πνεύμα του ανθρώπου, ως εικών του Πνεύματος του Θεού, κτισθέν ακαταλήπτως υπʼ Αυτού, γεννάται, κατά τινα τρόπον, εντός του υλικού σώματος ημών, ενώ κατά την φύσιν αυτού ίσταται υπεράνω της κοσμικής ύλης. Εκ της συναντήσεως αυτού μετά του Χριστού, αυξάνει κατά την υποστατικήν αυτού συνείδησιν έως εκείνης της ωριμότητος, καθʼ ήν καταργείται η εξάρτησις αυτού εκ των φυσικών νόμων της γης, και άρχεται να προσλαμβάνη ενεργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. }175}
Καίτοι είναι κτίσμα του Θεού, εν τούτοις ο Δημιουργός απευθύνεται προς αυτόν ουχί ως προς «ενέργημα» Αυτού, αλλʼ ως προς καθωρισμένον γεγονός, έτι και διʼ Αυτόν τον Ίδιον. … Ούτως, η Εκκλησία απορρίπτει έτι και την Θείαν αιτιοκρατίαν, τουτέστι την «ωριγενιστικήν», κατά την οποίαν η Θεία αγαθότης θα ανεύρη οδούς να σώση τους πάντας, άνευ παραβιάσεως της αρχής της ελευθερίας.
Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει εις την ενυπάρχουσαν εν τω ανθρώπω προσωπικήν αρχήν. Τα δύο ταύτα, το Πρόσωπον και η ελευθερία, είναι αρρήκτως ηνωμένα: Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, εκεί δεν υπάρχει Πρόσωπον. … Αυτός ο τρόπος αιωνίου υπάρξεως χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον. }176}
Ως προς τον έσχατον αυτοπροσδιορισμόν ημών, εν αναφορά προς τον Θεόν, είμεθα αυτεξούσια πρόσωπα. … το μοιραίον τούτο αυτεξούσιον αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν δια το κτιστόν πρόσωπον, προς ανάβασιν δια την πρόσληψιν της Θείας Ζωής.
Ημείς κτισθέντες εκ του «μηδενός», δεν έχομεν το είναι εν εαυτοίς:
Ο χριστιανός εκλήθη να έχη την τόλμην να πιστεύη ότι δυνάμεθα να οικειοποιηθώμεν το Θείον Είναι. Τούτο δεν ανήκει εις ημάς, ούτε διαθέτομεν δυνάμεις να δημιουργήσωμεν αυτό, διότι είμεθα κτίσματα. }177}
Θεωρεί εαυτόν ως πληρότητα, ως ολοκληρωμένην προσωπικότητα. Εν ενί λόγω λέγει: «Ζω εγώ». … Έχει μόνον την συνείδησιν ότι εκείνη η ζωή, την οποίαν είχον οι γονείς αυτού, μετεδόθη εις αυτόν, εχύθη εις τας φλέβας αυτού, εγένετο ιδική του, εύρε την ιδίαν αυτής πορείαν. }178}
Όταν η άναρχος αύτη ζωή μεταδίδηται υπαρκτικώς εις ημάς, αισθανόμεθα αυτήν ως ιδίαν ημών ζωήν. Γνωρίζομεν εκ προγενεστέρας πείρας ότι η ζωή αύτη εδόθη υπό του Θεού· δεν ανήκει εις ημάς κατά την ουσίαν αυτής, χαρίζεται όμως εις τους σωζομένους ως αναφαίρετος κληρονομία, γίνεται όντως η ζωή ημών. Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής δια των λόγων του αποστόλου Παύλου: "Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός". Επαναλαμβάνω εκ νέου: Γνωρίζω ότι Εκείνος ζη εν εμοί, αλλʼ η ζωή Αυτού εγένετο ο εσώτατος πυρήν όλης της υπάρξεώς μου, ώστε δύναμαι να ομιλώ περί αυτής ως περί ιδίας ζωής: Ζη Κύριος, ζω και εγώ.
Η είσοδος ημών προς κατοχήν της αθανάτου ταύτης ζωής προϋποθέτει την τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Η ομοίωσις της φύσεως ημών προς τον Θεόν γεννά εν ημίν φυσιολογικώς την δίψαν προς γνώσιν της Αληθείας, προς αγώνα δια την Θείαν τελειότητα. Η τελειότητα }179} αύτη δεν υπάρχει εν ημίν, αλλʼ εν τω Πατρί, Όστις είναι Πηγή παντός υπάρχοντος.
Η βουλή αύτη είναι οικεία εις το πνεύμα ημών, καίτοι υπερβαίνει την κτιστήν ημών φύσιν. Η υπερβατικότης του Πατρός εξηγεί το απαραίτητον της πάλης δια την πλήρη αφομοίωσιν αυτής υφʼ ημών· και ημείς πορευόμεθα ελευθέρως προς τον αγώνα τούτον τον μαρτυρικόν και ταυτοχρόνως πλήρη εμπνεύσεως. }180}
… επικαλούμενοι τον Πατέρα ημών, υπό την λέξιν «ημών» εννοούμεν όλην την ανθρωπότητα, και δια της αυτής καρδίας εκζητούμεν την χάριν δια πάντας ανθρώπους, ως και διʼ ημάς αυτούς:
Κατά την χριστιανικήν αντίληψιν το κακόν, ως και το αγαθόν, είναι παρόν μόνον εκεί, όπου υπάρχει υποστατική μορφή του είναι. Εκτός του είδους αυτού της ζωής δεν υφίσταται το κακόν, αλλά μόνον καθωρισμέναι φυσικαί διαδικασίαι. }182}
… ο Κτίστης περιφρουρεί την ανθρωπίνην ελευθερίαν ως την θεμελιώδη αρχήν εν τη δημιουργία θεοειδών υπάρξεων. Η επέμβασις του Θεού εις την ζωήν των ανθρώπων, οσάκις η θέλησις αυτών θα έκλινε προς τας οδούς των ανοσιουργημάτων, θα ισοδυνάμει προς στέρησιν της δυνατότητος του αυτοπροσδιορισμού·
Ο Θεός βεβαίως σώζει και μεμονωμένα πάσχοντα άτομα και ολοκλήρους λαούς, όταν ούτοι κατευθύνουν τα διαβήματα αυτών εις τας οδούς Αυτού, επικαλούμενοι την παρʼ Αυτού βοήθειαν. }183}
Η προσευχή υπερέχει κατʼ αξίαν πάσης άλλης δραστηριότητος εις τον κοινωνικόν, πολιτικόν, επιστημονικόν ή και καλλιτεχνικόν τομέα.
Το πρώτον γνώρισμα της ελευθερίας είναι η απροθυμία ημών να εξουσιάζωμεν οιουδήποτε. Η επομένη βαθμίς αυτής είναι η εσωτερική ημών χειραφέτησις από της εξουσίας των άλλων εφʼ ημών· }184}
Μέγας και θαυμαστός ο κόσμος της αγίας ελευθερίας! Άνευ αυτής είναι αδύνατος η σωτηρία ως θέωσις του ανθρώπου. Είναι ανάγκη ο ίδιος ο άνθρωπος να διατεθή ελευθέρως δια την αιωνιότητα. }185}
… το πάθος της κυριαρχίας επί του αδελφού έχει ως άμεσον συνέπειαν την απώλειαν της ημετέρας ανεξαρτησίας, και επί πλέον, πράγμα φοβερόν, τον χωρισμόν από του Θεού της αγάπης, την στέρησιν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Εν τω βάθει της ψυχής του «κατακτητού» ετοιμάζεται πτώσις εις το κενόν της ανυπαρξίας. }186}
Η ασκητική έννοια «έρημος» δεν αναφέρεται εις γεωγραφικόν τόπον, αλλά εις τρόπον ζωής: Είναι η απομάκρυνσις από των ανθρώπων, κατά την οποίαν ουδείς βλέπει ή ακούει τον ασκητήν, ουδεμία ανθρωπίνη εξουσία ασκείται επʼ αυτού, και ο ίδιος ουδένα εξουσιάζει. Η ελευθερία αύτη είναι απαραίτητος δια την πλήρη κατάδυσιν του πνεύματος, αλλά και όλης της υπάρξεως ημών, εις την Θείαν σφαίραν. Τότε είναι δυνατόν να μεταδοθή εις ημάς η υπερτέρα πασών των αξιών της γης Θεία απάθεια. Εν αυτή ο άνθρωπος ουδόλως διανοείται υπεροχήν έναντι του αδελφού αυτού. Ουδόλως επιδιώκει τιμήν, δόξαν, έτι μάλλον, υλικόν πλούτον. … η ελευθερία των τέκνων του Θεού … όταν ο άνθρωπος αληθώς κατανικά την επʼ αυτού εξουσίαν της αμαρτίας και του θανάτου. … Δεν λέω ότι προσέλαβον την δωρεάν ταύτην … Κατά καιρούς όμως διέμενον εν τω μεθορίω εκείνω, εν τω οποίω κατενόουν ότι το πλήρωμα της ελευθερίας έρχεται, όταν καταλυθή ο θάνατος.
Όστις δεν πτοείται υπό του θανάτου, ούτος βαδίζει επί της οδού προς την ελευθερίαν. Ο άνθρωπος κρατείται }187} εν δουλεία, εάν εν αυτώ υπερισχύη η «προσπάθεια» εις τα γήινα. }188}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:44 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Θʼ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ
Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις ουδένα επιβάλλεται δια της βίας, αλλʼ αποκτάται, ως και παν άλλο δώρον του Θεού, διʼ εντατικού αγώνος προσευχής. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλʼ ότι παν το δια συνέσεως και δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την αιωνιότητα. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως δια της ενεργείας της χάριτος και αποκαταστήσωμεν εν ημίν την ικανότητα να προσλάβωμεν την θέωσιν. … Ο Θεός παραδίδει όντως εις ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως. Η προαιώνιος Θεία δόξα κατοικεί εντός των λελυτρωμένων υπʼ Αυτού, και τούτο, ουχί ως τι επιπρόσθετον –αλλότριον της φύσεως ημών-, ουχί ως παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου». Ουχί. Η αληθής θέωσις έγκειται εις το ότι η λογική φύσις μετέχει της ανάρχου ζωής του Ιδίου του Θεού κατά τρόπον ενεργόν και αναφαίρετον εις τους αιώνας. Εν άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού τρόπου, διʼ ου σαρκωθείς ο Θεός ενυποστασίασε –προσέλαβεν εν τη υποστάσει Αυτού- την κτισθείσαν υπʼ Αυτού μορφήν της υπάρξεως ημών. Εν τω μέλλοντι αιώνι η ενότης του Θεού μετά του ανθρώπου θα καταστή πλήρης εν παντί τω περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. Η τελευταία αύτη είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων και παραμένει }190} πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους.
Δια της συνεπούς διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της Θείας Αιωνιότητος.
Όταν η ψυχή κατά τρόπον υπαρκτικόν άπτηται της αιωνιότητος ταύτης, τότε εκπίπτουν αφʼ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφʼ ημάς η «ειρήνη του Χριστού» και λαμβάνομεν την δύναμιν «να αγαπώμεν τους εχθρούς». … Η ειρήνη του Χριστού είναι πολυτιμοτέρα παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. }191}
Είναι αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα ημών να είναι κεκαλυμμένον ένεκα του ψύχους και της αιδούς, προκειμένου ο νους ημών –το πνεύμα ημών- να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του Θείου Είναι, του υπό του Χριστού αποκαλυφθέντος εις ημάς. }192}
Ιʼ ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ
Δια της υπερηφανίας η ανθρωπότης υπετάγη εις την φθοράν. Είναι απαραίτητον όπως χειραγωγηθώμεν υπό της Ευαγγελικής διδαχής, ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ και επανέλθωμεν εις το πρωτόκτιστον πνευματικόν κάλλος. }193}
Η πίστις ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Σωτήρ του ανθρώπου δεν θα επιτρέψη να εκπέσωμεν απʼ Αυτού κατά την διάρκειαν της απροβλέπτου και ακαταλήπτου διαδικασίας της καθάρσεως ημών εκ του «πλούτου» της αμαρτίας. … Χάριν αυτών, των Αποστόλων και των Πατέρων, κατέχομεν την γνώσιν του μυστηρίου των οδών της σωτηρίας. Αι αδιόρατοι αύται οδοί κρέμανται υπεράνω αβύσσων. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει άλλη δύναμις, άλλη σύνεσις, ικανή να αποτρέψη την εκτροπήν ημών εκ των οδών τούτων και τον καταποντισμόν εις τας ζοφώδεις αβύσσους, ει μη η ακατάλυτος πίστις εις τον Χριστόν-Θεόν. «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».
ΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον ενώπιον του Απολύτου Είναι. Πάσαι αι προσπάθειαι ημών, όπως τηρήσωμεν αυτάς, αναποφεύκτως αποτυγχάνουν. Ανακαλύπτομεν την πλήρη ανικανότητα ημών δια την πορείαν ταύτην. Παρατηρούμεν εν ημίν δολιότητα πνεύματος-νου και πάθη καρδίας, άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος εκ της εκπτώσεως από του Θεού, εις τον Οποίον επιστεύσαμεν, είναι μέγας. Εκ του φόβου τούτου ερχόμεθα εις συντριβήν }194} καρδίας δια την κατάστασιν ημών. Απορρίπτομεν εκείνα, τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηίνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». Βεβαίως η πλέον βαρεία δοκιμασία έγκειται εις το ότι, παρά την άκραν έντασιν όπως παραμείνωμεν πιστοί εις τον Θεόν, υπομένομεν περιόδους εγκαταλείψεως υπό του Θεού. Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. Αισθανόμεθα ως να βαρύνη εφʼ ημών φοβερά τις κατάρα. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εις πάντα τα επίπεδα του είναι ημών: το πνεύμα, τον νουν, την καρδίαν, το σώμα. Εις παρομοίας ακριβώς στιγμάς το πνεύμα ημών συλλαμβάνει την βιβλικήν αποκάλυψιν περί της αυθεντικής τραγωδίας της πτώσεως του Ανθρώπου, και η πίστις εις την αγάπην του Χριστού παροτρύνει ημάς, όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια ημών, τοσούτον ευρύτερον διανοίγονται ενώπιον ημών τα έως τότε κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα.
Αύτη η μορφή κενώσεως ή ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται διʼ ανθρωπίνων προσπαθειών. Είναι δώρον του Θεού Σωτήρος. Είναι η χάρις της μετανοίας «εις άφεσιν αμαρτιών». Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλʼ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι διʼ ημάς φρικτόν: Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφʼ ημών.
Διʼ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας. }195} Διʼ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν εντός ημών ήδη νέα άκτιστος ενέργεια: Μετέχομεν του Θείου Είναι. Τότε έρχεται το Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς.
Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον τούτο. … Αναζητώ λόγους ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 211}. … Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την διδαχήν ταύτην, αλλʼ εμυήθην εις αυτήν, Θεία συγκαταβάσει, υπό του εκλεκτού (αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου) Αυτού. }196}
Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς εκείνην του Αδάμ. }197}
Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως, δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. … Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα μάθη «μήπως εις κενόν τρέχει». … η γνωριμία μετά των έργων των Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας ανάγκας μου. }198}
Ανακαλύπτων εν τοις συγγράμασιν αυτών ομοιότητα προς την εμπειρίαν μου, συνέβαινε να αισθάνωμαι κύμα ικανοποιήσεως, όπερ ως ελώδης ιλύς εκάλυπτε την καρδίαν μου. Τότε απεχώρει, ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός. Περιέπιπτον εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου. Εφαίνετο εις εμέ ότι ευρισκόμην προ αδιεξόδου: Δεν ηδυνάμην να είμαι αυτάρκης. Οσάκις όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις εμέ, τότε η «αριστερά» μου κατέστρεφε το παν. «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απʼ εμού.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Οι λόγοι ούτοι του Χριστού κείνται εις θεμέλιον της ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως θέωσιν. }199}
Είναι θλιβερόν να πειθώμεθα εις έκαστον βήμα περί της αδυναμίας ημών. Ο νους ημών είναι στενός, ίνα συλλάβη τα άγια προστάγματα Αυτού. }200}
Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς απαλλαγήν εκ του κληρονομηθέντος εν τη πτώσει ειδεχθούς πάθους της υπερηφανίας.
Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης παρά του Αδάμ, εις την περιοχήν του ανεσπέρου Φωτός του Χριστού εί
ναι γεγονός σημαντικώτερον πάντων των άλλων γεγονότων της γης. Σημείον της προσεγγίσεως εις το μέγα τούτο μυστήριον αποτελεί η εν ημίν εμφάνισις του αγίου μίσους προς ημάς αυτούς. … Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ οίκτου καταδικάζομεν εαυτούς εις τον άδην ως αναξίους του Θεού. Ούτως υπερνικώμεν την τάσιν να συγκαταβαίνωμεν εις τας αδυναμίας ημών, να συγχωρώμεν ευκόλως τας παραβάσεις ημών, ιδιαιτέρως όταν αύται διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ επιστρατεύεται πάσα η ύπαρξις ημών. Εάν κερδήσωμεν, κατακτώμεν την αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
Η διδαχή του Χριστού πηγάζει «από του Πατρός των Φώτων»· συμφυής μετʼ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι. Ουδείς }201} εκ των ανθρώπων δύναται να συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το Ευαγγέλιον δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Όσον και εάν εντείνωμεν την προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη τελειότητι αυτής.
