Η ΚΟΥΡΜΠΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
ΠΩΣ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Ποίος είναι ό «χρυσούς κανών»
Μορφωμένος άνθρωπος ό κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε με αυστηρότητα. Ήταν σχολαστικά ηθικιστής. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχώρηση εύκολα τους άλλους. Παντού έβλεπε αμαρτίες και αμαρτωλούς. Αυτό κάνουν όλοι οι ηθικιστές. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ίάκωβον, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. 'Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.
Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό ( το σοβαρώτερον; ) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, πού δυσκολεύονταν να το κατανόηση:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να άμαρτάνη, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκαιο;
—Όλους μας βλέπει ό Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να. μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ό π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το ξεχώρισμα μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.
—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα; —Έχεις δει τοις σιδεράδες, πού μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ό Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, πού πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.
—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία. Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.
—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ό π. Ιάκωβος. Μόνον ό Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε άπ' έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. "Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων κοιτών Φαρισαίων. 'Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνη. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, πού λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, πού πρέπει να μάθουμε. Ή αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ό Θεός, πού δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.
—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξέταση και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ό Γέροντας. Ό γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, πού μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νοιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, πού κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.
—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, πού μου λέτε, απάντησε ό κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
Συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ό ίδιος ό Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Εύαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχώρηση και τον αμαρτωλό και εμάς, πού αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε. Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικός και ή συμπεριφορά του αλλού μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μη έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί ή συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηρίαση και να μας θανάτωση πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί».
Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.
—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ό κ. Σταύρος, πού επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, πού δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ό Χριστός: « Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. ιε' 5). Χρειάζεται ή δική του βοήθεια, είπε ό Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθεια του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος• εάν δε μη άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ' 14 -15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει ή αγάπη. Διάβασε το ιγ' Κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβετε το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.
—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί...
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ό π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ό κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ό Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, πού βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.
—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ό Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη...
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ό κ. Σταύρος και ό Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, πού πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, πού νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ό Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, πού συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά. Αυτό μας δίδαξε ό Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί, πού είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να κ
αταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Ό κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ό π. Ιάκωβος, πού είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ό Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε 'ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ό νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
pigizois.net
Συγχώρεση...
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
Συγχώρεση...
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Κάποιος σοφός πατήρ λέει: «Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος που δεν αδικεί μεν, αλλʼ ούτε να αδικείται του αρέσει, είναι στη θέση του Αδάμ. Ο άδικος όμως, ο κακεντρεχής κι ο συκοφάντης δεν διαφέρει από τον διάβολο».
+++
Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι διόρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχει κανένας από τους Γέροντες υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξει, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:
-Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.
Τον κρατούσε στο κελί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διόρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του.
Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήταν το «εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...»(Ματθ.6, 14).
-Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας, για να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι σας, φώναζε από τον άμβωνα με όλη τη δύναμη της ψυχής του ο άγιος Γέροντας.
+++
Κάποιος χριστιανός πήγε να συμβουλευθεί τον Αββά Σιλουανό.
-Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξομολογηθεί. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
-Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
-Δε νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
-Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγει με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
-Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατʼ ευθείαν, είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει.
-Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέγει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σʼ αυτόν τον στίχο.
-Λάθος, Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διορθώσει ο χριστιανός.
-Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε μʼ όλη του την απάθεια ο Γέροντας. Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό του στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
+++
Ένας αγαθώτατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαρειόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα. Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γιʼ αυτό στον ένοχο.
-Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μʼ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του, και , όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλεί.
-Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρες- μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσης
-Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
+++
Μερικοί ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στη σκήτη να επισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπτες.
-Πώς ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; Ρώτησαν τον Γέροντα.
-Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, απεκρίθη ο αγαθός Γέρων, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου αν τόσο μικρή ενόχληση δεν ανέχεσαι, πως θα σηκώσεις ένα πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχομαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, που μου στέλνει ο Κύριός μου.
+++
Κάποιος ερημίτης είχε ένα νεαρό μαθητή δύστροπο κι ανυπότακτο. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε νʼ ακούσει τις συμβουλές του Γέροντος του και να διορθωθεί. Ο Όσιος μακροθυμούσε, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα φρονίμευε.
Μια μέρα ο υποτακτικός κλείδωσε το κελλαρικό που φύλαγαν τα λίγα τρόφιμά τους και κατέβηκε στην πόλη, χωρίς να πει σε κανένα τίποτα κι έμεινε δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Γέροντας του έμεινε νηστικός, αφού δεν έβρισκε τι να φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τον πήρε είδηση ένας γείτονάς του και του πήγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
-Σαν νʼ άργησε πολύ ο υποτακτικός σου, είπε ο γείτονας.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, μʼ όλη του την ανεξικακία
-Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έλθει πάλι, αποκρίθηκε.
+++
Ένας από τους Γέροντες δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σού και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις, ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει:
-Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
(από το γεροντικό)
+++
Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι διόρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχει κανένας από τους Γέροντες υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξει, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:
-Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.
Τον κρατούσε στο κελί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διόρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του.
Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήταν το «εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...»(Ματθ.6, 14).
-Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας, για να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι σας, φώναζε από τον άμβωνα με όλη τη δύναμη της ψυχής του ο άγιος Γέροντας.
+++
Κάποιος χριστιανός πήγε να συμβουλευθεί τον Αββά Σιλουανό.
-Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξομολογηθεί. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
-Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
-Δε νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
-Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγει με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
-Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατʼ ευθείαν, είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει.
-Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέγει μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σʼ αυτόν τον στίχο.
-Λάθος, Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διορθώσει ο χριστιανός.
-Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε μʼ όλη του την απάθεια ο Γέροντας. Αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό του στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
+++
Ένας αγαθώτατος ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαρειόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα. Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γιʼ αυτό στον ένοχο.
-Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρει να ζήσει και μʼ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του, και , όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλεί.
-Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρες- μη του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσης
-Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
+++
Μερικοί ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στη σκήτη να επισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπτες.
-Πώς ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; Ρώτησαν τον Γέροντα.
-Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, απεκρίθη ο αγαθός Γέρων, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου αν τόσο μικρή ενόχληση δεν ανέχεσαι, πως θα σηκώσεις ένα πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχομαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, που μου στέλνει ο Κύριός μου.
+++
Κάποιος ερημίτης είχε ένα νεαρό μαθητή δύστροπο κι ανυπότακτο. Με κανένα τρόπο δεν εννοούσε νʼ ακούσει τις συμβουλές του Γέροντος του και να διορθωθεί. Ο Όσιος μακροθυμούσε, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα φρονίμευε.
Μια μέρα ο υποτακτικός κλείδωσε το κελλαρικό που φύλαγαν τα λίγα τρόφιμά τους και κατέβηκε στην πόλη, χωρίς να πει σε κανένα τίποτα κι έμεινε δύο εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό ο Γέροντας του έμεινε νηστικός, αφού δεν έβρισκε τι να φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τον πήρε είδηση ένας γείτονάς του και του πήγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
-Σαν νʼ άργησε πολύ ο υποτακτικός σου, είπε ο γείτονας.
Και ο αγαθώτατος Γέροντας, μʼ όλη του την ανεξικακία
-Ε, όταν ευκαιρήσει ο αδελφός, θα έλθει πάλι, αποκρίθηκε.
+++
Ένας από τους Γέροντες δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σού και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθεί αυτά που είπε, συ μη επιμένεις να του λέγεις, ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπεί πάλι και θα σου απαντήσει:
-Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώσει η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθει μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
(από το γεροντικό)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ
Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής;
Τα εξής παραγγέλνει ο Θεός στους ανθρώπους: «κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του» (Ζαχ. ζ΄10) και «κανείς ας μην συλλογίζεται την κακία του άλλου» (Ζαχ. η΄ 17).
Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή. Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα.
Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολύ σοβαρά θέματά σου και γιʼ αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις.
Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, ή με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατʼ αυτού –εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του- αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεόμαχο.
Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απʼ ό,τι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε…
Εμάλωσες με κάποιον και κρατάς μέσα σου κακία; Μην προσέλθεις στη Θεία Κοινωνία!
Θέλεις να προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρώτα και τότε να έλθεις να εγγίσεις τα Άχραντα Μυστήρια!
Αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Αυτός για να σε συμφιλιώσει με τον Πατέρα, δεν αρνήθηκε ούτε να σφαγιασθεί, ούτε το αίμα Του να χύσει. Και συ, για να συμφιλιωθείς με τον συνάνθρωπό σου, ούτε μια λέξη δεν καταδέχεσαι να βγάλεις από το στόμα σου; Και διστάζεις να τρέξεις πρώτος; Άκουσε τι λέει για όσους κρατούν τη στάση αυτή: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου… πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Αν έβλεπες ένα μέλος του σώματός σου αποκομμένο, δεν θα έκανες τα πάντα για να το ενώσεις μα το σώμα σου; Αυτό κάνε και για τους αδελφούς σου. Όταν τους δεις να έχουν αποκοπεί από την αγάπη σου, τρέξε γρήγορα και περιμάζεψέ τους• μην περιμένεις εκείνους να έλθουν, σπεύσε εσύ πρώτος, για να λάβεις τα βραβεία!
Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν να μην συμφιλιωθείς ποτέ• προς τον αδελφό σου όμως ποτέ να μην έχεις βαριά καρδιά.
Κι αν ακόμη συμβεί κάποια μικροψυχία, ας είναι παροδική, ας μην υπερβαίνει το διάστημα της ημέρας. «Η δύση του ηλίου να μη σας προφθάνει οργισμένους», λέει ο Απόστολος (Εφεσ. δ΄ 26).
«…ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…» (Ματθ. στ΄ 12).
Βλέπεις; Ο Θεός εσένα τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου. Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρεθούν. Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσεις με ειλικρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.
Αν μετά την συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντί σου.
Ποιας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει εναντίον του τα ίδια τα λόγια της προσευχής;
Γιατί όταν λες στο Θεό «συγχώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τους εχθρούς μας» και κατόπιν εσύ δεν συγχωρείς, για τίποτε άλλο δεν παρακαλείς το Θεό, παρά να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγγνώμη…
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
(Απόσπασμα από την ομιλία κ΄
της σειράς «Εις τους Ανδριάντας»)
Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής;
Τα εξής παραγγέλνει ο Θεός στους ανθρώπους: «κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του» (Ζαχ. ζ΄10) και «κανείς ας μην συλλογίζεται την κακία του άλλου» (Ζαχ. η΄ 17).
Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή. Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα.
Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολύ σοβαρά θέματά σου και γιʼ αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις.
Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, ή με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατʼ αυτού –εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του- αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεόμαχο.
Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απʼ ό,τι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε…
Εμάλωσες με κάποιον και κρατάς μέσα σου κακία; Μην προσέλθεις στη Θεία Κοινωνία!
Θέλεις να προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρώτα και τότε να έλθεις να εγγίσεις τα Άχραντα Μυστήρια!
Αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Αυτός για να σε συμφιλιώσει με τον Πατέρα, δεν αρνήθηκε ούτε να σφαγιασθεί, ούτε το αίμα Του να χύσει. Και συ, για να συμφιλιωθείς με τον συνάνθρωπό σου, ούτε μια λέξη δεν καταδέχεσαι να βγάλεις από το στόμα σου; Και διστάζεις να τρέξεις πρώτος; Άκουσε τι λέει για όσους κρατούν τη στάση αυτή: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου… πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Ματθ. ε΄ 23-24).
Αν έβλεπες ένα μέλος του σώματός σου αποκομμένο, δεν θα έκανες τα πάντα για να το ενώσεις μα το σώμα σου; Αυτό κάνε και για τους αδελφούς σου. Όταν τους δεις να έχουν αποκοπεί από την αγάπη σου, τρέξε γρήγορα και περιμάζεψέ τους• μην περιμένεις εκείνους να έλθουν, σπεύσε εσύ πρώτος, για να λάβεις τα βραβεία!
Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν να μην συμφιλιωθείς ποτέ• προς τον αδελφό σου όμως ποτέ να μην έχεις βαριά καρδιά.
Κι αν ακόμη συμβεί κάποια μικροψυχία, ας είναι παροδική, ας μην υπερβαίνει το διάστημα της ημέρας. «Η δύση του ηλίου να μη σας προφθάνει οργισμένους», λέει ο Απόστολος (Εφεσ. δ΄ 26).
«…ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…» (Ματθ. στ΄ 12).
Βλέπεις; Ο Θεός εσένα τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου. Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρεθούν. Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσεις με ειλικρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.
Αν μετά την συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντί σου.
Ποιας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει εναντίον του τα ίδια τα λόγια της προσευχής;
Γιατί όταν λες στο Θεό «συγχώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τους εχθρούς μας» και κατόπιν εσύ δεν συγχωρείς, για τίποτε άλλο δεν παρακαλείς το Θεό, παρά να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγγνώμη…
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
(Απόσπασμα από την ομιλία κ΄
της σειράς «Εις τους Ανδριάντας»)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Με την κακία δεν μπορείς να διώξεις την κακία- λέει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνει κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσεις με καλό. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήσει την κακία.
+++
Μας λέγει η παράδοση ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. Τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
-Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
-Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απʼ αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.
+++
Ο Αββάς Ζωσιμάς έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σʼ ένα καλλιγράφο να του αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει. Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία. Ύστερα από λίγο έστειλε κι ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε:
-Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.
Όταν το άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο:
-Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μάς διδάξουν αγάπη κι ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρι τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μάς λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι»(Βʼ Τιμ.2. 24).
+++
Ο Αββάς Γελάσιος είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν πει πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήσει τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σʼ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Νʼ αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
-Όχι.
-Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στο κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε μʼ όλη του την ψυχή, αλλʼ επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
-Αν δεν το πάρεις πίσω Αββά, δεν θα βρει ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησέ το εκεί απʼ όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
++
Την παρακάτω ιστορία την διηγείται στους μαθητές του ο Αββάς Ζωσιμάς.
Κοντά σʼ ένα Κοινόβιο είχε στήσει την καλύβη του ένας Γέροντας, που όλοι γύρω οι Αδελφοί τον υπεραγαπούσαν. Εκεί κοντά έμενε και κάποιος άλλος Ερημίτης.
Κάποτε ο Γέροντας έλειψε για λίγες μέρες κι ο γείτονάς του, που βρήκε ευκαιρία, μπήκε στην καλύβη του και του πήρε τα βιβλία και τʼ άλλα μικροπράγματα που είχε. Όταν γύρισε εκείνος και βρήκε την καλύβη του ανοιχτή και άδεια, πήγε να πει στο γείτονά του τι του συνέβαινε. Προβάλλοντας στην πόρτα του είδε τα πράγματά του στη μέση του κελλιού του γείτονα. Δεν είχε προφθάσει ακόμη να τα συμμαζέψει. Ο αγαθός Γέροντας μη θέλοντας να ντροπιάσει τον κλέπτη απομακρύνθηκε με κάποια πρόφαση για να του δώσει καιρό να τα κρύψει. Σαν γύρισε άρχισε να κουβεντιάζει μαζί του για τα πράγματα εντελώς άσχετα με την κλοπή.
Μα οι γνωστοί του, που έμαθαν το πάθημά του, φρόντισαν και βρήκαν τον κλέπτη και τον έβαλαν στη φυλακή, χωρίς εκείνος να πάρει είδηση. Όταν έμαθε ο Ερημίτης πως ο γείτονάς του βρισκόταν στη φυλακή για άγνωστη σʼ αυτόν αιτία, πήγε στον Ηγούμενο του Κοινοβίου και τον παρεκάλεσε να του δώσει δυο ψωμιά και λίγα αυγά. Εκείνος του τα έδωσε πρόθυμα νομίζοντας πως είχε να φιλοξενήσει ξένους.
Ο καλός Γέροντας έβαλε τα τρόφιμα σʼ ένα καλάθι, κατέβηκε στην πόλη και πήγε να δει το γείτονά του στη φυλακή. Βλέποντας τον εκείνος έπεσε στα πόδια του μετανοημένος και του έλεγε με δάκρυα.
-Συγχώρεσέ με, Πάτερ, για σένα βρίσκομαι, όπως μου αξίζει, εδώ σήμερα. Εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Να κι ένα από τα βιβλία σου. Συγχώρεσέ με.
Ο καημένος ο Γέροντας τα έχασε. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, του είπε με καλωσύνη.
-Ο Θεός ας σε πληροφορήσει, Αδελφέ μου, πως δεν ήρθα γιʼ αυτό εδώ σήμερα. ούτε καν είχα υποτευθεί πως εξ αιτίας μου σʼ έβαλαν στη φυλακή. Τώρα όμως που μου το λέγεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βγάλω. Εν τω μεταξύ όμως φάε λίγο από τα τρόφιμα που σου έφερα σε τούτο το καλάθι.
Του έδωσε τʼ αυγά και το ψωμί και έφυγε αμέσως για να φροντίσει να βγάλει τον αδελφό του από την φυλακή και με την βοήθεια του Θεού το πέτυχε.
+++
Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. αφού βασανίστηκε σκληρά, οδηγήθηκε έξω από την πόλη για νʼ αποκεφαλιστεί. Στο δρόμο έτυχε να συναντήσει την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δακτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μʼ ευγνωμοσύνη το χέρι της τής είπε:
-Σʼ ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αίτία νʼ απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.
(από το γεροντικό)
+++
Μας λέγει η παράδοση ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. Τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
-Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
-Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απʼ αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.
+++
Ο Αββάς Ζωσιμάς έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σʼ ένα καλλιγράφο να του αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει. Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία. Ύστερα από λίγο έστειλε κι ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε:
-Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.
Όταν το άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο:
-Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μάς διδάξουν αγάπη κι ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρι τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μάς λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι»(Βʼ Τιμ.2. 24).
+++
Ο Αββάς Γελάσιος είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν πει πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήσει τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλη βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήσει ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξει σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σʼ αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Αββά Γελάσιο, που ήταν φίλος του.
-Νʼ αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξι νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. Το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
-Αξίζει, αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
-Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββά Γελάσιο και μου είπε πως γυρεύεις πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
-Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
-Όχι.
-Μετανόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξη του. πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στο κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρεσε μʼ όλη του την ψυχή, αλλʼ επέμενε να του χαρίσει το βιβλίο. Που να το δεχθεί τώρα ο καλόγερος!
-Αν δεν το πάρεις πίσω Αββά, δεν θα βρει ανάπαυση η ψυχή μου.
-Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησέ το εκεί απʼ όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
++
Την παρακάτω ιστορία την διηγείται στους μαθητές του ο Αββάς Ζωσιμάς.
Κοντά σʼ ένα Κοινόβιο είχε στήσει την καλύβη του ένας Γέροντας, που όλοι γύρω οι Αδελφοί τον υπεραγαπούσαν. Εκεί κοντά έμενε και κάποιος άλλος Ερημίτης.
Κάποτε ο Γέροντας έλειψε για λίγες μέρες κι ο γείτονάς του, που βρήκε ευκαιρία, μπήκε στην καλύβη του και του πήρε τα βιβλία και τʼ άλλα μικροπράγματα που είχε. Όταν γύρισε εκείνος και βρήκε την καλύβη του ανοιχτή και άδεια, πήγε να πει στο γείτονά του τι του συνέβαινε. Προβάλλοντας στην πόρτα του είδε τα πράγματά του στη μέση του κελλιού του γείτονα. Δεν είχε προφθάσει ακόμη να τα συμμαζέψει. Ο αγαθός Γέροντας μη θέλοντας να ντροπιάσει τον κλέπτη απομακρύνθηκε με κάποια πρόφαση για να του δώσει καιρό να τα κρύψει. Σαν γύρισε άρχισε να κουβεντιάζει μαζί του για τα πράγματα εντελώς άσχετα με την κλοπή.
Μα οι γνωστοί του, που έμαθαν το πάθημά του, φρόντισαν και βρήκαν τον κλέπτη και τον έβαλαν στη φυλακή, χωρίς εκείνος να πάρει είδηση. Όταν έμαθε ο Ερημίτης πως ο γείτονάς του βρισκόταν στη φυλακή για άγνωστη σʼ αυτόν αιτία, πήγε στον Ηγούμενο του Κοινοβίου και τον παρεκάλεσε να του δώσει δυο ψωμιά και λίγα αυγά. Εκείνος του τα έδωσε πρόθυμα νομίζοντας πως είχε να φιλοξενήσει ξένους.
Ο καλός Γέροντας έβαλε τα τρόφιμα σʼ ένα καλάθι, κατέβηκε στην πόλη και πήγε να δει το γείτονά του στη φυλακή. Βλέποντας τον εκείνος έπεσε στα πόδια του μετανοημένος και του έλεγε με δάκρυα.
-Συγχώρεσέ με, Πάτερ, για σένα βρίσκομαι, όπως μου αξίζει, εδώ σήμερα. Εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Να κι ένα από τα βιβλία σου. Συγχώρεσέ με.
Ο καημένος ο Γέροντας τα έχασε. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, του είπε με καλωσύνη.
-Ο Θεός ας σε πληροφορήσει, Αδελφέ μου, πως δεν ήρθα γιʼ αυτό εδώ σήμερα. ούτε καν είχα υποτευθεί πως εξ αιτίας μου σʼ έβαλαν στη φυλακή. Τώρα όμως που μου το λέγεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βγάλω. Εν τω μεταξύ όμως φάε λίγο από τα τρόφιμα που σου έφερα σε τούτο το καλάθι.
Του έδωσε τʼ αυγά και το ψωμί και έφυγε αμέσως για να φροντίσει να βγάλει τον αδελφό του από την φυλακή και με την βοήθεια του Θεού το πέτυχε.
+++
Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. αφού βασανίστηκε σκληρά, οδηγήθηκε έξω από την πόλη για νʼ αποκεφαλιστεί. Στο δρόμο έτυχε να συναντήσει την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δακτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μʼ ευγνωμοσύνη το χέρι της τής είπε:
-Σʼ ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αίτία νʼ απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.
(από το γεροντικό)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό