Αποσπ απο το βιβλιο "Ασκησις και θεωρια"
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Αποσπ απο το βιβλιο "Ασκησις και θεωρια"
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Ι. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Αʼ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
… εις την πραγματικήν ζωήν της Εκκλησίας η θεολογία νοείται προ παντός ως διαμονή εν τω Θεώ. Η ύπαρξις αφηρημένης θεολογίας, ως ακαδημαϊκής επιστήμης, καίτοι εμφανίζεται τρόπον τινα ως αναπόφευκτος δια την Εκκλησίαν του Χριστού εντός των ιστορικών συνθηκών του κόσμου τούτου εν τούτοις εγκυμονεί πάντοτε εν εαυτή τον κίνδυνον αποκοπής εκ της αυθεντικής εν Πνεύματι ζωής και δύναται ευκόλως να οδηγήση εις φιλοσοφικάς θεωρίας νόθου πίστεως ή }015} και άνευ πίστεως εις τας οποίας δεν υπάρχει η σώζουσα και ανακαινίζουσα ημάς δύναμις ως παρετήρησε Ρώσος φιλόσοφος.
Καθώς αυξάνει εν τω κόσμω η «δυναμική του ολέθρου», αυξάνουν και αι οδύναι της ανθρωπότητος, ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται και η συναίσθησις της ανάγκης υπερνικήσεως αυτών. … Όλοι ανεξαιρέτως πάσχουν. Οι μεν υπό αρνητικήν έννοιαν, παρασυρόμενοι εις το κοινόν ρεύμα των παθών του κόσμου τούτου οι δε υπό θετικήν έννοιαν, ένεκα της αγάπης αυτών προς την ανθρωπότητα. }016}
Χριστιανός διʼ ημάς είναι μόνον εκείνος ο οποίος δέχεται τον Χριστόν ως την απόλυτον Αλήθειαν και Δικαιοσύνην, ως τον μόνον Θεόν-Δημιουργόν και Θεόν-Σωτήρα. … Ο Χριστιανισμός αποτελεί διʼ ημάς μοναδικήν αποκλειστικότητα, και εις ουδεμίαν περίπτωσιν εξετάζεται ως μία εκ των «παραδόσεων» καθώς επιχειρείται υπό άλλων.
Αι εντολαί του Χριστού είναι αντανάκλασις της αιωνίου Θείας ζωής εις τον κόσμον ημών και συγχρόνως η οδός προς αυτήν. Εκάστη θεωρία όσον και εάν φαίνηται υψηλή και θεία, έξω του Χριστού δεν δύναται να καταυγάζηται εκ του Φωτός της Θεότητος. Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην ορίζομεν ως νόημα και σκοπόν της Ορθοδόξου ασκήσεως την τήρησιν των εντολών του Χριστού μετʼ αφοσιώσεως τοσούτον ολοκληρωτικής ώστε αύται να καταστούν ο μοναδικός και αιώνιος νόμος ολοκλήρου του είναι ημών. … η πρώτη … αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης … δευτέρα … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν …
Η ημετέρα αντίληψις περί ασκήσεως δύναται να προσδιορισθή συνθετικώς ως ελεύθερος και συνειδητός αγών ή πάλη δια την απόκτησιν της χριστιανικής τελειότητος. Αλλʼ η τελειότης ως ημείς εννοούμεν αυτήν ουδόλως εμπεριέχεται εις την κτιστήν φύσιν του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να αποκτηθή απλώς διʼ αναπτύξεως των δυνατοτήτων της φύσεως ταύτης, λαμβανομένης καθʼ εαυτήν εντός των ορίων αυτής. Η τελειότης ημών πραγματοποιείται μόνον }018} εν τω Θεώ και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου η άσκησις καθʼ εαυτήν ουδέποτε αποβαίνει διʼ ημάς σκοπός· αποτελεί μόνον μέσον μόνον εκδήλωσιν της ελευθερίας και συνέσεως ημών επί της οδού προς απόκτησιν της δωρεάς του Θεού.
… υπακοή ως υπερνίκησις της εγωϊστικής «ατομικής» θελήσεως ημών και ως μία εκ των υψηλών και θαυμασίων φανερώσεων της αγάπης ημών προς τον Θεόν και προς τον πλησίον … μελέτη εν τω λόγω του Θεού ουχί υπό την «εξωτερικήν» έννοιαν, ήτοι προς απόκτησιν ακαδημαϊκής γνώσεως, αλλά κατά τρόπον διαποτίζοντα ολόκληρον την ύπαρξιν διʼ εκείνου του πνεύματος της εν χάριτι ζωής και Θεογνωσίας, το οποίον εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν και τα έργα των Αγίων Πατέρων (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) }019} … μέχρις ότου έλθη η τα πάντα στερεούσα ενέργεια της Θείας Χάριτος να σφραγίση τους ασκητικούς αγώνας· πάσα μορφή ασκήσεως θα παραμένη ανθρώπινον μόνον έργον, και κατά συνέπειαν φθαρτόν.
Επί τη βάσει των ανωτέρω το παν εις την άσκησιν ημών έγκειται εις την επίτευξιν συμφωνίας της θελήσεως και της ζωής ημών μετά της θελήσεως και της ζωής του Ιδίου του Θεού. Η συμφωνία αύτη εκφράζεται και πραγματοποιείται κυρίως εν τη προσευχή και ως εκ τούτου η προσευχή αποτελεί την κορυφήν πασών των ασκητικών εργασιών και το κέντρον από του οποίου πάσα άλλη ενέργεια αντλεί την δύναμιν και ευρίσκει την επικύρωσιν αυτής. Η καλλιέργεια της ορθοδόξου ασκήσεως φθάνει την υψηλοτέραν αυτής έκφρασιν και τελειότητα εν τη προσευχή. Η αληθινή προσευχή εισάγει ημάς εις το Θείον Είναι δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. … Η τελειοτέρα εν τούτοις μορφή είναι η καλουμένη καθαρά προσευχή. Χάριν της αποκτήσεως της καθαράς αυτής προσευχής ο χριστιανός ασκητής εγκαταλείπει οπίσω αυτού τα πάντα (ΜΗΔΕΝ). Και εις την εγκατάλειψιν αυτήν συνίσταται, κατʼ ουσίαν, εκείνο το οποίον είναι εις πάντας ημάς γνωστόν ως μοναχική αποταγή του κόσμου.
… εάν γνωρίσωμεν εις τι συνίσταται η ουσία του μοναχισμού τότε }020} έκαστος εξ ημών θα επιτύχη ευκολώτερον την εφαρμογήν της γνώσεως ταύτης εις πάσας τας άλλας μορφάς της ανθρωπίνης ζωής, διότι ο μοναχισμός δεν αποτελεί άλλην τινά πίστιν διάφορον εκείνης των λοιπών χριστιανών. Ο μοναχισμός είναι μόνον άλλη μορφή ζωής, η οποία εκπηγάζει εξ αυτών των εντολών του Χριστού η τήρησις των οποίων απαιτεί άσκησιν. Δεν υπάρχει χριστιανός ο οποίος δεν οφείλει να είναι ασκητής. Ως εκ τούτου όταν ομιλώμεν περί της ουσίας της μοναχικής πολιτείας ομιλούμεν περί πράγματος οικείου εις έκαστον ορθόδοξον χριστιανόν.
Αλλʼ είναι δυνατόν θα ερωτήση τις να οικοδομήσωμεν ζωήν αυθεντικήν επί της αρνήσεως και της αποταγής; Ουχί βεβαίως. Και αι εντολαί του Χριστού έχουν χαρακτήρα εξ ολοκλήρου θετικόν –«αγαπήσεις»–, και εν γένει όλη η εν Θεώ ζωή οφείλει να είναι πράξις μόνον θετική. Εκεί όπου ενεργεί η Θεία αγάπη αγών υπό την έννοιαν της εκουσίου αρνητικής προσπαθείας προς υπερνίκησιν αυτών ή εκείνων των παθών, δεν υπάρχει. Εκείνος ο οποίος είναι πλήρης της αγάπης του Χριστού, εκείνος όστις κατέχει αυτήν την αγάπην τρόπον τινά «φυσικώς» αυτός δεν έχει ανάγκην να αρνηθή οιανδήποτε σχέσιν προς τον κόσμον, προκειμένου να αποφύγη την δουλείαν των παθών, διότι είναι ήδη ελεύθερος εξ αυτών. Εις την τοιαύτην κατάστασιν εκάστη ενέργεια του ανθρώπου επί του πνευματικού επιπέδου }021} ήτοι επί του επιπέδου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού δεν απαιτεί βίαν προς εαυτόν, αλλʼ αποτελεί φανέρωσιν μόνον αγάπης, ακόπου έτι δε και γλυκείας.
Ένεκα όμως της πτώσεως του ανθρώπου η καθαρώς θετική αύτη κατά τας ευαγγελικάς εντολάς ενέργεια, ως αδιάλειπτος διαμονή και αύξησις εν τω αγαθώ ως Θεία αγάπη, συμπλέκεται αναποφεύκτως – εντός των ορίων της παρούσης ζωής – μετά της αρνητικής προσπαθείας της ασκήσεως ήτοι του αγώνος αντιστάσεως προς τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας». … Η αποκατάστασις αυτού εις την πρωτόκτιστον φύσιν του ελευθέρου ανθρώπου, η αναγέννησις αυτού εις την αιώνιον Θείαν ζωήν, η μεταμόρφωσις και θέωσις ολοκλήρου της υπάρξεως αυτού, επιτελείται δια της συνεργίας του Θεού και του ανθρώπου. Εις τον τελευταίον ήτοι τον άνθρωπον επικρατεί η αρνητική προσπάθεια εις δε τον πρώτον ήτοι τον Θεόν κυριαρχεί πάντοτε μόνον η θετική πραγματικότης.
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η ιδέα της αποταγής του κόσμου ωδήγησε την πλειονότητα των ανθρώπων εις την θεώρησιν του μοναχισμού ως υποθέσεως καθʼ υπερβολήν θλιβεράς, βαρείας, σκοτεινής. }022}
Και εν τέλει τρίτη χάρις είναι το «μοναχικόν» τούτο πρότυπον ζωής το δοθέν εις τον άνθρωπον, εννοούμενον ως ουράνιος ζωή ως κατάβασις του αγγελικού κόσμου επί της γης, ως απόκτησις και πραγματοποίησις εν τη ιστορία εκείνου το οποίον κατά την ουσίαν αυτού κείται πέραν των ορίων αυτής. }023}
«Η πραγματική διαβολική υπερηφανία }024} είναι να αρνήται τις την υπάρχουσαν δωρεάν του Θεού ως μη υπάρχουσαν» (Αγ. Ιγνατίου Μπραντζιανίνωφ)
… εάν συγκεντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις τας εκδηλώσεις της εξωτερικής μόνον πλευράς της εκκλησιαστικής καθημερινότητος τότε ευκόλως δυνάμεθα να καταβληθώμεν τω πνεύματι, έτι δε και να «σκανδαλισθώμεν». Όταν όμως φέρωμεν εν εαυτοίς την βαθείαν συνείδησιν περί της ουσίας της Εκκλησίας και περί της εν Αυτή δοθείσης εις ημάς Θείας ζωής, τότε οιαδήποτε εξωτερική κατάστασις οσονδήποτε και εάν είναι ενίοτε δύσκολος και αποκρουστική ουδόλως θα δυνηθή να μεταθέση ημάς από της πέτρας της αγάπης του Χριστού, }025}
Ι. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Αʼ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
… εις την πραγματικήν ζωήν της Εκκλησίας η θεολογία νοείται προ παντός ως διαμονή εν τω Θεώ. Η ύπαρξις αφηρημένης θεολογίας, ως ακαδημαϊκής επιστήμης, καίτοι εμφανίζεται τρόπον τινα ως αναπόφευκτος δια την Εκκλησίαν του Χριστού εντός των ιστορικών συνθηκών του κόσμου τούτου εν τούτοις εγκυμονεί πάντοτε εν εαυτή τον κίνδυνον αποκοπής εκ της αυθεντικής εν Πνεύματι ζωής και δύναται ευκόλως να οδηγήση εις φιλοσοφικάς θεωρίας νόθου πίστεως ή }015} και άνευ πίστεως εις τας οποίας δεν υπάρχει η σώζουσα και ανακαινίζουσα ημάς δύναμις ως παρετήρησε Ρώσος φιλόσοφος.
Καθώς αυξάνει εν τω κόσμω η «δυναμική του ολέθρου», αυξάνουν και αι οδύναι της ανθρωπότητος, ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται και η συναίσθησις της ανάγκης υπερνικήσεως αυτών. … Όλοι ανεξαιρέτως πάσχουν. Οι μεν υπό αρνητικήν έννοιαν, παρασυρόμενοι εις το κοινόν ρεύμα των παθών του κόσμου τούτου οι δε υπό θετικήν έννοιαν, ένεκα της αγάπης αυτών προς την ανθρωπότητα. }016}
Χριστιανός διʼ ημάς είναι μόνον εκείνος ο οποίος δέχεται τον Χριστόν ως την απόλυτον Αλήθειαν και Δικαιοσύνην, ως τον μόνον Θεόν-Δημιουργόν και Θεόν-Σωτήρα. … Ο Χριστιανισμός αποτελεί διʼ ημάς μοναδικήν αποκλειστικότητα, και εις ουδεμίαν περίπτωσιν εξετάζεται ως μία εκ των «παραδόσεων» καθώς επιχειρείται υπό άλλων.
Αι εντολαί του Χριστού είναι αντανάκλασις της αιωνίου Θείας ζωής εις τον κόσμον ημών και συγχρόνως η οδός προς αυτήν. Εκάστη θεωρία όσον και εάν φαίνηται υψηλή και θεία, έξω του Χριστού δεν δύναται να καταυγάζηται εκ του Φωτός της Θεότητος. Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην ορίζομεν ως νόημα και σκοπόν της Ορθοδόξου ασκήσεως την τήρησιν των εντολών του Χριστού μετʼ αφοσιώσεως τοσούτον ολοκληρωτικής ώστε αύται να καταστούν ο μοναδικός και αιώνιος νόμος ολοκλήρου του είναι ημών. … η πρώτη … αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης … δευτέρα … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν …
Η ημετέρα αντίληψις περί ασκήσεως δύναται να προσδιορισθή συνθετικώς ως ελεύθερος και συνειδητός αγών ή πάλη δια την απόκτησιν της χριστιανικής τελειότητος. Αλλʼ η τελειότης ως ημείς εννοούμεν αυτήν ουδόλως εμπεριέχεται εις την κτιστήν φύσιν του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να αποκτηθή απλώς διʼ αναπτύξεως των δυνατοτήτων της φύσεως ταύτης, λαμβανομένης καθʼ εαυτήν εντός των ορίων αυτής. Η τελειότης ημών πραγματοποιείται μόνον }018} εν τω Θεώ και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου η άσκησις καθʼ εαυτήν ουδέποτε αποβαίνει διʼ ημάς σκοπός· αποτελεί μόνον μέσον μόνον εκδήλωσιν της ελευθερίας και συνέσεως ημών επί της οδού προς απόκτησιν της δωρεάς του Θεού.
… υπακοή ως υπερνίκησις της εγωϊστικής «ατομικής» θελήσεως ημών και ως μία εκ των υψηλών και θαυμασίων φανερώσεων της αγάπης ημών προς τον Θεόν και προς τον πλησίον … μελέτη εν τω λόγω του Θεού ουχί υπό την «εξωτερικήν» έννοιαν, ήτοι προς απόκτησιν ακαδημαϊκής γνώσεως, αλλά κατά τρόπον διαποτίζοντα ολόκληρον την ύπαρξιν διʼ εκείνου του πνεύματος της εν χάριτι ζωής και Θεογνωσίας, το οποίον εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν και τα έργα των Αγίων Πατέρων (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) }019} … μέχρις ότου έλθη η τα πάντα στερεούσα ενέργεια της Θείας Χάριτος να σφραγίση τους ασκητικούς αγώνας· πάσα μορφή ασκήσεως θα παραμένη ανθρώπινον μόνον έργον, και κατά συνέπειαν φθαρτόν.
