Συνομιλητής: Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου
Κ.Ι.: Οι Γέροντες στην Ορθοδοξία είναι οι φωτεινοί στύλοι, που καθοδηγούν τους ανθρώπους στο δρόμο της σωτηρίας, εκεί που ο Χριστός ζητά. Γι' αυτό, όσα και ν' ακούσει ένας γι' αυτούς, όσα και να πληροφορηθεί για την αγία βιοτή τους, είναι ελάχιστα μπροστά στο μεγαλείο της αγιότητας τους. Κι είμαστε ξεχωριστά συγκινημένοι, που για το μεγάλο Γέροντα των ημερών μας Πορφύριο θα μας μιλήσει και ο Σέρβος Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς, ο οποίος τον γνώριζε για αρκετά χρόνια.
Ειρ.Μπ.: Είχα γνωρίσει το μεγάλο Γέροντα πριν από αρκετά χρόνια, όταν ήμουν μετεκπαιδευόμενος στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νεαρός ιερομόναχος τότε λειτουργούσα σε διαφόρους ναούς και σε διάφορες Μονές της Αττικής γενικότερα. Έτσι, μαζί με κάποιους φίλους, πνευματικά τέκνα του Γέροντος Πορφυρίου, έτυχε να βρεθώ στο ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στα Καλλίσια της Πεντέλης, όπου τότε έμενε ο Γέροντας και να λειτουργήσω εκεί.
Τότε, κάπως αυθορμήτως, διατυπώθηκε απ' όλους εκεί η επιθυμία, μια και η υγεία του Γέροντος ήταν κλονισμένη, να βοηθήσω και να λειτουργώ εγώ εκεί, ώστε ο Γέροντας να μπορεί ν' αντέχει να εξομολογεί τον κόσμο, να δέχεται τους ανθρώπους και να εκτελεί το θεάρεστο έργο του. Έτσι, για μια σειρά ετών, για επτά συναπτά έτη, κάθε Κυριακή και κάθε εορτή λειτουργούσα εκεί. Κι έβλεπα και το Γέροντα, ο οποίος μετελάμβανε σε κάθε Θεία Λειτουργία και μετά δεχόταν τον κόσμο.
Αμέσως από την αρχή ήρθαμε σε μια προσωπική επαφή και μάλιστα από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας είδα το μεγάλο διορατικό χάρισμα, που είχε ο Γέροντας από το Άγιο Πνεύμα κι έμεινα έκθαμβος από την εμπειρία αυτή.
Κ.Ι.: Θα θέλατε να μας αναφέρετε κάποια χαρακτηριστικά περιστατικά;
Ειρ.Μπ.: Είχε έρθει μια οικογένεια από μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Δεν ήσαν Ορθόδοξοι ούτε ξέρω πώς είχαν μάθει για το Γέροντα. Όταν μπήκαν μέσα με φώναξε ο Γέροντας, για να κάνω το διερμηνέα. Κι αμέσως, προτού εκείνοι μιλήσουν, μου είπε:
-Πες τους να μην αγωνιούν για το άρρωστο παιδί τους, για το οποίο ήρθαν εδώ. Εγώ ο ταπεινός θα εύχομαι και ο Θεός είναι μεγάλο; και θα γίνει καλά το παιδί τους. Και να πάνε στην ευχή του Θεού.
Τους το μετέφρασα εγώ. Οι άνθρωποι εκείνοι δεν είχαν στο μεταξύ προλάβει να ξεστομίσουν ούτε μια λέξη. Όταν άκουσαν τα λόγια του Γέροντα έμειναν με το στόμα ανοικτό, τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν. Δεν χρειάστηκε ν' αναφέρουν καν το πρόβλημα τους, αφού ήδη ο Γέροντας τους είχε απαντήσει σ' αυτό.
Μετά, όταν πολλές φορές πήγαινα να εξομολογηθώ κοντά του κα να ζητήσω τη συμβουλή του, τις πιο πολλές φορές συνέβαινε περίπου το ίδιο, όπως εκείνη την πρώτη φορά. Δηλαδή, χωρίς να χρειάζεται καν ν' αναφέρω τα αμαρτήματα, τα προβλήματα, ο,τιδήποτε με απασχολούσε τη στιγμή εκείνη, ο Γέροντας μου έλεγε όχι απλώς πώς να τ' αντιμετωπίσω, αλλά με τέτοιο τρόπο, που έδειχνε ότι εκείνος κατανοούσε το πρόβλημα μου σε μεγαλύτερο βάθος απ' ό,τι θα μπορούσα να το διατυπώσω εγώ ο ίδιος.
Έκτοτε, ιδίως μετά την κοίμηση του αειμνήστου Ιουστίνου Πόποβιτς στη Σερβία το 1979, ο Γέρων Πορφύριος με πάρα πολλή αγάπη κα; υπομονή με δεχόταν εκεί. Έτσι πέρασα αρκετά χρόνια κοντά του κι έβλεπα πόσοι άνθρωποι έρχονταν εκεί πικραμένοι κι απογοητευμένοι κι έφευγαν με λαμπερά πρόσωπα, με ανακουφισμένη πράγματι κι αναγεννημένη την ψυχή. Είδα έτσι από κοντά, με τα ίδια τα μάτια μου, τι σημαίνει το χάρισμα της πνευματικής πατρότητος στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας και πόσο μεγάλο δώρο είναι το ότι ο Θεός μας δεν αφήνει εαυτόν αμάρτυρον σε ουδεμία γενεά, αλλά τουναντίον, μέσω των εκλεκτών του θεραπόντων, σε κάθε γενεά, θεραπεύει και σώζει τις ψυχές.
Εκείνο, που θα ήθελα να τονίσω -παρόλο που είναι πασίγνωστο, ποτέ δεν μας βλάπτει, αλλά τουναντίον παρά πολύ μας χρειάζεται να το ενθυμούμεθα- είναι ότι όσο ένας Γέροντας είναι σε ύψη ουρανομήκη, άφθαστα για εμάς τους αμαρτωλούς κι εμπαθείς ανθρώπους, τόσο πιο πολύ τον διακρίνει μια βαθύτατη ταπεινοφροσύνη.
Εκπληκτικό δε για μένα ήταν πάντοτε ότι, χωρίς καμιά επιφανειακή ταπεινοφροσύνη, αλλά με πολλή ειλικρίνεια και πάρα πολλή πεποίθηση ο Γέροντας πάντοτε παρουσίαζε τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο αμαρτωλό του κόσμου. Αυτό ήταν φανερό ότι αποτελούσε τη
βαθιά εσωτερική βίωση κι εμπειρία του, ενώ παράλληλα δεν αγνοούσε το μεγαλείο του χαρίσματος, το οποίο είχε από το Άγιο Πνεύμα.
Αυτός ο συνδυασμός ήταν για μένα κάτι το εκπληκτικό, διότι ο Γέρων Πορφύριος ουδεμία είχε αμφιβολία ότι εξ Αγίου Πνεύματος ομιλούσε. Κι ήταν φανερό ότι, αν δεν είχε μια έσωθεν πληροφορία του Αγίου Πνεύματος, δεν μιλούσε, δεν άνοιγε καν το στόμα του. Παραλλήλως, όμως, με κάθε ειλικρίνεια έλεγε: «Κοίταξε, εμένα όλοι οι άνθρωποι με περνούν για καλό. Αλλά εγώ δεν είμαι καλός, είμαι αμαρτωλός άνθρωπος».
Κ.Ι.: Στο σημείο αυτό θα ήθελα, Σεβασμιώτατε, να σας ρωτήσω το εξής. Ο Γέρων Πορφύριος και όλοι οι Γέροντες είναι αληθινά κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Ποιος είναι, πιστεύετε, ο τρόπος και πώς το Άγιο Πνεύμα επιλέγει ένα άνθρωπο για να τον κάνει κατοικητήριό του;
Ειρ.Μπ.: Αυτό το «πώς» είναι δύσκολο βεβαίως να το απαντήσουμε. Νομίζω, όμως, ότι, όσο οι ίδιοι Γέροντες, μ' ένα τρόπο πράγματι γνήσια ευαγγελικό, τονίζουν την αναξιότητά τους, τόσο εμείς οι άλλοι πρέπει να εξαιρέσουμε την αξία της πίστεως, της αγάπης και της αρετής τους. «Όπου θέλει πνέει» το Άγιο Πνεύμα, αλλά ταυτοχρόνως μόνο οι καθαρές καρδιές μπορούν να καταστούν κατοικητήρια του μόνου Αγαθού, του μόνου Αγίου.
Έτσι και το Γέροντα Πορφύριο, λοιπόν, ο οποίος από μικρός είχε πάει στο Αγιον Όρος κι είχε μια τελεία υπακοή κι αγάπη στους εκεί Γέροντες του και άσκηση και αγρυπνία και χαμαικοιτία και όλα τα είδη της μοναστικής ασκήσεως -και όλα αυτά όχι ως μια αγγαρεία, ως ένα εξωτερικό διακόνημα, αλλά ως εσωτάτη ανάγκη του είναι του -όλα αυτά τον έκαναν να γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Η μεγάλη πίστη, η μεγάλη αγάπη, η άκρα καθαρότητα και απάθεια είναι οπωσδήποτε προϋποθέσεις αυτής της χαρισματικής και υπερφυούς καταστάσεως, που διακρίνει τους Γέροντες της Ορθοδοξίας μας.
Ο Γέρων Πορφύριος είχε πολλαπλά χαρίσματα. Ήταν οπωσδήποτε μια προφητική μορφή, μια μεγάλη ασκητική μορφή, αλλά, παραλλήλως, είχε και το ιαματικό χάρισμα. Ο ίδιος δεν μιλούσε γι' αυτό' αρκετοί, όμως, ήσαν αυτοί, τους οποίους θεράπευσε ο αείμνηστος Γέρων από διάφορες ασθένειες, ακόμη και ανίατες, που τους ταλαιπωρούσαν. Ο Γέρων Πορφύριος είχε μέγιστο ποιμαντικό χάρισμα' μπορούσε να ξεκινήσει, από εκεί όπου βρισκόταν, για ένα «ταξίδι» στην Κρήτη ή στην Κύπρο, για παράδειγμα, προκειμένου να βοηθήσει μια ψυχή, για την οποία το Άγιο Πνεύμα του είχε αποκαλύψει ότι είχε ανάγκη. Είχε απέραντη στοργή και μέριμνα για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Κ.Ι.: Έκανε και τέτοια «ταξίδια», λοιπόν, ο Γέρων Πορφύριος;
Ειρ.Μπ.: Μια φορά μου είχε μιλήσει για κάποια μοναστήρια στη Σερβία' πού είναι, σε ποια κατάσταση βρίσκονται, πώς είναι το γύρω περιβάλλον, τα βουνά, πώς είναι οι χαρακτήρες των ανθρώπων που μενουν εκεί, τα πάντα. Κι όλα αυτά, χωρίς ποτέ να έχει βρεθεί σωματικώς εκεί.
Κ.Ι.: Αυτό, φαίνεται, ήταν κάτι, που συνέβαινε πολύ συχνά.
Ειρ.Μπ.: Κάτι, που τονίζω πάντα, είναι ότι ο Γέρων Πορφύριος ηταν και βαθύς θεολόγος. Μελετούσε το λόγο του Θεού ημέρα και νύκτα, από τη νεότητα του. Κι ενώ διδάσκω την Καινή Διαθήκη στη Θεολογική Σχολή, πολλές φορές ντροπιαζόμουν μπροστά του, όταν ανέφερε σωρηδόν παραθέματα από διάφορα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ την Καινή Διαθήκη τη γνώριζε σχεδόν απ' έξω. Αλλά και η ερμηνείες, που έδιδε, ήσαν καρποί και αναγνωσμάτων. Εκ πρώτης όψεως αυτό δεν φαινόταν με το απλοϊκό του ύφος, το οποίο ήταν επίτηδες επιλεγμένο, για να τον καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι.
Παραλλήλως, όμως, ήταν σαφέστατα μια χαρισματική εισχώρηση στο βάθος του νοήματος του λόγου του Θεού. Έτσι και ως θεολόγο: χωρίς να έχει την τυπική θεολογική μόρφωση, μπορούσε να βοήθησε εμάς τους θεολόγους. Πήγαιναν κοντά του και καθηγητές πανεπιστημίων της Ελλάδος και τον συμβουλε
ύονταν πνευματικώς. Ενθυμούμαι λοιπόν, με πόση διαύγεια και πόσο βάθος αντιμετώπιζε τα αυστηρώς θεολογικά ζητήματα. Θα έλεγα ότι το χάρισμα, το οποίο είχε, ήταν πολυσύνθετο και πολυμερέστατο. Ήταν, πράγματι, ένας αξιοθαύμαστος συνδυασμός όλων των χαρισμάτων.
Ο Γέρων Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ότι πρέπει να είμαστε πλήρεις ελπίδος και αισιόδοξοι και να ξέρουμε ότι ο Χριστός είναι αγάπη. Και ότι όση και να είναι η πτώση μας και η πίκρα μας και η κάμψη μας μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της ζωής, ποτέ δεν πρέπει να χάνουμε αυτή την εσωτερική χαρά, την οποία έχουμε από το γεγονός ότι ο Χριστός είναι ζων και παρών στη ζωή μας.
Αυτή την ελπίδα και την αισιοδοξία, που έδιδε ο Γέρων Πορφύριος, έβλεπες στα πρόσωπα όλων όσων έβγαιναν από το ευτελέστατο και ταπεινότατο κελλί των Καλλισίων και αργότερα του Ωρωπού' τα πρόσωπα τους έλαμπαν κυριολεκτικώς.
Κ.Ι.: Ήταν ο ίδιος ένα χαρούμενο παιδί της Βασιλείας.
Ειρ. Μπ.: Ακριβώς, ακριβώς. Και βεβαίως εκείνο, που έθετε υπεράνω όλων, είναι την εμπιστοσύνη μας προς την Εκκλησία του Χριστού, ως σώμα θεανθρώπινο, ως «στΰλον καί έδραίωμα της αληθείας».
Σ' εμένα προσωπικά είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και με είχε ωφελήσει τα μέγιστα πνευματικώς μια συμβουλή, που μου είχε δώσει μια φορά' να μην διακρίνουμε μεταξύ μιας ζωής ησυχαστικής, αναχωρητικής και μιας ζωής δράσεως. Αυτή η διάκριση είναι μάλλον ψευδής κι εξωτερική. Η ουσία είναι, όπως μου έλεγε ο μακαριστός Γέρων, αν κάνουμε πραγματική υπακοή στο θέλημα του Θεού και της Εκκλησίας Του και αν κάνουμε με αγάπη το συγκεκριμένο διακόνημά μας.
Σας εξομολογούμαι τώρα ότι είχα δυσκολευτεί πάρα πολύ στην προσωπική μου ζωή, όταν έπρεπε από μια ζωή αποτραβηγμένη, έστω εξωτερικός ήσυχη και ησυχαστική, με μελέτη και με πολύ ελάχιστο κύκλο ανθρώπων που συναναστρεφόμουν, να βρεθώ μετά σε μια ζωή δημόσιας εκκλησιαστικής ευθύνης, μέσα σε επιτροπές κι αντιπροσωπείες, να τριγυρνώ συνεχώς σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να συναντώ πολιτικούς, διπλωμάτες και άλλους" πράγμα, που σήμερα αναγκάζομαι να κάμνω τόσο ως μέλος της Ιεράς Συνόδου, όσο και λόγω των συγκεκριμένων ευθυνών μου όσον αφορά τις διεκκλησιαστικες σχέσεις του Πατριαρχείου μας. Αυτό με κούραζε πολύ πνευματικώς κι έτσι λαχταρούσα κι ομολογώ ότι και σήμερα λαχταρώ την παλαιά εκείνη ζωή της ησυχίας, που πήγαινα στα Καλλίσια και κανείς δεν γνώριζε ότι υπήρχε ένας μοναχός ονόματι Ειρηναίος, από πού κατάγεται κ.ο.κ. Ο Γέρων Πορφύριος μου ζήτησε να επιστρέψω στη Σερβία, ενώ εγώ επιθυμούσα να μείνω κάπου στο Άγιον Όρος ή κοντά του. Αυτή ήταν η δική μου εσωτερική ανάγκη, αλλά ο Γέρων Πορφύριος μου είπε ότι η ανάγκη της Εκκλησίας ήταν να επιστρέψω στη Σερβία και να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον τόπο μου. Και μου εξήγησε:
-Άκουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σου τα ζητά η Εκκλησία και τα επευλογεί ο πνευματικός σου κι εσύ κάνεις αυτή την υπακοή ειλικρινώς, τότε, με την αγάπη του Χριστού μας, αυτή σου η υπακοή θα μπορέσει να μετατρέψει όλη αυτή την εξωτερική κίνηση σε προσευχές, χωρίς να το καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος. Αν πάλι διαλέξεις και το πιο ήσυχο μέρος του Αγίου Όρους ή σε μια οποιαδήποτε Μονή, αλλά αυτό το κάνεις με το δικό σου θέλημα, για να βολευτείς εσύ ο ίδιος, έστω πνευματικώς, για ένα βόλεμα πνευματικό ας το πούμε και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας ή του πνευματικού σου, τότε, ό,τι και να κάνεις, όλα θα παραμείνουν χαμερπή, δεν θα φθάσουν πουθενά.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό αυτό, που σας είπε, Σεβασμιώτατε.
Ειρ.Μπ.: Ναι. Και μπορώ να σας ομολογήσω ότι έκτοτε, οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τα λόγια του κι αμέσως ανακουφιζόμουν. Κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.
acapus.com
Συνομιλιες για τον γ.Πορφυριο
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Συνομιλιες για τον γ.Πορφυριο
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Συνομιλητής: Μητροπολίτης Μαυροβούνιο και Παραθαλάσσιας κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτ:
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολ -. του Πανεπιστημίου του Βελιγράδιου
Κ.Ι.: Λόγια του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού θα χρησιμοποιήσω αυτή τη φορά, μιμνησκόμενος του μεγάλου Γέροντος των ημερών μας Πορφυρίου: «Τετρωμένος καρδίαν ειμί' έξέτηξέ με ό ζήλος σοι ήλλοίωσέ με ή αγάπη σου, Δέσποτα. Δέσμιος ειμί τω έρωτί σου».
Α.Ρ.: Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε μια πολύ φωτεινή προσωπικότητα της εποχής μας. Γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν, με ελπίδα και τους ανανέωνε πνευματικά.
Τον είχα γνωρίσει, όταν έμενε ακόμη στα Καλλίσια μαζί με την αδελφή του, τη Γερόντισσα Πορφυρία. Στα Καλλίσια, όπως γνωρίζετε ο Γέρων Πορφύριος είχε πάει μετά που αφυπηρέτησε από ιερέας στο ναό του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής των Αθηνών και προτού πάει στον Ωρωπό, όπου ανήγειρε το ιερό γυναικείο Ησυχαστήριο «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».
Κάμναμε εκεί αγρυπνίες με διαφόρους θεολόγους της Αθήνας καί με τον πατέρα Βασίλειο Γοντικάκη, ο οποίος τώρα είναι Καθηγούμενος της ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Ο Γέρων Πορφύριος ήταν πάντοτε μια πολύ ταπεινή παρουσία, που ποτέ δεν ζήτησε να επιβληθεί.
Μιλούσα μαζί του, μου έδωσε συμβουλές και μια φορά μου είπε:
-Όταν υπηρετούσα στην Πολυκλινική, έβλεπα συχνά να συμβαίνει το εξής. Άρχιζε ο γιατρός να εξετάζει τον ασθενή κι εκείνος διαμαρτυρόταν και του έλεγε ότι δεν ήταν σ' εκείνο το σημείο που πονούσε, αλλά αλλού. Και του έλεγε ο γιατρός: «Μπορεί εσύ να πονάς εκεί. αλλά αλλού είναι το πρόβλημα». Και συνέχιζε ο Γέρων Πορφύριος: «Έτσι συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Εμείς νομίζουμε ότι είναι έτσι τα πράγματα, ενώ αλλού βρίσκονται οι αιτίες γι' αυτά, που συμβαίνουν μέσα μας και στη ζωή μας».
Κάτι, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το εξής.
Όταν ήμουν Μητροπολίτης Μπανάτου, κάποιοι νέοι άνθρωποι από τη Σερβία πήγαν στο Γέροντα Πορφύριο. Ένα από τα άτομα της συντροφιάς έθεσε ένα θέμα και ο Γέρων Πορφύριος είπε:
-Να πας στο μοναστήρι, όπου είναι ο πατήρ Αμφιλόχιος Ράντο-βιτς. Γύρω από το ναό του μοναστηριού αυτού υπάρχουν τάφοι με κρυμμένα λείψανα ασκητών ξεχασμένα. Να πας εκεί, έχει ευλογία αυτό το μοναστήρι.
Ο Γέρων Πορφύριος τα έβλεπε όλα αυτά με το διορατικό του χάρισμα, διότι ποτέ δεν είχε πάει στα μέρη εκείνα. Και πραγματικά αυτή η ψυχή έμεινε και μόνασε σ' αυτό το μοναστήρι, στηριγμένη ακριβώς από το λόγο του Γέροντος Πορφυρίου.
Άνθρωποι, όπως ο Γέρων Πορφύριος, μας φανερώνουν και τον πραγματικό Θεό και τον πραγματικό άνθρωπο. Διότι όλοι έχουμε ανάγκη και από το Θεό και από τους ανθρώπους, που είναι οι μάρτυρες της παρουσίας του Θεού μέσα στη ζωή μας, μέσα στο χρόνο και στο χώρο και μέσα στην Ιστορία. «Σύν πάσι τοις άγΐοις», όπως λέει ο απόστολος Παύλος, σωζόμεθα. Αυτό το «νέφος» των αγίων υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει έως της συντέλειας του αιώνος.
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολ -. του Πανεπιστημίου του Βελιγράδιου
Κ.Ι.: Λόγια του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού θα χρησιμοποιήσω αυτή τη φορά, μιμνησκόμενος του μεγάλου Γέροντος των ημερών μας Πορφυρίου: «Τετρωμένος καρδίαν ειμί' έξέτηξέ με ό ζήλος σοι ήλλοίωσέ με ή αγάπη σου, Δέσποτα. Δέσμιος ειμί τω έρωτί σου».
Α.Ρ.: Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε μια πολύ φωτεινή προσωπικότητα της εποχής μας. Γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν, με ελπίδα και τους ανανέωνε πνευματικά.
