Το μυστήριο της Εξομολογήσεως (Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν)

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
paroikos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1253
Εγγραφή: Δευ Μάιος 15, 2006 5:00 am

Το μυστήριο της Εξομολογήσεως (Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν)

Δημοσίευση από paroikos »

Το μυστήριο της Εξομολόγησης
Πρωτ. Αλέξανδρου Σμέμαν
Για κάθε ευσυνείδητο Ιερέα η Εξομολόγηση είναι χωρίς αμφιβολία η πιο μαρτυρική πλευρά της ποιμαντικής του αποστολής. Ενώ από μιαν άποψη, αυτός συναντά το μόνο πραγματικό «αντικείμενο» της ποιμαντικής του διακονίας, δηλαδή την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, που στέκεται μπροστά στο Θεό, όμως από άλλη άποψη, συγχρόνως, πείθεται σχεδόν πλήρως ότι έχει επικρατήσει η ονοματολογία1 στον σύγχρονο Χριστιανισμό.
Οι πιο βασικές για τον Χριστιανισμό έννοιες περί αμαρτίας, μετάνοιας, ειρηνεύσεως με το Θεό και αναγεννήσεως είναι σαν να έχουν χάσει τη σημασία τους. Οι λέξεις αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, αλλά το περιεχόμενό τους απέχει από εκείνη τη βάση, επάνω στην οποία είναι θεμελιωμένη η χριστιανική πίστη.
Άλλη πηγή δυσκολιών για τον Ιερέα, είναι η άγνοια πολλών Ορθοδόξων γιαυτή την ίδια την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Από την πράξη διαπιστώνει κανείς, ότι σχετικά με το μυστήριο αντιμετωπίζεται με δύο ακριβώς αντίθετες απόψεις. Την «νομική» άποψη και την «ψυχολογική».
Σύμφωνα με την πρώτη, την νομική, η Εξομολόγηση εννοείται σαν απλή απαρίθμηση παραβάσεων του νόμου, μετά από την οποία ο Ιερέας χορηγεί τη συγχώρηση των αμαρτιών και ο άνθρωπος προσέρχεται στη Μετάληψη. Εδώ η Εξομολόγηση περιορίζεται στο ελάχιστο. Μάλιστα υπάρχουν Εκκλησίες (στην Αμερική), όπου η Εξομολόγηση αντικαταστάθηκε με ένα γενικό τύπο, τον οποίο ο Εξομολόγος διαβάζει από έντυπο κείμενο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή για τη Μετάνοια το κέντρο βάρους της Εξομολογήσεως μετατίθεται στην εξουσία του Ιερέα, για να δώσει αυτός λύση και συγχώρηση αμαρτιών, και έτσι η λύση θεωρείται «πραγματική» από μόνη της, ανεξάρτητα από την ψυχική κατάσταση των μετανοούντων.
Εάν αυτή η πιο πάνω θέση μας παρουσιάζει μια «λατινοποιημένη» απόκλιση, το αντίθετο σημείο ξεκινήματος προς το μυστήριο της Εξομολογήσεως μπορεί να ορισθεί ως «προτεσταντίζον». Εδώ η εξομολόγηση παίρνει μορφή συζητήσεως, από την οποία πρέπει να προέλθει η βοήθεια, η λύση «προβλημάτων» και «ερωτηματικών». Αυτός είναι διάλογος, όχι του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά του ανθρώπου με εκείνον που υποτίθεται πως είναι σοφός και πεπειραμένος σύμβουλος, ο οποίος διαθέτει έτοιμες απαντήσεις για όλες τις ανθρώπινες ερωτήσεις.
Και στα δύο αυτά σημεία είναι φανερή η συσκότιση και η διαστρέβλωση της Ορθόδοξης αντίληψης για την ουσία της Εξομολογήσεως.
Είναι δυνατόν να αποκατασταθεί η ορθόδοξη αντίληψη και πράξη για την Εξομολόγηση; Βεβαιότατα, εάν διαθέτουμε την ανδρεία που απαιτείται για να αρχίσουμε αυτή την αποκατάσταση από το βάθος και όχι από την επιφάνεια.
Για το θέμα αυτό του ξεκινήματος, όπως εξάλλου για όλη την εκκλησιαστική ζωή, πρέπει να αποτελεί το κήρυγμα, η κατήχηση.
Από μια άποψη, όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας, αποτελεί μια πρόσκληση για Μετάνοια, με την πιο βαθιά σημασία της λέξεως, δηλαδή για αναγέννηση, για πλήρη επανεκτίμηση όλων των αξιών, για νέα θεώρηση και αντίληψη της ζωής στο φως του Χριστού. Και δεν είναι αναγκαίο να κηρύττουμε κάθε φορά για την αμαρτία, να κρίνουμε και να κατακρίνουμε, εφόσον τότε μόνο γίνεται ο άνθρωπος ικανός για μετάνοια, όταν ακούει την αληθινή πρόσκληση και το περιεχόμενο του Ευαγγελίου, όταν αποκαλύπτεται σʼ αυτόν, έστω και λίγο, το θείο βάθος και η σοφία που περικλείεται σʼ αυτό.
Η αληθινή χριστιανική μετάνοια είναι κυρίως η επίγνωση ότι χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό άβυσσος και από καθετί άλλο, που έδωσε και φανέρωσε ο Θεός σʼ αυτόν, δηλαδή από την πραγματική ζωή. Μόνο ατενίζοντας ο άνθρωπος τον θείο νυμφώνα «κεκοσμημένον», αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ένδυμα «ίνα εισέλθη εν αυτώ»…
Το κήρυγμά μας, πολλές φορές έχει τον χαρακτήρα μιας αφηρημένης προσταγής: Πρέπει να κάνετε αυτό… ή, δεν πρέπει να κάνετε εκείνο… Μια σειρά όμως μόνο κανόνων και διαταγών, δεν αποτελεί κήρυγμα. Το κήρυγμα πριν από όλα είναι αποκάλυψη του καταφατικού θελήματος και του φωτός της διδασκαλίας του Χριστού, και μετά είναι η φανέρωση του σκοταδιού και της κακίας της αμαρτίας. Μόνο με την έννοια αυτή η υπόδειξη, ο κανόνας και η εντολή γίνεται πειστική και ζωοποιός.
Εννοείται, πως το κήρυγμα πρέπει να περιέχει και βαθιά χριστιανική κριτική της εκκοσμικεύσεως όλων, μέσα στην οποία ζούμε, δηλαδή αυτής της κοσμοθεωρίας, με την οποία, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, τρεφόμαστε και αναπνέουμε. Οι Χριστιανοί έχουν κληθεί να αγωνίζονται πάντοτε εναντίον των ειδώλων (και στην εποχή μας υπάρχουν πολλά: «ο υλισμός», «οι επιτυχίες», «οι πρόοδοι» κλπ.), διότι μόνο με την ακριβή, χριστιανική, βαθιά και αληθινή εκτίμηση του κόσμου, της ζωής και του πολιτισμού, η έννοια της αμαρτίας αποκτά το πραγματικό της νόημα, σαν διαστροφή όλων γενικά των κατευθύνσεων της συνειδήσεως, της αγάπης, του αληθινού, του συμφέροντος, των επιδιώξεων (και η διαστροφή θεωρείται λατρεία που προσφέρεται προς τις αξίες, οι οποίες δεν έχουν πραγματική αξία…). Όμως η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει ελευθερία του Ιερέα από τα δεσμά του «κόσμου τούτου» και από την εξομοίωσή του προς τον κόσμο αυτό, για να μπορεί να προβάλλει την αιώνια αλήθεια στο κέντρο της υπηρεσίας που προσφέρει και όχι ως «πρακτικές βλέψεις» … Τόσο το κήρυγμα όσο και η κατήχηση πρέπει να έχουν μέσα τους προφητικό στοιχείο, μια πρόσκληση προς όλους, όπως επίσης τα πάντα θεωρούνται και εκτιμούνται με τα μάτια του ίδιου του Σωτήρα.
Η Εξομολόγηση, στη συνέχεια, πρέπει να επιστρέψει στα πλαίσια του μυστηρίου της Μετανοίας. Κάθε μυστήριο περιέχει τρία βασικά σημεία: Την προετοιμασία, το κυρίως «τυπικό» και την «εκτέλεση». Όπως είπαμε πιο πάνω, κι ακόμη ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή και το κήρυγμα αποτελούν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασία και πρόσκληση για μετάνοια, όπως υπάρχει παράδοση και ανάγκη ειδικής προετοιμασίας των μετανοούντων για το μυστήριο.
Στην Εκκλησία, από την αρχαία εποχή έχουν θεσπιστεί ειδικά χρονικά διαστήματα και περίοδοι: οι νηστείες. Κατά το χρόνο τους η θεία λατρεία εμφανίζεται σαν σχολείο μετανοίας και προετοιμασίας των ψυχών για να ενατενίσουν την ουράνια ωραιότητα της Βασιλείας και συγχρόνως αφορμή λύπης γιατί απομακρυνθήκαμε από αυτήν.
Το «τυπικό» της Εξομολογήσεως
Το τυπικό της εξομολογήσεως αποτελείται από:

α) Τις προσευχές πριν από την εξομολόγησηβ)Την πρόσκληση για μετάνοιαγ)Την εξομολόγηση του μετανοούντος και τις νουθεσίεςδ)την άφεση

α) Και εφόσον όλα τα Μυστήρια γενικά περιέχουν μέσα τους κάποια επιστροφή, στο μυστήριο της Μετανοίας ειδικά πραγματοποιείται η επιστροφή της ανθρώπινης «αναγνωρίσεως της ενοχής» σε χριστιανική μετάνοια, σε ευλογημένη επίγνωση από τον μετανοούντα της αμαρτωλότητος της ζωής του και της γεμάτης έλεος αγάπης του Θεού. Η αυτού του είδους «επιστροφή» προϋποθέτει τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, καθώς και την επίκλησή Του. Αυτό γίνεται στις προσευχές προ της εξομολογήσεως (τις οποίες διαβάζει ο Ιερέας).
β) Ακολουθεί η πρόσκληση για μετάνοια. Αυτή είναι η εξής προτροπή: «Αδελφέ…ου εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ ενώ ίστασαι» (την διαβάζει ο Ιερέας την ευχή αυτή επισημαίνοντας στον εξομολογούμενο ότι «αυτά που θα πεις δεν τα λες σʼ εμένα, αλλά στο Θεό μπροστά στον οποίο βρίσκεσαι τώρα»). Αλλά κατά την αποφασιστική αυτή στιγμή, όταν ο Ιερέας επιβεβαιώνει την παρουσία του Χριστού, έχει μεγάλη σημασία, ο ίδιος ο Ιερέας να μη αντιπαραβάλλει τον εαυτό του προς τον αμαρτωλό! Στο μυστήριο της Εξομολογήσεως, ο Ιερέας δεν εμφανίζεται σαν «εισαγγελέας», ούτε σαν άφωνος και παθητικός μάρτυρας. Ο Ιερέας είναι το σχήμα του Χριστού, δηλαδή εκείνος ο οποίος επωμίζεται τις αμαρτίες του κόσμου, ο οποίος είναι φορέας της άπειρης ευσπλαχνίας και συμπάθειας, οι οποίες και μόνον μπορούν να ανοίξουν την καρδιά του ανθρώπου. Ο μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος Χρασταβίτσκυ καθορίζει την ουσία της ιεροσύνης σαν συμπαθή αγάπη. Και η Μετάνοια είναι μυστήριο ειρηνεύσεως και αγάπης και όχι «δίκης» και καταδίκης. Επομένως καλύτερη μορφή προσκλήσεως για μετάνοια θα είναι η ψυχική συνταύτιση του Ιερέα με τον μετανοούντα: «Πάντες ήμαρτον…» (Ρωμ. γ 23).
γ) Η Εξομολ
όγηση, βέβαια, μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές. Εφόσον ο μετανοών δεν γνωρίζει, ως συνήθως, να κάνει την αρχή, αποτελεί καθήκον του Ιερέα να τον βοηθήσει. Γιʼ αυτό η μορφή του διαλόγου είναι πλέον άνετη και φυσική. Όλες οι αμαρτίες, στο τέλος, συνοψίζονται σε μια βασική αμαρτία: Στην έλλειψη αληθινής αγάπης προς το Θεό, πίστεως προς Αυτόν και ελπίδας πάνω σʼ Αυτόν. Γιʼ αυτό είναι δυνατόν την εξαγόρευση του αμαρτωλού να την υποδιαιρέσουμε σε τρεις βασικούς τομείς:
- Η σχέση μας προς το Θεό: Περιλαμβάνει ζητήματα πίστεως, αδυναμίας, αμφιβολιών και διαστροφής της πίστεως, ζητήματα προσευχής, νηστείας και θείας λατρείας. Συχνά η εξομολόγηση καταλήγει σε απλή απαρίθμηση «ανήθικων πράξεων» και ξεφεύγει από την προσοχή μας το ότι η ρίζα όλων των αμαρτιών βρίσκεται ακριβώς εδώ, στον τομέα της πίστεως, της ζωντανής προσωπικής σχέσεως με το Θεό.
- Η σχέση μας προς τον πλησίον: Περιλαμβάνεται ο εγωισμός και εγωκεντρισμός, η αδιαφορία προς τους συνανθρώπους, η έλλειψη αγάπης, ενδιαφέροντος, προσοχής. Σκληρότητες, ζηλοτυπίες, καταλαλιές… Εδώ πρέπει κάθε αμαρτία πραγματικά να «εξατομικευθεί», να γίνει έρευνα κατά κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, έτσι ώστε ο εξομολογούμενος να συναισθανθεί και να δει το πρόσωπο του άλλου, εναντίον του οποίου αμάρτησε, τον αδελφό, και την αμαρτία του σαν παράβαση του «συνδέσμου της αγάπης» και της αδελφοσύνης.
- Η σχέση προς τον εαυτό μας: Περιλαμβάνονται αμαρτίες και πειρασμοί της σάρκας και αντιπαραβολή του χριστιανικού τρόπου ζωής για καθαρότητα και ακεραιότητα, ευλάβεια προς το σώμα που είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος, και σφραγίστηκε και έγινε ιερό με την τελετή του Αγίου Μύρου…Έλλειψη επιθυμίας και προσπάθειας για εμβάνθυση της ζωής, διασκεδάσεις, μέθη, ανευθυνότητα κατά την εκτέλεση βιοτικών καθηκόντων, οικογενειακές διαμάχες.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, τις πιο πολλές φορές, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που αγνοούν την εξέταση του εαυτού τους και της συνειδήσεώς τους, και η ζωή των οποίων καθορίζεται από απόψεις και συνήθειες που είναι κοινώς παραδεκτές και επομένως στερούνται από την πραγματική μετάνοια. Σκοπός του εξομολόγου είναι να καταρρίψει μια τέτοια μικροαστική συμβατικότητα, την επιπόλαια αυτάρκεια, και να τοποθετήσει τον άνθρωπο μπροστά στην αγιότητα και το μεγαλείο του Θεού που ορίσθηκε από το Θεό. Πρέπει να ξυπνήσει στη συνείδησή του ότι όλη η ζωή του είναι αγώνας και μάχη… Ο Χριστιανισμός είναι η «στενή οδός», είναι η αποδοχή του κόπου, του ηρωισμού και της θλίψης της στενής αυτής οδού. Εάν η κατανόηση και παραδοχή της οδού δεν είναι αυτού του είδους, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για τον εκχριστιανισμό της εκκλησιαστικής ζωής μας…
Ο διάλογος κατά την εξομολόγηση κλείνει με νουθεσία. Ο Ιερέας οφείλει να καλέσει τον μετανοούντα στην αλλαγή ζωής, στην άρνηση της αμαρτίας. Ο Κύριος δεν συγχωρεί, εφόσον ο άνθρωπος δεν θελήσει νέα και καλύτερη ζωή, εφόσον δεν αποφασίζει να βγει στον δρόμο του αγώνα εναντίον της αμαρτίας, δεν αποφασίζει τη δύσκολη επιστροφή προς την «εικόνα της αρρήτου δόξης» μέσα στον εαυτό του. Γνωρίζουμε ότι για την ανθρώπινη ψυχρή εκτίμηση των δυνάμεών μας τέτοια επιστροφή είναι αδύνατη. Αλλά στο «αδύνατον» αυτό, ο Χριστός ήδη απάντησε: «τα αδύνατα παρʼ ανθρώποις, δυνατά εστί παρά τω Θεώ…» (Λουκ. ιηʼ 27). Από εμάς ζητά επιθυμία, απόφαση και προσπάθεια. Ο Κύριος θα βοηθήσει.
δ) Τότε και μόνον τότε είναι δυνατή η άφεση. Διότι σʼ αυτήν συμπληρώνεται όλη η σειρά των προηγουμένων: της προετοιμασίας, της προσπάθειας, της βαθμιαίας ανάπτυξης στην ψυχή της μετάνοιας. Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεώρηση δεν υπάρχει πραγματική άφεση, εκεί όπου δεν υπάρχει μετάνοια. Ο Θεός δεν δέχεται άνθρωπο που δεν προσέρχεται σʼ Αυτόν. Προσέρχομαι, σημαίνει μετάνοια, μεταβολή επανεκτίμηση της ζωής και του εαυτού μου.
Το να θεωρείται ότι η άφεση των αμαρτιών είναι εξουσία του Ιερέα που ενεργεί τα δέοντα με μόνη προφορά των ευχών για τη συγχώρηση, θα σήμαινε απόκλιση προς τη μυσταγωγική μαγεία, η οποία καταδικάζεται από όλο το πνεύμα και την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γιʼ αυτό, δεν είναι δυνατή η συγχώρηση των αμαρτιών όταν ο άνθρωπος από την μια μεριά δεν είναι Ορθόδοξος, δηλαδή φανερά και συνειδητά αρνείται τα βασικά δόγματα της Εκκλησίας, και από την άλλη μεριά δεν θέλει να αρνηθεί τη φανερή αμαρτωλή του κατάσταση: π.χ. ζωή μοιχείας, άτιμο επάγγελμα κλπ., και τέλος εάν κρύβει τις αμαρτίες του και δεν διακρίνει την αμαρτωλότητά του.
Επίσης πρέπει να μη ξεχνούμε ότι όταν δεν παρέχεται άφεση αμαρτιών αυτό δεν είναι τιμωρία. Ακόμη και ο αφορισμός στην πρώτη Εκκλησία, είχε συνδεθεί με την ελπίδα αποθεραπείας του ανθρώπου, διότι σκοπός της Εκκλησίας είναι η σωτηρία και όχι η δίκη και η καταδίκη. Ο Ιερέας καλείται να έχει ένα βαθύ ενδιαφέρον επάνω στη μοίρα του ανθρώπου και οφείλει να επιδιώκει τη μεταστροφή του, και όχι να εφαρμόζει εναντίον του την αντίστοιχη παράγραφο, ενός αφηρημένου νόμου. Ο καλός ποιμένας εγκαταλείπει τα 99 πρόβατα για τη σωτηρία του ενός χαμένου, και αυτό δίνει στον Ιερέα μια εσωτερική ποιμαντική ελευθερία. Σε τελευταία ανάλυση την απόφαση παίρνει η συνείδησή του, που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και δεν μπορεί αυτός να ικανοποιηθεί από μια ξερή εφαρμογή κανόνων και συνταγών.

1. Ονοματοκρατία (Nominalismus): γνωσιολογική θεωρία, σύμφωνα με την οποία στις λέξεις δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά αυτές είναι χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”