Επί τη βάσει των ανωτέρω το παν εις την άσκησιν ημών έγκειται εις την επίτευξιν συμφωνίας της θελήσεως και της ζωής ημών μετά της θελήσεως και της ζωής του Ιδίου του Θεού. Η συμφωνία αύτη εκφράζεται και πραγματοποιείται κυρίως εν τη προσευχή και ως εκ τούτου η προσευχή αποτελεί την κορυφήν πασών των ασκητικών εργασιών και το κέντρον από του οποίου πάσα άλλη ενέργεια αντλεί την δύναμιν και ευρίσκει την επικύρωσιν αυτής. Η καλλιέργεια της ορθοδόξου ασκήσεως φθάνει την υψηλοτέραν αυτής έκφρασιν και τελειότητα εν τη προσευχή. Η αληθινή προσευχή εισάγει ημάς εις το Θείον Είναι δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. … Η τελειοτέρα εν τούτοις μορφή είναι η καλουμένη καθαρά προσευχή. Χάριν της αποκτήσεως της καθαράς αυτής προσευχής ο χριστιανός ασκητής εγκαταλείπει οπίσω αυτού τα πάντα (ΜΗΔΕΝ). Και εις την εγκατάλειψιν αυτήν συνίσταται, κατʼ ουσίαν, εκείνο το οποίον είναι εις πάντας ημάς γνωστόν ως μοναχική αποταγή του κόσμου.
… εάν γνωρίσωμεν εις τι συνίσταται η ουσία του μοναχισμού τότε }020} έκαστος εξ ημών θα επιτύχη ευκολώτερον την εφαρμογήν της γνώσεως ταύτης εις πάσας τας άλλας μορφάς της ανθρωπίνης ζωής, διότι ο μοναχισμός δεν αποτελεί άλλην τινά πίστιν διάφορον εκείνης των λοιπών χριστιανών. Ο μοναχισμός είναι μόνον άλλη μορφή ζωής, η οποία εκπηγάζει εξ αυτών των εντολών του Χριστού η τήρησις των οποίων απαιτεί άσκησιν. Δεν υπάρχει χριστιανός ο οποίος δεν οφείλει να είναι ασκητής. Ως εκ τούτου όταν ομιλώμεν περί της ουσίας της μοναχικής πολιτείας ομιλούμεν περί πράγματος οικείου εις έκαστον ορθόδοξον χριστιανόν.
Αλλʼ είναι δυνατόν θα ερωτήση τις να οικοδομήσωμεν ζωήν αυθεντικήν επί της αρνήσεως και της αποταγής; Ουχί βεβαίως. Και αι εντολαί του Χριστού έχουν χαρακτήρα εξ ολοκλήρου θετικόν –«αγαπήσεις»–, και εν γένει όλη η εν Θεώ ζωή οφείλει να είναι πράξις μόνον θετική. Εκεί όπου ενεργεί η Θεία αγάπη αγών υπό την έννοιαν της εκουσίου αρνητικής προσπαθείας προς υπερνίκησιν αυτών ή εκείνων των παθών, δεν υπάρχει. Εκείνος ο οποίος είναι πλήρης της αγάπης του Χριστού, εκείνος όστις κατέχει αυτήν την αγάπην τρόπον τινά «φυσικώς» αυτός δεν έχει ανάγκην να αρνηθή οιανδήποτε σχέσιν προς τον κόσμον, προκειμένου να αποφύγη την δουλείαν των παθών, διότι είναι ήδη ελεύθερος εξ αυτών. Εις την τοιαύτην κατάστασιν εκάστη ενέργεια του ανθρώπου επί του πνευματικού επιπέδου }021} ήτοι επί του επιπέδου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού δεν απαιτεί βίαν προς εαυτόν, αλλʼ αποτελεί φανέρωσιν μόνον αγάπης, ακόπου έτι δε και γλυκείας.
Ένεκα όμως της πτώσεως του ανθρώπου η καθαρώς θετική αύτη κατά τας ευαγγελικάς εντολάς ενέργεια, ως αδιάλειπτος διαμονή και αύξησις εν τω αγαθώ ως Θεία αγάπη, συμπλέκεται αναποφεύκτως – εντός των ορίων της παρούσης ζωής – μετά της αρνητικής προσπαθείας της ασκήσεως ήτοι του αγώνος αντιστάσεως προς τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας». … Η αποκατάστασις αυτού εις την πρωτόκτιστον φύσιν του ελευθέρου ανθρώπου, η αναγέννησις αυτού εις την αιώνιον Θείαν ζωήν, η μεταμόρφωσις και θέωσις ολοκλήρου της υπάρξεως αυτού, επιτελείται δια της συνεργίας του Θεού και του ανθρώπου. Εις τον τελευταίον ήτοι τον άνθρωπον επικρατεί η αρνητική προσπάθεια εις δε τον πρώτον ήτοι τον Θεόν κυριαρχεί πάντοτε μόνον η θετική πραγματικότης.
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η ιδέα της αποταγής του κόσμου ωδήγησε την πλειονότητα των ανθρώπων εις την θεώρησιν του μοναχισμού ως υποθέσεως καθʼ υπερβολήν θλιβεράς, βαρείας, σκοτεινής. }022}
Και εν τέλει τρίτη χάρις είναι το «μοναχικόν» τούτο πρότυπον ζωής το δοθέν εις τον άνθρωπον, εννοούμενον ως ουράνιος ζωή ως κατάβασις του αγγελικού κόσμου επί της γης, ως απόκτησις και πραγματοποίησις εν τη ιστορία εκείνου το οποίον κατά την ουσίαν αυτού κείται πέραν των ορίων αυτής. }023}
«Η πραγματική διαβολική υπερηφανία }024} είναι να αρνήται τις την υπάρχουσαν δωρεάν του Θεού ως μη υπάρχουσαν» (Αγ. Ιγνατίου Μπραντζιανίνωφ)
… εάν συγκεντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις τας εκδηλώσεις της εξωτερικής μόνον πλευράς της εκκλησιαστικής καθημερινότητος τότε ευκόλως δυνάμεθα να καταβληθώμεν τω πνεύματι, έτι δε και να «σκανδαλισθώμεν». Όταν όμως φέρωμεν εν εαυτοίς την βαθείαν συνείδησιν περί της ουσίας της Εκκλησίας και περί της εν Αυτή δοθείσης εις ημάς Θείας ζωής, τότε οιαδήποτε εξωτερική κατάστασις οσονδήποτε και εάν είναι ενίοτε δύσκολος και αποκρουστική ουδόλως θα δυνηθή να μεταθέση ημάς από της πέτρας της αγάπης του Χριστού, }025}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Βʼ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΑΠΟΤΑΓΗΣ
Άνθρωποι τινες ανδρούμενοι εν τη Εκκλησία δια των αιωνοβίων παραδόσεων Αυτής, δια της υπερόχου λατρείας, των θείων μυστηρίων των ανεξαντλήτων λειτουργικών και δογματικών θησαυρών – δυνάμει των οποίων γεννάται εντός αυτών αγαλλίασις και ειρήνη – δεν υπόκεινται εις οξείας κρίσεις και βιαίας μεταστροφάς. Η πνευματική αυτών αύξησις συντελείται άνευ θυελλωδών ρήξεων. Ενίοτε εις τοιαύτας ψυχάς γεννάται εκ νεότητος εισέτι βαθεία και ισχυρά έφεσις προς τον Θεόν, η οποία κυριαρχεί εφʼ όλου του είναι αυτών. Αι τοιαύται ψυχαί προσέρχονται εις τον μοναχισμόν κατά τρόπον απλούν και φυσικόν. (ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΜΗ ΙΔΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ)
Εντελώς διάφορος είναι η περίπτωσις εκείνων οι οποίοι ούτως ή άλλως απώλεσαν τον Θεόν, επορεύθησαν μακράν Αυτού ή και επάλαισαν μετʼ Αυτού. Η «μεταστροφή» αυτών λαμβάνει συνήθως μορφήν οξείας εσωτερικής κρίσεως, συνοδευομένης πολλάκις υπό κλονισμών και δαιταραχών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις είναι δυνατόν να προκληθούν ψυχικαί ασθένειαι ή άλλαι ψυχοπαθολογικαί καταστάσεις μέχρι παραφροσύνης. Η πνευματική αναγέννησις τοιούτων ανθρώπων ενίοτε εξ εσχάτης – από πάσης επόψεως – πτώσεως επιτελείται δυνάμει εντόνου βιώσεως της χάριτος, η οποία επί ψυχολογικού επιπέδου εμφανίζεται ως ιδιαίτερον είδος «αποφασιστικότητος». }028}
Η χάρις εισάγουσα τον άνθρωπον εις τον κόσμον του Θείου Φωτός, παρά την ελκυστικήν αυτής δύναμιν, δεν αίρει την ελευθερίαν της βουλήσεως αυτού ούτε απαλλάσσει αυτόν τελείως εκ περαιτέρω πάλης, έτι δε και από αμφιταλαντεύσεων. Οι λαβόντες πείραν της χάριτος εκτίθενται εις πειρασμούς και δυνατόν να φθάσουν έτι μέχρι δαινομικού σκοτασμού, οπότε η αποκτηθείσα γνώσις, καταλιπούσα αναποφεύκτως βαθέα ίχνη εις την νοητικήν συνείδησιν του ανθρώπου, δυνατόν να παραδοθή εις την υπηρεσίαν του κακού.
… οι Άγιοι Πατέρες ουδέποτε κατεφρόνησαν οιονδήποτε είδος κλήσεως, διότι η ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζει πλήθος περιπτώσεων κατά }029} τας οποίας οι κληθέντες κατά το τρίτον είδος, ήτοι εξ ανάγκης, κατώρθωσαν να επιτύχουν εις το τέλος της οδού αυτών μεγαλυτέραν τελειότητα, ή οι κληθέντες έτι και κατά το πρώτον είδος (εσωτερική έμπνευσις). Όθεν οι Πατέρες έκρινον ουχί εκ της αρχής της οδού, αλλά εκ της τελειώσεως αυτής.
… τρεις αποταγαί …
Πρώτον όταν σωματικώς εγκαταλείπωμεν πλούτον και κτήσεις του κόσμου τούτου. Δεύτερον όταν εγκαταλείπωμεν τας προτέρας συνηθείας και τα πάθη, τόσον του σώματος όσον και της ψυχής. Και εν τέλει τρίτον όταν αποχωρίζωμεν τον νουν από παντός ορατού και προσκαίρου, και βυθιζώμεθα εν πνεύματι εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. (αββάς Παφνούτιος)
«… την πάντων των πραγμάτων και ανθρώπων και γονέων· και την εκκοπήν του ιδίου θελήματος· }030} και τρίτην αποταγήν της κενοδοξίας της επακολουθούσης τη υπακοή» (αγ. Ιωάννης Κλίμακος)
Ο τελευταίος (άγιος Παφνούτιος) εις την τρίτην αποταγήν ομιλεί περί της αποσπάσεως του νοός από παντός ορατού και της καταδύσεως του πνεύματος εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. Εν τη ψυχή του μη εισέτι κεκαθαρμένου από των παθών ασκητού δύναται η διατύπωσις αύτη να διεγείρη την ενέργειαν της φαντασίας, διότι το «αόρατον και αιώνιον» θα ηδύνατο να είπη τις, ίσταται εισέτι εκτός του ανθρώπου· Η διατύπωσις δε του Αγίου Ιωάννου –«αποταγή κενοδοξίας»– εισάγει τον ασκητήν εις αυτό τούτο το βάθος της εσωτερικής πάλης, και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλʼ αναγκάζει αυτόν να νήφη έως τέλους. }032}
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι, ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπερνίκησις της εξουσίας του κόσμου εφʼ ημάς.
… «δια Χριστόν σαλούς». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής.
Ο σκοπός του «δια Χριστόν σαλού» είναι να καταφρονήται υπό του κόσμου και των ανθρώπων. Πολλοί δεν δύνανται να εννοήσουν την άσκησιν ταύτην και διακρίνουν εν αυτή διαστροφήν, ενώ κατʼ ουσίαν είναι ο ύψιστος βαθμός αποφυγής της δόξης παρά των ανθρώπων, και εν τούτω ακριβώς έγκειται η νίκη επί του κόσμου. Ο Κύριος λέγει: «Ου θέλετε ελθείν προς Με ίνα ζωήν έχητε. Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω· αλλʼ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς … Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;». Εκ των λόγων τούτων του Χριστού συμπεραίνομεν ότι η αποδοχή της «δόξης παρά ανθρώπων» είναι πρόσκομμα έτι και δια την πίστιν. Θέλω να είπω ότι, εάν διʼ αυτής της ζωής ημών ακολουθήσωμεν την κατά τον Ιωάννην αποταγήν της κενοδοξίας, τότε θα ίδωμεν ότι αύτη κατά τον ασφαλέστερον τρόπον θα οδηγήση τον άνθρωπον ακριβώς εις το να μετοικήση ούτος δια του νοός και του πνεύματος αυτού εις τον Θείον κόσμον, εξερχόμενος }033} του προσκαίρου.
Και ούτως εάν το Ευαγγέλιον τούτο δεν είναι «κατά άνθρωπον» και ούτε διδάσκηται υπʼ ανθρώπων, τότε αναμφιβόλως η τρίτη αποταγή κατά τον Ιωάννην, ήτοι η της κενοδοξίας, αποτελεί την ευθείαν οδόν, ήτις οδηγεί εις την μετοίκησιν του πνεύματος ημών εις τον Θείον κόσμον. }034}
Εκείνος ο οποίος πριν ή ασκηθή εις τα ταπεινότερα, αναγινώσκων τα έργα των Αγίων Πατέρων, ορμά υπερηφάνως να ανέλθη εις το ύψος της καθαράς προσευχής, ήτοι προς τον τελευταίον σταυρόν, ούτος κατακρημνίζεται οικτρώς εις την γην. … η πλήρης εγκατάλειψις εις το θέλημα του Θεού είναι ουχί άλλο τι αλλʼ η τρίτη αποταγή …
Άνθρωποι τινες ανδρούμενοι εν τη Εκκλησία δια των αιωνοβίων παραδόσεων Αυτής, δια της υπερόχου λατρείας, των θείων μυστηρίων των ανεξαντλήτων λειτουργικών και δογματικών θησαυρών – δυνάμει των οποίων γεννάται εντός αυτών αγαλλίασις και ειρήνη – δεν υπόκεινται εις οξείας κρίσεις και βιαίας μεταστροφάς. Η πνευματική αυτών αύξησις συντελείται άνευ θυελλωδών ρήξεων. Ενίοτε εις τοιαύτας ψυχάς γεννάται εκ νεότητος εισέτι βαθεία και ισχυρά έφεσις προς τον Θεόν, η οποία κυριαρχεί εφʼ όλου του είναι αυτών. Αι τοιαύται ψυχαί προσέρχονται εις τον μοναχισμόν κατά τρόπον απλούν και φυσικόν. (ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΜΗ ΙΔΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ)
Εντελώς διάφορος είναι η περίπτωσις εκείνων οι οποίοι ούτως ή άλλως απώλεσαν τον Θεόν, επορεύθησαν μακράν Αυτού ή και επάλαισαν μετʼ Αυτού. Η «μεταστροφή» αυτών λαμβάνει συνήθως μορφήν οξείας εσωτερικής κρίσεως, συνοδευομένης πολλάκις υπό κλονισμών και δαιταραχών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις είναι δυνατόν να προκληθούν ψυχικαί ασθένειαι ή άλλαι ψυχοπαθολογικαί καταστάσεις μέχρι παραφροσύνης. Η πνευματική αναγέννησις τοιούτων ανθρώπων ενίοτε εξ εσχάτης – από πάσης επόψεως – πτώσεως επιτελείται δυνάμει εντόνου βιώσεως της χάριτος, η οποία επί ψυχολογικού επιπέδου εμφανίζεται ως ιδιαίτερον είδος «αποφασιστικότητος». }028}
Η χάρις εισάγουσα τον άνθρωπον εις τον κόσμον του Θείου Φωτός, παρά την ελκυστικήν αυτής δύναμιν, δεν αίρει την ελευθερίαν της βουλήσεως αυτού ούτε απαλλάσσει αυτόν τελείως εκ περαιτέρω πάλης, έτι δε και από αμφιταλαντεύσεων. Οι λαβόντες πείραν της χάριτος εκτίθενται εις πειρασμούς και δυνατόν να φθάσουν έτι μέχρι δαινομικού σκοτασμού, οπότε η αποκτηθείσα γνώσις, καταλιπούσα αναποφεύκτως βαθέα ίχνη εις την νοητικήν συνείδησιν του ανθρώπου, δυνατόν να παραδοθή εις την υπηρεσίαν του κακού.
