Η Παναγία εις την Νεοελληνικήν Ποίησιν
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Η Παναγία εις την Νεοελληνικήν Ποίησιν
Τα κειμενο που θα ακολουθησει ειναι παρμενο απο την σελιδα myriobiblos.gr απο τον Γεώργιο Θ. Ζώρα
Ελληνική Δημιουργία, αρ. 61, 1950
Ασχολούμενος άλλοτε με το θέμα της Παναγίας και της συλλογής «Άνθη ευλαβείας» (1) έγραφα ότι, η Παρθένος, η γλυκεία μήτηρ του Θεανθρώπου, σύμβολον αγιωσύνης και αγνότητος, αλλά ταυτοχρόνως και μητρικής αγάπης και πόνου, απετέλεσεν εις όλας τας εποχάς θέμα ιδιαιτέρως προσφιλές εις τους ποιητάς, από των πρώτων χριστιανικών χρόνων μέχρι της εποχής μας, και εις την ορθόδοξον Ανατολήν και εις την καθολικήν Δύσιν.
Εις την φιλολογίαν αυτήν, την πρώτην θέσιν κατέχει αναμφιβόλως η βυζαντινή υμνογραφία. Ουδέποτε άλλοτε η μορφή της Θεοτόκου εύρε τόσον υψηλόν, τόσον λυρικόν και τόσον εμπνευσμένον από βαθυτάτην πίστιν ύμνον:
Χαίρε, διʼ ης η χαρά εκλάμψει,
Χαίρε, διʼ ης η αρά εκλείψει…
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς,
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς…
θα ψάλλουν προς την Θεομήτορα οι απελευθερωθέντες εκ του εχθρικού κινδύνου Βυζαντινοί, ο δε νεώτερος Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποιήσεως, Ρωμανός ο Μελωδός, θα υμνήση κατά τον συγκινητικώτερον τρόπον τον πόνον της δυστυχούς Μητρός, ήτις βλέπει αγόμενον εις τον βωμόν του μαρτυρίου και της θυσίας το ίδιον αυτής τέκνον:
Τον ίδιον άρνα
η αμνάς θεωρούσα
προς σφαγήν ελκόμενον
ηκολούθη Μαρία
τρυχομένη
μεθʼ ετέρων γυναικών
Και εις τας επομένας εποχάς, η ελληνική μούσα δεν έπαυσε να αφιερώνη εις την Θεοτόκον ωραιοτάτους στίχους πλήρεις αγάπης, θαυμασμού και ικεσίας, πολλά δε ποιήματα εγράφησαν εις δόξαν της Παρθένου είτε κατʼ απομίμησιν των «Χαιρετισμών», είτε και όλως πρωτότυπα.
Ελληνική Δημιουργία, αρ. 61, 1950
Ασχολούμενος άλλοτε με το θέμα της Παναγίας και της συλλογής «Άνθη ευλαβείας» (1) έγραφα ότι, η Παρθένος, η γλυκεία μήτηρ του Θεανθρώπου, σύμβολον αγιωσύνης και αγνότητος, αλλά ταυτοχρόνως και μητρικής αγάπης και πόνου, απετέλεσεν εις όλας τας εποχάς θέμα ιδιαιτέρως προσφιλές εις τους ποιητάς, από των πρώτων χριστιανικών χρόνων μέχρι της εποχής μας, και εις την ορθόδοξον Ανατολήν και εις την καθολικήν Δύσιν.
Εις την φιλολογίαν αυτήν, την πρώτην θέσιν κατέχει αναμφιβόλως η βυζαντινή υμνογραφία. Ουδέποτε άλλοτε η μορφή της Θεοτόκου εύρε τόσον υψηλόν, τόσον λυρικόν και τόσον εμπνευσμένον από βαθυτάτην πίστιν ύμνον:
Χαίρε, διʼ ης η χαρά εκλάμψει,
Χαίρε, διʼ ης η αρά εκλείψει…
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς,
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς…
θα ψάλλουν προς την Θεομήτορα οι απελευθερωθέντες εκ του εχθρικού κινδύνου Βυζαντινοί, ο δε νεώτερος Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποιήσεως, Ρωμανός ο Μελωδός, θα υμνήση κατά τον συγκινητικώτερον τρόπον τον πόνον της δυστυχούς Μητρός, ήτις βλέπει αγόμενον εις τον βωμόν του μαρτυρίου και της θυσίας το ίδιον αυτής τέκνον:
Τον ίδιον άρνα
η αμνάς θεωρούσα
προς σφαγήν ελκόμενον
ηκολούθη Μαρία
τρυχομένη
μεθʼ ετέρων γυναικών
Και εις τας επομένας εποχάς, η ελληνική μούσα δεν έπαυσε να αφιερώνη εις την Θεοτόκον ωραιοτάτους στίχους πλήρεις αγάπης, θαυμασμού και ικεσίας, πολλά δε ποιήματα εγράφησαν εις δόξαν της Παρθένου είτε κατʼ απομίμησιν των «Χαιρετισμών», είτε και όλως πρωτότυπα.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Μεταξύ των ποιημάτων τούτων ιδιαιτέρας μνείας είναι άξια, τα στιχουργήματα τα περιεχόμενα εις μίαν ιδιόρρυθμον συλλογήν, γνωστήν υπό τον τίτλον «Άνθη ευλαβείας» (2), οφειλομένην εις τους τροφίμους του γνωστού Φλαγγινικού ιεροδιδασκαλείου, το οποίον είχεν ιδρυθή εις Ενετίαν με κληροδότημα του Θωμά Φλαγγίνου και του οποίου η λειτουργία ήρχισεν από το έτος 1664.
Εις την συλλογήν ταύτην. της οποίας ο πλήρης τίτλος είναι «Άνθη ευλαβείας, εκχυθέντα εις την πανένδοξον μετάστασιν της Θεομήτορος Μαρίας παρά τινων του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου τροφίμων τε και σπουδαίων, επιστασία και επανορθώσει του πολυμαθεστάτου αυτής ιεροδιδασκάλου Ιωάννου Πατούσα του εξ Αθηνών Γυμνασιάρχου του ρηθέντος φροντιστηρίου και πανευλαβώς αφιερωθέντα τω Πανιερωτάτω και Σοφωτάτω Κω Κω Μελετίω Τυπάλδω Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Υπερτίμω και Εξάρχω πάσης Λυδίας και των εν ταις κλειναίς Ενετίαις Ελλήνων αξιοπρεπεστάτω προέδρω –Ενετίησιν αψη» (1708), δημοσιεύονται πεζογραφήματα και ποιήματα αφιερωμένα, κατά το πλείστον, εις την Παναγίαν. Πρόκειται περί έργων, αν όχι εξαιρετικής σημασίας πάντως αξιολόγων, ιδία όσον αφορά εις την πρωτοτυπίαν και τον χρόνον της συνθέσεως αυτών, περί των οποίων ο Δημαράς γράφει τα εξής: «Πολλή τέχνη, αλλά και πραγματική ποιητική εμπνεύση επεξεργάζονται τα ποιήματα αυτά, που αποτελούν την πρώτη μεγάλη επίτευξη ύστερʼ από τα χρόνια της Κρήτης. Είναι πραγματικά άνθη μέ όλο το άρωμά τους, με τη γοητεία των ποικίλων χρωμάτων τους· αλλʼ άνθη φυτεμένα μέσα σʼ ένα θερμοκήπιο: αν δένουν με τα περασμένα όμως δεν δημιουργούν προηγούμενο, Η εμφάνισή τους έχει κάτι τεχνητό, που φανερώνεται όχι μόνο στην κατασκευή τους, αλλά και στο γεγονός ότι έμειναν χωρίς συνέχεια» (3).
Ιδού εν δεκατετράστιχον της συλλογής, το οποίον οφείλεται εις τον Αντώνιον Στρατηγόν, λόγιον καταγόμενον μεν εκ Κρήτης, γεννηθέντα δε εις Κέρκυραν, και έχει τον τίτλον: «Ότι ο θάνατος της Θεομήτορος εστάθη θεϊκή αγάπη»:
Είχε λάμψʼ η αυγή, εις την οποίαν
ώρισεν ο Θεός νʼ αποσηκώση
στʼ άστρα από τον κόσκον την Μαρίαν
κι ως Κυράν του παντός να στεφανώση.
Απείκασεν ευθύς νεύσιν την θείαν
ο έρωτας, γοργά όθεν να σώση
χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν΄
και θάνατον γλυκύν αυτής να δώση.
Τοτʼ ευλαβής, βέλος χρυσόν τεντώνει
κʼ εκείνην την καρδίαν την αναμμένην
με φλογές θεϊκές γλυκά πληγώνει.
Αν η κόρη νεαρά ετζʼ απομένη
τούτο τον νουν της ας μη θολώνη
γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει.
Ιδού και δεύτερον δεκατετράστιχον εκ της ιδίας συλλογής, το οποίον έγραψεν ο εκ Κεφαλληνίας ιεροδιάκονος Φραγκίσκος Κολουμπής, φέρει δε τον τίτλον «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου»:
Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.
Τούτα βλέπουσʼ η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω ʽγω χωρίς εσένα;»
Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.
Κιʼ εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.(4)
Και η δημοτική μούσα έχει επίσης αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν. Εκτός από το γνωστόν εκείνο το αναφερόμενον εις την Αγίαν Σοφίαν, εις το οποίον ο λαϊκός ποιητής συνεχίζων την παράδοσιν βλέπει την απελευθέρωσιν του έθνους συνδεομένην με το πρόσωπον της Θεοτόκου, προστάτιδος της Κων/λεως:
Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι εικόνες,
σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς πάλι δικά μας είναι,
και άλλα δημοτικά ποιήματα έχουν ως κεντρικόν πρόσωπον την Παναγίαν, όπως είναι διάφορα καθαρώς θρησκευτικού περιεχομένου, άλλα αναφερόμενα εις θρησκευτικάς εορτάς κ.λ.π. Ιδιαιτέρως αξίζει να αναφέρωμεν εδώ δημώδες ποίημα, φέρον τον τίτλον «το μοιρολόγι της Παναγίας»:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερʼ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κιʼ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τʼ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απʼ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε.»
Η Παναγιά σαν τʼ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε.»
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κʼ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη.
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης.»
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κʼ εμέ διδάσκαλός μου.»
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού ʽναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μονʼ ο Χριστός της μίλησε απʼ τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις.
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μʼ απαντέχης.
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη,»
Το αυτό περιεχόμενον αναφερόμενον εις την θλίψιν της Παναγίας διά την απώλειαν του υιού της, απαντά επίσης και εις τα διάφορα τοπικά δημοτικά τραγούδια, με μικράς ή σημαντικάς παραλλαγάς εις τας λεπτομερείας. Ένα από τα χαρακτηριστικώτερα αυτά ποιήματα, είναι το φέρον τον τίτλον «της Παναγιάς το κλάμα» όπως κυκλοφορεί εις την Κάλυμνον:
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της.
ʽΚουει βροντές, ʽκουει στραπές και ανταρές μεγάλες·
άγια βόδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Κάνει να δη την πόρτα της να δη τη γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τʼ άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τʼ αγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον Άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλαμένον και δαρμένον,
κʼ εκράτει μεσʼ τη χείρα του μανδήλι ματωμένον
κʼ εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του.
Κʼ η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρην γη κορφή, τον ουρανό πατέρα;
Εκεί τον έχουν οι ʽβριοί εξόγκωνα δεμένον ·
σαν κλέπτη τον επιάσανε σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυραννούσι.
Βγάζουν το χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουν του τον βάτον.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιποθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την ʽπηρετούν τρία καννιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κʼ η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
-Ας έλθʼ η Μάρθα η Μαρία και του Λαζάρου η μάννα
και του Προδρόμου η αδελφή και η άλλη η Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρουμε προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σʼ ένα μικρό βρυσάκι.
κι εδίψασεν η Παναγιά ʽσκύψεν να πιη λιγάκι.
Κούει χαλκιά κι εχάλκευε, χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνεις;
-Βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα
κι εγώ τους κάμω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τʼ άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσης,
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε, δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
-Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό, το μέγα,
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανό πατέρα:
Εκεί τον έχουνε οι ʽβριοι εξόγκωνον δεμένον.
Ώρες η Παναγιά ʽκλαιεν, ώρες και μοιρολόγα
στρατί, στρατί το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτʼ τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κʼ έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του ʽβριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κʼ η πόρτα απʼ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρη;
Εκείνος εινʼ ο γιόκας σου και ο μονογενής σου.
Η Παναγιά σαν τʼ άκουσε λιποθυμιά της ήλθε!
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κʼ ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήκηκεν όπου ʽταν σταυρωμένος.
-Μάννα μου, σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλες μάννες·
άμε, μάννα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μαννάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μαννάδες
και τα καλά τʼ αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες.
Μάννα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάνες
τότε και συ μαννούλα μου θα ʽδης χαρές μεγάλες.
Εις την συλλογήν ταύτην. της οποίας ο πλήρης τίτλος είναι «Άνθη ευλαβείας, εκχυθέντα εις την πανένδοξον μετάστασιν της Θεομήτορος Μαρίας παρά τινων του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου τροφίμων τε και σπουδαίων, επιστασία και επανορθώσει του πολυμαθεστάτου αυτής ιεροδιδασκάλου Ιωάννου Πατούσα του εξ Αθηνών Γυμνασιάρχου του ρηθέντος φροντιστηρίου και πανευλαβώς αφιερωθέντα τω Πανιερωτάτω και Σοφωτάτω Κω Κω Μελετίω Τυπάλδω Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Υπερτίμω και Εξάρχω πάσης Λυδίας και των εν ταις κλειναίς Ενετίαις Ελλήνων αξιοπρεπεστάτω προέδρω –Ενετίησιν αψη» (1708), δημοσιεύονται πεζογραφήματα και ποιήματα αφιερωμένα, κατά το πλείστον, εις την Παναγίαν. Πρόκειται περί έργων, αν όχι εξαιρετικής σημασίας πάντως αξιολόγων, ιδία όσον αφορά εις την πρωτοτυπίαν και τον χρόνον της συνθέσεως αυτών, περί των οποίων ο Δημαράς γράφει τα εξής: «Πολλή τέχνη, αλλά και πραγματική ποιητική εμπνεύση επεξεργάζονται τα ποιήματα αυτά, που αποτελούν την πρώτη μεγάλη επίτευξη ύστερʼ από τα χρόνια της Κρήτης. Είναι πραγματικά άνθη μέ όλο το άρωμά τους, με τη γοητεία των ποικίλων χρωμάτων τους· αλλʼ άνθη φυτεμένα μέσα σʼ ένα θερμοκήπιο: αν δένουν με τα περασμένα όμως δεν δημιουργούν προηγούμενο, Η εμφάνισή τους έχει κάτι τεχνητό, που φανερώνεται όχι μόνο στην κατασκευή τους, αλλά και στο γεγονός ότι έμειναν χωρίς συνέχεια» (3).
Ιδού εν δεκατετράστιχον της συλλογής, το οποίον οφείλεται εις τον Αντώνιον Στρατηγόν, λόγιον καταγόμενον μεν εκ Κρήτης, γεννηθέντα δε εις Κέρκυραν, και έχει τον τίτλον: «Ότι ο θάνατος της Θεομήτορος εστάθη θεϊκή αγάπη»:
Είχε λάμψʼ η αυγή, εις την οποίαν
ώρισεν ο Θεός νʼ αποσηκώση
στʼ άστρα από τον κόσκον την Μαρίαν
κι ως Κυράν του παντός να στεφανώση.
Απείκασεν ευθύς νεύσιν την θείαν
ο έρωτας, γοργά όθεν να σώση
χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν΄
και θάνατον γλυκύν αυτής να δώση.
Τοτʼ ευλαβής, βέλος χρυσόν τεντώνει
κʼ εκείνην την καρδίαν την αναμμένην
με φλογές θεϊκές γλυκά πληγώνει.
Αν η κόρη νεαρά ετζʼ απομένη
τούτο τον νουν της ας μη θολώνη
γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει.
Ιδού και δεύτερον δεκατετράστιχον εκ της ιδίας συλλογής, το οποίον έγραψεν ο εκ Κεφαλληνίας ιεροδιάκονος Φραγκίσκος Κολουμπής, φέρει δε τον τίτλον «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου»:
Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.
Τούτα βλέπουσʼ η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω ʽγω χωρίς εσένα;»
Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.
Κιʼ εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.(4)
Και η δημοτική μούσα έχει επίσης αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν. Εκτός από το γνωστόν εκείνο το αναφερόμενον εις την Αγίαν Σοφίαν, εις το οποίον ο λαϊκός ποιητής συνεχίζων την παράδοσιν βλέπει την απελευθέρωσιν του έθνους συνδεομένην με το πρόσωπον της Θεοτόκου, προστάτιδος της Κων/λεως:
Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι εικόνες,
σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς πάλι δικά μας είναι,
και άλλα δημοτικά ποιήματα έχουν ως κεντρικόν πρόσωπον την Παναγίαν, όπως είναι διάφορα καθαρώς θρησκευτικού περιεχομένου, άλλα αναφερόμενα εις θρησκευτικάς εορτάς κ.λ.π. Ιδιαιτέρως αξίζει να αναφέρωμεν εδώ δημώδες ποίημα, φέρον τον τίτλον «το μοιρολόγι της Παναγίας»:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερʼ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κιʼ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τʼ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απʼ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε.»
Η Παναγιά σαν τʼ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε.»
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κʼ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη.
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης.»
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κʼ εμέ διδάσκαλός μου.»
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού ʽναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μονʼ ο Χριστός της μίλησε απʼ τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις.
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μʼ απαντέχης.
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη,»
Το αυτό περιεχόμενον αναφερόμενον εις την θλίψιν της Παναγίας διά την απώλειαν του υιού της, απαντά επίσης και εις τα διάφορα τοπικά δημοτικά τραγούδια, με μικράς ή σημαντικάς παραλλαγάς εις τας λεπτομερείας. Ένα από τα χαρακτηριστικώτερα αυτά ποιήματα, είναι το φέρον τον τίτλον «της Παναγιάς το κλάμα» όπως κυκλοφορεί εις την Κάλυμνον:
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της.
ʽΚουει βροντές, ʽκουει στραπές και ανταρές μεγάλες·
άγια βόδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Κάνει να δη την πόρτα της να δη τη γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τʼ άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τʼ αγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον Άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλαμένον και δαρμένον,
κʼ εκράτει μεσʼ τη χείρα του μανδήλι ματωμένον
κʼ εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του.
Κʼ η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρην γη κορφή, τον ουρανό πατέρα;
Εκεί τον έχουν οι ʽβριοί εξόγκωνα δεμένον ·
σαν κλέπτη τον επιάσανε σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυραννούσι.
Βγάζουν το χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουν του τον βάτον.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιποθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την ʽπηρετούν τρία καννιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κʼ η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
-Ας έλθʼ η Μάρθα η Μαρία και του Λαζάρου η μάννα
και του Προδρόμου η αδελφή και η άλλη η Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρουμε προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σʼ ένα μικρό βρυσάκι.
κι εδίψασεν η Παναγιά ʽσκύψεν να πιη λιγάκι.
Κούει χαλκιά κι εχάλκευε, χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνεις;
-Βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα
κι εγώ τους κάμω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τʼ άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσης,
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε, δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
-Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό, το μέγα,
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανό πατέρα:
Εκεί τον έχουνε οι ʽβριοι εξόγκωνον δεμένον.
Ώρες η Παναγιά ʽκλαιεν, ώρες και μοιρολόγα
στρατί, στρατί το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτʼ τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κʼ έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του ʽβριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κʼ η πόρτα απʼ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρη;
Εκείνος εινʼ ο γιόκας σου και ο μονογενής σου.
Η Παναγιά σαν τʼ άκουσε λιποθυμιά της ήλθε!
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κʼ ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήκηκεν όπου ʽταν σταυρωμένος.
-Μάννα μου, σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλες μάννες·
άμε, μάννα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μαννάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μαννάδες
και τα καλά τʼ αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες.
Μάννα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάνες
τότε και συ μαννούλα μου θα ʽδης χαρές μεγάλες.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Τα πολυάριθμα ποιήματα των νεωτέρων ποιητών μας τα οποία αναφέρονται εις την Παναγίαν δυνάμεθα να διακρίνωμεν, με την σειράν των, εις διαφόρους κατηγορίας, ήτοι τα αποτελούντα προσευχάς, τα συνδεόμενα με πατριωτικά θέματα, τα καθαρώς λυρικά κ.λ.π..
Εις την πρώτην κατηγορίαν, δηλ. τας προσευχάς, ανήκουν διάφορα ποιήματα, είτε αυτοτελή είτε τμήματα μεγαλυτέρων στιχουργημάτων, μερικά δε έχουν καθαρώς σχολικόν χαρακτήρα και χρησιμεύουν ως προσευχή εις τα σχολεία ή διαφόρους άλλας αναλόγους περιπτώσεις.
Τοιούτον ποίημα είναι του Κώστα Πασαγιάννη με τίτλον «Το παιδί στην Παναγία»:
Ψυχούλα αθώα
γονατιστή
σου στέλνω ολόθερμη
μια προσευχή.
Γλυκειά μητέρα
Θεού, Σε κράζω
ελπίδα ανέσπερη
και σε δοξάζω.
Παρθένα θεία,
σεμνή κιʼ αγνή΄
δέξου τη δέησή μου
την ταπεινή.
Παρθένα θεία, σεμνή κιʼ αγνή, δόξα Σου, δόξα Σου
Παντοτεινή!...
Ανάλογος προς αυτήν είναι και άλλη προσευχή με τον τίτλον «Στη Μητέρα του Θεού», όπου ο ποιητής παρακαλεί την Θεοτόκον όπως, βοηθήση και ανοίξη ελπιδοφόρον θύραν εις τον δυστυχή, εις τον αιχμάλωτον, εις τον ναυαγόν, εις την χήραν και εις τον ασθενή και προσφέρη εις τον κόσμον όλον την γαλήνην και την χαράν:
Παρθένα, στήριγμα γλυκό, μητέρα του Θεού μας
πούσαι για μας παρηγοριά στο στρώμα και στο νού μας,
όπου κρατάς στη σκέπη σου το ορφανό τη χήρα
κιʼ ανοίγεις για το δύστυχο ελπιδοφόρα θύρα.
Βασίλισσα του Ουρανού, πούσαι για μας γαλήνη
κιʼ αστέρι που λαμποκοπάς, χωρίς ποτέ να σβύνη,
δροσιά και ανακούφιση στʼ αρρώστου το κλινάρι
που χύνεις μύρα κιʼ ευωδίες μʼ όλη την άγια χάρι.
Στο σκλαβωμένο χάρισε ελεύθερη πατρίδα,
στο ναυαγό που δέρνεται, του γλυτωμού σανίδα.
στη χήρα την παρηγοριά, στον άρρωστο υγεία
και στα παιδιά την προκοπή, γλυκειά μου Παναγία.
Στείλε, Μητέρα του Θεού , στον κόσμο τη γαλήνη
κιʼ οδήγα κάθε άσπλαγχνο στην ελεημοσύνη.
Τέλος αξίωσε κιʼ εμάς, όπου σε προσκυνούμε,
πολίτες τίμιοι, καλοί στον κόσμο να γινούμε.
Εις την πρώτην κατηγορίαν, δηλ. τας προσευχάς, ανήκουν διάφορα ποιήματα, είτε αυτοτελή είτε τμήματα μεγαλυτέρων στιχουργημάτων, μερικά δε έχουν καθαρώς σχολικόν χαρακτήρα και χρησιμεύουν ως προσευχή εις τα σχολεία ή διαφόρους άλλας αναλόγους περιπτώσεις.
Τοιούτον ποίημα είναι του Κώστα Πασαγιάννη με τίτλον «Το παιδί στην Παναγία»:
Ψυχούλα αθώα
γονατιστή
σου στέλνω ολόθερμη
μια προσευχή.
Γλυκειά μητέρα
Θεού, Σε κράζω
ελπίδα ανέσπερη
και σε δοξάζω.
Παρθένα θεία,
σεμνή κιʼ αγνή΄
δέξου τη δέησή μου
την ταπεινή.
Παρθένα θεία, σεμνή κιʼ αγνή, δόξα Σου, δόξα Σου
Παντοτεινή!...
Ανάλογος προς αυτήν είναι και άλλη προσευχή με τον τίτλον «Στη Μητέρα του Θεού», όπου ο ποιητής παρακαλεί την Θεοτόκον όπως, βοηθήση και ανοίξη ελπιδοφόρον θύραν εις τον δυστυχή, εις τον αιχμάλωτον, εις τον ναυαγόν, εις την χήραν και εις τον ασθενή και προσφέρη εις τον κόσμον όλον την γαλήνην και την χαράν:
Παρθένα, στήριγμα γλυκό, μητέρα του Θεού μας
πούσαι για μας παρηγοριά στο στρώμα και στο νού μας,
όπου κρατάς στη σκέπη σου το ορφανό τη χήρα
κιʼ ανοίγεις για το δύστυχο ελπιδοφόρα θύρα.
Βασίλισσα του Ουρανού, πούσαι για μας γαλήνη
κιʼ αστέρι που λαμποκοπάς, χωρίς ποτέ να σβύνη,
δροσιά και ανακούφιση στʼ αρρώστου το κλινάρι
που χύνεις μύρα κιʼ ευωδίες μʼ όλη την άγια χάρι.
Στο σκλαβωμένο χάρισε ελεύθερη πατρίδα,
στο ναυαγό που δέρνεται, του γλυτωμού σανίδα.
στη χήρα την παρηγοριά, στον άρρωστο υγεία
και στα παιδιά την προκοπή, γλυκειά μου Παναγία.
Στείλε, Μητέρα του Θεού , στον κόσμο τη γαλήνη
κιʼ οδήγα κάθε άσπλαγχνο στην ελεημοσύνη.
Τέλος αξίωσε κιʼ εμάς, όπου σε προσκυνούμε,
πολίτες τίμιοι, καλοί στον κόσμο να γινούμε.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Περισσότερον γνωστή και σημαντικωτέρα είναι «Η προσευχή προς την Παναγίαν» του Ανδρέου Μαρτζώκη, μία προσευχή η οποία εγαλούχησε την ελληνικήν νεολαίαν επί σειράν ετών και υπάρχει εις πλείστας όσας συλλογάς νεοελληνικών αναγνωσμάτων:
Γλυκό του κόσμου στήριγμα,
αθάνατη Μαρία,
Εσύ πʼ ακούς τη δέησι
που υψώνουν τα παιδία,
ʽς εσέ την προσευχή μας
που μέσʼ αφʼ την ψυχή μας
βγαίνει για σε θερμά
Έχε, Κυρά, ʽς τη σκέπη σου
την πικραμένη χήρα,
ʽς τον πεινασμένον άνοιγε
ευσπλαχνική τη θύρα,
δόσε του σκλάβου, Δέσποινα,
ελεύθερη Πατρίδα,
του ναύτη την ελπίδα,
που πλέει ʽς την ξενητειά.
Ευλόγησε τα ονείρατα
του βρέφους που κοιμάται,
οδήγησε τα βήματα
της κόρης που φοβάται·
στείλε δροσιά κιʼ ανάπαυσι
ʽς του αρρώστου το κλινάρι,
έχε ʽς τη θεία σου χάρι
τα μαύρα τα φτωχά.
Τη μάνα; παρηγόρησε,
πώχει παιδί ʽς τα ξένα,
και χύσε μίαν αχτί δα σου
εις τον τυφλό, Παρθένα·
κράτα το γάλα αμίαντο
του βρέφους που βυζαίνει,
στρέψε ʽς την οικουμένη
το βλέμμα ευσπλαχνικό.
Στείλε, σεμνή βασίλισσα,
ʽς το πλάσμα σου γαλήνη,
χύσε ʽς τα στήθη τʼάκαρδα
αγάπη, ελεημοσύνη·
χάρισε το χαμόγελο
ʽς τα μαραμένα χείλη,
κάμε να γίνουν φίλοι
ο εχθρός με τον εχθρό.
Τʼ ανδρόγυνο που εχώρισε,
Εσύ, Κυρά, ένωσέ το,
διώξε μακρυά την έχθρα του
και πάλι ευλόγησέ το·
ανάπαυσε τα κόκκαλα
που κλει βαθειά το χώμα,
και ζέστανε το στρώμα
της μάνας, του παιδιού.
Δέξου ʽς τα ουράνια στήθη σου
τʼ ανήλικα. Παρθένα,
που παραιτούν τη μάνα τους
για νάλθουνε σε Σένα,
το χέρι ʽκείνο αντάμειψε
που τʼ ορφανό χορταίνει,
που το κορμί θερμαίνει
του μαύρου του γυμνού.
Ευλόγησε τα δάκρυα,
καλή μας Παναγία,
οπού με σπλάχνος χύνονται
εμπρός ʽς τη δυστυχία
συχώρεσε και φώτισε
εκείνον που πλανήθη,
και χύσε του ʽς τα στήθη
την Πίστη την γλυκειά!
Λυπήσου την Ελλάδα μας,
την άτυχη Πατρίδα,
πάλι ʽς τον κόσμο δείξε τη
με σκήπτρο και χλαμύδα!
κάμε να σφίξη ελεύθερα
μεσʼ τη θερμή αγκαλιά της
τα μαύρα τα παιδιά της,
που κλαίνε ʽς τη σκλαβιά!...
Και αξίωσε τα τέκνα σου,
που σε παρακαλούνε,
με της Λαμπρής το φόρεμα
την Ήπειρο να ιδούνε!
να πλέξουν την εικόνα σου
μʼ ελεύθερα λουλούδια,
κʼ ελεύθερα τραγούδια
να ψάλλουνε γλυκα!..
Γλυκό του κόσμου στήριγμα,
αθάνατη Μαρία,
Εσύ πʼ ακούς τη δέησι
που υψώνουν τα παιδία,
ʽς εσέ την προσευχή μας
που μέσʼ αφʼ την ψυχή μας
βγαίνει για σε θερμά
Έχε, Κυρά, ʽς τη σκέπη σου
την πικραμένη χήρα,
ʽς τον πεινασμένον άνοιγε
ευσπλαχνική τη θύρα,
δόσε του σκλάβου, Δέσποινα,
ελεύθερη Πατρίδα,
του ναύτη την ελπίδα,
που πλέει ʽς την ξενητειά.
Ευλόγησε τα ονείρατα
του βρέφους που κοιμάται,
οδήγησε τα βήματα
της κόρης που φοβάται·
στείλε δροσιά κιʼ ανάπαυσι
ʽς του αρρώστου το κλινάρι,
έχε ʽς τη θεία σου χάρι
τα μαύρα τα φτωχά.
Τη μάνα; παρηγόρησε,
πώχει παιδί ʽς τα ξένα,
και χύσε μίαν αχτί δα σου
εις τον τυφλό, Παρθένα·
κράτα το γάλα αμίαντο
του βρέφους που βυζαίνει,
στρέψε ʽς την οικουμένη
το βλέμμα ευσπλαχνικό.
Στείλε, σεμνή βασίλισσα,
ʽς το πλάσμα σου γαλήνη,
χύσε ʽς τα στήθη τʼάκαρδα
αγάπη, ελεημοσύνη·
χάρισε το χαμόγελο
ʽς τα μαραμένα χείλη,
κάμε να γίνουν φίλοι
ο εχθρός με τον εχθρό.
Τʼ ανδρόγυνο που εχώρισε,
Εσύ, Κυρά, ένωσέ το,
διώξε μακρυά την έχθρα του
και πάλι ευλόγησέ το·
ανάπαυσε τα κόκκαλα
που κλει βαθειά το χώμα,
και ζέστανε το στρώμα
της μάνας, του παιδιού.
Δέξου ʽς τα ουράνια στήθη σου
τʼ ανήλικα. Παρθένα,
που παραιτούν τη μάνα τους
για νάλθουνε σε Σένα,
το χέρι ʽκείνο αντάμειψε
που τʼ ορφανό χορταίνει,
που το κορμί θερμαίνει
του μαύρου του γυμνού.
Ευλόγησε τα δάκρυα,
καλή μας Παναγία,
οπού με σπλάχνος χύνονται
εμπρός ʽς τη δυστυχία
συχώρεσε και φώτισε
εκείνον που πλανήθη,
και χύσε του ʽς τα στήθη
την Πίστη την γλυκειά!
Λυπήσου την Ελλάδα μας,
την άτυχη Πατρίδα,
πάλι ʽς τον κόσμο δείξε τη
με σκήπτρο και χλαμύδα!
κάμε να σφίξη ελεύθερα
μεσʼ τη θερμή αγκαλιά της
τα μαύρα τα παιδιά της,
που κλαίνε ʽς τη σκλαβιά!...
Και αξίωσε τα τέκνα σου,
που σε παρακαλούνε,
με της Λαμπρής το φόρεμα
την Ήπειρο να ιδούνε!
να πλέξουν την εικόνα σου
μʼ ελεύθερα λουλούδια,
κʼ ελεύθερα τραγούδια
να ψάλλουνε γλυκα!..
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Εξετάζοντας την σχετικήν ποιητικήν παραγωγήν των νεοελλήνων ποιητών, αρχίζομεν με τους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής.
Ως γνωστόν, βαθύτερον θρησκευτικόν αίσθημα διακρίνει τους περισσοτέρους εξ αυτών, τα δε έργα των χαρακτηρίζει θερμή χριστιανική πίστις. Και είναι μεν αληθές ότι οι πλείστοι των Επτανησίων ποιητών δεν έχουν αφιερώσει ειδικά ποιήματα εις θρησκευτικά καθαρώς θέματα, οπωσδήποτε όμως διάχυτος είναι εις την ποιητική των έμπνευσιν το χριστιανικόν αίσθημα. Ο Σολωμός εις την Ελληνικήν παραγωγήν του δεν έχει καθαρώς θρησκευτικά ποιήματα, έχει όμως γράψει πολλά κατά την νεανικήν του ηλικίαν εις Ιταλικήν γλώσσαν κατʼ απομίμησιν προτύπων του Monti, Manzoni κ.ά. Είναι από τα ποιήματα εκείνα τα οποία ανήκουν εις τα στιχουργήματα με υποχρεωτικήν ομοιοκαταληξίαν και σπαταλούν κατά κανόνα ποιητικά νεανικά γυμνάσματα. Από τα θρησκευτικά του αυτά ποιήματα (τοιαύτα αναφέρονται εις την πρώτην λειτουργίαν, εις τον θάνατον του δικαίου, εις την κόλασιν, εις την δευτέραν παρουσίαν) τα περισσότερα έχουν ως θέμα την Θεοτόκον ως εις την Μαρίαν ο Ευαγγελισμός, η Ανάληψις της Παναγίας, η Σύλληψις της Παναγίας κ.λ.π. Ιδού το κείμενον εν μεταφράσει ενός των δεκατετραστίχων αυτών με τίτλον «η Ανάληψις της Παναγίας»:
Ήταν η ώρα που τʼ ανθρώπινο μάτι να παλέψη
δεν ημπορεί με τον ύπνο κιʼ οι αισθήσεις το κράζουν,
όταν άκουσα φωνή, που συντροφευμένη από λύρας ήχο:
-Έλα, Γυναίκα, έλεγε, έλα απʼ το Λίβανο!
-Έλα! τον ουρανό ολόκληρο να ξαναλέη άκουσα
σε ήχο που οι στίχοι μου δεν έχουν δύναμη να εκφράσουν.
Κιʼ οι δρόμοι όλοι εγέμιζαν απʼ τον αιθέρα
του ζωηρού φωτός και του μοσχοβολισμένου λιβανιού.
Όταν ξαφνικά παρουσιάσθη ένας ήλιος ανάμεσα στους αγγέλους
και ψηλά έσπρωχνε, κινώντας τα μπράτσα,
που η αγάπη των αιωνίων ομορφιών του έγγιζε.
Αχ! γιατί χάθηκε το όνειρο κιʼ αυτές οι ασθενικές μου
οι αισθήσεις με σεβασμό ανάμεσα στους Ουράνιους:
Είμαι κάτω, μεσʼ το παράπτωμα και την άστατη αρετή (5).
Ως γνωστόν, βαθύτερον θρησκευτικόν αίσθημα διακρίνει τους περισσοτέρους εξ αυτών, τα δε έργα των χαρακτηρίζει θερμή χριστιανική πίστις. Και είναι μεν αληθές ότι οι πλείστοι των Επτανησίων ποιητών δεν έχουν αφιερώσει ειδικά ποιήματα εις θρησκευτικά καθαρώς θέματα, οπωσδήποτε όμως διάχυτος είναι εις την ποιητική των έμπνευσιν το χριστιανικόν αίσθημα. Ο Σολωμός εις την Ελληνικήν παραγωγήν του δεν έχει καθαρώς θρησκευτικά ποιήματα, έχει όμως γράψει πολλά κατά την νεανικήν του ηλικίαν εις Ιταλικήν γλώσσαν κατʼ απομίμησιν προτύπων του Monti, Manzoni κ.ά. Είναι από τα ποιήματα εκείνα τα οποία ανήκουν εις τα στιχουργήματα με υποχρεωτικήν ομοιοκαταληξίαν και σπαταλούν κατά κανόνα ποιητικά νεανικά γυμνάσματα. Από τα θρησκευτικά του αυτά ποιήματα (τοιαύτα αναφέρονται εις την πρώτην λειτουργίαν, εις τον θάνατον του δικαίου, εις την κόλασιν, εις την δευτέραν παρουσίαν) τα περισσότερα έχουν ως θέμα την Θεοτόκον ως εις την Μαρίαν ο Ευαγγελισμός, η Ανάληψις της Παναγίας, η Σύλληψις της Παναγίας κ.λ.π. Ιδού το κείμενον εν μεταφράσει ενός των δεκατετραστίχων αυτών με τίτλον «η Ανάληψις της Παναγίας»:
Ήταν η ώρα που τʼ ανθρώπινο μάτι να παλέψη
δεν ημπορεί με τον ύπνο κιʼ οι αισθήσεις το κράζουν,
όταν άκουσα φωνή, που συντροφευμένη από λύρας ήχο:
-Έλα, Γυναίκα, έλεγε, έλα απʼ το Λίβανο!
-Έλα! τον ουρανό ολόκληρο να ξαναλέη άκουσα
σε ήχο που οι στίχοι μου δεν έχουν δύναμη να εκφράσουν.
Κιʼ οι δρόμοι όλοι εγέμιζαν απʼ τον αιθέρα
του ζωηρού φωτός και του μοσχοβολισμένου λιβανιού.
Όταν ξαφνικά παρουσιάσθη ένας ήλιος ανάμεσα στους αγγέλους
και ψηλά έσπρωχνε, κινώντας τα μπράτσα,
που η αγάπη των αιωνίων ομορφιών του έγγιζε.
Αχ! γιατί χάθηκε το όνειρο κιʼ αυτές οι ασθενικές μου
οι αισθήσεις με σεβασμό ανάμεσα στους Ουράνιους:
Είμαι κάτω, μεσʼ το παράπτωμα και την άστατη αρετή (5).
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έχει αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν εκ των οποίων το σημαντικώτερον είναι το φέρον τον τίτλον «25 Μαρτίου: Ευαγγελισμός – Ελληνισμός» εις το οποίον το θρησκευτικόν αίσθημα ενούται και συγχέεται με τον θερμόν πατριωτισμόν του μεγάλου εκείνου Επτανησίου ποιητού. Εις το ποίημά του αυτό, ο Βαλαωρίτης βλέπει εις την αυτήν ημέραν, την 25η Μαρτίου, να συνδέωνται αφʼ ενός μεν η μεγάλη ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και επομένως της απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους και αφʼ ετέρου η ελληνική επανάστασις, δηλ. η απελευθέρωσις του Ελληνικού έθνους.
Το ποίημα αυτʼό είναι επίσης από τα πλέον γνωστά και συγκινητικά αναγνώσματα και συνεκίνησε επί σειράν ετών την ελληνικήν νεολαίαν:
Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κυττάζουν.
Μια φλογʼ αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει εν άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέγει, αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!...»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλαι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κιʼ απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κιʼ αφίνει και περνά εν άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαυρʼ η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνημʼ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει, πετά στα όρη...
Λυώνουν τα χιόνια όθε διαβή, όθε περάση η Κόρη.
«Ξυπνάτε, εσείς που κείτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπη στον αιθέρα
μʼ όλα τα κάλλη τʼ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να την χαιρετίση.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την! Καθείς ας μεταλάβη
από τη χάρη του Θεού. Και σεις, και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφωρισμένοι νάστε!
Το ποίημα αυτʼό είναι επίσης από τα πλέον γνωστά και συγκινητικά αναγνώσματα και συνεκίνησε επί σειράν ετών την ελληνικήν νεολαίαν:
Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κυττάζουν.
Μια φλογʼ αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει εν άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέγει, αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!...»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλαι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κιʼ απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κιʼ αφίνει και περνά εν άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαυρʼ η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνημʼ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει, πετά στα όρη...
Λυώνουν τα χιόνια όθε διαβή, όθε περάση η Κόρη.
«Ξυπνάτε, εσείς που κείτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπη στον αιθέρα
μʼ όλα τα κάλλη τʼ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να την χαιρετίση.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την! Καθείς ας μεταλάβη
από τη χάρη του Θεού. Και σεις, και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφωρισμένοι νάστε!
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Της Επτανησιακής επίσης σχολής άλλος εκπρόσωπος, ο Ανδρέας Μαρτζώκης.αφιέρωσεν εις την Παναγίαν το «Stabat Mater”, όπου μας παρουσιάζει τον αμαρτωλόν άνθρωπον, ο οποίος πλησιάζων την πονεμένην Μητέρα, εκφράζει την αφοσίωσίν του προς τον διʼ αυτόν θυσιασθέντα υιόν της και ικετεύει αυτήν όπως τον αξιώση να εξαγνισθή και αυτός διά του πόνου και καταστή άξιος της ουρανίου δόξης:
Σιμά ʽς τον άδικο Σταυρό, τον αιματοβαμμένο,
ήταν πεσμένη κʼ έκλαιγε η Παναγιά με πόνο·
Και της εσπάραζʼ η ψυχή να βλέπη κρεμασμένο,
ωσάν κακούργο και φονιά, το τέκνο της το μόνο!
Πόσα μαχαίρια κοφτερά της ʽσφάζαν την καρδιά
την ώρα ʽκείνη τη φριχτή, οπού ʽχε ξεψυχίσει!
Ποιος εβαστούσε να θωρή σε τέτοια απελπισιά
τη θεία μητέρα του Χριστού και να μην λαχταρήση;
Για μένα, τον αμαρτωλό, είδες, γλυκειά Κυρά μου;
να μαρτυρεύουν ʽς το Σταυρό τʼ αγαπητό Παιδί σου!
Κάμε να σφάξη ο πόνος σου κʼ εμένα την καρδιά μου,
κι αξίωσέ με να θρηνώ, να κλαίω κʼ εγώ μαζί σου.
Δέξου, Παρθένα μου, κʼ εμέ ʽς το Ξύλο του αποκάτου,
να χύνωνται τα δάκρυά μου με τʼ άγια δάκρυά σου!
Δος μου τη χάρι, να αισθανθώ κʼ εγώ τα μαρτύριά του,
και να στενάζω, να πονώ, θωρώντας τα δικα σου!
Κάμε κʼ εγώ να ματωθώ εις τον σταυρόν επάνω
νʼ αρέσω ʽς το παιδάκι σου, να μοιάσω του Χριστού μου,
Κάμε κʼ εγώ σʼ αγκαθερό στεφάνι να πεθάνω,
ναυρώ τον ίδιο θάνατο ʽπου εδώκαν του Θεού μου!
Κιʼ όταν ʽς την Κρίσι τη στερνή ʽς το μνήμα μου ʽγροικήσω
το φοβερό το κάλεσμα, τη φοβερή φωνή του,
κάμε, Παρθένα μου, κʼ εγώ τον Άδη να νικήσω,
κʼ εκεί ʽς τη δόξα τʼ ουρανού να χαίρωμαι μαζί του!
Σιμά ʽς τον άδικο Σταυρό, τον αιματοβαμμένο,
ήταν πεσμένη κʼ έκλαιγε η Παναγιά με πόνο·
Και της εσπάραζʼ η ψυχή να βλέπη κρεμασμένο,
ωσάν κακούργο και φονιά, το τέκνο της το μόνο!
Πόσα μαχαίρια κοφτερά της ʽσφάζαν την καρδιά
την ώρα ʽκείνη τη φριχτή, οπού ʽχε ξεψυχίσει!
Ποιος εβαστούσε να θωρή σε τέτοια απελπισιά
τη θεία μητέρα του Χριστού και να μην λαχταρήση;
Για μένα, τον αμαρτωλό, είδες, γλυκειά Κυρά μου;
να μαρτυρεύουν ʽς το Σταυρό τʼ αγαπητό Παιδί σου!
Κάμε να σφάξη ο πόνος σου κʼ εμένα την καρδιά μου,
κι αξίωσέ με να θρηνώ, να κλαίω κʼ εγώ μαζί σου.
Δέξου, Παρθένα μου, κʼ εμέ ʽς το Ξύλο του αποκάτου,
να χύνωνται τα δάκρυά μου με τʼ άγια δάκρυά σου!
Δος μου τη χάρι, να αισθανθώ κʼ εγώ τα μαρτύριά του,
και να στενάζω, να πονώ, θωρώντας τα δικα σου!
Κάμε κʼ εγώ να ματωθώ εις τον σταυρόν επάνω
νʼ αρέσω ʽς το παιδάκι σου, να μοιάσω του Χριστού μου,
Κάμε κʼ εγώ σʼ αγκαθερό στεφάνι να πεθάνω,
ναυρώ τον ίδιο θάνατο ʽπου εδώκαν του Θεού μου!
Κιʼ όταν ʽς την Κρίσι τη στερνή ʽς το μνήμα μου ʽγροικήσω
το φοβερό το κάλεσμα, τη φοβερή φωνή του,
κάμε, Παρθένα μου, κʼ εγώ τον Άδη να νικήσω,
κʼ εκεί ʽς τη δόξα τʼ ουρανού να χαίρωμαι μαζί του!
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Κώστας Πασαγιάννης, άλλος της Επτανησιακής σχολής εκπρόσωπος, εις το ποίημά του το φέρον τον τίτλον «ο θρήνος της Μητέρας» μας δίδει εις πονεμένους και συγκινητικούς στίχους τον θρήνον της Θεοτόκου εμπρός εις τον Σταυρόν. Είναι εμπνευσμένον από τον αριστουργηματικόν επιτάφιον θρήνον «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον κ.λ.π.»:
Ω, άνοιξη γλυκειά μου,
γλυκύτατο παιδί μου,
πού εχάθη η ομορφιά σου;...
πώς έσβυσε, ακριβέ μου,
το θείο σου χαμογέλιο
κι ο τρυφερός σου ο λόγος
στην άμοιρη μαννούλα;...
Έτσι λοιπόν σε χάνω,
γλυκέ μου, από τον κόσμο,
που επάσχισες να σώσης
από την αμαρτία;
Έτσι άξαφνα σε χάνω
χωρίς καμμιάν αξία;...
Ωιμέ! και πώς θα ζήσω,
γλυκέ μου κιʼ ακριβέ μου;
Ωιμέ! και πώς θα ζήσω
χωρίς εσέ στον κόσμο,
χωρίς τα δυο σου μάτια,
χωρίς το θείο σου γέλιο,
τον τρυφερό σου λόγο
στην άμοιρη μαννούλα;...
Ω, άνοιξη γλυκειά μου,
γλυκύτατο παιδί μου,
πού εχάθη η ομορφιά σου;...
πώς έσβυσε, ακριβέ μου,
το θείο σου χαμογέλιο
κι ο τρυφερός σου ο λόγος
στην άμοιρη μαννούλα;...
Έτσι λοιπόν σε χάνω,
γλυκέ μου, από τον κόσμο,
που επάσχισες να σώσης
από την αμαρτία;
Έτσι άξαφνα σε χάνω
χωρίς καμμιάν αξία;...
Ωιμέ! και πώς θα ζήσω,
γλυκέ μου κιʼ ακριβέ μου;
Ωιμέ! και πώς θα ζήσω
χωρίς εσέ στον κόσμο,
χωρίς τα δυο σου μάτια,
χωρίς το θείο σου γέλιο,
τον τρυφερό σου λόγο
στην άμοιρη μαννούλα;...
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Και από τους ρομαντικούς ποιητάς οι περισσότεροι έχουν αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν. Ιδιαιτέρως πρέπει μεταξύ αυτών να γίνη μνεία του Ηλίου Τανταλίδου, ο οποίος εις την συλλογήν του «ωδαί θρησκευτικαί και εκκλησιαστικαί», έχει αφιερώσει διάφορα ποιήματα εις την Παναγίαν το «εις τα εισόδια της Θεοτόκου», «εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου», «εις την κοίμησιν της υπεραγίας Θεοτόκου», κ.λ.π.
Επίσης κι ο Παναγιώτης Σούτσος και άλλοι ρωμαντικοί έγραψαν ποιήματα εις την Θεομήτορα σχετικά με θέματα καθαρώς θρησκευτικά, πατριωτικά ή λυρικά.
Αλλʼ εκείνος εκ των ρωμαντικών ποιητών ο οποίος τρέφει ιδιαιτέραν αγάπην προς την Παναγίαν και ο οποίος αφιέρωσεν εις αυτήν πολλά ποιήματά του είναι ο Αχιλλεύς Παράσχος.
Ο αρχηγός ούτος της ρωμαντικής σχολής εις το ποίημά του εις την «Ευαγγελίστριαν – 25ην Μαρτίου» δοξάζει την Παρθένον διότι αν κατά την ημέραν εκείνην εδώρισε εις όλον τον κόσμον την αύραν της ζωής, εις την Ελλάδα εδώρισε ταυτοχρόνως δύο χαρές: την Βηθλεέμ και την Αγίαν Λαύραν, τον Σταυρόν και την Σημαίαν· εις το ποίημά του «προς την Παναγίαν» παρακαλεί την Παρθένον όπως μεσολαβήση εμπρός εις το άγιο παιδί της και του παράσχη την γαλήνην της ψυχής, και, τέλος, εις το γνωστότατον ποίημά του «προ της Παναγίας» εις τόνον λυρικόν γεμάτον ειλικρίνειαν και πίστιν ικετεύει την βασίλισσαν των ουρανών, όπως σώση την ασθενή φίλη του. την αγαπημένην του Μαρίαν :
Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μʼ αρρώστησʼ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:
Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μʼ εμένα
νʼ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;
Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σʼ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σʼ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στʼ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου νʼ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου νʼ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.
Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κʼ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κʼ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!
Επίσης κι ο Παναγιώτης Σούτσος και άλλοι ρωμαντικοί έγραψαν ποιήματα εις την Θεομήτορα σχετικά με θέματα καθαρώς θρησκευτικά, πατριωτικά ή λυρικά.
Αλλʼ εκείνος εκ των ρωμαντικών ποιητών ο οποίος τρέφει ιδιαιτέραν αγάπην προς την Παναγίαν και ο οποίος αφιέρωσεν εις αυτήν πολλά ποιήματά του είναι ο Αχιλλεύς Παράσχος.
Ο αρχηγός ούτος της ρωμαντικής σχολής εις το ποίημά του εις την «Ευαγγελίστριαν – 25ην Μαρτίου» δοξάζει την Παρθένον διότι αν κατά την ημέραν εκείνην εδώρισε εις όλον τον κόσμον την αύραν της ζωής, εις την Ελλάδα εδώρισε ταυτοχρόνως δύο χαρές: την Βηθλεέμ και την Αγίαν Λαύραν, τον Σταυρόν και την Σημαίαν· εις το ποίημά του «προς την Παναγίαν» παρακαλεί την Παρθένον όπως μεσολαβήση εμπρός εις το άγιο παιδί της και του παράσχη την γαλήνην της ψυχής, και, τέλος, εις το γνωστότατον ποίημά του «προ της Παναγίας» εις τόνον λυρικόν γεμάτον ειλικρίνειαν και πίστιν ικετεύει την βασίλισσαν των ουρανών, όπως σώση την ασθενή φίλη του. την αγαπημένην του Μαρίαν :
Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μʼ αρρώστησʼ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:
Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μʼ εμένα
νʼ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;
Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σʼ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σʼ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στʼ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου νʼ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου νʼ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.
Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κʼ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κʼ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Και εις τους ποιητάς των Αθηνών οι οποίοι ακολουθούν τους ρωμαντικούς, το θέμα της Παναγίας εξακολουθεί να είναι ένα από τα πλέον συνήθη και αγαπητά.
Ο Παπαδιαμάντης, ο Προβελέγγιος, ο Δροσίνης, ο Πορφύρας και οι άλλοι αφιερώνουν ποιήματα εις την Μητέρα του Θεού, περιγράφοντες τον πόνον της διά την απώλειαν του υιού της ή ζητούντες παρʼ Αυτής βοήθειαν και παρηγορίαν.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο εκλεκτός αυτός πεζογράφος της Σκιάθου γεμάτος θρησκευτικήν πίστιν και Χριστιανικήν αγάπην γράφει το ποίημα «εις την Παναγίτσα στο Πυργί», όπου εμπνευσμένος από τον ψαλμόν του Δαυΐδ ζητεί από την Παναγίαν την γαλήνην και την άνεσιν του πραγματικού πιστού:
Χαίρετʼ ο Ιωακείμ κʼ η Άννα
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλʼ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμνός αντίκρυ του πελάγους,
που το χτυπούν άγρια τα κύματα
χαίρεται απʼ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.
Χαίρεται τʼ άγριο δένδρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμνό·
χαίρετʼ ο βοσκός που φυσά τον αυλό του,
χαίρετʼ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.
Κʼ η πλάση όλη αναγαλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανιώνει η γης
σα σεμνή κόρη που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απʼ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία που γέννησε θεόπαιδο
κʼ ευφράνθη στα γεράματά της!
Δώσʼ μου κʼ εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν νʼ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.
Ο Παπαδιαμάντης, ο Προβελέγγιος, ο Δροσίνης, ο Πορφύρας και οι άλλοι αφιερώνουν ποιήματα εις την Μητέρα του Θεού, περιγράφοντες τον πόνον της διά την απώλειαν του υιού της ή ζητούντες παρʼ Αυτής βοήθειαν και παρηγορίαν.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο εκλεκτός αυτός πεζογράφος της Σκιάθου γεμάτος θρησκευτικήν πίστιν και Χριστιανικήν αγάπην γράφει το ποίημα «εις την Παναγίτσα στο Πυργί», όπου εμπνευσμένος από τον ψαλμόν του Δαυΐδ ζητεί από την Παναγίαν την γαλήνην και την άνεσιν του πραγματικού πιστού:
Χαίρετʼ ο Ιωακείμ κʼ η Άννα
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλʼ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμνός αντίκρυ του πελάγους,
που το χτυπούν άγρια τα κύματα
χαίρεται απʼ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.
Χαίρεται τʼ άγριο δένδρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμνό·
χαίρετʼ ο βοσκός που φυσά τον αυλό του,
χαίρετʼ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.
Κʼ η πλάση όλη αναγαλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανιώνει η γης
σα σεμνή κόρη που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απʼ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία που γέννησε θεόπαιδο
κʼ ευφράνθη στα γεράματά της!
Δώσʼ μου κʼ εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν νʼ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό