Η ψυχοπαθολογία ενός "προσκυνητή" (ή και πολλών)
Δημοσιεύτηκε: Παρ Μαρ 09, 2007 10:40 am
Πρωτοπήγα στο Άγιο Όρος το 1980. Η μοναδική συγκοινωνία που υπήρχε τότε, ήταν τα καραβάκια που περιέπλεαν την χερσόνησο και το μοναδικό λεωφορείο της γραμμής Δάφνη – Καρυές. Τα διαμονητήρια τα προμηθευόσουν τότε στις Καρυές. Και προσκυνούσες και την Παναγία την Άξιον Εστίν. Όσο για το τηλέφωνο… έμπαινες και μέχρι να ξαναβγείς χανόσουν. Σε κάθε μοναστήρι που πήγαινες, υπήρχε μια φιλόξενη και χαμογελαστή διάθεση. Κέρασμα, προσκύνημα στο Καθολικό και μετά αν έμενες σε οδηγούσαν στο (κοινόχρηστο) κελί σου. Δεν ρωτούσε κανείς αν έχεις πάρει τηλέφωνο πριν και αν έχεις «κλείσει» δωμάτιο.
Σταδιακά γίναμε μάρτυρες μιας μεγάλης αλλοίωσης, της οποίας η αιτία νομίζω πώς είναι η εύκολη πλέον (οδική) μετακίνηση από μονή σε μονή. Ξαφνικά το «προσκύνημα» έγινε εύκολο – πράγμα που ήταν πάντα αντίθετο με την έννοια του – και άρχισαν να κατακλύζουν το Όρος ορδές «προσκυνητών» κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι ευκαίρως ακαίρως και με συχνότητα Σαββατοκύριακου επισκέπτονται το Όρος και μάλιστα ομαδικά τις περισσότερες φορές. Το β΄ΚΑΠΗ Καλαμαριάς, ο σύλλογος πρώην καταδρομέων (με φόρμα παραλλαγής παρακαλώ και με όλη εκείνη την ηλίθια νοοτροπία του πρώην καταδρομέα) κλπ. κλπ. Όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος, άλλαξε και την νοοτροπία του προσκυνήματος. Ως Ιουδαίοι οι οποίοι αιτούσι σημείον, επισκέπτονται το Όρος και ζητούν να βρούν θαυματουργούς και προορατικούς γέροντες, για να μιλήσουν, να εξομολογηθούν, να ρωτήσουν τι παιδί θα κάνει η γυναίκα τους, να τους ενημερώσουν για την «κατάντια» του κόσμου, και εν τέλει να μετρήσουν άλλη μία επίσκεψη στο ενεργητικό τους ως να περιμένουν να πραγματοποιήσουν κάποιο ρεκόρ Γκίνες, με την συχνότητα των επισκέψεων, το οποίο θα τους εξασφαλίσει μια καλή θέση στον Παράδεισο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ακούς συνέχεια γύρω σου: «Εγώ έχω έρθει 26 φορές. Εσύ πόσες;» Εύκολα υπερασπίζονται το άβατο, κρατώντας από το χέρι τα δεκάχρονα παιδιά τους, ξεχνώντας επιλεκτικά πως και γι αυτά απαγορεύεται η είσοδος στο Όρος. Καυχώνται για τον τάδε γνωστό τους γέροντα που τους «κάνει πρόσκληση» και έτσι βγάζουν διαμονητήριο εκτός σειράς, ή τους επιτρέπει και μπαίνουν μέσα με το αυτοκίνητό τους, συνήθως με την πρόφαση ότι φέρνουν προμήθειες στο μοναστήρι ή το κελί, οπότε το αυτοκίνητο είναι απαραίτητο. Τσαλαπατιούνται στα καραβάκια και τα λεωφορεία, και είναι ικανοί να σε ξεκοιλιάσουν με τον αγκώνα τους προκειμένου να προηγηθούν στην είσοδο στο λεωφορείο.
Από την άλλη, η ζήτηση έφερε και την προσφορά και ακολούθησαν τα πολλά λεωφορεία και τα «ταξί» του Όρους. Μοναχοί που πρίν είχαν ως εργόχειρο το ψάρεμα ή την ξυλογλυπτική «έπιασαν» ως αετονύχηδες το νόημα και έγιναν ταξιτζήδες. Στη συνέχεια, επειδή η δουλειά ήταν πολλή, προσέλαβαν και οδηγούς (αλλοδαπούς, κυρίως Ρουμάνους – κάτι περίεργες φάτσες) και πλέον ανέλαβαν ρόλο συντονιστή από το κελί τους, μέσω κινητού. Οι οδηγοί των λεωφορείων – άνθρωποι της πιάτσας – αντιλήφθηκαν εύκολα με το τι χαϊβάνια έχουν να κάνουν, και συμπεριφέρονται όπως ο λοχίας που καψονάρει τους νεοσύλλεκτους. Εσχάτως το ίδιο παρατηρείται και με τους υπαλλήλους των ακτοπλοϊκών εταιριών οι οποίοι σου συμπεριφέρονται ως να σου κάνουν χάρη. Και ανάμεσα σε σπρωξιές και αγκωνιές ακούς από το κοπάδι: «Κάντε υπομονή, έτσι θα έχουμε μεγαλύτερο μισθό» και άλλα τέτοια φαιδρά, ως να διόρισε κανείς τον οδηγό του λεωφορείου ως γέροντά του και περιμένει από αυτόν να τον εξασκήσει στην υπακοή και την ταπείνωση.
Στα μοναστήρια, πρέπει πλέον να έχεις κλείσει δωμάτιο (και τι να κάνουν οι άνθρωπο με τόσο κόσμο) και πάντα θα βρείς πρόθυμους περιφερόμενους, περίεργους «γέροντες» να συμβουλεύουν τους αφελείς περί παντός επιστητού. Στα κελιά μπήκαν τηλεοράσεις, οι γέροντες πηγαινοέρχονται μέσα έξω, φτάνουν και μέχρι το εξωτερικό, εισπηδώντας στην ουσία σε αλλότριες επισκοπές και κηρύττοντας, ως να μην υπήρχαν ιερείς και πνευματικοί στον κόσμο, και γενικά η κατάσταση έχει γίνει εξαιρετικά λυπηρή.
Θέλουμε πίσω το Άγιο Όρος που χάσαμε.
Το Άγιο Όρος της ησυχίας και της περισυλλογής.
(Είχα σκοπό να γράψω κι άλλα, αλλά το κείμενο βγήκε ήδη μεγάλο. Το αφήνω ως έχει και θα επενέλθω)
Σταδιακά γίναμε μάρτυρες μιας μεγάλης αλλοίωσης, της οποίας η αιτία νομίζω πώς είναι η εύκολη πλέον (οδική) μετακίνηση από μονή σε μονή. Ξαφνικά το «προσκύνημα» έγινε εύκολο – πράγμα που ήταν πάντα αντίθετο με την έννοια του – και άρχισαν να κατακλύζουν το Όρος ορδές «προσκυνητών» κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι ευκαίρως ακαίρως και με συχνότητα Σαββατοκύριακου επισκέπτονται το Όρος και μάλιστα ομαδικά τις περισσότερες φορές. Το β΄ΚΑΠΗ Καλαμαριάς, ο σύλλογος πρώην καταδρομέων (με φόρμα παραλλαγής παρακαλώ και με όλη εκείνη την ηλίθια νοοτροπία του πρώην καταδρομέα) κλπ. κλπ. Όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος, άλλαξε και την νοοτροπία του προσκυνήματος. Ως Ιουδαίοι οι οποίοι αιτούσι σημείον, επισκέπτονται το Όρος και ζητούν να βρούν θαυματουργούς και προορατικούς γέροντες, για να μιλήσουν, να εξομολογηθούν, να ρωτήσουν τι παιδί θα κάνει η γυναίκα τους, να τους ενημερώσουν για την «κατάντια» του κόσμου, και εν τέλει να μετρήσουν άλλη μία επίσκεψη στο ενεργητικό τους ως να περιμένουν να πραγματοποιήσουν κάποιο ρεκόρ Γκίνες, με την συχνότητα των επισκέψεων, το οποίο θα τους εξασφαλίσει μια καλή θέση στον Παράδεισο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ακούς συνέχεια γύρω σου: «Εγώ έχω έρθει 26 φορές. Εσύ πόσες;» Εύκολα υπερασπίζονται το άβατο, κρατώντας από το χέρι τα δεκάχρονα παιδιά τους, ξεχνώντας επιλεκτικά πως και γι αυτά απαγορεύεται η είσοδος στο Όρος. Καυχώνται για τον τάδε γνωστό τους γέροντα που τους «κάνει πρόσκληση» και έτσι βγάζουν διαμονητήριο εκτός σειράς, ή τους επιτρέπει και μπαίνουν μέσα με το αυτοκίνητό τους, συνήθως με την πρόφαση ότι φέρνουν προμήθειες στο μοναστήρι ή το κελί, οπότε το αυτοκίνητο είναι απαραίτητο. Τσαλαπατιούνται στα καραβάκια και τα λεωφορεία, και είναι ικανοί να σε ξεκοιλιάσουν με τον αγκώνα τους προκειμένου να προηγηθούν στην είσοδο στο λεωφορείο.
Από την άλλη, η ζήτηση έφερε και την προσφορά και ακολούθησαν τα πολλά λεωφορεία και τα «ταξί» του Όρους. Μοναχοί που πρίν είχαν ως εργόχειρο το ψάρεμα ή την ξυλογλυπτική «έπιασαν» ως αετονύχηδες το νόημα και έγιναν ταξιτζήδες. Στη συνέχεια, επειδή η δουλειά ήταν πολλή, προσέλαβαν και οδηγούς (αλλοδαπούς, κυρίως Ρουμάνους – κάτι περίεργες φάτσες) και πλέον ανέλαβαν ρόλο συντονιστή από το κελί τους, μέσω κινητού. Οι οδηγοί των λεωφορείων – άνθρωποι της πιάτσας – αντιλήφθηκαν εύκολα με το τι χαϊβάνια έχουν να κάνουν, και συμπεριφέρονται όπως ο λοχίας που καψονάρει τους νεοσύλλεκτους. Εσχάτως το ίδιο παρατηρείται και με τους υπαλλήλους των ακτοπλοϊκών εταιριών οι οποίοι σου συμπεριφέρονται ως να σου κάνουν χάρη. Και ανάμεσα σε σπρωξιές και αγκωνιές ακούς από το κοπάδι: «Κάντε υπομονή, έτσι θα έχουμε μεγαλύτερο μισθό» και άλλα τέτοια φαιδρά, ως να διόρισε κανείς τον οδηγό του λεωφορείου ως γέροντά του και περιμένει από αυτόν να τον εξασκήσει στην υπακοή και την ταπείνωση.
Στα μοναστήρια, πρέπει πλέον να έχεις κλείσει δωμάτιο (και τι να κάνουν οι άνθρωπο με τόσο κόσμο) και πάντα θα βρείς πρόθυμους περιφερόμενους, περίεργους «γέροντες» να συμβουλεύουν τους αφελείς περί παντός επιστητού. Στα κελιά μπήκαν τηλεοράσεις, οι γέροντες πηγαινοέρχονται μέσα έξω, φτάνουν και μέχρι το εξωτερικό, εισπηδώντας στην ουσία σε αλλότριες επισκοπές και κηρύττοντας, ως να μην υπήρχαν ιερείς και πνευματικοί στον κόσμο, και γενικά η κατάσταση έχει γίνει εξαιρετικά λυπηρή.
Θέλουμε πίσω το Άγιο Όρος που χάσαμε.
Το Άγιο Όρος της ησυχίας και της περισυλλογής.
(Είχα σκοπό να γράψω κι άλλα, αλλά το κείμενο βγήκε ήδη μεγάλο. Το αφήνω ως έχει και θα επενέλθω)