… οι Άγιοι Πατέρες ουδέποτε κατεφρόνησαν οιονδήποτε είδος κλήσεως, διότι η ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζει πλήθος περιπτώσεων κατά }029} τας οποίας οι κληθέντες κατά το τρίτον είδος, ήτοι εξ ανάγκης, κατώρθωσαν να επιτύχουν εις το τέλος της οδού αυτών μεγαλυτέραν τελειότητα, ή οι κληθέντες έτι και κατά το πρώτον είδος (εσωτερική έμπνευσις). Όθεν οι Πατέρες έκρινον ουχί εκ της αρχής της οδού, αλλά εκ της τελειώσεως αυτής.
… τρεις αποταγαί …
Πρώτον όταν σωματικώς εγκαταλείπωμεν πλούτον και κτήσεις του κόσμου τούτου. Δεύτερον όταν εγκαταλείπωμεν τας προτέρας συνηθείας και τα πάθη, τόσον του σώματος όσον και της ψυχής. Και εν τέλει τρίτον όταν αποχωρίζωμεν τον νουν από παντός ορατού και προσκαίρου, και βυθιζώμεθα εν πνεύματι εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. (αββάς Παφνούτιος)
«… την πάντων των πραγμάτων και ανθρώπων και γονέων· και την εκκοπήν του ιδίου θελήματος· }030} και τρίτην αποταγήν της κενοδοξίας της επακολουθούσης τη υπακοή» (αγ. Ιωάννης Κλίμακος)
Ο τελευταίος (άγιος Παφνούτιος) εις την τρίτην αποταγήν ομιλεί περί της αποσπάσεως του νοός από παντός ορατού και της καταδύσεως του πνεύματος εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. Εν τη ψυχή του μη εισέτι κεκαθαρμένου από των παθών ασκητού δύναται η διατύπωσις αύτη να διεγείρη την ενέργειαν της φαντασίας, διότι το «αόρατον και αιώνιον» θα ηδύνατο να είπη τις, ίσταται εισέτι εκτός του ανθρώπου· Η διατύπωσις δε του Αγίου Ιωάννου –«αποταγή κενοδοξίας»– εισάγει τον ασκητήν εις αυτό τούτο το βάθος της εσωτερικής πάλης, και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλʼ αναγκάζει αυτόν να νήφη έως τέλους. }032}
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι, ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπερνίκησις της εξουσίας του κόσμου εφʼ ημάς.
… «δια Χριστόν σαλούς». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής.
Ο σκοπός του «δια Χριστόν σαλού» είναι να καταφρονήται υπό του κόσμου και των ανθρώπων. Πολλοί δεν δύνανται να εννοήσουν την άσκησιν ταύτην και διακρίνουν εν αυτή διαστροφήν, ενώ κατʼ ουσίαν είναι ο ύψιστος βαθμός αποφυγής της δόξης παρά των ανθρώπων, και εν τούτω ακριβώς έγκειται η νίκη επί του κόσμου. Ο Κύριος λέγει: «Ου θέλετε ελθείν προς Με ίνα ζωήν έχητε. Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω· αλλʼ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς … Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;». Εκ των λόγων τούτων του Χριστού συμπεραίνομεν ότι η αποδοχή της «δόξης παρά ανθρώπων» είναι πρόσκομμα έτι και δια την πίστιν. Θέλω να είπω ότι, εάν διʼ αυτής της ζωής ημών ακολουθήσωμεν την κατά τον Ιωάννην αποταγήν της κενοδοξίας, τότε θα ίδωμεν ότι αύτη κατά τον ασφαλέστερον τρόπον θα οδηγήση τον άνθρωπον ακριβώς εις το να μετοικήση ούτος δια του νοός και του πνεύματος αυτού εις τον Θείον κόσμον, εξερχόμενος }033} του προσκαίρου.
Και ούτως εάν το Ευαγγέλιον τούτο δεν είναι «κατά άνθρωπον» και ούτε διδάσκηται υπʼ ανθρώπων, τότε αναμφιβόλως η τρίτη αποταγή κατά τον Ιωάννην, ήτοι η της κενοδοξίας, αποτελεί την ευθείαν οδόν, ήτις οδηγεί εις την μετοίκησιν του πνεύματος ημών εις τον Θείον κόσμον. }034}
Εκείνος ο οποίος πριν ή ασκηθή εις τα ταπεινότερα, αναγινώσκων τα έργα των Αγίων Πατέρων, ορμά υπερηφάνως να ανέλθη εις το ύψος της καθαράς προσευχής, ήτοι προς τον τελευταίον σταυρόν, ούτος κατακρημνίζεται οικτρώς εις την γην. … η πλήρης εγκατάλειψις εις το θέλημα του Θεού είναι ουχί άλλο τι αλλʼ η τρίτη αποταγή …
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Γʼ ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΚΛΗΣΕΩΣ
… πρέπει να τονίσωμεν ενταύθα εκ νέου ότι πάσαι αι τάξεις αύται αφιερώσεως, κουράς και υποσχέσεων δεν είναι απολύτως αναγκαίαι δια την απόκτησιν της Θείας αγάπης και τελειότητος. Η τελευταία καθίσταται δυνατή και εκτός του μοναχισμού, αλλʼ όμως δια παρομοίου πάντοτε τρόπου ζωής. Όπως ακριβώς εγράφη περί του Χριστού, «το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι», πας άνθρωπος δύναται να αυξάνη και να κραταιούται πνευματικώς, χωρίς να είναι μοναχός. Η δε πείρα της Εκκλησίας κατέδειξε το όφελος των μεθόδων αυτών. }037}
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η κλήσις του μοναχού να απαρνηθή την αγάπην των γονέων και εν γένει τον κόσμον, όπως ζήση καθʼ ομοίωσιν του Χριστού εν τη πράξει της ζωής, οδηγεί την ψυχήν εις βαθύτατον εσωτερικόν διχασμόν ή ως θα ελέγομεν δια της συγχρόνου ορολογίας εις «σύμπλεγμα». Εν τη ψυχή του ανθρώπου γεννώνται μεγάλαι θύελλαι, και όστις στερείται της καταλλήλου καθοδηγήσεως, της απορρεούσης εκ της δισχιλιετούς πείρας της Εκκλησίας, δύναται πολλάκις ουχί μόνον να ταλαιπωρηθή αλλά και να απολεσθή. }041}
Είναι δύσκολον να εύρωμεν λόγους οι οποίοι θα απεδείκνυον την αναγκαιότητα της ωθήσεως του εσωτερικού «συμπλέγματος» μέχρι του εσχάτου δυνατού βαθμού ούτως ώστε να φανερωθούν τα βάθη της ψυχής. Πώς να εκφράση τις δια λόγων την ανάγκην συνδυασμού ταυτοχρόνου διαμονής του νοός ημών και εν τω άδη και εν τω Θεώ; Πώς να εξηγήση τις ότι μόνον υπʼ αυτόν τον όρον κατορθούται το πλήρωμα της ανθρωπίνης ζωής και εν ταυτώ εκείνη η σταθερότης του γνησίως υγιούς πνεύματος, η οποία απομακρύνει τας εσωτερικάς ταλαντεύσεις; Ποίος εξ ημών δεν γνωρίζει την ασθένειαν της εναλλαγής των πνευματικών «αναβάσεων» και «πτώσεων»; Και ιδού όταν ο άνθρωπος κατέρχηται εις τον άδην της εσωτερικής πάλης φέρων εν εαυτώ τον Θεόν, τότε εκφεύγει ούτος τας παθολογικάς αμφιταλαντεύσεις. Δεν υπάρχουν τότε «αναβάσεις» και «πτώσεις», διότι η πληρότης έχει επιτευχθή. }042}
Εάν προσπαθήσωμεν να συγκρίνωμεν τας συνήθεις αντιλήψεις των ανθρώπων γενικώς περί αγιότητος, αγάπης και πραότητος, θα ίδωμεν ότι δεν συμβιβάζονται αύται μετά των αντιστοίχων του Ευαγγελίου. Ούτω την πραότητα πολλοί εκλαμβάνουν ως φυσικόν «ειρηνικόν ήθος». Όλως διαφόρως εν τούτοις ορίζει ταύτην ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Λέγει ούτος: «Πραΰτης εστίν, αμετάθετος νοός κατάστασις, εν τιμαίς τε και ατιμίαις … υπερκειμένη της του θυμού θαλάσσης πέτρα, … υπομονής στήριγμα· αγάπης θύρα· μάλλον δε μήτηρ· παρρησία εν προσευχή· Πνεύματος Αγίου χωρίον· … μαινομένων χαλινός· χαράς χορηγός· Χριστού μίμημα» … Παρατηρούμεν επομένως ότι πρόκειται περί καταστάσεως ασυγκρίτως ανωτέρας της «ψυχικής». Διότι εις την Κλίμακα πραότης σημαίνει πνευματικήν ρωμαλεότητα δυναμένην να φέρη επʼ αυτής τα βάρη και τας ασθενείας των άλλων. Πρόκειται περί διηνεκούς ετοιμότητος να υπομένη τις τας ύβρεις ή να μένη εσωτερικώς ατάραχος εις τους επαίνους· είναι ειρηνική εγκαρτέρησις εις πάσαν θλίψιν, εισέτι και εις τον θάνατον· εντός αυτής περικλείεται μεγίστη δύναμις και η νίκη επί του κόσμου. Ο Χριστός }043} λέγει: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην», ήτοι θα νικήσουν και θα δεσπόσουν του κόσμου υπό την υψίστην έννοιαν του λόγου τούτου. Η γη ήτοι ο κόσμος, θα υποταχθή ουχί εις την τραχείαν υλικήν δύναμιν, αλλά εις την πραότητα. }044}
… πρέπει να τονίσωμεν ενταύθα εκ νέου ότι πάσαι αι τάξεις αύται αφιερώσεως, κουράς και υποσχέσεων δεν είναι απολύτως αναγκαίαι δια την απόκτησιν της Θείας αγάπης και τελειότητος. Η τελευταία καθίσταται δυνατή και εκτός του μοναχισμού, αλλʼ όμως δια παρομοίου πάντοτε τρόπου ζωής. Όπως ακριβώς εγράφη περί του Χριστού, «το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι», πας άνθρωπος δύναται να αυξάνη και να κραταιούται πνευματικώς, χωρίς να είναι μοναχός. Η δε πείρα της Εκκλησίας κατέδειξε το όφελος των μεθόδων αυτών. }037}
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η κλήσις του μοναχού να απαρνηθή την αγάπην των γονέων και εν γένει τον κόσμον, όπως ζήση καθʼ ομοίωσιν του Χριστού εν τη πράξει της ζωής, οδηγεί την ψυχήν εις βαθύτατον εσωτερικόν διχασμόν ή ως θα ελέγομεν δια της συγχρόνου ορολογίας εις «σύμπλεγμα». Εν τη ψυχή του ανθρώπου γεννώνται μεγάλαι θύελλαι, και όστις στερείται της καταλλήλου καθοδηγήσεως, της απορρεούσης εκ της δισχιλιετούς πείρας της Εκκλησίας, δύναται πολλάκις ουχί μόνον να ταλαιπωρηθή αλλά και να απολεσθή. }041}
Είναι δύσκολον να εύρωμεν λόγους οι οποίοι θα απεδείκνυον την αναγκαιότητα της ωθήσεως του εσωτερικού «συμπλέγματος» μέχρι του εσχάτου δυνατού βαθμού ούτως ώστε να φανερωθούν τα βάθη της ψυχής. Πώς να εκφράση τις δια λόγων την ανάγκην συνδυασμού ταυτοχρόνου διαμονής του νοός ημών και εν τω άδη και εν τω Θεώ; Πώς να εξηγήση τις ότι μόνον υπʼ αυτόν τον όρον κατορθούται το πλήρωμα της ανθρωπίνης ζωής και εν ταυτώ εκείνη η σταθερότης του γνησίως υγιούς πνεύματος, η οποία απομακρύνει τας εσωτερικάς ταλαντεύσεις; Ποίος εξ ημών δεν γνωρίζει την ασθένειαν της εναλλαγής των πνευματικών «αναβάσεων» και «πτώσεων»; Και ιδού όταν ο άνθρωπος κατέρχηται εις τον άδην της εσωτερικής πάλης φέρων εν εαυτώ τον Θεόν, τότε εκφεύγει ούτος τας παθολογικάς αμφιταλαντεύσεις. Δεν υπάρχουν τότε «αναβάσεις» και «πτώσεις», διότι η πληρότης έχει επιτευχθή. }042}
Εάν προσπαθήσωμεν να συγκρίνωμεν τας συνήθεις αντιλήψεις των ανθρώπων γενικώς περί αγιότητος, αγάπης και πραότητος, θα ίδωμεν ότι δεν συμβιβάζονται αύται μετά των αντιστοίχων του Ευαγγελίου. Ούτω την πραότητα πολλοί εκλαμβάνουν ως φυσικόν «ειρηνικόν ήθος». Όλως διαφόρως εν τούτοις ορίζει ταύτην ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Λέγει ούτος: «Πραΰτης εστίν, αμετάθετος νοός κατάστασις, εν τιμαίς τε και ατιμίαις … υπερκειμένη της του θυμού θαλάσσης πέτρα, … υπομονής στήριγμα· αγάπης θύρα· μάλλον δε μήτηρ· παρρησία εν προσευχή· Πνεύματος Αγίου χωρίον· … μαινομένων χαλινός· χαράς χορηγός· Χριστού μίμημα» … Παρατηρούμεν επομένως ότι πρόκειται περί καταστάσεως ασυγκρίτως ανωτέρας της «ψυχικής». Διότι εις την Κλίμακα πραότης σημαίνει πνευματικήν ρωμαλεότητα δυναμένην να φέρη επʼ αυτής τα βάρη και τας ασθενείας των άλλων. Πρόκειται περί διηνεκούς ετοιμότητος να υπομένη τις τας ύβρεις ή να μένη εσωτερικώς ατάραχος εις τους επαίνους· είναι ειρηνική εγκαρτέρησις εις πάσαν θλίψιν, εισέτι και εις τον θάνατον· εντός αυτής περικλείεται μεγίστη δύναμις και η νίκη επί του κόσμου. Ο Χριστός }043} λέγει: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην», ήτοι θα νικήσουν και θα δεσπόσουν του κόσμου υπό την υψίστην έννοιαν του λόγου τούτου. Η γη ήτοι ο κόσμος, θα υποταχθή ουχί εις την τραχείαν υλικήν δύναμιν, αλλά εις την πραότητα. }044}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Δʼ ΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ
Πολλοί νομίζουν ότι η κυριωτέρα διαφορά της μοναχικής από της συνήθους μορφής ζωής των άλλων ανθρώπων έγκειται εις την αγαμίαν. Αλλά συμφώνως προς τους αρχαίους Πατέρας και τους συγχρόνους ασκητάς μεγαλυτέραν σπουδαιότητα έχει η υπακοή,
1. Η υπακοή
Η υπακοή είναι η βάσις του μοναχισμού. }045}
Η υπακοή αποτελεί τρόπον τινα ιερόν απόρρητον, το οποίον αποκαλύπτεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον συγχρόνως είναι μυστήριον και ζωή εν τη Εκκλησία. Η υπακοή ως αποταγή του ιδίου θελήματος και φρονήματος είναι δυνατόν να φανή ως έργον αντίθετον προς τον σκοπόν του Θεού περί του ανθρώπου του πεπροικισμένου διʼ ελευθερίας ομοίας προς την Εαυτού και κεκλημένου ίνα συμβασιλεύση μετʼ Αυτού δυνάμει της ελευθερίας ταύτης. Πολλοί δια της παραδόσεως της θελήσεως και της λογικής εις την εξουσίαν άλλου προσώπου, έστω και ιερωμένου, θα ησθάνοντο κενόν τι υποκάτω των ποδών αυτών. Το βήμα τούτο θα εφαίνετο εις αυτούς ως πτώσις εις την άβυσσον του σκότους, ως απώλεια της προσωπικότητος αυτών, ως παράδοσις εαυτών εις την φρικτήν δουλείαν ως αυτοεκμηδένισις. Αλλʼ εις εκείνους οι οποίοι δια της πίστεως ηκολούθησαν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και επραγματοποίησαν τοιαύτην αποταγήν εν τω πνεύματι αυτής της διδασκαλίας, η υπακοή απεδείχθη ανεκφράστως μέγα δώρον άνωθεν.