Η απόλυτος τελειότης δεν είναι εφικτή εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής, και είναι επικίνδυνον να αισθανώμεθα ικανοποιημένοι δια τα ήδη κεκτημένα. Όσοι δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, δεν γνωρίζουν την Θεοεγκατάλειψιν. Την εξ αυτής θλίψιν διέρχονται μόνον εκείνοι, οίτινες εγνώρισαν ήδη την αγαθότητα του Θεού και αγωνίζονται διʼ όλων των δυνάμεων αυτών, όπως παραμείνουν εν Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο άνθρωπος της χαράς της μετά του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του χωρισμού απʼ Αυτού. … «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες;». Η τοιαύτη τελεία κένωσις του «ανθρώπου Χριστού Ιησού» μετετράπη εις εξ ίσου τελείαν θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. }202}
Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι μέτρω, εις την κατάστασιν της κενώσεως, όπως αξιωθή να προσλάβη την σωτηρίαν, ήτις είναι πάντοτε ανάλογος προς το βάθος της προσωπικής αυτού κενώσεως. Τοιαύτη είναι η αγάπη του Θεού: Εν τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του Είναι, ουδέποτε ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, και είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς πάντας τους ερχομένους προς αυτήν. Εν τη Βασιλεία του Θεού Πατρός ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει όλον τον πόθον αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον τον κόσμον, τον Θείον και τον κτιστόν. Κατʼ αυτόν τον τρόπον άπαν το Είναι αποβαίνει το περιεχόμενον αυτής(ΣΥΜΒΟΛΟ). Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο άμετρος πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής.
Τουναντίον, ο εν αυταρεσκεία εγκλεισμός του ανθρώπου εν εαυτώ αποτελεί την άκραν στέρησιν και το σκότος του άδου. Ο έσχατος βαθμός εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν.
Η Θεία αγάπη αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως. }203}
Η χριστιανική τελειότης υπερβαίνει τον άνθρωπον: Είναι Θεία. Ο Κύριος εφανέρωσεν αυτήν εις ημάς δια της σαρκώσεως Αυτού. Ουδείς απεχώρησεν εκ του κόσμου τούτου φθάσας εις ίσον προς Αυτόν μέτρον τελειότητος. … Το ουράνιον πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα Μυστήρια αυτής, συγκρατεί δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό ουκ έστι κατʼ άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά διʼ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού». }206}
Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την φλόγα ταύτην, φέροντες εισέτι την γηίνην σάρκα. … Ενθυμούμαι ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, εκ συγκαταβάσεως προς εμέ, τον πένητα, είπέ ποτε: «Η φθαρτή φύσις ημών δεν δύναται να βαστάση το πλήρωμα της χάριτος· ένεκα τούτου η εμφάνισις του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν βραχυτάτη στιγμή· και τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του σώματος και του ψυχισμού υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος … Είναι ευκολώτερον να μεταφέρη τις δια γυμνών χειρών ανημμένους άνθρακας εις απόστασιν, λόγου χάριν, εκατόν μέτρων, ή να ανθέξη την χάριν ταύτην και να παραμείνη εν ζωή».
Οι φορείς τοιαύτης γνώσεως θέτουν την σφραγίδα αυτών επί πλήθους πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του πνεύματος της ζωής ανά τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος.
Ούτος (ο Χριστός) είναι ο «λίθος» ο αποδοκιμασθείς υπό των αρχόντων του κόσμου τούτου, αλλά κείμενος εν τω πραγματικώ είναι εις θεμέλιον παντός υπαρκτού. Όταν το υπʼ Αυτού ριφθέν }207} επί της Γης Πυρ εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, τότε μόνον ευρίσκει ούτος την δύναμιν να ακολουθήση Αυτόν εις την Γεσθημανή και τον Γολγοθάν. Να ακολουθήση βεβαίως Αυτόν πνεύματι, εν βαθεία οδύνη της συνόλου υπάρξεως αυτού. Τοιούτου είδους γνώσις του Κυρίου, του «κατελθόντος εκ των ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν της αναστάσεως.
Δίδεται εις αυτούς (τους χριστιανούς) η δια πείρας γνώσις των ζοφερών αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της Βασιλείας. Η Βασιλεία αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, διότι αύτη δεν είναί τι το «αντικειμενικώς» υπάρχον, αλλʼ είναι Αυτός Ούτος ο έχων την εξουσίαν να προσλάβη ημάς προς Εαυτόν ή, όπερ και ταυτόσημον, να σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και Αυτός εν ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος.
Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις ουδένα επιβάλλεται δια της βίας, αλλʼ αποκτάται, ως και παν άλλο δώρον του Θεού, διʼ εντατικού αγώνος προσευχής. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλʼ ότι παν το δια συνέσεως και δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την αιωνιότητα. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως δια της ενεργείας της χάριτος και αποκαταστήσωμεν εν ημίν την ικανότητα να προσλάβωμεν την θέωσιν. … Ο Θεός παραδίδει όντως εις ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως. Η προαιώνιος Θεία δόξα κατοικεί εντός των λελυτρωμένων υπʼ Αυτού, και τούτο, ουχί ως τι επιπρόσθετον –αλλότριον της φύσεως ημών-, ουχί ως παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου». Ουχί. Η αληθής θέωσις έγκειται εις το ότι η λογική φύσις μετέχει της ανάρχου ζωής του Ιδίου του Θεού κατά τρόπον ενεργόν και αναφαίρετον εις τους αιώνας. Εν άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού τρόπου, διʼ ου σαρκωθείς ο Θεός ενυποστασίασε –προσέλαβεν εν τη υποστάσει Αυτού- την κτισθείσαν υπʼ Αυτού μορφήν της υπάρξεως ημών. Εν τω μέλλοντι αιώνι η ενότης του Θεού μετά του ανθρώπου θα καταστή πλήρης εν παντί τω περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. Η τελευταία αύτη είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων και παραμένει }190} πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους.
Δια της συνεπούς διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της Θείας Αιωνιότητος.
Όταν η ψυχή κατά τρόπον υπαρκτικόν άπτηται της αιωνιότητος ταύτης, τότε εκπίπτουν αφʼ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφʼ ημάς η «ειρήνη του Χριστού» και λαμβάνομεν την δύναμιν «να αγαπώμεν τους εχθρούς». … Η ειρήνη του Χριστού είναι πολυτιμοτέρα παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. }191}
Είναι αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα ημών να είναι κεκαλυμμένον ένεκα του ψύχους και της αιδούς, προκειμένου ο νους ημών –το πνεύμα ημών- να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του Θείου Είναι, του υπό του Χριστού αποκαλυφθέντος εις ημάς. }192}
Ιʼ ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ
Δια της υπερηφανίας η ανθρωπότης υπετάγη εις την φθοράν. Είναι απαραίτητον όπως χειραγωγηθώμεν υπό της Ευαγγελικής διδαχής, ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ και επανέλθωμεν εις το πρωτόκτιστον πνευματικόν κάλλος. }193}
Η πίστις ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Σωτήρ του ανθρώπου δεν θα επιτρέψη να εκπέσωμεν απʼ Αυτού κατά την διάρκειαν της απροβλέπτου και ακαταλήπτου διαδικασίας της καθάρσεως ημών εκ του «πλούτου» της αμαρτίας. … Χάριν αυτών, των Αποστόλων και των Πατέρων, κατέχομεν την γνώσιν του μυστηρίου των οδών της σωτηρίας. Αι αδιόρατοι αύται οδοί κρέμανται υπεράνω αβύσσων. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει άλλη δύναμις, άλλη σύνεσις, ικανή να αποτρέψη την εκτροπήν ημών εκ των οδών τούτων και τον καταποντισμόν εις τας ζοφώδεις αβύσσους, ει μη η ακατάλυτος πίστις εις τον Χριστόν-Θεόν. «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».
ΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον ενώπιον του Απολύτου Είναι. Πάσαι αι προσπάθειαι ημών, όπως τηρήσωμεν αυτάς, αναποφεύκτως αποτυγχάνουν. Ανακαλύπτομεν την πλήρη ανικανότητα ημών δια την πορείαν ταύτην. Παρατηρούμεν εν ημίν δολιότητα πνεύματος-νου και πάθη καρδίας, άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος εκ της εκπτώσεως από του Θεού, εις τον Οποίον επιστεύσαμεν, είναι μέγας. Εκ του φόβου τούτου ερχόμεθα εις συντριβήν }194} καρδίας δια την κατάστασιν ημών. Απορρίπτομεν εκείνα, τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηίνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». Βεβαίως η πλέον βαρεία δοκιμασία έγκειται εις το ότι, παρά την άκραν έντασιν όπως παραμείνωμεν πιστοί εις τον Θεόν, υπομένομεν περιόδους εγκαταλείψεως υπό του Θεού. Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. Αισθανόμεθα ως να βαρύνη εφʼ ημών φοβερά τις κατάρα. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εις πάντα τα επίπεδα του είναι ημών: το πνεύμα, τον νουν, την καρδίαν, το σώμα. Εις παρομοίας ακριβώς στιγμάς το πνεύμα ημών συλλαμβάνει την βιβλικήν αποκάλυψιν περί της αυθεντικής τραγωδίας της πτώσεως του Ανθρώπου, και η πίστις εις την αγάπην του Χριστού παροτρύνει ημάς, όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια ημών, τοσούτον ευρύτερον διανοίγονται ενώπιον ημών τα έως τότε κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα.
Αύτη η μορφή κενώσεως ή ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται διʼ ανθρωπίνων προσπαθειών. Είναι δώρον του Θεού Σωτήρος. Είναι η χάρις της μετανοίας «εις άφεσιν αμαρτιών». Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλʼ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι διʼ ημάς φρικτόν: Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφʼ ημών.
Διʼ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας. }195} Διʼ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν εντός ημών ήδη νέα άκτιστος ενέργεια: Μετέχομεν του Θείου Είναι. Τότε έρχεται το Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς.
Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον τούτο. … Αναζητώ λόγους ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 211}. … Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την διδαχήν ταύτην, αλλʼ εμυήθην εις αυτήν, Θεία συγκαταβάσει, υπό του εκλεκτού (αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου) Αυτού. }196}
Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς εκείνην του Αδάμ. }197}
Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως, δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. … Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα μάθη «μήπως εις κενόν τρέχει». … η γνωριμία μετά των έργων των Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας ανάγκας μου. }198}
Ανακαλύπτων εν τοις συγγράμασιν αυτών ομοιότητα προς την εμπειρίαν μου, συνέβαινε να αισθάνωμαι κύμα ικανοποιήσεως, όπερ ως ελώδης ιλύς εκάλυπτε την καρδίαν μου. Τότε απεχώρει, ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός. Περιέπιπτον εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου. Εφαίνετο εις εμέ ότι ευρισκόμην προ αδιεξόδου: Δεν ηδυνάμην να είμαι αυτάρκης. Οσάκις όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις εμέ, τότε η «αριστερά» μου κατέστρεφε το παν. «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απʼ εμού.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Οι λόγοι ούτοι του Χριστού κείνται εις θεμέλιον της ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως θέωσιν. }199}
Είναι θλιβερόν να πειθώμεθα εις έκαστον βήμα περί της αδυναμίας ημών. Ο νους ημών είναι στενός, ίνα συλλάβη τα άγια προστάγματα Αυτού. }200}
Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς απαλλαγήν εκ του κληρονομηθέντος εν τη πτώσει ειδεχθούς πάθους της υπερηφανίας.
Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης παρά του Αδάμ, εις την περιοχήν του ανεσπέρου Φωτός του Χριστού εί
ναι γεγονός σημαντικώτερον πάντων των άλλων γεγονότων της γης. Σημείον της προσεγγίσεως εις το μέγα τούτο μυστήριον αποτελεί η εν ημίν εμφάνισις του αγίου μίσους προς ημάς αυτούς. … Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ οίκτου καταδικάζομεν εαυτούς εις τον άδην ως αναξίους του Θεού. Ούτως υπερνικώμεν την τάσιν να συγκαταβαίνωμεν εις τας αδυναμίας ημών, να συγχωρώμεν ευκόλως τας παραβάσεις ημών, ιδιαιτέρως όταν αύται διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ επιστρατεύεται πάσα η ύπαρξις ημών. Εάν κερδήσωμεν, κατακτώμεν την αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
Η διδαχή του Χριστού πηγάζει «από του Πατρός των Φώτων»· συμφυής μετʼ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι. Ουδείς }201} εκ των ανθρώπων δύναται να συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το Ευαγγέλιον δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Όσον και εάν εντείνωμεν την προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη τελειότητι αυτής.
Η απόλυτος τελειότης δεν είναι εφικτή εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής, και είναι επικίνδυνον να αισθανώμεθα ικανοποιημένοι δια τα ήδη κεκτημένα. Όσοι δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, δεν γνωρίζουν την Θεοεγκατάλειψιν. Την εξ αυτής θλίψιν διέρχονται μόνον εκείνοι, οίτινες εγνώρισαν ήδη την αγαθότητα του Θεού και αγωνίζονται διʼ όλων των δυνάμεων αυτών, όπως παραμείνουν εν Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο άνθρωπος της χαράς της μετά του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του χωρισμού απʼ Αυτού. … «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες;». Η τοιαύτη τελεία κένωσις του «ανθρώπου Χριστού Ιησού» μετετράπη εις εξ ίσου τελείαν θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. }202}
Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι μέτρω, εις την κατάστασιν της κενώσεως, όπως αξιωθή να προσλάβη την σωτηρίαν, ήτις είναι πάντοτε ανάλογος προς το βάθος της προσωπικής αυτού κενώσεως. Τοιαύτη είναι η αγάπη του Θεού: Εν τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του Είναι, ουδέποτε ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, και είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς πάντας τους ερχομένους προς αυτήν. Εν τη Βασιλεία του Θεού Πατρός ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει όλον τον πόθον αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον τον κόσμον, τον Θείον και τον κτιστόν. Κατʼ αυτόν τον τρόπον άπαν το Είναι αποβαίνει το περιεχόμενον αυτής(ΣΥΜΒΟΛΟ). Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο άμετρος πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής.
Τουναντίον, ο εν αυταρεσκεία εγκλεισμός του ανθρώπου εν εαυτώ αποτελεί την άκραν στέρησιν και το σκότος του άδου. Ο έσχατος βαθμός εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν.
Η Θεία αγάπη αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως. }203}
Η χριστιανική τελειότης υπερβαίνει τον άνθρωπον: Είναι Θεία. Ο Κύριος εφανέρωσεν αυτήν εις ημάς δια της σαρκώσεως Αυτού. Ουδείς απεχώρησεν εκ του κόσμου τούτου φθάσας εις ίσον προς Αυτόν μέτρον τελειότητος. … Το ουράνιον πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα Μυστήρια αυτής, συγκρατεί δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό ουκ έστι κατʼ άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά διʼ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού». }206}
Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την φλόγα ταύτην, φέροντες εισέτι την γηίνην σάρκα. … Ενθυμούμαι ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, εκ συγκαταβάσεως προς εμέ, τον πένητα, είπέ ποτε: «Η φθαρτή φύσις ημών δεν δύναται να βαστάση το πλήρωμα της χάριτος· ένεκα τούτου η εμφάνισις του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν βραχυτάτη στιγμή· και τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του σώματος και του ψυχισμού υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος … Είναι ευκολώτερον να μεταφέρη τις δια γυμνών χειρών ανημμένους άνθρακας εις απόστασιν, λόγου χάριν, εκατόν μέτρων, ή να ανθέξη την χάριν ταύτην και να παραμείνη εν ζωή».
Οι φορείς τοιαύτης γνώσεως θέτουν την σφραγίδα αυτών επί πλήθους πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του πνεύματος της ζωής ανά τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος.
Ούτος (ο Χριστός) είναι ο «λίθος» ο αποδοκιμασθείς υπό των αρχόντων του κόσμου τούτου, αλλά κείμενος εν τω πραγματικώ είναι εις θεμέλιον παντός υπαρκτού. Όταν το υπʼ Αυτού ριφθέν }207} επί της Γης Πυρ εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, τότε μόνον ευρίσκει ούτος την δύναμιν να ακολουθήση Αυτόν εις την Γεσθημανή και τον Γολγοθάν. Να ακολουθήση βεβαίως Αυτόν πνεύματι, εν βαθεία οδύνη της συνόλου υπάρξεως αυτού. Τοιούτου είδους γνώσις του Κυρίου, του «κατελθόντος εκ των ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν της αναστάσεως.
