Η ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη
Δημοσιεύτηκε: Παρ Απρ 06, 2007 4:23 am
ΙΟΥΔΑ-ΣΤΟΡΥ
Εις εκ των σοφών λέγει, ότι ο παράνομος Ιούδας ήτο από την χώραν Ισκαρίαν, είχε δε πατέρα ονόματι ΄Ροβελ. Αυτός δε ο Ρόβελ είχε γυναίκα , ήτις μίαν ημέραν είδε όνειρον φοβερόν και διαλογιζομένη ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον. Λέγει προς αυτήν ο ανήρ της’<<Τί έχεις, τι έπαθες και θλίβεσαι ούτω; >>Του λέγει εκείνη’ <<Όνειρον είδα φοβερόν, ότι εάν μείνω έγκυος και γεννήσω τέκνον άρρεν, το τέκνον αυτό θέλει γίνει η καταστροφή των Εβραίων>>. Τότε ο ανήρ της την ονείδισε, διότι επίστευεν εις όνειρα’ αύτη δε σιώπησε. Κατά την νύκτα εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν δε ήλθεν ο καιρός εγεννησε τέκνον άρρεν΄η δε γυνή ηβουλήθη να φονεύσει το τέκνον της, δια να μη καταστρέψει αυτό το έθνος των Εβραίων, διότι και αυτή και ο ανήρ της ήσαν από την φυλήν των Εβραίων. Πράγματι κρυφίως από τον .άνδρα της κατασκεύασε κιβώτιον πλεκτόν από βάγια, το επίσσωσεν, έπειτα έβαλέ μέσα το παιδίον και το έρριψεν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Εκεί δε απέναντι της Ισκαρίας ήτο νησίδιον, εις το οποίον κατοικούσαν άνθρωποι ποιμένες, οίτινες εφύλαττον εις αυτό τα ζώα των εις τους κακούς καιρούς. Αυτοί βλέποντες το κιβώτιον, διότι τα κύματα το έκαμαν να φθάσει πλησίον του νησίου, με έν από τα πλοιάρια τα οποία είχον, το έφεραν τραβώντες εις το νησίον. Ανοίξαντες δε αυτό,εύρον εντός αυτού το παιδίον και το έτρεφον εκ του γάλακτος των ζώων. Μετά ταύτα το έδωκαν εις τινά γυναίκα από το χωρίον, ήτις είχε γεννήσει προ ολίγου καιρού, διά να το θηλάζει και το επονόμασαν Ιούδαν, διότι γνώρισαν ότι εξ Εβραίων ήτο το παιδίον, ούτω δε ήμέρα τη ημέρα ηυξάνετο. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να περιπατεί, έφεραν το παιδίον εις την χώραν Ισκαρίαν, διά να εύρουν άνθρωπον να του το παραδώσουν να το αναθρέψει. Κατά σύμπτωσιν όμως ευρέθη εκεί ο Ρόβελ, ο πατήρ του και το επήρε, μη γνωρίζων ότι είναι ο πατήρ αυτού του παιδίου. Ήτο δε το παιδίον κατά πολλά εύμορφον και η μήτηρ του το ηγάπα απ’αρχής αλλά και όσον παρήρχετο ο καιρός το ηγάπα περισσότερον, διότι ενεθυμείτο το τέκνον της το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν. Εγέννησε δε και έτερον υιόν και ανέτρεφε και 5α δύο ομού. Ο δε Ιούδας ήτο φύσεως πονηράς και έδερε τον αδελφόν του, αναλογιζόμενος την μετ’αυτού διανομήν της πατρικής περιουσίας, ώστε πολλάκις τον ενουθέτει η μήτηρ του λέγουσα. <<Παύσον, τέκνον μου, μη δέρης τον αδελφόν σου και όσα έχομεν εγώ και ο πατήρ σου ιδικά σας είναι και των δύο>>. Ο δε πονηρός και κακόβουλος Ιούδας, από την αγάπην των χρημάτων θελγόμενος, ηβουλήθη να φονεύσει τον αδελφόν του. Ημέραν λοιπόν τινά πορευομένων και των δύο ομού εις τόπον τινά, ετόλμησεν ο Ιούδας, ως πλέον δυνατός και μεγαλύτερος ‘όπου ήτο και εφόνευσε τον αδελφόν του, κτυπών αυτόν με πέτραν εις την μήνιγγα της κεφαλής. Όταν δε τον εφόνευσεν, εφοβήθη και έφυγεν εις την Ιερουσαλήμ. Τότε ο πατήρ του, ως έχασε τα τέκνα του, έκλαιεν αυτός και η γυνή του, μη γνωρίζοντες τι έγιναν, και τι τέλος έδωκαν. Ο δε Ιούδας πηγαίνων εις την Ιερουσαλήμ και αγαπών την φιλαργυρίαν, έγινα γνώριμος του Ηρώδου, του Εβραίου βασιλέως Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι ο Ιούδας ήτο ο ανήρ δυνατός και κατά πολλά εύμορφος, τον έβαλε φροντιστήν του οίκου του, να πωλεί δηλαδή τα παραγόμενα από τους αγρούς του προϊόντα και να αγοράζει τα αναγκαία προς συντήρησιν. Μετά χρόνον πολύν έγινε εις την Ισκαρίαν ακαταστασία λόγω σκανδάλων, ο δε Ρόβελ, ο πατήρ του Ιούδα, λαβών την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντα του ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, ώς πλούσιος δε όπου ήτο, ηγορασεν οικίαν ωραίαν πλησίον του βασιλέως Ηρώδου με κήπους, οι οποίοι είχον παντός είδους δένδρα. Ο δε Ιούδας από την πολυκαιρίαν δεν εγνώριζεν ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, αλλ’ούτε εκείνοι αυτόν. Εν μιά λοιπόν των ημερών προκύπτων ο βασιλεύς από την θυρίδα του παλατίου εθεώρει τον κήπον του Ρόβελ, ύστατο δε μετά του βασιλέως και ο Ιούδας, όστις λέγει προς αυτόν. <<Χρειάζεσαι, βασιλεύ, από τους καρπούς και από τα άνθη αυτών των δένδρων, να σου φέρω;>> Καταβάς δε ευθύς από την θυρίδα εκείνην, έλαβεν από τους καρπούς και από τα άνθη όσα ηθέλησε και επορεύθει προς την έξοδον. Τότε τον συνήντησεν ο πατήρ του, ο Ρόβελ, και του λέγει. <<Διατί, τέκνον μου, ετόλμησες και εισήλθες εις τον κήπον μου, ότε εγώ δεν ήμουν εδώ; Ναι, να πάρεις διά τον βασιλέα καρπούς και άνθη, αλλά έγώ δεν θα σε εβοήθουν καλλίτερα;>>Τότε αυτός , ως κακός όπου ήτο εξ’αρχής, ιδών δεξιά και αριστερά και βεβαιωθείς ότι κανείς δεν τον έβλεπε, εφόνευσεν ευθύς ο μιαρός με ένα λίθον και τον πατέρα του, ώς και τον αδελφόν του και ουδείς ηδυνήθη να γνωρίσει τι έγινε. Ακολούθως έφερεν εις τον βασιλέα τους καρπούς και τα άνθη και του είπε και διά τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν. Ακούσας δε ο βασιλεύς, ελυπήθη πολύ, αλλ’εσιώπησε διά να μη προσβληθεί το παλάτιον και ως εκ τούτου ουδείς άλλος έμαθε το γενόμενον. Έθαψαν λοιπόν τότε τον δυστυχή Ρόβελ τον πατέρα του Ιούδα. Μετά ταύτα λέγει ο βασιλεύς προς τον Ιούδαν. <<Θέλω ίνα αυτήν την χήραν λάβεις γυναίκα, να γίνεις κληρονόμος της περιουσίας της>>. Αφού δε είπε τοιαύτα έστειλε και προσταγήν εις την γυναίκα λέγων. Η βασιλεία μου βούλεται να λάβεις άλλον άνδρα, τούτον δηλαδή τον Ιούδαν, άλλως ο πλούτος σου και όλα τα υπάρχοντα σου να γίνουν αυθεντικά >>. Ακούσασα η γυνή τους λόγους τούτους, έλαβε σύζυγον τον υιόν αυτής, τον Ιούδαν, μη γνωρίζουσα αυτόν και ετεκνοποίησε μετ’αυτού και διετέλεσε σύζυγος του αρκετά έτη. Έν μιά δε των ημερών, επειδή έκλαιεν η γυνή ενθυμούμενη όσα έπαθεν, ήλθεν εκεί κατά σύμπτωσιν ο ανήρ της ο Ιούδας και την ηρώτησε να μάθη διατί κλαίει. Τότε εκείνη ήρχισε να διηγείται λεπτομερώς ένα έκαστον όλα όσα έπαθεν από την αρχήν της υπανδρίας της έως τέλους. Ο Ιούδας επειδή είχεν ακούσει από τους βοσκούς, ότι τον εύρον ερριμένον εις την θάλασσαν εντός καλάθου πλεγμένον από τους οποίους κατασκευάζουν τα σπυρίδας, επιμελώς πισομένον, και εννόησες ότι εφόνευσε τον αδελφόν του και τον πατέρα΄του, λέγει προς την γυναίκα του και μητέρα του’ <<Εγώ είμαι εκείνος ο υιός σου, τον οποίον έρριψες εις την θάλασσαν και εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου και τον πατέρα μου Ρόβελ>>. Η γυνή ακούσασα,ότι αυτός είναι εκείνος ο υιός της και ότι αυτός έκαμε τα τόσα μεγάλα κακά, εθρήνησε πολύ και μάλιστα διά την αμαρτίαν της φοβεράς αιμομιξίας!
Είπε δε τότε προς τον Ιούδαν’<<Από τούδε και εις το εξής δεν είναι δυνατόν να μένεις πλησίον μου>>. ....Κατανοήσας τότε ο Ιούδας τα κακά τα οποία έκαμεν εκ του πάθους της φιλαργυρίας και ακούων ότι ένας περίφημος διδάσκαλος, ο Χριστός, ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ και περιέρχεται όλην την Ιουδαίαν, καλών τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, και ότι αυτός είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ηγέρθη και επήγε προς Αυτόν διά να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του. Εκείνος δε ως εύσπλαχνος, τον έκανε μαθητή του και του έδωκε διακόνημα να κρατεί τον σάκκον, εις τον οποίον έθετον τα χρήματα, τα συναζόμενα έξ ελεημοσύνης και προοριζόμενα δια την συντήρησιν των Αποστόλων και του Χριστού. Αυτός όμως ο μιαρός έκλεπτεν εξ αυτών και έστελλεν εις την γυναίκα του και τα τέκνα του. Βλέπετε αρχαίον κακόν και πεπαλαιωμένη αμαρτία, νέον καλόν δεν γίνεται’ ίδετε πως επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, ο λέγων’ <<Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, και η γυνή αυτού χήρα>> (Ψαλμ. Ρή’ 9) και όλα όσα είναι γεγραμένα εις τον ψαλμόν αυτόν. Μετανόησεν ο Ιούδας, έγινεν Απόστολος και θαύματα έκαμνεν και όμως εκ της φιλαργυρίας του παρέδωκε τον Χριστόν και απεφάσισεν ο ταλαίπωρος να κερδίσει τα αργύρια κάμνων την προδοσίαν, υπολογίζων ότι ο Χριστός δεν θα φονευθεί, αλλά θέλει φύγει από τας χείρας των Εβραίων, ως το έκαμε πολλάκις, όταν όμως είδεν, ότι ο Χριστός καταδικασθεί εις θάνατον, μετενόησε, διότι έγινε τοιούτον συμβάν και δεν επραγματοποιήθησαν αι προβλέψεις του’ και σκεφθείς αμέσως επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβεν από το συνέδριον των αρχιερέων και γραμματέων, λέγων προς αυτούς’ << Ήμαρτον παραδώσας αίμα αθώον>> (Ματθ. Κζ’-3-4,), ευθύς δε έρριψε τα τριάκοντα αργύρια εις τον Ναόν, εκεί ΄ό
που ήτο το συνέδριον και έφυγεν από εκεί. Λέγουν εις αυτόν εκείνοι’ <<Τι μας ενδιαφέρει; Συ να το εύρεις από τον Θεόν>> Τότε αυτός επήγε και εκρεμάσθει εις έν δένδρον, ούτω δε κρεμάμενος εφούσκωσε τόσον πολύ, ώστε έσκασεν εις την μέσην του σώματος. Μετανόησεν ο Ιούδας, άλλ’ όχι καλώς, διότι έπρεπε να μη κρεμασθεί, αλλά να καταφύγει δι’ειλικρινούς μετανοίας εις το θείον έλεος. Άδεται δε ότι έπραξε τούτο, διά να προφθάσει εις τον άδην τον Χριστόν και να τον παρακαλέσει να τον συγχωρήσει. Άς αφήσωμεν όμως την ιστορίαν του Ιούδα και ας επανέλθωμεν και πάλιν εις τον λόγον μας....
Αυτά μπόρεσα να γράψω γιατί το βρίκα ενδιαφέρον το στορύ μια και ταιριάζει επί των ημερών. Και εγώ πάντα ο ίδιος το μετεφερα σε εσάς
Χάρης-από το -Sydney…
Εις εκ των σοφών λέγει, ότι ο παράνομος Ιούδας ήτο από την χώραν Ισκαρίαν, είχε δε πατέρα ονόματι ΄Ροβελ. Αυτός δε ο Ρόβελ είχε γυναίκα , ήτις μίαν ημέραν είδε όνειρον φοβερόν και διαλογιζομένη ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον. Λέγει προς αυτήν ο ανήρ της’<<Τί έχεις, τι έπαθες και θλίβεσαι ούτω; >>Του λέγει εκείνη’ <<Όνειρον είδα φοβερόν, ότι εάν μείνω έγκυος και γεννήσω τέκνον άρρεν, το τέκνον αυτό θέλει γίνει η καταστροφή των Εβραίων>>. Τότε ο ανήρ της την ονείδισε, διότι επίστευεν εις όνειρα’ αύτη δε σιώπησε. Κατά την νύκτα εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν δε ήλθεν ο καιρός εγεννησε τέκνον άρρεν΄η δε γυνή ηβουλήθη να φονεύσει το τέκνον της, δια να μη καταστρέψει αυτό το έθνος των Εβραίων, διότι και αυτή και ο ανήρ της ήσαν από την φυλήν των Εβραίων. Πράγματι κρυφίως από τον .άνδρα της κατασκεύασε κιβώτιον πλεκτόν από βάγια, το επίσσωσεν, έπειτα έβαλέ μέσα το παιδίον και το έρριψεν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Εκεί δε απέναντι της Ισκαρίας ήτο νησίδιον, εις το οποίον κατοικούσαν άνθρωποι ποιμένες, οίτινες εφύλαττον εις αυτό τα ζώα των εις τους κακούς καιρούς. Αυτοί βλέποντες το κιβώτιον, διότι τα κύματα το έκαμαν να φθάσει πλησίον του νησίου, με έν από τα πλοιάρια τα οποία είχον, το έφεραν τραβώντες εις το νησίον. Ανοίξαντες δε αυτό,εύρον εντός αυτού το παιδίον και το έτρεφον εκ του γάλακτος των ζώων. Μετά ταύτα το έδωκαν εις τινά γυναίκα από το χωρίον, ήτις είχε γεννήσει προ ολίγου καιρού, διά να το θηλάζει και το επονόμασαν Ιούδαν, διότι γνώρισαν ότι εξ Εβραίων ήτο το παιδίον, ούτω δε ήμέρα τη ημέρα ηυξάνετο. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να περιπατεί, έφεραν το παιδίον εις την χώραν Ισκαρίαν, διά να εύρουν άνθρωπον να του το παραδώσουν να το αναθρέψει. Κατά σύμπτωσιν όμως ευρέθη εκεί ο Ρόβελ, ο πατήρ του και το επήρε, μη γνωρίζων ότι είναι ο πατήρ αυτού του παιδίου. Ήτο δε το παιδίον κατά πολλά εύμορφον και η μήτηρ του το ηγάπα απ’αρχής αλλά και όσον παρήρχετο ο καιρός το ηγάπα περισσότερον, διότι ενεθυμείτο το τέκνον της το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν. Εγέννησε δε και έτερον υιόν και ανέτρεφε και 5α δύο ομού. Ο δε Ιούδας ήτο φύσεως πονηράς και έδερε τον αδελφόν του, αναλογιζόμενος την μετ’αυτού διανομήν της πατρικής περιουσίας, ώστε πολλάκις τον ενουθέτει η μήτηρ του λέγουσα. <<Παύσον, τέκνον μου, μη δέρης τον αδελφόν σου και όσα έχομεν εγώ και ο πατήρ σου ιδικά σας είναι και των δύο>>. Ο δε πονηρός και κακόβουλος Ιούδας, από την αγάπην των χρημάτων θελγόμενος, ηβουλήθη να φονεύσει τον αδελφόν του. Ημέραν λοιπόν τινά πορευομένων και των δύο ομού εις τόπον τινά, ετόλμησεν ο Ιούδας, ως πλέον δυνατός και μεγαλύτερος ‘όπου ήτο και εφόνευσε τον αδελφόν του, κτυπών αυτόν με πέτραν εις την μήνιγγα της κεφαλής. Όταν δε τον εφόνευσεν, εφοβήθη και έφυγεν εις την Ιερουσαλήμ. Τότε ο πατήρ του, ως έχασε τα τέκνα του, έκλαιεν αυτός και η γυνή του, μη γνωρίζοντες τι έγιναν, και τι τέλος έδωκαν. Ο δε Ιούδας πηγαίνων εις την Ιερουσαλήμ και αγαπών την φιλαργυρίαν, έγινα γνώριμος του Ηρώδου, του Εβραίου βασιλέως Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι ο Ιούδας ήτο ο ανήρ δυνατός και κατά πολλά εύμορφος, τον έβαλε φροντιστήν του οίκου του, να πωλεί δηλαδή τα παραγόμενα από τους αγρούς του προϊόντα και να αγοράζει τα αναγκαία προς συντήρησιν. Μετά χρόνον πολύν έγινε εις την Ισκαρίαν ακαταστασία λόγω σκανδάλων, ο δε Ρόβελ, ο πατήρ του Ιούδα, λαβών την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντα του ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, ώς πλούσιος δε όπου ήτο, ηγορασεν οικίαν ωραίαν πλησίον του βασιλέως Ηρώδου με κήπους, οι οποίοι είχον παντός είδους δένδρα. Ο δε Ιούδας από την πολυκαιρίαν δεν εγνώριζεν ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, αλλ’ούτε εκείνοι αυτόν. Εν μιά λοιπόν των ημερών προκύπτων ο βασιλεύς από την θυρίδα του παλατίου εθεώρει τον κήπον του Ρόβελ, ύστατο δε μετά του βασιλέως και ο Ιούδας, όστις λέγει προς αυτόν. <<Χρειάζεσαι, βασιλεύ, από τους καρπούς και από τα άνθη αυτών των δένδρων, να σου φέρω;>> Καταβάς δε ευθύς από την θυρίδα εκείνην, έλαβεν από τους καρπούς και από τα άνθη όσα ηθέλησε και επορεύθει προς την έξοδον. Τότε τον συνήντησεν ο πατήρ του, ο Ρόβελ, και του λέγει. <<Διατί, τέκνον μου, ετόλμησες και εισήλθες εις τον κήπον μου, ότε εγώ δεν ήμουν εδώ; Ναι, να πάρεις διά τον βασιλέα καρπούς και άνθη, αλλά έγώ δεν θα σε εβοήθουν καλλίτερα;>>Τότε αυτός , ως κακός όπου ήτο εξ’αρχής, ιδών δεξιά και αριστερά και βεβαιωθείς ότι κανείς δεν τον έβλεπε, εφόνευσεν ευθύς ο μιαρός με ένα λίθον και τον πατέρα του, ώς και τον αδελφόν του και ουδείς ηδυνήθη να γνωρίσει τι έγινε. Ακολούθως έφερεν εις τον βασιλέα τους καρπούς και τα άνθη και του είπε και διά τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν. Ακούσας δε ο βασιλεύς, ελυπήθη πολύ, αλλ’εσιώπησε διά να μη προσβληθεί το παλάτιον και ως εκ τούτου ουδείς άλλος έμαθε το γενόμενον. Έθαψαν λοιπόν τότε τον δυστυχή Ρόβελ τον πατέρα του Ιούδα. Μετά ταύτα λέγει ο βασιλεύς προς τον Ιούδαν. <<Θέλω ίνα αυτήν την χήραν λάβεις γυναίκα, να γίνεις κληρονόμος της περιουσίας της>>. Αφού δε είπε τοιαύτα έστειλε και προσταγήν εις την γυναίκα λέγων. Η βασιλεία μου βούλεται να λάβεις άλλον άνδρα, τούτον δηλαδή τον Ιούδαν, άλλως ο πλούτος σου και όλα τα υπάρχοντα σου να γίνουν αυθεντικά >>. Ακούσασα η γυνή τους λόγους τούτους, έλαβε σύζυγον τον υιόν αυτής, τον Ιούδαν, μη γνωρίζουσα αυτόν και ετεκνοποίησε μετ’αυτού και διετέλεσε σύζυγος του αρκετά έτη. Έν μιά δε των ημερών, επειδή έκλαιεν η γυνή ενθυμούμενη όσα έπαθεν, ήλθεν εκεί κατά σύμπτωσιν ο ανήρ της ο Ιούδας και την ηρώτησε να μάθη διατί κλαίει. Τότε εκείνη ήρχισε να διηγείται λεπτομερώς ένα έκαστον όλα όσα έπαθεν από την αρχήν της υπανδρίας της έως τέλους. Ο Ιούδας επειδή είχεν ακούσει από τους βοσκούς, ότι τον εύρον ερριμένον εις την θάλασσαν εντός καλάθου πλεγμένον από τους οποίους κατασκευάζουν τα σπυρίδας, επιμελώς πισομένον, και εννόησες ότι εφόνευσε τον αδελφόν του και τον πατέρα΄του, λέγει προς την γυναίκα του και μητέρα του’ <<Εγώ είμαι εκείνος ο υιός σου, τον οποίον έρριψες εις την θάλασσαν και εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου και τον πατέρα μου Ρόβελ>>. Η γυνή ακούσασα,ότι αυτός είναι εκείνος ο υιός της και ότι αυτός έκαμε τα τόσα μεγάλα κακά, εθρήνησε πολύ και μάλιστα διά την αμαρτίαν της φοβεράς αιμομιξίας!
Είπε δε τότε προς τον Ιούδαν’<<Από τούδε και εις το εξής δεν είναι δυνατόν να μένεις πλησίον μου>>. ....Κατανοήσας τότε ο Ιούδας τα κακά τα οποία έκαμεν εκ του πάθους της φιλαργυρίας και ακούων ότι ένας περίφημος διδάσκαλος, ο Χριστός, ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ και περιέρχεται όλην την Ιουδαίαν, καλών τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, και ότι αυτός είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ηγέρθη και επήγε προς Αυτόν διά να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του. Εκείνος δε ως εύσπλαχνος, τον έκανε μαθητή του και του έδωκε διακόνημα να κρατεί τον σάκκον, εις τον οποίον έθετον τα χρήματα, τα συναζόμενα έξ ελεημοσύνης και προοριζόμενα δια την συντήρησιν των Αποστόλων και του Χριστού. Αυτός όμως ο μιαρός έκλεπτεν εξ αυτών και έστελλεν εις την γυναίκα του και τα τέκνα του. Βλέπετε αρχαίον κακόν και πεπαλαιωμένη αμαρτία, νέον καλόν δεν γίνεται’ ίδετε πως επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, ο λέγων’ <<Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, και η γυνή αυτού χήρα>> (Ψαλμ. Ρή’ 9) και όλα όσα είναι γεγραμένα εις τον ψαλμόν αυτόν. Μετανόησεν ο Ιούδας, έγινεν Απόστολος και θαύματα έκαμνεν και όμως εκ της φιλαργυρίας του παρέδωκε τον Χριστόν και απεφάσισεν ο ταλαίπωρος να κερδίσει τα αργύρια κάμνων την προδοσίαν, υπολογίζων ότι ο Χριστός δεν θα φονευθεί, αλλά θέλει φύγει από τας χείρας των Εβραίων, ως το έκαμε πολλάκις, όταν όμως είδεν, ότι ο Χριστός καταδικασθεί εις θάνατον, μετενόησε, διότι έγινε τοιούτον συμβάν και δεν επραγματοποιήθησαν αι προβλέψεις του’ και σκεφθείς αμέσως επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβεν από το συνέδριον των αρχιερέων και γραμματέων, λέγων προς αυτούς’ << Ήμαρτον παραδώσας αίμα αθώον>> (Ματθ. Κζ’-3-4,), ευθύς δε έρριψε τα τριάκοντα αργύρια εις τον Ναόν, εκεί ΄ό
που ήτο το συνέδριον και έφυγεν από εκεί. Λέγουν εις αυτόν εκείνοι’ <<Τι μας ενδιαφέρει; Συ να το εύρεις από τον Θεόν>> Τότε αυτός επήγε και εκρεμάσθει εις έν δένδρον, ούτω δε κρεμάμενος εφούσκωσε τόσον πολύ, ώστε έσκασεν εις την μέσην του σώματος. Μετανόησεν ο Ιούδας, άλλ’ όχι καλώς, διότι έπρεπε να μη κρεμασθεί, αλλά να καταφύγει δι’ειλικρινούς μετανοίας εις το θείον έλεος. Άδεται δε ότι έπραξε τούτο, διά να προφθάσει εις τον άδην τον Χριστόν και να τον παρακαλέσει να τον συγχωρήσει. Άς αφήσωμεν όμως την ιστορίαν του Ιούδα και ας επανέλθωμεν και πάλιν εις τον λόγον μας....
Αυτά μπόρεσα να γράψω γιατί το βρίκα ενδιαφέρον το στορύ μια και ταιριάζει επί των ημερών. Και εγώ πάντα ο ίδιος το μετεφερα σε εσάς
Χάρης-από το -Sydney…