H Aποκάλυψη: Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
H Aποκάλυψη: Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Μορφή στα Νέα Ελληνικα
Οδυσσέας Ελύτης
Εκδόσεις "ύψιλον"
Αυτή είναι η Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού. που του την έδωκε ο Θεός για να δείξει στους ανθρώπους τα όσα είναι ανάγκη να γίνουν το ταχύτερο. και τη φανέρωσε μʼ ένα δικό του άγγελο στον δούλο του τον Ιωάννη.
ώστε να μαρτυρήσει το λόγο του Θεού καταπώς ο Ιησούς Χριστός τον εδίδαξε και να πει τα οράματα όλα που είδε.
Μακάριος αυτός που θα διαβάσει και μακάριοι αυτοί που θʼ ακούσουν τέτοια λόγια προφητικά και θα συμμορφωθούνε με όσα η γραφή τους ορίζει. Τι όπου να ʽναι η ώρα εσήμανε.
Ο Ιωάννης προς τες εφτά εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία: χάρις και ειρήνη υμίν από κείνον που είναι ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος. και από τα εφτά πνεύματα που φυλάγουν το θρόνο του.
Από τον Ιησού Χριστό, πιστό μάρτυρα, πρωτότοκο των νεκρών και άρχοντα των Βασιλέων της γης. που μας έδειξε την αγάπη του και καθάρισε τις αμαρτίες μας με το ίδιο του το αίμα.
Και μας εσύναξε σε μια κοινότητα να ʽμαστε ιερείς και να διακονούμε τον Θεό και πατέρα του. που δόξα να ʽχει και δύναμη στους αιώνες των αιώνων. αμήν.
Ιδού, να ʽτος που φτάνει μεσʼ από τις νεφέλες, να τόνε δει το κάθε μάτι, να τόνε δούνε ως κι εκείνοι που του μπήξανε τη λόγχη. και να πέσουν στα πόδια του να θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης. Ναι, αμήν.
Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέει Κύριος ο Θεός, ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.
Εγώ, ο Ιωάννης, ο αδερφός σας, που ζω μετά σας τη θλίψη και τη δύναμη και την καρτερία μες στην αγάπη του Ιησού, έλαχε να βρεθώ σʼ αυτό το νησί οπού το λένε Πάτμος, για το λόγο του Θεού και τη μαρτυρία του Ιησού.
Μια μέρα – Κυριακή ήταν – με συνεπήρε το πνεύμα και, μου φάνηκε, άκουσα πίσω μου φωνή μεγάλη σαν από σάλπιγγα να λέει:
Αυτά που βλέπεις γράψε τα. κάνε τα βιβλίο και στείλε το προς τες εφτά εκκλησίες: Έφεσο, Σμύρνη, Πέργαμο, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια.
Γύρισα τότες να δω πούθε η φωνή που μου έκρενε. και στρέφοντας είδα εφτά χρυσούς λύχνους.
και στη μέση απʼ τους λύχνους Έναν που ʽλεγες είναι ίδιος ο Υιός του Ανθρώπου. μακρύ το φόρεμά του ως με τους αστραγάλους κι η μέση του ψηλά σφιγμένη με ζώνη χρυσή.
Άσπρες οι τρίχες της κεφαλής του κι όλος ο γύρος του προσώπου του όπως το άσπρο μαλλί, όπως το χιόνι. Και τα μάτια του ίδια φλόγα φωτιάς.
και τα πόδια του ίδια μπρούντζος πυρωμένος μες στο καμίνι κι η φωνή του φωνή από νερά τρεχούμενα.
Στο δεξί του χέρι θωρούσες άστρα εφτά κι από το στόμα του να ξεπετιέται μυτερή ρομφαία δίστομη. και σωστός ήλιος η όψη του καθώς που λάμπει πάνω στη δύναμή του τη μεγάλη.
Όπου ευθύς θωρώντας τον πρόσπεσα στα πόδια του ξερός. Αλλά εκείνος απίθωσε το δεξί χέρι του πάνω μου λέγοντας:
Έννοια σου, μη φοβάσαι. Ο πρώτος είμαι και ο έσχατος και ο ζων. ο που νεκρός ήμουν και τώρα πάλι να ʽμε ζωντανός, να κρατώ τα κλειδιά του Άδη και του Θανάτου.
Μπρος λοιπόν, γράψε τα όσα είδες, αυτά που γίνονται και αυτά που μέλλει να γίνουν αργότερα.
Τι σημαίνουν τʼ άστρα τα εφτά που θωρείς στο χέρι το δεξί μου και τι μυστήρια κρύβουν οι λύχνοι οι χρυσοί οι εφτά: οι άγγελοι των εφτά εκκλησιών είναι τʼ άστρα τα εφτά. κι οι εφτά εκκλησίες είναι οι λύχνοι.
Στον Άγγελο της εκκλησίας στην Έφεσο, γράψε: να τι μου παραγγέλνει ο που ʽχει στη δεξιά του τʼ άστρα τα εφτά κι ο που μες στους λύχνους τους εφτά πατεί και προχωράει:
Τα έργα σου τα ξέρω. και τον κόπο σου και την υπομονή σου. κι ότι δε δύνεσαι νʼ αντέξεις τους κακούς. κι ότι κείνους που λένε πως είναι απόστολοι αμά δεν είναι – σε δοκιμασία τους έβαλες και τους έβγαλες ψεύτες.
Έδειξες, αλήθεια, υπομονή και τʼ όνομά μου το σήκωσες και δεν απόκαμες.
Όμως, να τι σου καταμαρτυρώ: την αγάπη σου την πρώτη, πάει, την άφηκες.
Κοίτα λοιπόν να μην ξεχνάς πούθε έπεσες. δείξε μετάνοια και ξανά καταπιάσου τα έργα σου τα πρώτα. Ειδεμή – έτσι και δε μετανοήσεις – τον βγάζω το λύχνο από τον τόπο του και τόνε πάω αλλού.
Ωστόσο σʼ ένα πράγμα συμφωνάμε: ότι εχτρεύεσαι κι εσύ όπως κι εγώ τα έργα των Νικολαϊτών.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής, θα του δώκω εγώ να δοκιμάσει από το ξύλο της ζωής που βρίσκεται στου Θεού την παράδεισο.
Και στον άγγελο της Σμύρνης γράψε: να τι έχει να σου πει ο πρώτος και ο έσχατος, όπου ήταν νεκρός και πάλι έζησε:
Την ξέρω τη θλίψη σου. και τη φτώχεια σου τη ξέρω μʼ όλο που σε θεωρώ πλούσιο. και το τι βλασφημία είναι όλοι αυτοί που τάχα παριστάνουν τον Ιουδαίο αμά δεν είναι παρά συναγωγή του Σατανά και τίποτε άλλο.
Μη φοβάσαι αυτά που σου μέλλεται να πάθεις. Να δεις που ο Διάβολος θα ρίξει πολλούς στις φυλακές για να σας βάλει σε δοκιμασία. και κάπου δέκα μέρες θα υποφέρετε πολύ. Αλλά φτάνει να μείνεις πιστός ως το θάνατο και το στεφάνι της ζωής ο ίδιος εγώ θα σου το δώκω.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: δεύτερο θάνατο δε θα γνωρίσει όποιος αντέξει κι έβγει νικητής. Τέτοιο άδικο δε θα του γίνει ποτέ.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο, γράψε: Αυτός με τη ρομφαία τη μυτερή τη δίστομη, να τι σου παραγγέλνει:
Ξέρω που κατοικείς. κει πώχει ο Σατανάς το θρόνο του – εκεί κατοικείς. Όμως στʼ αλήθεια κρατιέσαι απʼ τʼ όνομά μου. και την πίστη μου δεν την απαρνήθηκες μήτε καν στις μέρες που ο πιστός μάρτυρας ο Αντίπας θανατώθηκε στα μέρη τα δικά σας κει πώχει την κατοικία του κι ο Σατανάς.
Αλλά έχω κάτι λίγα εναντίον σου. ότι αφήνεις και μένουν κοντά σου μερικοί απʼ αυτούς που ακολουθούν τη διδαχή του Βαλαάμ, κεινού που ʽβαλε από σκοπού τον Βαλάκ να σκανταλίσει τα τέκνα του Ισραήλ και να φάνε από τα κρέατα της θυσίας και να το ρίξουνε στην πορνεία.
Παρόμοια έχεις κοντά σου κάτι άλλους που ακολουθούν τη διδαχή των Νικολαϊτών. Κοίτα λοιπόν να μετανοήσεις
ειδαλλιώς φτάνω ταχιά να τους πολεμήσω με τη ρομφαία τη μυτερή που βγαίνει από τα χείλη μου.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής θα λάβει το μάννα το κρυφό. και θα λάβει ακόμη ένα λευκό ψηφί με πάνω χαραγμένο ένα όνομα καινούργιο που κανείς άλλος να μην το γνωρίζει παρεχτός ο ίδιος που το λαμβάνει.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στα Θυάτειρα, γράψε: να τι σου μηνάει ο υιός του Θεού πώχει μάτια όμοια φλόγα φωτιάς και πόδια όμοια μπρούντζο πυρωμένο:
Τα κατέχω τα έργα σου όλα. κατέχω την αγάπη την πίστη την αφοσίωση την υπομονή σου. κι ότι τώρα τελευταία κάνεις πιο πολλά από πριν.
Αλλά έχω να πω εναντίον σου ότι αφήνεις μια γυναίκα, την Ιεζάβελ, που παριστάνει την προφήτισσα, να παραπλανά τους δούλους μου με τη διδασκαλία της και να τους κάνει να πορνεύονται και να τρώνε από τα κρέατα της θυσίας.
Της έταξα διορία να μετανοήσει, πλην δε μετανόησε και συνεχίζει την πορνεία της.
Να δείτε ότι έτσι και δεν υπάρξει μετάνοια, θα τη ρίξω κι αυτήν κι εκείνους που πλαγιάζουνε στο ίδιο κρεβάτι μαζί της, να γνωρίσουνε μεγάλα βασανιστήρια.
και τα παιδιά της όλα θα τα ξεκάνω. που να μάθουν όλες οι εκκλησίες ότι εγώ είμαι κείνος που φτάνει και διαβάζει ως μες στα σωθικά των ανθρώπων και ξεπληρώνει τον καθένα κατά τα έργα του.
Κι όσο για σας τους άλλους που ζείτε στα Θυάτειρα μα δεν ακολουθήσατε τη διδαχή αυτή μήτε λέτε πώς τάχα γνωρίσατε τα σκοτεινά μυστήρια του Σατανά, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί της, μʼ άλλο βάρος δε σας βαρύνω.
μόνο κοιτάχτε να κρατηθείτε απʼ αυτό που ʽχετε όσο να ʽρθω κοντά σας.
Και να ξέρετε: ο που μένει ως το τέλος πιστός κι αφοσιωμένος στα έργα μου κι έβγει νικητής – θα του δώκω εγώ εξουσία πάνω στα έθνη να τα κυβερνάει με ραβδί σιδερένιο απʼ αυτά που καθετί το πήλινο το κάνουν κομμάτια.
τι παρόμοια έλαβα κι εγώ από τον πατέρα μου την εξουσία και θα του την παραδώσω πρωινόν αστέρα.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στις Σάρδεις, γράψε: να τι σου παραγγέλνει κείνος που ʽχει τʼ άστρα τα εφτά και του Θεού τα εφτά πνεύματα: τα έργα σου τα γνωρίζω. γνωρίζω πως νομίζεις ότι ζεις ενώ στο βάθος είσαι ν
εκρός.
Ξύπνα όσο γίνεται ακόμη να στηρίξεις αυτά που απομένουν, προτού χαθούν κι εκείνα ολότελα. Επειδή έργα σωστά που να στέκουν μπροστά στον Θεό δε σου βρήκα.
Μη λησμονάς το πώς έλαβες το λόγο του Θεού και πως τον πρωτάκουσες. Κοίτα να τόνε τηρείς από δω και πέρα και να μετανοείς. Επειδή εάν όχι – θα σου ʽρθω σαν τον κλέφτη που μήτε θα ξέρεις ακριβώς ποια στιγμή θα παρουσιαστώ μπροστά σου.
Ωστόσο υπάρχουν και μερικοί στις Σάρδεις που το ρούχο τους δεν το μολέψανε. Αυτοί θα βαδίσουνε μια μέρα πλάι μου ντυμένοι στʼ άσπρα, γιατί το αξίζουν.
Με τέτοιο τρόπο καθένας που ʽβγει νικητής θα ντυθεί στʼ άσπρα. και ποτέ δε θα σβήσω τʼ όνομά του από το βιβλίο της ζωής παρά θα τʼ ομολογώ μπροστά στον πατέρα μου και μπροστά στων αγγέλων τη σύναξη.
Όπου έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Φιλαδέλφεια, γράψε: αυτά λέει ο άγιος ο αληθινός ο που κρατεί το κλειδί του Δαβίδ. Ο που ανοίγει και κανείς δε δύναται να κλείσει. ο που κλείνει και κανείς δε δύναται νʼ ανοίξει:
Τα κατέχω τα έργα σου. Και ιδού σου έδωκα πόρτα ορθάνοιχτη που κανείς να μη δύναται να την κλείσει. Επειδή – κι ας είναι η δύναμή σου λίγη – κράτησες το λόγο μου και τʼ όνομά μου δεν τʼ απαρνήθηκες ποτέ.
Να δεις τώρα ότι θα μαζέψω από τη συναγωγή του Σατανά όλους εκείνους που λένε τάχα πως είναι Ιουδαίοι αλλά δεν είναι, οι ψεύτες. και θα τους κάνω να πέσουν να προσκυνήσουν στα πόδια σου για να μάθουν ότι με τα σε η αγάπη μου όλη.
Και επειδή κράτησες το λόγο μου κι έδειξες υπομονή κι εγώ με τη σειρά μου θα σου σταθώ την ώρα της δοκιμασίας που μέλλεται να πέσει πάνω σʼ ΄όλη την οικουμένη για να κριθούνε οι κάτοικοι της γης.
Ταχιά φτάνω. Κει που κατάφερες να ʽσαι κρατήσου. το στεφάνι που σου αξίζει κανείς άλλος να μην το πάρει.
Στύλο στο ναό του Θεού μου θα τόνε κάμω το νικητή, που θα μείνει ασάλευτος στη θέση αυτή για πάντα. και θα γράψω επάνω του τʼ όνομα του Θεού μου, και της πολιτείας του Θεού μου, της νέας Ιερουσαλήμ, που με το θέλημα του Θεού κατεβαίνει από τους ουρανούς. και θα γράψω πάνω του το καινούριο μου όνομα.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Λαοδίκεια, γράψε: αυτά λέει ο Αμήν, ο μάρτυς ο αληθινός και πιστός, η αρχή της χτίσης του Θεού:
Τα ξέρω τα έργα σου. που δεν κάνουν μήτε κρύο μήτε ζέστη. ενώ θα ʽπρεπε ή το ένα ή το άλλο.
Γιʼ αυτόν τον λόγο μια και δεν κάνουν μήτε κρύο μήτε ζέστη παρά είναι χλιαρά και τίποτε άλλο – μέλλει να σε αποβάλω από μέσα μου.
Ότι λες «πλούσιος είμαι. πλούτισα και δεν έχω ανάγκη από κανέναν». και δεν κατέχεις ότι του λόγου σου ίσια ίσια είσαι ο ταλαίπωρος, ο ελεεινός, ο φτωχός, ο γυμνός κι ο αόμματος.
Το καλό που σου θέλω, εάν ποθείς στʼ αλήθεια να πλουτίσεις, νʼ αγοράσεις από μένα χρυσάφι λαγαρισμένο στη φωτιά. κι εάν θες να μη φαίνεται η ντροπή της γύμνιας σου, να ντυθείς στα λευκά. κι εάν θες να βλέπεις καθαρά, να στάξεις κολλύριο στα μάτια σου.
Εγώ, κείνους που αγαπώ τους βάνω σε δοκιμασία και τους παιδεύω. Δείξε ζήλο λοιπόν και μετανόησε.
Ιδού στη θύρα στέκω εμπρός και χτυπώ. Αν ακούει κανείς τη φωνή μου κι ανοίξει θα περάσω μέσα και θα καθίσουμε κι οι δυο μαζί στο ίδιο τραπέζι.
Μαζί θα τον πάρω τον νικητή να καθίσει στο θρόνο μου ίδια καθώς εγώ νίκησα και μου δόθηκε να καθίσω στο θρόνο του Πατρός μου.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
ώστε να μαρτυρήσει το λόγο του Θεού καταπώς ο Ιησούς Χριστός τον εδίδαξε και να πει τα οράματα όλα που είδε.
Μακάριος αυτός που θα διαβάσει και μακάριοι αυτοί που θʼ ακούσουν τέτοια λόγια προφητικά και θα συμμορφωθούνε με όσα η γραφή τους ορίζει. Τι όπου να ʽναι η ώρα εσήμανε.
Ο Ιωάννης προς τες εφτά εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία: χάρις και ειρήνη υμίν από κείνον που είναι ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος. και από τα εφτά πνεύματα που φυλάγουν το θρόνο του.
Από τον Ιησού Χριστό, πιστό μάρτυρα, πρωτότοκο των νεκρών και άρχοντα των Βασιλέων της γης. που μας έδειξε την αγάπη του και καθάρισε τις αμαρτίες μας με το ίδιο του το αίμα.
Και μας εσύναξε σε μια κοινότητα να ʽμαστε ιερείς και να διακονούμε τον Θεό και πατέρα του. που δόξα να ʽχει και δύναμη στους αιώνες των αιώνων. αμήν.
Ιδού, να ʽτος που φτάνει μεσʼ από τις νεφέλες, να τόνε δει το κάθε μάτι, να τόνε δούνε ως κι εκείνοι που του μπήξανε τη λόγχη. και να πέσουν στα πόδια του να θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης. Ναι, αμήν.
Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέει Κύριος ο Θεός, ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.
Εγώ, ο Ιωάννης, ο αδερφός σας, που ζω μετά σας τη θλίψη και τη δύναμη και την καρτερία μες στην αγάπη του Ιησού, έλαχε να βρεθώ σʼ αυτό το νησί οπού το λένε Πάτμος, για το λόγο του Θεού και τη μαρτυρία του Ιησού.
Μια μέρα – Κυριακή ήταν – με συνεπήρε το πνεύμα και, μου φάνηκε, άκουσα πίσω μου φωνή μεγάλη σαν από σάλπιγγα να λέει:
Αυτά που βλέπεις γράψε τα. κάνε τα βιβλίο και στείλε το προς τες εφτά εκκλησίες: Έφεσο, Σμύρνη, Πέργαμο, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια.
Γύρισα τότες να δω πούθε η φωνή που μου έκρενε. και στρέφοντας είδα εφτά χρυσούς λύχνους.
και στη μέση απʼ τους λύχνους Έναν που ʽλεγες είναι ίδιος ο Υιός του Ανθρώπου. μακρύ το φόρεμά του ως με τους αστραγάλους κι η μέση του ψηλά σφιγμένη με ζώνη χρυσή.
Άσπρες οι τρίχες της κεφαλής του κι όλος ο γύρος του προσώπου του όπως το άσπρο μαλλί, όπως το χιόνι. Και τα μάτια του ίδια φλόγα φωτιάς.
και τα πόδια του ίδια μπρούντζος πυρωμένος μες στο καμίνι κι η φωνή του φωνή από νερά τρεχούμενα.
Στο δεξί του χέρι θωρούσες άστρα εφτά κι από το στόμα του να ξεπετιέται μυτερή ρομφαία δίστομη. και σωστός ήλιος η όψη του καθώς που λάμπει πάνω στη δύναμή του τη μεγάλη.
Όπου ευθύς θωρώντας τον πρόσπεσα στα πόδια του ξερός. Αλλά εκείνος απίθωσε το δεξί χέρι του πάνω μου λέγοντας:
Έννοια σου, μη φοβάσαι. Ο πρώτος είμαι και ο έσχατος και ο ζων. ο που νεκρός ήμουν και τώρα πάλι να ʽμε ζωντανός, να κρατώ τα κλειδιά του Άδη και του Θανάτου.
Μπρος λοιπόν, γράψε τα όσα είδες, αυτά που γίνονται και αυτά που μέλλει να γίνουν αργότερα.
Τι σημαίνουν τʼ άστρα τα εφτά που θωρείς στο χέρι το δεξί μου και τι μυστήρια κρύβουν οι λύχνοι οι χρυσοί οι εφτά: οι άγγελοι των εφτά εκκλησιών είναι τʼ άστρα τα εφτά. κι οι εφτά εκκλησίες είναι οι λύχνοι.
Στον Άγγελο της εκκλησίας στην Έφεσο, γράψε: να τι μου παραγγέλνει ο που ʽχει στη δεξιά του τʼ άστρα τα εφτά κι ο που μες στους λύχνους τους εφτά πατεί και προχωράει:
Τα έργα σου τα ξέρω. και τον κόπο σου και την υπομονή σου. κι ότι δε δύνεσαι νʼ αντέξεις τους κακούς. κι ότι κείνους που λένε πως είναι απόστολοι αμά δεν είναι – σε δοκιμασία τους έβαλες και τους έβγαλες ψεύτες.
Έδειξες, αλήθεια, υπομονή και τʼ όνομά μου το σήκωσες και δεν απόκαμες.
Όμως, να τι σου καταμαρτυρώ: την αγάπη σου την πρώτη, πάει, την άφηκες.
Κοίτα λοιπόν να μην ξεχνάς πούθε έπεσες. δείξε μετάνοια και ξανά καταπιάσου τα έργα σου τα πρώτα. Ειδεμή – έτσι και δε μετανοήσεις – τον βγάζω το λύχνο από τον τόπο του και τόνε πάω αλλού.
Ωστόσο σʼ ένα πράγμα συμφωνάμε: ότι εχτρεύεσαι κι εσύ όπως κι εγώ τα έργα των Νικολαϊτών.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής, θα του δώκω εγώ να δοκιμάσει από το ξύλο της ζωής που βρίσκεται στου Θεού την παράδεισο.
Και στον άγγελο της Σμύρνης γράψε: να τι έχει να σου πει ο πρώτος και ο έσχατος, όπου ήταν νεκρός και πάλι έζησε:
Την ξέρω τη θλίψη σου. και τη φτώχεια σου τη ξέρω μʼ όλο που σε θεωρώ πλούσιο. και το τι βλασφημία είναι όλοι αυτοί που τάχα παριστάνουν τον Ιουδαίο αμά δεν είναι παρά συναγωγή του Σατανά και τίποτε άλλο.
Μη φοβάσαι αυτά που σου μέλλεται να πάθεις. Να δεις που ο Διάβολος θα ρίξει πολλούς στις φυλακές για να σας βάλει σε δοκιμασία. και κάπου δέκα μέρες θα υποφέρετε πολύ. Αλλά φτάνει να μείνεις πιστός ως το θάνατο και το στεφάνι της ζωής ο ίδιος εγώ θα σου το δώκω.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: δεύτερο θάνατο δε θα γνωρίσει όποιος αντέξει κι έβγει νικητής. Τέτοιο άδικο δε θα του γίνει ποτέ.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο, γράψε: Αυτός με τη ρομφαία τη μυτερή τη δίστομη, να τι σου παραγγέλνει:
Ξέρω που κατοικείς. κει πώχει ο Σατανάς το θρόνο του – εκεί κατοικείς. Όμως στʼ αλήθεια κρατιέσαι απʼ τʼ όνομά μου. και την πίστη μου δεν την απαρνήθηκες μήτε καν στις μέρες που ο πιστός μάρτυρας ο Αντίπας θανατώθηκε στα μέρη τα δικά σας κει πώχει την κατοικία του κι ο Σατανάς.
Αλλά έχω κάτι λίγα εναντίον σου. ότι αφήνεις και μένουν κοντά σου μερικοί απʼ αυτούς που ακολουθούν τη διδαχή του Βαλαάμ, κεινού που ʽβαλε από σκοπού τον Βαλάκ να σκανταλίσει τα τέκνα του Ισραήλ και να φάνε από τα κρέατα της θυσίας και να το ρίξουνε στην πορνεία.
Παρόμοια έχεις κοντά σου κάτι άλλους που ακολουθούν τη διδαχή των Νικολαϊτών. Κοίτα λοιπόν να μετανοήσεις
ειδαλλιώς φτάνω ταχιά να τους πολεμήσω με τη ρομφαία τη μυτερή που βγαίνει από τα χείλη μου.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες: όποιος έβγει νικητής θα λάβει το μάννα το κρυφό. και θα λάβει ακόμη ένα λευκό ψηφί με πάνω χαραγμένο ένα όνομα καινούργιο που κανείς άλλος να μην το γνωρίζει παρεχτός ο ίδιος που το λαμβάνει.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στα Θυάτειρα, γράψε: να τι σου μηνάει ο υιός του Θεού πώχει μάτια όμοια φλόγα φωτιάς και πόδια όμοια μπρούντζο πυρωμένο:
Τα κατέχω τα έργα σου όλα. κατέχω την αγάπη την πίστη την αφοσίωση την υπομονή σου. κι ότι τώρα τελευταία κάνεις πιο πολλά από πριν.
Αλλά έχω να πω εναντίον σου ότι αφήνεις μια γυναίκα, την Ιεζάβελ, που παριστάνει την προφήτισσα, να παραπλανά τους δούλους μου με τη διδασκαλία της και να τους κάνει να πορνεύονται και να τρώνε από τα κρέατα της θυσίας.
Της έταξα διορία να μετανοήσει, πλην δε μετανόησε και συνεχίζει την πορνεία της.
Να δείτε ότι έτσι και δεν υπάρξει μετάνοια, θα τη ρίξω κι αυτήν κι εκείνους που πλαγιάζουνε στο ίδιο κρεβάτι μαζί της, να γνωρίσουνε μεγάλα βασανιστήρια.
και τα παιδιά της όλα θα τα ξεκάνω. που να μάθουν όλες οι εκκλησίες ότι εγώ είμαι κείνος που φτάνει και διαβάζει ως μες στα σωθικά των ανθρώπων και ξεπληρώνει τον καθένα κατά τα έργα του.
Κι όσο για σας τους άλλους που ζείτε στα Θυάτειρα μα δεν ακολουθήσατε τη διδαχή αυτή μήτε λέτε πώς τάχα γνωρίσατε τα σκοτεινά μυστήρια του Σατανά, όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί της, μʼ άλλο βάρος δε σας βαρύνω.
μόνο κοιτάχτε να κρατηθείτε απʼ αυτό που ʽχετε όσο να ʽρθω κοντά σας.
Και να ξέρετε: ο που μένει ως το τέλος πιστός κι αφοσιωμένος στα έργα μου κι έβγει νικητής – θα του δώκω εγώ εξουσία πάνω στα έθνη να τα κυβερνάει με ραβδί σιδερένιο απʼ αυτά που καθετί το πήλινο το κάνουν κομμάτια.
τι παρόμοια έλαβα κι εγώ από τον πατέρα μου την εξουσία και θα του την παραδώσω πρωινόν αστέρα.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στις Σάρδεις, γράψε: να τι σου παραγγέλνει κείνος που ʽχει τʼ άστρα τα εφτά και του Θεού τα εφτά πνεύματα: τα έργα σου τα γνωρίζω. γνωρίζω πως νομίζεις ότι ζεις ενώ στο βάθος είσαι ν
εκρός.
Ξύπνα όσο γίνεται ακόμη να στηρίξεις αυτά που απομένουν, προτού χαθούν κι εκείνα ολότελα. Επειδή έργα σωστά που να στέκουν μπροστά στον Θεό δε σου βρήκα.
Μη λησμονάς το πώς έλαβες το λόγο του Θεού και πως τον πρωτάκουσες. Κοίτα να τόνε τηρείς από δω και πέρα και να μετανοείς. Επειδή εάν όχι – θα σου ʽρθω σαν τον κλέφτη που μήτε θα ξέρεις ακριβώς ποια στιγμή θα παρουσιαστώ μπροστά σου.
Ωστόσο υπάρχουν και μερικοί στις Σάρδεις που το ρούχο τους δεν το μολέψανε. Αυτοί θα βαδίσουνε μια μέρα πλάι μου ντυμένοι στʼ άσπρα, γιατί το αξίζουν.
Με τέτοιο τρόπο καθένας που ʽβγει νικητής θα ντυθεί στʼ άσπρα. και ποτέ δε θα σβήσω τʼ όνομά του από το βιβλίο της ζωής παρά θα τʼ ομολογώ μπροστά στον πατέρα μου και μπροστά στων αγγέλων τη σύναξη.
Όπου έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Φιλαδέλφεια, γράψε: αυτά λέει ο άγιος ο αληθινός ο που κρατεί το κλειδί του Δαβίδ. Ο που ανοίγει και κανείς δε δύναται να κλείσει. ο που κλείνει και κανείς δε δύναται νʼ ανοίξει:
Τα κατέχω τα έργα σου. Και ιδού σου έδωκα πόρτα ορθάνοιχτη που κανείς να μη δύναται να την κλείσει. Επειδή – κι ας είναι η δύναμή σου λίγη – κράτησες το λόγο μου και τʼ όνομά μου δεν τʼ απαρνήθηκες ποτέ.
Να δεις τώρα ότι θα μαζέψω από τη συναγωγή του Σατανά όλους εκείνους που λένε τάχα πως είναι Ιουδαίοι αλλά δεν είναι, οι ψεύτες. και θα τους κάνω να πέσουν να προσκυνήσουν στα πόδια σου για να μάθουν ότι με τα σε η αγάπη μου όλη.
Και επειδή κράτησες το λόγο μου κι έδειξες υπομονή κι εγώ με τη σειρά μου θα σου σταθώ την ώρα της δοκιμασίας που μέλλεται να πέσει πάνω σʼ ΄όλη την οικουμένη για να κριθούνε οι κάτοικοι της γης.
Ταχιά φτάνω. Κει που κατάφερες να ʽσαι κρατήσου. το στεφάνι που σου αξίζει κανείς άλλος να μην το πάρει.
Στύλο στο ναό του Θεού μου θα τόνε κάμω το νικητή, που θα μείνει ασάλευτος στη θέση αυτή για πάντα. και θα γράψω επάνω του τʼ όνομα του Θεού μου, και της πολιτείας του Θεού μου, της νέας Ιερουσαλήμ, που με το θέλημα του Θεού κατεβαίνει από τους ουρανούς. και θα γράψω πάνω του το καινούριο μου όνομα.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Λαοδίκεια, γράψε: αυτά λέει ο Αμήν, ο μάρτυς ο αληθινός και πιστός, η αρχή της χτίσης του Θεού:
Τα ξέρω τα έργα σου. που δεν κάνουν μήτε κρύο μήτε ζέστη. ενώ θα ʽπρεπε ή το ένα ή το άλλο.
Γιʼ αυτόν τον λόγο μια και δεν κάνουν μήτε κρύο μήτε ζέστη παρά είναι χλιαρά και τίποτε άλλο – μέλλει να σε αποβάλω από μέσα μου.
Ότι λες «πλούσιος είμαι. πλούτισα και δεν έχω ανάγκη από κανέναν». και δεν κατέχεις ότι του λόγου σου ίσια ίσια είσαι ο ταλαίπωρος, ο ελεεινός, ο φτωχός, ο γυμνός κι ο αόμματος.
Το καλό που σου θέλω, εάν ποθείς στʼ αλήθεια να πλουτίσεις, νʼ αγοράσεις από μένα χρυσάφι λαγαρισμένο στη φωτιά. κι εάν θες να μη φαίνεται η ντροπή της γύμνιας σου, να ντυθείς στα λευκά. κι εάν θες να βλέπεις καθαρά, να στάξεις κολλύριο στα μάτια σου.
Εγώ, κείνους που αγαπώ τους βάνω σε δοκιμασία και τους παιδεύω. Δείξε ζήλο λοιπόν και μετανόησε.
Ιδού στη θύρα στέκω εμπρός και χτυπώ. Αν ακούει κανείς τη φωνή μου κι ανοίξει θα περάσω μέσα και θα καθίσουμε κι οι δυο μαζί στο ίδιο τραπέζι.
Μαζί θα τον πάρω τον νικητή να καθίσει στο θρόνο μου ίδια καθώς εγώ νίκησα και μου δόθηκε να καθίσω στο θρόνο του Πατρός μου.
Ο που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει τι λέει το Πνεύμα στις εκκλησίες.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Παρ Απρ 27, 2007 11:59 am, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.
Και αφού έγιναν όλα αυτά, βλέπω και να ʽσου μια θύρα ορθάνοιχτη πάνω στον ουρανό. και η πρώτη φωνή κείνη που μου λαλούσε σαν από σάλπιγγα έλεγε: ανέβα ως εδώ και θα σου δείξω εγώ τι μέλλει να ακολουθήσει.
Όπου παρευθύς με συνεπήρε το πνεύμα. Και ιδού: στημένος μες στον ουρανό ένας θρόνος. και πάνω στο θρόνο
Αυτός που καθότανε, θωρούσες, έλαμπε ίδιος πετράδι από ίασπη κι από σάρδιο. και πάνω απʼ το θρόνο, φωτοστέφανος με λάμψη σμαράγδινη.
Και γύρω – τριγύρω στο θρόνο είκοσι τέσσερις άλλοι θρόνοι. και πάνω τους είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι ντυμένοι στʼ άσπρα και με χρυσό στεφάνι στην κεφαλή.
Και δωσʼ του να τινάζονται από το θρόνο αστραπές φωνές και βροντές. και μπρος από το θρόνο εφτά λαμπάδες καιούμενες όλο φλόγα – που ʽναι τα εφτά πνεύματα του Θεού.
Μπρος πάλι από το θρόνο, κάτι σαν γυάλινη θάλασσα, ίδιο κρουστάλλι. και καταμεσής και γύρω από το θρόνο, τέσσερα ζώα οπού ʽβλεπες να ʽναι μπρος – πίσω γιομάτα μάτια.
Το πρώτο απʼ αυτά έμοιαζε λέοντας, το δεύτερο μόσχος, το τρίτο είχε ανθρώπινη όψη και το τέταρτο ίδιος αετός πετούμενος.
Από έξι φτερούγες είχε το καθένα τους. όμως κι από μέσα κι απʼ έξω, ήτανε όλο μάτια. Κι αναπαμό δεν είχανε παρά μέρα – νύχτα λέγανε: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός Παντοκράτωρ, ο Ην ο Ων και ο Ερχόμενος.»
Κι ευθύς που τα ζώα μολογήσανε τιμή και δόξα κι ευχαριστία σε Κείνον που κάθεται στο θρόνο και ζει στους αιώνες των αιώνων
μεμιάς πέφτουνε οι είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι και προσκυνούν Κείνον που κάθεται στο θρόνο και ζει στους αιώνες των αιώνων. και το στεφάνι τους το ρίχνουν κι εκείνο μπροστά στο θρόνο λέγοντας:
Άξιος είσαι Κύριος ο Θεός μας να λαβαίνεις δόξα και τιμή και δύναμη. επειδή συ έπλασες τα πάντα και τα πάντα πλάστηκαν επειδή συ το θέλησες.
Πρόσεξα τότε να ʽχει στο δεξί του χέρι – Κείνος που καθόταν στο θρόνο – ένα βιβλίο γιομάτο από μέσα κι από πίσω γραφές – και σφραγισμένο με σφραγίδες εφτά.
Και είδα την ίδια στιγμή έναν πελώριο άγγελο να διαλαλεί με δυνατή φωνή: «ποιος είναι άξιος νʼ ανοίξει το βιβλίο τούτο και να βγάλει τις σφραγίδες του;»
Αλλά κανείς δε βρισκότανε μήτε στον ουρανό μήτε στη γη μήτε κάτω απʼ τη γης που να καταφέρει νʼ ανοίξει το βιβλίο να το κοιτάξει.
και βάλθηκα να κλαίω που κανείς δε βρισκότανε άξιος μήτε νʼ ανοίξει το βιβλίο μήτε να το κοιτάξει.
Οπόταν ένας απʼ τους πρεσβυτέρους μου λέει: «έλα, μην κλαις, κοίταξε: νίκησε ο λέοντας, αυτός που βαστάει από τη φυλή του Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ. αυτός θʼ ανοίξει το βιβλίο και τις εφτά σφραγίδες του.»
Τότες ήταν που είδα μες στη μέση από το θρόνο και τα τέσσερα ζώα και τους πρεσβυτέρους, στημένο, λες και το φέρανε μόλις από τη σφαγή, ενʼ Αρνί με κέρατα εφτά και μάτια εφτά – που είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού τα σταλμένα στα πέρατα της γης.
Και ήρθε και πήρε το βιβλίο από το δεξί χέρι Κείνου που κάθεται στο θρόνο.
Κι ευτύς που πήρε το βιβλίο, θωρείς τα τέσσερα ζώα κι οι είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι να γονατίζουν μπροστά στο Αρνί κρατώντας κιθάρες και θυμιατήρια χρυσά – που είναι οι προσευχές των Αγίων.
Και νʼ αρχινάν να ψέλνουν μια καινούργια ωδή που λέει: «Άξιος είσαι να πάρεις το βιβλίο και νʼ ανοίξεις τις σφραγίδες του. Επειδή οδηγήθηκες στη σφαγή, και με το αίμα το δικό σου ξαγόρασες, για του Θεού τη χάρη, ανθρώπους από κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος
και για του Θεού την χάρη, τους έκανες άρχοντες και ιερείς να διαφεντεύουνε πάνω στη γης».
Και στο μέρος όπου ήταν ο θρόνος και τα ζώα κι οι πρεσβύτεροι, μου φάνηκε, είδα κι άκουσα φωνή σαν από πλήθος αγγέλων όπου ήτανε χιλιάδες και χιλιάδες μυριάδες και μυριάδες
και όλοι τους με φωνή μεγάλη έλεγαν: «άξιο, άξιο, άξιο το Αρνί το σφαγμένο να λάβει και δύναμη και πλούτο και σοφία και εξουσία και τιμή και δόξα και ευλογία».
Και το καθενʼ από όσα βρίσκονται στον ουρανό στη θάλασσα στη γη ή κάτω απʼ τη γης, όλα τους, μʼ ό,τι εντός τους έκλειναν, άκουσα να λένε: «Δόξα σε Κείνον που κάθεται στον θρόνο! Δόξα στο Αρνί κι εξουσία και τιμή κι ευλογία στους αιώνες των αιώνων!»
«Αμήν», λέγανε τα τέσσερα ζώα. Και οι πρεσβύτεροι πέφτανε και προσκυνούσανε.
Και όταν άνοιξε το Αρνί τη μιαν από τις σφραγίδες είδα κι άκουσα ένα από τέσσερα ζώα να λέει με φωνή σαν της βροντής: «Έρχου».
Οπόταν να ʽσου ένα κάτασπρο άλογο. κι όπου το καβαλούσε να κρατάει τόξο. Και του δόθηκε στέφανος. νικητής να πηγαίνει και να ʽναι πάντα νικητής.
Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα τη δεύτερη, το δεύτερο ζώο άκουσα να φωνάζει κι εκείνο: «Έρχου».
Και βλέπω ξεπροβέλνει μπροστά μου ένα άλογο πυρό. κι ο που το καβαλούσε να ʽχει εξουσία να ξεγράψει την ειρήνη από προσώπου γης. που νʼ αλληλοσφαγούνε οι άνθρωποι. και του δόθηκε να κρατεί μάχαιρα μεγάλη.
Και όταν άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, το τρίτο ζώο άκουσα να φωνάζει κι εκείνο: «Έρχου». Και βλέπω ένα μαύρο άλογο κι ο που το καβαλούσε να κρατάει μια ζυγαριά στο χέρι.
Επίσης άκουσα μια φωνή να βγαίνει ανάμεσʼ απʼ τα ζώα και να λέει: «χοίνιξ σίτου δηναρίου και τρεις χοίνικες κριθών δηναρίου. και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης.»
Ύστερα όταν άνοιξε τη σφραγίδα την τέταρτη άκουσα το τέταρτο ζώο να φωνάζει: «Έρχου».
Και είδα και να: ένα κιτρινιάρικο, χλωμό άλογο. κι ο που το καβαλούσε, ο Θάνατος με τʼ όνομα. που τον ακολουθούσε ο Άδης. Και τους δόθηκε να ʽχουν εξουσία στα μισά του μισού της γης. να ξεκάνουν τα πάντα με σπαθί και με πείνα με θανατικό και μʼ όλα τα θηρία της γης.
Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την πέμπτη κοιτάω και τι να δω: κάτω από το θυσιαστήριο, τις ψυχές όλων εκείνων οπού για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία του θανατώθηκαν.
Φωνή μεγάλη μπήγανε λέγοντας: «ως πότε Συ ο Δεσπότης ο άγιος και αληθινός θα δέχεσαι να μην κρίνεις και να μη λαβαίνεις γδικιωμό απʼ όσους είναι στη γης – για το αίμα που χύσαμε;»
Δόθηκε τότε στον καθένα τους από μια λευκή φορεσιά και τους ειπώθηκε να μείνουν ακόμη λιγάκι νʼ αναπαυτούν όσο να ʽρθουν κι οι άλλοι δούλοι του Θεού, τʼ αδέρφια τους που μέλλει κι εκείνα σαν αυτούς να θανατωθούνε.
Ύστερα καθώς έκανε νʼ ανοίξει τη σφραγίδα την έκτη σείστηκε ξάφνου η γης από σεισμό μεγάλο. μελάνιασε ο ήλιος σαν την τσόχα την τρίχινη και η σελήνη γιόμισε ολάκερη αίμα.
τʼ άστρα τʼ ουρανού αρχινήσανε να πέφτουν ίδια καθώς πέφτουν τα σύκα σε μιαν αγριοσυκιά που την δέρνει ο άνεμος
και με μιας αφανίστηκε ο ουρανός, θα ʽλεγες τυλιχτάρι που το ʽκλεισες. Οπού δεν έμεινε βουνό κανένα μήτε νησί στη θέση του.
μόνο θωρούσες οι βασιλιάδες όλης της γης οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι, πλούσιοι και δυνατοί, δούλοι κι ελεύθεροι, όλοι τους, να τρεχοκοπάνε να κρυφτούνε στα σπήλαια και στα βράχια των βουνών.
και φωνάζανε στα βράχια και στα βουνά: «μπρος, πέσετε και πλακώστε μας, μη λάχει και μας δει το πρόσωπο Κεινού που κάθεται στο θρόνο. μη λάχει και μας χτυπήσει του Αρνιού η αμάχη.
τι έφτασε η μέρα της όργητάς τους της μεγάλης και ποιος θα μπορέσει να τήνε βαστάξει;»
Έπειτα είδα τέσσερις αγγέλους να στέκουνε στις τέσσερις άκριες της γης και να κρατάνε τους ανέμους έτσι που να μη φυσήξει κανένας τους πάνω σε γης ή σε θάλασσα ή σε δέντρο.
Και είδα, με το που ανέβαινε ο ήλιος, έναν άλλον άγγελο νʼ ανεβαίνει κι εκείνος και να ʽχει πάνω του τη σφραγίδα του Θεού του Ζωντανού. Και τον άκουσα με φωνή μεγάλη να κράζει στους τέσσερις ανέμους που ʽχαν έργο τους να χτυπήσουνε γης και θάλασσα:
«όχι, μη χτυπήσετε γης μήτε θάλασσα μήτε δέντρο κανένα, όσο να μας δοθεί ο καιρός να σφραγίσουμε στο μέτωπο τους δούλους του Θεού μας.»
Άκουσα τότες πόσοι είναι σφραγισμένοι: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες είναι οι σφραγισμένοι απʼ όλες τις φυλές του Ισραήλ.
και από την φυλή του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Γαδ δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Μανασσή δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Συμεών δώδεκα χιλιά
δες. από τη φυλή του Λευί δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ισσαχάρ δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες οι σφραγισμένοι.
Τέλος, είδα και να: όχλος πολύς, μιλιούνια που μετρημό δεν είχαν, από κάθε έθνος, φυλή, λαό, γλώσσα, να στέκουνε μπροστά στο θρόνο ντυμένοι λευκά και να κρατάνε κλωνάρια φοινικιάς στο χέρι.
οπού φώναζαν μʼ όλη τους τη δύναμη: «η σωτηρία για το Αρνί μας και η σωτηρία για τον Θεό μας που ʽναι στο θρόνο.»
Και οι άγγελοι όλοι που ʽχανε κάνει κύκλο γύρω από το θρόνο και τους πρεσβύτερους και τα τέσσερα ζώα, πέφτουν μεμιάς καταμπροστά στο θρόνο, με το πρόσωπό τους νʼ αγγίζει τη γης, και να προσκυνάνε τον Θεό
λέγοντας: «Αμήν. Η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η εξουσία στον Θεό μας, στους αιώνες των αιώνων αμήν.»
Τότε γυρνάει ένας από τους πρεσβύτερους και μου λέει: «αυτοί όλοι με τη στολή τη λευκή – ποιοι είναι; πούθε ήρθανε;»
Κι εγώ του αποκρίθηκα: «Κύριέ μου, συ ξέρεις καλύτερα.» Μου λέει κείνος τότε: «αυτοί που βλέπεις μας έρχονται από τη θλίψη τη μεγάλη. Και η στολή τους έσωσε να γίνει τόσο λευκή με το να την πλένουν μέσα στο αίμα του Αρνιού.
για τούτο βλέπεις να στέκουνε μπροστά στο θρόνο του Θεού και να τον λατρεύουνε νύχτα – μέρα στο ναό του. Όμως κι εκείνος που κάθεται στο θρόνο θʼ απλώσει σκέπη πάνω τους
που πια να μην πεινάσουν, πια να μη διψάσουν, πια να μην πέσει πάνω τους η κάψα του ήλιου μήτε άλλη καμιά.
επειδή το Αρνί που ʽναι καταμεσής στο θρόνο θα μπει μπροστά να τους οδηγήσει και να τους πάει εκεί που αναβλύζει το ύδωρ της ζωής. Και το κάθε δάκρυ απʼ τα μάτια τους, ο Θεός με το ίδιο του το χέρι θα σφουγγίσει.»
Όπου παρευθύς με συνεπήρε το πνεύμα. Και ιδού: στημένος μες στον ουρανό ένας θρόνος. και πάνω στο θρόνο
Αυτός που καθότανε, θωρούσες, έλαμπε ίδιος πετράδι από ίασπη κι από σάρδιο. και πάνω απʼ το θρόνο, φωτοστέφανος με λάμψη σμαράγδινη.
Και γύρω – τριγύρω στο θρόνο είκοσι τέσσερις άλλοι θρόνοι. και πάνω τους είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι ντυμένοι στʼ άσπρα και με χρυσό στεφάνι στην κεφαλή.
Και δωσʼ του να τινάζονται από το θρόνο αστραπές φωνές και βροντές. και μπρος από το θρόνο εφτά λαμπάδες καιούμενες όλο φλόγα – που ʽναι τα εφτά πνεύματα του Θεού.
Μπρος πάλι από το θρόνο, κάτι σαν γυάλινη θάλασσα, ίδιο κρουστάλλι. και καταμεσής και γύρω από το θρόνο, τέσσερα ζώα οπού ʽβλεπες να ʽναι μπρος – πίσω γιομάτα μάτια.
Το πρώτο απʼ αυτά έμοιαζε λέοντας, το δεύτερο μόσχος, το τρίτο είχε ανθρώπινη όψη και το τέταρτο ίδιος αετός πετούμενος.
Από έξι φτερούγες είχε το καθένα τους. όμως κι από μέσα κι απʼ έξω, ήτανε όλο μάτια. Κι αναπαμό δεν είχανε παρά μέρα – νύχτα λέγανε: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός Παντοκράτωρ, ο Ην ο Ων και ο Ερχόμενος.»
Κι ευθύς που τα ζώα μολογήσανε τιμή και δόξα κι ευχαριστία σε Κείνον που κάθεται στο θρόνο και ζει στους αιώνες των αιώνων
μεμιάς πέφτουνε οι είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι και προσκυνούν Κείνον που κάθεται στο θρόνο και ζει στους αιώνες των αιώνων. και το στεφάνι τους το ρίχνουν κι εκείνο μπροστά στο θρόνο λέγοντας:
Άξιος είσαι Κύριος ο Θεός μας να λαβαίνεις δόξα και τιμή και δύναμη. επειδή συ έπλασες τα πάντα και τα πάντα πλάστηκαν επειδή συ το θέλησες.
Πρόσεξα τότε να ʽχει στο δεξί του χέρι – Κείνος που καθόταν στο θρόνο – ένα βιβλίο γιομάτο από μέσα κι από πίσω γραφές – και σφραγισμένο με σφραγίδες εφτά.
Και είδα την ίδια στιγμή έναν πελώριο άγγελο να διαλαλεί με δυνατή φωνή: «ποιος είναι άξιος νʼ ανοίξει το βιβλίο τούτο και να βγάλει τις σφραγίδες του;»
Αλλά κανείς δε βρισκότανε μήτε στον ουρανό μήτε στη γη μήτε κάτω απʼ τη γης που να καταφέρει νʼ ανοίξει το βιβλίο να το κοιτάξει.
και βάλθηκα να κλαίω που κανείς δε βρισκότανε άξιος μήτε νʼ ανοίξει το βιβλίο μήτε να το κοιτάξει.
Οπόταν ένας απʼ τους πρεσβυτέρους μου λέει: «έλα, μην κλαις, κοίταξε: νίκησε ο λέοντας, αυτός που βαστάει από τη φυλή του Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ. αυτός θʼ ανοίξει το βιβλίο και τις εφτά σφραγίδες του.»
Τότες ήταν που είδα μες στη μέση από το θρόνο και τα τέσσερα ζώα και τους πρεσβυτέρους, στημένο, λες και το φέρανε μόλις από τη σφαγή, ενʼ Αρνί με κέρατα εφτά και μάτια εφτά – που είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού τα σταλμένα στα πέρατα της γης.
Και ήρθε και πήρε το βιβλίο από το δεξί χέρι Κείνου που κάθεται στο θρόνο.
Κι ευτύς που πήρε το βιβλίο, θωρείς τα τέσσερα ζώα κι οι είκοσι τέσσερεις πρεσβύτεροι να γονατίζουν μπροστά στο Αρνί κρατώντας κιθάρες και θυμιατήρια χρυσά – που είναι οι προσευχές των Αγίων.
Και νʼ αρχινάν να ψέλνουν μια καινούργια ωδή που λέει: «Άξιος είσαι να πάρεις το βιβλίο και νʼ ανοίξεις τις σφραγίδες του. Επειδή οδηγήθηκες στη σφαγή, και με το αίμα το δικό σου ξαγόρασες, για του Θεού τη χάρη, ανθρώπους από κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος
και για του Θεού την χάρη, τους έκανες άρχοντες και ιερείς να διαφεντεύουνε πάνω στη γης».
Και στο μέρος όπου ήταν ο θρόνος και τα ζώα κι οι πρεσβύτεροι, μου φάνηκε, είδα κι άκουσα φωνή σαν από πλήθος αγγέλων όπου ήτανε χιλιάδες και χιλιάδες μυριάδες και μυριάδες
και όλοι τους με φωνή μεγάλη έλεγαν: «άξιο, άξιο, άξιο το Αρνί το σφαγμένο να λάβει και δύναμη και πλούτο και σοφία και εξουσία και τιμή και δόξα και ευλογία».
Και το καθενʼ από όσα βρίσκονται στον ουρανό στη θάλασσα στη γη ή κάτω απʼ τη γης, όλα τους, μʼ ό,τι εντός τους έκλειναν, άκουσα να λένε: «Δόξα σε Κείνον που κάθεται στον θρόνο! Δόξα στο Αρνί κι εξουσία και τιμή κι ευλογία στους αιώνες των αιώνων!»
«Αμήν», λέγανε τα τέσσερα ζώα. Και οι πρεσβύτεροι πέφτανε και προσκυνούσανε.
Και όταν άνοιξε το Αρνί τη μιαν από τις σφραγίδες είδα κι άκουσα ένα από τέσσερα ζώα να λέει με φωνή σαν της βροντής: «Έρχου».
Οπόταν να ʽσου ένα κάτασπρο άλογο. κι όπου το καβαλούσε να κρατάει τόξο. Και του δόθηκε στέφανος. νικητής να πηγαίνει και να ʽναι πάντα νικητής.
Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα τη δεύτερη, το δεύτερο ζώο άκουσα να φωνάζει κι εκείνο: «Έρχου».
Και βλέπω ξεπροβέλνει μπροστά μου ένα άλογο πυρό. κι ο που το καβαλούσε να ʽχει εξουσία να ξεγράψει την ειρήνη από προσώπου γης. που νʼ αλληλοσφαγούνε οι άνθρωποι. και του δόθηκε να κρατεί μάχαιρα μεγάλη.
Και όταν άνοιξε την τρίτη σφραγίδα, το τρίτο ζώο άκουσα να φωνάζει κι εκείνο: «Έρχου». Και βλέπω ένα μαύρο άλογο κι ο που το καβαλούσε να κρατάει μια ζυγαριά στο χέρι.
Επίσης άκουσα μια φωνή να βγαίνει ανάμεσʼ απʼ τα ζώα και να λέει: «χοίνιξ σίτου δηναρίου και τρεις χοίνικες κριθών δηναρίου. και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης.»
Ύστερα όταν άνοιξε τη σφραγίδα την τέταρτη άκουσα το τέταρτο ζώο να φωνάζει: «Έρχου».
Και είδα και να: ένα κιτρινιάρικο, χλωμό άλογο. κι ο που το καβαλούσε, ο Θάνατος με τʼ όνομα. που τον ακολουθούσε ο Άδης. Και τους δόθηκε να ʽχουν εξουσία στα μισά του μισού της γης. να ξεκάνουν τα πάντα με σπαθί και με πείνα με θανατικό και μʼ όλα τα θηρία της γης.
Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την πέμπτη κοιτάω και τι να δω: κάτω από το θυσιαστήριο, τις ψυχές όλων εκείνων οπού για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία του θανατώθηκαν.
Φωνή μεγάλη μπήγανε λέγοντας: «ως πότε Συ ο Δεσπότης ο άγιος και αληθινός θα δέχεσαι να μην κρίνεις και να μη λαβαίνεις γδικιωμό απʼ όσους είναι στη γης – για το αίμα που χύσαμε;»
Δόθηκε τότε στον καθένα τους από μια λευκή φορεσιά και τους ειπώθηκε να μείνουν ακόμη λιγάκι νʼ αναπαυτούν όσο να ʽρθουν κι οι άλλοι δούλοι του Θεού, τʼ αδέρφια τους που μέλλει κι εκείνα σαν αυτούς να θανατωθούνε.
Ύστερα καθώς έκανε νʼ ανοίξει τη σφραγίδα την έκτη σείστηκε ξάφνου η γης από σεισμό μεγάλο. μελάνιασε ο ήλιος σαν την τσόχα την τρίχινη και η σελήνη γιόμισε ολάκερη αίμα.
τʼ άστρα τʼ ουρανού αρχινήσανε να πέφτουν ίδια καθώς πέφτουν τα σύκα σε μιαν αγριοσυκιά που την δέρνει ο άνεμος
και με μιας αφανίστηκε ο ουρανός, θα ʽλεγες τυλιχτάρι που το ʽκλεισες. Οπού δεν έμεινε βουνό κανένα μήτε νησί στη θέση του.
μόνο θωρούσες οι βασιλιάδες όλης της γης οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι, πλούσιοι και δυνατοί, δούλοι κι ελεύθεροι, όλοι τους, να τρεχοκοπάνε να κρυφτούνε στα σπήλαια και στα βράχια των βουνών.
και φωνάζανε στα βράχια και στα βουνά: «μπρος, πέσετε και πλακώστε μας, μη λάχει και μας δει το πρόσωπο Κεινού που κάθεται στο θρόνο. μη λάχει και μας χτυπήσει του Αρνιού η αμάχη.
τι έφτασε η μέρα της όργητάς τους της μεγάλης και ποιος θα μπορέσει να τήνε βαστάξει;»
Έπειτα είδα τέσσερις αγγέλους να στέκουνε στις τέσσερις άκριες της γης και να κρατάνε τους ανέμους έτσι που να μη φυσήξει κανένας τους πάνω σε γης ή σε θάλασσα ή σε δέντρο.
Και είδα, με το που ανέβαινε ο ήλιος, έναν άλλον άγγελο νʼ ανεβαίνει κι εκείνος και να ʽχει πάνω του τη σφραγίδα του Θεού του Ζωντανού. Και τον άκουσα με φωνή μεγάλη να κράζει στους τέσσερις ανέμους που ʽχαν έργο τους να χτυπήσουνε γης και θάλασσα:
«όχι, μη χτυπήσετε γης μήτε θάλασσα μήτε δέντρο κανένα, όσο να μας δοθεί ο καιρός να σφραγίσουμε στο μέτωπο τους δούλους του Θεού μας.»
Άκουσα τότες πόσοι είναι σφραγισμένοι: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες είναι οι σφραγισμένοι απʼ όλες τις φυλές του Ισραήλ.
και από την φυλή του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Γαδ δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή του Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Μανασσή δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Συμεών δώδεκα χιλιά
δες. από τη φυλή του Λευί δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ισσαχάρ δώδεκα χιλιάδες.
από τη φυλή του Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες. από τη φυλή του Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες οι σφραγισμένοι.
Τέλος, είδα και να: όχλος πολύς, μιλιούνια που μετρημό δεν είχαν, από κάθε έθνος, φυλή, λαό, γλώσσα, να στέκουνε μπροστά στο θρόνο ντυμένοι λευκά και να κρατάνε κλωνάρια φοινικιάς στο χέρι.
οπού φώναζαν μʼ όλη τους τη δύναμη: «η σωτηρία για το Αρνί μας και η σωτηρία για τον Θεό μας που ʽναι στο θρόνο.»
Και οι άγγελοι όλοι που ʽχανε κάνει κύκλο γύρω από το θρόνο και τους πρεσβύτερους και τα τέσσερα ζώα, πέφτουν μεμιάς καταμπροστά στο θρόνο, με το πρόσωπό τους νʼ αγγίζει τη γης, και να προσκυνάνε τον Θεό
λέγοντας: «Αμήν. Η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η εξουσία στον Θεό μας, στους αιώνες των αιώνων αμήν.»
Τότε γυρνάει ένας από τους πρεσβύτερους και μου λέει: «αυτοί όλοι με τη στολή τη λευκή – ποιοι είναι; πούθε ήρθανε;»
Κι εγώ του αποκρίθηκα: «Κύριέ μου, συ ξέρεις καλύτερα.» Μου λέει κείνος τότε: «αυτοί που βλέπεις μας έρχονται από τη θλίψη τη μεγάλη. Και η στολή τους έσωσε να γίνει τόσο λευκή με το να την πλένουν μέσα στο αίμα του Αρνιού.
για τούτο βλέπεις να στέκουνε μπροστά στο θρόνο του Θεού και να τον λατρεύουνε νύχτα – μέρα στο ναό του. Όμως κι εκείνος που κάθεται στο θρόνο θʼ απλώσει σκέπη πάνω τους
που πια να μην πεινάσουν, πια να μη διψάσουν, πια να μην πέσει πάνω τους η κάψα του ήλιου μήτε άλλη καμιά.
επειδή το Αρνί που ʽναι καταμεσής στο θρόνο θα μπει μπροστά να τους οδηγήσει και να τους πάει εκεί που αναβλύζει το ύδωρ της ζωής. Και το κάθε δάκρυ απʼ τα μάτια τους, ο Θεός με το ίδιο του το χέρι θα σφουγγίσει.»
Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την έβδομη σιωπή απλώθηκε ίσαμε μισή ώρα πάνω στους ουρανούς.
Ύστερα είδα τους αγγέλους τους εφτά, κεινούς που φύλαγαν τον Θεό, να κρατάν εφτά σάλπιγγες.
Και την ίδια στιγμή, ένας άλλος άγγελος είδα να ʽρχεται και να στέκεται μπροστά στο θυσιαστήριο κρατώντας θυμιατήρι χρυσό. Κι είχε πολλά θυμιάματα για να τα προσφέρει μαζί με τις προσευχές όλων των αγίων στο θυσιαστήριο το χρυσό που ʽναι μπροστά στο θρόνο.
Κι ο καπνός από τα θυμιάματα θωρούσες νʼ ανεβαίνει από το χέρι του αγγέλου μαζί με τις προσευχές των αγίων κατά τον Θεό.
Στα ύστερα, πήρε ο άγγελος το θυμιατήρι, το γιόμισε από τη φωτιά του θυσιαστηρίου και το τίναξε καταπάνω στη γης. Οπού ακούστηκαν βροντές φωνές κι αστραπές. και σεισμός μεγάλος έγινε.
Τότες οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά σάλπιγγες ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν.
Σάλπισε ο πρώτος. Μεμιάς αρχίνησε να πέφτει ραγδαία βροχή από αίμα φωτιά και χαλάζι ανακατωμένα. Οπού ένα μεγάλο μέρος από τη γης και τη θάλασσα και τα δέντρα καήκανε. Και το χλωρό χορτάρι γένηκε κάρβουνο.
Σάλπισε ο δεύτερος άγγελος. Κι ένα πράμα παράξενο, σαν πελώριο βουνό καιούμενο, ρίχτηκε στη θάλασσα. κι ένα μέρος της θάλασσας το ʽβλεπες να γίνεται αίμα.
Ως κι απʼ αυτά που ζούνε μέσα στη θάλασσα κι έχουνε ψυχή, σκεδόν τα μισά ποθάνανε. Κι από τα πλεούμενα επίσης, άλλα τόσα, γενήκανε συντρίμμια.
Σάλπισε ύστερα ο τρίτος άγγελος. Κι ένας μέγας αστέρας, θα ΄λεγες λαμπάδα καιούμενη, χύθηκε από τον ουρανό κι ήρθε να πέσει πάνου στα ποτάμια και στις πηγές.
«Άψινθος» τʼ όνομα του αστέρα. Κι από τα νερά που γιόμισαν άψινθο κι έγιναν πικρά, φαρμάκι, πολλοί άνθρωποι πεθάνανε.
Σάλπισε ο τέταρτος άγγελος. Κι ένα κομμάτι από τον ήλιο χαλάστηκε. το ίδιο κι από το φεγγάρι κι από τʼ άστρα. Σκοτεινιά πλάκωσε που μήτε η μέρα να φέγγει καλά καλά μήτε η νύχτα.
Ύστερα, μου φάνηκε, είδα κι άκουσα έναν αετό που πετούσε μεσούρανα κι έκραζε με φωνή μεγάλη: «αλίμονο στους κατοίκους της γης όταν η φωνή της σάλπιγγας και των τριών άλλων αγγέλων αντηχήσει.»
Όπου ευθύς σάλπισε ο πέμπτος άγγελος. Και είδα έναν αστέρα που ʽχε πέσει από τον ουρανό στη γης να κρατεί το κλειδί του φρέατος της αβύσσου.
Που το άνοιξε το φρέαρ της αβύσσου. και καπνός ανέβηκε θα ʽλεγες από μεγάλο καμίνι. σκοτείνιασε ο ήλιος κι ο αέρας από τους πολλούς καπνούς.
Ύστερα, μεσʼ από τους καπνούς, να ʽσου βλέπω να ξεπετιούνται κάτι ακρίδες που είχανε λέει την ίδια δύναμη κι εξουσία πώχουνε οι σκορπιοί πάνου στη γης.
Κι είχανε παραγγελιά να μην πειράξουν μήδε χορτάρι μήδε καμιά πρασινάδα παρά μονάχα τους ανθρώπους εκείνους που δεν είχανε στο μέτωπό τους τη σφραγίδα του Θεού.
και πάλι όχι να τους ξεκάνουν ολότελα παρά να τους βασανίζουνε σιγά σιγά μήνες πέντε. κι ο βασανισμός τους να ʽναι όμοιος μʼ αυτόν που παθαίνει ο άνθρωπος άμα τόνε κεντρίσει σκορπιός.
Τέτοιες μέρες είναι που θʼ αποζητούν οι άνθρωποι το θάνατο και δε θα τον βρίσκουν. που θʼ αποθυμούν να ποθάνουν όμως ο θάνατος μήτε που θα τους σιμώνει.
Όσο για τις ακρίδες αυτές ήταν ίδιες άλογα έτοιμα για πόλεμο. Στην κεφαλή τους είχανε κάτι σαν στεφάνια που να μοιάζουν χρυσαφένια. όμως τα πρόσωπά τους ήταν απαράλλαχτα πρόσωπο ανθρώπου.
το μαλλί τους σαν μαλλί της γυναίκας και τα δόντια τους σαν τα δόντια του λονταριού.
Είχανε περασμένο σιδερένιο θώρακα στο στήθος και καθώς ανοιγοκλείνανε τα φτερά τους έκαναν τον κρότο που κάνουν όταν τρέχουν στον πόλεμο άρματα μʼ άλογα πολλά.
Η ουρά τους και το κεντρί τους όμοια με του σκορπιού. και η δύναμη στην ουρά τους τέτοια που να βασανίζει τους ανθρώπους πέντε μήνες συνέχεια.
Κι έχουνε άρχοντά τους τον άρχοντα της αβύσσου. που τʼ όνομά του είναι Αββαδών στα εβραίικα και Απολλύων στα ελληνικά.
Να ποιο ήταν το αλίμονο το ένα. πάει, πέρασε. Απομένουν τʼ άλλα δύο.
Σάλπισε ο έκτος άγγελος. Βγήκε τότες μια φωνή από τις τέσσερις γωνιές του θυσιαστηρίου του χρυσού, που βρισκότανε μπροστά στο Θεό.
κι έλεγε στον έκτο άγγελο, κείνον που κρατούσε τη σάλπιγγα: «λύσε τους τέσσερις αγγέλους που ʽναι δεμένοι στο μεγάλο ποταμό τον Ευφράτη.»
Και λύθηκαν οι τέσσερις άγγελοι αυτοί που έργο τους είχαν να ξολοθρέψουν σχεδόν τους μισούς ανθρώπους σε ορισμένη ώρα και μέρα και μήνα και χρόνο
που μόνο οι καβαλαραίοι από το στρατό τους ήτανε δυο φορές μυριάδες. τον άκουσα καλά τον αριθμό.
Κι όσο για τʼ άλογα και τους καβαλαραίους – να πως τους είδα: είχανε θώρακες από φωτιά και θειάφι και γυάκινθο. Τα κεφάλια των αλόγων όμοια με κεφάλια λεόντων. Και δωσʼ του να ξεχύνεται από το μουσούδι τους φωτιά καπνός και θειάφι.
Από τα χτυπήματα που ʽκάναν αυτά τα τρια – η φωτιά ο καπνός και το θειάφι – ξολοθρεύτηκαν άνθρωποι πολλοί.
Επειδής αυτά τʼ άλογα τη δύναμή τους την είχαν στο στόμα και στην ουρά. Η ουρά τους είναι ίδια φίδι κι έχει κεφαλή που χτυπάει.
Αλλά κι όσοι άνθρωποι απόμειναν και δεν έπαθαν τίποτε από τέτοιας λογής χτυπήματα, μην πεις ότι μετανοήσανε για τα έργα τους ή πάψανε να προσκυνούν τα δαιμόνια τα χρυσά και τʼ ασημένια, τα χάλκινα και τα πέτρινα και τα ξύλινα – όλʼ αυτά που δε γίνεται ποτέ να βλέπουν ή νʼ ακούνε ή να περπατούν –
όχι. δε μετανοήσανε για τα φονικά τους και τις μαγγανείες τους την πορνεία τους και την κλεψιά τους.
Τότες ήταν που είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό ένας άλλος άγγελος, δυνατός αυτός, ντυμένος στο σύννεφο και μʼ ένα φωτεινό γύρω στην κεφαλή του. Ήλιος σωστός η όψη του και τα πόδια του στύλοι φωτιάς.
Κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό τυλιχτάρι ανοιγμένο. κι έθεσε το ʽνα του πόδι, το δεξί, στη θάλασσα και τʼ άλλο, τʼ αριστερό, στη στεριά.
Ύστερα έμπηξε φωνή μεγάλη, θα ʽλεγες λέοντας που βρυχιέται. Και με το που αντήχησε, αντήχησαν κι οι εφτά βροντές τη φωνή τη δική τους.
και μετά που μπουμπούνισαν οι βροντές, ετοιμάστηκα να γράψω. Αλλά μια φωνή μου ʽρθε από τον ουρανό που ʽλεγε: «αυτά που άκουσες να λένε οι βροντές μην τα γράψεις. Να τα κρατήσεις κρυφά.»
Και ο άγγελος εκείνος που είχα δει να στέκει με το ʽνα πόδι στη στεριά και τʼ άλλο στη θάλασσα σηκώνει στον ουρανό το δεξί χέρι του
κατά Κείνον που ζει στους αιώνες των αιώνων. που έπλασε τον ουρανό μʼ όσα εντός του κλείνει, τη γης μʼ όσα εντός της κλείνει, τη θάλασσα μʼ όσα εντός της κλείνει – κι ώμοσε πως αλήθεια καιρός δεν απομένει πια
και ότι ευθύς που η φωνή του αγγέλου του εβδόμου, που μέλλει να σαλπίσει, ακουστεί, θʼ αποσωθεί το μυστήριο του Θεού έτσι καθώς το ʽχε αναγγείλει σʼ ανθρώπους και σε προφήτες.
Και ιδού πάλι κείνη η φωνή που μου ʽχε φτάσει από τον ουρανό, μίλησε κι είπε: «πήγαινε πάρε το τυλιχτάρι το ανοιχτό από τα χέρια του αγγέλου κεινού που πατεί σε στεριά και σε θάλασσα.»
Πήγα τότε στον άγγελο και του είπα να μου δώκει το μικρό τυλιχτάρι. Και αυτός μου είπε: «νάν το πάρεις και νάν το φας. Θα πικράνει τα σωθικά σου, όμως στο στόμα σου θα ʽναι γλυκό σαν μέλι.»
Οπού το πήρα το τυλιχτάρι από το χέρι του αγγέλου και το έφαγα. Κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.
Τότε αυτός είπε: «ανάγκη πάσα να προφητέψεις πάλι σε λαούς και έθνη και γλώσσες και βασιλιάδες πολλούς.»
Πάνω σʼ αυτά, μου ʽδωκαν ένα καλάμι όμοιο ραβδί, λέγοντάς μου: σήκω και μέτρησε το ναό του Θεού και το θυσιαστήριο μαζί μʼ όσους προσκυνητές βρίσκονται μέσα του.
Όμως την αυλή έξω από το ναό, ασ'ʼ τηνε μην τήνε μετράς. ότι δόθηκε στα έθνη. και θα τήνε πατήσουν την άγια πολιτεία σαράντα δύο μήνες.
και στους δύο μου μάρτυρες θα παραγγείλω χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες να προφητεύουνε κουκουλωμένοι με σάκους.
Και οι δύο μάρτυρες που λέω είναι αυτά τα δύο ελαιόδεντρα και αυτοί οι δύο λύχνοι που θωρείς να στέκουνε μπροστά στον Κύριο της γης.
που έτσι και δοκιμάσει νάν τους πειράξει κανένας, βγάνουν από το στόμα τους φωτιά που κατατρώει τον κάθε λογής εχθρό. Μʼ αυτό τον τρόπο του μέλλεται να θανατωθεί όποιος δοκιμάσει νάν τους πειράξει.
Αυτοί έχουν την εξουσία να κλείνουν τον ουρανό για να μην πέφτει βροχή τις
μέρες που προφητεύουνε. Καθώς επίσης έχουν εξουσία πάνω στα νερά να τʼ αλλάζουν σε αίμα. και να χτυπάν να λαβώνουν τη γης με κάθε τρόπο, φτάνει να το θελήσουν.
Όμως όταν τελέψουν τη μαρτυρία τους – το θηρίο που ανεβαίνει από την άβυσσο θʼ ανοίξει πόλεμο μαζί τους και θα τους κατανικήσει και θα τους θανατώσει
και το κουφάρι τους θʼ απομένει στην πλατεία της πολιτείας της μεγάλης οπού την λένε πνευματικά Σόδομα και Αίγυπτος – εκεί όπου και ο Κύριός τους εαταυρώθη.
Τρεισήμισι μέρες συνέχεια θα ʽρχονται απʼ όλους τους λαούς, τα έθνη, τις φυλές και τις γλώσσες, να τηράνε τα κουφάρια τους και να μην αφήνουν να τα βάλει κανένας σε μνήμα.
Και οι κάτοικοι της γης θα χαίρονται για όλα τούτα και θα ευφραίνονται και θα στέλνουν δώρα ο ένας στον άλλον. πιστεύοντας ότι αυτοί οι δύο προφήτες τους βασάνισαν πολύ τους κατοίκους της γης.
Όμως ευθύς που περάσουν οι τρεισήμισι μέρες να ʽσου μια πνοή ζωής φτάνει από Θεού και τους ξανασταίνει στα πόδια τους. φόβος και τρόμος τότε τους συνεπαίρνει όλους μόνο να τους θωρούνε
και μια δυνατή φωνή ακούγεται από τον ουρανό να λέει: «ελάτε ανεβείτε δω πάνω». Κι ένα σύννεφο τους παίρνει και τους ανεβάζει στον ουρανό μπροστά στα μάτια των εχθρών τους.
Και γίνεται την ώρα εκείνη μεγάλος σεισμός που σχεδόν ολάκερη η πολιτεία να σωριαστεί σε συντρίμμια. Ίσαμε εφτά χιλιάδες οι σκοτωμένοι σʼ αυτόν τον σεισμό. κι όσοι γλιτώνουν γιομάτοι φόβο δοξολογούνε τον Θεό τʼ ουρανού.
Να ποιο το αλίμονο το δεύτερο. Πέρασε κι αυτό. Ταχιά φτάνουμε στο τρίτο.
Σάλπισε ο έβδομος άγγελος. κι ακούστηκαν φωνές πολλές από τον ουρανό να λένε: «ιδού έφτασε η βασιλεία του κόσμου του Κυρίου ημών και του Ιησού Χριστού. που θα κρατήσει στους αιώνες των αιώνων.»
Παρευθύς οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι που βρίσκονται καθισμένοι στους θρόνους τους μπροστά στον Θεό πέσανε μπρούμυτα και προσκυνήσανε τον Θεό λέγοντας:
«Ευχαριστούμεν σε Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ ο Ων και ο Ην που έλαβες τη δύναμή σου τη μεγάλη και βασίλεψες.
Εναντίον σου τα έθνη ξεσηκώθηκαν. αλλά ιδού τώρα που σήμανε η ώρα της οργής της δικής σου και η ώρα των νεκρών να κριθούνε. να πλερώσεις τους πιστούς σου τους προφήτες και τους αγίους και όλους όσους σέβονται τʼ όνομά σου μικρούς και μεγάλους. σήμανε η ώρα νʼ αφανίσεις εκείνους που αφανίζανε ως τώρα σύμπασα την οικουμένη.»
Άνοιξε τότε ο ναός του Θεού στον ουρανό και φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης του. σεισμός έγινε. άστραψε κι εβρόντηκε κι έπεσε χοντρό χαλάζι.
Ύστερα είδα τους αγγέλους τους εφτά, κεινούς που φύλαγαν τον Θεό, να κρατάν εφτά σάλπιγγες.
Και την ίδια στιγμή, ένας άλλος άγγελος είδα να ʽρχεται και να στέκεται μπροστά στο θυσιαστήριο κρατώντας θυμιατήρι χρυσό. Κι είχε πολλά θυμιάματα για να τα προσφέρει μαζί με τις προσευχές όλων των αγίων στο θυσιαστήριο το χρυσό που ʽναι μπροστά στο θρόνο.
Κι ο καπνός από τα θυμιάματα θωρούσες νʼ ανεβαίνει από το χέρι του αγγέλου μαζί με τις προσευχές των αγίων κατά τον Θεό.
Στα ύστερα, πήρε ο άγγελος το θυμιατήρι, το γιόμισε από τη φωτιά του θυσιαστηρίου και το τίναξε καταπάνω στη γης. Οπού ακούστηκαν βροντές φωνές κι αστραπές. και σεισμός μεγάλος έγινε.
Τότες οι εφτά άγγελοι που κρατούσαν τις εφτά σάλπιγγες ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν.
Σάλπισε ο πρώτος. Μεμιάς αρχίνησε να πέφτει ραγδαία βροχή από αίμα φωτιά και χαλάζι ανακατωμένα. Οπού ένα μεγάλο μέρος από τη γης και τη θάλασσα και τα δέντρα καήκανε. Και το χλωρό χορτάρι γένηκε κάρβουνο.
Σάλπισε ο δεύτερος άγγελος. Κι ένα πράμα παράξενο, σαν πελώριο βουνό καιούμενο, ρίχτηκε στη θάλασσα. κι ένα μέρος της θάλασσας το ʽβλεπες να γίνεται αίμα.
Ως κι απʼ αυτά που ζούνε μέσα στη θάλασσα κι έχουνε ψυχή, σκεδόν τα μισά ποθάνανε. Κι από τα πλεούμενα επίσης, άλλα τόσα, γενήκανε συντρίμμια.
Σάλπισε ύστερα ο τρίτος άγγελος. Κι ένας μέγας αστέρας, θα ΄λεγες λαμπάδα καιούμενη, χύθηκε από τον ουρανό κι ήρθε να πέσει πάνου στα ποτάμια και στις πηγές.
«Άψινθος» τʼ όνομα του αστέρα. Κι από τα νερά που γιόμισαν άψινθο κι έγιναν πικρά, φαρμάκι, πολλοί άνθρωποι πεθάνανε.
Σάλπισε ο τέταρτος άγγελος. Κι ένα κομμάτι από τον ήλιο χαλάστηκε. το ίδιο κι από το φεγγάρι κι από τʼ άστρα. Σκοτεινιά πλάκωσε που μήτε η μέρα να φέγγει καλά καλά μήτε η νύχτα.
Ύστερα, μου φάνηκε, είδα κι άκουσα έναν αετό που πετούσε μεσούρανα κι έκραζε με φωνή μεγάλη: «αλίμονο στους κατοίκους της γης όταν η φωνή της σάλπιγγας και των τριών άλλων αγγέλων αντηχήσει.»
Όπου ευθύς σάλπισε ο πέμπτος άγγελος. Και είδα έναν αστέρα που ʽχε πέσει από τον ουρανό στη γης να κρατεί το κλειδί του φρέατος της αβύσσου.
Που το άνοιξε το φρέαρ της αβύσσου. και καπνός ανέβηκε θα ʽλεγες από μεγάλο καμίνι. σκοτείνιασε ο ήλιος κι ο αέρας από τους πολλούς καπνούς.
Ύστερα, μεσʼ από τους καπνούς, να ʽσου βλέπω να ξεπετιούνται κάτι ακρίδες που είχανε λέει την ίδια δύναμη κι εξουσία πώχουνε οι σκορπιοί πάνου στη γης.
Κι είχανε παραγγελιά να μην πειράξουν μήδε χορτάρι μήδε καμιά πρασινάδα παρά μονάχα τους ανθρώπους εκείνους που δεν είχανε στο μέτωπό τους τη σφραγίδα του Θεού.
και πάλι όχι να τους ξεκάνουν ολότελα παρά να τους βασανίζουνε σιγά σιγά μήνες πέντε. κι ο βασανισμός τους να ʽναι όμοιος μʼ αυτόν που παθαίνει ο άνθρωπος άμα τόνε κεντρίσει σκορπιός.
Τέτοιες μέρες είναι που θʼ αποζητούν οι άνθρωποι το θάνατο και δε θα τον βρίσκουν. που θʼ αποθυμούν να ποθάνουν όμως ο θάνατος μήτε που θα τους σιμώνει.
Όσο για τις ακρίδες αυτές ήταν ίδιες άλογα έτοιμα για πόλεμο. Στην κεφαλή τους είχανε κάτι σαν στεφάνια που να μοιάζουν χρυσαφένια. όμως τα πρόσωπά τους ήταν απαράλλαχτα πρόσωπο ανθρώπου.
το μαλλί τους σαν μαλλί της γυναίκας και τα δόντια τους σαν τα δόντια του λονταριού.
Είχανε περασμένο σιδερένιο θώρακα στο στήθος και καθώς ανοιγοκλείνανε τα φτερά τους έκαναν τον κρότο που κάνουν όταν τρέχουν στον πόλεμο άρματα μʼ άλογα πολλά.
Η ουρά τους και το κεντρί τους όμοια με του σκορπιού. και η δύναμη στην ουρά τους τέτοια που να βασανίζει τους ανθρώπους πέντε μήνες συνέχεια.
Κι έχουνε άρχοντά τους τον άρχοντα της αβύσσου. που τʼ όνομά του είναι Αββαδών στα εβραίικα και Απολλύων στα ελληνικά.
Να ποιο ήταν το αλίμονο το ένα. πάει, πέρασε. Απομένουν τʼ άλλα δύο.
Σάλπισε ο έκτος άγγελος. Βγήκε τότες μια φωνή από τις τέσσερις γωνιές του θυσιαστηρίου του χρυσού, που βρισκότανε μπροστά στο Θεό.
κι έλεγε στον έκτο άγγελο, κείνον που κρατούσε τη σάλπιγγα: «λύσε τους τέσσερις αγγέλους που ʽναι δεμένοι στο μεγάλο ποταμό τον Ευφράτη.»
Και λύθηκαν οι τέσσερις άγγελοι αυτοί που έργο τους είχαν να ξολοθρέψουν σχεδόν τους μισούς ανθρώπους σε ορισμένη ώρα και μέρα και μήνα και χρόνο
που μόνο οι καβαλαραίοι από το στρατό τους ήτανε δυο φορές μυριάδες. τον άκουσα καλά τον αριθμό.
Κι όσο για τʼ άλογα και τους καβαλαραίους – να πως τους είδα: είχανε θώρακες από φωτιά και θειάφι και γυάκινθο. Τα κεφάλια των αλόγων όμοια με κεφάλια λεόντων. Και δωσʼ του να ξεχύνεται από το μουσούδι τους φωτιά καπνός και θειάφι.
Από τα χτυπήματα που ʽκάναν αυτά τα τρια – η φωτιά ο καπνός και το θειάφι – ξολοθρεύτηκαν άνθρωποι πολλοί.
Επειδής αυτά τʼ άλογα τη δύναμή τους την είχαν στο στόμα και στην ουρά. Η ουρά τους είναι ίδια φίδι κι έχει κεφαλή που χτυπάει.
Αλλά κι όσοι άνθρωποι απόμειναν και δεν έπαθαν τίποτε από τέτοιας λογής χτυπήματα, μην πεις ότι μετανοήσανε για τα έργα τους ή πάψανε να προσκυνούν τα δαιμόνια τα χρυσά και τʼ ασημένια, τα χάλκινα και τα πέτρινα και τα ξύλινα – όλʼ αυτά που δε γίνεται ποτέ να βλέπουν ή νʼ ακούνε ή να περπατούν –
όχι. δε μετανοήσανε για τα φονικά τους και τις μαγγανείες τους την πορνεία τους και την κλεψιά τους.
Τότες ήταν που είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό ένας άλλος άγγελος, δυνατός αυτός, ντυμένος στο σύννεφο και μʼ ένα φωτεινό γύρω στην κεφαλή του. Ήλιος σωστός η όψη του και τα πόδια του στύλοι φωτιάς.
Κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό τυλιχτάρι ανοιγμένο. κι έθεσε το ʽνα του πόδι, το δεξί, στη θάλασσα και τʼ άλλο, τʼ αριστερό, στη στεριά.
Ύστερα έμπηξε φωνή μεγάλη, θα ʽλεγες λέοντας που βρυχιέται. Και με το που αντήχησε, αντήχησαν κι οι εφτά βροντές τη φωνή τη δική τους.
και μετά που μπουμπούνισαν οι βροντές, ετοιμάστηκα να γράψω. Αλλά μια φωνή μου ʽρθε από τον ουρανό που ʽλεγε: «αυτά που άκουσες να λένε οι βροντές μην τα γράψεις. Να τα κρατήσεις κρυφά.»
Και ο άγγελος εκείνος που είχα δει να στέκει με το ʽνα πόδι στη στεριά και τʼ άλλο στη θάλασσα σηκώνει στον ουρανό το δεξί χέρι του
κατά Κείνον που ζει στους αιώνες των αιώνων. που έπλασε τον ουρανό μʼ όσα εντός του κλείνει, τη γης μʼ όσα εντός της κλείνει, τη θάλασσα μʼ όσα εντός της κλείνει – κι ώμοσε πως αλήθεια καιρός δεν απομένει πια
και ότι ευθύς που η φωνή του αγγέλου του εβδόμου, που μέλλει να σαλπίσει, ακουστεί, θʼ αποσωθεί το μυστήριο του Θεού έτσι καθώς το ʽχε αναγγείλει σʼ ανθρώπους και σε προφήτες.
Και ιδού πάλι κείνη η φωνή που μου ʽχε φτάσει από τον ουρανό, μίλησε κι είπε: «πήγαινε πάρε το τυλιχτάρι το ανοιχτό από τα χέρια του αγγέλου κεινού που πατεί σε στεριά και σε θάλασσα.»
Πήγα τότε στον άγγελο και του είπα να μου δώκει το μικρό τυλιχτάρι. Και αυτός μου είπε: «νάν το πάρεις και νάν το φας. Θα πικράνει τα σωθικά σου, όμως στο στόμα σου θα ʽναι γλυκό σαν μέλι.»
Οπού το πήρα το τυλιχτάρι από το χέρι του αγγέλου και το έφαγα. Κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.
Τότε αυτός είπε: «ανάγκη πάσα να προφητέψεις πάλι σε λαούς και έθνη και γλώσσες και βασιλιάδες πολλούς.»
Πάνω σʼ αυτά, μου ʽδωκαν ένα καλάμι όμοιο ραβδί, λέγοντάς μου: σήκω και μέτρησε το ναό του Θεού και το θυσιαστήριο μαζί μʼ όσους προσκυνητές βρίσκονται μέσα του.
Όμως την αυλή έξω από το ναό, ασ'ʼ τηνε μην τήνε μετράς. ότι δόθηκε στα έθνη. και θα τήνε πατήσουν την άγια πολιτεία σαράντα δύο μήνες.
και στους δύο μου μάρτυρες θα παραγγείλω χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες να προφητεύουνε κουκουλωμένοι με σάκους.
Και οι δύο μάρτυρες που λέω είναι αυτά τα δύο ελαιόδεντρα και αυτοί οι δύο λύχνοι που θωρείς να στέκουνε μπροστά στον Κύριο της γης.
που έτσι και δοκιμάσει νάν τους πειράξει κανένας, βγάνουν από το στόμα τους φωτιά που κατατρώει τον κάθε λογής εχθρό. Μʼ αυτό τον τρόπο του μέλλεται να θανατωθεί όποιος δοκιμάσει νάν τους πειράξει.
Αυτοί έχουν την εξουσία να κλείνουν τον ουρανό για να μην πέφτει βροχή τις
μέρες που προφητεύουνε. Καθώς επίσης έχουν εξουσία πάνω στα νερά να τʼ αλλάζουν σε αίμα. και να χτυπάν να λαβώνουν τη γης με κάθε τρόπο, φτάνει να το θελήσουν.
Όμως όταν τελέψουν τη μαρτυρία τους – το θηρίο που ανεβαίνει από την άβυσσο θʼ ανοίξει πόλεμο μαζί τους και θα τους κατανικήσει και θα τους θανατώσει
και το κουφάρι τους θʼ απομένει στην πλατεία της πολιτείας της μεγάλης οπού την λένε πνευματικά Σόδομα και Αίγυπτος – εκεί όπου και ο Κύριός τους εαταυρώθη.
Τρεισήμισι μέρες συνέχεια θα ʽρχονται απʼ όλους τους λαούς, τα έθνη, τις φυλές και τις γλώσσες, να τηράνε τα κουφάρια τους και να μην αφήνουν να τα βάλει κανένας σε μνήμα.
Και οι κάτοικοι της γης θα χαίρονται για όλα τούτα και θα ευφραίνονται και θα στέλνουν δώρα ο ένας στον άλλον. πιστεύοντας ότι αυτοί οι δύο προφήτες τους βασάνισαν πολύ τους κατοίκους της γης.
Όμως ευθύς που περάσουν οι τρεισήμισι μέρες να ʽσου μια πνοή ζωής φτάνει από Θεού και τους ξανασταίνει στα πόδια τους. φόβος και τρόμος τότε τους συνεπαίρνει όλους μόνο να τους θωρούνε
και μια δυνατή φωνή ακούγεται από τον ουρανό να λέει: «ελάτε ανεβείτε δω πάνω». Κι ένα σύννεφο τους παίρνει και τους ανεβάζει στον ουρανό μπροστά στα μάτια των εχθρών τους.
Και γίνεται την ώρα εκείνη μεγάλος σεισμός που σχεδόν ολάκερη η πολιτεία να σωριαστεί σε συντρίμμια. Ίσαμε εφτά χιλιάδες οι σκοτωμένοι σʼ αυτόν τον σεισμό. κι όσοι γλιτώνουν γιομάτοι φόβο δοξολογούνε τον Θεό τʼ ουρανού.
Να ποιο το αλίμονο το δεύτερο. Πέρασε κι αυτό. Ταχιά φτάνουμε στο τρίτο.
Σάλπισε ο έβδομος άγγελος. κι ακούστηκαν φωνές πολλές από τον ουρανό να λένε: «ιδού έφτασε η βασιλεία του κόσμου του Κυρίου ημών και του Ιησού Χριστού. που θα κρατήσει στους αιώνες των αιώνων.»
Παρευθύς οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι που βρίσκονται καθισμένοι στους θρόνους τους μπροστά στον Θεό πέσανε μπρούμυτα και προσκυνήσανε τον Θεό λέγοντας:
«Ευχαριστούμεν σε Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ ο Ων και ο Ην που έλαβες τη δύναμή σου τη μεγάλη και βασίλεψες.
Εναντίον σου τα έθνη ξεσηκώθηκαν. αλλά ιδού τώρα που σήμανε η ώρα της οργής της δικής σου και η ώρα των νεκρών να κριθούνε. να πλερώσεις τους πιστούς σου τους προφήτες και τους αγίους και όλους όσους σέβονται τʼ όνομά σου μικρούς και μεγάλους. σήμανε η ώρα νʼ αφανίσεις εκείνους που αφανίζανε ως τώρα σύμπασα την οικουμένη.»
Άνοιξε τότε ο ναός του Θεού στον ουρανό και φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης του. σεισμός έγινε. άστραψε κι εβρόντηκε κι έπεσε χοντρό χαλάζι.
Φάνηκε ύστερα ένα μεγάλο σημάδι στον ουρανό: μια γυναίκα ντυμένη τον ήλιο. και το φεγγάρι κάτω απʼ τα πόδια της. και στεφάνι στην κεφαλή της με άστρα δώδεκα.
Έγκυος ήτανε και φώναζε από τους πόνους και τους παιδεμούς της γέννας.
Αλλά φανερώθηκε στον ουρανό κι άλλο σημάδι: ένας πελώριος κοκκινωπός δράκοντας μʼ εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα. και στο κάθε κεφάλι του από ʽνα στολίδι.
Τέτοιος δράκοντας, που μονάχα η ουρά του να σαρώνει πλήθος άστρα και να τα ρίχνει στη γης. Και λοιπόν αυτός ο δράκοντας ήρθε και το ʽστησε μπροστά στη γυναίκα. και περίμενε την ώρα που θα βγει το παιδί της να το βουτήξει και νάν το φάει.
Και αυτή γέννησε αγόρι. το αγόρι που ʽμελλε να κυβερνήσει με ραβδί σιδερένιο τα έθνη. Οπού ευθύς τʼ αρπάξανε το παιδί και το πήγανε στον Θεό μπροστά στον θρόνο του.
ενώ η γυναίκα πήρε δρόμο και πήγε στην έρημο, κει που της είχανε τόπο ετοιμασμένο με το θέλημα του Θεού να ζει και να θρέφεται για χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες.
Και στον ουρανό κηρύχτηκε πόλεμος. Ξεσηκώθηκε ο Μιχαήλ με τους αγγέλους του να χτυπήσει το δράκοντα. Και ο δράκοντας κι εκείνος πάλι με τους δικούς του.
Μόνο που δεν κατάφερε τίποτα. Τόπος γιʼ αυτόν μέσα στον ουρανό δεν ήτανε πια.
Διώχτηκε για τα καλά ο μεγάλος δράκοντας, ο όφις ο αρχαίος οπού τον λένε Διάβολο ή Σατανά και ξεπλανεύει την οικουμένη ολάκερη. διώχτηκε στη γης κι αυτός και τα στοιχειά του.
Και άκουσα φωνή μεγάλη από ψηλά να λέει: «στου Θεού μας τα χέρια και στα χέρια του Χριστού από δω και πέρα η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία. ότι διώχτηκε αυτός που κατάτρεχε τʼ αδέρφια μας και τα κατηγορούσε νύχτα – μέρα μπροστά στον Θεό.
Τʼ αδέρφια μας που – ας είναι καλά το αίμα του Αρνιού και ο λόγος της μαρτυρίας τους – τόνε κατανικήσανε. Δεν αρπάχτηκαν από τη ζωούλα τους παρά φτάσανε άφοβοι ως το θάνατο.
Ευφραίνεστε λοιπόν ουρανοί κι όσοι μέσα τους κατοικείτε. Κι αλίμονο σε σας γης και θάλασσα. ότι τώρα εκατέβη ο Διάβολος κι ο θυμός του είναι μεγάλος ξέροντας ότι δεν του απομένει πλέον πολύς καιρός.»
Πραγματικά βλέποντας ότι τόνε ρίξανε στη γης ο Διάβολος έβαλε στο μάτι κείνη τη γυναίκα με το αγόρι. και αρχίνησε να την κυνηγά.
Δόθηκαν τότε στη γυναίκα δύο μεγάλες φτερούγες αετού να πετάει πάνω από την έρημο στο δικό της τόπο. Κι έζησε τρεισήμισι τόσους χρόνους δίχως να τήνε βλέπει ο Όφις.
Δε παʼ να τίναζε νερό από το στόμα του ο Όφις καταπάνου στη γυναίκα που να τήνε κάμει να σηκώνει ποτάμι ολάκερο
τίποτα δεν κατάφερε. η γης ήρθε σε βοήθεια κι άνοιξε το δικό της στόμα και κατάπιε τον ποταμό που ξέρασε ο δράκοντας από το στόμα του.
Οπού τον έπιασε γινάτι το δράκοντα με τη γυναίκα και σοφίστηκε να κάνει πόλεμο μʼ αυτούς που ʽναι σπέρμα της γενιάς της και φυλάγουν τις εντολές του Θεού κι έχουν του Ιησού τη μαρτυρία.
Όταν πέρασαν αυτά όλα ήρθα και στάθηκα πάνω στην άμμο της θαλάσσης.
Και είδα νʼ ανεβαίνει από τη θάλασσα ένα θηρίο που ʽχε δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια. και δέκα στέμματα είχε στο κάθε του κέρατο και στο κάθε του κεφάλι τʼ όνομα μιας βλαστήμιας.
Με λεοπάρδαλη έμοιαζε το θηρίο που είδα. όμως τα πόδια του ήταν σαν της αρκούδας και το στόμα του σαν του λιονταριού. Και ο δράκοντας του ʽδωκε όλη του τη δύναμη και το θρόνο του κι εξουσία μεγάλη.
Έλαχε μάλιστα το ʽνα κεφάλι του θηρίου να ʽναι χτυπημένο του θανατά. Κι η πληγή του γιατρεύτηκε. οπόταν η οικουμένη ολάκερη που το είδε απόμεινε γιομάτη θαυμασμό κι ακολούθησε το θηρίο.
κι όχι μόνο, αλλά προσκύνησε το δράκοντα που του ʽχε δώσει τέτοια εξουσία. στη συνέχεια μάλισττα προσκύνησε και το ίδιο το θηρίο λέγοντας: «ποιος μπορεί να παραβγεί με τέτοιο θηρίο; ποιος κοτάει να τα βάλει μαζί του;»
Και του δόθηκε στόμα του θηρίου που να λαλεί λόγια μεγάλα φαντασμένα και βρωμερά. επίσης του δόθηκε να κάνει ό,τι θέλει για σαράντα δύο μήνες.
κι εκείνο – με το που άνοιξε το στόμα του, πρόσβαλε τον Θεό, βλαστήμησε τʼ όνομά του και τον τόπο οπού κατοικεί καθώς κι όσους άλλους ζούνε στον ουρανό.
Επιπλέον του δόθηκε να κάνει πόλεμο με τους αγίους και νάν τους νικά και να εξουσιάζει κάθε φυλή λαό γλώσσα ή έθνος.
να το προσκυνούν το θηρίο οι κάτοικοι της γης όλοι που τʼ όνομά τους δεν είναι καταγραμμένο στο βιβλίο της ζωής. το βιβλίο που κρατάει από καταβολής κόσμου το Αρνί το σφαγμένο.
Αυτά. Κι ό που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει.
Αν είναι να γίνεις αιχμάλωτος, αιχμάλωτος να γίνεις. αν είναι για να μαχαιρωθείς, να μαχαιρωθείς. Τέτοια λογής είναι η αντοχή και η πίστη των αγίων.
Ύστερα είδα ένα θηρίο άλλης λογής να βγαίνει μεσʼ απʼ τη γης και να ʽχει δυο κέρατα ωσάν του Αρνιού και η μιλιά του ίδια η μιλιά του δράκοντα.
Μπήκε στη δούλεψη του πρώτου θηρίου κι άπλωσε το κράτος του παντού. που η γης όλη και τα πλάσματά της να προσκυνήσουν το πρώτο θηρίο κείνο που ʽχε τη λαβωματιά και γιατρεύτηκε.
Του κόσμου τα σημεία και τέρατα έκανε. ως και φωτιά να κατεβάσει από τον ουρανό στη γης πέτυχε μπροστά σʼ όλους τους ανθρώπους.
Έτσι, με κάτι τέτοια καμώματα ξεπλανεύει τους κατοίκους της γης, λέγοντας ότι έπρεπε να του κάνουν κι εικόνα του θηρίου που ʽχε μαχαιριά κι όμως κατάφερε να ζήσει.
και του δόθηκε δύναμη να φυσήξει πνεύμα πάνω στην εικόνα του θηρίου, να της δώκει λαλιά, κι όσοι δεν πέφτουν να προσκυνήσουν να βρίσκουν το θάνατο.
Τέλος, καταφέρνει όλους μικρούς και μεγάλους πλούσιους και φτωχούς δούλους κι ελεύθερους να χαράξουνε πάνω στο δεξί τους χέρι και πάνω στο μέτωπό τους ένα σημάδι
έτσι που να ξεχωρίζουν και κανείς πια να μην μπορεί μήτε νʼ αγοράσει μήτε να πουλήσει εξόν κι αν έχει τη χαραγματιά αυτή με τʼ όνομα του θηριού ή με τον αριθμό του.
Όμως εδώ χρειάζεται πάλι μυαλό να λογαριάσεις τον αριθμό του θηρίου. που είναι αριθμός ανθρώπου. ο αριθμός εξακόσια εξήντα έξι.
Ύστερʼ απʼ όλα αυτά γυρίζω να δω – και τι βλέπω; Το Αρνί, να στέκεται πάνω στο όρος Σιών. κι από κοντά του, εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι με γραμμένο τʼ όνομά του καθώς και τʼ όνομα του πατέρα του στα μέτωπά τους.
ενώ άκουσα να μου ʽρχεται από τον ουρανό μια φωνή σαν από πολλά νερά τρεχούμενα και σαν από βρόντισμα μεγάλο μια φωνή που έμοιαζε ωστόσο και με τη φωνή που ʽχουν όσοι παίζουν και τραγουδούν με την κιθάρα τους.
Οπού αρχινούν μπροστά στο θρόνο και μπροστά στα τέσσερα ζώα και σʼ όλους τους πρεσβυτέρους ένα καινούριο τραγούδι που κανείς άλλος να μην μπορεί να το μάθει παρεχτός οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες που ξαγοράστηκαν από τη γης.
Είναι αυτοί που δεν πήγανε ποτέ να μαγαρίσουνε με γυναίκα. οι παρθένοι. και ακολουθούνε πίσω από το Αρνί όπου πάει. Ξαγοράστηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους για τον Θεό και για το Αρνί όπως οι καρποί από τα πρώτα γεννήματα.
και ψέμα ποτέ δεν εστάθηκε πάνω στα χείλη τους. οι άμωμοι.
Έπειτα είδα έναν άλλον άγγελο που πετούσε μεσούρανα και κρατούσε το ευαγγέλιο το αιώνιο για να ευαγγελίσει σʼ αυτούς που ζούνε στη γης κι είναι από κάθε λογής λαούς γλώσσες φυλές έθνη.
κι έλεγε ο άγγελος με δυνατή φωνή: «με το φόβο του Θεού να ζείτε και να τον δοξολογάτε. τι εσήμανε η ώρα της Κρίσεως. προσκυνάτε τον αυτόν που έπλασε ουρανό και γης και πηγές και θάλασσες.»
Και ο άλλος άγγελος που ακολουθούσε: «πάει, πάει, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη που με τʼ αψύ κρασί της πορνείας της πότισε όλα τα έθνη.»
Κι ένας τρίτος άγγελος που ακολουθούσε: «να το ξέρει κείνος που προσκυνά το θηρίο και την εικόνα του κι έχει στο μέτωπο ή στο χέρι το δεξί χαραγμένα τα σημάδια του:
θα πιεί κι εκείνος από το κρασί της οργής του Θεού το άκρατο, που ʽναι γιομάτο το ποτήρι του. Στη φωτιά και στο θειάφι θα βασανιστεί μπροστά στο Αρνί και στη σύναξη των αγίων αγγέλων του.
που ο καπνός από τον τέτοιο βασανισμό ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων κι αναπαμό δε βρίσκουνε μέρα – νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και την εικόνα του κι έχουν σημαδευτεί με τʼ όνομά του.
Τέτοιας λογής είναι η υπομονή των αγίων οπού φυλάγουνε τις εντολές του Θεού και την πίστη του Ιησού.»
Μια φωνή τ
ότες άκουσα να μου λέει από τον ουρανό: «γράψε τα αυτά: μακάριοι όσοι πέσουν νεκροί στο όνομα του Κυρίου. Αυτοί θα βρουν, λέει το Πνεύμα, την ανάπαυση την αιώνια. και τα έργα τους μάρτυρες θα ʽναι.»
Και ξάφνου να ένα σύννεφο άσπρο. και πάνω του καθισμένος ένας, απαράλλαχτος θα ʽλεγες ο Υιός του ανθρώπου, φορώντας χρυσό στεφάνι στην κεφαλή και στο χέρι κρατώντας δρεπάνι κοφτερό.
Βγαίνει ένας άλλος άγγελος από το ναό και φωνάζει μʼ όλη του τη δύναμη σʼ εκείνον που καθότανε στο σύννεφο: «έλα, φέρε το δρεπάνι σου να θερίσεις. Τι έφτασε η ώρα του θερισμού και της γης τα σπαρτά ξεράθηκαν όλα.»
Οπού ρίχνει το δρεπάνι του στη γης εκείνος που καθότανε πάνω στο σύννεφο. και η γης μεμιάς θερίστηκε.
Ύστερα βγήκε από το ναό που ʽναι στον ουρανό ένας άλλος άγγελος κρατώντας κι εκείνος δρεπάνι κοφτερό.
Κι άλλος άγγελος από το θυσιαστήριο – ταγμένος αυτός για να φροντίζει τη φωτιά – του φώναξε: «ρίξε το δρεπάνι σου το κοφτερό κι από τʼ αμπέλι της γης τρύγησε τα κλήματα. ότι γούρμασαν τα σταφύλια του.»
Πραγματικά έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του, τρύγησε τʼ αμπέλι της γης και σώρεψε τα σταφύλια στο πατητήρι του θυμού του Θεού το μεγάλο.
Αυτά όλα έγιναν έξω από την πολιτεία όπου έβλεπες να τρέχει από το πατητήρι τόσο πολύ αίμα που να φτάνει ως τα χαλινάρια των αλόγων κάπου χίλια εξακόσια στάδια μακριά.
Έγκυος ήτανε και φώναζε από τους πόνους και τους παιδεμούς της γέννας.
Αλλά φανερώθηκε στον ουρανό κι άλλο σημάδι: ένας πελώριος κοκκινωπός δράκοντας μʼ εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα. και στο κάθε κεφάλι του από ʽνα στολίδι.
Τέτοιος δράκοντας, που μονάχα η ουρά του να σαρώνει πλήθος άστρα και να τα ρίχνει στη γης. Και λοιπόν αυτός ο δράκοντας ήρθε και το ʽστησε μπροστά στη γυναίκα. και περίμενε την ώρα που θα βγει το παιδί της να το βουτήξει και νάν το φάει.
Και αυτή γέννησε αγόρι. το αγόρι που ʽμελλε να κυβερνήσει με ραβδί σιδερένιο τα έθνη. Οπού ευθύς τʼ αρπάξανε το παιδί και το πήγανε στον Θεό μπροστά στον θρόνο του.
ενώ η γυναίκα πήρε δρόμο και πήγε στην έρημο, κει που της είχανε τόπο ετοιμασμένο με το θέλημα του Θεού να ζει και να θρέφεται για χίλιες διακόσιες εξήντα μέρες.
Και στον ουρανό κηρύχτηκε πόλεμος. Ξεσηκώθηκε ο Μιχαήλ με τους αγγέλους του να χτυπήσει το δράκοντα. Και ο δράκοντας κι εκείνος πάλι με τους δικούς του.
Μόνο που δεν κατάφερε τίποτα. Τόπος γιʼ αυτόν μέσα στον ουρανό δεν ήτανε πια.
Διώχτηκε για τα καλά ο μεγάλος δράκοντας, ο όφις ο αρχαίος οπού τον λένε Διάβολο ή Σατανά και ξεπλανεύει την οικουμένη ολάκερη. διώχτηκε στη γης κι αυτός και τα στοιχειά του.
Και άκουσα φωνή μεγάλη από ψηλά να λέει: «στου Θεού μας τα χέρια και στα χέρια του Χριστού από δω και πέρα η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία. ότι διώχτηκε αυτός που κατάτρεχε τʼ αδέρφια μας και τα κατηγορούσε νύχτα – μέρα μπροστά στον Θεό.
Τʼ αδέρφια μας που – ας είναι καλά το αίμα του Αρνιού και ο λόγος της μαρτυρίας τους – τόνε κατανικήσανε. Δεν αρπάχτηκαν από τη ζωούλα τους παρά φτάσανε άφοβοι ως το θάνατο.
Ευφραίνεστε λοιπόν ουρανοί κι όσοι μέσα τους κατοικείτε. Κι αλίμονο σε σας γης και θάλασσα. ότι τώρα εκατέβη ο Διάβολος κι ο θυμός του είναι μεγάλος ξέροντας ότι δεν του απομένει πλέον πολύς καιρός.»
Πραγματικά βλέποντας ότι τόνε ρίξανε στη γης ο Διάβολος έβαλε στο μάτι κείνη τη γυναίκα με το αγόρι. και αρχίνησε να την κυνηγά.
Δόθηκαν τότε στη γυναίκα δύο μεγάλες φτερούγες αετού να πετάει πάνω από την έρημο στο δικό της τόπο. Κι έζησε τρεισήμισι τόσους χρόνους δίχως να τήνε βλέπει ο Όφις.
Δε παʼ να τίναζε νερό από το στόμα του ο Όφις καταπάνου στη γυναίκα που να τήνε κάμει να σηκώνει ποτάμι ολάκερο
τίποτα δεν κατάφερε. η γης ήρθε σε βοήθεια κι άνοιξε το δικό της στόμα και κατάπιε τον ποταμό που ξέρασε ο δράκοντας από το στόμα του.
Οπού τον έπιασε γινάτι το δράκοντα με τη γυναίκα και σοφίστηκε να κάνει πόλεμο μʼ αυτούς που ʽναι σπέρμα της γενιάς της και φυλάγουν τις εντολές του Θεού κι έχουν του Ιησού τη μαρτυρία.
Όταν πέρασαν αυτά όλα ήρθα και στάθηκα πάνω στην άμμο της θαλάσσης.
Και είδα νʼ ανεβαίνει από τη θάλασσα ένα θηρίο που ʽχε δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια. και δέκα στέμματα είχε στο κάθε του κέρατο και στο κάθε του κεφάλι τʼ όνομα μιας βλαστήμιας.
Με λεοπάρδαλη έμοιαζε το θηρίο που είδα. όμως τα πόδια του ήταν σαν της αρκούδας και το στόμα του σαν του λιονταριού. Και ο δράκοντας του ʽδωκε όλη του τη δύναμη και το θρόνο του κι εξουσία μεγάλη.
Έλαχε μάλιστα το ʽνα κεφάλι του θηρίου να ʽναι χτυπημένο του θανατά. Κι η πληγή του γιατρεύτηκε. οπόταν η οικουμένη ολάκερη που το είδε απόμεινε γιομάτη θαυμασμό κι ακολούθησε το θηρίο.
κι όχι μόνο, αλλά προσκύνησε το δράκοντα που του ʽχε δώσει τέτοια εξουσία. στη συνέχεια μάλισττα προσκύνησε και το ίδιο το θηρίο λέγοντας: «ποιος μπορεί να παραβγεί με τέτοιο θηρίο; ποιος κοτάει να τα βάλει μαζί του;»
Και του δόθηκε στόμα του θηρίου που να λαλεί λόγια μεγάλα φαντασμένα και βρωμερά. επίσης του δόθηκε να κάνει ό,τι θέλει για σαράντα δύο μήνες.
κι εκείνο – με το που άνοιξε το στόμα του, πρόσβαλε τον Θεό, βλαστήμησε τʼ όνομά του και τον τόπο οπού κατοικεί καθώς κι όσους άλλους ζούνε στον ουρανό.
Επιπλέον του δόθηκε να κάνει πόλεμο με τους αγίους και νάν τους νικά και να εξουσιάζει κάθε φυλή λαό γλώσσα ή έθνος.
να το προσκυνούν το θηρίο οι κάτοικοι της γης όλοι που τʼ όνομά τους δεν είναι καταγραμμένο στο βιβλίο της ζωής. το βιβλίο που κρατάει από καταβολής κόσμου το Αρνί το σφαγμένο.
Αυτά. Κι ό που έχει αυτιά νʼ ακούει ας ακούσει.
Αν είναι να γίνεις αιχμάλωτος, αιχμάλωτος να γίνεις. αν είναι για να μαχαιρωθείς, να μαχαιρωθείς. Τέτοια λογής είναι η αντοχή και η πίστη των αγίων.
Ύστερα είδα ένα θηρίο άλλης λογής να βγαίνει μεσʼ απʼ τη γης και να ʽχει δυο κέρατα ωσάν του Αρνιού και η μιλιά του ίδια η μιλιά του δράκοντα.
Μπήκε στη δούλεψη του πρώτου θηρίου κι άπλωσε το κράτος του παντού. που η γης όλη και τα πλάσματά της να προσκυνήσουν το πρώτο θηρίο κείνο που ʽχε τη λαβωματιά και γιατρεύτηκε.
Του κόσμου τα σημεία και τέρατα έκανε. ως και φωτιά να κατεβάσει από τον ουρανό στη γης πέτυχε μπροστά σʼ όλους τους ανθρώπους.
Έτσι, με κάτι τέτοια καμώματα ξεπλανεύει τους κατοίκους της γης, λέγοντας ότι έπρεπε να του κάνουν κι εικόνα του θηρίου που ʽχε μαχαιριά κι όμως κατάφερε να ζήσει.
και του δόθηκε δύναμη να φυσήξει πνεύμα πάνω στην εικόνα του θηρίου, να της δώκει λαλιά, κι όσοι δεν πέφτουν να προσκυνήσουν να βρίσκουν το θάνατο.
Τέλος, καταφέρνει όλους μικρούς και μεγάλους πλούσιους και φτωχούς δούλους κι ελεύθερους να χαράξουνε πάνω στο δεξί τους χέρι και πάνω στο μέτωπό τους ένα σημάδι
έτσι που να ξεχωρίζουν και κανείς πια να μην μπορεί μήτε νʼ αγοράσει μήτε να πουλήσει εξόν κι αν έχει τη χαραγματιά αυτή με τʼ όνομα του θηριού ή με τον αριθμό του.
Όμως εδώ χρειάζεται πάλι μυαλό να λογαριάσεις τον αριθμό του θηρίου. που είναι αριθμός ανθρώπου. ο αριθμός εξακόσια εξήντα έξι.
Ύστερʼ απʼ όλα αυτά γυρίζω να δω – και τι βλέπω; Το Αρνί, να στέκεται πάνω στο όρος Σιών. κι από κοντά του, εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι με γραμμένο τʼ όνομά του καθώς και τʼ όνομα του πατέρα του στα μέτωπά τους.
ενώ άκουσα να μου ʽρχεται από τον ουρανό μια φωνή σαν από πολλά νερά τρεχούμενα και σαν από βρόντισμα μεγάλο μια φωνή που έμοιαζε ωστόσο και με τη φωνή που ʽχουν όσοι παίζουν και τραγουδούν με την κιθάρα τους.
Οπού αρχινούν μπροστά στο θρόνο και μπροστά στα τέσσερα ζώα και σʼ όλους τους πρεσβυτέρους ένα καινούριο τραγούδι που κανείς άλλος να μην μπορεί να το μάθει παρεχτός οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες που ξαγοράστηκαν από τη γης.
Είναι αυτοί που δεν πήγανε ποτέ να μαγαρίσουνε με γυναίκα. οι παρθένοι. και ακολουθούνε πίσω από το Αρνί όπου πάει. Ξαγοράστηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους για τον Θεό και για το Αρνί όπως οι καρποί από τα πρώτα γεννήματα.
και ψέμα ποτέ δεν εστάθηκε πάνω στα χείλη τους. οι άμωμοι.
Έπειτα είδα έναν άλλον άγγελο που πετούσε μεσούρανα και κρατούσε το ευαγγέλιο το αιώνιο για να ευαγγελίσει σʼ αυτούς που ζούνε στη γης κι είναι από κάθε λογής λαούς γλώσσες φυλές έθνη.
κι έλεγε ο άγγελος με δυνατή φωνή: «με το φόβο του Θεού να ζείτε και να τον δοξολογάτε. τι εσήμανε η ώρα της Κρίσεως. προσκυνάτε τον αυτόν που έπλασε ουρανό και γης και πηγές και θάλασσες.»
Και ο άλλος άγγελος που ακολουθούσε: «πάει, πάει, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη που με τʼ αψύ κρασί της πορνείας της πότισε όλα τα έθνη.»
Κι ένας τρίτος άγγελος που ακολουθούσε: «να το ξέρει κείνος που προσκυνά το θηρίο και την εικόνα του κι έχει στο μέτωπο ή στο χέρι το δεξί χαραγμένα τα σημάδια του:
θα πιεί κι εκείνος από το κρασί της οργής του Θεού το άκρατο, που ʽναι γιομάτο το ποτήρι του. Στη φωτιά και στο θειάφι θα βασανιστεί μπροστά στο Αρνί και στη σύναξη των αγίων αγγέλων του.
που ο καπνός από τον τέτοιο βασανισμό ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων κι αναπαμό δε βρίσκουνε μέρα – νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και την εικόνα του κι έχουν σημαδευτεί με τʼ όνομά του.
Τέτοιας λογής είναι η υπομονή των αγίων οπού φυλάγουνε τις εντολές του Θεού και την πίστη του Ιησού.»
Μια φωνή τ
ότες άκουσα να μου λέει από τον ουρανό: «γράψε τα αυτά: μακάριοι όσοι πέσουν νεκροί στο όνομα του Κυρίου. Αυτοί θα βρουν, λέει το Πνεύμα, την ανάπαυση την αιώνια. και τα έργα τους μάρτυρες θα ʽναι.»
Και ξάφνου να ένα σύννεφο άσπρο. και πάνω του καθισμένος ένας, απαράλλαχτος θα ʽλεγες ο Υιός του ανθρώπου, φορώντας χρυσό στεφάνι στην κεφαλή και στο χέρι κρατώντας δρεπάνι κοφτερό.
Βγαίνει ένας άλλος άγγελος από το ναό και φωνάζει μʼ όλη του τη δύναμη σʼ εκείνον που καθότανε στο σύννεφο: «έλα, φέρε το δρεπάνι σου να θερίσεις. Τι έφτασε η ώρα του θερισμού και της γης τα σπαρτά ξεράθηκαν όλα.»
Οπού ρίχνει το δρεπάνι του στη γης εκείνος που καθότανε πάνω στο σύννεφο. και η γης μεμιάς θερίστηκε.
Ύστερα βγήκε από το ναό που ʽναι στον ουρανό ένας άλλος άγγελος κρατώντας κι εκείνος δρεπάνι κοφτερό.
Κι άλλος άγγελος από το θυσιαστήριο – ταγμένος αυτός για να φροντίζει τη φωτιά – του φώναξε: «ρίξε το δρεπάνι σου το κοφτερό κι από τʼ αμπέλι της γης τρύγησε τα κλήματα. ότι γούρμασαν τα σταφύλια του.»
Πραγματικά έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του, τρύγησε τʼ αμπέλι της γης και σώρεψε τα σταφύλια στο πατητήρι του θυμού του Θεού το μεγάλο.
Αυτά όλα έγιναν έξω από την πολιτεία όπου έβλεπες να τρέχει από το πατητήρι τόσο πολύ αίμα που να φτάνει ως τα χαλινάρια των αλόγων κάπου χίλια εξακόσια στάδια μακριά.
Και ξανά βλέπω στον ουρανό άλλο σημάδι μεγάλο και θαυμαστό. Βλέπω εφτά αγγέλους να κρατάνε τις ύστερες εφτά πληγές που μ’ αυτές αποσώνεται ο θυμός του Θεού.
Βλέπω μια θάλασσα θα ‘λεγες από φωτιά και γυαλί ανακατωμένα. και πάνω σ’ αυτήν τη γυάλινη θάλασσα να στέκουν κρατώντας κιθάρα θεϊκή όλοι εκείνοι που ‘χανε νικήσει το θηρίο και την εικόνα του και τον αριθμό του ονόματός του.
και να ψέλνουν την ωδή του δούλου του Θεού Μωυσή και την ωδή του Αρνιού που λέει: «μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ. δίκαιες και αληθινές αι οδοί σου ο Βασιλεύς των εθνών.
ποιος δε θα νιώσει δέος και δε θ’ αναπέμψει δόξα στο όνομά σου, Κύριε; Συ είσαι ο μόνος όσιος και τα έθνη όλα θα ‘ρθουν να προσκυνήσουν τώρα που η δικαιοσύνη σου φανερώθηκε πια.»
Ύστερα είδα στους ουρανούς ν’ ανοίγει ο ναός που είναι η Σκηνή του Μαρτυρίου και να βγαίνουν από μέσα του οι εφτά άγγελοι κείνοι που κρατούσανε τις εφτά πληγές ντυμένοι με καθάριο λινό ύφασμα που άστραφτε. και η μέση τους αψηλά ζωσμένη με ζώνη χρυσή.
Δίνει τότε το ένα από τα τέσσερα ζώα στους εφτά αγγέλους, εφτά κούπες χρυσές γιομάτες από το θυμό του Θεού που ζει στους αιώνες των αιώνων.
Οπού φλόμωσε ο ναός από τον καπνό της δόξας και της δύναμης του Θεού. και δεν μπορούσε κανείς να μπει στο ναό προτού αποσωθούν οι εφτά πληγές οπού κρατούσανε οι άγγελοι οι εφτά.
Ύστερα μια φωνή δυνατή άκουσα να βγαίνει από το ναό και να λέει στους εφτά αγγέλους: «αμέτε ν’ αδειάσετε πάνω στη γης τις εφτά κούπες της οργής του Θεού.»
Και πηγαίνει ευθύς ο πρώτος κι αδειάζει την κούπα του στη γης. οπού θωρούσες πάνω σ’ όλους εκείνους που ‘χανε το σημάδι του θηρίου και προσκυνούσανε την εικόνα του να βγαίνει ένα πρήξιμο κακό και θυμωμένο.
Και συνέχεια πήγε ο δεύτερος άγγελος και άδειασε την κούπα του στη θάλασσα. που την είδες να γιομίζει σκοτωμένο αίμα η θάλασσα και κάθε ψυχή μέσα της να χάνεται.
Ο τρίτος άδειασε την κούπα του στα ποτάμια και στις νερομάνες. οπού έγιναν κι εκείνα αίμα.
Και άκουσα τότε τον άγγελο των νερών να λέει: «δίκαιος είσαι συ ο Ων ο Ην ο Όσιος που ‘δειξες τέτοια κρίση.
αυτοίνοι χύσανε το αίμα των προφητών και αγίων. το λοιπόν κι εσύ τους έδωκες να πιουν αίμα. Τέτοιο τους άξιζε.»
Ύστερα ήρθε άλλη φωνή από το θυσιαστήριο: «ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρας. η κρίση σου είναι και δίκαιη και αληθινή.»
Ο τέταρτος άδειασε την κούπα του πάνω στον ήλιο. που έτσι του δόθηκε η δύναμη να κατακάψει τους ανθρώπους με φωτιά.
Κι αλήθεια με το που τους άρπαξε η φωτιά και τους κατάκαψε αρχινήσανε οι άνθρωποι να βλαστημούνε τ’ όνομα του Θεού που όριζε τις πληγές. όμως μήτε μετάνοια δείξανε μήτε Θεό δοξολογήσανε.
Ήρθε κατόπιν ο πέμπτος και άδειασε την κούπα του πάνω στο θρόνο του θηρίου. και μεμιάς σκοτείνιασε η βασιλεία του. δαγκώνανε τη γλώσσα τους όλοι τους από τον πολύ πόνο
και δωσ’ του βλαστημούσανε τον Θεό τ’ ουρανού επειδή πονούσανε κι είχανε γεμίσει εμπυασμένες πληγές. όμως μετάνοια καμιά για τα έργα τους.
Ο έκτος άδειασε την κούπα του στον μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη με τ’ όνομα. οπού το νερό του ευθύς εστέρεψε. κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τους βασιλιάδες της Ανατολής.
Τότε είδα να βγαίνουν από το στόμα του δράκοντα και από το στόμα του θηρίου και από το στόμα του ψευδοπροφήτη, τρία πνεύματα σιχαμερά σαν τα βατράχια.
πνεύματα δαιμονικά που κάνουν του κόσμου τα καμώματα με το σκοπό να συνάξουν όλης της οικουμένης τους βασιλιάδες στον πόλεμο που μέλλει να γίνει όταν η μέρα η μεγάλη του Θεού του παντοκράτορα σημάνει.
Και ιδού εγώ που έρχομαι σαν τον κλέφτη. μακάριος ο που μένει άγρυπνος και ο που φυλάει τα ρούχα του μήπως και στενευτεί μια μέρα από την ανάγκη να ‘βγει έξω γυμνός και να θωρούνε οι άλλοι τη γύμνια του.
Και τους εσύναξε όλους σ’ έναν τόπο που τόνε λένε στη γλώσσα την οβραίικη Αρμαγεδών.
Τέλος ο έβδομος άγγελος άδειασε στα ύστερα κι εκείνος την κούπα του στους αιθέρες. οπού αντήχησε μια μεγάλη φωνή από το ναό κι από το θρόνο που ‘λεγε: «Ό,τι ήταν να γίνει έγινε!»
Παρευθύς άστραψε κι εβρόντηξε και σεισμός μεγάλος έπιασε. τέτοιος μεγάλος σεισμός δεν ματάγινε από τότες που φάνηκε ο άνθρωπος πάνω στη γης.
Έβλεπες την πολιτεία ν’ ανοίγει και να γίνεται τρία κομμάτια. και οι πολιτείες οι άλλες των εθνών κι αυτές να σωριάζονται συντρίμμια. Τότες ανανογήθηκε ο Θεός να δώσει στη Βαβυλώνα τη μεγάλη το ποτήρι το γιομάτο από το κρασί της όργητάς του.
Και δεν έμεινε νησί στη θέση του. τα βουνά χάνονταν κι εκείνα μες στους αιθέρες.
μόνο χαλάζι χοντρό ίσαμε ένα τάλαντο αρχίνησε να πέφτει ψηλά πάνω στους ανθρώπους. και βλαστήμησαν οι άνθρωποι τον Θεό για το κακό που τους έκανε το χαλάζι. που ήτανε πραγματικά φοβερό.
Σίμωσε ύστερα να μου μιλήσει ένας από τους αγγέλους που σήκωναν τις εφτά κούπες: «έλα», μου είπε, «να σου δείξω το τι κρίθηκε για την πόρνη τη μεγάλη οπού θρονιάζει πάνου στα νερά
και που με δαύτην ξεμυαλίστηκαν οι βασιλιάδες της γης κι όχι μόνο αλλά και οι κάτοικοι της γης που μεθύσανε από το κρασί της πορνείας της.»
Τότε ήταν που με συνεπήρε το πνεύμα και με πήγε σε τόπο έρημο. Είδα καθισμένη πάνω σ’ ένα κόκκινο θηρίο μια γυναίκα. Κι ήτανε το θηρίο γιομάτο λόγια βλάστημα. Κι είχε δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια.
Η γυναίκα ήταν ντυμένη στα πορφυρά και στα κόκκινα, παστωμένη στα μαλάματα και στα μαργαριτάρια. Κρατούσε στα χέρια της ένα ποτήρι χρυσό γιομάτο από τις μαγαρισιές της πορνείας της.
και στο μέτωπό της επάνω θωρούσες μια γραφή που λεγε: «ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ Η ΜΗΤΗΡ ΤΩΝ ΠΟΡΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΔΕΛΥΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ.
Είδα τότε τη γυναίκα να πίνει και να μεθάει από το αίμα των αγίων και των μαρτύρων του Ιησού. και θωρώντας την απόμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα
οπόταν μου λέει ο άγγελος: «ε, τι κάνεις έτσι; Περίμενε και θα σου εξηγήσω τι σημαίνει το μυστήριο του θηρίου με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα. καθώς και το μυστήριο της γυναίκας που κάθεται πάνω στη ράχη του.
Το θηρίο που είδες ήταν, αλλά δεν είναι πια. μια μέρα θ’ ανέβει πάλι από την άβυσσο μα θα ‘ναι για το χαμό του. Και οι κάτοικοι της γης (αυτοί όλοι που τ’ όνομά τους δε βρίσκεται από καταβολής κόσμου καταγραμμένο στα βιβλία της ζωής) θα σαστίσουνε βλέποντας το θηρίο που ήταν αλλά δεν είναι πια, μέλλει όμως να ξανάναι μια μέρα.
Εδώ χρειάζεται πάλι μυαλό να λογαριάσεις. Τα εφτά κεφάλια είναι τα εφτά ψηλώματα όπου πάνω τους κάθεται η γυναίκα. κι είναι επίσης οι εφτά βασιλιάδες.
που απ’ αυτούς οι πέντε χάθηκαν – ο έκτος υπάρχει ακόμη, και ο άλλος, ο έβδομος, δεν έφτασε αλλά όπου να ‘ναι φτάνει. κι όταν φτάσει θα χρειαστεί να μείνει λίγο καιρό.
Το θηρίο που ήταν αλλά δεν είναι πια – εκείνο είναι ο όγδοος, πάει να πει ένας από τους εφτά που κι αυτός πάει γυρεύοντας τον χαμό του.
και τα δέκα κέρατα που είδες είναι οι δέκα βασιλιάδες που δεν ήρθε η σειρά τους να βασιλέψουν. όμως θα βασιλέψουν για μια ώρα μαζί με το θηρίο
μιας που τα ‘χουνε συμφωνημένα κάθε δύναμη κι εξουσία τους να την παραχωρήσουνε στο θηρίο.
Αυτοίνοι είναι που θ’ ανοίξουνε πόλεμο με τ’ Αρνί. και τ’ Αρνί θα τους νικήσει. ότι το Αρνί είναι ο Κύριος των Κυρίων και ο Βασιλεύς των Βασιλέων. κι όσοι μαζί του κλητοί κι εκλεκτοί και πιστοί.»
Μου λέει ακόμη: «τα νερά όπου είδες να κάθεται στην όχθη η γυναίκα η πόρνη ξέρεις τι είναι; Είναι οι λαοί και τα έθνη και οι γλώσσες και τα πλήθη.
Και τα δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο θα την εχθρευτούνε την πόρνη και θα την ξεγυμνώσουν και θα τη ρημάξουν. θα χορτάσουνε από τις σάρκες της κι απέ θα της βάλουνε φωτιά να τήνε κάψουν.
επειδής ο Θεός τους έκανε να νιώθουν έτσι που να παγαίνουν κατά τη γνώμη του. να μονιάσουν αναμεταξύ τους πρώτα και να δώσουν τη βασιλεία στο θηρίο εωσότου η ώρα σημάνει να βγουν τα λόγια του Θεού αληθινά.
Και η γυναίκα που είδες είναι η πολιτεία η μεγάλη ρήγισσα των ρ
ηγάδων όλης της γης.»
Βλέπω μια θάλασσα θα ‘λεγες από φωτιά και γυαλί ανακατωμένα. και πάνω σ’ αυτήν τη γυάλινη θάλασσα να στέκουν κρατώντας κιθάρα θεϊκή όλοι εκείνοι που ‘χανε νικήσει το θηρίο και την εικόνα του και τον αριθμό του ονόματός του.
και να ψέλνουν την ωδή του δούλου του Θεού Μωυσή και την ωδή του Αρνιού που λέει: «μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ. δίκαιες και αληθινές αι οδοί σου ο Βασιλεύς των εθνών.
ποιος δε θα νιώσει δέος και δε θ’ αναπέμψει δόξα στο όνομά σου, Κύριε; Συ είσαι ο μόνος όσιος και τα έθνη όλα θα ‘ρθουν να προσκυνήσουν τώρα που η δικαιοσύνη σου φανερώθηκε πια.»
Ύστερα είδα στους ουρανούς ν’ ανοίγει ο ναός που είναι η Σκηνή του Μαρτυρίου και να βγαίνουν από μέσα του οι εφτά άγγελοι κείνοι που κρατούσανε τις εφτά πληγές ντυμένοι με καθάριο λινό ύφασμα που άστραφτε. και η μέση τους αψηλά ζωσμένη με ζώνη χρυσή.
Δίνει τότε το ένα από τα τέσσερα ζώα στους εφτά αγγέλους, εφτά κούπες χρυσές γιομάτες από το θυμό του Θεού που ζει στους αιώνες των αιώνων.
Οπού φλόμωσε ο ναός από τον καπνό της δόξας και της δύναμης του Θεού. και δεν μπορούσε κανείς να μπει στο ναό προτού αποσωθούν οι εφτά πληγές οπού κρατούσανε οι άγγελοι οι εφτά.
Ύστερα μια φωνή δυνατή άκουσα να βγαίνει από το ναό και να λέει στους εφτά αγγέλους: «αμέτε ν’ αδειάσετε πάνω στη γης τις εφτά κούπες της οργής του Θεού.»
Και πηγαίνει ευθύς ο πρώτος κι αδειάζει την κούπα του στη γης. οπού θωρούσες πάνω σ’ όλους εκείνους που ‘χανε το σημάδι του θηρίου και προσκυνούσανε την εικόνα του να βγαίνει ένα πρήξιμο κακό και θυμωμένο.
Και συνέχεια πήγε ο δεύτερος άγγελος και άδειασε την κούπα του στη θάλασσα. που την είδες να γιομίζει σκοτωμένο αίμα η θάλασσα και κάθε ψυχή μέσα της να χάνεται.
Ο τρίτος άδειασε την κούπα του στα ποτάμια και στις νερομάνες. οπού έγιναν κι εκείνα αίμα.
Και άκουσα τότε τον άγγελο των νερών να λέει: «δίκαιος είσαι συ ο Ων ο Ην ο Όσιος που ‘δειξες τέτοια κρίση.
αυτοίνοι χύσανε το αίμα των προφητών και αγίων. το λοιπόν κι εσύ τους έδωκες να πιουν αίμα. Τέτοιο τους άξιζε.»
Ύστερα ήρθε άλλη φωνή από το θυσιαστήριο: «ναι, Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρας. η κρίση σου είναι και δίκαιη και αληθινή.»
Ο τέταρτος άδειασε την κούπα του πάνω στον ήλιο. που έτσι του δόθηκε η δύναμη να κατακάψει τους ανθρώπους με φωτιά.
Κι αλήθεια με το που τους άρπαξε η φωτιά και τους κατάκαψε αρχινήσανε οι άνθρωποι να βλαστημούνε τ’ όνομα του Θεού που όριζε τις πληγές. όμως μήτε μετάνοια δείξανε μήτε Θεό δοξολογήσανε.
Ήρθε κατόπιν ο πέμπτος και άδειασε την κούπα του πάνω στο θρόνο του θηρίου. και μεμιάς σκοτείνιασε η βασιλεία του. δαγκώνανε τη γλώσσα τους όλοι τους από τον πολύ πόνο
και δωσ’ του βλαστημούσανε τον Θεό τ’ ουρανού επειδή πονούσανε κι είχανε γεμίσει εμπυασμένες πληγές. όμως μετάνοια καμιά για τα έργα τους.
Ο έκτος άδειασε την κούπα του στον μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη με τ’ όνομα. οπού το νερό του ευθύς εστέρεψε. κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τους βασιλιάδες της Ανατολής.
Τότε είδα να βγαίνουν από το στόμα του δράκοντα και από το στόμα του θηρίου και από το στόμα του ψευδοπροφήτη, τρία πνεύματα σιχαμερά σαν τα βατράχια.
πνεύματα δαιμονικά που κάνουν του κόσμου τα καμώματα με το σκοπό να συνάξουν όλης της οικουμένης τους βασιλιάδες στον πόλεμο που μέλλει να γίνει όταν η μέρα η μεγάλη του Θεού του παντοκράτορα σημάνει.
Και ιδού εγώ που έρχομαι σαν τον κλέφτη. μακάριος ο που μένει άγρυπνος και ο που φυλάει τα ρούχα του μήπως και στενευτεί μια μέρα από την ανάγκη να ‘βγει έξω γυμνός και να θωρούνε οι άλλοι τη γύμνια του.
Και τους εσύναξε όλους σ’ έναν τόπο που τόνε λένε στη γλώσσα την οβραίικη Αρμαγεδών.
Τέλος ο έβδομος άγγελος άδειασε στα ύστερα κι εκείνος την κούπα του στους αιθέρες. οπού αντήχησε μια μεγάλη φωνή από το ναό κι από το θρόνο που ‘λεγε: «Ό,τι ήταν να γίνει έγινε!»
Παρευθύς άστραψε κι εβρόντηξε και σεισμός μεγάλος έπιασε. τέτοιος μεγάλος σεισμός δεν ματάγινε από τότες που φάνηκε ο άνθρωπος πάνω στη γης.
Έβλεπες την πολιτεία ν’ ανοίγει και να γίνεται τρία κομμάτια. και οι πολιτείες οι άλλες των εθνών κι αυτές να σωριάζονται συντρίμμια. Τότες ανανογήθηκε ο Θεός να δώσει στη Βαβυλώνα τη μεγάλη το ποτήρι το γιομάτο από το κρασί της όργητάς του.
Και δεν έμεινε νησί στη θέση του. τα βουνά χάνονταν κι εκείνα μες στους αιθέρες.
μόνο χαλάζι χοντρό ίσαμε ένα τάλαντο αρχίνησε να πέφτει ψηλά πάνω στους ανθρώπους. και βλαστήμησαν οι άνθρωποι τον Θεό για το κακό που τους έκανε το χαλάζι. που ήτανε πραγματικά φοβερό.
Σίμωσε ύστερα να μου μιλήσει ένας από τους αγγέλους που σήκωναν τις εφτά κούπες: «έλα», μου είπε, «να σου δείξω το τι κρίθηκε για την πόρνη τη μεγάλη οπού θρονιάζει πάνου στα νερά
και που με δαύτην ξεμυαλίστηκαν οι βασιλιάδες της γης κι όχι μόνο αλλά και οι κάτοικοι της γης που μεθύσανε από το κρασί της πορνείας της.»
Τότε ήταν που με συνεπήρε το πνεύμα και με πήγε σε τόπο έρημο. Είδα καθισμένη πάνω σ’ ένα κόκκινο θηρίο μια γυναίκα. Κι ήτανε το θηρίο γιομάτο λόγια βλάστημα. Κι είχε δέκα κέρατα κι εφτά κεφάλια.
Η γυναίκα ήταν ντυμένη στα πορφυρά και στα κόκκινα, παστωμένη στα μαλάματα και στα μαργαριτάρια. Κρατούσε στα χέρια της ένα ποτήρι χρυσό γιομάτο από τις μαγαρισιές της πορνείας της.
και στο μέτωπό της επάνω θωρούσες μια γραφή που λεγε: «ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ Η ΜΗΤΗΡ ΤΩΝ ΠΟΡΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΔΕΛΥΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ.
Είδα τότε τη γυναίκα να πίνει και να μεθάει από το αίμα των αγίων και των μαρτύρων του Ιησού. και θωρώντας την απόμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα
οπόταν μου λέει ο άγγελος: «ε, τι κάνεις έτσι; Περίμενε και θα σου εξηγήσω τι σημαίνει το μυστήριο του θηρίου με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα. καθώς και το μυστήριο της γυναίκας που κάθεται πάνω στη ράχη του.
Το θηρίο που είδες ήταν, αλλά δεν είναι πια. μια μέρα θ’ ανέβει πάλι από την άβυσσο μα θα ‘ναι για το χαμό του. Και οι κάτοικοι της γης (αυτοί όλοι που τ’ όνομά τους δε βρίσκεται από καταβολής κόσμου καταγραμμένο στα βιβλία της ζωής) θα σαστίσουνε βλέποντας το θηρίο που ήταν αλλά δεν είναι πια, μέλλει όμως να ξανάναι μια μέρα.
Εδώ χρειάζεται πάλι μυαλό να λογαριάσεις. Τα εφτά κεφάλια είναι τα εφτά ψηλώματα όπου πάνω τους κάθεται η γυναίκα. κι είναι επίσης οι εφτά βασιλιάδες.
που απ’ αυτούς οι πέντε χάθηκαν – ο έκτος υπάρχει ακόμη, και ο άλλος, ο έβδομος, δεν έφτασε αλλά όπου να ‘ναι φτάνει. κι όταν φτάσει θα χρειαστεί να μείνει λίγο καιρό.
Το θηρίο που ήταν αλλά δεν είναι πια – εκείνο είναι ο όγδοος, πάει να πει ένας από τους εφτά που κι αυτός πάει γυρεύοντας τον χαμό του.
και τα δέκα κέρατα που είδες είναι οι δέκα βασιλιάδες που δεν ήρθε η σειρά τους να βασιλέψουν. όμως θα βασιλέψουν για μια ώρα μαζί με το θηρίο
μιας που τα ‘χουνε συμφωνημένα κάθε δύναμη κι εξουσία τους να την παραχωρήσουνε στο θηρίο.
Αυτοίνοι είναι που θ’ ανοίξουνε πόλεμο με τ’ Αρνί. και τ’ Αρνί θα τους νικήσει. ότι το Αρνί είναι ο Κύριος των Κυρίων και ο Βασιλεύς των Βασιλέων. κι όσοι μαζί του κλητοί κι εκλεκτοί και πιστοί.»
Μου λέει ακόμη: «τα νερά όπου είδες να κάθεται στην όχθη η γυναίκα η πόρνη ξέρεις τι είναι; Είναι οι λαοί και τα έθνη και οι γλώσσες και τα πλήθη.
Και τα δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο θα την εχθρευτούνε την πόρνη και θα την ξεγυμνώσουν και θα τη ρημάξουν. θα χορτάσουνε από τις σάρκες της κι απέ θα της βάλουνε φωτιά να τήνε κάψουν.
επειδής ο Θεός τους έκανε να νιώθουν έτσι που να παγαίνουν κατά τη γνώμη του. να μονιάσουν αναμεταξύ τους πρώτα και να δώσουν τη βασιλεία στο θηρίο εωσότου η ώρα σημάνει να βγουν τα λόγια του Θεού αληθινά.
Και η γυναίκα που είδες είναι η πολιτεία η μεγάλη ρήγισσα των ρ
ηγάδων όλης της γης.»