Δίδεται εις αυτούς (τους χριστιανούς) η δια πείρας γνώσις των ζοφερών αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της Βασιλείας. Η Βασιλεία αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, διότι αύτη δεν είναί τι το «αντικειμενικώς» υπάρχον, αλλʼ είναι Αυτός Ούτος ο έχων την εξουσίαν να προσλάβη ημάς προς Εαυτόν ή, όπερ και ταυτόσημον, να σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και Αυτός εν ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ
… Κατʼ εκείνην την Θεοεγκατάλειψιν, την οποίαν εξέφρασεν ούτος δια των λόγων «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», ήτο φανερά η Πρόνοια του Θεού, ήτις έδωκεν εις τον Σιλουανόν να }208} βυθισθή εις το σκότος της απογνώσεως, να γευθή την φρικαλέαν δια την ψυχήν νέκρωσιν, να σμικρυνθή μέχρι του μηδενός ένεκα της απʼ αυτού απομακρύνσεως του Θεού. Αλλʼ αυτή η κάθοδος εις τον άδην ητο η προετοιμασία της ψυχής αυτού, ίνα δεχθή τον εν μεγάλη δυνάμει εμφανισθέντα εις αυτόν Χριστόν.
«Ο Κύριος εδίδαξεν εμέ να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην και να μη απελπίζωμαι, και κατʼ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η ψυχή μου, αλλά τούτο δεν είναι εισέτι εκείνη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωσις, ήτις είναι απερίγραπτος …
Η ταπείνωσις του Χριστού ενοικεί εις τους ελαχίστους, και ούτοι χαίρουν, διότι είναι ελάχιστοι. … Η ταπείνωσις είναι Φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν-Φως». }209}
… είναι απαραίτητος, ως έδειξεν εις εμέ η πείρα μου ως πνευματικού, η υπόμνησις περί της απολεσθείσης υπό των πολλών γνώσεως των οδών της σωτηρίας (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 196}. }211}
«Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», εσκέφθη ο Άγιος. Επέπεσεν επʼ αυτόν πνεύμα απογνώσεως. Είχε την αίσθησιν ότι ο Θεός απεστράφη αυτόν έως τέλους και ότι δεν υπάρχει πλέον σωτηρία διʼ αυτόν. Η ψυχή αυτού ενατένιζεν εναργώς εις την αιωνίαν απώλειαν. Γράφει ούτος: «Το πνεύμα τούτο είναι τοσούτον απαίσιον και βασανιστικόν, ώστε είναι φοβερόν και να επαναφέρης αυτό εις την μνήμην. Είναι αδύνατον να βαστάση τούτο η ψυχή επί πολύ … μετέβην εις τον ναόν … και ατενίσας εις την εικόνα του Σωτήρος είπον: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Και ευθύς είδον εις την θέσιν της εικόνος τον Ζώντα Κύριον, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος επλήρωσε την ψυχήν και όλον το σώμα μου. Και ούτως εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός· και ηδέως επόθουν όπως πάσχω δια τον Χριστόν».
Το γεγονός αυτό καθʼ εαυτό της εμφανίσεως του Ζώντος Κυρίου εις τον Σιλουανόν, μετά την δοκιμασίαν αυτού, μαρτυρεί περί του ότι εν εκείνη τη ώρα η κατάστασις }212} του Αγίου Γέροντος δεν απείχε πολύ της καταστάσεως του Χριστού επί του Γολγοθά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες». Γνωρίζομεν ότι ο ορών ο,τιδήποτε Θείον οφείλει να ευρίσκηται και ο ίδιος εις κατάστασιν ανάλογον του ορωμένου.
… Εν θανασίμω θλίψει μετέβη (ο Σιλουανός) εις τον ναόν, και ευθύς ως προέφερε την προσευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είδεν Αυτόν Ζώντα· και πάσα η ύπαρξις αυτού επληρώθη του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μέχρι των ορίων των δυνάμεων αυτού. Εκ της οράσεως περιήλθεν ούτος εις πλήρη εξάντλησιν, και ο Κύριος εγένετο άφαντος. Δια του Πνεύματος όμως του Θεού ο Σιλουανός ηρπάγη εις τον ουρανόν, όπου ήκουσεν άρρητα ρήματα.
Η ζωή του χριστιανού είναι παράδοξος και εξαιρετικώς ιδιόμορφος. Η Θεοεγκατάλειψις και το σκότος της αιωνίου απωλείας συνυφαίνονται μετά της εμφανείας του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ως συμβαίνει και κατά την χάριν της μνήμης του θανάτου, η αιωνιότης παρουσιάζεται κατʼ αρχήν υπό αρνητικήν μορφήν, τουτέστιν ως γενική απόσβεσις της υπάρξεως, ύστερον όμως μεταβάλλεται εις θεωρίαν του Φωτός της αναστάσεως. }213}
Σπανίως, καθʼ όλην την διάρκειαν της ιστορίας της Εκκλησίας, εδόθη εις άνθρωπον να βιώση την κατά παραχώρησιν Θεού εγκατάλειψιν εις τοιούτον μέτρον, ως ο δούλος του Θεού του Υψίστου Σιλουανός. Ότε, κατά την εμφάνισιν του Χριστού, περιέλαμψεν αυτόν το μέγα }215} Φως, τότε, ό,τι εφαίνετο ως θανάσιμος εκ της Θεοεγκαταλείψεως πόνος, μετετράπη εις «ταπείνωσιν Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Αύτη είναι η οντολογική πλευρά της ανάρχου αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός, ο απόλυτος εν τη απείρω Αυτού παντοδυναμία, είναι απόλυτος διʼ ακαταλήπτου τρόπου και εις την «κένωσιν-ταπείνωσιν», Αυτού.
Όστις ηγάπησε φλογερώς τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν-Δημιουργόν ημών και Θεόν-Σωτήρα, αφεύκτως ζη δύο εκ διαμέτρου αντιθέτους φαινομενικώς καταστάσεις: την εις άδου κάθοδον και την εις ουρανούς ανάβασιν.
Η «διαπασών» της χριστιανικής ζωής υπερβαίνει αμέτρως την συνήθη ακοήν των ανθρώπων. «Υπερβαίνει» αυτήν και κατά το βάθος και κατά το ύψος. Δυστυχώς πλείστοι είναι εκείνοι, οίτινες δεν συλλαμβάνουν τα θαυμαστά κύματα του θείου ύμνου, τα εκπεμπόμενα εκ του ανεξιχνιάστου βάθους του προαιωνίου Είναι. Εις τον πιστεύοντα εις την Θεότητα του Χριστού, και δυνάμει της πίστεως ταύτης οικοδομούντα την ζωήν αυτού επί την πέτραν του λόγου-διδαχής Αυτού, αποκαλύπτονται απόκρυφοι άβυσσοι, ανυποψίαστοι δια τους μη αποδεχθέντας τον Χριστόν ως τον Αληθινόν Θεόν, ως την παναγίαν και απόλυτον Αυθεντίαν· την (άνευ βίας) Αυθεντίαν πρώτον της Αληθείας του Ανάρχου Γεγονότος και δεύτερον της Τελείας Αγάπης.
Ο μακάριος Γέρων διέκρινε δύο είδη ταπεινώσεως: Την ασκητικήν και την Θείαν. Ολίγας στιγμάς προ της τελευτής αυτού, εις ερώτησίν μου: «Γέροντα, θέλετε να αποθάνητε;», απεκρίθη: «Δεν εταπεινώθην εισέτι». Ουδεμίαν αμφιβολίαν έχω ότι ούτος είχεν υπʼ όψιν την απερίγραπτον (Θείαν) ταπείνωσιν του Χριστού, της οποίας ουδέποτε ηδύνατο να επιλησθή. }217}
Αύτη (η Απόλυτος Θεότης) ελκύει προς Εαυτήν την ψυχήν, και η ψυχή πάσχει, διότι δεν είναι εις θέσιν να περιλάβη την ζωήν ταύτην, και ούτω διέρχεται εσταυρωμένη τους χρόνους αυτής επί της γης. Και δεν δύναται να κατέλθη από του αοράτου τούτου σταυρού, διότι, οσάκις «κατέρχεται», έστω και εκ μέρους, ατονεί εν αυτή το ρεύμα της αληθούς αιωνιότητος.
Δυνάμερα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατʼ εξοχήν ζωή. Ζωή και }218} αγάπη «εις τέλος», μέχρι του αυτομίσους.
Εν τη Εκκλησία διδασκόμεθα να ζώμεν την γέννησιν του Υιού εν τη Αγία Τριάδι ως κένωσιν του Πατρός, Όστις προσφέρει Εαυτόν όλον εις τον Υιόν, εν παντί τω πληρώματι του ανάρχου Αυτού Είναι. Και ούτως, ο Υιός είναι ίσος προς τον Πατέρα εν τω απολύτω πληρώματι του Θείου Είναι. Ύστερον βλέπομεν την αντίστροφον κίνησιν: Ο Υιός εν τω αυτώ πληρώματι αυτοκενωτικής αγάπης, παραδίδει Εαυτόν εις τον Πατέρα και κατά την Θείαν και κατά την ανθρωπίνην φύσιν Αυτού. }219}
… Κατʼ εκείνην την Θεοεγκατάλειψιν, την οποίαν εξέφρασεν ούτος δια των λόγων «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», ήτο φανερά η Πρόνοια του Θεού, ήτις έδωκεν εις τον Σιλουανόν να }208} βυθισθή εις το σκότος της απογνώσεως, να γευθή την φρικαλέαν δια την ψυχήν νέκρωσιν, να σμικρυνθή μέχρι του μηδενός ένεκα της απʼ αυτού απομακρύνσεως του Θεού. Αλλʼ αυτή η κάθοδος εις τον άδην ητο η προετοιμασία της ψυχής αυτού, ίνα δεχθή τον εν μεγάλη δυνάμει εμφανισθέντα εις αυτόν Χριστόν.
«Ο Κύριος εδίδαξεν εμέ να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην και να μη απελπίζωμαι, και κατʼ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η ψυχή μου, αλλά τούτο δεν είναι εισέτι εκείνη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωσις, ήτις είναι απερίγραπτος …
Η ταπείνωσις του Χριστού ενοικεί εις τους ελαχίστους, και ούτοι χαίρουν, διότι είναι ελάχιστοι. … Η ταπείνωσις είναι Φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν-Φως». }209}
… είναι απαραίτητος, ως έδειξεν εις εμέ η πείρα μου ως πνευματικού, η υπόμνησις περί της απολεσθείσης υπό των πολλών γνώσεως των οδών της σωτηρίας (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 196}. }211}
«Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», εσκέφθη ο Άγιος. Επέπεσεν επʼ αυτόν πνεύμα απογνώσεως. Είχε την αίσθησιν ότι ο Θεός απεστράφη αυτόν έως τέλους και ότι δεν υπάρχει πλέον σωτηρία διʼ αυτόν. Η ψυχή αυτού ενατένιζεν εναργώς εις την αιωνίαν απώλειαν. Γράφει ούτος: «Το πνεύμα τούτο είναι τοσούτον απαίσιον και βασανιστικόν, ώστε είναι φοβερόν και να επαναφέρης αυτό εις την μνήμην. Είναι αδύνατον να βαστάση τούτο η ψυχή επί πολύ … μετέβην εις τον ναόν … και ατενίσας εις την εικόνα του Σωτήρος είπον: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Και ευθύς είδον εις την θέσιν της εικόνος τον Ζώντα Κύριον, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος επλήρωσε την ψυχήν και όλον το σώμα μου. Και ούτως εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός· και ηδέως επόθουν όπως πάσχω δια τον Χριστόν».
Το γεγονός αυτό καθʼ εαυτό της εμφανίσεως του Ζώντος Κυρίου εις τον Σιλουανόν, μετά την δοκιμασίαν αυτού, μαρτυρεί περί του ότι εν εκείνη τη ώρα η κατάστασις }212} του Αγίου Γέροντος δεν απείχε πολύ της καταστάσεως του Χριστού επί του Γολγοθά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες». Γνωρίζομεν ότι ο ορών ο,τιδήποτε Θείον οφείλει να ευρίσκηται και ο ίδιος εις κατάστασιν ανάλογον του ορωμένου.
… Εν θανασίμω θλίψει μετέβη (ο Σιλουανός) εις τον ναόν, και ευθύς ως προέφερε την προσευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είδεν Αυτόν Ζώντα· και πάσα η ύπαρξις αυτού επληρώθη του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μέχρι των ορίων των δυνάμεων αυτού. Εκ της οράσεως περιήλθεν ούτος εις πλήρη εξάντλησιν, και ο Κύριος εγένετο άφαντος. Δια του Πνεύματος όμως του Θεού ο Σιλουανός ηρπάγη εις τον ουρανόν, όπου ήκουσεν άρρητα ρήματα.
Η ζωή του χριστιανού είναι παράδοξος και εξαιρετικώς ιδιόμορφος. Η Θεοεγκατάλειψις και το σκότος της αιωνίου απωλείας συνυφαίνονται μετά της εμφανείας του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ως συμβαίνει και κατά την χάριν της μνήμης του θανάτου, η αιωνιότης παρουσιάζεται κατʼ αρχήν υπό αρνητικήν μορφήν, τουτέστιν ως γενική απόσβεσις της υπάρξεως, ύστερον όμως μεταβάλλεται εις θεωρίαν του Φωτός της αναστάσεως. }213}
Σπανίως, καθʼ όλην την διάρκειαν της ιστορίας της Εκκλησίας, εδόθη εις άνθρωπον να βιώση την κατά παραχώρησιν Θεού εγκατάλειψιν εις τοιούτον μέτρον, ως ο δούλος του Θεού του Υψίστου Σιλουανός. Ότε, κατά την εμφάνισιν του Χριστού, περιέλαμψεν αυτόν το μέγα }215} Φως, τότε, ό,τι εφαίνετο ως θανάσιμος εκ της Θεοεγκαταλείψεως πόνος, μετετράπη εις «ταπείνωσιν Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Αύτη είναι η οντολογική πλευρά της ανάρχου αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός, ο απόλυτος εν τη απείρω Αυτού παντοδυναμία, είναι απόλυτος διʼ ακαταλήπτου τρόπου και εις την «κένωσιν-ταπείνωσιν», Αυτού.
Όστις ηγάπησε φλογερώς τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν-Δημιουργόν ημών και Θεόν-Σωτήρα, αφεύκτως ζη δύο εκ διαμέτρου αντιθέτους φαινομενικώς καταστάσεις: την εις άδου κάθοδον και την εις ουρανούς ανάβασιν.
Η «διαπασών» της χριστιανικής ζωής υπερβαίνει αμέτρως την συνήθη ακοήν των ανθρώπων. «Υπερβαίνει» αυτήν και κατά το βάθος και κατά το ύψος. Δυστυχώς πλείστοι είναι εκείνοι, οίτινες δεν συλλαμβάνουν τα θαυμαστά κύματα του θείου ύμνου, τα εκπεμπόμενα εκ του ανεξιχνιάστου βάθους του προαιωνίου Είναι. Εις τον πιστεύοντα εις την Θεότητα του Χριστού, και δυνάμει της πίστεως ταύτης οικοδομούντα την ζωήν αυτού επί την πέτραν του λόγου-διδαχής Αυτού, αποκαλύπτονται απόκρυφοι άβυσσοι, ανυποψίαστοι δια τους μη αποδεχθέντας τον Χριστόν ως τον Αληθινόν Θεόν, ως την παναγίαν και απόλυτον Αυθεντίαν· την (άνευ βίας) Αυθεντίαν πρώτον της Αληθείας του Ανάρχου Γεγονότος και δεύτερον της Τελείας Αγάπης.
Ο μακάριος Γέρων διέκρινε δύο είδη ταπεινώσεως: Την ασκητικήν και την Θείαν. Ολίγας στιγμάς προ της τελευτής αυτού, εις ερώτησίν μου: «Γέροντα, θέλετε να αποθάνητε;», απεκρίθη: «Δεν εταπεινώθην εισέτι». Ουδεμίαν αμφιβολίαν έχω ότι ούτος είχεν υπʼ όψιν την απερίγραπτον (Θείαν) ταπείνωσιν του Χριστού, της οποίας ουδέποτε ηδύνατο να επιλησθή. }217}
Αύτη (η Απόλυτος Θεότης) ελκύει προς Εαυτήν την ψυχήν, και η ψυχή πάσχει, διότι δεν είναι εις θέσιν να περιλάβη την ζωήν ταύτην, και ούτω διέρχεται εσταυρωμένη τους χρόνους αυτής επί της γης. Και δεν δύναται να κατέλθη από του αοράτου τούτου σταυρού, διότι, οσάκις «κατέρχεται», έστω και εκ μέρους, ατονεί εν αυτή το ρεύμα της αληθούς αιωνιότητος.
Δυνάμερα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατʼ εξοχήν ζωή. Ζωή και }218} αγάπη «εις τέλος», μέχρι του αυτομίσους.
Εν τη Εκκλησία διδασκόμεθα να ζώμεν την γέννησιν του Υιού εν τη Αγία Τριάδι ως κένωσιν του Πατρός, Όστις προσφέρει Εαυτόν όλον εις τον Υιόν, εν παντί τω πληρώματι του ανάρχου Αυτού Είναι. Και ούτως, ο Υιός είναι ίσος προς τον Πατέρα εν τω απολύτω πληρώματι του Θείου Είναι. Ύστερον βλέπομεν την αντίστροφον κίνησιν: Ο Υιός εν τω αυτώ πληρώματι αυτοκενωτικής αγάπης, παραδίδει Εαυτόν εις τον Πατέρα και κατά την Θείαν και κατά την ανθρωπίνην φύσιν Αυτού. }219}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:45 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΙΑʼ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ
Ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος Θεός, έδωκεν εις ημάς εντολάς, αίτινες έχουν την ιδιότητα να ευρύνουν τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου μέχρι απειρότητος. Κατʼ αρχήν, εν τούτοις, ο πιστεύων εις την αιώνιαν αξίαν του ευαγγελικού λόγου εισάγεται εις τον εσώτερον χώρον της ψυχής θέτων εαυτόν απαύστως υπό την κρίσιν του Θεού. … Η ένθεος προσπάθεια ημών, όπως διαφυλάξωμεν τας εντολάς, θα έχη ως φυσικήν συνέπειαν την πλήρη επίγνωσιν της αδυναμίας ημών. }221}
Όσον εντονώτερος είναι ο τρόμος ημών μη τυχόν αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, τοσούτον μάλλον «απογυμνούται» όλος ο έσω ημών κόσμος και ενώπιον ημών αυτών και βεβαίως ενώπιον του Προσώπου του Θεού: … ο χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί εαυτόν όντως χείριστον πάντων.
Προ της εμφανίσεως εις ημάς του Θείου Φωτός ζώμεν ως τυφλοί. Άνευ του Φωτός τούτου δεν αναγνωρίζομεν την αμαρτίαν. Άνευ της ελλάμψεως Αυτού δεν αποκαλύπτεται εις ημάς η πτώσις του Ανθρώπου εν ταις πραγματικαίς αυτής διαστάσεσι. Μόνον το Πνεύμα το Άγιον εμπνέον ημάς καθιστά ικανούς να ίδωμεν κατʼ αρχήν την τραγικότητα της ιδίας ημών καταστάσεως, και κατόπιν μέσω αυτής να βιώσωμεν το μέγα δράμα της παγκοσμίου ιστορίας της ανθρωπότητος. Αι συνέπειαι της πτώσεως είναι νόσος ήτις δεν θεραπεύεται υπό των ιατρών της γης. }222}
Δεν ήτο γήινος ο φόβος: Δεν επεδίωκον ατελεύτητον παράτασιν της ζωής ταύτης. Η φρίκη μου προήρχετο εκ του ότι, μετά το γεγονός της συγκαταβάσεως του Θεού εις εμέ, έβλεπον υπό ποίων πληγών ήμην όλος ηλκωμένος. Ανεγνώριζον εαυτόν έως τέλους ανίκανον δια την Βασιλείαν του Αγίου Θεού. … «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος». Τούτο ήτο αφορήτως βαρύ διʼ εμέ, και πολλάκις απεπειράθην να εκφύγω των αγίων Αυτού χειρών, αλλά πάσαι αι προσπάθειαι απετύγχανον, διότι δεν είχον που να καταφύγω: Ουδέν εν τω κόσμω είλκυεν εμέ, ουδέν ηδύνατο να ικανοποιήση το πνεύμα μου. }223}
Ευθύς ως ο φόβος ούτος εξησθένει, ησθανόμην να αποχωρή απʼ εμού η ζώσα δύναμις· απεδυναμούτο η προσευχή, ο νους διεχέετο, η αίσθησις του Θείου απήρχετο εις την ομίχλην –απέθνησκον πνεύματι. … Ο τρόμος προ της αιωνίου απωλείας και ο θρήνος της μετανοίας δια τινος μυστηριώδους τρόπου, μετέβαλλον εμέ όλον εις «προσευχήν».
Ενώπιον του πνεύματος μου απεκαλύπτετο η αγαθή }224} αιωνιότης, ούσα εισέτι μακράν απʼ εμού, ωσαύτως όμως και το άχρονον σκότος, όπερ εγένετο γνωστόν δια της παρουσίας αυτού εντός μου. }225}
Εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εκτός των γηίνων κατηγοριών: Είναι έξω πάσης ιεραρχίας κοινωνικής, έτι δε και εκκλησιαστικής. Περί ουδενός άλλου λογίζεται, ει μη μόνον περί του Θεού, και παρίσταται Αυτώ μόνος Μόνω. }226}
Φυσική συνέπεια της τηρήσεως των εντολών του Κυρίου είναι η άκρα σμίκρυνσις ημών, τουτέστιν η κένωσις. Άνευ της βαθείας επιγνώσεως ότι είμεθα αληθώς γεννήματα του άδου εν τη πτώσει ημών, ουδέποτε θα επιτύχωμεν του πληρώματος της μετανοίας. Η ολοκληρωτική μετάνοια αποσπά ημάς από του θανασίμου εναγκαλισμού του εγωκεντρικού ατομισμού και εισάγει εις την θεωρίαν της θείας παγκοσμιότητος του Χριστού, «του αγαπήσαντος ημάς εις τέλος». Όταν μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης. Άνευ του Χριστού ουδέποτε θα περιβάλωμεν τον κόσμον δια της ζωηφόρου φλογός της Άνωθεν κατερχομένης χάριτος, ούτε θα συλλάβωμεν την οντολογικήν διάστασιν της «δευτέρας εντολής»: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Εις τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν εδόθη η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, ως και περί αυτού του ιδίου. … διʼ αυτής αποκαθίσταται η πρωτόκτιστος εικών του Ανθρώπου. Όστις δεν προσήγγισε τα όρια των καταστάσεων αυτών, ας μη τολμά να ονομάζη εαυτόν χριστιανόν άνευ φόβου και αισχύνης, αλλʼ ας συνειδητοποιή μετά πόνου ότι είναι ανάξιος της κλήσεως ταύτης. }228}
Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι Πυρ ζωοποιούν, ερριμμένον από των ουρανών επί της Γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και εν ταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς την αγάπην ταύτην. }229}
Η Θεία Αγάπη συνιστά τον πυρήνα του προαιωνίου Είναι· εν αυτή τη Αγάπη ευρίσκουν την υψηλοτέραν αυτών έκφρασιν πάντα τα λοιπά κατηγορήματα της Θεότητος: Σοφία, Βασιλεία, Δύναμις, Φως. Εν αυτή συνίσταται το κάλλος της ανάρχου και ασαλεύτου Βασιλείας.
Όταν η Αγάπη του Χριστού εύρη καρδίαν ετοίμην να αποδεχθή την φλόγα αυτής, σκηνοί εν αυτή. Η εξαίρετος όμως αύτη ευλογία δεν δίδει ανάπαυσιν εις τον διάκονον αυτής εν τω κόσμω τούτω, έως ότου επιτελέση ούτος το έργον αυτού.
Επώδυνος είναι η οδός η άγουσα εις την απόκτησιν της αγίας Αγάπης. Δεν είναι άραγε αυτός ο λόγος ένεκα του οποίου πολλοί εκπίπτουν του Χριστιανισμού …, αποκλίνουν από της σταυρικής οδού της αγάπης ταύτης προς άλλας οδούς;
Εις προνομιακάς στιγμάς είναι δυνατόν να εγγίση την γηίνην καρδίαν το άκτιστον Φως της αγάπης του Χριστού. Εν αυτή ευρίσκεται η Θεία αιωνιότης, }230} εν αυτή και ο μόνος και έσχατος σκοπός της ασκήσεως ημών.
Ο βαθύς θρήνος της συνόλου ημών υπάρξεως, όστις γεννάται εκ της καιομένης εν ημίν αγάπης κατά την ώραν της υπέρ του κόσμου προσευχής, δύναται να φθάση εις έντασιν υπερβαίνουσαν την αντοχήν ημών. Τότε το πνεύμα ημών εξέρχεται προς την Θείαν αιωνιότητα και η προσευχή παύει.
Όταν ο άνθρωπος ακολουθή τον Χριστόν διʼ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως αυτού, το πνεύμα αυτού αισθάνεται τον ορατόν τούτον κόσμον ως στενόν κελλίον φυλακής. Πάσα αγαθή κίνησις του πνεύματος αυτού προσκρούει εις την αγρίαν αντίστασιν των δυνάμεων του σκότους.
«Ο Θεός ημών αγάπη εστίν … Ούτος Πυρ εστι καταναλίσκον». Ουδόλως είναι εύκολον να πλησιάση τις το Πυρ τούτο. Ουδόλως είναι ακίνδυνον να επεκταθή τις }231} ομιλών περί του αγίου τούτου Πυρός. Ο φόβος συνθλίβει την ψυχήν, μη τυχόν αποδειχθή αναξία τούτου, κατά την εντεύθεν έξοδον αυτής. }232}
Ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος Θεός, έδωκεν εις ημάς εντολάς, αίτινες έχουν την ιδιότητα να ευρύνουν τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου μέχρι απειρότητος. Κατʼ αρχήν, εν τούτοις, ο πιστεύων εις την αιώνιαν αξίαν του ευαγγελικού λόγου εισάγεται εις τον εσώτερον χώρον της ψυχής θέτων εαυτόν απαύστως υπό την κρίσιν του Θεού. … Η ένθεος προσπάθεια ημών, όπως διαφυλάξωμεν τας εντολάς, θα έχη ως φυσικήν συνέπειαν την πλήρη επίγνωσιν της αδυναμίας ημών. }221}
Όσον εντονώτερος είναι ο τρόμος ημών μη τυχόν αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, τοσούτον μάλλον «απογυμνούται» όλος ο έσω ημών κόσμος και ενώπιον ημών αυτών και βεβαίως ενώπιον του Προσώπου του Θεού: … ο χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί εαυτόν όντως χείριστον πάντων.
Προ της εμφανίσεως εις ημάς του Θείου Φωτός ζώμεν ως τυφλοί. Άνευ του Φωτός τούτου δεν αναγνωρίζομεν την αμαρτίαν. Άνευ της ελλάμψεως Αυτού δεν αποκαλύπτεται εις ημάς η πτώσις του Ανθρώπου εν ταις πραγματικαίς αυτής διαστάσεσι. Μόνον το Πνεύμα το Άγιον εμπνέον ημάς καθιστά ικανούς να ίδωμεν κατʼ αρχήν την τραγικότητα της ιδίας ημών καταστάσεως, και κατόπιν μέσω αυτής να βιώσωμεν το μέγα δράμα της παγκοσμίου ιστορίας της ανθρωπότητος. Αι συνέπειαι της πτώσεως είναι νόσος ήτις δεν θεραπεύεται υπό των ιατρών της γης. }222}
Δεν ήτο γήινος ο φόβος: Δεν επεδίωκον ατελεύτητον παράτασιν της ζωής ταύτης. Η φρίκη μου προήρχετο εκ του ότι, μετά το γεγονός της συγκαταβάσεως του Θεού εις εμέ, έβλεπον υπό ποίων πληγών ήμην όλος ηλκωμένος. Ανεγνώριζον εαυτόν έως τέλους ανίκανον δια την Βασιλείαν του Αγίου Θεού. … «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος». Τούτο ήτο αφορήτως βαρύ διʼ εμέ, και πολλάκις απεπειράθην να εκφύγω των αγίων Αυτού χειρών, αλλά πάσαι αι προσπάθειαι απετύγχανον, διότι δεν είχον που να καταφύγω: Ουδέν εν τω κόσμω είλκυεν εμέ, ουδέν ηδύνατο να ικανοποιήση το πνεύμα μου. }223}
Ευθύς ως ο φόβος ούτος εξησθένει, ησθανόμην να αποχωρή απʼ εμού η ζώσα δύναμις· απεδυναμούτο η προσευχή, ο νους διεχέετο, η αίσθησις του Θείου απήρχετο εις την ομίχλην –απέθνησκον πνεύματι. … Ο τρόμος προ της αιωνίου απωλείας και ο θρήνος της μετανοίας δια τινος μυστηριώδους τρόπου, μετέβαλλον εμέ όλον εις «προσευχήν».
Ενώπιον του πνεύματος μου απεκαλύπτετο η αγαθή }224} αιωνιότης, ούσα εισέτι μακράν απʼ εμού, ωσαύτως όμως και το άχρονον σκότος, όπερ εγένετο γνωστόν δια της παρουσίας αυτού εντός μου. }225}
Εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εκτός των γηίνων κατηγοριών: Είναι έξω πάσης ιεραρχίας κοινωνικής, έτι δε και εκκλησιαστικής. Περί ουδενός άλλου λογίζεται, ει μη μόνον περί του Θεού, και παρίσταται Αυτώ μόνος Μόνω. }226}
Φυσική συνέπεια της τηρήσεως των εντολών του Κυρίου είναι η άκρα σμίκρυνσις ημών, τουτέστιν η κένωσις. Άνευ της βαθείας επιγνώσεως ότι είμεθα αληθώς γεννήματα του άδου εν τη πτώσει ημών, ουδέποτε θα επιτύχωμεν του πληρώματος της μετανοίας. Η ολοκληρωτική μετάνοια αποσπά ημάς από του θανασίμου εναγκαλισμού του εγωκεντρικού ατομισμού και εισάγει εις την θεωρίαν της θείας παγκοσμιότητος του Χριστού, «του αγαπήσαντος ημάς εις τέλος». Όταν μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης. Άνευ του Χριστού ουδέποτε θα περιβάλωμεν τον κόσμον δια της ζωηφόρου φλογός της Άνωθεν κατερχομένης χάριτος, ούτε θα συλλάβωμεν την οντολογικήν διάστασιν της «δευτέρας εντολής»: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Εις τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν εδόθη η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, ως και περί αυτού του ιδίου. … διʼ αυτής αποκαθίσταται η πρωτόκτιστος εικών του Ανθρώπου. Όστις δεν προσήγγισε τα όρια των καταστάσεων αυτών, ας μη τολμά να ονομάζη εαυτόν χριστιανόν άνευ φόβου και αισχύνης, αλλʼ ας συνειδητοποιή μετά πόνου ότι είναι ανάξιος της κλήσεως ταύτης. }228}
Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι Πυρ ζωοποιούν, ερριμμένον από των ουρανών επί της Γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και εν ταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς την αγάπην ταύτην. }229}
Η Θεία Αγάπη συνιστά τον πυρήνα του προαιωνίου Είναι· εν αυτή τη Αγάπη ευρίσκουν την υψηλοτέραν αυτών έκφρασιν πάντα τα λοιπά κατηγορήματα της Θεότητος: Σοφία, Βασιλεία, Δύναμις, Φως. Εν αυτή συνίσταται το κάλλος της ανάρχου και ασαλεύτου Βασιλείας.
Όταν η Αγάπη του Χριστού εύρη καρδίαν ετοίμην να αποδεχθή την φλόγα αυτής, σκηνοί εν αυτή. Η εξαίρετος όμως αύτη ευλογία δεν δίδει ανάπαυσιν εις τον διάκονον αυτής εν τω κόσμω τούτω, έως ότου επιτελέση ούτος το έργον αυτού.
Επώδυνος είναι η οδός η άγουσα εις την απόκτησιν της αγίας Αγάπης. Δεν είναι άραγε αυτός ο λόγος ένεκα του οποίου πολλοί εκπίπτουν του Χριστιανισμού …, αποκλίνουν από της σταυρικής οδού της αγάπης ταύτης προς άλλας οδούς;
Εις προνομιακάς στιγμάς είναι δυνατόν να εγγίση την γηίνην καρδίαν το άκτιστον Φως της αγάπης του Χριστού. Εν αυτή ευρίσκεται η Θεία αιωνιότης, }230} εν αυτή και ο μόνος και έσχατος σκοπός της ασκήσεως ημών.
Ο βαθύς θρήνος της συνόλου ημών υπάρξεως, όστις γεννάται εκ της καιομένης εν ημίν αγάπης κατά την ώραν της υπέρ του κόσμου προσευχής, δύναται να φθάση εις έντασιν υπερβαίνουσαν την αντοχήν ημών. Τότε το πνεύμα ημών εξέρχεται προς την Θείαν αιωνιότητα και η προσευχή παύει.
Όταν ο άνθρωπος ακολουθή τον Χριστόν διʼ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως αυτού, το πνεύμα αυτού αισθάνεται τον ορατόν τούτον κόσμον ως στενόν κελλίον φυλακής. Πάσα αγαθή κίνησις του πνεύματος αυτού προσκρούει εις την αγρίαν αντίστασιν των δυνάμεων του σκότους.
«Ο Θεός ημών αγάπη εστίν … Ούτος Πυρ εστι καταναλίσκον». Ουδόλως είναι εύκολον να πλησιάση τις το Πυρ τούτο. Ουδόλως είναι ακίνδυνον να επεκταθή τις }231} ομιλών περί του αγίου τούτου Πυρός. Ο φόβος συνθλίβει την ψυχήν, μη τυχόν αποδειχθή αναξία τούτου, κατά την εντεύθεν έξοδον αυτής. }232}
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος NIKOSZ την Παρ Φεβ 16, 2007 9:46 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ είχε πεί, ότι γνώρισε ένα Μοναχό ( πιθανώς ήταν ο ίδιος ), ο οποίος μετά από ( νομίζω ) 30 ( ή 20 ) χρόνια Μοναχικής ζωής, ΠΗΡΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ.
Τέλειος Θεός, και τέλειος και ΑΠΟΛΥΤΑ αναμάρτητος άνθρωπος, και ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ Σωτήρας τού κόσμου, Ιησούς Χριστός: «Εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, έως την συντέλεια τού κόσμου».