Ο «υποτακτικός» δύναται να παραβληθή προς αετόν, ο οποίος δια της δυνάμεως των πτερύγων αυτού υψούται προς τα ύψη και ηρέμως παρατηρεί το διάστημα το χωρίζον αυτόν από της γης, χαίρων δια την ασφάλειαν αυτού, δια την κυριαρχίαν αυτού επί του ύψους, το οποίον δια τους άλλους είναι απρόσιτον και θανασίμως φοβερόν. Αναθέτων μετʼ εμπιστοσύνης, προθυμίας, αγάπης και χαράς την θέλησιν αυτού και πάσαν την }046} κρίσιν περί εαυτού εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, ο υποτακτικός διʼ αυτού ακριβώς του τρόπου ελευθερούται εκ του βαρέος φορτίου των επιγείων φροντίδων και γνωρίζει την ανεκτίμητον εκείνην δωρεάν – την εν Θεώ καθαρότητα του νοός.
Ο μοναχισμός είναι προ παντός καθαρότης νοός. Άνευ υπακοής είναι αδύνατον να επιτευχθή τούτο και ως εκ τούτου άνευ υπακοής δεν υπάρχει μοναχισμός. … η καθαρότης του νου είναι ιδιαιτέρα τις δωρεά προς τον μοναχισμόν, άγνωστος εις τας άλλας θεαρέστους οδούς. Ο μοναχός γνωρίζει την κατάστασιν ταύτην ουχί άλλως ει μη δια της ασκήσεως της υπακοής. Ιδού διατί θεωρούμεν αυτήν ως την κυρίαν βάσιν του μοναχισμού, εντός της οποίας περικλείονται αι άλλαι δύο υποσχέσεις ως φυσική τις συνέπεια. «…Η μεν εξ ησυχίας κατορθουμένη του σώματος απάθεια κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα ουκ ασάλευτος έμεινεν· η δε εξ υπακοής προσγινομένη πανταχού δόκιμος και ακράδαντος» (Κλίμαξ). }047}
… το μυστήριον τούτο δια τον υποτακτικόν έγκειται εις την εκμάθησιν να πράττη το θέλημα του Θεού, ώστε να εισέλθη εις την σφαίραν αυτού του Θείου Θελήματος, και ούτω να καταστή μέτοχος της Θείας ζωής. Δια δε τον Γέροντα το μυστήριον τούτο συνίσταται εις το να οδηγήση τον υποτακτικόν δια της προσευχής και του αγώνος της ζωής αυτού εις την γνώσιν της οδού ταύτης και να καλλιεργήση εις αυτόν την αληθινήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας η σωτηρία καθίσταται αδύνατος.
Η αληθινή ελευθερία υπάρχει εκεί «ού το Πνεύμα Κυρίου» και δια τούτο σκοπός της υπακοής όπως και της χριστιανικής ζωής εν γένει είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. }048}
Ο άνθρωπος ο οποίος υποδουλοί τον αδελφόν-συνάνθρωπον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις αποτελεί καθʼ εαυτήν πτώσιν εκ της Θείας ζωής της αγάπης, εις την οποίαν εκλήθη ο άνθρωπος.
Έν των κυριωτέρων κωλυμάτων δια να φθάση τις εις την κατάστασιν, προς την οποίαν καλεί ημάς η εντολή του Χριστού, είναι η φιλαυτία, ο εγωϊσμός ημών. Η υπακοή είναι η καλυτέρα οδός προς υπερνίκησιν της εντός ημών συνεπείας του προπατορικού αμαρτήματος. Όταν κόπτωμεν το θέλημα ημών ενώπιον του αδελφού υπερνικώμεν εκείνα τα «ρήγματα» τα οποία δια της πτώσεως του Αδάμ κατέτεμον την φύσιν ημών ενώ αύτη ήτο κατʼ αρχάς ενιαία, «προς τον Θεόν συνηγμένη». Πόθεν λοιπόν πηγάζει ο αγών ούτος των αντιμαχομένων θελήσεων εν ημίν, εφʼ όσον εν τω Θεώ μία μόνον Θέλησις υπάρχει;
Όταν «κόπτωμεν» το θέλημα ημών ενώπιον του }049} Θεού παραδιδόμενοι εις το θέλημα Αυτού και «μισούντες» τας μικράς «ατομικάς» ημών επιθυμίας, καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν και να φέρωμεν εντός ημών την ενέργειαν του Θείου Θελήματος. Τελειούμενοι εν τη υπακοή εις τον Θεόν και τον αδελφόν ημών τελειούμεθα εν τη αγάπη, διευρύνομεν το είναι ημών μέχρι να φθάσωμεν εις την πληρότητα της Θεανδρικής υπάρξεως κατʼ εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού, διότι δεν υπάρχουν όρια εις την αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον. … ο Θεός … κατά την ενέργειαν και την χάριν Αυτού επιθυμεί να ενωθή μετά του ανθρώπου τοσούτον στενώς και τοσούτον πλήρως ώστε ο άνθρωπος να καταστή κατά χάριν θεός, όμοιος προς τον Θεόν-Δημιουργόν κατά την εικόνα της υπάρξεως Αυτού.
Ο νοήμων άνθρωπος της σήμερον δια της προς πάσαν κατεύθυνσιν ανεπτυγμένης κριτικής αυτού στάσεως είναι ασυγκρίτως ολιγώτερον ικανός προς άσκησιν της μοναχικής υπακοής ή ο απλούς άνθρωπος ο απείραστος της περιεργείας του νοός. Ο πρώτος αγαπά το κριτικόν αυτού πνεύμα και πιστεύει συνήθως ότι εις αυτό κυρίως οφείλει την αξίαν αυτού, θεωρών τούτο ως το θεμέλιον της «προσωπικής» αυτού ζωής (ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ). Δια τούτο είναι ανάγκη, πριν γίνη υποτακτικός να απαρνηθή τον πλούτον τούτον άλλως κατά τον λόγον του Χριστού δεν θα δυνηθή να εισέλθη εις την Βασιλείαν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να επιτευχθή τούτο; Μήπως εκείνος ενώπιον του οποίου κόπτει το θέλημα αυτού δεν είναι κοινός άνθρωπος, όμοιος }050} προς πάντας ημάς, και δεν αποκλείεται ενίοτε να φαίνηται και κατώτερος; Και αρχίζει να διαλογίζηται ούτος: «Τι είναι ο Γέρων; Μήπως είναι μάντις; Και πόθεν γνωρίζει ούτος το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έδωκεν εις ημάς λογικόν και ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν. Ιδού, επί παραδείγματι εκείνο το οποίον νυν είπεν εις εμέ ο Γέρων είναι τελείως παράλογον», και ούτω καθʼ εξής. Η τοιαύτη στάσις έναντι του Γέροντος προσδίδει εις πάντα λόγον αυτού, εις πάσαν υπόδειξιν αυτού, χαρακτήρα αβεβαιότητος και σχετικότητος. Ο τοιούτος υποτακτικός επιλανθάνεται ότι το θέλημα του Θεού εις τούτον τον κόσμον φανερούται υπό τας αυτάς σχετικάς μορφάς υπό τας οποίας φανερούται και η φυσική θέλησις του ανθρώπου, καθώς και η των δαιμονίων, η οποία υποβάλλεται εις τους ανθρώπους. Κρίνει κατά το εξωτερικόν, όπως εν γένει αρμόζει εις τον «λογικόν» άνθρωπον να κρίνη και ως εκ τούτου αδυνατεί να εύρη την οδόν της ζώσης πίστεως.
Πολλοί νομίζουν ότι η κυριωτέρα διαφορά της μοναχικής από της συνήθους μορφής ζωής των άλλων ανθρώπων έγκειται εις την αγαμίαν. Αλλά συμφώνως προς τους αρχαίους Πατέρας και τους συγχρόνους ασκητάς μεγαλυτέραν σπουδαιότητα έχει η υπακοή,
1. Η υπακοή
Η υπακοή είναι η βάσις του μοναχισμού. }045}
Η υπακοή αποτελεί τρόπον τινα ιερόν απόρρητον, το οποίον αποκαλύπτεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον συγχρόνως είναι μυστήριον και ζωή εν τη Εκκλησία. Η υπακοή ως αποταγή του ιδίου θελήματος και φρονήματος είναι δυνατόν να φανή ως έργον αντίθετον προς τον σκοπόν του Θεού περί του ανθρώπου του πεπροικισμένου διʼ ελευθερίας ομοίας προς την Εαυτού και κεκλημένου ίνα συμβασιλεύση μετʼ Αυτού δυνάμει της ελευθερίας ταύτης. Πολλοί δια της παραδόσεως της θελήσεως και της λογικής εις την εξουσίαν άλλου προσώπου, έστω και ιερωμένου, θα ησθάνοντο κενόν τι υποκάτω των ποδών αυτών. Το βήμα τούτο θα εφαίνετο εις αυτούς ως πτώσις εις την άβυσσον του σκότους, ως απώλεια της προσωπικότητος αυτών, ως παράδοσις εαυτών εις την φρικτήν δουλείαν ως αυτοεκμηδένισις. Αλλʼ εις εκείνους οι οποίοι δια της πίστεως ηκολούθησαν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και επραγματοποίησαν τοιαύτην αποταγήν εν τω πνεύματι αυτής της διδασκαλίας, η υπακοή απεδείχθη ανεκφράστως μέγα δώρον άνωθεν.
Ο «υποτακτικός» δύναται να παραβληθή προς αετόν, ο οποίος δια της δυνάμεως των πτερύγων αυτού υψούται προς τα ύψη και ηρέμως παρατηρεί το διάστημα το χωρίζον αυτόν από της γης, χαίρων δια την ασφάλειαν αυτού, δια την κυριαρχίαν αυτού επί του ύψους, το οποίον δια τους άλλους είναι απρόσιτον και θανασίμως φοβερόν. Αναθέτων μετʼ εμπιστοσύνης, προθυμίας, αγάπης και χαράς την θέλησιν αυτού και πάσαν την }046} κρίσιν περί εαυτού εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, ο υποτακτικός διʼ αυτού ακριβώς του τρόπου ελευθερούται εκ του βαρέος φορτίου των επιγείων φροντίδων και γνωρίζει την ανεκτίμητον εκείνην δωρεάν – την εν Θεώ καθαρότητα του νοός.
Ο μοναχισμός είναι προ παντός καθαρότης νοός. Άνευ υπακοής είναι αδύνατον να επιτευχθή τούτο και ως εκ τούτου άνευ υπακοής δεν υπάρχει μοναχισμός. … η καθαρότης του νου είναι ιδιαιτέρα τις δωρεά προς τον μοναχισμόν, άγνωστος εις τας άλλας θεαρέστους οδούς. Ο μοναχός γνωρίζει την κατάστασιν ταύτην ουχί άλλως ει μη δια της ασκήσεως της υπακοής. Ιδού διατί θεωρούμεν αυτήν ως την κυρίαν βάσιν του μοναχισμού, εντός της οποίας περικλείονται αι άλλαι δύο υποσχέσεις ως φυσική τις συνέπεια. «…Η μεν εξ ησυχίας κατορθουμένη του σώματος απάθεια κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα ουκ ασάλευτος έμεινεν· η δε εξ υπακοής προσγινομένη πανταχού δόκιμος και ακράδαντος» (Κλίμαξ). }047}
… το μυστήριον τούτο δια τον υποτακτικόν έγκειται εις την εκμάθησιν να πράττη το θέλημα του Θεού, ώστε να εισέλθη εις την σφαίραν αυτού του Θείου Θελήματος, και ούτω να καταστή μέτοχος της Θείας ζωής. Δια δε τον Γέροντα το μυστήριον τούτο συνίσταται εις το να οδηγήση τον υποτακτικόν δια της προσευχής και του αγώνος της ζωής αυτού εις την γνώσιν της οδού ταύτης και να καλλιεργήση εις αυτόν την αληθινήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας η σωτηρία καθίσταται αδύνατος.
Η αληθινή ελευθερία υπάρχει εκεί «ού το Πνεύμα Κυρίου» και δια τούτο σκοπός της υπακοής όπως και της χριστιανικής ζωής εν γένει είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. }048}
Ο άνθρωπος ο οποίος υποδουλοί τον αδελφόν-συνάνθρωπον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις αποτελεί καθʼ εαυτήν πτώσιν εκ της Θείας ζωής της αγάπης, εις την οποίαν εκλήθη ο άνθρωπος.
Έν των κυριωτέρων κωλυμάτων δια να φθάση τις εις την κατάστασιν, προς την οποίαν καλεί ημάς η εντολή του Χριστού, είναι η φιλαυτία, ο εγωϊσμός ημών. Η υπακοή είναι η καλυτέρα οδός προς υπερνίκησιν της εντός ημών συνεπείας του προπατορικού αμαρτήματος. Όταν κόπτωμεν το θέλημα ημών ενώπιον του αδελφού υπερνικώμεν εκείνα τα «ρήγματα» τα οποία δια της πτώσεως του Αδάμ κατέτεμον την φύσιν ημών ενώ αύτη ήτο κατʼ αρχάς ενιαία, «προς τον Θεόν συνηγμένη». Πόθεν λοιπόν πηγάζει ο αγών ούτος των αντιμαχομένων θελήσεων εν ημίν, εφʼ όσον εν τω Θεώ μία μόνον Θέλησις υπάρχει;
Όταν «κόπτωμεν» το θέλημα ημών ενώπιον του }049} Θεού παραδιδόμενοι εις το θέλημα Αυτού και «μισούντες» τας μικράς «ατομικάς» ημών επιθυμίας, καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν και να φέρωμεν εντός ημών την ενέργειαν του Θείου Θελήματος. Τελειούμενοι εν τη υπακοή εις τον Θεόν και τον αδελφόν ημών τελειούμεθα εν τη αγάπη, διευρύνομεν το είναι ημών μέχρι να φθάσωμεν εις την πληρότητα της Θεανδρικής υπάρξεως κατʼ εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού, διότι δεν υπάρχουν όρια εις την αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον. … ο Θεός … κατά την ενέργειαν και την χάριν Αυτού επιθυμεί να ενωθή μετά του ανθρώπου τοσούτον στενώς και τοσούτον πλήρως ώστε ο άνθρωπος να καταστή κατά χάριν θεός, όμοιος προς τον Θεόν-Δημιουργόν κατά την εικόνα της υπάρξεως Αυτού.
Ο νοήμων άνθρωπος της σήμερον δια της προς πάσαν κατεύθυνσιν ανεπτυγμένης κριτικής αυτού στάσεως είναι ασυγκρίτως ολιγώτερον ικανός προς άσκησιν της μοναχικής υπακοής ή ο απλούς άνθρωπος ο απείραστος της περιεργείας του νοός. Ο πρώτος αγαπά το κριτικόν αυτού πνεύμα και πιστεύει συνήθως ότι εις αυτό κυρίως οφείλει την αξίαν αυτού, θεωρών τούτο ως το θεμέλιον της «προσωπικής» αυτού ζωής (ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ). Δια τούτο είναι ανάγκη, πριν γίνη υποτακτικός να απαρνηθή τον πλούτον τούτον άλλως κατά τον λόγον του Χριστού δεν θα δυνηθή να εισέλθη εις την Βασιλείαν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να επιτευχθή τούτο; Μήπως εκείνος ενώπιον του οποίου κόπτει το θέλημα αυτού δεν είναι κοινός άνθρωπος, όμοιος }050} προς πάντας ημάς, και δεν αποκλείεται ενίοτε να φαίνηται και κατώτερος; Και αρχίζει να διαλογίζηται ούτος: «Τι είναι ο Γέρων; Μήπως είναι μάντις; Και πόθεν γνωρίζει ούτος το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έδωκεν εις ημάς λογικόν και ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν. Ιδού, επί παραδείγματι εκείνο το οποίον νυν είπεν εις εμέ ο Γέρων είναι τελείως παράλογον», και ούτω καθʼ εξής. Η τοιαύτη στάσις έναντι του Γέροντος προσδίδει εις πάντα λόγον αυτού, εις πάσαν υπόδειξιν αυτού, χαρακτήρα αβεβαιότητος και σχετικότητος. Ο τοιούτος υποτακτικός επιλανθάνεται ότι το θέλημα του Θεού εις τούτον τον κόσμον φανερούται υπό τας αυτάς σχετικάς μορφάς υπό τας οποίας φανερούται και η φυσική θέλησις του ανθρώπου, καθώς και η των δαιμονίων, η οποία υποβάλλεται εις τους ανθρώπους. Κρίνει κατά το εξωτερικόν, όπως εν γένει αρμόζει εις τον «λογικόν» άνθρωπον να κρίνη και ως εκ τούτου αδυνατεί να εύρη την οδόν της ζώσης πίστεως.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Άγιος Ιωάννης λέγει: «Όσοι τας εαυτών ωνάς εκουσίως σπεύδετε γράψαι, αντʼ εκείνων ελευθερίαν γραφήναι υμίν βούλεσθε». Ούτως η πείρα της υπακοής αποβαίνει, εν τέλει, πείρα της αυθεντικής εν τω Θεώ ελευθερίας.
Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης. }051}
Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν, τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας, μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον».
Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν ο μοναχός κατʼ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και διʼ αυτού του τρόπου προδίδει αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω, είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της νικησάσης τον κόσμον». }052}
Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως διʼ εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφʼ όσον η θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.
Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών του Θείου Θελήματος. Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται η ουσία της υπακοής ημών.
Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού }053} διʼ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλʼ αναλαμβάνει υπευθύνως το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.
Αλλʼ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος, τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και της ουσίας αυτού.
Ο γενικός δε κανών είναι: }054} «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.
Έκαστον εγχείρημα έκαστον έργον πρέπει να αναλαμβάνηται μετʼ ευλογίας, ούτως ώστε διʼ αυτής να ενδύηται τούτο τον χαρακτήρα Θείου έργου. Τόσον τα κοινά και ασήμαντα πράγματα όσον και τα μεγάλα απαιτούν την γνώσιν του Θελήματος του Θεού, διότι εις την ζωήν του ανθρώπου τα πάντα είναι μεγάλα και σπουδαία. Δια της ευλογίας ταύτης όλη η ζωή λαμβάνει ιερόν χαρακτήρα και έκαστον έργον μόνον τότε αποβαίνει αυθεντικώς αιώνιον όταν τελήται εν ονόματι του Θεού. Ο Χριστός είπε: «Πάσα φυτεία, ήν ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται». Δια της υπακοής η αιώνιος ζωή καθίσταται πραγματικότης ήδη εντεύθεν. Ο καλός υποτακτικός αισθάνεται την παρουσίαν του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον δίδει εις την ψυχήν ουχί μόνον βαθείαν ειρήνην, αλλά και αναμφισβήτητον αίσθησιν της «μεταβάσεως αυτής εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης. }051}
Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν, τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας, μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον».
Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν ο μοναχός κατʼ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και διʼ αυτού του τρόπου προδίδει αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω, είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της νικησάσης τον κόσμον». }052}
Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως διʼ εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφʼ όσον η θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.
Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών του Θείου Θελήματος. Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται η ουσία της υπακοής ημών.
Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού }053} διʼ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλʼ αναλαμβάνει υπευθύνως το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.
Αλλʼ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος, τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και της ουσίας αυτού.
Ο γενικός δε κανών είναι: }054} «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.
Έκαστον εγχείρημα έκαστον έργον πρέπει να αναλαμβάνηται μετʼ ευλογίας, ούτως ώστε διʼ αυτής να ενδύηται τούτο τον χαρακτήρα Θείου έργου. Τόσον τα κοινά και ασήμαντα πράγματα όσον και τα μεγάλα απαιτούν την γνώσιν του Θελήματος του Θεού, διότι εις την ζωήν του ανθρώπου τα πάντα είναι μεγάλα και σπουδαία. Δια της ευλογίας ταύτης όλη η ζωή λαμβάνει ιερόν χαρακτήρα και έκαστον έργον μόνον τότε αποβαίνει αυθεντικώς αιώνιον όταν τελήται εν ονόματι του Θεού. Ο Χριστός είπε: «Πάσα φυτεία, ήν ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται». Δια της υπακοής η αιώνιος ζωή καθίσταται πραγματικότης ήδη εντεύθεν. Ο καλός υποτακτικός αισθάνεται την παρουσίαν του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον δίδει εις την ψυχήν ουχί μόνον βαθείαν ειρήνην, αλλά και αναμφισβήτητον αίσθησιν της «μεταβάσεως αυτής εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
2. Η παρθενία και η σωφροσύνη
Η αντίληψις περί της παρθενίας ως περί ζωής κατʼ εικόνα της ζωής του Ιησού Χριστού είναι παραδόξως τοσούτον ολίγον αποδεκτή υπό του συγχρόνου κόσμου έτι δε και υπό των χριστιανών … Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετʼ ακαταμαχήτου }055} αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου, αλλʼ αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού.
… Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και αιωνόβιον πείρα της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση ή να εμπλουτίση αυτήν.
… διʼ ημάς κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν». }056}
Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν». Αλλά το αυτό οφείλομεν να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης. }057}
Η σωφροσύνη όπως δεικνύει και η λέξις αύτη σημαίνει την ακεραιότητα ή την πληρότητα της φρονήσεως. Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της σαρκός» ήτοι η «νίκη επί της φύσεως» αλλά και η απόκτησις του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας». Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.
Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν. Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις … τον Θεόν εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος». Υπό το φως του }060} κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλισις του νου και της καρδίας από της αγάπης του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία» ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας αγάπης.
Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου.
Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία. Είς των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών ο Μέγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί», ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετʼ άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος ή του ακούοντος εικόνα τινα αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα επιθυμήση αυτήν ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος ανήκουν }061} εις την πρώτην (υπερφυσικήν) κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. … Ο καθηγιασμένος γάμος ο πειθαρχημένος ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. … Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως εν απουσία της φυσικής πράξεως ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. }062}
ΥΠΟΣΗΜ. Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και ηύξανε πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής – της σωφροσύνης και της παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατʼ αρχάς, «εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι» οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων αυτών αδελφών. Έπειτα ότε επλήθυνε το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του είδους της ζωής ταύτης προς μίαν υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι». Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα, ως να εγεννήθησαν μόνον δια την συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι». Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται νέος περιορισμός των γάμων κατʼ ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας· ούτως απαγορεύονται, επί παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και τα όμοια, πράγμα το οποίον εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του νυν εισέτι. Δια της αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου» και της «αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της χριστιανικής παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός εισερχόμενοι εις τον ατάραχον λιμένα της αφθαρσίας …». }063}
Η αντίληψις περί της παρθενίας ως περί ζωής κατʼ εικόνα της ζωής του Ιησού Χριστού είναι παραδόξως τοσούτον ολίγον αποδεκτή υπό του συγχρόνου κόσμου έτι δε και υπό των χριστιανών … Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετʼ ακαταμαχήτου }055} αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου, αλλʼ αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού.
… Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και αιωνόβιον πείρα της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση ή να εμπλουτίση αυτήν.
… διʼ ημάς κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν». }056}
Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν». Αλλά το αυτό οφείλομεν να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης. }057}
Η σωφροσύνη όπως δεικνύει και η λέξις αύτη σημαίνει την ακεραιότητα ή την πληρότητα της φρονήσεως. Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας ταύτης συνδέεται ουχί μόνον η νίκη επί της σαρκικής έλξεως και εν γένει επί του «φρονήματος της σαρκός» ήτοι η «νίκη επί της φύσεως» αλλά και η απόκτησις του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας». Εν τη τελειοτέρα αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της σωματικής παρθενίας.
Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως υπερφυσικήν κατάστασιν. Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή εν τη θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις … τον Θεόν εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος». Υπό το φως του }060} κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλισις του νου και της καρδίας από της αγάπης του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία» ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας αγάπης.
Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως φυσικής ζωής του ανθρώπου.
Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία. Είς των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών ο Μέγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί», ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των σχέσεων μετʼ άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος ή του ακούοντος εικόνα τινα αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα επιθυμήση αυτήν ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.
Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη, εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος ανήκουν }061} εις την πρώτην (υπερφυσικήν) κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται ο ευλογημένος γάμος. … Ο καθηγιασμένος γάμος ο πειθαρχημένος ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως έστω και υπό ονειρώδη μόνον μορφήν διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. … Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως εν απουσία της φυσικής πράξεως ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους παραφροσύνης. }062}
ΥΠΟΣΗΜ. Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και ηύξανε πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής – της σωφροσύνης και της παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατʼ αρχάς, «εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι» οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων αυτών αδελφών. Έπειτα ότε επλήθυνε το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του είδους της ζωής ταύτης προς μίαν υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι». Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα, ως να εγεννήθησαν μόνον δια την συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι». Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται νέος περιορισμός των γάμων κατʼ ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας· ούτως απαγορεύονται, επί παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και τα όμοια, πράγμα το οποίον εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του νυν εισέτι. Δια της αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου» και της «αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της χριστιανικής παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός εισερχόμενοι εις τον ατάραχον λιμένα της αφθαρσίας …». }063}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Εις τινάς εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν της εν χάριτι Θεοκοινωνίας εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών να αισθάνωνται εναργώς τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια υπό την μορφήν ουχί μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των αντιστοίχων διανοημάτων }064} (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι κατηγορική απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως κλήσις συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής δίψης του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί τους σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοι εισέρχονται εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η οποία, καίτοι είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις θετικήν κλήσιν άνωθεν.
Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνη ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ό,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην. … Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετʼ ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητός τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις “δίψα” Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου, συνέπεια της οποίας }065} είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη. Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς τον Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νούς του ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, “ου μη εγκαταμείνη το πνεύμα Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας” (Γεν. στʼ 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;
Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, ή της αφής, ή της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απʼ αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νού και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» ή «ασκητικότης». Παν ό,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εάν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν –όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν της σαρκικής }066} ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών -, ο ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν “ύπνον της οφθαλμοίς” αυτού (Ψαλμ. καʼ 4}, παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν.
Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν ή την άλλην φυσικήν ενέργειαν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μέγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον ή «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.
Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωή της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών της Θείας και της ανθρωπίνης. … Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος }067} επʼ αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός». Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν αυτής ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος. }068}
«Ο εν σαρκί ών και τούτο (το δώρον της αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη απʼ εντεύθεν εγνώρισεν» (ΚΛΙΜΑΞ).
Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη υπερβαίνη ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ό,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν την αγάπην. … Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετʼ ασκητών έχω αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητός τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις “δίψα” Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου, συνέπεια της οποίας }065} είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται και εξαλείφεται η Θεία αγάπη. Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς τον Χριστόν αγάπης είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νούς του ανθρώπου υπό την ενέργειαν της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και καθαίρεται από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, “ου μη εγκαταμείνη το πνεύμα Μου εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας” (Γεν. στʼ 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;
Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε ακουστική, ή της αφής, ή της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απʼ αυτού την παρρησίαν εν τη προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν του νού και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος, οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» ή «ασκητικότης». Παν ό,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εάν η τροφή και ο ύπνος δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν –όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν της σαρκικής }066} ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών -, ο ασκητής της σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν “ύπνον της οφθαλμοίς” αυτού (Ψαλμ. καʼ 4}, παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην του Θεού και την προσευχήν.
Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν ή την άλλην φυσικήν ενέργειαν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο Μέγας έλεγε: «Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα, το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον ή «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.
Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωή της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών της Θείας και της ανθρωπίνης. … Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις, κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος }067} επʼ αυτού. Ούτως άρχεται μία εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας» αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Θα είπω μόνον ότι το πλέον ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός». Ο σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν αυτής ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος. }068}
«Ο εν σαρκί ών και τούτο (το δώρον της αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη απʼ εντεύθεν εγνώρισεν» (ΚΛΙΜΑΞ).
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
3. Η ακτημοσύνη
Η πείρα δεικνύει σαφώς εις πάντα άνθρωπον ότι δια να φθάση εις τον καθαράν προσευχήν, είναι ανάγκη να ελευθερώση τον νουν αυτού εκ των εικόνων της ύλης, αίτινες βαρύνουν αυτόν.
Εν τη μοναχική υποσχέσει της ακτημοσύνης η έμφασις δίδεται εις την πάλην προς το πάθος της «φιλοκτημοσύνης» ή της «φιλαργυρίας». Διʼ αυτής ο μοναχός δεν υπόσχεται τόσον να ζήση «εν πτωχεία» (ως υπόσχονται οι δυτικοί), όσον να ελευθερώση το πνεύμα αυτού από της επιθυμίας του «κατέχειν» μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε ο αληθής θεράπων της ακτημοσύνης παύει να φείδηται και του ιδίου αυτού σώματος. Μόνον υπό τας συνθήκας αυτάς είναι όντως δυνατή η γνησία βασιλική ζωή του πνεύματος.
Η συνετή άσκησις συνίσταται εις το να περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης, άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο πλέον αδύνατος. Αλλά το μέτρον των δυνατοτήτων εκάστου είναι διάφορον. }070}
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ηδυνήθη να οργανώση την ζωήν αυτού κατά τοιούτον τρόπον ώστε να έχη αρκετήν «σχόλην», ελεύθερον χρόνον, δια την προσευχήν και την πνευματικήν θεωρίαν του Θεού. Και αιτία τούτου είναι το άπληστον πάθος της «φιλοκτημοσύνης». Το πάθος τούτο της πλεονεξίας ο Απόστολος Παύλος ωνόμασεν ειδωλολατρίαν και ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «απιστίας θυγατέρα» … Η γνησία χριστιανική ακτημοσύνη είναι άγνωστος ακατανόητος εις τον κόσμον. Και εάν τολμήσωμεν να ισχυρισθώμεν ότι αύτη επεκτεινομένη απορρίπτει ουχί μόνον κτήσεις υλικάς, αλλά και διανοητικάς, τότε θα φανή τούτο εις την πλειονότητα των ανθρώπων παραφροσύνη. Άνθρωποι έχοντες επιστημονικάς γνώσεις θεωρούν τον πνευματικόν αυτών πλούτον ως την ουσίαν της υπάρξεως αυτών, μη υποπτευόμενοι παντάπασιν ότι υπάρχει άλλη, υψηλοτέρα γνώσις, και θησαυρός αληθώς ασύγκριτος προς τον ίδιον αυτών πλούτον, φέρων μεθʼ εαυτού βαθείαν ειρήνην. Εν τη αναζητήσει της υλικής αυτών ανέσεως οι άνθρωποι απώλεσαν την πνευματικήν άνεσιν και ο σύγχρονος υλικός δυναμισμός ο οποίος δεσπόζει επί των πνευμάτων και των καρδιών του αιώνος τούτου, περιβάλλεται επί μάλλον και μάλλον δαιμονικόν χαρακτήρα. Και τούτο δεν είναι εκπληκτικόν, καθʼ όσον ουδέν άλλο εκφράζει ει μη την δυναμικήν της αμαρτίας.
Η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Και οι άνθρωποι δεν }071} αντιλαμβάνονται τούτο και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας καρδίας αυτών, εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου.
Όθεν δια να εξέλθωμεν εκ της αιχμαλωσίας των ευτελών μεριμνών, δια να καθαρίσωμεν τον νουν ημών και δώσωμεν εις το πνεύμα ημών να απολαύση εν αληθεία βασιλικήν, ακριβέστερον θεοειδή ελευθερίαν, είναι αναγκαία η αποταγή και επʼ αυτού του επιπέδου, «ακτήμων ανήρ, εν προσευχή καθαρός … ακτήμων μοναχός του κόσμου δεσπότης … απροσπαθείας υιός, τα προσόντα αυτώ, ως μη όντα λογιζόμενος». }072}
4. Σταθερότης
Η ερώτησις αύτη είναι διπλή: «Παραμένεις τω μοναστηρίω» και «παραμένεις τη ασκήσει». Το πρώτον σκέλος της ερωτήσεως αυτής δεν αποτελεί απαρασάλευτον κανόνα του μοναχισμού, ως αι λοιπαί υποσχέσεις. Ο μοναχισμός δύναται να υπάρχη και έξω του μοναστηρίου: εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω. Εις τους βίους πολλών αγίων μοναχών παρατηρούμεν εκουσίαν ή ακουσίαν εγκατάλειψιν του μοναστηρίου ένθα είχον λάβει το μοναχικόν σχήμα, και εν τούτοις τούτο δεν εθεωρήθη ούτε πτώσις, ούτε αθέτησις υποσχέσεως, ούτε εισέτι παρέκκλισις εκ του μοναχισμού. … υπήρξαν περιπτώσεις και φυγής εισέτι εκ των μοναστηρίων αυτών ένεκα «ελλείψεως ευνοϊκών όρων προς σωτηρίαν εντός αυτών».
Συνήθως η ερώτησις αύτη παραλείπεται όταν η κουρά λαμβάνη χώραν εκτός μοναστηρίου. Είναι εν τούτοις εντελώς φυσική και θα παραμείνη ως ουσιώδες στοιχείον της κουράς εν τοις μοναστηρίοις διότι, εκείνος ο οποίος εγένετο δεκτός εις την αδελφότητα του μοναστηρίου καθίσταται συνιδιοκτήτης παντός ό,τι ανήκει }073} εις το μοναστήριον και συμμέτοχος από πάσης απόψεως, ολοκλήρου της βιοτικής και πνευματικής μερίμνης αυτού. Η αδελφότης του μοναστηρίου ενσωματούσα έν νέον μέλος εις την πνευματικήν αυτής οικογένειαν, όλως φυσικώς θέλει να έχη εκ μέρους αυτού υπόσχεσιν πιστότητος, ούτως ώστε τα λοιπά πρεσβύτερα μέλη να δύνανται μετά πλήρους εμπιστοσύνης να υπολογίζουν εις αυτόν εις πάντα.
Η ουσία του δευτέρου σκέλους της υποσχέσεως ταύτης ήτοι, «παραμένεις τη ασκήσει έως εσχάτης αναπνοής», συνίσταται εις το ότι αι μοναχικαί υποσχέσεις έχουν χαρακτήρα ουχί προσωρινόν – διά τινα χρονικήν περίοδον – αλλά αναλλοίωτον αμετάθετον εξερχόμενον των ορίων της παρούσης ζωής. … εάν δεχθώμεν τας μοναχικάς υποσχέσεις μόνον ως προσκαίρους, σημαίνει ότι δεν συλλαμβάνομεν το αληθές νόημα αυτών και μεταβάλλομεν το παν εις απλήν άσκησιν ευσεβείας, ενώ κατʼ ουσίαν πρόκειται περί εγκαταλείψεως της νηπιώδους και μεταβάσεως εις την τελείαν ηλικίαν.
Η νηπιότης παρέρχεται ανεπιστρεπτί, ουχί τοσούτον υπό την χρονικήν έννοιαν, όσον υπό την έννοιαν της ποιότητος ζωής. Πώς δύνανται να εξαλειφθούν η πείρα, η γνώσις, η σύνεσις, όταν ήδη απεκτήθησαν; }074} … δια της υπακοής διεξάγεται πάλη κατά της στενότητος του «ιδίου θελήματος», ήτοι του εγωκεντρισμού, ώστε να καταστή τις ούτω κατοικητήριον του θελήματος του Ουρανίου Πατρός … εν τη υποσχέσει ταύτη (της ακτημοσύνης) περικλείεται ο πόθος να υπερνικήσωμεν εν γένει την εξουσίαν της ύλης επί του πνεύματος τη βοηθεία του Θεού … }075}
Αι τρεις γεννήσεις
«δια της πρώτης γεννήσεως», κατά σάρκα και αίμα, οι άνθρωποι έρχονται επί της γης και εξαφανίζονται ταχέως· ακολούθως οι άνθρωποι γεννώνται (δευτέρα γέννησις) εκ του καθαρού Πνεύματος, όταν επʼ εκείνων οι οποίοι επλύθησαν διʼ ύδατος (του Βαπτίσματος) κατέρχηται το Φως (άνωθεν). Δια της τρίτης (γεννήσεως) καθαρίζεται δια των δακρύων και των πόνων η υπό του κακού αμαυρωθείσα εν ημίν εικών του Θεού. Η πρώτη προέρχεται εκ των γονέων, η δευτέρα εκ του Θεού· της τρίτης όμως συ ο ίδιος είσαι αυτουργός, εμφανιζόμενος εις τον κόσμον ως ευεργετικόν φώς». (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Προς Βιταλιανόν: «… Τῆς διʼ αὐτός γενέτης βιότω φάος ἐσθλόν ὀπάζων»)
Ο τόνος του λόγου του Αγίου δίδει εις ημάς να εννοήσωμεν ότι η τελευταία αύτη γέννησις είναι η τελειοτέρα. Το νόημα αυτού έγκειται εις το ότι ο άνθρωπος ο οποίος έλαβε την δωρεάν της χάριτος και εγνώρισεν εν τω φωτί αυτής την θείαν ζωήν, συγχρόνως δε και την πτώσιν αυτού, προσκολλάται εις το αγαθόν διʼ επιπόνου ασκήσεως. Τούτο ακριβώς το γεγονός της συνετής }076} αυτοτοποθετήσεως εν τω Θείω αγαθώ είναι ουδιώδες δια την ζωήν του χριστιανού ασκητού. Εκδηλούται δε τούτο δια του πλήρως ανικανοποιήτου του πνεύματος ημών εξ όσων υπάρχουν επί της γης, δια της νοσταλγίας του Θεού, δια της δίψης του Θεού, δια της φλογεράς αναζητήσεως Αυτού. }077}
Η πείρα δεικνύει σαφώς εις πάντα άνθρωπον ότι δια να φθάση εις τον καθαράν προσευχήν, είναι ανάγκη να ελευθερώση τον νουν αυτού εκ των εικόνων της ύλης, αίτινες βαρύνουν αυτόν.
Εν τη μοναχική υποσχέσει της ακτημοσύνης η έμφασις δίδεται εις την πάλην προς το πάθος της «φιλοκτημοσύνης» ή της «φιλαργυρίας». Διʼ αυτής ο μοναχός δεν υπόσχεται τόσον να ζήση «εν πτωχεία» (ως υπόσχονται οι δυτικοί), όσον να ελευθερώση το πνεύμα αυτού από της επιθυμίας του «κατέχειν» μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε ο αληθής θεράπων της ακτημοσύνης παύει να φείδηται και του ιδίου αυτού σώματος. Μόνον υπό τας συνθήκας αυτάς είναι όντως δυνατή η γνησία βασιλική ζωή του πνεύματος.
Η συνετή άσκησις συνίσταται εις το να περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης, άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο πλέον αδύνατος. Αλλά το μέτρον των δυνατοτήτων εκάστου είναι διάφορον. }070}
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ηδυνήθη να οργανώση την ζωήν αυτού κατά τοιούτον τρόπον ώστε να έχη αρκετήν «σχόλην», ελεύθερον χρόνον, δια την προσευχήν και την πνευματικήν θεωρίαν του Θεού. Και αιτία τούτου είναι το άπληστον πάθος της «φιλοκτημοσύνης». Το πάθος τούτο της πλεονεξίας ο Απόστολος Παύλος ωνόμασεν ειδωλολατρίαν και ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «απιστίας θυγατέρα» … Η γνησία χριστιανική ακτημοσύνη είναι άγνωστος ακατανόητος εις τον κόσμον. Και εάν τολμήσωμεν να ισχυρισθώμεν ότι αύτη επεκτεινομένη απορρίπτει ουχί μόνον κτήσεις υλικάς, αλλά και διανοητικάς, τότε θα φανή τούτο εις την πλειονότητα των ανθρώπων παραφροσύνη. Άνθρωποι έχοντες επιστημονικάς γνώσεις θεωρούν τον πνευματικόν αυτών πλούτον ως την ουσίαν της υπάρξεως αυτών, μη υποπτευόμενοι παντάπασιν ότι υπάρχει άλλη, υψηλοτέρα γνώσις, και θησαυρός αληθώς ασύγκριτος προς τον ίδιον αυτών πλούτον, φέρων μεθʼ εαυτού βαθείαν ειρήνην. Εν τη αναζητήσει της υλικής αυτών ανέσεως οι άνθρωποι απώλεσαν την πνευματικήν άνεσιν και ο σύγχρονος υλικός δυναμισμός ο οποίος δεσπόζει επί των πνευμάτων και των καρδιών του αιώνος τούτου, περιβάλλεται επί μάλλον και μάλλον δαιμονικόν χαρακτήρα. Και τούτο δεν είναι εκπληκτικόν, καθʼ όσον ουδέν άλλο εκφράζει ει μη την δυναμικήν της αμαρτίας.
Η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Και οι άνθρωποι δεν }071} αντιλαμβάνονται τούτο και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας καρδίας αυτών, εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου.
Όθεν δια να εξέλθωμεν εκ της αιχμαλωσίας των ευτελών μεριμνών, δια να καθαρίσωμεν τον νουν ημών και δώσωμεν εις το πνεύμα ημών να απολαύση εν αληθεία βασιλικήν, ακριβέστερον θεοειδή ελευθερίαν, είναι αναγκαία η αποταγή και επʼ αυτού του επιπέδου, «ακτήμων ανήρ, εν προσευχή καθαρός … ακτήμων μοναχός του κόσμου δεσπότης … απροσπαθείας υιός, τα προσόντα αυτώ, ως μη όντα λογιζόμενος». }072}
4. Σταθερότης
Η ερώτησις αύτη είναι διπλή: «Παραμένεις τω μοναστηρίω» και «παραμένεις τη ασκήσει». Το πρώτον σκέλος της ερωτήσεως αυτής δεν αποτελεί απαρασάλευτον κανόνα του μοναχισμού, ως αι λοιπαί υποσχέσεις. Ο μοναχισμός δύναται να υπάρχη και έξω του μοναστηρίου: εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω. Εις τους βίους πολλών αγίων μοναχών παρατηρούμεν εκουσίαν ή ακουσίαν εγκατάλειψιν του μοναστηρίου ένθα είχον λάβει το μοναχικόν σχήμα, και εν τούτοις τούτο δεν εθεωρήθη ούτε πτώσις, ούτε αθέτησις υποσχέσεως, ούτε εισέτι παρέκκλισις εκ του μοναχισμού. … υπήρξαν περιπτώσεις και φυγής εισέτι εκ των μοναστηρίων αυτών ένεκα «ελλείψεως ευνοϊκών όρων προς σωτηρίαν εντός αυτών».
Συνήθως η ερώτησις αύτη παραλείπεται όταν η κουρά λαμβάνη χώραν εκτός μοναστηρίου. Είναι εν τούτοις εντελώς φυσική και θα παραμείνη ως ουσιώδες στοιχείον της κουράς εν τοις μοναστηρίοις διότι, εκείνος ο οποίος εγένετο δεκτός εις την αδελφότητα του μοναστηρίου καθίσταται συνιδιοκτήτης παντός ό,τι ανήκει }073} εις το μοναστήριον και συμμέτοχος από πάσης απόψεως, ολοκλήρου της βιοτικής και πνευματικής μερίμνης αυτού. Η αδελφότης του μοναστηρίου ενσωματούσα έν νέον μέλος εις την πνευματικήν αυτής οικογένειαν, όλως φυσικώς θέλει να έχη εκ μέρους αυτού υπόσχεσιν πιστότητος, ούτως ώστε τα λοιπά πρεσβύτερα μέλη να δύνανται μετά πλήρους εμπιστοσύνης να υπολογίζουν εις αυτόν εις πάντα.
Η ουσία του δευτέρου σκέλους της υποσχέσεως ταύτης ήτοι, «παραμένεις τη ασκήσει έως εσχάτης αναπνοής», συνίσταται εις το ότι αι μοναχικαί υποσχέσεις έχουν χαρακτήρα ουχί προσωρινόν – διά τινα χρονικήν περίοδον – αλλά αναλλοίωτον αμετάθετον εξερχόμενον των ορίων της παρούσης ζωής. … εάν δεχθώμεν τας μοναχικάς υποσχέσεις μόνον ως προσκαίρους, σημαίνει ότι δεν συλλαμβάνομεν το αληθές νόημα αυτών και μεταβάλλομεν το παν εις απλήν άσκησιν ευσεβείας, ενώ κατʼ ουσίαν πρόκειται περί εγκαταλείψεως της νηπιώδους και μεταβάσεως εις την τελείαν ηλικίαν.
Η νηπιότης παρέρχεται ανεπιστρεπτί, ουχί τοσούτον υπό την χρονικήν έννοιαν, όσον υπό την έννοιαν της ποιότητος ζωής. Πώς δύνανται να εξαλειφθούν η πείρα, η γνώσις, η σύνεσις, όταν ήδη απεκτήθησαν; }074} … δια της υπακοής διεξάγεται πάλη κατά της στενότητος του «ιδίου θελήματος», ήτοι του εγωκεντρισμού, ώστε να καταστή τις ούτω κατοικητήριον του θελήματος του Ουρανίου Πατρός … εν τη υποσχέσει ταύτη (της ακτημοσύνης) περικλείεται ο πόθος να υπερνικήσωμεν εν γένει την εξουσίαν της ύλης επί του πνεύματος τη βοηθεία του Θεού … }075}
Αι τρεις γεννήσεις
«δια της πρώτης γεννήσεως», κατά σάρκα και αίμα, οι άνθρωποι έρχονται επί της γης και εξαφανίζονται ταχέως· ακολούθως οι άνθρωποι γεννώνται (δευτέρα γέννησις) εκ του καθαρού Πνεύματος, όταν επʼ εκείνων οι οποίοι επλύθησαν διʼ ύδατος (του Βαπτίσματος) κατέρχηται το Φως (άνωθεν). Δια της τρίτης (γεννήσεως) καθαρίζεται δια των δακρύων και των πόνων η υπό του κακού αμαυρωθείσα εν ημίν εικών του Θεού. Η πρώτη προέρχεται εκ των γονέων, η δευτέρα εκ του Θεού· της τρίτης όμως συ ο ίδιος είσαι αυτουργός, εμφανιζόμενος εις τον κόσμον ως ευεργετικόν φώς». (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Προς Βιταλιανόν: «… Τῆς διʼ αὐτός γενέτης βιότω φάος ἐσθλόν ὀπάζων»)
Ο τόνος του λόγου του Αγίου δίδει εις ημάς να εννοήσωμεν ότι η τελευταία αύτη γέννησις είναι η τελειοτέρα. Το νόημα αυτού έγκειται εις το ότι ο άνθρωπος ο οποίος έλαβε την δωρεάν της χάριτος και εγνώρισεν εν τω φωτί αυτής την θείαν ζωήν, συγχρόνως δε και την πτώσιν αυτού, προσκολλάται εις το αγαθόν διʼ επιπόνου ασκήσεως. Τούτο ακριβώς το γεγονός της συνετής }076} αυτοτοποθετήσεως εν τω Θείω αγαθώ είναι ουδιώδες δια την ζωήν του χριστιανού ασκητού. Εκδηλούται δε τούτο δια του πλήρως ανικανοποιήτου του πνεύματος ημών εξ όσων υπάρχουν επί της γης, δια της νοσταλγίας του Θεού, δια της δίψης του Θεού, δια της φλογεράς αναζητήσεως Αυτού. }077}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ι Ι. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΠΟΤΑΓΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑΣΣΙΑΝΟΝ ΤΟΝ ΡΩΜΑΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΤΟΝ ΣΙΝΑΪΤΗΝ
«… Η τρίτη συνίσταται εις την απόσπασιν του πνεύματος ημών από των παρόντων και ορατών πραγμάτων, δια να ενθεωρήσωμεν αποκλειστικώς εις τα μέλλοντα και μη επιθυμήσωμεν πλέον ουδέν άλλο ει μη τα αόρατα». (άγιος Κασσιανός) }081}
«Έχομεν κατʼ ουσίαν δύο πατέρας· τον μεν οφείλομεν να εγκαταλείψωμεν, τον δε να ακολουθήσωμεν». (άγιος Κασσιανός) }082}
«Όταν λοιπόν εγκαταλείψωμεν και μετοικήσωμεν εκ των ορατών πραγματικοτήτων προς τας αοράτους, θα δυνηθώμεν να είπωμεν μετά του Αποστόλου …: “ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” …». (άγιος Κασσιανός) (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Η μαρτυρία ότι έχομεν πράγματι επιτύχει την τελειότητα της τρίτης αποταγής είναι να μη υπάρχη εφʼ εξής εις την ψυχήν ημών ουδέν ίχνος παχυλότητος της ζωώδους και σαρκικής ζωής της οποίας ήτο αύτη όλως βεβαρυμένη· διότι χειρ γνωστική ελείανεν αυτήν και εξήλειψε πάντα τα αισθήματα και τας γηΐνας διαθέσεις, και η συχνή μελέτη των πραγμάτων του Θεού, η άσκησις της θεωρίας, κατέστησαν αυτήν ικανήν να μεταβή εις τον κόσμον του αοράτου, ώστε προσηλωμένη όλως εις τα ουράνια και ασώματα να μη έχη πλέον συνείδησιν του ιματίου της σαρκός, ούτε του χώρου εις τον οποίον ευρίσκεται. Αρπαγαί και διαβάσεις θαυμασταί! Η ακοή παραμένει αναίσθητος εις τας έξωθεν φωνάς· οι άνθρωποι διέρχονται και η όρασις δεν εντυπωσιάζεται· τι είπω! Πλησίον ενώπιον ημών υψούνται αντικείμενα και αι πλέον τεράστιαι μάζαι, και οι σαρκικοί ημών οφθαλμοί δεν αντιλαμβάνονται ταύτα. }083}
«Την αλήθειαν και την αρετήν των λόγων τούτων θα ακούση εκείνος μόνον ο οποίος εδιδάχθη εκ της πείρας και του οποίου ο Κύριος απέσπασε τους οφθαλμούς της καρδίας από πάντων των παρόντων πραγμάτων» (άγιος Κασσιανός) }084}
… ομιλεί (ο άγιος Κασσιανός) περί της αποσπάσεως του νου από παντός ορατού και της αρπαγής εν τη θεωρία του αοράτου και αιωνίου. Εις ψυχήν όμως ήτις δεν θα ήτο εισέτι }088} τελείως κεκαθαρμένη εκ των παθών, η έκφρασις αύτη θα ηδύνατο να αφήση αχαλίνωτον την φαντασίαν διότι «το αόρατον και το αιώνιον» ευρίσκονται εισέτι θα ηδύνατο να είπη τις εκτός του ανθρώπου· αντιθέτως η διατύπωσις του Ιωάννου της Κλίμακος –αποταγή της κενοδοξίας – εισάγει τον ασκητήν εις το βάθος της εσωτερικής αυτού πάλης και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλʼ αναγκάζει αυτόν να διαμένη νήφων έως τέλους.
Επιτρέπομεν εις εαυτόν να εκφράση την γνώμην ως προς την ανωτερότητα των διατυπώσεων του Ιωάννου της Κλίμακος, αλλʼ υπογραμμίζομεν ότι δεν είναι τελειότεραι ει μη μόνον εν σχέσει προς την ασκητικήν και παιδαγωγικήν άποψιν,
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπέρβασις της εφʼ ημών εξουσίας του κόσμου και η νίκη επʼ αυτού.
… «δια Χριστόν σαλότητα». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής. }089}
Η τρίτη αποταγή του Ιωάννου της Κλίμακος ήτις επιτάσσει την πάλην εναντίον της κενοδοξίας, απορρέει εκ της ιδιαζούσης εις όλην την παράδοσιν της Ανατολικής Εκκλησίας διδασκαλίας περί της φύσεως του προπατορικού αμαρτήματος. Συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτήν η υπερηφανία είναι «η αρχή πάντων των αμαρτημάτων και πάντων των εγκλημάτων». Οι δύο Διδάσκαλοι από συμφώνου λέγουν ότι «το κακόν της υπερηφανίας είναι ο πολέμιος του ιδίου του Θεού».
«… η μάστιξ της οιήσεως καίτοι εσχάτη εις την τάξιν της πάλης, είναι η πρώτη κατά την προέλευσιν, κατά την αρχήν, όλων των αμαρτημάτων και όλων των εγκλημάτων…» (άγιος Κασσιανός) }090}
Ι Ι Ι. ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
«τελείων δε εστιν η στερεά τροφή των δια την έξιν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Αʼ Κορ. βʼ 6)
Εάν ο Ίδιος ο Χριστός ομιλή περί της διδαχής Αυτού ως περί πυρός κατελθόντος εκ του ουρανού επί της γης πώς θα τολμήσωμεν ημείς να ομιλήσωμεν περί τελειότητος; Δεν θα συγκρατήση άρα γε ημάς ο φόβος αυτού του παμφάγου πυρός;
Κατανοώ την κατάστασιν ήτις εδημιουργήθη εν τω κόσμω κατά τας τελευταίας δεκαετίας, εις τρόπον ώστε να μη υπάρχη διʼ ημάς άλλη οδός, ει μη μόνον ο αγών να εισδύσωμεν εις το μυστήριον της διδαχής του Χριστού, να γνωρίσωμεν τον Χριστόν εν τη τελειότητι, όσον τούτο είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον. }096}
… προσηυχήθη (ο ασκητής Παρθένιος) εις την Θεομήτορα όπως αποκαλύψη εις αυτόν το νόημα του μεγάλου τούτου σχήματος. Ότε Αύτη εφανερώθη εις αυτόν είπεν: «Ο μεγαλόσχημος είναι ευχέτης υπέρ όλου του κόσμου»,
Και τι βλέπομεν εις τον Χριστόν; Δεν γνωρίζω πώς έχει τούτο δια τους άλλους, αλλά εμέ καταπλήσσει και ελκύει ακριβώς η μορφή του Χριστού του αναβαίνοντος επί τον Γολγοθάν, το πώς δηλονότι Ούτος, μόνος εξ όλων των επί γης ανθρώπων, ηθέλησε να άρη επʼ Αυτού τας αμαρτίας όλου του κόσμου, να παραδώση την ζωήν Αυτού εις ακραία παθήματα χάριν της απελευθερώσεως πάντων ημών εκ της κατάρας του νόμου, κατάρας ήτις εβάρυνε την ανθρωπότητα μετά την προπατορικήν αμαρτίαν εν τω Παραδείσω.
Φέρων εν Εαυτώ όλον τον Αδάμ, όλους τους λαούς πάντων των αιώνων, ο Κύριος απέθνησκεν υπέρ πάντων. Ουδείς εκ των ανθρώπων, βεβαίως, ηδύνατο να βοηθήση Αυτόν. Και εν τη Ευαγγελική περιγραφή παρατηρούμεν ότι όλη η σκέψις Αυτού ήτο εστραμμένη μόνον προς τον Πατέρα.
Ποίον συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν εκ της θεωρίας ταύτης του Χριστού; Αναβαίνει Ούτος επί τον Γολγοθάν, ίνα προσφέρη την ζωήν Αυτού, και δεχόμενος τον θάνατον, όστις έπληξεν τους ανθρώπους, να }097} δώση εις αυτούς θείαν ζωήν κατά τους λόγους Αυτού: «Αύτη εστίν η εντολή η Εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα Εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ηκούσα παρά του Πατρός Μου εγνώρισα υμίν».
Βλέπομεν ότι προ της εξόδου Αυτού δια τον θάνατον επί του Γογλοθά ο Κύριος απεφάσισε να ομιλήση περί της τελειότητος προς του μαθητάς Αυτού.
Εις τι έγκειται λοιπόν το εγχείρημα ημών; Εις το να εξηγήσωμεν πώς οι άνθρωποι ήλθον εις αυτήν την μορφήν της ζωής, τον μοναχισμόν.
Ο μοναχισμός δεν είναι επινόησις ανθρώπων. Αποτελεί κατηγορικήν προσταγήν του πνεύματος ημών κατόπιν της επαφής αυτού μετά του Αγίου Πνεύματος· της επαφής του πυρός της αγάπης του Χριστού, η οποία προσφέρει την ζωήν αυτής όπως οι άλλοι ζήσουν και εξ αυτών δέχεται τον θάνατον. Και τούτο είναι αληθώς ο μοναχισμός εις το πλέον τέλειον βάθος αυτού, εννοούμενον ως περί αυτού ομιλεί ο Ίδιος ο Κύριος: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι …»
Επομένως η αγάπη την οποίαν εφανέρωσεν ο Χριστός είναι η τελειότης. Αλλʼ ημείς δεν είμεθα ικανοί }098} δια τοιαύτην αγάπην ένεκα της υπερηφανίας ημών, και μέχρι των ημερών ημών οι χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν εκείνο περί του οποίου ενετείλατο ο Χριστός. Ο Κύριος αναμένει εξ ημών επανάληψιν της ζωής Αυτού επί της γης. Και όμως πόσοι άνθρωποι αντιτίθενται προς τούτο …! }099}
Ο Κύριος διαμένων μεθʼ ημών επί της γης, ωμίλει προς τον λαόν εις απλήν γλώσσαν πλήρη εικόνων εκ της καθημερινής ζωής, ίνα και οι πλέον απλοί άνθρωποι δύνανται να εννοήσουν Αυτόν. … Παρατηρούμεν εν τούτοις μετά μεγάλης οδύνης εκείνο το λυπηρόν φαινόμενον εν τη ζωή της Εκκλησίας, κατά το οποίον οι ευρισκόμενοι εις το κατώτερον πνευματικόν μέτρον αντιλήψεως δεν δύνανται να συλλάβουν ούτε τας σκέψεις, ούτε τας προσευχάς, ούτε την δύναμιν, ούτε την θεωρίαν, ούτε την αγάπην εκείνων οι οποίοι είναι πλέον ικανοί να αφομοιώσουν τας ά
νωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Και ο Απόστολος Παύλος εντόνως εβίωσε το φαινόμενον τούτο εν τη αποστολική αυτού διακονία, διότι εκείνοι οι οποίοι ολιγώτερον εμβαθύνουν εις την γνώσιν των θείων πραγμάτων αποδέχονται την }100} ιδίαν αυτών αντίληψιν ως την εσχάτην τελειότητα και μάχονται να επιβάλουν αυτήν εφʼ όλης της δομής της Εκκλησίας. Διʼ αυτόν ακριβώς τον λόγον έλεγεν ότι «επότισε» τους ανθρώπους πνευματικόν «γάλα». Όσον αφορά δε εις εκείνο το οποίον υπερέβαινεν αυτούς ήτο δε προσιτόν μόνον εις τον κύκλον των τελείων, ομιλεί περί τούτου μόνον εις τον κύκλον των τελείων, προσθέτων ότι πάντες «οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ διωχθήσονται», έτι και εντός της Εκκλησίας, εφʼ όσον υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ουχί μόνον απορρίπτουν την τελειότητα, αλλά και μάχονται κατʼ αυτής·
Δια της οδού ταύτης ο άνθρωπος, δια της τηρήσεως δηλονότι των εντολών του Χριστού, φθάνει βαθμηδόν μέχρι της συνειδητοποιήσεως εαυτού ως Αδάμ. Φέροντες επί έτη εν τη ψυχή ημών ημέραν εξ ημέρας, από ώρας εις ώραν, την έννοιαν ταύτην αποκτώμεν βαθμηδόν την ικανότητα να προσλάβωμεν την εντολήν του Χριστού εις το αυθεντικόν αυτής είναι. Δια της εντολής ταύτης γινόμεθα φορείς παντός του κοσμικού είναι και αυτής της θείας ζωής, ήτοι ζωής συμφώνου προς τας εντολάς του Ευαγγελίου. }101}
Κατά θαυμαστόν τρόπον συμβαίνει ώστε ο άνθρωπος, αναγινώσκων εις την αποκάλυψιν τα περί της πτώσεως του Αδάμ, να αισθάνηται αίφνης ότι φέρει εν εαυτώ την αμαρτίαν ταύτην. Ο μοναχισμός αρχίζει δια μικρών πραγμάτων, αλλά το τέλος αυτού φθάνει ακριβώς εκείνο το πλήρωμα, κατά το οποίον ο άνθρωπος προσεύχεται διʼ όλον τον Αδάμ ως περί αυτού του ιδίου. }102}
Δια την εποχήν ημών τα μοναστήρια κλασικού τύπου δεν ανταποκρίνονται πλήρως εις τας απαιτήσεις του χριστιανικού πνεύματος, διότι ο μοναχισμός είναι πρωτίστως πνευματική ζωή εκείνης της τάξεως την οποίαν έδωκεν εις ημάς ο Κύριος και εις την οποίαν προ ολίγου ανεφέρθην.
Πολλοί λέγουν: «Καλώς, αλλʼ εάν όλοι γίνουν μοναχοί, τότε ο κόσμος θα εκλείψη …». Ουχί, δεν θα εκλείψη, αλλά θα έλθη η γενική ανάστασις, και η ιστορία του κόσμου θα λάβη πέρας ουχί δια καταστροφής, αλλά δια χαρμοσύνου θριάμβου και ανωδύνου διαβάσεως εις την αθάνατον ζωήν. }103}
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑΣΣΙΑΝΟΝ ΤΟΝ ΡΩΜΑΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΤΟΝ ΣΙΝΑΪΤΗΝ
«… Η τρίτη συνίσταται εις την απόσπασιν του πνεύματος ημών από των παρόντων και ορατών πραγμάτων, δια να ενθεωρήσωμεν αποκλειστικώς εις τα μέλλοντα και μη επιθυμήσωμεν πλέον ουδέν άλλο ει μη τα αόρατα». (άγιος Κασσιανός) }081}
«Έχομεν κατʼ ουσίαν δύο πατέρας· τον μεν οφείλομεν να εγκαταλείψωμεν, τον δε να ακολουθήσωμεν». (άγιος Κασσιανός) }082}
«Όταν λοιπόν εγκαταλείψωμεν και μετοικήσωμεν εκ των ορατών πραγματικοτήτων προς τας αοράτους, θα δυνηθώμεν να είπωμεν μετά του Αποστόλου …: “ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” …». (άγιος Κασσιανός) (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Η μαρτυρία ότι έχομεν πράγματι επιτύχει την τελειότητα της τρίτης αποταγής είναι να μη υπάρχη εφʼ εξής εις την ψυχήν ημών ουδέν ίχνος παχυλότητος της ζωώδους και σαρκικής ζωής της οποίας ήτο αύτη όλως βεβαρυμένη· διότι χειρ γνωστική ελείανεν αυτήν και εξήλειψε πάντα τα αισθήματα και τας γηΐνας διαθέσεις, και η συχνή μελέτη των πραγμάτων του Θεού, η άσκησις της θεωρίας, κατέστησαν αυτήν ικανήν να μεταβή εις τον κόσμον του αοράτου, ώστε προσηλωμένη όλως εις τα ουράνια και ασώματα να μη έχη πλέον συνείδησιν του ιματίου της σαρκός, ούτε του χώρου εις τον οποίον ευρίσκεται. Αρπαγαί και διαβάσεις θαυμασταί! Η ακοή παραμένει αναίσθητος εις τας έξωθεν φωνάς· οι άνθρωποι διέρχονται και η όρασις δεν εντυπωσιάζεται· τι είπω! Πλησίον ενώπιον ημών υψούνται αντικείμενα και αι πλέον τεράστιαι μάζαι, και οι σαρκικοί ημών οφθαλμοί δεν αντιλαμβάνονται ταύτα. }083}
«Την αλήθειαν και την αρετήν των λόγων τούτων θα ακούση εκείνος μόνον ο οποίος εδιδάχθη εκ της πείρας και του οποίου ο Κύριος απέσπασε τους οφθαλμούς της καρδίας από πάντων των παρόντων πραγμάτων» (άγιος Κασσιανός) }084}
… ομιλεί (ο άγιος Κασσιανός) περί της αποσπάσεως του νου από παντός ορατού και της αρπαγής εν τη θεωρία του αοράτου και αιωνίου. Εις ψυχήν όμως ήτις δεν θα ήτο εισέτι }088} τελείως κεκαθαρμένη εκ των παθών, η έκφρασις αύτη θα ηδύνατο να αφήση αχαλίνωτον την φαντασίαν διότι «το αόρατον και το αιώνιον» ευρίσκονται εισέτι θα ηδύνατο να είπη τις εκτός του ανθρώπου· αντιθέτως η διατύπωσις του Ιωάννου της Κλίμακος –αποταγή της κενοδοξίας – εισάγει τον ασκητήν εις το βάθος της εσωτερικής αυτού πάλης και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλʼ αναγκάζει αυτόν να διαμένη νήφων έως τέλους.
Επιτρέπομεν εις εαυτόν να εκφράση την γνώμην ως προς την ανωτερότητα των διατυπώσεων του Ιωάννου της Κλίμακος, αλλʼ υπογραμμίζομεν ότι δεν είναι τελειότεραι ει μη μόνον εν σχέσει προς την ασκητικήν και παιδαγωγικήν άποψιν,
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπέρβασις της εφʼ ημών εξουσίας του κόσμου και η νίκη επʼ αυτού.
… «δια Χριστόν σαλότητα». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής. }089}
Η τρίτη αποταγή του Ιωάννου της Κλίμακος ήτις επιτάσσει την πάλην εναντίον της κενοδοξίας, απορρέει εκ της ιδιαζούσης εις όλην την παράδοσιν της Ανατολικής Εκκλησίας διδασκαλίας περί της φύσεως του προπατορικού αμαρτήματος. Συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτήν η υπερηφανία είναι «η αρχή πάντων των αμαρτημάτων και πάντων των εγκλημάτων». Οι δύο Διδάσκαλοι από συμφώνου λέγουν ότι «το κακόν της υπερηφανίας είναι ο πολέμιος του ιδίου του Θεού».
«… η μάστιξ της οιήσεως καίτοι εσχάτη εις την τάξιν της πάλης, είναι η πρώτη κατά την προέλευσιν, κατά την αρχήν, όλων των αμαρτημάτων και όλων των εγκλημάτων…» (άγιος Κασσιανός) }090}
Ι Ι Ι. ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
«τελείων δε εστιν η στερεά τροφή των δια την έξιν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Αʼ Κορ. βʼ 6)
Εάν ο Ίδιος ο Χριστός ομιλή περί της διδαχής Αυτού ως περί πυρός κατελθόντος εκ του ουρανού επί της γης πώς θα τολμήσωμεν ημείς να ομιλήσωμεν περί τελειότητος; Δεν θα συγκρατήση άρα γε ημάς ο φόβος αυτού του παμφάγου πυρός;
Κατανοώ την κατάστασιν ήτις εδημιουργήθη εν τω κόσμω κατά τας τελευταίας δεκαετίας, εις τρόπον ώστε να μη υπάρχη διʼ ημάς άλλη οδός, ει μη μόνον ο αγών να εισδύσωμεν εις το μυστήριον της διδαχής του Χριστού, να γνωρίσωμεν τον Χριστόν εν τη τελειότητι, όσον τούτο είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον. }096}
… προσηυχήθη (ο ασκητής Παρθένιος) εις την Θεομήτορα όπως αποκαλύψη εις αυτόν το νόημα του μεγάλου τούτου σχήματος. Ότε Αύτη εφανερώθη εις αυτόν είπεν: «Ο μεγαλόσχημος είναι ευχέτης υπέρ όλου του κόσμου»,
Και τι βλέπομεν εις τον Χριστόν; Δεν γνωρίζω πώς έχει τούτο δια τους άλλους, αλλά εμέ καταπλήσσει και ελκύει ακριβώς η μορφή του Χριστού του αναβαίνοντος επί τον Γολγοθάν, το πώς δηλονότι Ούτος, μόνος εξ όλων των επί γης ανθρώπων, ηθέλησε να άρη επʼ Αυτού τας αμαρτίας όλου του κόσμου, να παραδώση την ζωήν Αυτού εις ακραία παθήματα χάριν της απελευθερώσεως πάντων ημών εκ της κατάρας του νόμου, κατάρας ήτις εβάρυνε την ανθρωπότητα μετά την προπατορικήν αμαρτίαν εν τω Παραδείσω.
Φέρων εν Εαυτώ όλον τον Αδάμ, όλους τους λαούς πάντων των αιώνων, ο Κύριος απέθνησκεν υπέρ πάντων. Ουδείς εκ των ανθρώπων, βεβαίως, ηδύνατο να βοηθήση Αυτόν. Και εν τη Ευαγγελική περιγραφή παρατηρούμεν ότι όλη η σκέψις Αυτού ήτο εστραμμένη μόνον προς τον Πατέρα.
Ποίον συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν εκ της θεωρίας ταύτης του Χριστού; Αναβαίνει Ούτος επί τον Γολγοθάν, ίνα προσφέρη την ζωήν Αυτού, και δεχόμενος τον θάνατον, όστις έπληξεν τους ανθρώπους, να }097} δώση εις αυτούς θείαν ζωήν κατά τους λόγους Αυτού: «Αύτη εστίν η εντολή η Εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα Εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ηκούσα παρά του Πατρός Μου εγνώρισα υμίν».
Βλέπομεν ότι προ της εξόδου Αυτού δια τον θάνατον επί του Γογλοθά ο Κύριος απεφάσισε να ομιλήση περί της τελειότητος προς του μαθητάς Αυτού.
Εις τι έγκειται λοιπόν το εγχείρημα ημών; Εις το να εξηγήσωμεν πώς οι άνθρωποι ήλθον εις αυτήν την μορφήν της ζωής, τον μοναχισμόν.
Ο μοναχισμός δεν είναι επινόησις ανθρώπων. Αποτελεί κατηγορικήν προσταγήν του πνεύματος ημών κατόπιν της επαφής αυτού μετά του Αγίου Πνεύματος· της επαφής του πυρός της αγάπης του Χριστού, η οποία προσφέρει την ζωήν αυτής όπως οι άλλοι ζήσουν και εξ αυτών δέχεται τον θάνατον. Και τούτο είναι αληθώς ο μοναχισμός εις το πλέον τέλειον βάθος αυτού, εννοούμενον ως περί αυτού ομιλεί ο Ίδιος ο Κύριος: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι …»
Επομένως η αγάπη την οποίαν εφανέρωσεν ο Χριστός είναι η τελειότης. Αλλʼ ημείς δεν είμεθα ικανοί }098} δια τοιαύτην αγάπην ένεκα της υπερηφανίας ημών, και μέχρι των ημερών ημών οι χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν εκείνο περί του οποίου ενετείλατο ο Χριστός. Ο Κύριος αναμένει εξ ημών επανάληψιν της ζωής Αυτού επί της γης. Και όμως πόσοι άνθρωποι αντιτίθενται προς τούτο …! }099}
Ο Κύριος διαμένων μεθʼ ημών επί της γης, ωμίλει προς τον λαόν εις απλήν γλώσσαν πλήρη εικόνων εκ της καθημερινής ζωής, ίνα και οι πλέον απλοί άνθρωποι δύνανται να εννοήσουν Αυτόν. … Παρατηρούμεν εν τούτοις μετά μεγάλης οδύνης εκείνο το λυπηρόν φαινόμενον εν τη ζωή της Εκκλησίας, κατά το οποίον οι ευρισκόμενοι εις το κατώτερον πνευματικόν μέτρον αντιλήψεως δεν δύνανται να συλλάβουν ούτε τας σκέψεις, ούτε τας προσευχάς, ούτε την δύναμιν, ούτε την θεωρίαν, ούτε την αγάπην εκείνων οι οποίοι είναι πλέον ικανοί να αφομοιώσουν τας ά
νωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Και ο Απόστολος Παύλος εντόνως εβίωσε το φαινόμενον τούτο εν τη αποστολική αυτού διακονία, διότι εκείνοι οι οποίοι ολιγώτερον εμβαθύνουν εις την γνώσιν των θείων πραγμάτων αποδέχονται την }100} ιδίαν αυτών αντίληψιν ως την εσχάτην τελειότητα και μάχονται να επιβάλουν αυτήν εφʼ όλης της δομής της Εκκλησίας. Διʼ αυτόν ακριβώς τον λόγον έλεγεν ότι «επότισε» τους ανθρώπους πνευματικόν «γάλα». Όσον αφορά δε εις εκείνο το οποίον υπερέβαινεν αυτούς ήτο δε προσιτόν μόνον εις τον κύκλον των τελείων, ομιλεί περί τούτου μόνον εις τον κύκλον των τελείων, προσθέτων ότι πάντες «οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ διωχθήσονται», έτι και εντός της Εκκλησίας, εφʼ όσον υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ουχί μόνον απορρίπτουν την τελειότητα, αλλά και μάχονται κατʼ αυτής·
Δια της οδού ταύτης ο άνθρωπος, δια της τηρήσεως δηλονότι των εντολών του Χριστού, φθάνει βαθμηδόν μέχρι της συνειδητοποιήσεως εαυτού ως Αδάμ. Φέροντες επί έτη εν τη ψυχή ημών ημέραν εξ ημέρας, από ώρας εις ώραν, την έννοιαν ταύτην αποκτώμεν βαθμηδόν την ικανότητα να προσλάβωμεν την εντολήν του Χριστού εις το αυθεντικόν αυτής είναι. Δια της εντολής ταύτης γινόμεθα φορείς παντός του κοσμικού είναι και αυτής της θείας ζωής, ήτοι ζωής συμφώνου προς τας εντολάς του Ευαγγελίου. }101}
Κατά θαυμαστόν τρόπον συμβαίνει ώστε ο άνθρωπος, αναγινώσκων εις την αποκάλυψιν τα περί της πτώσεως του Αδάμ, να αισθάνηται αίφνης ότι φέρει εν εαυτώ την αμαρτίαν ταύτην. Ο μοναχισμός αρχίζει δια μικρών πραγμάτων, αλλά το τέλος αυτού φθάνει ακριβώς εκείνο το πλήρωμα, κατά το οποίον ο άνθρωπος προσεύχεται διʼ όλον τον Αδάμ ως περί αυτού του ιδίου. }102}
Δια την εποχήν ημών τα μοναστήρια κλασικού τύπου δεν ανταποκρίνονται πλήρως εις τας απαιτήσεις του χριστιανικού πνεύματος, διότι ο μοναχισμός είναι πρωτίστως πνευματική ζωή εκείνης της τάξεως την οποίαν έδωκεν εις ημάς ο Κύριος και εις την οποίαν προ ολίγου ανεφέρθην.
Πολλοί λέγουν: «Καλώς, αλλʼ εάν όλοι γίνουν μοναχοί, τότε ο κόσμος θα εκλείψη …». Ουχί, δεν θα εκλείψη, αλλά θα έλθη η γενική ανάστασις, και η ιστορία του κόσμου θα λάβη πέρας ουχί δια καταστροφής, αλλά δια χαρμοσύνου θριάμβου και ανωδύνου διαβάσεως εις την αθάνατον ζωήν. }103}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Αγαπητέ Νίκο.
Νομίζω, ότι μαζί με τα κείμενα που παραθέτεις, θα πρέπει να δίνεις και τα πλήρη στοιχεία από τα αντίστοιχα βιβλία : τίτλο τού βιβλίου, συγγραφέα, και εκδόσεις από τις οποίες κυκλοφορεί το βιβλίο.
Έτσι, όποιος θέλει, θα μπορεί να αγοράζει ολόκληρο το βιβλίο, και να ωφελείται πλήρως πνευματικά.
Διότι στο διαδίκτυο μπορούμε μόνο να δίνουμε εναύσματα και προτροπές. Οι πραγματικές όμως και σε βάθος μελέτες, γίνονται μέσα από τα βιβλία. Προς το παρόν, τα βιβλία είναι αναντικατάστατα.
Νομίζω, ότι μαζί με τα κείμενα που παραθέτεις, θα πρέπει να δίνεις και τα πλήρη στοιχεία από τα αντίστοιχα βιβλία : τίτλο τού βιβλίου, συγγραφέα, και εκδόσεις από τις οποίες κυκλοφορεί το βιβλίο.
Έτσι, όποιος θέλει, θα μπορεί να αγοράζει ολόκληρο το βιβλίο, και να ωφελείται πλήρως πνευματικά.
Διότι στο διαδίκτυο μπορούμε μόνο να δίνουμε εναύσματα και προτροπές. Οι πραγματικές όμως και σε βάθος μελέτες, γίνονται μέσα από τα βιβλία. Προς το παρόν, τα βιβλία είναι αναντικατάστατα.
Τέλειος Θεός, και τέλειος και ΑΠΟΛΥΤΑ αναμάρτητος άνθρωπος, και ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ Σωτήρας τού κόσμου, Ιησούς Χριστός: «Εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, έως την συντέλεια τού κόσμου».