Μέγα Μυστήριο η Αγία Τριάς...

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
nikolaos-9

Μέγα Μυστήριο η Αγία Τριάς...

Δημοσίευση από nikolaos-9 »

Ζητώ εναγωνίως μία απάντηση από τον πατέρα Αντώνιο και από τους φίλους:
Το Β΄άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, περιγράφει ότι ο Ιησούς Χριστός "γεννηθέντα ού ποιηθέντα" από τον Πατέρα.
Αυτό το γεγονός, σίγουρα δέν υποβαθμίζει τη θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας αλλά, πώς θεωρείται ο Υιός "συνάναρχος" με τον Πατέρα, από τη στιγμή που ακτίστως "γεννήθηκε" από Αυτόν; Δέν υπάρχει "χρονικό κενό"; Ποιά είναι η εξήγηση των Πατέρων;
Nομίζω πως εκεί βασίζεται η πλάνη των Χιλιαστών.
Τη βοήθειά σας παρακαλώ!
paroikos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1253
Εγγραφή: Δευ Μάιος 15, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από paroikos »

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Περί Αγίας Τριάδος
Πιστεύουμε σε ένα Θεό, σε μια αρχή άναρχη, άκτιστη, αγέννητη και ανόλεθρη και αθάνατη, αιώνια, άπειρη, απερίγραπτη, απεριόριστη, απειροδύναμη, απλή, ασύνθετη, ασώματη, άρρευστη, απαθή, άτρεπτη, αναλλοίωτη, αόρατη, πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, φως νοερό, απρόσιτο, δύναμη, που δεν γνωρίζεται με κανένα μέτρο αλλά μόνο μετριέται με τη συγγενή βούληση – γιατί τα πάντα μπορεί να κάνει, όσα θέλει -, αρχή που δημιούργησε όλα τα κτίσματα, τα ορατά και τα αόρατα, που συνέχει και συντηρεί τα πάντα, προνοεί για όλα, κρατεί τα πάντα και κυβερνά και βασιλεύει με ατέλειωτη και αθάνατη βασιλεία, τίποτε δεν έχει αντίθετό της, όλα τα γεμίζει, δεν περιέχεται από κανένα, μάλλον αυτή περιέχει τα σύμπαντα και τα συνέχει και προεξέχει, με καθαρό και αμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σε όλες τις ουσίες και είναι υψωμένη πέρα από όλα και από κάθε ουσία, γιατί είναι πάνω από την ουσία και πάνω από τα όντα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης που διαχωρίζει όλες τις αρχές και τις τάξεις και είναι θεμελιωμένη πάνω από κάθε αρχή και τάξη, πάνω από την ουσία και τη ζωή και τον λόγο και την έννοια, αυτοφώς, αυτοαγαθότητα, αυτοζωή, αυτοουσία, γιατί δεν έχει από κάποιον άλλον την ύπαρξη ή κάτι από όσα είναι, ενώ η ίδια είναι πηγή της υπάρξεως για τα όντα, της ζωής και του ζώντες, του λόγου για όσους μετέχουν στον λόγο, αιτία όλων των αγαθών για όλους, που γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν, μια ουσία, μια θεότητα, μια δύναμη, μια θέληση, μια ενέργεια, μια αρχή, μια εξουσία, μια κυριότητα, μια βασιλεία, που γνωρίζεται σε τρεις τέλειες υποστάσεις και προσκυνείται με μία προσκύνηση και πιστεύεται και λατρεύεται από όλα τα λογικά κτίσματα, ενώ οι τέλειες υποστάσεις είναι ενωμένες με ασύγχυτο τρόπο και συνάμα διαιρούνται αδιάστατα, πράγμα που είναι και παράδοξο. Πιστεύουμε σε Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα, και στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. γιατί έτσι διέταξε ο Κύριος τους αποστόλους να βαπτίζουν, λέγοντας. «Βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνύματος».
Πιστεύουμε σε ένα Πατέρα, την αρχή και την αιτία όλων, που δεν γεννήθηκε από κανένα, τον μόνο αναίτιο και αγέννητο, δημιουργό όλων, αλλά Πατέρα κατά τη φύση ενός μόνου, του μονογενούς Υιού του, του Κυρίου και Θεού και σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και προβολέα του Παναγίου Πνεύματος. Και σε ένα Υιό του Θεού τον μονογενή, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες, φως από φως, Θεό αληθινό, από Θεό αληθινό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, με τον Πατέρα ομοούσιο, διά μέσου του οποίου έγιναν τα πάντα. Λέγοντας «πριν από όλους τους αιώνες» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. γιατί δεν ήλθε στην ύπαρξη από το μη ον ο Υιός του Θεού, το απαύγασμα της δόξας, ο χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, η ζώσα σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος Λόγος, η ουσιαστική και τέλεια και ζώσα εικόνα του αόρατου Θεού, αλλά πάντοτε ήταν με τον Πατέρα και στον Πατέρα, γεννημένος απʼ αυτόν με αίδιο και άναρχο τρόπο. γιατί δεν υπήρχε διάστημα, κατά το οποίο υπήρχε ο πατέρας, χωρίς να υπάρχει ο Υιός, αλλά άμα ο Πατέρας άμα ο Υιός, γεννημένος απʼ αυτόν. δεν θα μπορούσε άλλωστε να ονομαστεί Πατέρας χωρίς τον Υιό. Εξάλλου αν υπήρχε, μη έχοντας Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας, και αν ύστερα απέκτησε Υιό, έγινε Πατέρας μετά από αυτό, γιατί δεν ήταν πριν τη γέννηση του Υιού, και αλλοιώθηκε από τα μη είναι Πατέρας στο να γίνει Πατέρας, πράγμα που ξεπερνά τα όρια κάθε βλασφημίας. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε ότι ο Θεός στερείται τη φυσική γονιμότητα. και η γονιμότητα είναι η κατά φύση γέννηση ενός ομοίου απʼ αυτόν, δηλαδή από την ίδια την ουσία του.
Είναι ασέβεια λοιπόν να λέμε ότι στη γέννηση του Υιού μεσολαβεί χρόνος ή ότι μετά τον Πατέρα έγινε η ύπαρξη του Υιού. γιατί παραδεχόμαστε τη γέννηση του Υιού απʼ αυτόν τον ίδιο, δηλαδή από τη φύση του Πατέρα. Και αν δεν δεχτούμε ότι από την αρχή ο Υιός συνυπάρχει με τον Πατέρα, γεννημένος απʼ αυτόν, παρεισάγουμε τροπή της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή ενώ δεν ήταν Πατέρας ύστερα έγινε. γιατί η κτίση, μολονότι έγινε ύστερα, δεν έγινε από την ουσία του Θεού, αλλά από το μη ον στο είναι με τη βούληση και τη δύναμη αυτού. έτσι δεν μπορεί τροπή να αγγίξει τη θεία φύση. Γιατί η γέννηση είναι η προέλευση αυτού που γεννιέται από την ουσία του γεννήτορα με ομοιότητα κατά την ουσία προς αυτόν, ενώ κτίση και δημιουργία είναι αυτό που γίνεται απʼ έξω και όχι από την ουσία του κτίστη και δημιουργού, ως κτίσμα και δημιούργημα ανόμοιο προς την ουσία του πέρα για πέρα.
Στον μόνο λοιπόν απαθή και αναλλοίωτο και άτρεπτο και πάντοτε τον ίδιο Θεό και η γέννηση και η κτίση είναι η απαθείς. γιατί ο Θεός κατά τη φύση απαθής και άρρευστος, ως απλός και ασύνθετος, δεν έχει τέτοιες φυσικές καταβολές, ώστε να υφίσταται πάθος ή διάλυση ούτε στη γέννηση ούτε στην κτίση και δεν έχει ανάγκη από καμιά συνεργασία. αλλά, από τη μια μεριά η γέννηση είναι άναρχη και αίδια, έργο της θείας φύσεως, και προέρχεται από την ουσία του Θεού, ώστε να μη υποστεί ο γεννήτορας τροπή και να μη υπάρχει πρώτος και δεύτερος Θεός και να μη δεχτεί καμιά προσθήκη, από την άλλη η κτίση στον Θεό, ως έργο θελήσεως, δεν συνυπάρχει με τον Θεό κατά αίδιο τρόπο, γιατί το παραγόμενο από το μη ον στο είναι δεν έχει τέτοιες φυσικές καταβολές, ώστε να συνυπάρχει με τον άναρχο και πάντοτε ζώντα Θεό. Όπως ακριβώς λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν κατά τον ίδιο τρόπο- γιατί ο άνθρωπος τίποτε δεν παράγει από το μη ον στο είναι, αλλά οτιδήποτε δημιουργεί από ύλη που προϋπάρχει το δημιουργεί, όχι μόνο αφού το θέλησε αλλά και το επινόησε ενωρίτερα και ανατύπωσε στο μυαλό του αυτό που πρόκειται να γίνει, έπειτα αφού εργάστηκε με τα χέρια και υπέμεινε κόπο και κούραση, πολλές φορές μάλιστα και αστόχησε, χωρίς να καταλήξει η ενέργεια εκεί που αυτός θέλει, ενώ ο Θεός μόνο αφού θέλησε, τα πάντα έφερε από το μη ον στο είναι- έτσι ούτε κατά τον ίδιο τρόπο γεννούν ο Θεός και ο άνθρωπος. Γιατί ο Θεός, ως άχρονος και άναρχος και απαθής και άρρευστος και ασώματος και μόνος και ατελεύτητος, με άχρονο και άναρχο και απαθή και άρρευστο τρόπο γεννά και χωρίς συνένωση με άλλο ον. και ούτε αρχή ούτε τέλος έχει η ακατάληπτη γέννηση αυτού. Και γεννά με άναρχο τρόπο, επειδή είναι άτρεπτος, με άρρευστο, επειδή είναι απαθής και ασώματος, χωρίς συνένωση με άλλο ον, επειδή πάλι είναι ασώματος και μόνος Θεός, χωρίς καμιά ανάγκη άλλου, με ατελεύτητο και ακατάπαυστο τρόπο, επειδή είναι άναρχος και άχρονος και ατελεύτητος και πάντοτε ο ίδιος. γιατί το άναρχο είναι ατελεύτητο, ενώ αυτό που είναι ατελεύτητο με τη χάρη δεν είναι οπωσδήποτε άναρχο, όπως ακριβώς και οι άγγελοι δεν είναι άναρχοι.
Γεννά λοιπόν ο Θεός, που πάντοτε υπάρχει, τον Λόγο του τέλειο με άναρχο και ατελεύτητο τρόπο, ώστε να μη γεννά Θεός σε χρονικό διάστημα, αυτός που έχει τη φύση και την ύπαρξη ανώτερη από το χρόνο. Ο άνθρωπος όμως είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, επειδή βρίσκεται υπόδουλος στη γέννηση και τη φθορά και τη διάλυση και τον πολλαπλασιασμό και έχει περιβληθεί σώμα και έχει στη φύση του το ανδρικό και το γυναικείο στοιχείο. γιατί ο άνδρας έχει ανάγκη από τη βοήθεια της γυναίκας. – Αλλά ας είναι σπλαχνικός αυτός που είναι πέρα από όλα και ξεπερνά κάθε νόηση και κατάληψη.
Έτσι η Αγία Αποστολική Εκκλησία διδάσκει άμα τον Πατέρα και άμα τον μονογενή Υιό, γεννημένο απʼ αυτόν με άχρονο και άρρευστο και απαθή και ακατάληπτο τρόπο, καθώς μόνος γνωρίζει ο των όλων Θεός. Όπως ακριβώς η φωτιά και το φως, που προέρχεται απʼ αυτήν, συνυπάρχουν αχώριστα, και δεν υπάρχει πρώτη η φωτιά και έπειτα το φως, αλλά και τα δυο μαζί, και όπως το φως που γεννιέται πάντοτε από τη φωτιά, πάντοτε μένει σʼ αυτή και ποτέ δε χωρίζεται, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα και ποτέ δεν χωρίζεται από αυτόν, αλλά πάντοτε μένει σʼ αυτόν. Το φως, όμως, που γεννιέται από τη φωτιά αχώριστα και μένει πάντοτε σʼ αυτήν, δεν έχει δική του υπόσταση παράλληλα προς τη φωτιά, γιατί είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αλλά ο Υιός του Θεού, ο μονογεννής που γεννήθηκε από τον Πατέρα αχώριστα και αδιάστατα και μένει πάντοτε σʼ αυτόν, έχει δική του υπόσταση παράλ
ληλα προς την υπόσταση του Πατέρα.
Ο Λόγος λοιπόν λέγεται και απαύγασμα, επειδή έχει γεννηθεί από τον Πατέρα χωρίς τη συνεύρεση δύο όντων και με απαθή και άχρονο και άρρευστο και αχώριστο τρόπο, επίσης λέγεται και Υιός και χαρακτήρας της πατρικής υποστάσεως, επειδή είναι τέλειος και ενυπόστατος και όμοιος με τον Πατέρα πέρα για πέρα, εκτός από την αγεννησία, και μονογενής, γιατί γεννήθηκε μόνος και μόνο από τον Πατέρα κατά μοναδικό τρόπο. Άλλη γέννηση δεν είναι όμοια με τη γέννηση του Υιού του Θεού ούτε υπάρχει άλλος υιός του Θεού. Βέβαια και το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα, όχι όμως με τη γέννηση αλλά με την εκπόρευση. Πρόκειται για άλλο τρόπο υπάρξεως, ασύλληπτο και άγνωστο, όπως ακριβώς είναι η γέννηση του Υιού. Γιʼ αυτό και όλα όσα έχει ο Πατέρας ανήκουν και στο Άγιο Πνεύμα, εκτός από την αγεννησία, που δεν σημαίνει διαφορά ουσίας και αξίωμα, αλλά τρόπο υπάρξεως, όπως ακριβώς και ο Αδάμ, ενώ είναι αγέννητος (γιατί είναι πλάσμα του Θεού), και ο Σηθ γεννητός (γιατί είναι γιος του Αδάμ) και η Εύα, ενώ εκπορεύθηκε από την πλευρά του Αδάμ (γιατί αυτή δε γεννήθηκε), δεν διαφέρουν κατά φύση μεταξύ τους (γιατί είναι άνθρωποι), αλλά κατά της υπάρξεως.
Είναι ανάγκη να ξέρουμε επίσης ότι το αγένητο, που γράφεται με ένα νι, σημαίνει το άκτιστο, αυτό δηλαδή που δεν έγινε, ενώ το αγέννητο, που γράφεται με δύο νι, σημαίνει αυτό που δεν γεννήθηκε. Κατά το πρώτο σημαινόμενο λοιπόν διαφέρει ουσία από ουσία. γιατί άλλη είναι η άκτιστη ουσία, η αγένητη δηλαδή (με το ένα νι) και άλλη η γενητή, δηλαδή η κτιστή. Κατά το δεύτερο όμως σημαινόμενο δεν διαφέρει ουσία από ουσία. έτσι από κάθε είδος ζώων η πρώτη υπόσταση είναι αγέννητη, όχι όμως αγένητη. γιατί κτίσθηκαν από τον δημιουργό και έγιναν με τον Λόγο του. δεν γεννήθηκαν βέβαια, αφού δεν προϋπήρχε κάποιο άλλο όμοιο με αυτά, για να γεννηθούν απʼ αυτό.
Κατά το πρώτο σημαινόμενο λοιπόν κοινωνούν μεταξύ τους οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος (γιατί υπάρχουν ομοούσιες και άκτιστες), κατά το δεύτερο σημαινόμενο όμως με κανένα τρόπο (γιατί μόνος ο Πατέρας είναι αγέννητος, αφού δεν έχει το είναι από άλλη υπόσταση) και μόνος ο Υιός γεννητός (γιατί έχει γεννηθεί από την ουσία του Πατέρα με άναρχο και άχρονο τρόπο) και μόνο το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, αφού δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Έτσι διδάσκει, λοιπόν, η θεία Γραφή, ενώ ο τρόπος της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
Επιπλέον κι αυτό πρέπει να ξέρουμε, ότι το όνομα της πατρότητος και της υιότητος και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκαν από μας στην μακαρία θεότητα, αλλά αντίθετα έχει μεταδοθεί σε μας από κει, όπως λέει ο θείος απόστολος. «Διά τούτο κάμπτω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα, εξ ου πάσα πατριά εν ουρανώ και επί γης».
Αν φυσικά λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχή του Υιού και μεγαλύτερος, δεν υπονοούμε ότι είναι σε προτεραιότητα κατά τον χρόνο ή κατά τη φύση, «διʼ αυτού γαρ τους αιώνας εποίησεν», ούτε κατά άλλη άποψη, παρά μόνο κατά το αίτιο, πράγμα που σημαίνει ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό και ότι ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού κατά φυσικό τρόπο, όπως παραδεχόμαστε ότι η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μόνον το φως από τη φωτιά. Όταν λοιπόν ακούσαμε ότι ο Πατέρας είναι αρχή του Υιού και μεγαλύτερος, το μυαλό μας πάει στο αίτιο. Και όπως ακριβώς δεν λέμε ότι άλλη ουσία έχει η φωτιά και άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατό να πούμε ότι ο Πατέρας έχει άλλη ουσία και ο Υιός άλλη, αλλά και οι δύο έχουν , έτσι δεν είναι δυνατό να πούμε ότι ο Πατέρας έχει άλλη ουσία και ο Υιός άλλη, αλλά και οι δύο έχουν μια και την ίδια ουσία. Και όπως επίσης παραδεχόμαστε ότι η φωτιά λάμπει με το φως που προέρχεται απʼ αυτήν και δεν θεωρούμε το προερχόμενη απʼ αυτήν φως υπηρετικό όργανο της φωτιάς, αλλά μάλλον δύναμη φυσική, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα, όσα δημιουργεί, με τον μονογενή του Υιό, όχι σαν λειτουργικό όργανο αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη, τα δημιουργεί. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και πάλι λέμε ότι το φως της ημέρας φωτίζει, έτσι όλα, όσα δημιουργεί ο Πατέρας, με όμοιο τρόπο και ο Υιός τα δημιουργεί. Αλλά όμως το φως δεν έχει δική του υπόσταση παράλληλα προς τη φωτιά, ενώ ο Υιός είναι τέλεια υπόσταση, αχώριστη από την πατρική, όπως είπαμε παραπάνω. Γιατί είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που μπορεί να δείξει με την παρουσία της απαράλλακτα τον τρόπο υπάρξεως της Αγίας Τριάδος. Εξάλλου το κτιστό και το σύνθετο και το ρευστό και το τρεπτό και το περιγραπτό κι αυτό που έχει σχήμα και που είναι φθαρτό, πως θα παραστήσει με σαφήνεια την υπερούσια θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη από όλα αυτά; Είναι επίσης φανερό ότι ολόκληρη η κτίση είναι επιρρεπής στα περισσότερα από αυτά και συνάμα ολόκληρη κατά τη φύση της είναι υποδουλωμένη στη φθορά.
Παρόμοια πιστεύουμε και σε ένα Πνεύμα το Άγιο, το κύριο και ζωοποιό, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό, και προσκυνείται και δοξάζεται μαζί με τον Υιό, ως ομοούσιο και συναϊδιο, το Πνεύμα του Θεού, το απαρασάλευτο, το ηγεμονικό, την πηγή της ζωής και του αγιασμού, Θεόν που υπάρχει και προσφωνείται με τον Πατέρα και τον Υιό, άκτιστο, τέλειο σε πληρότητα, δημιουργό, παντοκρατορικό, κατασκευαστή των πάντων, παντοδύναμο, απειροδύναμο, που κυριαρχεί σε όλη την κτίση και δεν κυριαρχείται, γεμίζει και δεν γεμίζεται, μετέχεται και δεν μετέχει, αγιάζει και δεν αγιάζεται, παράκλητο γιατί δέχεται τις παρακλήσεις όλων, όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό πέρα για πέρα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και διά μέσου του Υιού μεταδίδεται και μεταλαμβάνεται από όλη την κτίση και κτίζει το ίδιο και ουσιώνει τα σύμπαντα και τα αγιάζει και τα συνέχει, ενυπόστατο, που υπάρχει δηλαδή σε δική του υπόσταση, αχώριστο και πάντοτε κοντά προς τον Πατέρα και τον Υιό και έχοντας όλα, όσα έχει ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση. Γιατί ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος (δεν προέρχεται από κανένα. ούτε έχει το είναι απʼ αυτόν ούτε οτιδήποτε άλλο από όσα έχει), αλλά μάλλον ο ίδιος είναι αρχή σε όλους και αιτία του είναι και του πως είναι κατά τη φυσική κατασκευή. Ο Υιός εξάλλου προέρχεται από τον Πατέρα με τη γέννηση. και το Πνεύμα το Άγιο και αυτό προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με τη γέννηση, αλλά με την εκπόρευση. Και ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη γέννηση και την εκπόρευση, το έχουμε μάθει. ποιος όμως είναι ο τρόπος της διαφοράς, διόλου δεν το ξέρουμε. Έπειτα η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος συντελούνται μαζί.
Όλα λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα και το ίδιο το είναι. Και αν δεν είναι ο Πατέρας, ούτε ο Υιός είναι ούτε το Πνεύμα. Και αν ο Πατέρας δεν έχει τίποτε, ούτε ο Υιός έχει ούτε το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχει ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα έχουν ο Υιός και το Πνεύμα όλα, όσα έχουν, επειδή δηλαδή τα έχει ο Πατέρας αυτά, εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση και την εκπόρευση. σʼ αυτές μόνες τις υποστατικές ιδιότητες λοιπόν διαφέρουν μεταξύ τους οι τρεις άγιες υποστάσεις, όχι κατά την ουσία, ενώ διαιρούνται αδιαίρετα κατά το αντίστοιχο χαρακτηριστικό της καθεμιάς υποστάσεως.
Παραδεχόμαστε ότι ο καθένας από τους τρεις έχει τέλεια υπόσταση, ώστε να μη αναγνωρίζουμε μια τέλεια σύνθετη φύση από τρεις ατελείς, αλλά μια απλή ουσία σε τρεις τέλειες υποστάσεις, πάνω από κάθε άλλη δυνατότητα και τελειότητα. γιατί καθετί που αποτελείται από ατελή είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Κατά συνέπεια δεν λέμε το είδος (το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό) από τις υποστάσεις, αλλά στις υποστάσεις (κατά τη συνάφειά τους). Είπαμε όμως σύνθεση ατελών πραγμάτων, αυτών που δεν έχουν το είδος του πράγματος που αποτελείται από αυτά. Το λιθάρι, λόγου χάρη, και το ξύλο και το σίδερο, το καθένα είναι τέλειο καθεαυτό κατά τη δική του φύση, αλλά εν σχέσει προς το σπίτι, που αποτελείται από αυτά, το καθένα δεν είναι τέλειο. γιατί απομονωμένο το καθένα δεν είναι σπίτι.
Παραδεχόμαστε λοιπόν τέλειες τις υποστάσεις, για να μη νοήσουμε σύνθετη τη θεία φύση. «Γιατί η σύνθεση είναι αρχή της διαστάσεως». Και πάλι λέμε τις τρεις υποστάσεις στη μεταξύ τους σχέση, για να μη
εισάγουμε πλήθος και συνέλευση θεών. Έτσι με τις τρεις υποστάσεις το ασύνθετο και το ασύγχυτο παραδεχόμαστε, ενώ με το ομοούσιο και με τη σχέση των υποστάσεων, καθώς είναι η μία στην άλλη, και με την ταυτότητα του θελήματος και της ενέργειας και της δυνάμεως και της εξουσίας και της κινήσεως, για να μιλήσω με τον τρόπο αυτό, το αδιαίρετο και την ύπαρξη ενός Θεού αναγνωρίζουμε. Γιατί ένας πραγματικά Θεός υπάρχει, ο Θεός και Λόγος και το Πνεύμα αυτού.
Είναι ανάγκη επίσης να ξέρουμε ότι άλλο είναι η θεώρηση κατά τα πράγματα και άλλο με τον λόγο και τη σκέψη. Σε όλα λοιπόν τα κτίσματα η διαίρεση των υποστάσεων θεωρείται πραγματική. γιατί πράγματι ο Πέτρος θεωρείται ότι είναι ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά η κοινότητα και η συνάφεια και η ενότητα θεωρείται με τον λόγο και τη σκέψη. Γιατί σκεφτόμαστε με το νου, ότι ο Πέτρος και ο Παύλος είναι της ίδιας φύσεως και έχουν κοινή μια φύση. ο καθένας απʼ αυτούς είναι ζώο λογικό και θνητό, και ο καθένας είναι σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή. Αυτή λοιπόν η κοινή φύση είναι θεωρητή με τον λόγο. Έπειτα ούτε οι υποστάσεις βρίσκονται η μια στην άλλη. αλλά η καθεμιά, κατά ιδιαίτερο τρόπο και σε ιδιαίτερο μέρος είναι δηλαδή χωρισμένη καθεαυτή και έχει πάρα πολλά στοιχεία που τη διακρίνουν από την άλλη. γιατί κατά τον τόπο είναι ξεχωριστές και κατά τον χρόνο διαφέρουν και κατά τη δύναμη και κατά τη μορφή, δηλαδή κατά το σχήμα και την έξη και την κράση και την αξία και το επάγγελμα και όλα τα χαρακτηριστικά ιδιώματα, περισσότερο όμως από όλα κατά το ότι δεν βρίσκονται η μια στην άλλη αλλά είναι ξεχωριστές. Γιʼ αυτό λέγονται και δυο και τρεις άνθρωποι και πολλοί.
Το ίδιο πράγμα μπορεί να δει κανείς σε όλη την κτίση. Στην Αγία όμως και υπερούσια και πέρα απʼ όλα Τριάδα το αντίθετο. Γιατί εκεί η κοινότητα και η ενότητα θεωρείται κατά τα πράγματα. Επειδή υπάρχει η συναϊδιότητα και η ταυτότητα της ουσίας και της ενέργειας και του θελήματος και η σύμπνοια της γνώμης και η ταυτότητα της εξουσίας και της δυνάμεως και της αγαθότητος – δεν είπα ομοιότητα αλλά ταυτότητα – και η μια έξαρση της κινήσεως. μια λοιπόν είναι η ουσία, μια αγαθότητα, μια δύναμη, μια θέληση, μια ενέργεια, μια εξουσία, μια και η αυτή, όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους, αλλά μια και η αυτή κίνηση των τριών υποστάσεων. «Γιατί το καθένα από αυτά σχετίζεται μάλλον προς το άλλο παρά προς τον εαυτό του», πράγμα που σημαίνει ότι σε όλα είναι ένα, ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση και την εκπόρευση. η διαίρεση όμως γίνεται με τη σκέψη. Γιατί ένα Θεό γνωρίζουμε, αλλά κατά μόνες τις ιδιότητες της πατρότητος και της υιότητος και της εκπορεύσεως και κατά το αίτιο και κατά το αιτιατό και το τέλειο της υποστάσεως, δηλαδή κατά τον τρόπο της υπάρξεως, εννοούμε τη διαφορά. Φυσικά ούτε τοπική διάσταση, όπως συμβαίνει σʼ εμάς. μπορούμε να επισημάνουμε στην απερίγραπτη θεότητα – αφού οι υποστάσεις βρίσκονται η μια στην άλλη, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη συγχέονται αλλά να σχετίζονται κατά τον λόγο του Κυρίου, που είπε: «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» - ούτε διαφορά θελήματος, ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου τα οποία σε μας γεννούν την πραγματική και ολοκληρωτική διαίρεση. Γιʼ αυτό ούτε τρεις θεούς λέμε τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά μάλλον ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, αφού ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο, ούτε συνθέτονται ούτε συναιρούνται κατά τη συναίρεση του Σαβελλίου – γιατί ενώνονται με τέτοιο τρόπο, όπως είπαμε, ώστε να μη συγχέονται αλλά να σχετίζονται μεταξύ τους. και έχουν την περιχώρηση μεταξύ τους χωρίς συναίρεση και συμφυρμό – ούτε αποβάλλουν την ιδιότητά τους ούτε τεμαχίζονται κατά την ουσία σύμφωνα με τη διαίρεση του Αρείου. Γιατί, αν πρέπει να μιλήσουμε σύντομα, η θεότητα είναι αμέριστη σε διηρημένες υποστάσεις, όπως συμβαίνει σε τρεις ήλιους, που σχείζονται μεταξύ τους και είναι αδιάστατοι, και υπάρχει ένωση και συνάφεια του φωτός. Όταν λοιπόν στρέψουμε το βλέμμα μας προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία και την ενότητα και την ταυτότητα της θεότητος, για να μιλήσω με τον τρόπο αυτό, την κίνηση και τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας και δυνάμεως και ενεργείας και κυριότητος, ένα είναι αυτό που σκεφτόμαστε. Όταν όμως στρέψουμε το βλέμμα μας προς αυτά, στα οποία είναι η θεότητα ή, για να μιλήσουμε με περισσότερη ακρίβεια, όταν δούμε αυτά που είναι η θεότητα και τις υπάρξεις, που προήλθαν από την πρώτη αιτία με άχρονο και ομόδοξο και αδιάστατο τρόπο, δηλαδή τις υποστάσεις, τρία είναι αυτά που προσκυνούνται. Ο Πατέρας είναι ένας Πατέρας και άναρχος, δηλαδή αναίτιος. γιατί δεν προέρχεται από κανένα. Ο Υιός είναι ένας Υιός και όχι άναρχος, δηλαδή όχι αναίτιος. γιατί προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως λάβης τη χρονική αρχή, τότε ο Υιός είναι άναρχος. γιατί είναι δημιουργός του χρόνου και δεν είναι υποδουλωμένος σʼ αυτόν. Το Πνεύμα είναι ένα Πνεύμα Άγιο, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι με τον υιϊκό τρόπο αλλά με την εκπόρευση, αφού ούτε ο Πατέρας έχασε την αγεννησία, επειδή έχει γεννήσει, ούτε ο Υιός τη γέννηση, επειδή προέρχεται από τον αγέννητο (πως θα γινόταν άλλωστε;) ούτε το Πνεύμα μετέπεσε σε πατέρα ή σε υιό, επειδή έχει εκπορευθεί και είναι Θεός. η ιδιότητα παραμένει ακίνητη. Ή πως θα μπορούσε η ιδιότητα να παραμείνει, αν κινείται και αλλάζει καταστάσεις; Γιατί αν ήταν ο Πατέρας Υιός, δεν θα ήταν ο Πατέρας κατά κυριότητα. ένας είναι ο Πατέρας κατά κυριότητα. Και αν ο Υιός ήταν Πατέρας, δεν θα ήταν Υιός κατά κυριότητα. ένας είναι κατά κυριότητα ο Υιός και ένα Πνεύμα Άγιο.
Είναι ανάγκη να ξέρουμε ότι δεν λέμε πως ο Πατέρας είναι από κάποιον αλλον. τον λέμε Πατέρα του Υιού. Τον Υιό, πάλι δεν τον λέμε αίτιο του Πατέρα. τον λέμε όμως προερχόμενο από τον Πατέρα και Υιό του Πατέρα. Επίσης λέμε το Πνεύμα το Άγιο και ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και Πνεύμα του Πατέρα το ονομάζουμε, δεν λέμε όμως από τον Υιό το Πνεύμα, αλλά το ονομάζουμε το Πνεύμα Υιού («Ει τις γαρ πνεύμα Χριστού ουκ έχει», λέγει ο θείος Απόστολος) και ομολογούμε ότι διά μέσου του Υιού έχει φανερωθεί και μεταδοθεί σε μας (γιατί «ενεφύσησε» και είπε στους μαθητές του. «Λάβετε Πνεύμα Άγιον»), όπως ακριβώς από τον ήλιο προέρχονται και η αχτίδα και η λάμψη (γιατί αυτός είναι πηγή της αχτίδας και της λάμψης), ενώ δια μέσου της αχτίδας μεταδίδεται σε μας η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και μετέχεται από μας. Και τον Υιό ούτε του Πνεύματος τον λέμε ούτε φυσικά από το Πνεύμα.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
Μετάφραση Νίκου Ματσούκα
nikolaos-9

Δημοσίευση από nikolaos-9 »

Σε ευχαριστώ πολύ paroikos.
paroikos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1253
Εγγραφή: Δευ Μάιος 15, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από paroikos »

Τίποτα nikolaos...περιεκτικό το κειμενο βεβαια..πιστευω να σε καλυψε σε πρωτη φαση... :)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Εκκλησιαστική Επικαιρότητα”