Τον είχα γνωρίσει, όταν έμενε ακόμη στα Καλλίσια μαζί με την αδελφή του, τη Γερόντισσα Πορφυρία. Στα Καλλίσια, όπως γνωρίζετε ο Γέρων Πορφύριος είχε πάει μετά που αφυπηρέτησε από ιερέας στο ναό του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής των Αθηνών και προτού πάει στον Ωρωπό, όπου ανήγειρε το ιερό γυναικείο Ησυχαστήριο «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».
Κάμναμε εκεί αγρυπνίες με διαφόρους θεολόγους της Αθήνας καί με τον πατέρα Βασίλειο Γοντικάκη, ο οποίος τώρα είναι Καθηγούμενος της ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Ο Γέρων Πορφύριος ήταν πάντοτε μια πολύ ταπεινή παρουσία, που ποτέ δεν ζήτησε να επιβληθεί.
Μιλούσα μαζί του, μου έδωσε συμβουλές και μια φορά μου είπε:
-Όταν υπηρετούσα στην Πολυκλινική, έβλεπα συχνά να συμβαίνει το εξής. Άρχιζε ο γιατρός να εξετάζει τον ασθενή κι εκείνος διαμαρτυρόταν και του έλεγε ότι δεν ήταν σ' εκείνο το σημείο που πονούσε, αλλά αλλού. Και του έλεγε ο γιατρός: «Μπορεί εσύ να πονάς εκεί. αλλά αλλού είναι το πρόβλημα». Και συνέχιζε ο Γέρων Πορφύριος: «Έτσι συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Εμείς νομίζουμε ότι είναι έτσι τα πράγματα, ενώ αλλού βρίσκονται οι αιτίες γι' αυτά, που συμβαίνουν μέσα μας και στη ζωή μας».
Κάτι, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι το εξής.
Όταν ήμουν Μητροπολίτης Μπανάτου, κάποιοι νέοι άνθρωποι από τη Σερβία πήγαν στο Γέροντα Πορφύριο. Ένα από τα άτομα της συντροφιάς έθεσε ένα θέμα και ο Γέρων Πορφύριος είπε:
-Να πας στο μοναστήρι, όπου είναι ο πατήρ Αμφιλόχιος Ράντο-βιτς. Γύρω από το ναό του μοναστηριού αυτού υπάρχουν τάφοι με κρυμμένα λείψανα ασκητών ξεχασμένα. Να πας εκεί, έχει ευλογία αυτό το μοναστήρι.
Ο Γέρων Πορφύριος τα έβλεπε όλα αυτά με το διορατικό του χάρισμα, διότι ποτέ δεν είχε πάει στα μέρη εκείνα. Και πραγματικά αυτή η ψυχή έμεινε και μόνασε σ' αυτό το μοναστήρι, στηριγμένη ακριβώς από το λόγο του Γέροντος Πορφυρίου.
Άνθρωποι, όπως ο Γέρων Πορφύριος, μας φανερώνουν και τον πραγματικό Θεό και τον πραγματικό άνθρωπο. Διότι όλοι έχουμε ανάγκη και από το Θεό και από τους ανθρώπους, που είναι οι μάρτυρες της παρουσίας του Θεού μέσα στη ζωή μας, μέσα στο χρόνο και στο χώρο και μέσα στην Ιστορία. «Σύν πάσι τοις άγΐοις», όπως λέει ο απόστολος Παύλος, σωζόμεθα. Αυτό το «νέφος» των αγίων υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει έως της συντέλειας του αιώνος.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Συνομιλητής: Γεώργιος Γαλίτης,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Οι Γέροντες στην Ορθοδοξία είναι οι φωτεινοί εκείνοι καθοδηγητές, οι οποίοι έχουν φτάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητας και είναι εκείνοι, που ενσαρκώνουν το ιδεώδες του Ευαγγελίου. Είναι οι βιωματικοί, οι καθηγητές των ψυχών των ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, βοηθούν στο να γνωρίσουμε εαυτούς και να δώσουμε νόημα στην ύπαρξη μας.
Ο Γέρων Πορφύριος είναι ήδη γνωστός ανά το πανελλήνιο. Κοινός, όμως, ο πόθος, η δίψα, αλλά και το αίτημα του πιστού λαού του Θεού για όλο και περισσότερες εμπειρίες και ομολογίες ανθρώπων, που γνώριζαν το μεγάλο Γέροντα.
Συνεχίζοντας, λοιπόν, την ερευνά μας για το βίο και το έργο του Γέροντος Πορφυρίου, είχαμε την εξαιρετική χαρά να μας δώσει και τις δικές του εμπειρίες από το μεγάλο αυτό Γέροντα του αιώνα μας ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κύριος Γεώργιος Γαλίτης, ο οποίος είχε την ευλογία από το Θεό να γνωρίζει πάνω από δεκαπέντε χρόνια το Γέροντα Πορφύριο.
Γ.Γ.: Σας ευχαριστώ, κύριε Ιωαννίδη, για την ευλογία, που μου δίνετε να μιλήσω για το σεβαστό, τον πολυσέβαστο Γέροντα.
Έχουν, βέβαια, λεχθεί πάρα πολλά για τον σύγχρονο αυτό άγιο, αλλά δεν εξαντλείται το θέμα. Εγώ προσωπικά δοξάζω το Θεό, που αξιώθηκα να γνωρίσω το Γέροντα Πορφύριο. Κάθε επίσκεψη σ' αυτόν ήταν πηγή δύναμης για μένα και για όλη την οικογένεια μου. Και κάθε φορά, που πήγαινα εκεί, έβλεπα όλο εκείνο τον κόσμο να συρρέει, για να πάρει την ευχή του -ολόκληρα λεωφορεία, πολλές φορές, γεμάτα κόσμο- όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό. Όλος αυτός ο κόσμος, λοιπόν, που καθόταν και περίμενε να δει το Γέροντα με την επισφαλή, την κλονισμένη υγεία, μου θύμιζε εκείνους, που έβγαιναν στην έρημο, για να συναντήσουν τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και ν' ακούσουν το κήρυγμα μετανοίας.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν ένας σύγχρονος προφήτης.
Κ.Ι.: Πώς το εννοείτε αυτό;
Γ.Γ.: Το προφητικό πνεύμα, όχι μόνο με την έννοια του προορατικού και του διορατικού χαρίσματος, αλλά και με την έννοια της προφητικής ισχύος" όπως μιλούσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ως έχοντες εξουσίαν, εν δυνάμει.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν πολύ εύθραυστος. Ήταν αυτό, που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι έχουμε το θησαυρό στα οστράκινα σκεύη, «έν όστρακίνοις σκεύεσι». Αυτό το σκεύος το οστράκινο, το εύθραυστο, ήταν ο πατήρ Πορφύριος.
Υπήρξαν, βέβαια, περίοδοι, που η υγεία του επέτρεπε να είναι όρθιος και θυμούμαι περιπάτους μας, κατά τους οποίους συζητούσαμε για πολλά θέματα. Αλλά τα τελευταία χρόνια οι αναμνήσεις μου όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο είναι από ένα θερμοθάλαμο, θα έλεγα' εννοώ το δωμάτιο του, στο οποίο υπήρχε πάντα υψηλή θερμοκρασία, γιατί αυτή του ήταν απαραίτητη για να κρατηθεί στη ζωή. Ο Γέρων Πορφύριος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πολλές φορές έπαιρνε ο ίδιος ζωή από τη συζήτηση. Κι όταν του τηλεφωνούσαν τα πνευματικά του τέκνα, ύψωνε το χέρι του σε ευλογία, τους ευλογούσε.
Σ' αυτό το δωματιάκι αισθανόσουν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αισθανόσουν το Άγιο Πνεύμα να περιίπταται, αισθανόσουν το άρωμα του.
Κ.Ι.: Θα είχατε την καλοσύνη να μας αναφέρετε μερικά περιστατικά, που δείχνουν αυτή την ξεχωριστή περίπτωση του «σκεύους εκλογής», που υπήρξε ο Γέρων Πορφύριος;
Γ.Γ.: Για πολλά πράγματα έχω ιδία αντίληψη, όπως για το διορατικό του χάρισμα, που ήταν και το πιο γνωστό χάρισμα του. Για παράδειγμα, περιέγραφε διάφορα πρόσωπα και τοποθεσίες ακριβώς, ωσάν να τα είχε δει. Κι εμείς απορούσαμε.
Κ.Ι.: Είχε «τηλεόραση» μέσα του κι έβλεπε.
Γ.Γ.: Ακριβώς.
Ένα μέλος της οικογένειας μου είχε πάει σ' ένα μοναστήρι σε κάποιο νησί. Όταν γύρισε και πήγε στο Γέροντα, ο πατήρ Πορφύριος άρχισε να του περιγράφει, όχι μόνο εκείνο το μοναστήρι, το οποίο είχε επισκεφθεί, αλλά και άλλα μοναστήρια της περιοχής, χωρίς ποτέ να έχει πάει σ' αυτό το νησί.
Σε κάποιο φίλο μου, ο οποίος ήθελε ν' αγοράσει ένα οικόπεδο, υπέδειξε πού ακριβώς θ' αγόραζε το οικόπεδο, γιατί αυτός ο φίλος μου είχε ένα πρόβλημα υγείας και είχε σημασία το πού θα ζούσε.
Ο Γέρων Πορφύριος, όπως είναι γνωστό, μπορούσε να διαγνώσει από ποια ασθένεια έπασχε κάποιος, κάμνοντας μια δική του «ακτινογραφία». Η σύζυγος μου είχε ένα πρόβλημα υγείας. Ο Γέρων Πορφύριος της έπιασε το κεφάλι κι έκανε τη σωστή διάγνωση. Και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι μόνο έκαμνε διάγνωση, αλλά και υποδείκνυε τι να γίνει και τι ν' αποφευχθεί στη διάρκεια της θεραπείας.
Κ.Ι.: Ο Γέρων Πορφύριος, όπως όλοι γνωρίζουμε, εκτός από το διορατικό, είχε και το προορατικό χάρισμα.
Γ.Γ.: Αυτή είναι η εκ των προτέρων γνώση' γνώριζε την έκβαση μιας υπόθεσης. Κι όταν τον ρωτούσες πώς τα γνώριζε όλα αυτά, απαντούσε: «Δεν τα λέω εγώ, αλλά το Άγιο Πνεύμα».
Βλέπετε, η ταπείνωση του ήταν πολύ μεγάλη, αλλά και η απλότητα του ήταν εξίσου μεγάλη. Δεν είχε ψευτοταπείνωση κι ούτε έλεγε για παράδειγμα, όλη την ώρα «εγώ ο ανάξιος» και τα λοιπά, αλλά τα παραδεχόταν κι έλεγε «αυτά είναι χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος».
Κ.Ι.: Ήταν ένας αληθινός νήπιος του Θεού.
Γ.Γ.: Θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε, να σταθούμε λίγο ακόμη στο θέμα της ταπείνωσης του Γέροντος Πορφυρίου. Να σκεφτείτε ότι ο άγιος αυτός ρωτούσε εμένα για ένα χωρίο της Αγίας Γραφής:
-Το τάδε χωρίο πώς το ερμηνεύεις, κύριε Καθηγητά μου, πώς το βλέπεις;
Ή πάλι με ρωτούσε:
-Είναι σωστή αυτή η ερμηνεία;
Στη συνέχεια, όμως, της συνομιλίας μας, έκαμνε παρατηρήσει; που με εξέπλητταν, οπότε έβλεπα το βάθος της σκέψης του. Η σκέψη του πήγαινε σε περιοχές, που θαύμαζες πώς πήγε το μυαλό του εκεί.
Εμείς οι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής παίρνουμε τα στοιχεία, χρησιμοποιούμε τους Πατέρες, χρησιμοποιούμε το μυαλό μας κ.ο.κ Οι παρατηρήσεις, όμως, του Γέροντος Πορφυρίου για την Αγία Γραφή ήταν τέτοιες, που έβλεπες ότι τον φώτιζε ο Θεός, ότι τον φώτιζε το Αγιο Πνεύμα, ώστε να βλέπει απόψεις, που εμείς, οι οποίοι ασχολούμαστε «επαγγελματικά» -το λέω εντός εισαγωγικών- που μας αξίωνε: ο Θεός να εργαζόμαστε πάνω στην Αγία Γραφή, δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Αυτό, ακριβώς, δείχνει ότι ερμηνεία της Γραφής δεν είναι η ξηρή γραμματική ή φιλοσοφική ή άλλη ανάλυση, αλλά είναι η εν τη Εκκλησία και διά της Εκκλησίας βίωση της χάριτος, που παρέχει ο λόγος του Θεού. Αυτό το έχουν οι άγιοι. Δηλαδή, η ερμηνεία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, που δίδεται σ' αυτούς που πλησιάζουν τη Γραφή βιωματικά. Χωρίς την πνοή του Αγίου Πνεύματος όλες οι ερμηνείες μας, όλες οι σοφίες μας, είναι μωρία απέναντι στο Θεό.
Ο Γέρων Πορφύριος ζούσε τη Γραφή, ήταν ο άνθρωπος της Γραφής. Τα παραδείγματα, που χρησιμοποιούσε, οι κουβέντες του. ο,τιδήποτε έλεγε, ήταν παρμένα από την Αγία Γραφή. Να σας πω και κάτι χαρακτηριστικό. Όταν κάναμε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην ομιλούμενη ελληνική, θυμούμαι τα ενθουσιώδη σχόλια του. Μου έλεγε μάλιστα ότι θα ήθελε να είχε πολλά αντίτυπα να τα δίνει στους νέους ανθρώπους, που πήγαιναν και τον έβλεπαν, διότι είχε τον καημό, τον πόνο, ότι πολλοί, ιδίως οι νέοι, διαβάζουν τη Γραφή χωρίς να την καταλαβαίνουν. Φροντίσαμε έτσι και του προμηθεύσαμε μερικά αντίτυπα.
Όταν ήσουν με το Γέροντα Πορφύριο, είχες την αίσθηση ότι βρισκόσουν ενώπιον ενός αγίου και καταλάβαινες πώς είναι ένας άγιος" απλός και ταπεινός.
Κ.Ι.: Όπως έλεγε κι ένας αγιορείτης ερημίτης, ο Ρώσσος ιερομόναχος Τύχων, κάθε πρωί που αρχίζει μια καινούργια μέρα, ο Θεός ευλογεί όλη την Κτίση με το ένα του χέρι. Αλλά, όταν βλέπει ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί και με τα δυο του χέρια.
Γ.Γ.: Ο Γέρων Πορφύριος όλο δόξαζε το Θεό" το «δόξα σοι ό Θεός» ήταν στο στόμα του, όπως κι η ευχή «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με». Ήταν ο άνθρωπος της προσευχής και της δοξολογίας.
Η αίσθηση της αγιότητας είναι αυτό, που πρέπει να κρατήσουμε από το Γέροντα Πορφύριο. Λέμε ότι πρέπει να μιμηθούμε το Χριστό και ότι «ό Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, ϊνα έπακολουθήσωμεν τοις ϊχνεσιν αύτού». Το να μιμηθούμε το Χριστό είναι μια επίπονη προσπάθεια, που διαρκεί σ' όλη μας τη ζωή. Ο ίδιος ο Χριστός μας έχει δώσει τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν βιώσει οι ίδιοι τη μίμησ
η αυτού του Χριστού κι εμείς καλούμαστε πλέον ν' ακολουθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, που τους στέλλει ο Θεός σε κάθε εποχή. Δεν υπάρχει εποχή, που να μην έχει τους αγίους της. Η δική μας εποχή έχει τους μεγάλους αγίους της" έχει κι αυτούς, που δεν ξέρουμε, καθώς κι εκείνους, που ξέρουμε λιγότερο.
Ο μεγάλος αυτός άγιος, ο Γέρων Πορφύριος, για τον οποίο έχουμε όλοι ακούσει -άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο- και αρκετοί τον έχουμε ζήσει, είναι ακριβώς ο οδοδείκτης, που μας δείχνει το δρόμο που θα βαδίσουμε, για να φτάσουμε στο Χριστό. Εκείνος, που πάτησε στα ίχνη του Χριστού κι εμείς, που ακολουθούμε, πατώντας στα ίχνη αυτά.
Όταν λέει ο απόστολος Παύλος «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς κάγώ Χρίστου», δεν το λέει από εγωισμό, αλλά ακριβώς μας λέει: «Αν θέλετε κάποιο πρότυπο, ακολουθήστε εμένα, για να φτάσετε το Χριστό». Το ίδιο πράγμα μας δίνει ο Χριστός μέσω των αγίων του.
Κ.Ι.: Άλλωστε οι άγιοι είναι η προέκταση του Ευαγγελίου και η βίωση του.
Γ.Γ.: Θα ήθελα επίσης να πω κάτι και για το θέμα των πρεσβειών. Πόσο φτωχοί είναι οι προτεστάντες, οι οποίοι δεν έχουν τις πρεσβείες
των αγίων, διότι οι άγιοι είναι οι μεσίτες μας, είναι οι πρεσβευτές μας κοντά στο Θεό. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο, που είναι τόσο σύγχρονος κι έχει γνωρίσει τα πρόσωπα μας, είναι πιο εύκολο να ζητήσουμε την πρεσβεία του
acapus.com
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Οι Γέροντες στην Ορθοδοξία είναι οι φωτεινοί εκείνοι καθοδηγητές, οι οποίοι έχουν φτάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητας και είναι εκείνοι, που ενσαρκώνουν το ιδεώδες του Ευαγγελίου. Είναι οι βιωματικοί, οι καθηγητές των ψυχών των ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, βοηθούν στο να γνωρίσουμε εαυτούς και να δώσουμε νόημα στην ύπαρξη μας.
Ο Γέρων Πορφύριος είναι ήδη γνωστός ανά το πανελλήνιο. Κοινός, όμως, ο πόθος, η δίψα, αλλά και το αίτημα του πιστού λαού του Θεού για όλο και περισσότερες εμπειρίες και ομολογίες ανθρώπων, που γνώριζαν το μεγάλο Γέροντα.
Συνεχίζοντας, λοιπόν, την ερευνά μας για το βίο και το έργο του Γέροντος Πορφυρίου, είχαμε την εξαιρετική χαρά να μας δώσει και τις δικές του εμπειρίες από το μεγάλο αυτό Γέροντα του αιώνα μας ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κύριος Γεώργιος Γαλίτης, ο οποίος είχε την ευλογία από το Θεό να γνωρίζει πάνω από δεκαπέντε χρόνια το Γέροντα Πορφύριο.
Γ.Γ.: Σας ευχαριστώ, κύριε Ιωαννίδη, για την ευλογία, που μου δίνετε να μιλήσω για το σεβαστό, τον πολυσέβαστο Γέροντα.
Έχουν, βέβαια, λεχθεί πάρα πολλά για τον σύγχρονο αυτό άγιο, αλλά δεν εξαντλείται το θέμα. Εγώ προσωπικά δοξάζω το Θεό, που αξιώθηκα να γνωρίσω το Γέροντα Πορφύριο. Κάθε επίσκεψη σ' αυτόν ήταν πηγή δύναμης για μένα και για όλη την οικογένεια μου. Και κάθε φορά, που πήγαινα εκεί, έβλεπα όλο εκείνο τον κόσμο να συρρέει, για να πάρει την ευχή του -ολόκληρα λεωφορεία, πολλές φορές, γεμάτα κόσμο- όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό. Όλος αυτός ο κόσμος, λοιπόν, που καθόταν και περίμενε να δει το Γέροντα με την επισφαλή, την κλονισμένη υγεία, μου θύμιζε εκείνους, που έβγαιναν στην έρημο, για να συναντήσουν τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και ν' ακούσουν το κήρυγμα μετανοίας.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν ένας σύγχρονος προφήτης.
Κ.Ι.: Πώς το εννοείτε αυτό;
Γ.Γ.: Το προφητικό πνεύμα, όχι μόνο με την έννοια του προορατικού και του διορατικού χαρίσματος, αλλά και με την έννοια της προφητικής ισχύος" όπως μιλούσαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ως έχοντες εξουσίαν, εν δυνάμει.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν πολύ εύθραυστος. Ήταν αυτό, που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι έχουμε το θησαυρό στα οστράκινα σκεύη, «έν όστρακίνοις σκεύεσι». Αυτό το σκεύος το οστράκινο, το εύθραυστο, ήταν ο πατήρ Πορφύριος.
Υπήρξαν, βέβαια, περίοδοι, που η υγεία του επέτρεπε να είναι όρθιος και θυμούμαι περιπάτους μας, κατά τους οποίους συζητούσαμε για πολλά θέματα. Αλλά τα τελευταία χρόνια οι αναμνήσεις μου όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο είναι από ένα θερμοθάλαμο, θα έλεγα' εννοώ το δωμάτιο του, στο οποίο υπήρχε πάντα υψηλή θερμοκρασία, γιατί αυτή του ήταν απαραίτητη για να κρατηθεί στη ζωή. Ο Γέρων Πορφύριος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πολλές φορές έπαιρνε ο ίδιος ζωή από τη συζήτηση. Κι όταν του τηλεφωνούσαν τα πνευματικά του τέκνα, ύψωνε το χέρι του σε ευλογία, τους ευλογούσε.
Σ' αυτό το δωματιάκι αισθανόσουν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αισθανόσουν το Άγιο Πνεύμα να περιίπταται, αισθανόσουν το άρωμα του.
Κ.Ι.: Θα είχατε την καλοσύνη να μας αναφέρετε μερικά περιστατικά, που δείχνουν αυτή την ξεχωριστή περίπτωση του «σκεύους εκλογής», που υπήρξε ο Γέρων Πορφύριος;
Γ.Γ.: Για πολλά πράγματα έχω ιδία αντίληψη, όπως για το διορατικό του χάρισμα, που ήταν και το πιο γνωστό χάρισμα του. Για παράδειγμα, περιέγραφε διάφορα πρόσωπα και τοποθεσίες ακριβώς, ωσάν να τα είχε δει. Κι εμείς απορούσαμε.
Κ.Ι.: Είχε «τηλεόραση» μέσα του κι έβλεπε.
Γ.Γ.: Ακριβώς.
