Σελίδα 1 από 2

Σ'ευχαριστώ Θεέ μου

Δημοσιεύτηκε: Παρ Απρ 20, 2007 10:13 pm
από NIKOSZ
Θεέ μου και Κύριε του κόσμου, Συ ο αγαθότατος πατέρας των ανθρώπων, Σύ που είσαι άναρχος και αιώνιος και αναλλοίωτος και αμετάβλητος, Σύ που η ουσία σου και το μέγεθός σου και η αγαθότητά σου η άπειρη, δεν χωρεί στον μικρό και περιορισμένο νου μας, Σύ που είσαι η πλουσιώτατη πηγή και η απερίγραπτη άβυσσος της δύναμης και της σοφίας, σ΄ευχαριστώ και σε δοξάζω που είδες με συμπάθεια και αγάπη κι εμένα το μικρό και αδύνατο και αμαρτωλό.

Σ΄ευχαριστώ που με λύτρωσες από σκέψεις και πράξεις κακές, μοχθηρές και μάταιες και με έσωσες από τις πολλές και διάφορες παγίδες του διαβόλου, που είναι ο άρχοντας του σκότους και της πλάνης.

Σ΄ευχαριστώ, Κύριε, και σε δοξολογώ γιατί έδειξες με θαυμαστό τρόπο την αγάπη σου σε μένα και έγινες ο φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σε όλες τις περιπτώσεις, καί κυβερνήτης, καί φύλακας, καί προστάτης, καί καταφύγιο, καί σωτήρας, καί κηδεμόνας της ψυχής και του σώματός μου.

Σ΄ευχαριστώ, πού, παρ΄όλη την απροσεξία και την αμέλειά μου, με αρπάζεις και με γλιτώνεις από το κακό, όπως η μητέρα το μικρό της παιδί.

Σ΄ευχαριστώ και σε δοξολογώ που βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας για τις αμαρτίες μου και μου χαρίζεις μύριες ευκαιρίες για να επιστρέφω σε Σένα.

Σ΄ευχαριστώ και σε δοξολογώ που με δυναμώνεις στις ώρες της αδυναμίας και δεν μ΄αφήνεις να πέσω, αλλά απλώνεις το παντοδύναμο χέρι Σου και με σηκώνεις και με φέρνεις κοντά Σου. Τί να ανταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, για όλες τις ευεργεσίες που μου έκανες και εξακολουθείς να μου κάνεις; Ποιες ευχαριστίες να σου πώ; Γι΄αυτό σαν το γλυκόλαλο αηδόνι θα σε υμνώ και θα σε δοξολογώ.

Και όλες τις ημέρες της ζωής μου θα ευλογώ το Άγιο Όνομα Σου, Δημιουργέ και Ευεργέτη και Προστάτη μου άγρυπνε, μολονότι δεν είμαι άξιος να μιλώ μαζί Σου στις προσευχές. Η δική σου όμως αγάπη για μένα και η μακροθυμία Σου, μου δίνει το θάρρος να σου μιλώ, να σ΄ευχαριστώ και να σε δοξολογώ.

Και θα το κάνω πάντοτε, γιατί μου κάνει πολύ καλό.


Μέγας Βασίλειος

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 01, 2007 12:13 am
από NIKOSZ
Εικόνα

Εικόνα

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μάιος 06, 2007 11:09 pm
από NIKOSZ
Ευχαριστία προς τον Θεόν

Εικόνα

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε ουρανού και γης που με προώρισες προ καταβολής κόσμου να έλθω από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Σ' ευχαριστώ γιατί, πριν φθάσει η μέρα και η ώρα, που πρόσταξες να γεννηθώ, εσύ ο μόνος αθάνατος, ο μόνος παντοδύναμος, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, κατέβηκες από το ύψος του αγίου κατοικητηρίου σου, χωρίς να απομακρυνθείς από τους πατρικούς κόλπους, σαρκώθηκες και γεννήθηκες από την Αγία Παρθένο Μαρία. Έτσι με ανέπλασες, με ζωοποίησες, μ' ελευθέρωσες από την προπατορική πτώση και μου προετοίμασες την άνοδο στους ουρανούς. Έπειτα σαν γεννήθηκα και μεγάλωσα λίγο, με ανακαίνισες με το άγιο της αναπλάσεως βάπτισμα, με στόλισες με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μου χάρισες φύλακα Άγγελο φωτεινό και με διαφύλαξες άτρωτο από τα έργα και τις παγίδες του πονηρού, μέχρι που ενηλικώθηκα.

Έκρινες όμως δίκαιο να σωζόμαστε όχι με την βία αλλά με την δική μας προαίρεση, γιατί θέλησες να τιμηθώ κι'εγώ με το αυτεξούσιο και να σου φανερώνω αυτοπροαίρετη την αγάπη μου με την τήρηση των εντολών σου. Αλλά εγώ ο αχάριστος και καταφρονητής, επειδή λογίστηκα την τιμή της αυτεξουσιότητος σαν το άλογο που λύθηκε από τα δεσμά, αποσκίρτησα από την πατρική σου εξουσία και ρίχτηκα στο γκρεμό. Κι ενώ κοιτόμουν και κυλιόμουν εκεί ο αναίσθητος και συντριβόμουν όλο και περισσότερο, δεν με αποστράφηκες και δεν μ' άφησες να κοίτομαι και να μολύνομαι από το βόρβορο. Με σπλαχνίστηκες, έστειλες και μ' έβγαλες από κει, με τίμησες λαμπρότερα και με λύτρωσες με τα άρρητα κρίματά σου από βασιλείς και άρχοντες, που ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν σαν ευτελές σκεύος στην υπηρεσία των θελημάτων τους. Δώρα χρυσά και αργυρά, αν και ήμουν φιλάργυρος, δεν μ' άφησες να δεχθώ. Τις δόξες και τις τιμές του κόσμου, που μου πρόσφεραν για να προδώσω τον αγιασμό σου, μ' αξίωσες να τις καταφρονήσω.

Όμως όλες αυτές τις ευεργεσίες --σου εξομολογούμαι, Κύριε και Θεέ του ουρανού και της γης-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ο άθλιος σε λασπερό λάκκο αισχρών εννοιών και πράξεων. Κι όταν εκεί κατρακύλισα, αιχμαλωτίστηκα απ' αυτούς που στο σκοτάδι είναι κρυμμένοι. Από κει ούτε εγώ μόνος, αλλ' ούτε ο κόσμος ολόκληρος, αν μαζευόταν, μπορούσε να με βγάλει και να με γλυτώσει από τα χέρια τους.

Ήμουν λοιπόν φυλακισμένος ελεεινά κει κάτω. Μ' έσερναν άθλια εδώ και κει, με σύμπνιγαν και με περιγελούσαν. Αλλά συ, ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν μ' εγκατέλειψες, δεν μνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου και δεν μ' άφησες για πολύ να τυραννιέμαι εκούσια από τους νοητούς ληστές. Εγώ αιχμάλωτος σ' αυτούς χαιρόμουν από την πολλή μου αναισθησία. Εσύ όμως Κύριε δεν υπέφερες να με βλέπεις περίγελο των δαιμόνων, αλλά με σπλαγχνίστηκες και μ' ελέησες. Και δεν έστειλες σε μένα τον αμαρτωλό και άθλιο ούτε Άγγελο ούτε άνθρωπο. Εσκυψες εσύ ο ίδιος, κινούμενος από τα σπλάγχνα της αγαθότητός σου, στο βαθύτατο λάκκο του βορβόρου που ήμουν βυθισμένος. Άπλωσες το άχραντό σου χέρι, χωρίς εγώ να σε βλέπω -άλλωστε πώς θα μπορούσα να σε δω έτσι που ήμουν βουτηγμένος και πνιγμένος στο βόρβορο; μ' άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες από εκεί με βία. Εγώ ένιωθα τον πόνο και την ορμητική κίνηση προς τα πάνω, αγνοούσα όμως ολότελα ποιος με τραβάει και μ' ανεβάζει.

ΟΤΑΝ με ανέσυρες και μ' έστησες στη γη, μ' εμπιστεύθηκες στον δούλο και μαθητή σου. Ήμουν όλος ρυπαρός, με τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα φραγμένα από τον βόρβορο, γι' αυτό ούτε τώρα σ' έβλεπα, ποιος είσαι. Ενιωθα μόνο ότι είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος, αφού με λύτρωσες από εκείνο τον βαθύτατο λάκκο και τον βόρβορο. Μου είπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου και ακολούθησε τον άνθρωπο τούτον. Αυτός θα σε πλύνει και θα σε καθαρίσει». Μου χάρισες ακλόνητη εμπιστοσύνη σ' αυτόν και χάθηκες χωρίς να ξέρω πού πήγες.
Κατά την προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ακολούθησα σταθερά αυτόν που μου υπέδειξες. Με οδηγούσε στις βρύσες και τις πηγές με πολύ κόπο, γιατί ήμουν τυφλός. Τον κρατούσα γερά με το χέρι της πίστεως που μου έδωσες, αναγκαζόμενος ν' ακολουθώ πίσω του. Εκείνος, που έβλεπε καλά, υπερπηδούσε όλες τις πέτρες, τους λάκκους και τις παγίδες, ενώ εγώ σκόνταφτα κι'έπεφτα υποφέροντας πολλούς πόνους, κακώσεις και θλίψεις. Εκείνος σε κάθε πηγή και βρύση νιβόταν και λουζόταν, ενώ εγώ που δεν έβλεπα, τις πιο πολλές φορές τις προσπερνούσα. Αν δεν μ' έπιανε από το χέρι να με στήσει δίπλα στην πηγή, δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω την βρύση με το νερό. Μα κι όταν με καθοδηγούσε και πολλές φορές μ' άφηνε για να νιφτώ, μαζί με το καθαρό νερό έπαιρνα στις παλάμες μου λάσπη και βόρβορο, που υπήρχαν κοντά στην πηγή, μολύνοντας έτσι το πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας να βρώ την πηγή, συμπαρέσυρα τα χώματα και ανατάραζα τον βόρβορο, και ολότελα τυφλός, μολύνοντας το πρόσωπο με τον βόρβορο, νόμιζα πως πλένομαι με καθαρό νερό.

Πώς πάλι να περιγράψω τον κόπο και την βία που μου προξενούσαν όλα αυτά; Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και όσοι καθημερινά αντιδρούσαν και με συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τι ματαιοπονείς σαν ανόητος και ακολουθείς αυτόν τον εμπαίκτη και πλάνο, προσδοκώντας ματαίως και ανώφελα ν' αναβλέψεις; Τώρα πιά είναι αδύνατο! Τι τον ακολουθείς σκοντάφτοντας και ματώνοντας τα πόδια σου; Γιατί δεν ακολουθείς καλύτερα ανθρώπους ελεήμονες, που παρακαλούν να σε αναπαύσουν και να σε θρέψουν και να σε περιποιηθούν; Αποκλείεται πια να θεραπευθείς από την ψυχική λέπρα και να δεις το φως σου. Πού βρέθηκε τώρα θαυματουργός αυτός ο εμπαίκτης να σου τάζει πράγματα ακατόρθωτα σε όλους τους ανθρώπους της παρούσης γενεάς; Αλοίμονο! Θα χάσεις και αυτή την θεραπεία που σου προσφέρουν οι φιλόχριστοι και φιλάδελφοι και συμπονετικοί άνθρωποι και τις κακουχίες και θλίψεις θα υπομείνεις για μάταιες ελπίδες και όσα σου υπόσχεται ο απατεώνας αυτός και πλάνος, αναμφίβολα, δεν πρόκειται να τα αποκτήσεις. Τι μπορεί να κάνει αυτός; Δεν το συλλογίζεσαι και μόνος σου, χωρίς να σου το πούμε εμείς; Τι φαντάζεσαι; Εμείς όλοι δεν βλέπομε; Ή είμαστε τυφλοί, όπως σου λέει αυτός ο πλανεμένος; Όλοι μας βλέπομε καλά και δεν υπάρχει άλλη όραση ανώτερη απο τη δική μας. μην απατάσαι».
Αλλά σύ ο ελεήμων και εύσπλαγχνος μ' έσωσες από αυτούς τους πραγματικά απατεώνες και πλάνους με την πίστη και την ελπίδα που μου χάρισες, ενισχύοντάς με να υπομείνω κι όσα προανέφερα κι άλλα πολλά.

ΕΤΣΙ, καρτερικά και σταθερά υπομένοντας όλα αυτά κάθε μέρα ψηλαφητά με θολό νερό κατά δύναμη πλενόμουν και λουζόμουν, όπως μ' εδίδασκε ο Απόστολος εκείνος και μαθητής σου. Ώσπου κάποτε που κατευθυνόμουν τρέχοντας προς την πηγή, μου φανερώθηκες στον δρόμο πάλι εσύ ο ίδιος, εσύ που προ καιρού από τον βόρβορο με είχες ανασύρει. Και τότε για πρώτη φορά με την άχραντη αίγλη του προσώπου σου άστραψες στα ασθενικά μου μάτια, ώστε το λίγο φως που νόμιζα πως έχω, το έχασα κι αυτό, κι έτσι δεν μπόρεσα να σε αναγνωρίσω. Και πώς θα μπορούσα να σε δω ή να σε γνωρίσω ποιός ήσουν, αφού ούτε την αίγλη του προσώπου σου δεν μπόρεσα ν' ατενίσω, ούτε να γνωρίσω και να κατανοήσω; Από τότε λοιπόν δεν απαξίωνες ο ανυπερήφανος να κατεβαίνεις συχνότερα προς εμένα, καθώς βρισκόμουν σ' αυτήν την πηγήν. Αλλά ερχόσουν και κρατώντας μου το κεφάλι, το βύθιζες στα νερά και μ' έκανες να βλέπω καθαρώτερα το φως του προσώπου σου. Ευθύς όμως χανόσουν, χωρίς να μ' αφήνεις να καταλάβω ποιος ήσουν εσύ που τα έκανες αυτά ή από πού ήρθες και πού πηγαίνεις. Αλλά ούτε και τώρα ακόμη μου δίνεις να το καταλάβω. Έτσι, ερχόμενος και φεύγοντας για αρκετό χρόνο, λίγο λίγο μου φανερωνόσουν όλο και καλύτερα, μ' έλουζες στα νερά και μου χάριζες να βλέπω περισσότερο και καθαρώτερο φως.

Αφού το έκανες αυτό για πολύ χρόνο, με αξίωσες κάποτε να δω ένα φοβερό μυστήριο: Καθώς ερχόσουν και μ' έπλενες με τα νερά, όπως μου φαινόταν, και μ' έλουζες και με βύθιζες πολλές φορές μέσα σ' αυτά, είδα τις αστραπές που με περιέλαμπαν και τις ακτίνες του προσώπου σου που αναμίχθηκαν με τα νερά, και βλέποντας να λούζομαι με φω
τόμορφο νερό έμεινα εκστατικός. Δεν ήξερα όμως από πού ερχόταν ούτε ποιος μου το πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν να λούζομαι αυξάνοντας στην πίστη, πετώντας με τα φτερά της ελπίδος και ανεβαίνοντας μέχρι τον ουρανό. Κι εκείνους τους πλάνους, που μου ψιθύριζαν τα λόγια της απάτης και του ψεύδους, τους μισούσα πολύ και τους λυπόμουν για την πλάνη τους και δεν συναναστρεφόμουν ούτε συνομιλούσα καθόλου μ' αυτούς, αλλά απέφευγα ακόμα και να τους βλέπω, για να μη βλαφθώ. Τον συνεργό και βοηθό μου όμως, δηλαδή τον άγιο μαθητήν και απόστολό σου, τον τιμούσα και τον σεβόμουν, όπως εσένα, τον πλάστη μου. Τον αγαπούσα ολόψυχα, έπεφτα στα πόδια του νύχτα και μέρα και τον παρακαλούσα «ό,τι μπορείς βοήθησέ με», με την βεβαιότητα ότι κοντά σου όσα θέλει τα μπορεί.

Έτσι περνούσα με την χάρη σου για αρκετό καιρό, όταν είδα πάλι ένα φοβερό μυστήριο: Με πήρες και με ανέβασες μαζί σου στους ουρανούς (δεν ξέρω αν ήμουν με το σώμα ή χωρίς το σώμα, εσύ μόνο ξέρεις, που το έκανες). Έμεινα αρκετή ώρα μαζί σου. Θαύμασα το μεγαλείο της δόξης -αγνοώ όμως ποιά και τίνος ήταν αυτή η δόξα- θαμπώθηκα από το ύψος κι έμεινα εκστατικός. Αλλά και πάλι μ' άφησες μόνον στην γη, όπου στεκόμουν προτύτερα και βρέθηκα να θρηνώ και να οδύρομαι για την αναξιότητά μου. Μα σε λίγο, ενώ ήμουν στη γη, άνοιξαν πάνω ψηλά οι ουρανοί και μ' αξίωσες να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό σου σαν ήλιο ασχημάτιστο. Αλλ' ούτε τότε μ' άφησες να καταλάβω ποιός ήσουν (γιατί πώς θα μπορούσα να σε γνωρίσω, αφού δεν μου μίλησες; ) Κρύφτηκες αμέσως κι εγώ τριγυρνούσα αναζητώντας σε, αν και δεν σε γνώριζα, και ποθούσα να δω την μορφή σου και να γνωρίσω καλά ποιος ήσουν. Γι' αυτό από τον πολύ πόθο και της αγάπης σου την φλόγα έκλαιγα ασταμάτητα, μη γνωρίζοντας ποιός είσαι εσύ που μ' έφερες από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, με λύτρωσες από τον βόρβορο κι' έγινες για χάρη μου όλα όσα προείπα.

Έτσι λοιπόν, πολλές φορές μου φανερώθηκες και πολλές φορές πάλι χωρίς να μιλήσεις, μου κρύφθηκες και δεν σ' έβλεπα καθόλου. Έβλεπα τις αστραπές και την αίγλη του προσώπου σου να με περικυκλώνουν συνεχώς, όπως κάποτε μέσα στα νερά, αλλ' αδυνατούσα ολότελα να τις συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλά σε είδα κάποτε. Και νομίζοντας ο ανόητος ότι είσαι άλλος, ζητούσα με δάκρυα πάλι να σε δώ.

Καταπίεζα λοιπόν τον εαυτό μου με πολύ λύπη και θλίψη και στενοχώρια και λησμόνησα ολότελα όλο τον κόσμο και τα εγκόσμια, μα και τον ίδιο τον εαυτό μου, μη βάζοντας στο νού μου ότι υπάρχει τίποτε ορατό ή σκιά ή οτιδήποτε άλλο. Τότε ήταν που εσύ ο ίδιος, ο αόρατος, ο αψηλάφητος και άπιαστος μου φανερώθηκες. Ένιωσα να μου καθάρεις τον νου, να μου πλαταίνεις το οπτικό της ψυχής και να μ' αξιώνεις να βλέπω όλο και πιο πολύ την δόξα σου. Έβλεπα πως και συ ο ίδιος όλο και περισσότερο μεγαλώνεις και λάμποντας πλαταίνεις πιο πολύ. Αισθανόμουν σιγά-σιγά να έρχεσαι και να με πλησιάζεις, καθώς υποχωρούσε το σκοτάδι, όπως μας συμβαίνει πολλές φορές και με τα αισθητά: όταν π.χ. η σελήνη φέγγει στον ουρανό και τα σύννεφα μοιάζουν να περπατούν, τότε μας φαίνεται πως η σελήνη τρέχει πολύ γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα δεν αυξάνει καθόλου την συνηθισμένη της ταχύτητα, ούτε αλλάζει την αρχική της πορεία. Έτσι και συ Δέσποτα, φαινόσουν να έρχεσαι ο ακίνητος και να μεγαλώνεις ο αναλλοίωτος και να παίρνεις μορφή ο ασχημάτιστος.
Όταν ένας τυφλός αρχίζει σταδιακά να βρίσκει το φως του και να διακρίνει την μορφή του ανθρώπου και να περιγράφει λίγο-λίγο πώς είναι, δεν μεταποιείται ούτε μεταβάλλεται η ίδια η μορφή. αλλά όσο καθαρίζεται η οπτική δύναμη των οφθαλμών του, τόσο βλέπει την μορφή του ανθρώπου όπως είναι, γιατί ολόκληρη τυπώνεται στην οπτική αίσθηση και μέσω αυτής εισχωρεί, αποτυπώνεται και χαράζεται σαν σε πίνακα στη νοερή και μνημονευτική δύναμη της ψυχής. Έτσι ακριβώς και συ μου φανερώθηκες, αφού τέλεια καθάρισες το νου μου με το λαμπρό φως του Αγίου Πνεύματος. Βλέποντας πια ο νους μου διαυγέστερα και καθαρώτερα, νόμιζα ότι από κάπου βγαίνεις και φαίνεσαι λαμπρότερος. Μου αποκάλυψες τότε χαρακτήρα ασχημάτιστης μορφής και μ' έβγαλες έξω από τον κόσμο (μπορώ να πω και από το σώμα, γιατί δεν μου έδωσες να το κατανοήσω ακριβώς). Άστραψες λοιπόν και μου φάνηκε πως φανερώθηκες όλος σε όλον εμένα, που έβλεπα πια καλά. Σου είπα.
-Ώ Δέσποτα, ποιός να είσαι;
Τότε μ' αξίωσες για πρώτη φορά, τον άσωτο, ν΄ακούσω την φωνή σου. Μου μίλησες με πολλή προσήνεια και μου είπες:
-Εγώ είμαι ο Θεός, που έγινα άνθρωπος για σένα. Με αναζήτησες μ' όλη σου την ψυχή. γι' αυτό από τώρα και στο εξής θα είσαι αδελφός και φίλος και συγκληρονόμος μου!
'Εκπληκτος, έκθαμβος κι έντρομος εγώ, λίγο καταλάβαινα και μονολογούσα:
-Τι θέλει άραγε η δόξα αυτή κι λαμπρότητα η μεγάλη; Και πώς και από πού εγώ αξιώθηκα τέτοια αγαθά;
Κατάπληκτος, με την ψυχή φοβισμένη και την δύναμη παραλυμένη αναρωτιόμουν:
-Ποιός είμαι εγώ Δέσποτα ή τι καλό έπραξα ο άθλιος και ταλαίπωρος, για να με καταστήσεις άξιον τέτοιων αγαθών και συμμέτοχο και συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ενώ σκεφτόμουν ότι αυτή η δόξα και χαρά ξεπερνάει το νου, εσύ ο Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ' εμένα σαν φίλος με φίλο, μου είπες με το πνεύμα που μιλούσε εντός μου:
-Αυτά σου τα δώρησα μόνο για την πρόθεση, την προαίρεση και την πίστη σου. Κι άλλα ακόμη θα σου δωρήσω. Γιατί τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού πλάστηκες από μένα γυμνός, ώστε να το λάβω και να σου δώσω αντί για εκείνο αυτά; Αν βέβαια δεν ελευθερωθείς από την σάρκα, δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο.
Εγώ ρώτησα τότε:
-Αλλά τι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο απ' αυτό μπορεί να υπάρχει; Εμένα μου αρκεί να είμαι έτσι και μετά τον θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος είσαι, μου είπες, που αρκείσαι σ' αυτά! Αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι το ίδιο σαν ένα ουρανό που τον ζωγράφισες στο χαρτί και τον κρατάς στα χέρια σου. Οσο αυτός υστερεί από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασύγκριτα περισσότερο θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα απ' αυτήν που βλέπεις τώρα.

Λέγοντας αυτά σώπασες και λίγο-λίγο ο καλός και γλυκός δεσπότης κρύφτηκες από τα μάτια μου, είτε επειδή εγώ απομακρύνθηκα από σένα, είτε επειδή συ έφυγες από κοντά μου, δεν ξέρω. Τότε ήρθα πάλι στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου επέστρεψα, και μπήκα στο πρώτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπόν το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, καθώς περπατούσα, καθόμουν, έτρωγα, έπινα, προσευχόμουν κι έκλαιγα ζώντας μέσα σε ανέκφραστη χαρά που σε γνώρισα, τον Ποιητή των απάντων. Και πώς να μη χαιρόμουν; όμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθούσα έτσι να σε ξαναδώ. Κάποτε λοιπόν που πήγα να ασπασθώ την εικόνα εκείνης που σε γέννησε κι' έπεσα να την προσκυνήσω, πριν σηκωθώ, μου φανερώθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που την μετέβαλες σε φως. Τότε κατάλαβα ότι σ' έχω μέσα μου συνειδητά. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα αναπολώντας στην μνήμη μου εσένα και τα σχετικά με σένα, αλλά πίστεψα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσένα, την ενυπόστατη αγάπη, γιατί η αληθινή αγάπη είσαι σύ, ο Θεός.

Σ' αυτή την πίστη φυτεύθηκε η ελπίδα, ποτίστηκε με την μετάνοια και τα δάκρυα, λαμπρύνθηκε με τις ελλάμψεις του φωτός σου κι έτσι ριζώθηκε κι αυξήθηκε πολύ. Έπειτα, συ ο ίδιος, ο καλός τεχνίτης και δημιουργός ήλθες με την μάχαιρα των πειρασμών, δηλαδή με την ταπείνωση και κόβοντας τα κλωνάρια των λογισμών που είχαν ανέβει πολύ ψηλά, μπόλιασες στην ελπίδα μόνη την αγία σου αγάπη σαν σε μια ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπόν μέρα με τη μέρα ν' αυξάνει και να μου μιλάει συνεχώς,-ή μάλλον συ δι' αυτής να με διδάσκεις και να με περιλάμπεις- ζω με τόση χαρά, σαν να είμαι ήδη πάνω από κάθε πίστη και ελπίδα, καθώς φωνάζει ο Παύλος
"Αυτό που ηδη βλέπει κανείς,
Ποιος λόγος υπάρχει να το ελπίζει;"
Αν λοιπόν εγώ σε έχω, τι περισσότερο να ελπίζω;
Μου είπες πάλι Δέσποτα:
-Άκουσέ με. καθώς βλέπεις τον ήλιο μέσα στα νερά, τον ίδιον όμως τότε καθόλου δεν τον βλέπεις, αφού είσαι σκυμμένος κάτω, έτσι να σκέφτεσαι και γι' αυτό που σου συμβαίνει. Ασφάλιζε τον εαυτό σου και φρόντιζε συνεχώς να με βλέπεις εντός σου καθαρά και ζωηρά, όπως τον ήλιο στα καθαρά νερά. Κι' έπειτα θ' αξιωθείς, καθώς σου είπα, να με δείς έτσι μετά τον θάνατον. Ει δε μη, όλος ο κύκλος αυτών των έργων και κόπων και λόγων σου δεν θα σε ωφελήσουν καθόλου. Μάλλον θα σε καταδικάσουν περισσότερο και θ
α σου προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, επειδή καθώς ξέρεις,
"οι δυνατοί θα εξετασθούν δυνατά".
Γιατί η φτώχεια δεν είναι αιτία ντροπής τόσο γι' αυτόν που γεννήθηκε φτωχός ούτε η λύπη που προξενεί τον λυπεί αυτόν τόσο, όσο εκείνον που, αφού πλούτησε και δοξάσθηκε και υψώθηκε κι έγινε φίλος με τον επίγειο βασιλέα, έπειτα εξέπεσε απ' όλα αυτά και κατάντησε σε παντελή φτώχεια. Αν και οι αναλογίες δεν είναι ίδιες ανάμεσα στα επίγεια και ορατά και στα πνευματικά και αόρατα. Σ' αυτούς δηλ. που για κάποια αιτία ξέπεσαν από τη φιλία και την δουλεία του επιγείου βασιλέως, επιτρέπεται να είναι κύριοι των υπαρχόντων τους και να τ' απολαμβάνουν και να ζουν. Αν όμως εκπέσει κανείς από τη δική μου αγάπη και φιλία, δε μπορεί καθόλου να ζήσει -γιατί η ζωή του είμαι εγώ -αλλά ευθύς γυμνώνεται απ' όλα και παραδίνεται αιχμάλωτος στους δικούς μου και δικούς του εχθρούς. Εκείνοι τον παραλαμβάνουν και λόγω της προηγουμένης αγάπης ευνοίας και αγάπης που είχε προς εμένα, του επιτίθενται με μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας και περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιά μου, πιστεύω κι'εγώ σε σένα τον Θεό μου, πως πράγματι έτσι είναι και προσπέφτοντας σε θερμοπαρακαλώ.

Φύλαξέ με τον αμαρτωλό κι ανάξιο που ελέησες, και το βλαστάρι της αγάπης σου που μπόλιασες στο δένδρο της ελπίδας μου στήριξέ το με τη δύναμή σου, να μην το σαλέψουν οι άνεμοι, να μην το συντρίψει η καταιγίδα, να μην το σπάσει κανένας εχθρός, να μην το κάψει ο καύσωνας της αμελείας, να μην ξεραθεί από τη ραθυμία και τους μετεωρισμούς, να μην εξαφανισθεί ολοκληρωτικά από την κενοδοξία. Ξέρεις εσύ που μου το χάρισες και μου το φύτεψες αυτό, πως εξαιτίας του είμαι αβοήθητος από κάθε άνθρωπο, αφού τον συνεργό και βοηθό μου και δικό σου απόστολο, καθώς εσύ θέλησες, τον χώρισες σωματικά από μένα.
Ξέρεις εσύ την ασθένειά μου, ξέρεις καλά την ταλαιπωρία και την μεγάλη αδυναμία μου. Γι' αυτό λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιο πολύ από δω και μπρος, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ' όλη μου την καρδιά πέφτω στα πόδια σου ικετεύοντας εσένα, που μου φανέρωσες τόσες ωραιότητες. Στερέωσε στην αγάπη σου την ψυχή μου και δώσε να ριζώσει βαθιά στην ψυχή μου η αγάπη σου, για να είσαι, σύμφωνα με την άχραντη κι' άγια κι' αψευδή σου επαγγελία, εσύ μέσα σε μένα κι εγώ να υπάρχω μέσα σε σένα. Η αγάπη σου θα με σκεπάζει κι εγώ θα την σκεπάζω και θα την φυλάω εντός μου, θα με βλέπεις Δέσποτα μέσα σ' αυτήν κι εγώ θ' αξιώνομαι να σε βλέπω μέσα απ' αυτήν, τώρα μεν σαν σε καθρέπτη και αμυδρά, καθώς είπες, ενώ τότε, σ' όλη την αγάπη όλον εσένα που είσαι αγάπη κι έτσι μας αξίωσες να σε ονομάζουμε, γιατί σε σένα πρέπει κάθε ευχαριστία, κράτος, τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής

myriobiblos.gr

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 08, 2007 10:49 pm
από NIKOSZ
Προς τον Άγιον Θεόν

ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Δέσποτα πολυέλεε, ανεξίκακε, μακρόθυμε, ακατάληπτε, ανερμήνευτε, Κύριε· ο κυβερνών και προνοών δια πάντα τα έργα σου· ο ετάζων νεφρούς και καρδίας και τα κρυπτά διανοήματα των ψυχών ημών σαφώς επιστάμενος, πρόσδεξαι την ευχαριστία αυτή και εξομολόγηση της συντετριμμένης ψυχής μου και χάρισε σʼ αυτήν πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα.

Γνωρίζεις, πατέρα μου ουράνιε, αν και καθημερινώς αμαρτάνω, τίποτε άλλο δε μπορώ να αγαπήσω περισσότερο από εσέ και πουθενά αλλού δε μπορώ να στρέψω τη δύναμη της ψυχής μου. Εσύ είσαι για μένα το φως, η οδός, η ζωή, είσαι το παν. Πού αλλού να επιρρίψω την μέριμνά μου και σε ποιόν άλλο να καταφύγω;

Προσπίπτω ενώπιόν σου κατά την ώρα αυτή που ο ήλιος δύει και δέομαι θερμώς να μου αποστείλεις την τελευταία ακτίνα του θείου ελέους σου και να φωτίσεις την αμαρτωλή μου ψυχή.

Αν και ελλιπής είναι η αγάπη και η ευχαριστία της ψυχής μου, αναγνωρίζω ότι Συ με καθοδηγείς και σε Σένα οφείλω τα πάντα. Πρόλαβε βέβαια η αμαρτία και εναπέθεσε στην ψυχή μου τους δικούς της τύπους και τα εμπαθή ενθυμήματα και απομάκρυνε δια του εσωτερικού πολέμου την διαρκή ενθύμηση του Αγίου Ονόματός Σου.

Πλην όμως εις ουδέν υποχωρώ. Αποστρεφόμενος κάθε τι που είναι δικό σου και όσο ο χρόνος περνά πλεονάζει η αγάπη σου εντός μου. Μεγαλύτερη ανδρεία και ευστροφία ψυχής δεν υπάρχει από την διαρκή ενθύμηση του Αγιου Ονόματός Σου.

Βοήθησέ με, Δέσποτα Κύριε, να κατευθύνω τις δυνάμεις της ψυχής μου προς δοξολογία του Αγίου Ονόματός σου, ενθυμούμενος και φανταζόμενος την ακατάληπτη δόξα και την ευπρέπεια και την ωραιότητα της ουρανίου μακαριότητος.

Συγκράτησε το ρεμβόμενο και περιπλανώμενο νου μου στις συγχύσεις και τις μέριμνες του βίου τούτου και εμφύτευσε σʼ αυτόν τη μνήμη του Αγίου Ονόματός Σου και τη μελέτη των σωτηρίων σου εντολών.

Aνατεινόμενος προς τα άνω, περιφρουρούμενος από τη χάρη Σου και καταφλεγόμενος από το διάπυρο πόθο της αγάπης σου, να κατατρυφά Σε, τον γλυκύτατο Νυμφίο και ευεργέτη μου, απορρίπτων ως σκύβαλα πάντα του κόσμου τα τερπνά.

Ο ήλιος δύει, Κύριε, και τα πουλιά του δάσους ψάλλουν εσπερινό. Γονατίζω και εγώ ενώπιόν σου και τα χέρια μου προς Σε ανατείνω, δεόμενος να μου αποστείλεις το φως σου το αληθινό, για να ανυμνώ, δοξολογώ και γεραίρω το Πανάγιο Όνομά Σου εις τους αιώνας. Αμήν.


Μ.μοναχός
Άγιον Όρος 1995


xfd.gr

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μάιος 12, 2007 12:29 am
από NIKOSZ
Η αχαριστία για την αγάπη του Θεού

- Γέροντα, οι δοκιμασίες πάντοτε ωφελούν τους ανθρώπους;

- Εξαρτάται από το πως αντιμετωπίζει κανείς τις δοκιμασίες. Όσοι δεν έχουν καλή διάθεση, βρίζουν τον Θεό, όταν τους βρίσκουν διάφορες δοκιμασίες. «Γιατί να το πάθω εγώ αυτό; Λένε. Να, ο άλλος έχει τόσα καλά! Θεός είναι αυτός;» Δεν λένε «ήμαρτον», αλλά βασανίζονται. Ενώ οι φιλότιμοι λένε: «Δόξα τω Θεώ! Αυτή η δοκιμασία με έφερε κοντά στον Θεό. Ο Θεός για το καλό μου το έκανε». Και ενώ μπορεί πρώτα να μην πατούσαν καθόλου στην εκκλησία, μετά αρχίζουν να εκκλησιάζωνται, να εξομολογούνται, να κοινωνούν. Πολλές φορές μάλιστα ο Θεός τους πολύ σκληρούς τους φέρνει κάποια στιγμή με μια δοκιμασία σε τέτοιο φιλότιμο, που μόνοι τους παίρνουν μεγάλη στροφή και εξιλεώνονται με τον πόνο που νιώθουν για όσα έκαναν.

- Γέροντα, πρέπει να λέμε «δόξα Σοι ο Θεός», όταν όλα πηγαίνουν καλά;

- Μα, αν δεν λέμε το «δόξα Σοι ο Θεός» στις χαρές, πως θα το πούμε στις θλίψεις; Εσύ το λες στις θλίψεις και δεν θέλεις να το πης στις χαρές; Αλλά, όταν είναι αχάριστος κανείς, δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού. Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία. Για μένα είναι θανάσιμο αμάρτημα. Ο αχάριστος με τίποτε δεν ευχαριστιέται Για όλα γκρινιάζει, όλα του φταίνε. Στην πατρίδα μου, τα Φάρασα, χρησιμοποιούσαν πολύ το πετιμέζι. Ένα βράδυ μια κοπέλα έκλαιγε, γιατί ήθελε πετιμέζι. Η μάνα της – τι να κάνη; - πήγε και ζήτησε από την γειτονιά. Αυτή, μόλις πήρε το πετιμέζι, έβαλε πάλι τα κλάματα. Χτυπούσε τα πόδια της κάτω και φώναζε: «Μαμά, θέλω και γιαούρτι». «Τέτοια ώρα, παιδάκι μου, που να βρω γιαούρτι;» της λέει η μάνα της. «Όχι, θέλω γιαούρτι». Πήγε, υποχρεώθηκε η καημένη σε μια γειτόνισσα, της έφερε και γιαούρτι. Το παίρνει η κόρη και βάζει πάλι τα κλάματα. «Τώρα γιατί κλαις;», την ρωτάει η μάνα της. «Μαμά, τα θέλω ανακατεμένα». Τα παίρνει η μάνα, τα ανακατεύει. Αυτή βάζει πάλι τα κλάματα. «Μαμά δεν μπορώ να τα φάω έτσι. Θέλω να τα ξεχωρίσω!». Οπότε την περιέλαβε στα σκαμπίλια η μάνα της, και ... ξεχωρίσθηκε το πετιμέζι από το γιαούρτι!

Έτσι, θέλω να πω, κάνουν μερικές φορές πολλοί άνθρωποι, και τότε έρχεται η παιδαγωγία του Θεού. Τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε την αχαριστία μας και να ευχαριστούμε τον Θεό μέρα-νύχτα για τις ευλογίες που μας δίνει. Με αυτόν τον τρόπο θα πάρουμε καταπόδι τον δειλό διάβολο, ο οποίος θα συμμαζέψη τα ταγκαλάκια του και θα γίνη μαύρο καπνός, γιατί θα του έχουμε βρει πια το αδύνατο σημείο.


Γ.ΠΑΙΣΙΟΣ

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 15, 2007 10:41 pm
από NIKOSZ
Ευχαριστία

Σ' ευχαριστώ, που έγινες ένα πνεύμα μαζί μου
ασυγχύτως, ατρέπτως κι αναλλοιώτως,
Θεέ του παντός,
κι' έγινες για χάρη μου τα πάντα σε όλα:
Τροφή ανεκλάλητη που ποτέ δεν τελειώνει,
που ξεχύνεται ακατάπαυστα
από της ψυχής μου τα χείλη
και πλούσια αναβλύζει
απ' την πηγή της καρδιάς μου.
Ενδυμα, που αστράφτει
και καταφλέγει τους δαίμονες.
κάθαρση, που με πλένεις
με τ' άφθαρτα κι' άγια δάκρυα
που η παρουσία σου χαρίζει
σ' όσους επισκεφθείς.
Σ' ευχαριστώ, γιατί για χάρη μου έγινες
ανέσπερο φως και ήλιος αβασίλευτος,
που δεν έχεις πού να κρυφτείς,
αφού γεμίζεις με τη δόξα σου τα σύμπαντα.
Ποτέ δεν κρύφτηκες από κανένα
αλλ' εμείς κρυβόμαστε πάντοτε από σένα,
μη θέλοντας ναρθούμε κοντά σου.
Μα πού να κρυφτείς
αφού πουθενά δεν υπάρχει τόπος
για την κατάπαυσή σου;
Και γιατί να κρυφτείς
εσύ που δεν αποστρέφεσαι κανένα
ούτε κανένα ντρέπεσαι;
Και τώρα, σε ικετεύω, Δέσποτά μου,
έλα να στήσεις τη σκηνή σου στην καρδιά μου,
να κατοικήσεις και να μείνεις εντός μου
αχώριστος κι ενωμένος μέχρι τέλους
με μένα τον δούλο σου, αγαθέ,
για να βρεθώ κι' εγώ
στην έξοδό μου κι έπειτα απ' αυτήν στους αιώνες
κοντά σου Αγαπημένε,
και να βασιλέψω μαζί σου


Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μάιος 20, 2007 1:14 pm
από NIKOSZ
Η ζωή είναι ωραία

Πιστεύω στους αγγέλους
γιατί στη λύπη μου δίνουν χαρά.
Με σκέπασαν με τα χρυσά τους φτερά
για να μη σκοτωθώ
στο μεγάλο σεισμό.
Τον κάθε καημό
όταν προσευχηθώ
μεταφέρουν στου Θεού το θρόνο.
Σε κάθε πόνο
με σκεπάζουν για να μην απελπιστώ.
Κι αφού με δάκρυα καθαριστώ
γεμίζουν με ειρήνη
την ψυχή.
Στην προσευχή
μου δίνουν γαλήνη.
Όταν με λάθη πέφτω χαμηλά
με τη μετάνοια με σηκώνουν ψηλά.
Μου δείχνουν του παραδείσου την ομορφιά
όταν ο ουρανός της καρδιάς μου έχει συννεφιά.
Όταν είμαι μόνος με πιάνουν απ' το χέρι
και μου κρατάνε συντροφιά.
Σαν το απαλό αγέρι
μου δροσίζουν την καρδιά
τόσο γλυκά
και στοργικά
όπως κρατάει το παιδί της η μητέρα
στην αγκαλιά της όταν κλαίει.
Μου θυμίζουν τις ευεργεσίες του Θεού Πατέρα.
Γι' αυτό σε κάθε δοκιμασία η ψυχή μου λέει:

"Θεέ μου, σ' ευχαριστώ.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μάιος 20, 2007 1:27 pm
από NIKOSZ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Η απόδοσις χαρίτων και ευχαριστίας

Επειδή όλο το καλό που κάνουμε προέρχεται από τον Θεό και γίνεται για τον Θεό, γι αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να τον ευχαριστούμε για κάθε καλή μας άσκησι, για κάθε νίκη και για όλες τις ευεργεσίες που δεχθήκαμε από το σπλαχνικό του χέρι, τόσο τις φανερές όσο και τις κρυπτές, τόσο τις κοινές, όσο και τις ιδιαίτερες, όπως αναφέρεται: «Να ευχαριστήτε τον Θεό για το κάθε τι, διότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού όπως αποκαλύφθηκε σε μας δια του Ιησού Χριστού» ( Α΄ Θεσ. 5,18 ). Επειδή σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο «η καλύτερη φύλαξι της ευεργεσίας είναι η μνήμη της ευεργεσίας και η παντοτινή ευχαριστία» (*).

Και για να το κάνουμε αυτό με τον τρόπο που πρέπει, πρέπει να σκεφθούμε το σκοπό από τον οποίο κινείται ο Θεός για να μας μεταδώση τις ευεργεσίες του.

Και επειδή ο Θεός σε κάθε ευεργεσία κατά πρώτο και κύριο σκοπό εννοεί την τιμή και την υποταγή στο θέλημά του, για τον λόγο αυτόν εσύ σκέψου ότι:

Α΄) Η μεγαλύτερη ευχαριστία που μπορείς να κάνης στον Θεό για όλες τις ευεργεσίες που σου έκανε, είναι το να φυλάττης τις εντολές του, το να τον τιμάς, και να είσαι έτοιμος να ακολουθής το θέλημά του, όπως έχει γραφή: «Τι ζητεί από σένα ο Κύριος; Παρά να ακολουθήσης πρόθυμα Κύριο τον Θεό σου» ( Μιχ. 6,8 ).

Β΄) Βλέποντας ότι δεν έχεις κάτι αντάξιο για κάποια ευεργεσία, διότι δεν έκανες τίποτε άλλο παρά αμαρτίες και αχαριστίες, με πολύ βαθειά ταπείνωσι πές στον Θεό: «Και Πως είναι δυνατό αυτό, Κύριέ μου, να καταδέχεσαι να προσφέρης σε μένα το νεκρό και βρωμερό σκυλί τόσες ευεργεσίες; Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου στους αιώνες των αιώνων».

Γ΄) Σκεπτόμενος ότι αυτός με τις ευεργεσίες που σου κάνει, ζητά από εσένα να τον αγαπάς και να τον υπηρετής, άναψε από την αγάπη ενός τόσο αξιαγάπητου Κυρίου και από την ειλικρινή επιθυμία στο να υπηρετής, όπως θέλει αυτός. Όμως γι αυτό το πράγμα πρέπει να κάνης μία ολοκληρωτική προσφορά του εαυτού σου με τον ακόλουθο τρόπο.

(*) Γιαυτό και ο αββάς Ισαάκ έγραψε: «Η ευχαριστία εκείνου που έλαβε ερεθίζει αυτόν που έδωσε για να δώση δώρα μεγαλύτερα από τα προηγούμενα» (Λόγ. Λ΄). Μερικοί πάλι και το χωρίο εκείνο του ψαλτηρίου λεγόμενο εκ μέρους του Θεού το ερμήνευσαν έτσι: «Τι υπάρχει για μένα στον ουρανό; (παρά μόνον η ευχαριστία δηλαδή) και από σένα άνθρωπε τι ζήτησα πάνω στη γη; (παρά δόξα και ευχαριστία δηλαδή)» (Ψαλμ. 72,24)


"Ο Αόρατος πόλεμος"

ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Δημοσιεύτηκε: Τετ Φεβ 13, 2008 12:05 am
από NIKOSZ
Η μικρή ξεχασμένη λέξη «ευχαριστώ»!


Ένα παράπονο βγήκε κάποτε από τα πανάγια χείλη του Χριστού μας, τα χείλη που έσταζαν μέλι, τα γλυκύτατα χείλη. Παράπονο για την αχαριστία, που έδειξαν οι εννέα από τους δέκα λεπρούς, τους οποίους με τρόπο θαυμαστό ο μέγας ιατρός εθεράπευσε.

Το παράπονο αυτό του Κυρίου μας φανερώνει πόσο βαριά ασθένεια είναι η λέπρα. Η λέπρα όχι του σώματος, αλλά της ψυχής. Δηλαδή η αχαριστία. Και επειδή ο κίνδυνος να προσβληθούμε και εμείς από την επικίνδυνη αυτή ασθένεια είναι μεγάλος, γι΄ αυτό αξίζει να επιμείνουμε σ΄ αυτό το σημείο. Να δούμε:

Πως εκδήλωσαν οι εννέα λεπροί την αχαριστία τους τότε.

Πως κινδυνεύουμε να την εκδηλώνουμε εμείς σήμερα, και

Που βρίσκεται ο καθένας μας.

Φρικτή ασθένεια η λέπρα, αγαπητοί αναγνώστες. Οι δέκα άνδρες, για τους οποίους κάνει λόγο το Ευαγγέλιο, είχαν προσβληθεί από την τότε αθεράπευτη αυτή μάστιγα. Και τι μάστιγα! Το σώμα τους γεμάτο πληγές, το πρόσωπο παραμορφωμένο, τα μέλη τους σιγά σιγά να νεκρώνονται.

Σ΄ αυτή την κατάσταση τους συνάντησε ο Κύριός μας στην είσοδο μιας πόλης. Η μάλλον δεν τους συνάντησε, αλλά από μακριά, «πόρρωθεν», τους αντίκρυσε. Εκείνοι τότε τον παρακάλεσαν θερμά να τους θεραπεύσει. Και ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος το έκανε. Τους παρήγγειλε να πάνε να τους δούνε οι ιερείς, για να βεβαιώσουν την θεραπεία τους, και, καθώς πήγαιναν, έγιναν καλά: «εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν».

Τι χαρά τότε! Τι ευτυχία! Τι πανηγυρισμοί με τους συγγενείς και τις οικογένειές τους! Στιγμές μοναδικές, απερίγραπτες! Εκεί ακριβώς όμως η λέπρα ξαναχτύπησε. Όχι το σώμα πλέον, αλλά την ψυχή τους. Μέσα στον θόρυβο της χαράς οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι λησμόνησαν τελείως τον Κύριο, τον ευεργέτη τους. Δεν επέστρεψαν να του πουν ένα «ευχαριστώ» για το μεγάλο καλό που τους έκανε. Από τους δέκα ένας μόνον γύρισε πίσω και έπεσε με δάκρυα ευγνωμοσύνης στα πόδια του Κυρίου μας. Και ο ένας αυτός δεν ήταν Εβραίος. Ήταν αλλοεθνής, Σαμαρείτης.

Αυτή η αχαριστία των εννέα λεπρών προκάλεσε το δίκαιο παράπονο του Κυρίου μας. Μήπως όμως αυτό το παράπονο αφορά και εμάς;

Βέβαια σήμερα, αιώνες μετά το θαύμα αυτό του Κυρίου μας, η λέπρα έχει αντιμετωπιστεί. Τα σύγχρονα φάρμακα την κατέστησαν ακίνδυνη. Έπαυσε πια να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των ανθρώπων. Όμως...

Όμως η άλλη λέπρα, η λέπρα της ψυχής, η αχαριστία, όχι μόνο δεν θεραπεύτηκε, αλλά μάλλον χειροτέρευσε. Στις μέρες μας μάλιστα κινδυνεύει να πάρει την μορφή επιδημίας.

Αχαριστία προς ποικίλες κατευθύνσεις. Μεταξύ μας πρώτα πρώτα. Πόσοι άνθρωποι που ευεργετούν, εισπράττουν στο τέλος περιφρόνηση και ύβρεις; Πόσοι γονείς, που μεγάλωσαν τα παιδιά τους κυριολεκτικά χύνοντας αίμα, δεν πετάγονται αργότερα σαν άχρηστα έπιπλα στα γηροκομεία; Πόσοι πνευματικοί πατέρες δεν προδίδονται και βρίζονται από τα πνευματικά τους παιδιά, τα οποία με κόπους και ιδρώτες προσπάθησαν να οδηγήσουν στην αγκαλιά του Χριστού; Αχαριστία επίσης προς τον Θεό. Προς τον Θεό, ο οποίος μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, μας πλημμύρισε με τις ευεργεσίες Του, μας καλεί να ενωθούμε μαζί Του, να ζήσουμε αιώνια στη βασιλεία Του. Για τις άπειρες αυτές δωρεές Του πολλοί από μας τι του ανταποδίδουμε; Τον ευγνωμονούμε; Μήπως τον λησμονούμε; Μήπως μόνον όταν έχουμε ανάγκη τρέχουμε κοντά Του, μόλις περάσει όμως η ανάγκη αυτή, συνεχίζουμε την ανέμελη ζωή μας;

Από το περιστατικό αυτό των δέκα λεπρών προκύπτει το συμπέρασμα πως οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε αχάριστοι. Ο καθένας μας λοιπόν που βρίσκεται; Να μια ευκαιρία να ανακρίνουμε τον εαυτό μας. Και να σημειώσουμε ότι η ευγνωμοσύνη δεν είναι λόγια και συναισθηματισμοί μόνον, είναι κυρίως πράξη. Ο Σαμαρείτης επέστρεψε πίσω και έπεσε στα πόδια του Κυρίου. Και για μας ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, σημαίνει να αγωνιζόμαστε να εφαρμόζουμε τις εντολές Του· και προς τους ανθρώπους, να μη λησμονούμε ποτέ τους ευεργέτες μας.

Και αυτό το «ευχαριστώ» να είναι θερμό και ζωντανό. Όχι πέντε τυπικά λόγια ψευτοευγένειας, αλλά πέντε λόγια της καρδιάς μας, όλο θέρμη και ειλικρίνεια.

Η ευγνωμοσύνη μας θα σταματήσει τα δάκρυα των γονιών μας. Το «ευχαριστώ» μας θα χαρίσει το χαμόγελο της ικανοποίησης στους μικρούς δορυφόρους της καθημερινής μας ζωής, στο θυρωρό, τον ταχυδρόμο, τον οδοκαθαριστή, τον οδηγό αυτοκινήτου, που με την παρουσία τους ομορφαίνουν τη ζωή μας.

Υπάρχουν άνθρωποι που δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους με ένα τρόπο εκπληκτικό. Η ιστορία του Χριστιανισμού έχει να παρουσιάσει θαυμάσια δείγματα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό και τους συνανθρώπους. Στον ελευθερωτή των ψυχών τους οι πιστοί πρόσφεραν την υπακοή τους μέχρι θανάτου και άλλοι έκαναν το παν για να ευχαριστήσουν τους ευεργέτες τους. Προς αυτές τις υψηλές κορυφές ας κατευθυνόμαστε όλοι. Την αχαριστία ας την πολεμήσουμε. Αυτή την κακία που είναι παιδί του εγωισμού, αγκάθι της κοινωνίας, δυναμίτης της συνεργασίας, δολιοφθορέας της κοινωνίας, ας την απομακρύνουμε από την ψυχή μας.

Αγαπητοί αναγνώστες, διπλό θαυμασμό μας προκαλεί το θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών. Θαυμάζουμε το μέγεθος της ευεργεσίας του Κυρίου και το μέγεθος της αχαριστίας των ανθρώπων. Οι δέκα λεπροί μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν απόκληροι της κοινωνίας, διωγμένοι μέσα στην έρημο. Ζούσαν μακριά από τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Μόνιμη συντροφιά τους ο πόνος και η θλίψη. Ζωντανοί νεκροί. Ξαφνικά όμως μέσα στο σκοτάδι της δοκιμασίας τους, έλαμψε το φως της θεραπείας τους. Ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο Κύριος, μόλις άκουσε την κραυγή τους «ελέησον ημάς», τους θεράπευσε.

Ευεργέτης μέγιστος των δέκα λεπρών ήταν ο Κύριος. Δεν ήταν όμως μόνον εκείνων, είναι και δικός μας. Πρώτος και μέγιστος ευεργέτης όλων των ανθρώπων είναι ο Χριστός. Ό,τι έχουμε είναι δικό του. Τα υλικά και πνευματικά αγαθά, δώρα του Κυρίου είναι. Η ζωή μας, η πνοή μας, η ειρήνη και η γαλήνη μας, η περιουσία μας και τόσα άλλα από τα παντοδύναμα χέρια του Θεού εξήλθαν.

Αδελφοί μου, η ψυχική ευγένεια δεν έχει εθνικότητα, είναι οικουμενική. Μας το διδάσκει, μέσα από το Ευαγγέλιο, ένας «αλλοεθνής». Είναι το μάθημα που αγνόησε ο άνθρωπος όχι μόνο του καιρού μας, αλλά, φοβάμαι, κάθε εποχής. Είναι η ευγνωμοσύνη, η μικρή ξεχασμένη λέξη «ευχαριστώ»! Ας ήταν να την πούμε μία μόνο στιγμή που να καλύπτει ολόκληρη τη ζωή! Να ανακαλύψουμε την πηγή της, την οποία ο Θεός ευδόκησε να τοποθετήσει στο βάθος της ύπαρξης που αγαπάει.

Κύριε, Εσύ έχυσες το Αίμα Σου για την σωτηρία μας. Απάλλαξέ μας από την αχαριστία και κάνε, ώστε αυτός ο χρόνος αλλά και όλη μας η ζωή να είναι ένας ύμνος ευγνωμοσύνης προς την άπειρη αγάπη Σου. Αμήν.

Καλή και ευλογημένη χρονιά!


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΑΚΙΡΗ, θεολόγος

Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιουν 06, 2008 10:28 pm
από NIKOSZ
TO "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ"

Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο και ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει.

Περπατούσαμε δίπλα δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη αγγέλους.

Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε:

«Αυτό είναι το τμήμα παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν στον Θεό, με την μορφή προσευχής».

Κοίταξα γύρω στον χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσους πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από σημειώματα, από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μετά προχωρήσαμε σε έναν μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στο δεύτερο σταθμό. Ο άγγελός μου είπε:

«Αυτό είναι το τμήμα συσκευασίας και παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σε αυτούς που τις ζήτησαν».

Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν στην γη. Τέλος, στην άκρη ενός μακρινού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.

«Αυτό είναι το τμήμα ευχαριστιών», μου είπε σιγανά ο άγγελος μου. Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος.

«Πως γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.

«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. «Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια».

«Πως μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.

«Πολύ απλά» απάντησε. «Χρειάζεται μόνο να πεις ευχαριστώ Θεέ μου!»