Ένα μέλος της οικογένειας μου είχε πάει σ' ένα μοναστήρι σε κάποιο νησί. Όταν γύρισε και πήγε στο Γέροντα, ο πατήρ Πορφύριος άρχισε να του περιγράφει, όχι μόνο εκείνο το μοναστήρι, το οποίο είχε επισκεφθεί, αλλά και άλλα μοναστήρια της περιοχής, χωρίς ποτέ να έχει πάει σ' αυτό το νησί.
Σε κάποιο φίλο μου, ο οποίος ήθελε ν' αγοράσει ένα οικόπεδο, υπέδειξε πού ακριβώς θ' αγόραζε το οικόπεδο, γιατί αυτός ο φίλος μου είχε ένα πρόβλημα υγείας και είχε σημασία το πού θα ζούσε.
Ο Γέρων Πορφύριος, όπως είναι γνωστό, μπορούσε να διαγνώσει από ποια ασθένεια έπασχε κάποιος, κάμνοντας μια δική του «ακτινογραφία». Η σύζυγος μου είχε ένα πρόβλημα υγείας. Ο Γέρων Πορφύριος της έπιασε το κεφάλι κι έκανε τη σωστή διάγνωση. Και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι μόνο έκαμνε διάγνωση, αλλά και υποδείκνυε τι να γίνει και τι ν' αποφευχθεί στη διάρκεια της θεραπείας.
Κ.Ι.: Ο Γέρων Πορφύριος, όπως όλοι γνωρίζουμε, εκτός από το διορατικό, είχε και το προορατικό χάρισμα.
Γ.Γ.: Αυτή είναι η εκ των προτέρων γνώση' γνώριζε την έκβαση μιας υπόθεσης. Κι όταν τον ρωτούσες πώς τα γνώριζε όλα αυτά, απαντούσε: «Δεν τα λέω εγώ, αλλά το Άγιο Πνεύμα».
Βλέπετε, η ταπείνωση του ήταν πολύ μεγάλη, αλλά και η απλότητα του ήταν εξίσου μεγάλη. Δεν είχε ψευτοταπείνωση κι ούτε έλεγε για παράδειγμα, όλη την ώρα «εγώ ο ανάξιος» και τα λοιπά, αλλά τα παραδεχόταν κι έλεγε «αυτά είναι χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος».
Κ.Ι.: Ήταν ένας αληθινός νήπιος του Θεού.
Γ.Γ.: Θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε, να σταθούμε λίγο ακόμη στο θέμα της ταπείνωσης του Γέροντος Πορφυρίου. Να σκεφτείτε ότι ο άγιος αυτός ρωτούσε εμένα για ένα χωρίο της Αγίας Γραφής:
-Το τάδε χωρίο πώς το ερμηνεύεις, κύριε Καθηγητά μου, πώς το βλέπεις;
Ή πάλι με ρωτούσε:
-Είναι σωστή αυτή η ερμηνεία;
Στη συνέχεια, όμως, της συνομιλίας μας, έκαμνε παρατηρήσει; που με εξέπλητταν, οπότε έβλεπα το βάθος της σκέψης του. Η σκέψη του πήγαινε σε περιοχές, που θαύμαζες πώς πήγε το μυαλό του εκεί.
Εμείς οι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής παίρνουμε τα στοιχεία, χρησιμοποιούμε τους Πατέρες, χρησιμοποιούμε το μυαλό μας κ.ο.κ Οι παρατηρήσεις, όμως, του Γέροντος Πορφυρίου για την Αγία Γραφή ήταν τέτοιες, που έβλεπες ότι τον φώτιζε ο Θεός, ότι τον φώτιζε το Αγιο Πνεύμα, ώστε να βλέπει απόψεις, που εμείς, οι οποίοι ασχολούμαστε «επαγγελματικά» -το λέω εντός εισαγωγικών- που μας αξίωνε: ο Θεός να εργαζόμαστε πάνω στην Αγία Γραφή, δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Αυτό, ακριβώς, δείχνει ότι ερμηνεία της Γραφής δεν είναι η ξηρή γραμματική ή φιλοσοφική ή άλλη ανάλυση, αλλά είναι η εν τη Εκκλησία και διά της Εκκλησίας βίωση της χάριτος, που παρέχει ο λόγος του Θεού. Αυτό το έχουν οι άγιοι. Δηλαδή, η ερμηνεία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, που δίδεται σ' αυτούς που πλησιάζουν τη Γραφή βιωματικά. Χωρίς την πνοή του Αγίου Πνεύματος όλες οι ερμηνείες μας, όλες οι σοφίες μας, είναι μωρία απέναντι στο Θεό.
Ο Γέρων Πορφύριος ζούσε τη Γραφή, ήταν ο άνθρωπος της Γραφής. Τα παραδείγματα, που χρησιμοποιούσε, οι κουβέντες του. ο,τιδήποτε έλεγε, ήταν παρμένα από την Αγία Γραφή. Να σας πω και κάτι χαρακτηριστικό. Όταν κάναμε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην ομιλούμενη ελληνική, θυμούμαι τα ενθουσιώδη σχόλια του. Μου έλεγε μάλιστα ότι θα ήθελε να είχε πολλά αντίτυπα να τα δίνει στους νέους ανθρώπους, που πήγαιναν και τον έβλεπαν, διότι είχε τον καημό, τον πόνο, ότι πολλοί, ιδίως οι νέοι, διαβάζουν τη Γραφή χωρίς να την καταλαβαίνουν. Φροντίσαμε έτσι και του προμηθεύσαμε μερικά αντίτυπα.
Όταν ήσουν με το Γέροντα Πορφύριο, είχες την αίσθηση ότι βρισκόσουν ενώπιον ενός αγίου και καταλάβαινες πώς είναι ένας άγιος" απλός και ταπεινός.
Κ.Ι.: Όπως έλεγε κι ένας αγιορείτης ερημίτης, ο Ρώσσος ιερομόναχος Τύχων, κάθε πρωί που αρχίζει μια καινούργια μέρα, ο Θεός ευλογεί όλη την Κτίση με το ένα του χέρι. Αλλά, όταν βλέπει ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί και με τα δυο του χέρια.
Γ.Γ.: Ο Γέρων Πορφύριος όλο δόξαζε το Θεό" το «δόξα σοι ό Θεός» ήταν στο στόμα του, όπως κι η ευχή «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με». Ήταν ο άνθρωπος της προσευχής και της δοξολογίας.
Η αίσθηση της αγιότητας είναι αυτό, που πρέπει να κρατήσουμε από το Γέροντα Πορφύριο. Λέμε ότι πρέπει να μιμηθούμε το Χριστό και ότι «ό Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, ϊνα έπακολουθήσωμεν τοις ϊχνεσιν αύτού». Το να μιμηθούμε το Χριστό είναι μια επίπονη προσπάθεια, που διαρκεί σ' όλη μας τη ζωή. Ο ίδιος ο Χριστός μας έχει δώσει τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν βιώσει οι ίδιοι τη μίμησ
η αυτού του Χριστού κι εμείς καλούμαστε πλέον ν' ακολουθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, που τους στέλλει ο Θεός σε κάθε εποχή. Δεν υπάρχει εποχή, που να μην έχει τους αγίους της. Η δική μας εποχή έχει τους μεγάλους αγίους της" έχει κι αυτούς, που δεν ξέρουμε, καθώς κι εκείνους, που ξέρουμε λιγότερο.
Ο μεγάλος αυτός άγιος, ο Γέρων Πορφύριος, για τον οποίο έχουμε όλοι ακούσει -άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο- και αρκετοί τον έχουμε ζήσει, είναι ακριβώς ο οδοδείκτης, που μας δείχνει το δρόμο που θα βαδίσουμε, για να φτάσουμε στο Χριστό. Εκείνος, που πάτησε στα ίχνη του Χριστού κι εμείς, που ακολουθούμε, πατώντας στα ίχνη αυτά.
Όταν λέει ο απόστολος Παύλος «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς κάγώ Χρίστου», δεν το λέει από εγωισμό, αλλά ακριβώς μας λέει: «Αν θέλετε κάποιο πρότυπο, ακολουθήστε εμένα, για να φτάσετε το Χριστό». Το ίδιο πράγμα μας δίνει ο Χριστός μέσω των αγίων του.
Κ.Ι.: Άλλωστε οι άγιοι είναι η προέκταση του Ευαγγελίου και η βίωση του.
Γ.Γ.: Θα ήθελα επίσης να πω κάτι και για το θέμα των πρεσβειών. Πόσο φτωχοί είναι οι προτεστάντες, οι οποίοι δεν έχουν τις πρεσβείες
των αγίων, διότι οι άγιοι είναι οι μεσίτες μας, είναι οι πρεσβευτές μας κοντά στο Θεό. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο, που είναι τόσο σύγχρονος κι έχει γνωρίσει τα πρόσωπα μας, είναι πιο εύκολο να ζητήσουμε την πρεσβεία του
acapus.com
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Συνομιλητής: Στυλιανός Παπαδόπουλος,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Με τον προφήτη Ησαΐα ο Θεός είπε: «Έπί τίνα επιβλέψω άλλ' ή έπί τόν ταπεινόν καί ήσύχιον;» Κι ο Γέρων Πορφύριος, με την απέραντη ταπείνωση του και την άφατη αγάπη του, προσείλκυσε το βλέμμα του Θεού, ο οποίος του χάρισε μεγάλα και μοναδικά δώρα.
Στ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος, ο οποίος εκοιμήθη, εγεννήθη δηλαδή εν τη μακαριότητι, είς τους κόλπους του Πατρός, λίγες μέρες μετά την κοίμηση του Γέροντος Ιακώβου, ήταν πράγματι ιερό πρόσωπο, όχι απλώς διότι υπήρξε κληρικός και μοναχός, αλλά διότι, πέραν κάθε αμφιβολίας, ήταν χαρισματικός. Ο Θεός τον χαρίτωσε πολλαπλώς και πολυτρόπως.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν από τις εντυπωσιακές οσιακές μορφές της εποχής μας' ή, για να το πω αλλιώς, ήταν από τις εντυπωσιακότερες χαρισματικές μορφές. Διότι, για λόγους που ο Θεός κι εκείνος γνώριζαν, ο Γέρων Πορφύριος δεν κρυβόταν. Ενώ έλεγε για το Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη ότι ήταν από τους πιο προορατικούς της εποχής μας, αλλά κρυβόταν επιμελώς για να μη δοξάζεται, ο ίδιος δεν κρυβόταν. Γιατί; Διότι «ούτως έ'δοξε τω Πνεύματι τω Άγίω», να μην κρύβει καθόλου τα χαρίσματα του.
Κ.Ι.: Θα ήταν μέσα στα πλαίσια της διακονίας του, διότι ήταν ένας τόσο πολύ ταπεινός άνθρωπος.
Στ.Π.: Ασφαλώς, ασφαλώς.
Ο Θεός αλλιώς είχε κρίνει για το Γέροντα Πορφύριο, ο οποίος προέλεγε χωρίς ουδεμία αναστολή" ήταν ένας ποταμός προορατικού χαρίσματος. Γι' αυτό, πολλοί απ' όσους γνώρισαν το μακαριστό Γέροντα μιλούσαν μόνο για το προορατικό του χάρισμα.
Εγώ θα ήθελα να πάμε αλλού. Εκείνο, το οποίο θα πρέπει ένας να θυμάται πάντοτε για το Γέροντα Πορφύριο, είναι ότι υπήρξε πράγματι μεγάλος ασκητής. Αυτό πρέπει περισσότερο και κυρίως να προσέχουμε και να θαυμάζουμε και, αν είναι δυνατό, να μιμούμεθα.
Έχω αναζητήσει από παλαιούς διάφορες μαρτυρίες κι έχω ερευνήσει. Ξέρετε ότι δεν κοιμόταν πάνω στο κρεβάτι για ολόκληρες δεκαετίες; Κοιμόταν χάμω, καταγής. Μην κοιτάτε μετά, που αρρώστησε και δεν ήταν πλέον δυνατό αυτό. Ο Γέρων Πορφύριος προσηύχετο όλη τη νύκτα. Κοιμόταν ελάχιστες ώρες και αφιέρωνε όλη τη νύκτα στον πνευματικό του αγώνα, την προσευχή. Έτσι, βέβαια, του δόθηκαν τα χαρίσματα, τα οποία βλέπουμε και θαυμάζουμε.
Κ.Ι.: Ήταν ένας μεγάλος αθλητής του πνεύματος, αθλητής του Θεού.
Στ.Π.: Θα πω κάτι περισσότερο, όχι για να σας διορθώσω, αγαπητέ μου κύριε Ιωαννίδη, αλλά για να προσθέσω. Πρωταθλητής ήταν.
Κ.Ι.: Σίγουρα.
acapus.com
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Με τον προφήτη Ησαΐα ο Θεός είπε: «Έπί τίνα επιβλέψω άλλ' ή έπί τόν ταπεινόν καί ήσύχιον;» Κι ο Γέρων Πορφύριος, με την απέραντη ταπείνωση του και την άφατη αγάπη του, προσείλκυσε το βλέμμα του Θεού, ο οποίος του χάρισε μεγάλα και μοναδικά δώρα.
Στ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος, ο οποίος εκοιμήθη, εγεννήθη δηλαδή εν τη μακαριότητι, είς τους κόλπους του Πατρός, λίγες μέρες μετά την κοίμηση του Γέροντος Ιακώβου, ήταν πράγματι ιερό πρόσωπο, όχι απλώς διότι υπήρξε κληρικός και μοναχός, αλλά διότι, πέραν κάθε αμφιβολίας, ήταν χαρισματικός. Ο Θεός τον χαρίτωσε πολλαπλώς και πολυτρόπως.
Ο Γέρων Πορφύριος ήταν από τις εντυπωσιακές οσιακές μορφές της εποχής μας' ή, για να το πω αλλιώς, ήταν από τις εντυπωσιακότερες χαρισματικές μορφές. Διότι, για λόγους που ο Θεός κι εκείνος γνώριζαν, ο Γέρων Πορφύριος δεν κρυβόταν. Ενώ έλεγε για το Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη ότι ήταν από τους πιο προορατικούς της εποχής μας, αλλά κρυβόταν επιμελώς για να μη δοξάζεται, ο ίδιος δεν κρυβόταν. Γιατί; Διότι «ούτως έ'δοξε τω Πνεύματι τω Άγίω», να μην κρύβει καθόλου τα χαρίσματα του.
Κ.Ι.: Θα ήταν μέσα στα πλαίσια της διακονίας του, διότι ήταν ένας τόσο πολύ ταπεινός άνθρωπος.
Στ.Π.: Ασφαλώς, ασφαλώς.
Ο Θεός αλλιώς είχε κρίνει για το Γέροντα Πορφύριο, ο οποίος προέλεγε χωρίς ουδεμία αναστολή" ήταν ένας ποταμός προορατικού χαρίσματος. Γι' αυτό, πολλοί απ' όσους γνώρισαν το μακαριστό Γέροντα μιλούσαν μόνο για το προορατικό του χάρισμα.
Εγώ θα ήθελα να πάμε αλλού. Εκείνο, το οποίο θα πρέπει ένας να θυμάται πάντοτε για το Γέροντα Πορφύριο, είναι ότι υπήρξε πράγματι μεγάλος ασκητής. Αυτό πρέπει περισσότερο και κυρίως να προσέχουμε και να θαυμάζουμε και, αν είναι δυνατό, να μιμούμεθα.
Έχω αναζητήσει από παλαιούς διάφορες μαρτυρίες κι έχω ερευνήσει. Ξέρετε ότι δεν κοιμόταν πάνω στο κρεβάτι για ολόκληρες δεκαετίες; Κοιμόταν χάμω, καταγής. Μην κοιτάτε μετά, που αρρώστησε και δεν ήταν πλέον δυνατό αυτό. Ο Γέρων Πορφύριος προσηύχετο όλη τη νύκτα. Κοιμόταν ελάχιστες ώρες και αφιέρωνε όλη τη νύκτα στον πνευματικό του αγώνα, την προσευχή. Έτσι, βέβαια, του δόθηκαν τα χαρίσματα, τα οποία βλέπουμε και θαυμάζουμε.
Κ.Ι.: Ήταν ένας μεγάλος αθλητής του πνεύματος, αθλητής του Θεού.
Στ.Π.: Θα πω κάτι περισσότερο, όχι για να σας διορθώσω, αγαπητέ μου κύριε Ιωαννίδη, αλλά για να προσθέσω. Πρωταθλητής ήταν.
Κ.Ι.: Σίγουρα.
acapus.com
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος,
Επίκουρος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κ.Ι.: Είναι μεγάλη η χαρά μας, που έχουμε μαζί μας τον επίκουρο Καθηγητή της καρδιολογίας κ. Γεώργιο Παπαζάχο, ο οποίος υπήρξε θεράπων ιατρός του Γέροντος Πορφυρίου για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Γ.Π.: Δική μου η χαρά, που μου δίνετε την ευκαιρία να πω λίγα πράγματα για το μακαριστό Γέροντα.
Οι καρδιολόγοι κάμνουμε πάντα στους ασθενείς μας ψηλάφηση της καρδιακής ώσεως. Βάζουμε, δηλαδή, το χέρι μας επάνω στο αριστερό προκάρδιο και ψηλαφούμε πώς κτυπά η καρδιά. Εγώ πάντοτε αγκάλιαζα το Γέροντα Πορφύριο, έβαζα το ένα χέρι μου στο αριστερό προκάρδιο του και το άλλο στην καρωτίδα, προκειμένου να εξετάσω και την καρωτιδική ώση. Βέβαια, αυτά είναι τυπικά πράγματα, που τα κάμνουμε σ' όλους τους ασθενείς.
Προκειμένου, όμως, για το Γέροντα Πορφύριο, έκαμνα κάτι το «πονηρό». Έβαζα τα χέρια μου επάνω του περισσότερη ώρα απ' όση χρειαζόμουν, για να τον εξετάσω, έχοντας την αίσθηση ότι ψηλαφούσα ένα αυριανό άγιο της Εκκλησίας μας.
Κ.Ι.: Είναι πολύ εμφανής η συγκίνηση σας, κύριε Παπαζάχο, βλέπω τα δάκρυα στα μάτια σας. Κι αυτό κάνει ακόμη πιο έντονη και τη δική μου συγκίνηση.
Γ.Π.: Πριν προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω, να μου επιτρέψετε, κύριε Ιωαννίδη, να πω ότι πιθανώς να υπάρχουν κάποιοι, που να ενοχλούνται από συνομιλίες για Γέροντες κι άλλα ανάλογα θέματα. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι παλιά κι εμένα μ' ενοχλούσαν.
«Δεν ήσουν πιστός;» θα διερωτηθεί κάποιος. Απαντώ" βαπτισμένος ήμουν, αγαπούσα το Θεό, πήγαινα στην εκκλησία. Πρέπει, όμως, να ξεκαθαρίσω κάτι. Η πίστη μου ήταν πίστη λογική. Δεχόμουν, δηλαδή, μέσα στην ψυχή μου αυτό, το οποίο δεχόταν η λογική μου. Μπορούσα, για παράδειγμα, να δώσω ένα κομμάτι της ζωής μου, προσφέροντας στον άλλο άνθρωπο, διότι λογικά ήξερα ότι αυτό είναι καλό, είναι σωστό, είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Βεβαίως να δώσω χρήματα, αν είχα περισσότερα, στον πιο φτωχό, σ' αυτόν που πεινούσε, γιατί είναι ένα έργο που το θέλει ο Θεός. Το έβρισκα, λοιπόν, λογικό και γι' αυτό το έκαμνα.
Έκαμνα ό,τι ανταποκρινόταν στη λογική. Μου έλειπε η πίστη που έχει ένας απλός άνθρωπος του χωριού, η πίστη που δέχεται το θαύμα. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το δεχθώ. Άλλο να λες και να παραδέχεσαι ότι ο Χριστός είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, ότι δηλαδή γεννήθηκε κι έζησε εδώ στη γη. Αυτό όλοι το γνωρίζουν κι όλοι το παραδέχονται. Τί αμφισβητείται; Αμφισβητούν το αν αναστήθηκε. Πίστη, λοιπόν, έχει αυτός, που πιστεύει στην ανάσταση, στο θαύμα.
Γιατί τα λέω αυτά; Διότι, αν αυτός που θ' ακούσει ή θα διαβάση αυτά που λέω, δεν έχει αυτή την πίστη, τότε θα νομίσει ότι εμένα μου έχει σαλέψει το λογικό, ότι δεν είμαι στα καλά μου. Αν, όμως, έχει την απλή πίστη να δεχθεί το θαύμα, τότε θα δεχθεί αυτά, που θ' ακούσει στη συνέχεια από εμένα για το Γέροντα Πορφύριο.
Θα διερωτηθεί ίσως κάποιος. Ένας γιατρός, ένας επίκουρος καθηγητής πανεπιστημίου, να κάθεται να μιλά για πράγματα, που έκανε να γεροντάκι; Δεν είναι υποτιμητικό αυτό; Του απαντώ" είναι, ακρίβώς, το αντίθετο. Διότι το γεροντάκι αυτό ήταν ένας πραγματικά άγιος άνθρωπος, ο οποίος βοήθησε κι εμένα να δεχθώ την πίστη αυτή των θαυμάτων, γεγονός πολύ σημαντικό για την πνευματική ζωή μου.
Κ.Ι.: Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες γνωρίσατε, κύριε Παπαζάχο, το Γέροντα Πορφύριο;
Γ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε ο συμπαθέστερος άνθρωπε: που έχω γνωρίσει.
Εκείνος το θέλησε να είμαι ο γιατρός του. Όταν τον Αύγουστο του 1978, δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια πριν την κοίμηση του, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύθηκε στην Αθήνα, με κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητής της Ιατρικής, πνευματικό τέκνο το να πάω να τον δω. Είχα ακούσει γι' αυτόν, αλλά δεν τον είχα γνωρίση μέχρι τότε. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, στο οποίο τον φιλοξενούσαν • εκεί τον γνώρισα πρώτη φορά. Ήταν κοντόσωμος, μ' ένα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανά μάτια και πλούσια γενειάδα.
Όταν τελείωσα την εξέταση, μου είπε:
-Εμείς οι δύο, Γιωργάκη μου, θα τα πάμε καλά. Όταν ετοίμαζα μουν να φύγω, είπε στα πνευματικά του παιδιά να με πληρώσουν. Δκ: μαρτυρήθηκα: «Τι λέτε, Γέροντα; Από εσάς να πάρω χρήματα; Ποτέ «Τότε», λέει ο Γέροντας, «θα σε πληρώσουμε αλλιώς, θα σε πληρώσουμε καλογερικά. Αφού δεν θέλεις χρήματα, θα σου πούμε ιστορίες. Και προέτρεψε το πνευματικό του τέκνο, στο σπίτι του οποίου έμενε να μου πει πώς είχαν γνωριστεί. Και τότε εκείνος άρχισε να μου διηγείται την ακόλουθη ιστορία:
Στο χωριό του είχε ένα χωράφι ένα άλλο πνευματικό παιδί του Γέροντα. Το χωράφι εκείνο δεν είχε νερό. Αυτός ο άνθρωπος γνώριζε την ικανότητα του Γέροντος Πορφυρίου να βρίσκει τα νερά κάτω από τη γη.
Έτσι τον παρακάλεσε να πάει και στο δικό του χωράφι να του βρει νερό. Ο Γέροντας δέχθηκε, αλλά ζήτησε απ' αυτόν, που ήταν, όπως είπαμε, πνευματικό παιδί του, να πάει μόνος του στο χωράφι και να μην πάρει κανένα άλλο μαζί του.
Αυτός, όμως, δεν υπάκουσε και πήρε μαζί του κι ένα ξάδελφο του, διότι έκανε τη σκέψη ότι, αν ο Γέροντας δεν έβρισκε νερό στο δικό του χωράφι, θα μπορούσε να βρει στο χωράφι του ξαδέλφου του, που ήταν δίπλα στο δικό του και να το μοιραστούν.
Όταν, όμως, εκείνος ο ξάδελφος είδε στο χωράφι το Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, εξαγριώθηκε κι άρχισε να του μιλά με πολύ ανοίκειο τρόπο και με υβριστικές εκφράσεις. Δεν πίστευε ο άνθρωπος εκείνος και νόμιζε ότι ο Γέρων Πορφύριος πήγαινε να ξεγελάσει τον ξάδελφο του και μάλιστα να χρηματιστεί απ' αυτήν την υπόθεση.
Στο σημείο αυτό της αφήγησης της ιστορίας πήρε το λόγο ο Γέρων Πορφύριος, για να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία:
«Όπως φώναζε και με ύβριζε και με κατηγορούσε για χίλια δυο πράγματα, του είπα: 'Σήκωσε τη φανέλα σου να δούμε τις δύο εγχειρήσεις, που έκανες. Διότι, όπως ξέρω ότι εσύ έκανες δύο εγχειρήσεις, έτσι ξέρω κι αν σ' αυτό το χωράφι, έχει ή δεν έχει νερό'.
Μόλις το άκουσε αυτό εκείνος, περισσότερο θύμωσε και περισσότερο με ύβριζε, ότι δήθεν έλεγα ψέματα κι ότι ποτέ δεν έκανε έστω και μία εγχείρηση. Επεκαλείτο μάλιστα και τη μαρτυρία του ξαδέλφου του, του πνευματικού μου παιδιού δηλαδή, ο οποίος όντως συμφωνούσε ότι δεν είχε κάνει ποτέ εγχείρηση ο ξάδελφος του. Δεν δεχόταν, όμως, να σηκώσει τη φανέλα του. Ορμώ τότε επάνω του με μια δύναμη και του ανασηκώνω τη φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομή από εγχείρηση, η οποία ήταν λοξή από το στέρνο προς τα κάτω και μία άλλη τομή, επίσης από εγχείρηση, λοξή κι αυτή, στην κοιλιά, κάτω χαμηλά.
Τι είχε γίνει; Εκείνος ο άνθρωπος, ένα χρόνο πριν, είχε πάει να εργαστεί στην Αμερική. Εκεί έπαθε διάτρηση του στομάχου, τρύπησε το στομάχι του και βγήκαν τροφές στο περιτόνιο. Τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο, του έκαναν εγχείρηση και του έραψαν τη διάτρηση, για να μη φεύγει το περιεχόμενο του στομάχου" αυτή ήταν η πρώτη τομή, που είχε. Ύστερα, όμως από λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω της εξόδου του περιεχομένου του στομάχου στο περιτόνιο, στην κοιλιακή κοιλότητα δηλαδή, οπότε του έκαναν δεύτερη εγχείρηση κι έτσι δημιουργήθηκε η δεύτερη τομή.
Αυτός, όμως, επιστρέφοντας από την Αμερική στο χωριό του, δεν είπε σε κανένα τίποτε γι' αυτές τις δύο εγχειρήσεις που είχε κάνει, διότι ορισμένες φορές στα χωριά μας οι κοπέλλες δεν παντρεύονται άντρες που έχουν κάνει εγχείρηση. Κι επειδή ήταν ανύπαντρος, το απέκρυψα.
Και συνέχισε ο Γέρων Πορφύριος:
«Άκου τώρα να σου πω τι έκανε μόλις του σήκωσα τη φανέλα και φάνηκαν οι δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, άρχισε να κλαίει, να αγκαλιάζει τα πόδια μου και να φωνάζει: 'Πες μου ποιος άγιος είσαι γιατί εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγιος'. Και κλαίοντας έφυγε τρεχτός για το χωριό.
Μείναμε στο χωράφι το πνευματικό μου παιδί κι εγώ. Πράγματι βρήκα νερό στο χωράφι, αλλά δεν ήταν καλό' ήταν νερό αλμυρό, λύσσα, της θάλασσας. Μάλιστα, το μέτρησα" ήταν εικοσιεπτά οργιές βαθύ.
Σε λίγο βλέπουμε να φτάνει στο χωράφι, που είμαστε, ολόκληρο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα μπροστά, μαζί με τον ιερέα και το δάσκαλο να προπορεύονται. Τι είχε συμβεί; Εκείνος ο εξαγριωμένος άνθρωπος μετεστράφη από τη μια στιγμή στην άλλη, πήγε κλαμένος στο χωριό, κτύπησε
τις καμπάνες, πήγε στα καφενεία, μάζεψε τους κάτοικους και τους είπε να πάνε όλοι μαζί να δουν ένα άγιο, ο οποίος βρισκοταν λίγο έξω από το χωριό τους. Τους διηγόταν τι είχε συμβεί και τους δείχνε τις τομές του από τις δύο εγχειρήσεις, που είχε κάνει.
Με πήραν, λοιπόν, στο χωριό και κάθησα εκεί μια εβδομάδα και εξομολόγησα ολόκληρο το χωριό».
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικά αυτά, που μας είπατε, κύριε Παπαζάχο.
Γ.Π.: Αυτή η ιστορία, η αφήγηση της, υπήρξε, όπως σας είπα. πρώτη μου αμοιβή από το Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: Πολύ σπουδαία αμοιβή, πράγματι.
Γ.Π.: Και ξέρετε, κύριε Ιωαννίδη, τι μου ήρθε στο μυαλό όταν πρωτάκουσα αυτή την ιστορία και, φυσικά, κάθε φορά που τη θυμάμαι; Η Σαμαρείτιδα. Κι αυτή, όπως όλοι ξέρουμε, όταν ο Χριστός της είπε τη ζωή της, συγκλονισμένη απ' αυτά που της είπε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη κι έλεγε σ' όποιον συναντούσε: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα, κι αυτά ακόμη τα μυστικά και ιδιαίτερα μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;» Και βγήκαν οι Σαμαρείτες από την πόλη και πήγαν να συναντήσουν τον Χριστό.
Κ.Ι.: Πολύ ωραία αυτή η παρομοίωση, που κάνατε, διότι και το Γέροντα Πορφύριο ο Χριστός φώτιζε κι έλεγε αυτά, που έλεγε.
Γ.Π.: Έζησα τόσο πολύ το Γέροντα Πορφύριο, που μόνο αυτοί που έζησαν κοντά του μπορούν να με καταλάβουν σ' αυτά, που λέω.
Πάμε πίσω, λοιπόν, στην πρώτη εκείνη ημέρα, που τον γνώρισα. Τον ρώτησα πότε για πρώτη φορά κατάλαβε ότι κάτι παράξενο συμβαίνε μέσα του' μια δύναμη εξ ύψους, που τον έκανε να νιώθει αλλιώτικα απ' ό,τι οι άλλοι άνθρωποι. Σας μεταφέρω την απάντηση του:
«Όταν ήμουν στην έρημο του Αγίου Όρους, ήμουν στο κελλί με δύο Γεροντάδες κι έκανα τυφλή υπακοή και στους δύο και τους αγαπούσα πάρα πολύ. Μια φορά έφυγαν οι Γεροντάδες μου από το κελλί και πήγαν έξω στον κόσμο, για να εξομολογήσουν ανθρώπους. Μου είπαν, λοιπόν, ότι, μια και την Κυριακή δεν θα είχαμε Θεία Λειτουργία στο κελλί μας, να πάω στο Κυριάκο να κοινωνήσω.
Πράγματι, την Κυριακή πήγα και κοινώνησα. Φεύγοντας απ' εκεί, για να επιστρέψω στο κελλί μας, ήμουν τόσο συγκινημένος, τόσο χαρούμενος, που είχα πάρει μέσα μου το Χριστό, ώστε φώναζα: 'Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Εσύ ο Πανάγιος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ήρθες πάλι και μπήκες ολόκληρος μέσα μου, μέσα σ' εμένα το φτωχό Νικήτα'1.
Σε μια στιγμή, λοιπόν, νιώθω να περπατώ, όχι όπως περπατούμε εδώ στη γη, αλλά όπως οι αστροναύτες1 να πατώ εδώ και να βρίσκομαι πέρα, δέκα μέτρα μακριά. Ένιωθα σαν να μην είχα βάρος, σαν να ήμουν από βαμβάκι. Τρόμαξα κι εγώ ο ίδιος. Κι έτσι όπως ήμουν, κοίταξα το βουνό και αποσβολωμένος διαπίστωσα ότι μπορούσα να βλέπω μέσα από το βουνό, διά μέσου του βουνού. Σαν να ήταν γυάλινο το βουνό, έβλεπα τι γινόταν πίσω από το βουνό. Είδα τους Γέροντες μου, που επέστρεφαν από ένα μονοπάτι. Τους έβλεπα, ενώ αυτοί ήταν πίσω από το βουνό.
Είπα 'τι παράξενα πράγματα είναι αυτά, Θεέ μου, σήμερα' και κάθησα και περίμενα να δω αν πράγματι έρχονταν οι Γεροντάδες μου. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι πράγματι τους είχα δει πίσω από το βουνό. Και, πράγματι, κάποια στιγμή τους είδα να φτάνουν στη στροφή εκείνη, απ' όπου πλέον ήταν ορατοί απ' όλους».
Κ.Ι.: Απέκτησε, δηλαδή, το διορατικό χάρισμα αμέσως.
Γ.Π.: Ακριβώς.
Έτρεξε αμέσως κοντά τους και τους εξομολογήθηκε κλαίοντας τι του συνέβαινε. Εκείνοι τον καθησύχασαν και του είπαν να εντείνει την προσευχή του.
Κ.Ι.: Κι αν δεν κάνω λάθος, ο Γέρων Πορφύριος -τότε μοναχός Νικήτας- ήταν μόνο δεκαεπτά ετών.
Γ.Π.: Το 1993, που πήγα στα Καυσοκαλύβια, οι πατέρες εκεί της Σκήτης με πήραν και μου έδειξαν το ακριβές σημείο, όπου είχε συμβεί το τόσο θαυμαστό αυτό γεγονός. Κι όποιος καθήσει εκεί για κάμποση ώρα, τον τυλίγει μια ευωδία.
Όταν, σε ηλικία εικοσιενός ετών, έγινε ιερέας και, στη συνέχεια, στα εικοσιτρία του, πνευματικός, όσους πήγαιναν κοντά του για να εξομολογηθούν, δεν τους κοίταζε κατάματα, όπως μου έλεγε ο ίδιος, για να μην αισθάνονται άβολα. Τους έριχνε μόνο μια ματιά την ώρα, που έμπαιναν και μετά έσκυβε το κεφάλι του. Και, πολλές φορές, πριν ακόμη αρχίσουν να του μιλούν, τους έλεγε εκείνος: «Κοίταξε, από το χαρτάκι, που έγραψες, μόνο το τρία και το πέντε είναι αμαρτίες" τα άλλα δεν είναι αμαρτίες. Πες μου, λοιπόν, για το τρία και το πέντε και, άμα μας μείνει χρόνος, μου λες και για τα άλλα».
Κ.Ι.: Κι αυτά τους τα έλεγε, υποθέτω, πριν εκείνοι προλάβουν να βγάλουν από την τσέπη τους ή από την τσάντα τους το χαρτί, που κρατούσαν με τις σημειώσεις.
Γ.Π.: Φυσικά. Κι έβγαιναν έξω οι άνθρωποι εντυπωσιασμένοι από το τόσο δυνατό διορατικό χάρισμα του, το διατυμπάνιζαν και να ο κόσμος να μαζεύεται και να τρέχει να εξομολογηθεί στο Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: Είστε αληθινό «Γεροντικό» όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο, κύριε Παπαζάχο. Κι εμείς ανυπομονούμε πόσα θα προλάβετε να μας πείτε.
Γ.Π.: Πράγματι, τι να σας πρωτοπώ. Και θέλω να σας πω πολλά, όσο ακόμη έχω τη μνήμη. Γιατί, αν κάποτε χάσω τη μνήμη μου, θα ξεχαστούν αυτά. Και δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ο Γέρων Πορφύριος δεν άφησε γραπτά ο ίδιος. Έτσι, λοιπόν, αν τα πνευματικά παιδιά του δεν τα πούμε αυτά, για να καταγραφούν, θα ξεχαστούν.
Θα σας αφηγηθώ τώρα ένα γεγονός, που δείχνει πόσο έντονα ζούσε ο Γέρων Πορφύριος τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου μας.
Ήταν, όπως μου είπε ο ίδιος, Μεγάλη Πέμπτη και διάβαζε ένα από τα Ευαγγέλια στο εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική των Αθηνών2. Όταν έφτασε στις φράσεις «ήλί, ήλί, λάμα σαβαχθανί; τοΰτ' έστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ϊνα τί με έγκατέλιπες;» σήκωσε τα μάτια του από το Ευαγγέλιο και είδε τον Κύριο εσταυρωμένο, να στάζουν τα αίματα του. Τον πήραν τότε τα κλάματα και δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε λέξη παρακάτω. Έκλεισε το Ευαγγέλιο, μπήκε στο Ιερό, άφησε το Ευαγγέλιο επάνω στην Αγία Τράπεζα και γονάτισε.
Έμεινε έτσι λίγη ώρα, σκέφτηκε ότι τον περίμενε το εκκλησίασμα, έδωσε θάρρος στον εαυτό του, σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στα μάτια του και ξαναβγήκε έξω να συνεχίσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Κι όταν βγήκε έξω, είδε ότι όλος ο κόσμος έκλαιε.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό.
Γ.Π.: Και συνέχισε: «Αλλά που είσαι, Γιώργο, μη βγεις έξω στον κόσμο και πεις ότι αυτό ήταν θαύμα. Το φαντάστηκα με το μυαλό μου, επειδή το διάβαζα εκείνη την ώρα στο Ευαγγέλιο».
Κ.Ι.: Αν μου επιτρέπετε, κύριε Παπαζάχο, προσωπικά έχω την πεποίθηση ότι ο Θεός βοήθησε και σ' αυτήν την περίπτωση το Γέροντα Πορφύριο και πήγε δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια πίσω και πράγματι είδε, με τα μάτια της ψυχής του, τον Εσταυρωμένο.
Γ.Π.: Οπως μου τα είπε ο ίδιος ο Γέροντας, έτσι ακριβώς σας τα λέω, κύριε Ιωαννίδη.
Ο Γέρων Πορφύριος διάβαζε πολύ αργά τα εκκλησιαστικά κείμενα, μία μία λέξη κι εξηγούσε γιατί:
-Αυτά δεν τα διαβάζουμε για το Θεό. Ο Θεός τα ξέρει. Αυτά τα διαβάζουμε, για να προσευχηθούμε στο Θεό. Και δεν τα λέμε άψε σβήσε να τελειώνουμε, αλλά τα λέμε αργά αργά, για να τα ζούμε.
Μια φορά πήγα στο Γέροντα μετά την Ανάσταση. Μόλις με είδε, μου είπε:
-Άσε βρε το καρδιογράφημα σήμερα. Σήμερα είναι Ανάσταση. Κάθησε να σου πω. Ξέρεις το τροπάριο, που λέει «θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν»;
-Το ξέρω, Γέροντα.
-Πέστο.
Άρχισα να το λέω. Όταν τελείωσα, μου είπε:
-Το κατάλαβες;
-Το κατάλαβα.
Πετάγεται τότε από το κρεβάτι του και μου λέει:
-Τίποτε δεν κατάλαβες. Το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Τι μπορεί να κατάλαβες απ' αυτό; Ξέρεις τι σημαίνει «θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν, 'Άδου τήν καθαίρεσιν»; Σημαίνει ότι εκεί, που είμαστε καταδικασμένοι για τον αιώνιο θάνατο, ο Θεός μας πήρε και μας έβγαλε απέναντι, στην αιώνια ζωή, γεφυρώνοντας έτσι ένα χάσμα αιώνων. Αιώνες ολόκληρους ο κόσμος δεν μπορούσε να περάσει στη σωτηρία.
Κατάλαβες, λοιπόν, τι έκανε ο Χριστός; Ποιος μπορούσε να νεκρώσει το θάνατο; Κανένας. Μόνον ο Χριστός μας. Και τώρα έορτάζομεν «άλλης βιοτής της αιωνίου άπαρχήν» και «σκιρτώντες ύμνοΰμεν τόν αίτιον». Ξέρεις τι θα πει «σκιρτώντες»; Θα πει χοροπηδώντας. Έχεις δει τα κατσικάκια έξω στα χωράφια, μαζί με τη μητέρα τους, που πηδάνε και πίνουν λίγο γάλα από τη μητέρα τους και ξαναπηδάνε; Αυτό είναι το σκίρτημα. Εμείς οι χριστιανοί θα έπρεπε να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη» και να σκιρτο
ύμε, να χοροπηδούμε. «Θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν». Δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη απ' αυτή.
Μου έδωσε και μια συμβουλή σχετικά μ' αυτό το τροπάριο:
-Όταν έχεις αθυμία, όταν είσαι στενοχωρημένος για οποιοδήποτε λόγο, κάθησε και πες αργά αυτό το τροπάριο. Συγκέντρωσε το νου σου σ' αυτά, που λέει το τροπάριο. Κι άμα δεν αλλάξει αμέσως η διάθεση σου, έλα να μου το πεις.
Και, πράγματι, το έχω δοκιμάσει, κύριε Ιωαννίδη. Σκέφτομαι τους στίχους του τροπαρίου και λέω στον εαυτό μου: «Τι προβλήματα έχεις; Εδώ ο Χριστός ανέστη. Δεν υπάρχουν προβλήματα».
Κ.Ι.: Αυτή την αναστάσιμη χαρά μας μετέδιδε πάντοτε ο Γέρων.
Γ.Π.: Και φεύγαμε γεμάτοι.
Κ.Ι.: Εγώ ένιωθα να πετώ, φεύγοντας από κοντά του.
Γ.Π.: Το 1989 είχα πάει στα Ιεροσόλυμα για ένα ιατρικό συνέδριο. Στη διάρκεια των ημερών, που ήμουν εκεί, πήγα τρεις φορές και προσκύνησα στον Πανάγιο Τάφο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, πήγα στο Γέροντα, χωρίς να του πω τίποτε για εκείνο το ταξίδι μου. Πήγα, για να του κάνω καρδιογράφημα.
Μου είπε να πάω κοντά του κι έπιασε το χέρι μου. Νόμισα ότι θα έκαμνε αυτό, που έκαμνε και σ' άλλους. Έπιανε το σφυγμό τους κι άρχιζε να τους μιλά1 στον ένα έλεγε για το χαρακτήρα του, στον άλλο για τα παιδιά του, στον άλλο για τις δουλειές του, ανάλογα με το τι προβλήματα είχε ο καθένας. Νόμισα, λοιπόν, ότι αυτό θα έκαμνε και σ' εμένα. Όμως, δεν ήταν αυτό.
Μόλις του έδωσα το χέρι μου, πετιέται από το κρεβάτι του, όπου ήταν ξαπλωμένος τα τελευταία χρόνια και μου φιλά το χέρι. Οπότε εγώ διαμαρτύρομαι και τραβώ με δύναμη το χέρι μου. Και τι μου λέει;
-Αυτό το χέρι δεν ακούμπησε τον Πανάγιο Τάφο; Αφού, λοιπόν, αυτό το χέρι ακούμπησε τον Πανάγιο Τάφο, δεν πρέπει ο Πορφύριος να το φιλήσει;
Κ.Ι.: Μένω άφωνος.
Γ.Π.: Στο Πανεπιστήμιο διδάσκω ένα κατ' επιλογήν μάθημα, το καρδιογράφημα. Επειδή το καρδιογράφημα είναι ένα ενδιαφέρον μάθημα, αφού όλοι οι καρδιολόγοι το χρησιμοποιούν, όλοι οι φοιτητές θέλθ\)\ι Μα ΤΟ παρακολουθήσουν. Έτσι το αμφιθέατρο είναι συνήθως γεμάτο από φοιτητές, που έρχονται να παρακολουθήσουν το μάθημα αυτό. Τούς λέω αστεία, τούς λέω ανέκδοτα, γελούμε μαζί τους αγαπώ, μ' αγαπούν κι αυτοί, έχουμε μια ζεστή σχέση.
Έτσι πολλές φορές ερχόταν στο μυαλό μου μια ιδέα, που τελικά την είπα στο Γέροντα Πορφύριο ως ένα δίλημμα μου:
-Σ' αυτά τα παιδιά, Γέροντα, μιλώ για το καρδιογράφημα με τις ώρες. Ο,τιδήποτε τους πω το αποδέχονται. Αν, λοιπόν, έτσι όπως τους αγαπώ και μ' αγαπούν, εκτός από το καρδιογράφημα που τους μαθαίνω και που θα το χρησιμοποιήσουν για πόσα χρόνια -είκοσι, τριάντα, σαράντα, άντε πενήντα χρόνια ιατρικής- δεν θα μπορούσα να τους μιλήσω και για κάτι πνευματικό, που έχει αιώνια διάρκεια; Να τους πω ν' αγαπήσουν το Χριστό, να εξομολογούνται, να κοινωνούν, να πηγαίνουν στην εκκλησία;
Και συνέχισα την εκμυστήρευση μου στο Γέροντα:
-Εμένα, φυσικά, το Πανεπιστήμο με πληρώνει για να διδάσκω το καρδιογράφημα, δεν με πληρώνει για να κάνω κήρυγμα. Και στο κάτω κάτω μπορεί κάποιοι φοιτητές να μη θέλουν το κήρυγμα ή κάποιοι άλλοι να μην πιστεύουν κιόλας. Μήπως, όμως, Γέροντα, θα ήταν καλό κάποια μέρα, επιτέλους, τελειώνοντας αυτά τα μαθήματα για το καρδιογράφημα, που οι φοιτητές με χειροκροτούν κι εγώ χειροκροτώ εκείνους, να τους πω «παιδιά, κάντε κι ένα βήμα προς το Χριστό»;
Ακούστε, λοιπόν, τι μου είπε ο Γέρων Πορφύριος:
-Γιατί να έχεις αυτό το δίλημμα; Όταν πας να κάνεις το μάθημα, είσαι κοινωνημένος;
-Ναι, Γέροντα, είμαι.
-Κοινωνάς την Κυριακή;
-Κοινωνώ, με την ευχή σας.
-Τότε, Γιωργάκη, πηγαίνει ο Χριστός μέσα στο αμφιθέατρο. Τι τα θέλεις τα λόγια, αφού κουβαλάς το Χριστό μέσα εκεί, αφού είσαι χριστοφόρος την ώρα που μιλάς στην έδρα; Τι να πεις στα παιδιά για το Χριστό; Άφησε τα παιδιά, όπως είναι. Τίποτε να μην τους πεις.
Κ.Ι.: Βλέπουμε έτσι πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα ο αληθινά πνευματικός άνθρωπος, που ζει την παρουσία του Χριστού.
Γ.Π.: Κι εμένα υποχρέωσε μ' αυτά, που μου είπε, να πηγαίνω πάντοτε κοινωνημένος στο αμφιθέατρο.
Κάποια φορά, που βρισκόμουν σε κατάσταση πνευματικής ανάτασης κοντά του -όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του ζούσαν αυτή την πνευματική ανάταση κι όσο καθόσουν κοντά του, τόσο περισσότερο ανέβαινες- τον ρώτησα:
-Γέροντα, τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος, όταν θέλει να παραδοθεί στο Θεό, ν' ανήκει εξ ολοκλήρου στο Θεό, να βγάλει το δαίμονα από μέσα του και να γεμίσει Χριστό;
-Τι κάνουμε, βρε Γιωργάκη, όταν έχουμε τα παντζούρια κλειστά κι είναι σκοτεινό το δωμάτιο; Ανοίγουμε τα παντζούρια και μπαίνει το φως. Δεν κυνηγούμε το σκοτάδι, για να το διώξουμε, με τα χέρια μας ή μ' ένα κλεφτοφάναρο. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν προσπαθείς να βγάλεις τα δαιμόνια από μέσα σου. Αλλά τι κάνεις; Ανοίγεις την πόρτα της καρδιάς σου διάπλατα στο Χριστό και λες «έλα, Χριστέ μου». Μπαίνει έτσι ο Χριστός μέσα σου και δεν υπάρχει πια σκοτάδι. Είναι απλό, πολύ απλό.
Κ.Ι.: Αυτό μας δείχνει για άλλη μια φορά πόσο έντονα ζούσε ο Γέροντας την παρουσία του Χριστού.
Κύριε Παπαζάχο, είδατε καμιά φορά το Γέροντα να κλαίει;
Γ.Π.: Ναι. Δυο τρεις φορές μάλιστα τον είδα να κλαίει πολύ.
Η μια φορά ήταν, όταν πέθανε το παιδί ενός φίλου οφθαλμίατρου στην Αθήνα. Δώδεκα χρονών κορίτσι, στην οδό Μεσογείων, το κτύπησε ένα αυτοκίνητο κι ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Ήταν το πρώτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας κι ο Γέροντας το αγαπούσε πάρα πολύ.
Την ώρα της κηδείας κι ενώ εξέταζα στο ιατρείο μου ασθενείς, μου τηλεφωνούν οι αδελφές από τον Ωρωπό: «Τρέξτε, γιατρέ, ο Γέροντας πεθαίνει». «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Έπεσε κάτω, λιποθύμησε», μου είπαν. Κράτησα το τηλέφωνο ανοικτό, τους έδωσα κάποιες οδηγίες για πρώτες βοήθειες -χρειαζόταν, βλέπετε, μία ώρα, για να πάω στον Ωρωπό- συνήλθε ο Γέροντας, και, μάλιστα, μου μίλησε στο τηλέφωνο: «Έλα, αλλά μη βιάζεσαι. Με την ησυχία σου».
Φτάνοντας στον Ωρωπό μου είπαν οι αδελφές ότι είπε ο Γέροντας να περάσω, αλλά να μη μιλήσω καθόλου. Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του Γέροντα βρήκα εκεί τον πατέρα του κοριτσιού, του οποίου μόλις είχε γίνει η κηδεία. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο. Πετιέται τότε ο Γέροντας και μας λέει: «Να βγείτε έξω και οι δύο. Δεν σας αντέχω».
Βγήκαμε, πράγματι, έξω. Ύστερα από λίγο έστειλε ο Γέροντας και με φώναξαν. Πήγα και μου είπε:
-Με συγχωρείς, που σας είπα να βγείτε έξω, αλλά ξέρεις τι μου συμβαίνει σήμερα;
-Τι, Γέροντα;
Κι άρχισε να μου λέει κλαίοντας:
-Την ώρα της κηδείας έβλεπα ένα φως δυνατό επάνω από την εκκλησία. Σ' όλη την διάρκεια της κηδείας έβλεπα αυτό το φωτεινό άστρο. Κι όταν μετέφεραν το φέρετρο προς τον τάφο, πάλι το έβλεπα. Όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στον τάφο και τον γέμισαν με το χώμα, τότε σταμάτησα να το βλέπω.
-Σταμάτησε, Γέροντα, σε παρακαλώ, γιατί κι εσύ θα πάθεις κάτι κι εγώ θα πάθω, από την υπερβολική συγκίνηση μας.
Κ.Ι.: Μετά από τόσα χρόνια και να σας βλέπω να κλαίτε, κύριε Πα-παζάχο, αφηγούμενος αυτό το συγκλονιστικό πράγματι περιστατικό.
Γ.Π.: Δεν μπορώ, πράγματι, να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
Σε μία από τις πολλές επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος συνάντησα και τον πατέρα Χριστόφορο, ο οποίος είχε τη συγκλονιστικότατη εμπειρία να δει ζωντανό μπροστά του τον Άγιο Γεώργιο και να μιλήσει μαζί του. Καθώς το αφηγούμουν, λοιπόν, αυτό στο Γέροντα Πορφύριο, άρχισε να κλαίει. Τόσο πολύ είχε συγκινηθεί, που σε μια στιγμή μου λέει: «Σταμάτα, Γιώργο, δεν αντέχω». Ύστερα, όμως, σκούπισε τα δάκρυα του και μου είπε: «Άντε, μου πέρασε τώρα. Πες κάτι ακόμη για τον πατέρα Χριστόφορο».
Αυτός ήταν ο Γέρων Πορφύριος.
Κ.Ι.: Ο άγιος του εικοστού πρώτου αιώνα, όπως πολύ εύστοχα έχει λεχθεί.
Γ.Π.: Θα σας πω τώρα κάτι, που πρόσφατα μου αφηγήθηκε ένας φίλος μου πολιτικός μηχανικός, ο οποίος κτίζει πολυκατοικίες μαζί με τον πατέρα του, που είναι αρχιτέκτονας.
Έκανε τη γιορτή στο μοναστήρι του Καρέα. Ήταν καθημερινή κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί, επειδή πηγαίνω συχνά. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι γιόρταζε την ημέρα εκείνη. Μου απάντησε ότι γιόρταζε την επέτειο της ημέρας, που σώθηκε κι άρχισε να μου αφηγείται:
«Σε μια οικοδομή, που κτίζαμε, μου τηλεφώνησαν οι εργάτες ότι είχε χαλάσει ο κομπρεσσόρος. Πήγα -επειδή κι άλλες φορές είχε συμβεί αυτό κι είχα διορθώσει εγώ ο ίδιος τον κομπρεσσόρο- και δ
ιαπίστωσα ότι υπήρχε κάποια βλάβη στο σημείο εκείνο, που το καλώδιο έμπαινε μέσα στο μηχάνημα. Ανοίγω, λοιπόν, τον κομπρεσσόρο κι αρχίζω να τον επιδιορθώνω. Η πρίζα του ήταν στο άλλο δωμάτιο, αλλά εγώ δεν πήγα να κοιτάξω στο άλλο δωμάτιο.
Όπως, λοιπόν, προσπαθούσα εκεί να φτιάξω το καλώδιο, αισθάνθηκα να μουδιάζει το δεξί μου χέρι. Ύστερα μούδιασε και το άλλο μου χέρι. Όπως ήμουν, όμως, προσηλωμένος στο να διορθώσω τη βλάβη, δεν έδωσα σημασία στο μούδιασμα. Συνέχισε, αλλά δεν έπιαναν καλά τα χέρια μου. Έφυγε από τα χέρια μου η πένσα, έπεσε χάμω κι έσκυψα και την ξανάπιασα. Αρχισα τότε να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πάω στο άλλο δωμάτιο, όπου ήταν η πρίζα και βλέπω ότι ήταν μέσα στο ρεύμα κι ερχόταν επάνω μου. Στάθηκα αποσβολωμένος και διερωτόμουν πώς σώθηκα.
Την άλλη μέρα πήγα στο Γέροντα Πορφύριο, με τον οποίο είμαι, όπως ξέρεις, συνδεδεμένος. Μόλις με είδε από μακριά, πριν προλάβω να του μιλήσω, μου φώναξε:
-Έλα εδώ, μωρέ, κι είσαι κι επιστήμονας. Βρε, τι μούκανες χθες; Ξέρεις τι δυνάμεις έβαλα, για να κρατήσω όλο εκείνο το ρεύμα μακριά από σένα;
Κ.Ι.: Αυτό κι αν είναι εκπληκτικό.
Γ.Π.: Είδατε τι πράγμα; Από τότε, λοιπόν, αυτός ο φίλος μου γιορτάζει κάθε χρόνο τη σωτηρία του χάρη στο Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: «Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου».
Γ.Π.: Επαναλαμβάνω ότι έχω σώας τας φρένας. Και κατηγορηματικά σας δηλώνω ότι ούτε ένα ιώτα δεν προσθέτω σ' αυτά, που σας αφηγούμαι.
Όταν ακόμη ο Γέρων Πορφύριος έμενε στο καλυβάκι του στον Ωρωπό, προτού ανεγείρει εκεί το Ησυχαστήριο «Η Μεταμόρφωσις του
Σωτήρος», πήγα μια βροχερή μέρα να τον δω. Αρκετοί άνθρωποι κάθονταν μέσα στα αυτοκίνητα τους και περίμεναν τη σειρά τούς να δουν το Γέροντα. Πήγα, τον εξέτασα, του έκανα καρδιογράφημα, κουβεντιάσαμε και, σε κάποια στιγμή, μου λέει:
-Μη φεύγεις τώρα, να δεις κάτι.
-Τι, Γέροντα;
-Έρχεται τώρα ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα, να μου πει κάτι.
Παραξενεύτηκα. Πού το ξέρει, σκέφτηκα, ο Γέροντας, αφού ούτε τηλέφωνο δεν έχει -τότε δεν του είχαν βάλει ακόμη τηλέφωνο- ότι αυτή την ώρα είναι στο δρόμο ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα, ο οποίος έρχεται εδώ στον Ωρωπό να του πει κάτι;
Σε λίγο μπήκε μέσα μια ανεψιά του, που έμενε εκεί και του είπε ότι είχε έρθει ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα κι ήθελε να του μιλήσει. Έκανα να φύγω, για να τους αφήσω μόνους, αλλά ο Γέροντας δεν με άφησε:
-Κάθησε. Θέλει να μου πει για κάποια γυναίκα, που έμεινε έγκυος. Δεν είναι κάτι το απόρρητο. Μπορείς να μείνεις.
Μπαίνει, λοιπόν, μέσα ο ταξιτζής:
-Γέροντα, την ευχή σας. Η κυρία τάδε μου είπε να έρθω να σας πω ότι πράγματι, με την ευχή σας, είναι έγκυος και περιμένει το πρώτο της παιδάκι.
Έμεινα κατάπληκτος. Και για άλλη μια φορά, γεμάτος ευγνωμοσύνη, δοξολόγησα το Θεό, που έζησα κοντά σ' αυτό το Γέροντα.
Κ.Ι.: Κι εμείς μαζί σας ευγνωμονούμε τον Ύψιστο, για όλα όσα επιτρέπει να πληροφορούμαστε για το μακαριστό Γέροντα Πορφύριο και για τους άλλους μεγάλους Γέροντες της εποχής μας. Θα θέλατε να μας αφηγηθείτε ακόμη κάτι, κύριε Παπαζάχο;
Γ.Π.: Είναι ατελείωτα αυτά, κύριε Ιωαννίδη.
Κ.Ι.: Είναι ύδωρ ζων.
Γ.Π.: Μια φορά του μίλησα για ένα σπίτι στην Αίγινα, που μας άφησε κληρονομιά ο πεθερός μου και το οποίο ήθελα να ξανακτίσω, διότι είχε υποστεί μεγάλες ρωγμές από τους σεισμούς. Η αντίδραση του Γέροντα:
-Να μη κτίσεις εκεί. Ναρθείς να κτίσεις εδώ, που είμαι εγώ.
-Ναι, Γέροντα, αλλά ξέρετε η γυναίκα μου γεννήθηκε σ' αυτό το σπίτι και τα παιδιά μου γεννήθηκαν σ' αυτό κι είμαστε όλοι συναισθηματικά συνδεδεμένοι μ' αυτό το σπίτι.
-Εντάξει τότε, Γιώργο. Περίμενε δυο λεπτά να πάω να το δω.
Σιώπησε για λίγο κι ύστερα άρχισε να μιλά:
-Είμαι τώρα στη θάλασσα, κάτω από το σπίτι σου και βλέπω τα πεύκα,εκεί επάνω.
-Όχι, Γέροντα, δεν είναι πεύκα αυτά, φιστικιές είναι' φιστικιές έχουμε στην Αίγινα.
-Τι λές, μωρέ; Εγώ πιάνω πευκοβελόνες.
Τότε θυμήθηκα ότι στη μια μεριά του σπιτιού η πεθερά μου, για κάθε παιδί που γεννιόταν είτε δικό μου είτε του κουνιάδου μου, φύτευε ένα πεύκο. Τα είδε, λοιπόν, αυτά τα πεύκα ο Γέροντας, ενώ εγώ, αφηρημένος εκείνη την ώρα, τα είχα ξεχάσει, διότι το κτήμα έχει ως επί το πλείστον φιστικιές.
Κ.Ι.: Πολύ εντυπωσιακά αυτά, που μας λέτε.
Γ.Π.: Φανταστείτε πώς ένιωθα εγώ, που τον άκουγα να κάμνει όλες αυτές τις περιγραφές:
-Πίσω λοιπόν, από τα πεύκα αυτά, Γιώργο, υπάρχει ένας τοίχος ύψους ενάμισι δύο μέτρων.
-Μήπως είναι ένα εγκαταλελειμμένο κοτέτσι του γείτονα;
-Μπορεί, γιατί ο τοίχος αυτός είναι φτιαγμένος από πλιθάρια. Αλλά μπροστά απ' αυτό το κοτέτσι υπάρχει ένα σωρός πέτρες.
Εγώ δεν του είπα τίποτε, διότι ήξερα ότι εκεί δεν υπήρχαν πέτρες. Πάω, λοιπόν, την επόμενη Κυριακή στην Αίγινα και βρίσκω μπροστά από το κοτέτσι ένα σωρό πέτρες. Τι είχε συμβεί; Ο κύριος, που έχει το γειτονικό κτήμα, είναι εργολάβος. Γκρέμισε λοιπόν ένα σπίτι κάπου και τις πέτρες τις έφερε εκεί στο κτήμα, για να τις χρησιμοποιήσει κάπου αλλού. Αργότερα τις αγόρασα εγώ για ένα εκκλησάκι, που έκτισα μέσα στο κτήμα μου. Είδε, λοιπόν, ο Γέρων Πορφύριος και το σωρό με τις πέτρες. Για να δείτε με πόση ακρίβεια έβλεπε, χάρη στο διορατικό του χάρισμα.
Ας κλείσουμε αυτή τη συνομιλία μας με τούτα τα λόγια του Γέροντος Πορφυρίου, που μου είπε κάποια φορά:
-Όταν θα φύγω, θα είμαι περισσότερο κοντά σας, διότι ο θάνατος καταργεί τις αποστάσεις.
Αυτό προσωπικά το νιώθω. Νιώθω την παρουσία του μόνιμα κοντά μας.
Επίκουρος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κ.Ι.: Είναι μεγάλη η χαρά μας, που έχουμε μαζί μας τον επίκουρο Καθηγητή της καρδιολογίας κ. Γεώργιο Παπαζάχο, ο οποίος υπήρξε θεράπων ιατρός του Γέροντος Πορφυρίου για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Γ.Π.: Δική μου η χαρά, που μου δίνετε την ευκαιρία να πω λίγα πράγματα για το μακαριστό Γέροντα.
Οι καρδιολόγοι κάμνουμε πάντα στους ασθενείς μας ψηλάφηση της καρδιακής ώσεως. Βάζουμε, δηλαδή, το χέρι μας επάνω στο αριστερό προκάρδιο και ψηλαφούμε πώς κτυπά η καρδιά. Εγώ πάντοτε αγκάλιαζα το Γέροντα Πορφύριο, έβαζα το ένα χέρι μου στο αριστερό προκάρδιο του και το άλλο στην καρωτίδα, προκειμένου να εξετάσω και την καρωτιδική ώση. Βέβαια, αυτά είναι τυπικά πράγματα, που τα κάμνουμε σ' όλους τους ασθενείς.
Προκειμένου, όμως, για το Γέροντα Πορφύριο, έκαμνα κάτι το «πονηρό». Έβαζα τα χέρια μου επάνω του περισσότερη ώρα απ' όση χρειαζόμουν, για να τον εξετάσω, έχοντας την αίσθηση ότι ψηλαφούσα ένα αυριανό άγιο της Εκκλησίας μας.
Κ.Ι.: Είναι πολύ εμφανής η συγκίνηση σας, κύριε Παπαζάχο, βλέπω τα δάκρυα στα μάτια σας. Κι αυτό κάνει ακόμη πιο έντονη και τη δική μου συγκίνηση.
Γ.Π.: Πριν προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω, να μου επιτρέψετε, κύριε Ιωαννίδη, να πω ότι πιθανώς να υπάρχουν κάποιοι, που να ενοχλούνται από συνομιλίες για Γέροντες κι άλλα ανάλογα θέματα. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι παλιά κι εμένα μ' ενοχλούσαν.
«Δεν ήσουν πιστός;» θα διερωτηθεί κάποιος. Απαντώ" βαπτισμένος ήμουν, αγαπούσα το Θεό, πήγαινα στην εκκλησία. Πρέπει, όμως, να ξεκαθαρίσω κάτι. Η πίστη μου ήταν πίστη λογική. Δεχόμουν, δηλαδή, μέσα στην ψυχή μου αυτό, το οποίο δεχόταν η λογική μου. Μπορούσα, για παράδειγμα, να δώσω ένα κομμάτι της ζωής μου, προσφέροντας στον άλλο άνθρωπο, διότι λογικά ήξερα ότι αυτό είναι καλό, είναι σωστό, είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Βεβαίως να δώσω χρήματα, αν είχα περισσότερα, στον πιο φτωχό, σ' αυτόν που πεινούσε, γιατί είναι ένα έργο που το θέλει ο Θεός. Το έβρισκα, λοιπόν, λογικό και γι' αυτό το έκαμνα.
Έκαμνα ό,τι ανταποκρινόταν στη λογική. Μου έλειπε η πίστη που έχει ένας απλός άνθρωπος του χωριού, η πίστη που δέχεται το θαύμα. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το δεχθώ. Άλλο να λες και να παραδέχεσαι ότι ο Χριστός είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, ότι δηλαδή γεννήθηκε κι έζησε εδώ στη γη. Αυτό όλοι το γνωρίζουν κι όλοι το παραδέχονται. Τί αμφισβητείται; Αμφισβητούν το αν αναστήθηκε. Πίστη, λοιπόν, έχει αυτός, που πιστεύει στην ανάσταση, στο θαύμα.
Γιατί τα λέω αυτά; Διότι, αν αυτός που θ' ακούσει ή θα διαβάση αυτά που λέω, δεν έχει αυτή την πίστη, τότε θα νομίσει ότι εμένα μου έχει σαλέψει το λογικό, ότι δεν είμαι στα καλά μου. Αν, όμως, έχει την απλή πίστη να δεχθεί το θαύμα, τότε θα δεχθεί αυτά, που θ' ακούσει στη συνέχεια από εμένα για το Γέροντα Πορφύριο.
Θα διερωτηθεί ίσως κάποιος. Ένας γιατρός, ένας επίκουρος καθηγητής πανεπιστημίου, να κάθεται να μιλά για πράγματα, που έκανε να γεροντάκι; Δεν είναι υποτιμητικό αυτό; Του απαντώ" είναι, ακρίβώς, το αντίθετο. Διότι το γεροντάκι αυτό ήταν ένας πραγματικά άγιος άνθρωπος, ο οποίος βοήθησε κι εμένα να δεχθώ την πίστη αυτή των θαυμάτων, γεγονός πολύ σημαντικό για την πνευματική ζωή μου.
Κ.Ι.: Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες γνωρίσατε, κύριε Παπαζάχο, το Γέροντα Πορφύριο;
Γ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος υπήρξε ο συμπαθέστερος άνθρωπε: που έχω γνωρίσει.
Εκείνος το θέλησε να είμαι ο γιατρός του. Όταν τον Αύγουστο του 1978, δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια πριν την κοίμηση του, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και νοσηλεύθηκε στην Αθήνα, με κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητής της Ιατρικής, πνευματικό τέκνο το να πάω να τον δω. Είχα ακούσει γι' αυτόν, αλλά δεν τον είχα γνωρίση μέχρι τότε. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, στο οποίο τον φιλοξενούσαν • εκεί τον γνώρισα πρώτη φορά. Ήταν κοντόσωμος, μ' ένα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανά μάτια και πλούσια γενειάδα.
Όταν τελείωσα την εξέταση, μου είπε:
-Εμείς οι δύο, Γιωργάκη μου, θα τα πάμε καλά. Όταν ετοίμαζα μουν να φύγω, είπε στα πνευματικά του παιδιά να με πληρώσουν. Δκ: μαρτυρήθηκα: «Τι λέτε, Γέροντα; Από εσάς να πάρω χρήματα; Ποτέ «Τότε», λέει ο Γέροντας, «θα σε πληρώσουμε αλλιώς, θα σε πληρώσουμε καλογερικά. Αφού δεν θέλεις χρήματα, θα σου πούμε ιστορίες. Και προέτρεψε το πνευματικό του τέκνο, στο σπίτι του οποίου έμενε να μου πει πώς είχαν γνωριστεί. Και τότε εκείνος άρχισε να μου διηγείται την ακόλουθη ιστορία:
Στο χωριό του είχε ένα χωράφι ένα άλλο πνευματικό παιδί του Γέροντα. Το χωράφι εκείνο δεν είχε νερό. Αυτός ο άνθρωπος γνώριζε την ικανότητα του Γέροντος Πορφυρίου να βρίσκει τα νερά κάτω από τη γη.
Έτσι τον παρακάλεσε να πάει και στο δικό του χωράφι να του βρει νερό. Ο Γέροντας δέχθηκε, αλλά ζήτησε απ' αυτόν, που ήταν, όπως είπαμε, πνευματικό παιδί του, να πάει μόνος του στο χωράφι και να μην πάρει κανένα άλλο μαζί του.
Αυτός, όμως, δεν υπάκουσε και πήρε μαζί του κι ένα ξάδελφο του, διότι έκανε τη σκέψη ότι, αν ο Γέροντας δεν έβρισκε νερό στο δικό του χωράφι, θα μπορούσε να βρει στο χωράφι του ξαδέλφου του, που ήταν δίπλα στο δικό του και να το μοιραστούν.
Όταν, όμως, εκείνος ο ξάδελφος είδε στο χωράφι το Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, εξαγριώθηκε κι άρχισε να του μιλά με πολύ ανοίκειο τρόπο και με υβριστικές εκφράσεις. Δεν πίστευε ο άνθρωπος εκείνος και νόμιζε ότι ο Γέρων Πορφύριος πήγαινε να ξεγελάσει τον ξάδελφο του και μάλιστα να χρηματιστεί απ' αυτήν την υπόθεση.
Στο σημείο αυτό της αφήγησης της ιστορίας πήρε το λόγο ο Γέρων Πορφύριος, για να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία:
«Όπως φώναζε και με ύβριζε και με κατηγορούσε για χίλια δυο πράγματα, του είπα: 'Σήκωσε τη φανέλα σου να δούμε τις δύο εγχειρήσεις, που έκανες. Διότι, όπως ξέρω ότι εσύ έκανες δύο εγχειρήσεις, έτσι ξέρω κι αν σ' αυτό το χωράφι, έχει ή δεν έχει νερό'.
Μόλις το άκουσε αυτό εκείνος, περισσότερο θύμωσε και περισσότερο με ύβριζε, ότι δήθεν έλεγα ψέματα κι ότι ποτέ δεν έκανε έστω και μία εγχείρηση. Επεκαλείτο μάλιστα και τη μαρτυρία του ξαδέλφου του, του πνευματικού μου παιδιού δηλαδή, ο οποίος όντως συμφωνούσε ότι δεν είχε κάνει ποτέ εγχείρηση ο ξάδελφος του. Δεν δεχόταν, όμως, να σηκώσει τη φανέλα του. Ορμώ τότε επάνω του με μια δύναμη και του ανασηκώνω τη φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομή από εγχείρηση, η οποία ήταν λοξή από το στέρνο προς τα κάτω και μία άλλη τομή, επίσης από εγχείρηση, λοξή κι αυτή, στην κοιλιά, κάτω χαμηλά.
Τι είχε γίνει; Εκείνος ο άνθρωπος, ένα χρόνο πριν, είχε πάει να εργαστεί στην Αμερική. Εκεί έπαθε διάτρηση του στομάχου, τρύπησε το στομάχι του και βγήκαν τροφές στο περιτόνιο. Τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο, του έκαναν εγχείρηση και του έραψαν τη διάτρηση, για να μη φεύγει το περιεχόμενο του στομάχου" αυτή ήταν η πρώτη τομή, που είχε. Ύστερα, όμως από λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω της εξόδου του περιεχομένου του στομάχου στο περιτόνιο, στην κοιλιακή κοιλότητα δηλαδή, οπότε του έκαναν δεύτερη εγχείρηση κι έτσι δημιουργήθηκε η δεύτερη τομή.
Αυτός, όμως, επιστρέφοντας από την Αμερική στο χωριό του, δεν είπε σε κανένα τίποτε γι' αυτές τις δύο εγχειρήσεις που είχε κάνει, διότι ορισμένες φορές στα χωριά μας οι κοπέλλες δεν παντρεύονται άντρες που έχουν κάνει εγχείρηση. Κι επειδή ήταν ανύπαντρος, το απέκρυψα.
Και συνέχισε ο Γέρων Πορφύριος:
«Άκου τώρα να σου πω τι έκανε μόλις του σήκωσα τη φανέλα και φάνηκαν οι δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, άρχισε να κλαίει, να αγκαλιάζει τα πόδια μου και να φωνάζει: 'Πες μου ποιος άγιος είσαι γιατί εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγιος'. Και κλαίοντας έφυγε τρεχτός για το χωριό.
Μείναμε στο χωράφι το πνευματικό μου παιδί κι εγώ. Πράγματι βρήκα νερό στο χωράφι, αλλά δεν ήταν καλό' ήταν νερό αλμυρό, λύσσα, της θάλασσας. Μάλιστα, το μέτρησα" ήταν εικοσιεπτά οργιές βαθύ.
Σε λίγο βλέπουμε να φτάνει στο χωράφι, που είμαστε, ολόκληρο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα μπροστά, μαζί με τον ιερέα και το δάσκαλο να προπορεύονται. Τι είχε συμβεί; Εκείνος ο εξαγριωμένος άνθρωπος μετεστράφη από τη μια στιγμή στην άλλη, πήγε κλαμένος στο χωριό, κτύπησε
τις καμπάνες, πήγε στα καφενεία, μάζεψε τους κάτοικους και τους είπε να πάνε όλοι μαζί να δουν ένα άγιο, ο οποίος βρισκοταν λίγο έξω από το χωριό τους. Τους διηγόταν τι είχε συμβεί και τους δείχνε τις τομές του από τις δύο εγχειρήσεις, που είχε κάνει.
Με πήραν, λοιπόν, στο χωριό και κάθησα εκεί μια εβδομάδα και εξομολόγησα ολόκληρο το χωριό».
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικά αυτά, που μας είπατε, κύριε Παπαζάχο.
Γ.Π.: Αυτή η ιστορία, η αφήγηση της, υπήρξε, όπως σας είπα. πρώτη μου αμοιβή από το Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: Πολύ σπουδαία αμοιβή, πράγματι.
Γ.Π.: Και ξέρετε, κύριε Ιωαννίδη, τι μου ήρθε στο μυαλό όταν πρωτάκουσα αυτή την ιστορία και, φυσικά, κάθε φορά που τη θυμάμαι; Η Σαμαρείτιδα. Κι αυτή, όπως όλοι ξέρουμε, όταν ο Χριστός της είπε τη ζωή της, συγκλονισμένη απ' αυτά που της είπε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη κι έλεγε σ' όποιον συναντούσε: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα, κι αυτά ακόμη τα μυστικά και ιδιαίτερα μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;» Και βγήκαν οι Σαμαρείτες από την πόλη και πήγαν να συναντήσουν τον Χριστό.
Κ.Ι.: Πολύ ωραία αυτή η παρομοίωση, που κάνατε, διότι και το Γέροντα Πορφύριο ο Χριστός φώτιζε κι έλεγε αυτά, που έλεγε.
Γ.Π.: Έζησα τόσο πολύ το Γέροντα Πορφύριο, που μόνο αυτοί που έζησαν κοντά του μπορούν να με καταλάβουν σ' αυτά, που λέω.
Πάμε πίσω, λοιπόν, στην πρώτη εκείνη ημέρα, που τον γνώρισα. Τον ρώτησα πότε για πρώτη φορά κατάλαβε ότι κάτι παράξενο συμβαίνε μέσα του' μια δύναμη εξ ύψους, που τον έκανε να νιώθει αλλιώτικα απ' ό,τι οι άλλοι άνθρωποι. Σας μεταφέρω την απάντηση του:
«Όταν ήμουν στην έρημο του Αγίου Όρους, ήμουν στο κελλί με δύο Γεροντάδες κι έκανα τυφλή υπακοή και στους δύο και τους αγαπούσα πάρα πολύ. Μια φορά έφυγαν οι Γεροντάδες μου από το κελλί και πήγαν έξω στον κόσμο, για να εξομολογήσουν ανθρώπους. Μου είπαν, λοιπόν, ότι, μια και την Κυριακή δεν θα είχαμε Θεία Λειτουργία στο κελλί μας, να πάω στο Κυριάκο να κοινωνήσω.
Πράγματι, την Κυριακή πήγα και κοινώνησα. Φεύγοντας απ' εκεί, για να επιστρέψω στο κελλί μας, ήμουν τόσο συγκινημένος, τόσο χαρούμενος, που είχα πάρει μέσα μου το Χριστό, ώστε φώναζα: 'Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Εσύ ο Πανάγιος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ήρθες πάλι και μπήκες ολόκληρος μέσα μου, μέσα σ' εμένα το φτωχό Νικήτα'1.
Σε μια στιγμή, λοιπόν, νιώθω να περπατώ, όχι όπως περπατούμε εδώ στη γη, αλλά όπως οι αστροναύτες1 να πατώ εδώ και να βρίσκομαι πέρα, δέκα μέτρα μακριά. Ένιωθα σαν να μην είχα βάρος, σαν να ήμουν από βαμβάκι. Τρόμαξα κι εγώ ο ίδιος. Κι έτσι όπως ήμουν, κοίταξα το βουνό και αποσβολωμένος διαπίστωσα ότι μπορούσα να βλέπω μέσα από το βουνό, διά μέσου του βουνού. Σαν να ήταν γυάλινο το βουνό, έβλεπα τι γινόταν πίσω από το βουνό. Είδα τους Γέροντες μου, που επέστρεφαν από ένα μονοπάτι. Τους έβλεπα, ενώ αυτοί ήταν πίσω από το βουνό.
Είπα 'τι παράξενα πράγματα είναι αυτά, Θεέ μου, σήμερα' και κάθησα και περίμενα να δω αν πράγματι έρχονταν οι Γεροντάδες μου. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι πράγματι τους είχα δει πίσω από το βουνό. Και, πράγματι, κάποια στιγμή τους είδα να φτάνουν στη στροφή εκείνη, απ' όπου πλέον ήταν ορατοί απ' όλους».
Κ.Ι.: Απέκτησε, δηλαδή, το διορατικό χάρισμα αμέσως.
Γ.Π.: Ακριβώς.
Έτρεξε αμέσως κοντά τους και τους εξομολογήθηκε κλαίοντας τι του συνέβαινε. Εκείνοι τον καθησύχασαν και του είπαν να εντείνει την προσευχή του.
Κ.Ι.: Κι αν δεν κάνω λάθος, ο Γέρων Πορφύριος -τότε μοναχός Νικήτας- ήταν μόνο δεκαεπτά ετών.
Γ.Π.: Το 1993, που πήγα στα Καυσοκαλύβια, οι πατέρες εκεί της Σκήτης με πήραν και μου έδειξαν το ακριβές σημείο, όπου είχε συμβεί το τόσο θαυμαστό αυτό γεγονός. Κι όποιος καθήσει εκεί για κάμποση ώρα, τον τυλίγει μια ευωδία.
Όταν, σε ηλικία εικοσιενός ετών, έγινε ιερέας και, στη συνέχεια, στα εικοσιτρία του, πνευματικός, όσους πήγαιναν κοντά του για να εξομολογηθούν, δεν τους κοίταζε κατάματα, όπως μου έλεγε ο ίδιος, για να μην αισθάνονται άβολα. Τους έριχνε μόνο μια ματιά την ώρα, που έμπαιναν και μετά έσκυβε το κεφάλι του. Και, πολλές φορές, πριν ακόμη αρχίσουν να του μιλούν, τους έλεγε εκείνος: «Κοίταξε, από το χαρτάκι, που έγραψες, μόνο το τρία και το πέντε είναι αμαρτίες" τα άλλα δεν είναι αμαρτίες. Πες μου, λοιπόν, για το τρία και το πέντε και, άμα μας μείνει χρόνος, μου λες και για τα άλλα».
Κ.Ι.: Κι αυτά τους τα έλεγε, υποθέτω, πριν εκείνοι προλάβουν να βγάλουν από την τσέπη τους ή από την τσάντα τους το χαρτί, που κρατούσαν με τις σημειώσεις.
Γ.Π.: Φυσικά. Κι έβγαιναν έξω οι άνθρωποι εντυπωσιασμένοι από το τόσο δυνατό διορατικό χάρισμα του, το διατυμπάνιζαν και να ο κόσμος να μαζεύεται και να τρέχει να εξομολογηθεί στο Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: Είστε αληθινό «Γεροντικό» όσον αφορά το Γέροντα Πορφύριο, κύριε Παπαζάχο. Κι εμείς ανυπομονούμε πόσα θα προλάβετε να μας πείτε.
Γ.Π.: Πράγματι, τι να σας πρωτοπώ. Και θέλω να σας πω πολλά, όσο ακόμη έχω τη μνήμη. Γιατί, αν κάποτε χάσω τη μνήμη μου, θα ξεχαστούν αυτά. Και δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ο Γέρων Πορφύριος δεν άφησε γραπτά ο ίδιος. Έτσι, λοιπόν, αν τα πνευματικά παιδιά του δεν τα πούμε αυτά, για να καταγραφούν, θα ξεχαστούν.
Θα σας αφηγηθώ τώρα ένα γεγονός, που δείχνει πόσο έντονα ζούσε ο Γέρων Πορφύριος τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου μας.
Ήταν, όπως μου είπε ο ίδιος, Μεγάλη Πέμπτη και διάβαζε ένα από τα Ευαγγέλια στο εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική των Αθηνών2. Όταν έφτασε στις φράσεις «ήλί, ήλί, λάμα σαβαχθανί; τοΰτ' έστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ϊνα τί με έγκατέλιπες;» σήκωσε τα μάτια του από το Ευαγγέλιο και είδε τον Κύριο εσταυρωμένο, να στάζουν τα αίματα του. Τον πήραν τότε τα κλάματα και δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε λέξη παρακάτω. Έκλεισε το Ευαγγέλιο, μπήκε στο Ιερό, άφησε το Ευαγγέλιο επάνω στην Αγία Τράπεζα και γονάτισε.
Έμεινε έτσι λίγη ώρα, σκέφτηκε ότι τον περίμενε το εκκλησίασμα, έδωσε θάρρος στον εαυτό του, σηκώθηκε, έριξε λίγο νερό στα μάτια του και ξαναβγήκε έξω να συνεχίσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Κι όταν βγήκε έξω, είδε ότι όλος ο κόσμος έκλαιε.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό.
Γ.Π.: Και συνέχισε: «Αλλά που είσαι, Γιώργο, μη βγεις έξω στον κόσμο και πεις ότι αυτό ήταν θαύμα. Το φαντάστηκα με το μυαλό μου, επειδή το διάβαζα εκείνη την ώρα στο Ευαγγέλιο».
Κ.Ι.: Αν μου επιτρέπετε, κύριε Παπαζάχο, προσωπικά έχω την πεποίθηση ότι ο Θεός βοήθησε και σ' αυτήν την περίπτωση το Γέροντα Πορφύριο και πήγε δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια πίσω και πράγματι είδε, με τα μάτια της ψυχής του, τον Εσταυρωμένο.
Γ.Π.: Οπως μου τα είπε ο ίδιος ο Γέροντας, έτσι ακριβώς σας τα λέω, κύριε Ιωαννίδη.
Ο Γέρων Πορφύριος διάβαζε πολύ αργά τα εκκλησιαστικά κείμενα, μία μία λέξη κι εξηγούσε γιατί:
-Αυτά δεν τα διαβάζουμε για το Θεό. Ο Θεός τα ξέρει. Αυτά τα διαβάζουμε, για να προσευχηθούμε στο Θεό. Και δεν τα λέμε άψε σβήσε να τελειώνουμε, αλλά τα λέμε αργά αργά, για να τα ζούμε.
Μια φορά πήγα στο Γέροντα μετά την Ανάσταση. Μόλις με είδε, μου είπε:
-Άσε βρε το καρδιογράφημα σήμερα. Σήμερα είναι Ανάσταση. Κάθησε να σου πω. Ξέρεις το τροπάριο, που λέει «θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν»;
-Το ξέρω, Γέροντα.
-Πέστο.
Άρχισα να το λέω. Όταν τελείωσα, μου είπε:
-Το κατάλαβες;
-Το κατάλαβα.
Πετάγεται τότε από το κρεβάτι του και μου λέει:
-Τίποτε δεν κατάλαβες. Το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Τι μπορεί να κατάλαβες απ' αυτό; Ξέρεις τι σημαίνει «θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν, 'Άδου τήν καθαίρεσιν»; Σημαίνει ότι εκεί, που είμαστε καταδικασμένοι για τον αιώνιο θάνατο, ο Θεός μας πήρε και μας έβγαλε απέναντι, στην αιώνια ζωή, γεφυρώνοντας έτσι ένα χάσμα αιώνων. Αιώνες ολόκληρους ο κόσμος δεν μπορούσε να περάσει στη σωτηρία.
Κατάλαβες, λοιπόν, τι έκανε ο Χριστός; Ποιος μπορούσε να νεκρώσει το θάνατο; Κανένας. Μόνον ο Χριστός μας. Και τώρα έορτάζομεν «άλλης βιοτής της αιωνίου άπαρχήν» και «σκιρτώντες ύμνοΰμεν τόν αίτιον». Ξέρεις τι θα πει «σκιρτώντες»; Θα πει χοροπηδώντας. Έχεις δει τα κατσικάκια έξω στα χωράφια, μαζί με τη μητέρα τους, που πηδάνε και πίνουν λίγο γάλα από τη μητέρα τους και ξαναπηδάνε; Αυτό είναι το σκίρτημα. Εμείς οι χριστιανοί θα έπρεπε να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη» και να σκιρτο
ύμε, να χοροπηδούμε. «Θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν». Δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη απ' αυτή.
Μου έδωσε και μια συμβουλή σχετικά μ' αυτό το τροπάριο:
-Όταν έχεις αθυμία, όταν είσαι στενοχωρημένος για οποιοδήποτε λόγο, κάθησε και πες αργά αυτό το τροπάριο. Συγκέντρωσε το νου σου σ' αυτά, που λέει το τροπάριο. Κι άμα δεν αλλάξει αμέσως η διάθεση σου, έλα να μου το πεις.
Και, πράγματι, το έχω δοκιμάσει, κύριε Ιωαννίδη. Σκέφτομαι τους στίχους του τροπαρίου και λέω στον εαυτό μου: «Τι προβλήματα έχεις; Εδώ ο Χριστός ανέστη. Δεν υπάρχουν προβλήματα».
Κ.Ι.: Αυτή την αναστάσιμη χαρά μας μετέδιδε πάντοτε ο Γέρων.
Γ.Π.: Και φεύγαμε γεμάτοι.
Κ.Ι.: Εγώ ένιωθα να πετώ, φεύγοντας από κοντά του.
Γ.Π.: Το 1989 είχα πάει στα Ιεροσόλυμα για ένα ιατρικό συνέδριο. Στη διάρκεια των ημερών, που ήμουν εκεί, πήγα τρεις φορές και προσκύνησα στον Πανάγιο Τάφο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, πήγα στο Γέροντα, χωρίς να του πω τίποτε για εκείνο το ταξίδι μου. Πήγα, για να του κάνω καρδιογράφημα.
Μου είπε να πάω κοντά του κι έπιασε το χέρι μου. Νόμισα ότι θα έκαμνε αυτό, που έκαμνε και σ' άλλους. Έπιανε το σφυγμό τους κι άρχιζε να τους μιλά1 στον ένα έλεγε για το χαρακτήρα του, στον άλλο για τα παιδιά του, στον άλλο για τις δουλειές του, ανάλογα με το τι προβλήματα είχε ο καθένας. Νόμισα, λοιπόν, ότι αυτό θα έκαμνε και σ' εμένα. Όμως, δεν ήταν αυτό.
Μόλις του έδωσα το χέρι μου, πετιέται από το κρεβάτι του, όπου ήταν ξαπλωμένος τα τελευταία χρόνια και μου φιλά το χέρι. Οπότε εγώ διαμαρτύρομαι και τραβώ με δύναμη το χέρι μου. Και τι μου λέει;
-Αυτό το χέρι δεν ακούμπησε τον Πανάγιο Τάφο; Αφού, λοιπόν, αυτό το χέρι ακούμπησε τον Πανάγιο Τάφο, δεν πρέπει ο Πορφύριος να το φιλήσει;
Κ.Ι.: Μένω άφωνος.
Γ.Π.: Στο Πανεπιστήμιο διδάσκω ένα κατ' επιλογήν μάθημα, το καρδιογράφημα. Επειδή το καρδιογράφημα είναι ένα ενδιαφέρον μάθημα, αφού όλοι οι καρδιολόγοι το χρησιμοποιούν, όλοι οι φοιτητές θέλθ\)\ι Μα ΤΟ παρακολουθήσουν. Έτσι το αμφιθέατρο είναι συνήθως γεμάτο από φοιτητές, που έρχονται να παρακολουθήσουν το μάθημα αυτό. Τούς λέω αστεία, τούς λέω ανέκδοτα, γελούμε μαζί τους αγαπώ, μ' αγαπούν κι αυτοί, έχουμε μια ζεστή σχέση.
Έτσι πολλές φορές ερχόταν στο μυαλό μου μια ιδέα, που τελικά την είπα στο Γέροντα Πορφύριο ως ένα δίλημμα μου:
-Σ' αυτά τα παιδιά, Γέροντα, μιλώ για το καρδιογράφημα με τις ώρες. Ο,τιδήποτε τους πω το αποδέχονται. Αν, λοιπόν, έτσι όπως τους αγαπώ και μ' αγαπούν, εκτός από το καρδιογράφημα που τους μαθαίνω και που θα το χρησιμοποιήσουν για πόσα χρόνια -είκοσι, τριάντα, σαράντα, άντε πενήντα χρόνια ιατρικής- δεν θα μπορούσα να τους μιλήσω και για κάτι πνευματικό, που έχει αιώνια διάρκεια; Να τους πω ν' αγαπήσουν το Χριστό, να εξομολογούνται, να κοινωνούν, να πηγαίνουν στην εκκλησία;
Και συνέχισα την εκμυστήρευση μου στο Γέροντα:
-Εμένα, φυσικά, το Πανεπιστήμο με πληρώνει για να διδάσκω το καρδιογράφημα, δεν με πληρώνει για να κάνω κήρυγμα. Και στο κάτω κάτω μπορεί κάποιοι φοιτητές να μη θέλουν το κήρυγμα ή κάποιοι άλλοι να μην πιστεύουν κιόλας. Μήπως, όμως, Γέροντα, θα ήταν καλό κάποια μέρα, επιτέλους, τελειώνοντας αυτά τα μαθήματα για το καρδιογράφημα, που οι φοιτητές με χειροκροτούν κι εγώ χειροκροτώ εκείνους, να τους πω «παιδιά, κάντε κι ένα βήμα προς το Χριστό»;
Ακούστε, λοιπόν, τι μου είπε ο Γέρων Πορφύριος:
-Γιατί να έχεις αυτό το δίλημμα; Όταν πας να κάνεις το μάθημα, είσαι κοινωνημένος;
-Ναι, Γέροντα, είμαι.
-Κοινωνάς την Κυριακή;
-Κοινωνώ, με την ευχή σας.
-Τότε, Γιωργάκη, πηγαίνει ο Χριστός μέσα στο αμφιθέατρο. Τι τα θέλεις τα λόγια, αφού κουβαλάς το Χριστό μέσα εκεί, αφού είσαι χριστοφόρος την ώρα που μιλάς στην έδρα; Τι να πεις στα παιδιά για το Χριστό; Άφησε τα παιδιά, όπως είναι. Τίποτε να μην τους πεις.
Κ.Ι.: Βλέπουμε έτσι πώς αντιμετωπίζει τα πράγματα ο αληθινά πνευματικός άνθρωπος, που ζει την παρουσία του Χριστού.
Γ.Π.: Κι εμένα υποχρέωσε μ' αυτά, που μου είπε, να πηγαίνω πάντοτε κοινωνημένος στο αμφιθέατρο.
Κάποια φορά, που βρισκόμουν σε κατάσταση πνευματικής ανάτασης κοντά του -όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του ζούσαν αυτή την πνευματική ανάταση κι όσο καθόσουν κοντά του, τόσο περισσότερο ανέβαινες- τον ρώτησα:
-Γέροντα, τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος, όταν θέλει να παραδοθεί στο Θεό, ν' ανήκει εξ ολοκλήρου στο Θεό, να βγάλει το δαίμονα από μέσα του και να γεμίσει Χριστό;
-Τι κάνουμε, βρε Γιωργάκη, όταν έχουμε τα παντζούρια κλειστά κι είναι σκοτεινό το δωμάτιο; Ανοίγουμε τα παντζούρια και μπαίνει το φως. Δεν κυνηγούμε το σκοτάδι, για να το διώξουμε, με τα χέρια μας ή μ' ένα κλεφτοφάναρο. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν προσπαθείς να βγάλεις τα δαιμόνια από μέσα σου. Αλλά τι κάνεις; Ανοίγεις την πόρτα της καρδιάς σου διάπλατα στο Χριστό και λες «έλα, Χριστέ μου». Μπαίνει έτσι ο Χριστός μέσα σου και δεν υπάρχει πια σκοτάδι. Είναι απλό, πολύ απλό.
Κ.Ι.: Αυτό μας δείχνει για άλλη μια φορά πόσο έντονα ζούσε ο Γέροντας την παρουσία του Χριστού.
Κύριε Παπαζάχο, είδατε καμιά φορά το Γέροντα να κλαίει;
Γ.Π.: Ναι. Δυο τρεις φορές μάλιστα τον είδα να κλαίει πολύ.
Η μια φορά ήταν, όταν πέθανε το παιδί ενός φίλου οφθαλμίατρου στην Αθήνα. Δώδεκα χρονών κορίτσι, στην οδό Μεσογείων, το κτύπησε ένα αυτοκίνητο κι ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Ήταν το πρώτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας κι ο Γέροντας το αγαπούσε πάρα πολύ.
Την ώρα της κηδείας κι ενώ εξέταζα στο ιατρείο μου ασθενείς, μου τηλεφωνούν οι αδελφές από τον Ωρωπό: «Τρέξτε, γιατρέ, ο Γέροντας πεθαίνει». «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Έπεσε κάτω, λιποθύμησε», μου είπαν. Κράτησα το τηλέφωνο ανοικτό, τους έδωσα κάποιες οδηγίες για πρώτες βοήθειες -χρειαζόταν, βλέπετε, μία ώρα, για να πάω στον Ωρωπό- συνήλθε ο Γέροντας, και, μάλιστα, μου μίλησε στο τηλέφωνο: «Έλα, αλλά μη βιάζεσαι. Με την ησυχία σου».
Φτάνοντας στον Ωρωπό μου είπαν οι αδελφές ότι είπε ο Γέροντας να περάσω, αλλά να μη μιλήσω καθόλου. Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του Γέροντα βρήκα εκεί τον πατέρα του κοριτσιού, του οποίου μόλις είχε γίνει η κηδεία. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο. Πετιέται τότε ο Γέροντας και μας λέει: «Να βγείτε έξω και οι δύο. Δεν σας αντέχω».
Βγήκαμε, πράγματι, έξω. Ύστερα από λίγο έστειλε ο Γέροντας και με φώναξαν. Πήγα και μου είπε:
-Με συγχωρείς, που σας είπα να βγείτε έξω, αλλά ξέρεις τι μου συμβαίνει σήμερα;
-Τι, Γέροντα;
Κι άρχισε να μου λέει κλαίοντας:
-Την ώρα της κηδείας έβλεπα ένα φως δυνατό επάνω από την εκκλησία. Σ' όλη την διάρκεια της κηδείας έβλεπα αυτό το φωτεινό άστρο. Κι όταν μετέφεραν το φέρετρο προς τον τάφο, πάλι το έβλεπα. Όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στον τάφο και τον γέμισαν με το χώμα, τότε σταμάτησα να το βλέπω.
-Σταμάτησε, Γέροντα, σε παρακαλώ, γιατί κι εσύ θα πάθεις κάτι κι εγώ θα πάθω, από την υπερβολική συγκίνηση μας.
Κ.Ι.: Μετά από τόσα χρόνια και να σας βλέπω να κλαίτε, κύριε Πα-παζάχο, αφηγούμενος αυτό το συγκλονιστικό πράγματι περιστατικό.
Γ.Π.: Δεν μπορώ, πράγματι, να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
Σε μία από τις πολλές επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος συνάντησα και τον πατέρα Χριστόφορο, ο οποίος είχε τη συγκλονιστικότατη εμπειρία να δει ζωντανό μπροστά του τον Άγιο Γεώργιο και να μιλήσει μαζί του. Καθώς το αφηγούμουν, λοιπόν, αυτό στο Γέροντα Πορφύριο, άρχισε να κλαίει. Τόσο πολύ είχε συγκινηθεί, που σε μια στιγμή μου λέει: «Σταμάτα, Γιώργο, δεν αντέχω». Ύστερα, όμως, σκούπισε τα δάκρυα του και μου είπε: «Άντε, μου πέρασε τώρα. Πες κάτι ακόμη για τον πατέρα Χριστόφορο».
Αυτός ήταν ο Γέρων Πορφύριος.
Κ.Ι.: Ο άγιος του εικοστού πρώτου αιώνα, όπως πολύ εύστοχα έχει λεχθεί.
Γ.Π.: Θα σας πω τώρα κάτι, που πρόσφατα μου αφηγήθηκε ένας φίλος μου πολιτικός μηχανικός, ο οποίος κτίζει πολυκατοικίες μαζί με τον πατέρα του, που είναι αρχιτέκτονας.
Έκανε τη γιορτή στο μοναστήρι του Καρέα. Ήταν καθημερινή κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί, επειδή πηγαίνω συχνά. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι γιόρταζε την ημέρα εκείνη. Μου απάντησε ότι γιόρταζε την επέτειο της ημέρας, που σώθηκε κι άρχισε να μου αφηγείται:
«Σε μια οικοδομή, που κτίζαμε, μου τηλεφώνησαν οι εργάτες ότι είχε χαλάσει ο κομπρεσσόρος. Πήγα -επειδή κι άλλες φορές είχε συμβεί αυτό κι είχα διορθώσει εγώ ο ίδιος τον κομπρεσσόρο- και δ
ιαπίστωσα ότι υπήρχε κάποια βλάβη στο σημείο εκείνο, που το καλώδιο έμπαινε μέσα στο μηχάνημα. Ανοίγω, λοιπόν, τον κομπρεσσόρο κι αρχίζω να τον επιδιορθώνω. Η πρίζα του ήταν στο άλλο δωμάτιο, αλλά εγώ δεν πήγα να κοιτάξω στο άλλο δωμάτιο.
Όπως, λοιπόν, προσπαθούσα εκεί να φτιάξω το καλώδιο, αισθάνθηκα να μουδιάζει το δεξί μου χέρι. Ύστερα μούδιασε και το άλλο μου χέρι. Όπως ήμουν, όμως, προσηλωμένος στο να διορθώσω τη βλάβη, δεν έδωσα σημασία στο μούδιασμα. Συνέχισε, αλλά δεν έπιαναν καλά τα χέρια μου. Έφυγε από τα χέρια μου η πένσα, έπεσε χάμω κι έσκυψα και την ξανάπιασα. Αρχισα τότε να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πάω στο άλλο δωμάτιο, όπου ήταν η πρίζα και βλέπω ότι ήταν μέσα στο ρεύμα κι ερχόταν επάνω μου. Στάθηκα αποσβολωμένος και διερωτόμουν πώς σώθηκα.
Την άλλη μέρα πήγα στο Γέροντα Πορφύριο, με τον οποίο είμαι, όπως ξέρεις, συνδεδεμένος. Μόλις με είδε από μακριά, πριν προλάβω να του μιλήσω, μου φώναξε:
-Έλα εδώ, μωρέ, κι είσαι κι επιστήμονας. Βρε, τι μούκανες χθες; Ξέρεις τι δυνάμεις έβαλα, για να κρατήσω όλο εκείνο το ρεύμα μακριά από σένα;
Κ.Ι.: Αυτό κι αν είναι εκπληκτικό.
Γ.Π.: Είδατε τι πράγμα; Από τότε, λοιπόν, αυτός ο φίλος μου γιορτάζει κάθε χρόνο τη σωτηρία του χάρη στο Γέροντα Πορφύριο.
Κ.Ι.: «Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου».
Γ.Π.: Επαναλαμβάνω ότι έχω σώας τας φρένας. Και κατηγορηματικά σας δηλώνω ότι ούτε ένα ιώτα δεν προσθέτω σ' αυτά, που σας αφηγούμαι.
Όταν ακόμη ο Γέρων Πορφύριος έμενε στο καλυβάκι του στον Ωρωπό, προτού ανεγείρει εκεί το Ησυχαστήριο «Η Μεταμόρφωσις του
Σωτήρος», πήγα μια βροχερή μέρα να τον δω. Αρκετοί άνθρωποι κάθονταν μέσα στα αυτοκίνητα τους και περίμεναν τη σειρά τούς να δουν το Γέροντα. Πήγα, τον εξέτασα, του έκανα καρδιογράφημα, κουβεντιάσαμε και, σε κάποια στιγμή, μου λέει:
-Μη φεύγεις τώρα, να δεις κάτι.
-Τι, Γέροντα;
-Έρχεται τώρα ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα, να μου πει κάτι.
Παραξενεύτηκα. Πού το ξέρει, σκέφτηκα, ο Γέροντας, αφού ούτε τηλέφωνο δεν έχει -τότε δεν του είχαν βάλει ακόμη τηλέφωνο- ότι αυτή την ώρα είναι στο δρόμο ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα, ο οποίος έρχεται εδώ στον Ωρωπό να του πει κάτι;
Σε λίγο μπήκε μέσα μια ανεψιά του, που έμενε εκεί και του είπε ότι είχε έρθει ένας ταξιτζής από την Καλαμάτα κι ήθελε να του μιλήσει. Έκανα να φύγω, για να τους αφήσω μόνους, αλλά ο Γέροντας δεν με άφησε:
-Κάθησε. Θέλει να μου πει για κάποια γυναίκα, που έμεινε έγκυος. Δεν είναι κάτι το απόρρητο. Μπορείς να μείνεις.
Μπαίνει, λοιπόν, μέσα ο ταξιτζής:
-Γέροντα, την ευχή σας. Η κυρία τάδε μου είπε να έρθω να σας πω ότι πράγματι, με την ευχή σας, είναι έγκυος και περιμένει το πρώτο της παιδάκι.
Έμεινα κατάπληκτος. Και για άλλη μια φορά, γεμάτος ευγνωμοσύνη, δοξολόγησα το Θεό, που έζησα κοντά σ' αυτό το Γέροντα.
Κ.Ι.: Κι εμείς μαζί σας ευγνωμονούμε τον Ύψιστο, για όλα όσα επιτρέπει να πληροφορούμαστε για το μακαριστό Γέροντα Πορφύριο και για τους άλλους μεγάλους Γέροντες της εποχής μας. Θα θέλατε να μας αφηγηθείτε ακόμη κάτι, κύριε Παπαζάχο;
Γ.Π.: Είναι ατελείωτα αυτά, κύριε Ιωαννίδη.
Κ.Ι.: Είναι ύδωρ ζων.
Γ.Π.: Μια φορά του μίλησα για ένα σπίτι στην Αίγινα, που μας άφησε κληρονομιά ο πεθερός μου και το οποίο ήθελα να ξανακτίσω, διότι είχε υποστεί μεγάλες ρωγμές από τους σεισμούς. Η αντίδραση του Γέροντα:
-Να μη κτίσεις εκεί. Ναρθείς να κτίσεις εδώ, που είμαι εγώ.
-Ναι, Γέροντα, αλλά ξέρετε η γυναίκα μου γεννήθηκε σ' αυτό το σπίτι και τα παιδιά μου γεννήθηκαν σ' αυτό κι είμαστε όλοι συναισθηματικά συνδεδεμένοι μ' αυτό το σπίτι.
-Εντάξει τότε, Γιώργο. Περίμενε δυο λεπτά να πάω να το δω.
Σιώπησε για λίγο κι ύστερα άρχισε να μιλά:
-Είμαι τώρα στη θάλασσα, κάτω από το σπίτι σου και βλέπω τα πεύκα,εκεί επάνω.
-Όχι, Γέροντα, δεν είναι πεύκα αυτά, φιστικιές είναι' φιστικιές έχουμε στην Αίγινα.
-Τι λές, μωρέ; Εγώ πιάνω πευκοβελόνες.
Τότε θυμήθηκα ότι στη μια μεριά του σπιτιού η πεθερά μου, για κάθε παιδί που γεννιόταν είτε δικό μου είτε του κουνιάδου μου, φύτευε ένα πεύκο. Τα είδε, λοιπόν, αυτά τα πεύκα ο Γέροντας, ενώ εγώ, αφηρημένος εκείνη την ώρα, τα είχα ξεχάσει, διότι το κτήμα έχει ως επί το πλείστον φιστικιές.
Κ.Ι.: Πολύ εντυπωσιακά αυτά, που μας λέτε.
Γ.Π.: Φανταστείτε πώς ένιωθα εγώ, που τον άκουγα να κάμνει όλες αυτές τις περιγραφές:
-Πίσω λοιπόν, από τα πεύκα αυτά, Γιώργο, υπάρχει ένας τοίχος ύψους ενάμισι δύο μέτρων.
-Μήπως είναι ένα εγκαταλελειμμένο κοτέτσι του γείτονα;
-Μπορεί, γιατί ο τοίχος αυτός είναι φτιαγμένος από πλιθάρια. Αλλά μπροστά απ' αυτό το κοτέτσι υπάρχει ένα σωρός πέτρες.
Εγώ δεν του είπα τίποτε, διότι ήξερα ότι εκεί δεν υπήρχαν πέτρες. Πάω, λοιπόν, την επόμενη Κυριακή στην Αίγινα και βρίσκω μπροστά από το κοτέτσι ένα σωρό πέτρες. Τι είχε συμβεί; Ο κύριος, που έχει το γειτονικό κτήμα, είναι εργολάβος. Γκρέμισε λοιπόν ένα σπίτι κάπου και τις πέτρες τις έφερε εκεί στο κτήμα, για να τις χρησιμοποιήσει κάπου αλλού. Αργότερα τις αγόρασα εγώ για ένα εκκλησάκι, που έκτισα μέσα στο κτήμα μου. Είδε, λοιπόν, ο Γέρων Πορφύριος και το σωρό με τις πέτρες. Για να δείτε με πόση ακρίβεια έβλεπε, χάρη στο διορατικό του χάρισμα.
Ας κλείσουμε αυτή τη συνομιλία μας με τούτα τα λόγια του Γέροντος Πορφυρίου, που μου είπε κάποια φορά:
-Όταν θα φύγω, θα είμαι περισσότερο κοντά σας, διότι ο θάνατος καταργεί τις αποστάσεις.
Αυτό προσωπικά το νιώθω. Νιώθω την παρουσία του μόνιμα κοντά μας.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Συνομιλητής: Χ.Μ.Π.,
πνευματικό παιδί του Γέροντος
Πορφυρίου επί δεκαπέντε έτη
Κ.Ι.: Το να βρίσκεσαι για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια «παρά τους πόδας», για να χρησιμοποιήσω την παραστατικότατη αυτή εικόνα, ενός Γέροντα, για τον οποίο χαρακτηριστικά έχει λεχθεί ότι η Εκκλησία μας κάθε διακόσια χρόνια παρουσιάζει τέτοιο, είναι μια πολύ μεγάλη δωρεά από το Θεό. Μεγάλη και για όλους εμάς η ευλογία να πληροφορηθούμε μερικά έστω πράγματα από τα πάμπολλα, που συνέλεξε τα δεκαπέντε αυτά χρόνια ο κ. Χ.Μ.Π., πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου και τακτικός συνομιλητής του.
Η χρήση των αρχικών μόνο του ονόματος του οφείλεται στην επιθυμία του να παραμείνει ανώνυμος για δικούς τους πνευματικούς λόγους. Σεβόμαστε την επιθυμία του και τον ευχαριστούμε θερμά για όσα είχε την καλοσύνη να μας πει, μέρος των οποίων παραθέτουμε στον παρόντα τόμο.
Χ.Μ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος ήταν μικρόσωμος, είχε γαλανά μάτια, ένα πολύ ωραίο χαμόγελο κι ήταν όλος χαρά. Χαιρόσουν να μιλάς μαζί του. Ήταν δε τόσο άνετος, που σου έδινε το θάρρος να τον ρωτήσεις ο,τιδήποτε ήθελες.
Παραδεχόταν ότι ήταν διορατικός και μου είπε: «Αυτό το χάρισμα μου το έδωσε ο Θεός, για να γίνω καλός». Επειδή ήταν τόσο πολύ προχωρημένος πνευματικά, συναισθανόταν πλήρως την αμαρτωλότητά του, γεγονός που συμβαίνει μ' όλους τους αγίους.
Πήγαιναν και τον έβλεπαν και καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι αμέσως αντιλαμβάνονταν τι άνθρωπος ήταν. Και κάθονταν και τον άκουαν σαν μαθητές μπροστά σε καθηγητή. Είχα αυτή την εμπειρία κι εγώ ο ίδιος προσωπικά, όταν συνόδευα στο Γέροντα καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκούς. Αυτό ήταν το θαυμαστό με το Γέροντα Πορφύριο. Ενώ είχε πάει μόνο μέχρι την τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου, όχι μόνο είλκυε κοντά του αυτές τις υψηλές πνευματικές φυσιογνωμίες, αλλά ορισμένες φορές τους διόρθωνε αν έκαμναν σε κάτι λάθος κι αυτοί τον άκουαν με μεγάλο σεβασμό.
Μιλώντας κάποτε για την αγιότητα, μου είπε:
-Υπάρχουν τριών βαθμών άγιοι. Στον ένα βαθμό είναι ο άγιος εκείνος, ο οποίος, όταν σηκώσει τα χέρια του για προσευχή, σε δεκαπέντε λεπτά περίπου τον επισκέπτεται η χάρις. Στους πιο προχωρημένους αγίους, μόλις σηκώσουν τα χέρια, κατέρχεται αμέσως η χάρις. Κι υπάρχει κι ο τρίτος βαθμός αγίων, επάνω στους οποίους κάθεται μόνιμα η χάρις.
Μιλώντας μια άλλη φορά για το θέμα της αγιότητας, μου είπε ότι άγιος είναι εκείνος, που δεν κάμνει αμαρτίες, αλλά προσεύχεται μέρα νύκτα με τα χέρια υψωμένα στο Θεό και μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις σε τεράστιο βαθμό.
Και συνέχισε:
-Θα σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Φαντάσου μια πόλη με πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι αμαρτάνουν. Σ' ένα μοναστήρι εκεί ζει ένας μοναχός ασκητής, ο οποίος σηκώνει τα καθαρά χέρια του στο Θεό και τον παρακαλεί να μη τιμωρήσει όλες αυτές τις χιλιάδες, που αμαρτάνουν. Σε διαβεβαιώνω, λοιπόν, ότι για το χατήρι αυτού του ασκητή ο Θεός δεν τιμωρεί τις πεντακόσιες χιλιάδες.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό αυτό, που μας λέτε.
Χ.Μ.Π.: «Να ξέρεις», μου έλεγε, «ότι οι άγιοι του Θεού είναι ικανοί για τα πάντα. Ο άγιος μπορεί να ζητήσει από το Θεό ό,τι θέλει και να του το δώσει ο Θεός. Είναι πολύ μεγάλη η δύναμη των αγίων».
Πολύ εντυπωσιακό είναι το ότι ο Γέρων Πορφύριος επικοινωνούσε με την αντίπερα όχθη, με την άλλη ζωή.
Κ.Ι.: Με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Χ.Μ.Π.: Μάλιστα. Θα σας αναφέρω ένα γεγονός, που μου έκανε τρομερή εντύπωση.
Κάποτε τον είχα επισκεφθεί μαζί μ' ένα συγγενή μου, για να του πούμε ότι την προηγούμενη εβδομάδα είχε πεθάνει ένα συγγενικό μας πρόσωπο. Πριν περάσουν δε σαρανταοκτώ ώρες, πέθανε κι ένα δεύτερο συγγενικό μας πρόσωπο. Παρακαλέσαμε, λοιπόν, το Γέροντα Πορφύριο να προσευχηθεί για τις ψυχές και των δύο αυτών προσώπων, χωρίς να του δώσουμε οποιαδήποτε πληροφορία για τα πρόσωπα αυτά.
Μετά από τέσσερις ημέρες ξαναπήγαμε. Μας είπε τότε:
-Με παρακαλέσατε να προσευχηθώ για το τάδε πρόσωπο;
-Ναι, Γέροντα.
-Αυτό το πρόσωπο ήταν μοναχή;
-Μάλιστα.
-Μου το είπατε αυτό;
-Όχι.
-Αυτή η μοναχή, προτού γίνει μοναχή ήταν παντρεμένη. Μοναχή έγινε μετά, που πέθανε ο άντρας της. Κι ο άντρας της ήταν κι αυτός καλός. Όμως, άλλο ο μοναχός κι άλλο ο λαϊκός. Για το άλλο πάντως πρόσωπο, που κοιμήθηκε, πρέπει να κάνουμε προσευχή.
Κ.Ι.: Συγκλονιστικότατο. Ο Γέροντας είδε τις ψυχές και των τριών αυτών προσώπων και μάλιστα σε ποια κατάσταση βρισκόταν η καθεμιά. Αυτό αποδεικνύει ότι γνώριζε όχι μόνο για τους ζώντες, αλλά και για τους κεκοιμημένους.
Χ.Μ.Π.: Κάποια φορά είχα πάρει με το αυτοκίνητο μου στο Γέροντα Πορφυρό ένα Αγιορείτη μοναχό, πολύ πνευματικό ασκητή. Η συνομιλία τους, στην οποία ήμουν κι εγώ παρών, περιεστράφη γύρω από το θέμα της προσευχής. Ο μοναχός ρώτησε το Γέροντα Πορφύριο πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Ο Γέροντας ρώτησε με τη σειρά του το μοναχό πώς προσεύχεται εκείνος. Ο μοναχός του απάντησε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Ρώτησε κι εμένα πώς προσεύχομαι. «Το ίδιο κι εγώ», του απάντησα. Μας είπε τότε ο Γέροντας:
-Εγώ όταν προσεύχομαι και λέω αυτά, που λέτε κι εσείς, τους δίνω περισσότερο χρώμα. Λέω μία μία λέξη, αργά αργά και τονίζω περισσότερο το «ελέησόν με». Γιατί; Διότι και ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο. Κι όταν συνομιλείς μαζί του, οφείλεις να γνωρίζεις ότι δεν μιλάς στα σύννεφα ούτε σε μια αφηρημένη έννοια ή κατάσταση. Ομιλείς στο Χριστό, ο οποίος σ' ακούει.
Και συνέχισε:
-Όταν μιλάς με τον επίγειο πατέρα σου, δεν του λες, για παράδειγμα, με άγριο και επιτακτικό τρόπο «πατέρα, δώσε μου ένα χιλιάρικο», διότι αυτό δεν θ' αρέσει στον πατέρα σου και θα σου πει «γιατί, παιδί μου, μιλάς μ' αυτό το ύφος;» Ενώ, αν το παιδί πει με ωραίο τρόπο «καλέ μου πατέρα, σε παρακαλώ πολύ, δώσε μου ένα χιλιάρικο, που το χρειάζομαι», ο πατέρας θα πει: «Γιατί, παιδί μου, να σου δώσω ένα μόνο χιλιάρικο, εσένα που είσαι τόσο καλό και τόσο συνετό παιδί; Θα σου δώσω πέντε χιλιάρικα».
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο αυτό το παράδειγμα.
Χ.Μ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος συνέδεε το θέμα των πνευματικών αγώνων με τη γαστριμαργία και τη λαιμαργία. Έλεγε δε πως, αν ο άνθρωπος καταφέρει να τρώει με πρόγραμμα και με λογική, τότε ο Θεός αναλαμβάνει να του συμπληρώσει όλες τις άλλες ατέλειες. Εξαιτίας της λαιμαργίας του ανθρώπου, έλεγε, ο διάβολος του πήρε την εξουσία και τον έβγαλε από τον παράδεισο. Κι ο Θεός καλεί τον άνθρωπο να κάνει αγώνα, για να πάρει πίσω αυτή τη χαμένη εξουσία. Ο άνθρωπος ήταν ο άρχοντας του κόσμου τούτου και, μετά την πτώση του ανθρώπου, άρχοντας του κόσμου τούτου έγινε ο διάβολος. «Κάνε του, λοιπόν, άνθρωπε, πόλεμο να πάρεις πίσω την εξουσία, που σου πήρε», μας έλεγε.
Τον ρώτησα τότε:
-Τόσο σπουδαίος, λοιπόν, είναι ο αγώνας κατά της λαιμαργίας;
Και μου απάντησε ως εξής:
-Είναι τόσο σημαντικός ο αγώνας αυτός για την πνευματική ζωή του ανθρώπου, που οι Πατέρες της Εκκλησίας συνήθιζαν, την ώρα που έφτιαχναν το φαγητό τους, να ρίχνουν μέσα κι ένα ποτήρι πικρά-δι, ώστε να μή νιώθουν την παραμικρή ηδονή την ώρα που έτρωγαν.
-Και τι βγαίνει μ' αυτό, Γέροντα;
-Τι βγαίνει; Άκουσε να σου εξηγήσω. Όταν ο άνθρωπος κάνει τέτοιο αγώνα, δεν προλαμβάνει να σηκώσει τα χέρια του στην προσευχή κι αμέσως κατεβαίνει η χάρις και κάθεται επάνω του.
Κ.Ι.: Υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλαιο, που αφορά την πλειονότητα των ανθρώπων" το κεφάλαιο του έγγαμου βίου, με τα πάμπολλα προβλήματα του και τις δυσκολίες του. Από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι ο Γέρων Πορφύριος ενδιαφερόταν τα μέγιστα για τη διατήρηση των σωστών συζυγικών σχέσεων και του ιερού θεσμού της οικογένειας. Μόνιμη δε έγνοια του ήταν η σωστή ανατροφή των παιδιών μέσα σε μια υγιή, ειρηνική κι αγαπημένη οικογένεια.
Χ.Μ.Π.: Έχετε απόλυτο δίκαιο. Ο Γέρων Πορφύριος ασχολείτο κατά κύριο λόγο με τις σχέσεις συζύγων και τις σχέσεις γονέων και παιδιών.
Όταν πήγαινε κάποιος παντρεμένος, που δεν είχε καλή σύζυγο ή μια παντρεμένη, της οποίας ο σύζυγος δεν ήταν καλός και σήκωνε το σταυρό του ή το σταυρό της με υπομονή, τον αποκαλούσε άγιο' κι αν ήταν γυναίκα, την αποκαλούσε αγία.
Κάποια φορά πήγε να τον δει ένας παντρεμένος, που δεν
ήταν καθόλου καλός σύζυγος, ενώ παράλληλα έκτιζε μια εκκλησία και του είπε:
-Γέροντα μου, εγώ κτίζω μια ωραία εκκλησία.
-Τι κτίζεις, ευλογημένε, αυτή τη μικρή εκκλησία, αφού χάλασες την άλλη μεγάλη εκκλησία, που είναι το σπίτι σου;
Κ.Ι.: Πάρα πολύ ωραίο αυτό.
Χ.Μ.Π.: Πάντοτε συμβούλευε τους γονείς να μην καβγαδίζουν ποτέ μπροστά στα παιδιά τους, διότι τα παιδιά, όταν ακούν τους γονείς τους να καβγαδίζουν, νιώθουν σαν να πέφτει το σπίτι επάνω στο κεφάλι τους.
Κ.Ι.: Έτσι και είναι.
Χ.Μ.Π.: «Τα παιδιά», έλεγε, «πρέπει να μεγαλώνουν με το χάδι
της μητέρας και με το χάδι του πατέρα, ο οποίος πρέπει να προσέχει, ώστε να μην είναι πολύ σκληρός. Κι αν χρειαστεί να επιβάλει κάποτε μια τιμωρία, να το κάνει με πολλή προσοχή και πολύ μέτρο, για να μη δημιουργήσει στο παιδί κανένα τραύμα».
acapus.com
πνευματικό παιδί του Γέροντος
Πορφυρίου επί δεκαπέντε έτη
Κ.Ι.: Το να βρίσκεσαι για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια «παρά τους πόδας», για να χρησιμοποιήσω την παραστατικότατη αυτή εικόνα, ενός Γέροντα, για τον οποίο χαρακτηριστικά έχει λεχθεί ότι η Εκκλησία μας κάθε διακόσια χρόνια παρουσιάζει τέτοιο, είναι μια πολύ μεγάλη δωρεά από το Θεό. Μεγάλη και για όλους εμάς η ευλογία να πληροφορηθούμε μερικά έστω πράγματα από τα πάμπολλα, που συνέλεξε τα δεκαπέντε αυτά χρόνια ο κ. Χ.Μ.Π., πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου και τακτικός συνομιλητής του.
Η χρήση των αρχικών μόνο του ονόματος του οφείλεται στην επιθυμία του να παραμείνει ανώνυμος για δικούς τους πνευματικούς λόγους. Σεβόμαστε την επιθυμία του και τον ευχαριστούμε θερμά για όσα είχε την καλοσύνη να μας πει, μέρος των οποίων παραθέτουμε στον παρόντα τόμο.
Χ.Μ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος ήταν μικρόσωμος, είχε γαλανά μάτια, ένα πολύ ωραίο χαμόγελο κι ήταν όλος χαρά. Χαιρόσουν να μιλάς μαζί του. Ήταν δε τόσο άνετος, που σου έδινε το θάρρος να τον ρωτήσεις ο,τιδήποτε ήθελες.
Παραδεχόταν ότι ήταν διορατικός και μου είπε: «Αυτό το χάρισμα μου το έδωσε ο Θεός, για να γίνω καλός». Επειδή ήταν τόσο πολύ προχωρημένος πνευματικά, συναισθανόταν πλήρως την αμαρτωλότητά του, γεγονός που συμβαίνει μ' όλους τους αγίους.
Πήγαιναν και τον έβλεπαν και καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι αμέσως αντιλαμβάνονταν τι άνθρωπος ήταν. Και κάθονταν και τον άκουαν σαν μαθητές μπροστά σε καθηγητή. Είχα αυτή την εμπειρία κι εγώ ο ίδιος προσωπικά, όταν συνόδευα στο Γέροντα καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκούς. Αυτό ήταν το θαυμαστό με το Γέροντα Πορφύριο. Ενώ είχε πάει μόνο μέχρι την τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου, όχι μόνο είλκυε κοντά του αυτές τις υψηλές πνευματικές φυσιογνωμίες, αλλά ορισμένες φορές τους διόρθωνε αν έκαμναν σε κάτι λάθος κι αυτοί τον άκουαν με μεγάλο σεβασμό.
Μιλώντας κάποτε για την αγιότητα, μου είπε:
-Υπάρχουν τριών βαθμών άγιοι. Στον ένα βαθμό είναι ο άγιος εκείνος, ο οποίος, όταν σηκώσει τα χέρια του για προσευχή, σε δεκαπέντε λεπτά περίπου τον επισκέπτεται η χάρις. Στους πιο προχωρημένους αγίους, μόλις σηκώσουν τα χέρια, κατέρχεται αμέσως η χάρις. Κι υπάρχει κι ο τρίτος βαθμός αγίων, επάνω στους οποίους κάθεται μόνιμα η χάρις.
Μιλώντας μια άλλη φορά για το θέμα της αγιότητας, μου είπε ότι άγιος είναι εκείνος, που δεν κάμνει αμαρτίες, αλλά προσεύχεται μέρα νύκτα με τα χέρια υψωμένα στο Θεό και μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις σε τεράστιο βαθμό.
Και συνέχισε:
-Θα σου δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβεις. Φαντάσου μια πόλη με πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι αμαρτάνουν. Σ' ένα μοναστήρι εκεί ζει ένας μοναχός ασκητής, ο οποίος σηκώνει τα καθαρά χέρια του στο Θεό και τον παρακαλεί να μη τιμωρήσει όλες αυτές τις χιλιάδες, που αμαρτάνουν. Σε διαβεβαιώνω, λοιπόν, ότι για το χατήρι αυτού του ασκητή ο Θεός δεν τιμωρεί τις πεντακόσιες χιλιάδες.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό αυτό, που μας λέτε.
Χ.Μ.Π.: «Να ξέρεις», μου έλεγε, «ότι οι άγιοι του Θεού είναι ικανοί για τα πάντα. Ο άγιος μπορεί να ζητήσει από το Θεό ό,τι θέλει και να του το δώσει ο Θεός. Είναι πολύ μεγάλη η δύναμη των αγίων».
Πολύ εντυπωσιακό είναι το ότι ο Γέρων Πορφύριος επικοινωνούσε με την αντίπερα όχθη, με την άλλη ζωή.
Κ.Ι.: Με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Χ.Μ.Π.: Μάλιστα. Θα σας αναφέρω ένα γεγονός, που μου έκανε τρομερή εντύπωση.
Κάποτε τον είχα επισκεφθεί μαζί μ' ένα συγγενή μου, για να του πούμε ότι την προηγούμενη εβδομάδα είχε πεθάνει ένα συγγενικό μας πρόσωπο. Πριν περάσουν δε σαρανταοκτώ ώρες, πέθανε κι ένα δεύτερο συγγενικό μας πρόσωπο. Παρακαλέσαμε, λοιπόν, το Γέροντα Πορφύριο να προσευχηθεί για τις ψυχές και των δύο αυτών προσώπων, χωρίς να του δώσουμε οποιαδήποτε πληροφορία για τα πρόσωπα αυτά.
Μετά από τέσσερις ημέρες ξαναπήγαμε. Μας είπε τότε:
-Με παρακαλέσατε να προσευχηθώ για το τάδε πρόσωπο;
-Ναι, Γέροντα.
-Αυτό το πρόσωπο ήταν μοναχή;
-Μάλιστα.
-Μου το είπατε αυτό;
-Όχι.
-Αυτή η μοναχή, προτού γίνει μοναχή ήταν παντρεμένη. Μοναχή έγινε μετά, που πέθανε ο άντρας της. Κι ο άντρας της ήταν κι αυτός καλός. Όμως, άλλο ο μοναχός κι άλλο ο λαϊκός. Για το άλλο πάντως πρόσωπο, που κοιμήθηκε, πρέπει να κάνουμε προσευχή.
Κ.Ι.: Συγκλονιστικότατο. Ο Γέροντας είδε τις ψυχές και των τριών αυτών προσώπων και μάλιστα σε ποια κατάσταση βρισκόταν η καθεμιά. Αυτό αποδεικνύει ότι γνώριζε όχι μόνο για τους ζώντες, αλλά και για τους κεκοιμημένους.
Χ.Μ.Π.: Κάποια φορά είχα πάρει με το αυτοκίνητο μου στο Γέροντα Πορφυρό ένα Αγιορείτη μοναχό, πολύ πνευματικό ασκητή. Η συνομιλία τους, στην οποία ήμουν κι εγώ παρών, περιεστράφη γύρω από το θέμα της προσευχής. Ο μοναχός ρώτησε το Γέροντα Πορφύριο πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Ο Γέροντας ρώτησε με τη σειρά του το μοναχό πώς προσεύχεται εκείνος. Ο μοναχός του απάντησε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Ρώτησε κι εμένα πώς προσεύχομαι. «Το ίδιο κι εγώ», του απάντησα. Μας είπε τότε ο Γέροντας:
-Εγώ όταν προσεύχομαι και λέω αυτά, που λέτε κι εσείς, τους δίνω περισσότερο χρώμα. Λέω μία μία λέξη, αργά αργά και τονίζω περισσότερο το «ελέησόν με». Γιατί; Διότι και ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο. Κι όταν συνομιλείς μαζί του, οφείλεις να γνωρίζεις ότι δεν μιλάς στα σύννεφα ούτε σε μια αφηρημένη έννοια ή κατάσταση. Ομιλείς στο Χριστό, ο οποίος σ' ακούει.
Και συνέχισε:
-Όταν μιλάς με τον επίγειο πατέρα σου, δεν του λες, για παράδειγμα, με άγριο και επιτακτικό τρόπο «πατέρα, δώσε μου ένα χιλιάρικο», διότι αυτό δεν θ' αρέσει στον πατέρα σου και θα σου πει «γιατί, παιδί μου, μιλάς μ' αυτό το ύφος;» Ενώ, αν το παιδί πει με ωραίο τρόπο «καλέ μου πατέρα, σε παρακαλώ πολύ, δώσε μου ένα χιλιάρικο, που το χρειάζομαι», ο πατέρας θα πει: «Γιατί, παιδί μου, να σου δώσω ένα μόνο χιλιάρικο, εσένα που είσαι τόσο καλό και τόσο συνετό παιδί; Θα σου δώσω πέντε χιλιάρικα».
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο αυτό το παράδειγμα.
Χ.Μ.Π.: Ο Γέρων Πορφύριος συνέδεε το θέμα των πνευματικών αγώνων με τη γαστριμαργία και τη λαιμαργία. Έλεγε δε πως, αν ο άνθρωπος καταφέρει να τρώει με πρόγραμμα και με λογική, τότε ο Θεός αναλαμβάνει να του συμπληρώσει όλες τις άλλες ατέλειες. Εξαιτίας της λαιμαργίας του ανθρώπου, έλεγε, ο διάβολος του πήρε την εξουσία και τον έβγαλε από τον παράδεισο. Κι ο Θεός καλεί τον άνθρωπο να κάνει αγώνα, για να πάρει πίσω αυτή τη χαμένη εξουσία. Ο άνθρωπος ήταν ο άρχοντας του κόσμου τούτου και, μετά την πτώση του ανθρώπου, άρχοντας του κόσμου τούτου έγινε ο διάβολος. «Κάνε του, λοιπόν, άνθρωπε, πόλεμο να πάρεις πίσω την εξουσία, που σου πήρε», μας έλεγε.
Τον ρώτησα τότε:
-Τόσο σπουδαίος, λοιπόν, είναι ο αγώνας κατά της λαιμαργίας;
Και μου απάντησε ως εξής:
-Είναι τόσο σημαντικός ο αγώνας αυτός για την πνευματική ζωή του ανθρώπου, που οι Πατέρες της Εκκλησίας συνήθιζαν, την ώρα που έφτιαχναν το φαγητό τους, να ρίχνουν μέσα κι ένα ποτήρι πικρά-δι, ώστε να μή νιώθουν την παραμικρή ηδονή την ώρα που έτρωγαν.
-Και τι βγαίνει μ' αυτό, Γέροντα;
-Τι βγαίνει; Άκουσε να σου εξηγήσω. Όταν ο άνθρωπος κάνει τέτοιο αγώνα, δεν προλαμβάνει να σηκώσει τα χέρια του στην προσευχή κι αμέσως κατεβαίνει η χάρις και κάθεται επάνω του.
Κ.Ι.: Υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλαιο, που αφορά την πλειονότητα των ανθρώπων" το κεφάλαιο του έγγαμου βίου, με τα πάμπολλα προβλήματα του και τις δυσκολίες του. Από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι ο Γέρων Πορφύριος ενδιαφερόταν τα μέγιστα για τη διατήρηση των σωστών συζυγικών σχέσεων και του ιερού θεσμού της οικογένειας. Μόνιμη δε έγνοια του ήταν η σωστή ανατροφή των παιδιών μέσα σε μια υγιή, ειρηνική κι αγαπημένη οικογένεια.
Χ.Μ.Π.: Έχετε απόλυτο δίκαιο. Ο Γέρων Πορφύριος ασχολείτο κατά κύριο λόγο με τις σχέσεις συζύγων και τις σχέσεις γονέων και παιδιών.
Όταν πήγαινε κάποιος παντρεμένος, που δεν είχε καλή σύζυγο ή μια παντρεμένη, της οποίας ο σύζυγος δεν ήταν καλός και σήκωνε το σταυρό του ή το σταυρό της με υπομονή, τον αποκαλούσε άγιο' κι αν ήταν γυναίκα, την αποκαλούσε αγία.
Κάποια φορά πήγε να τον δει ένας παντρεμένος, που δεν
ήταν καθόλου καλός σύζυγος, ενώ παράλληλα έκτιζε μια εκκλησία και του είπε:
-Γέροντα μου, εγώ κτίζω μια ωραία εκκλησία.
-Τι κτίζεις, ευλογημένε, αυτή τη μικρή εκκλησία, αφού χάλασες την άλλη μεγάλη εκκλησία, που είναι το σπίτι σου;
Κ.Ι.: Πάρα πολύ ωραίο αυτό.
Χ.Μ.Π.: Πάντοτε συμβούλευε τους γονείς να μην καβγαδίζουν ποτέ μπροστά στα παιδιά τους, διότι τα παιδιά, όταν ακούν τους γονείς τους να καβγαδίζουν, νιώθουν σαν να πέφτει το σπίτι επάνω στο κεφάλι τους.
Κ.Ι.: Έτσι και είναι.
Χ.Μ.Π.: «Τα παιδιά», έλεγε, «πρέπει να μεγαλώνουν με το χάδι
της μητέρας και με το χάδι του πατέρα, ο οποίος πρέπει να προσέχει, ώστε να μην είναι πολύ σκληρός. Κι αν χρειαστεί να επιβάλει κάποτε μια τιμωρία, να το κάνει με πολλή προσοχή και πολύ μέτρο, για να μη δημιουργήσει στο παιδί κανένα τραύμα».
acapus.com
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό