Η αλληλεπίδραση Θεολογίας και κοινωνίας !!
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μάιος 19, 2007 5:05 pm
π.Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
ΦΡΑΓΚΟΙ, ΡΩΜΑΙΟΙ, ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑ
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή.
Ρωμαϊκές Επαναστάσεις και η ανάδυση του Φραγκικού Φεουδαλισμού και Δόγματος
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορος
Ρωμαϊκές αντιδράσεις στην Πολιτική του Καρλομάγνου
Oι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις
Η Φραγκική αντεπίθεση
Συμπεράσματα
Εισαγωγή
Στο υπόβαθρο της Οικουμενικής Κινήσεως βρίσκεται το γενικά παραδεκτό γεγονός ότι μεταξύ θεολογίας καί κοινωνίας υφίσταται αλληλεπίδραση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δογματική διατύπωση και να γίνει αιτία δογματικών διαφορών.
Μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δογματικές διαμάχες ξεσπούσαν συνήθως μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών σε μιαν ατμόσφαιρα θρησκευτικού και φιλοσοφικού πλουραλισμού. Με την επίσημη αναγνώριση της Ορθοδοξίας παρατηρούμε, ότι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι δογματικές διαφορές για την υποστήριξη εθνικιστικών κινημάτων προς απόκτησιν ξεχωριστής ταυτότητας και την αποσκίρτηση από τη Ρωμαϊκή εξουσία, πολιτική και εκκλησιαστική. Και ο Νεστοριανισμός και ο καλούμενος Μονοφυσιτισμός, αν και προωθήθηκαν αρχικά από Ρωμαίους, τελικά υποστηρίχθηκαν από αποσχιστικές τάσεις, που αναπτύχθηκαν σε εθνικές ομάδες, όπως οι Σύροι, οι Κόπτες και οι Αρμένιοι. Πράγματι, τόσο οι Πέρσες, όσο και οι Αραβες φρόντισαν να κρατούν τους Χριστιανούς διαιρεμένους.
Κατά τον όγδοο αιώνα συναντάμε για πρώτη φορά την αρχή μιας διασπάσεως των Χριστιανών, η οποία, από την αρχή χρησιμοποίησε εθνικά ονόματα, αντί για ονόματα που χαρακτήριζαν την συγκεκριμένη αίρεση ή τον αρχηγό της.
Ετσι, σε Δυτικοευρωπαϊκές πηγές βρίσκουμε τη διάκριση μεταξύ μιας Γραικικής Ανατολής και μιας Λατινικής Δύσεως. Σε Ρωμαϊκές πηγές αυτή η ίδια διάκριση συνιστά σχίσμα μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων.
Εύκολα διακρίνει κανείς καί στις δύο ορολογίες μια εθνική ή φυλετική βάση για το σχίσμα, η οποία πιθανόν να είναι πιο βαθειά και σημαντική για περιγραφική ανάλυση, απ' ότι οι δογματικοί ισχυρισμοί των δύο πλευρών. Το δόγμα μπορεί πολύ καλά να είναι μέρος μιας πολιτικής, στρατιωτικής και εθνικής διαμάχης και, επομένως, γίνεται κατανοητό μόνον, όταν τεθεί στην κατάλληλη προοπτική. Η αλληλεπίδραση μεταξύ δόγματος και εθνικής ή φυλετικής διαμάχης μπορεί να είναι τέτοια, ώστε αυτά τα δύο να μπορούν μεν να διακριθούν, όχι όμως και να χωρισθούν.
Το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης δεν έγινε μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Ρωμαίων. Στην πραγματικότητα ήταν μία διάσπαση μεταξύ των Ρωμαίων της Ανατολής και των κατακτητών των Ρωμαίων της Δύσεως.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατακτήθηκε σε τρία στάδια:
Πρώτον από τις Γερμανικές φυλές, που έγιναν γνωστές ως Δυτική Χριστιανοσύνη, από τους Μουσουλμάνους Αραβες και τρίτον από τους Μουσουλμάνους Τούρκους. Σε αντίθεση με αυτό η εκκλησιαστική διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαφανίσθηκε σταδιακά από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ρωμανία, όπως θα δούμε, αλλά επέζησε μέχρι σήμερα στα Ρωμαίικα Ορθόδοξα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Ο λόγος είναι, ότι οι κατακτητές των Δυτικών Ρωμαίων χρησιμοποίησαν την Εκκλησία για να καθυποτάξουν το Ρωμαϊκό Εθνος, ενώ υπό τό Ισλάμ το Εθνος των Ρωμαίων επέζησε μέσω της Εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση κατακτήσεως οι Επίσκοποι έγιναν εθνάρχες των κατακτημένων Ρωμαίων (Ρωμηών) εφαρμόζοντας τον Ρωμαϊκό Νόμο εκ μέρους του Αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Οσο διάστημα οι επίσκοποι ήσαν Ρωμαίοι, η ενότητα της Εκκλησίας των Ρωμαίων διατηρήθηκε, παρά τις θεολογικές διαμάχες. Το ίδιο συνέβη, όταν εκρωμαϊσθέντες Φράγκοι έγιναν επίσκοποι κατά τη διάρκεια των Μεροβιγκιανών χρόνων και συμμετείχαν μαζί με τους Ρωμαίους επισκόπους στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ρωμαϊκές Επαναστάσεις και η ανάδυση του Φραγκικού Φεουδαλισμού και Δόγματος
Kατά τη διάρκεια όμως του έβδομου αιώνα εμφανίσθηκαν τα σπέρματα του σχίσματος. Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν εγκαταλείψει την αίρεση του Αρείου και είχαν γίνει τυπικά ορθόδοξοι. Ωστόσο, διατήρησαν τα αρειανικά τους έθιμα στη διοίκηση της Εκκλησίας, τα οποία υιοθετήθηκαν και από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους και τελικά από τους Νορμανδούς. Οι Βησιγότθοι άρχισαν να καθυποτάσσουν τους Ρωμαίους της Ισπανίας, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους επισκόπους με Γότθους και το 654 είχαν καταργήσει πλέον το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, ιδίως μετά το 683, οι Φράγκοι διώρισαν μαζικά Φράγκους επισκόπους και απήλλαξαν έτσι τη διοικητική μηχανή από τους Ρωμαίους αξιωματούχους.
Ενωρίτερα, κατά τον έκτο και στις αρχές του έβδομου αιώνα, οι επαναστάσεις ηγετών στην Φραγκία ήσαν συνομωσίες από κοινού Φράγκων και Ρωμαίων. Αλλά από το 673, οι επαναστάσεις έγιναν καθαρά Φραγκικές.
Το γεγονός, ότι η Κωνσταντιούπολη έστειλε το ναυτικό της δύο φορές στην Ισπανία κατά το τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, για να ανακτήσει το προγεφύρωμά της, που έχασε το 629, μαρτυρεί τη δυσχερή κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι Ρωμαίοι στην Ισπανία. Απέναντι στους θριαμβευτές Αραβες που είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής και είχαν προχωρήσει κατά μήκος της Βόρειας Αφρικής σε απόσταση βολής από την Καρχηδόνα, η Κωνσταντινούπολη φαινόταν όχι καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους πολεμικές περιπέτειες στην Ισπανία. Πάντως, κρίνοντας από τη διαπλοκή των γεγονότων, φαίνεται ότι αυτές οι προσπάθειες αποβιβάσεως Ανατολικών Ρωμαίων στην Ισπανία είχαν ως απώτερο στόχο να υποκινήσουν μια γενική εξέγερση των Χριστιανών και Εβραίων Ρωμαίων στην Ισπανία και Γαλλία εναντίον της Γοτθικής και Φραγκικής κυριαρχίας. Η επιτυχία τέτοιου είδους εξεγέρσεων στην Ισπανία και Γαλλία θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αναχαιτίσει το Αραβικό παλλιροιακό κύμα, το οποίο βαθμιαία φαινόταν να κατακλύζει ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Στη δέκατη έβδομη Σύνοδο του Τολέδο το 694 οι Εβραίοι καταδικάσθηκαν σε δουλεία, επειδή ομολόγησαν ότι είχαν μετάσχει σε μια συνομωσία για ανατροπή των "Χριστιανών" (δηλαδή των Γότθων) στην Ισπανία, με τη βοήθεια "εκείνων που κατοικούν σε χώρες πέρα από τη θάλασσα", δηλαδή τους Ρωμαίους, και όχι στην μετέπειτα Αραβική Επαρχία της Αφρικής, όπως κοινά πιστεύεται. Οι Αραβες εκείνη την εποχή δεν είχαν φθάσει ακόμα στην Καρθαγένη, την πρωτεύουσα αυτής της Επαρχίας ή Εξαρχίας. Ο Εγίκας (Egica, 687-701), ο βασιλιάς των Γότθων, είχε καταστείλει μιαν απόπειρα του στόλου της Νέας Ρώμης να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε το 629. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι οι Εβραίοι καταδικάσθηκαν σ' αυτή την δέκατη έβδομη Σύνοδο του Τολέδο το 694 για συνομωσία με την Κωνσταντινούπολη και με σκοπό την ανατροπή της Γοτθικής κυριαρχίας στην Ισπανία.
Ο βασιλιάς Βιτίζας (Witiza, 701-708/9), υιος του Εγίκα, επίσης κατέστειλε μια προσπάθεια των Ανατολικών Ρωμαίων ν' απελευθερώσουν μερικές από τις πόλεις της Νότιας Ισπανίας. Οι Αραβες είχαν σταθερά τον έλεγχο στην Καρθαγένη και τα περίχωρά της από το 698 και προωθούσαν τον έλεγχό τους στην περιοχή της Σεούτας (Ceuta).
Οι προσπάθειες αυτές της Κωνσταντινουπόλεως απέτυχαν και ο Ρωμαίος Βερβερίνος Νουμίδης, κυβερνήτης της Σεούτας στα 741, και λίγο αργότερα οι Γαλλο-Ρωμαίοι, επέλεξαν αυτό που θεωρούσαν ως μικρότερο κακό, συνάπτονται ad hoc συμμαχίες με τους Αραβες κατά των Βησιγότθων και των Φράγκων. Αυτές οι Ρωμαιο-Αραβικές Συμμαχίες ανέτρεψαν την κυριαρχία των Βησιγίτθων στην Ισπανία (711-719), αλλά νικήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο, πρώτα στο Πουατιέ το 732 και μετά στην Προβηγκία το 739[ 1 ].
Οι εξεγέρσεις των Ρωμαίων περιόρισαν την Φραγκία στα Βόρεια Βασίλεια της Αυστρασίας (Austrasia) και της Νεαστρίας (Νeustria). Ο Εύδος (Eudo), o Ρωμαίος δούκας της Ακουϊτανίας, που έκανε την πρώτη γνωστή συμμαχία κατά των Φράγκων[ 2 ], είχε προσωρινά καταλάβει το ίδιο το Παρίσι σε μία προσπάθεια να διατηρήσει τους φιλο-Ρωμαίους Μεροβιγκίους Φράγκους στην εξουσία. Ελαχε στον Κάρολο Μαρτέλο, τον Πιπίνο Γ' και τον Καρλομάγνο να ανασυστήσουν την Φραγκική κυριαρχία στην Βουργουνδία, Ωβέρνη, Ακουϊτανία, Γασκωνία,
Σεπτιμανία και Προβηγκία.
Ο Καρλοβίγκιος Φεουδαλισμός είχε ως αιτία του την ανάγκη να προληφθεί η καταστροφή, που είχαν υποστεί οι Βησιγότθοι στην Ισπανία. Οι Φράγκοι υποχρεώθηκαν να αναπτύξουν κι επεκτείνουν το ήδη υφιστάμενο σύστημα ελέγχου των υποτεταγμένων πληθυσμών. Σκοπός τους ήταν να κρατήσουν τους Ρωμαίους υποδούλους ειρηνεύοντας, πρώτα στην Αυστρασία και Νευστρία, και έπειτα σ'ολόκληρη τη Γαλλία και, τέλος, στην Βόρεια Ιταλία, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις[ 3 ].
Ενώ οι Φράγκοι δεν είχαν ακόμη σταθεροποιήσει την κυριαρχία τους στη Γαλλία, κατέκτησαν τη Βόρεια και Κεντρική Ιταλική Ρωμανία στα μέσα του 8ου αιώνα, υπό το πρόσχημα της απελευθερώσεως της Ιταλικής ή Παπικής Ρωμανίας, από τη Λογγοβαρδική καταπίεση. Αυτή την εποχή η Παποσύνη ήταν πολύ απασχολημένη με την εικονομαχία, έχοντας πάρει σταθερή θέση εναντίον των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και Πατριαρχών της Νέας Ρώμης, οι οποίοι υποστήριζαν το εικονομαχικό κίνημα.
Οι Καρλοβίγκιοι Φράγκοι εφήρμοσαν την πολιτική τους, καταστρέφοντας την ενότητα των Ρωμαίων, που είχαν υπό την κυριαρχία τους, καθώς και των Ρωμαίων που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Κωνσταντινουπόλεως και των Αράβων. Εστρεφαν το ένα κόμμα εναντίον του άλλου. Δεν έπαιρναν το μέρος κανενός και τέλος καταδίκασαν και τους εικονομάχους και την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο (786/7) στη δική τους Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 7 9 4, παρόντων των λεγάτων του Πάπα Αδριανού Α' (771-795), του αφοσιωμένου υπερασπιστού της ορθοδόξου πρακτικής.
Την εποχή του Πιπίνου του Χερεστάλ (687-715) και του Καρόλου Μαρτέλου (715- 741) πολλοί από τους Φράγκους, που αντικατέστησαν Ρωμαίους επισκόπους, ήσαν αξιωματικοί του στρατού, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αγιο Βανιφάτιο, "έχυναν το αίμα των Χριστιανών, όπως αυτό των Ειδωλολατρών"[ 4 ]. Με σκοπό να υπερασπίσει η Εκκλησία της Ρώμης τον εαυτό της από ξένη ανάμειξη και να προφυλαχθεί από τη δουλεία του Φραγκικού Φεουδαλισμού, εξέδωσε το 769 εκλογικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους οι υποψήφιοι για το παπικό αξίωμα έπρεπε να είναι καρδινάλιοι διάκονοι ή πρεσβύτεροι της πόλεως της Ρώμης και Ρωμαίοι εκ καταγωγής. Μόνον Ρωμαίοι κατά την εθνικότητα επιτρεπόταν να συμμετέχουν στις εκλογές. Οταν ελήφθησαν αυτές οι αποφάσεις, ήσαν παρόντες δεκατρείς Φράγκοι Επίσκοποι[ 5 ].
Εν τω μεταξύ, η Ρωμαϊκή επαναστατική δραστηριότητα στη Γαλατία δεν είχε ακόμη πλήρως κατασταλεί. Ο Πιπίνος Γ' είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν και ο Καρλομάγνος με τον αδελφό του Καρλομάνο είχαν αναλάβει την εξουσία της Αυστρασίας και Νευστρίας. Μέσα στο εκπληκτικά σύντομο διάστημα 22 ετών, από το 722 έως το 754, οι Φράγκοι είχαν νικήσει τη Ρωμαιο-Αραβική συμμαχία, είχαν σταθεροποιηθεί σ' όλες τις επαρχίες της Γαλατίας και είχαν εξορμήσει προς τη Βόρεια Ιταλία. Αυτό κατέστη δυνατόν πιθανώς χάρη στο νέο Φεουδαλικό σύστημα διοικήσεως, που πρώτο καθιερώθηκε στην Αυστρασία και Νευστρία. Οι Ρωμαϊκές διοκητικές μονάδες των πόλεων (Civitates) καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις στρατιωτικές κομητείες. Οι πριν ελεύθεροι Ρωμαίοι μεταφέρθηκαν μαζικά από τις πόλεις και τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα δούλων, τα γνωστά Villae και Mansi. Ονομάσθηκαν Βιλάνοι (Vilains), όρος, που για ευνόητους λόγους, έφθασε να σημαίνει τους εχθρούς του νόμου και της τάξεως.
Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν ανατραπεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες των πόλεών τους στους Βερβερίνους και τους Αραβες. Οι Φράγκοι αντέδρασαν για να ανατραπεί κάτι τέτοιο στη Φραγκία, με την κατάργηση της Ρωμαϊκής αστικής κοινωνίας. Κατά τα μέσα του 8ου αιώνα ο Φραγκικός στρατός κατοχής είχε επεκταθεί πολύ πέραν της Αυστρασίας και Νευστρίας, όπου ήταν εγκατεστημένο το κύριο σώμα του έθνους τους. Δεν μπορούσαν ακόμη να επιτύχουν κατάληψη της εκκλησιαστικής διοικήσεως στην Παπική Ρωμανία, όπως είχαν κάνει αλλού. Αρκούσε προς το παρόν να παίζουν το ρόλο των ελευθερωτών. Συνεπώς, χαρακτήρισαν τον Ρωμαίο Πάπα υποτελή (Vassal) της Φραγκίας.
Το μέτρο της ελευθερίας που αφέθηκε στους Ρωμαίους της Παπικής Ρωμανίας εξηρτάτο από το δικαίωμά τους να έχουν τους δικούς τους Ρωμαίους Πάπες, Επισκόπους και κληρικούς. Η απώλεια αυτού του δικαιώματος θα ήταν ταυτόσημη με την πλήρη υποδούλωση, που υπέστησαν οι Ρωμαίοι συμπατριώτες τους στη Βόρεια Ιταλία και Φραγκία. Επομένως, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, για να μην ερεθίσουν τους Φράγκους.
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορος
Μία ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα έγινε κατά του Πάπα Λέοντος Γ'(795-816), διαδόχου του Αδριανού. Ο Πάπας Λέων κατηγορήθηκε για ανήθικη διαγωγή. Ο Καρλομάγνος επέδειξε προσωπικό και ενεργό ενδιαφέρον για τις ανακρίσεις και, έτσι, ζήτησε να μεταφερθεί ενώπιόν του ο Λέων στο Πάντερμπορν. Ο Λέων στάλθηκε πάλι στη Ρώμη, ακολουθούμενος από τον Καρλομάγνο, ο οποίος συνέχισε τις ανακρίσεις. Τελικά ο Φράγκος βασιλιάς ζήτησε από τον Λέοντα να ορκισθεί στην Αγία Γραφή ότι είναι αθώος, πράγμα που έκαμε στις 23 Δεκεμβρίου του 800. Δύο μέρες αργότερα έστεψε τον Καρλομάγνο "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων".
Ο Καρλομάγνος ήθελε τον τίτλο "αυτοκράτωρ" αλλά όχι "Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων". Ο βιογράφος του Καρλομάγνου Αϊνχαρντ ισχυρίζεται ότι, αν ο Καρλομάγνος γνώριζε την πρόθεση του Πάπα, δεν θα εισήρχετο στην εκκλησία[ 6 ].
Ο Καρλομάγνος είχε κανονίσει να πάρει τον τίτλο "αυτοκράτωρ" εις αντάλλαγμα της αθωώσεως του Λέοντα. Ο Λέων όμως χάλασε την υπόθεση, επειδή ο Καρλομάγνος ήθελε τίτλο αναγνωρισμένο από την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, της οποίας ο πραγματικός "αυτοκράτωρ των Ρωμαίων" ουδέποτε θα αναγνώριζε αυτό τον πλήρη τίτλο σ' ένα Φράγκο. Ο Πάπας πρέπει να το γνώριζε αυτό, γι'αυτό ίσως προσέθεσε "των Ρωμαίων". Και ο Καρλομάγνος πρέπει να το γνώριζε γιατί ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτό τον τίτλο στα επίσημα έγγραφά του. Αντ' αυτού χρησιμοποιούσε τους τίτλους "κυβερνών αυτοκράτωρ και αύγουστος" και "διοικών την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία". Ισχυριζόμενος ο Καρλομάγνος ότι κυβερνά τη "Ρωμαϊκή αυτικρατορία", εννοούσε σαφώς, ότι κυβερνούσε ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Φράγκοι είχαν αποφασίσει, ότι το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας είχε γίνει Γραικικό και ο ηγέτης του "αυτοκράτωρ των Γραικών". Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, ο Οθων Γ' (983-1002) χαρακτηρίζεται το έτος 1000 από τον χρονογράφο του ως "επισκεπτόμενος τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία", εννοώντας απλώς, το Παπικό Κράτος [ 7 ].
Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν την αυτοκρατορία τους Ρωμανία και Δημοκρατία (Respublica). Οι Φράγκοι διατήρησαν αυτά τα ονόματα αποκειστικά για τις Παπικές περιοχές και κυριολεκτικά καταδίκασαν το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ως "Γραικία"[ 8 ]. Οι Φράγκοι ήσαν πάντα προσεκτικοί στο να καταδικάζουν τους "Γραικούς" ως αιρετικούς, αλλά ποτέ τους Ρωμαίους, μολονότι Ανατολικοί και Δυτικοί Ρωμαίοι ήσαν ένα έθνος, Ετσι, στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης (794), οι Φράγκοι καταδίκασαν τους "Γραικούς" και την Ζ' Οικουμενική Σύνοδό τους, παρόντων των λεγάτων του Ρωμαίου Πάπα Αδριανού Α', ενός δραστήριου υποστηρικτού της ίδιας Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Πάπας Αδριανός είχε ήδη αφορίσει όλους εκείνους που δεν είχαν αποδεχθεί την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Επομένως, τυπικά οι Φράγκοι ήσαν σε κατάσταση αφορισμού. Αλλά η εφαρμογή του αφορισμού θα επέσυρε επί της Παπικής Ρωμανίας και των πολιτών της την οργή του Φραγκικού Φεουδαλισμού, όπως είχε συμβεί με τους Ρωμαίους στη λοιπή Φραγκία.
Ο Καρλομάγνος ειχε προκαλέσει επίσης την προσθήκη του Filioque στο Φραγκικό Σύμβολο, χωρίς να συμβουλευθεί τον Πάπα. Οταν ξέσπασε στην Ιερουσαλήμ η διαμάχη για την προσθήκη, ο Καρλομάγνος συνεκάλεσε τη Σύνοδο του Ααχεν και αποφάσισε ότι η προσθήκη ήταν δόγμα απαραίτητο για τη σωτηρία. Με αυτό το τετελεσμένο γεγονός κάτω απο τον μανδύα του προσπάθησε να πείσει τον Πάπα Λέοντα Γ' να το αποδεχθεί[ 9 ].
Ο Λέων απέρριψε το Filioque, όχι μόνο ως προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά και ως δόγμα, ισχυριζόμενος ότι οι Πατέρες το άφησαν έξω από το Σύμβολο όχι από άγνοια, αμέλεια ή αβλεψία, αλλά σκοπίμως και θεοπνεύστως. Αυτό που σαφώς αλλά με διπλωματικό τρόπο λέγει ο Λέων, είναι ότι η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως είναι αίρεση! Οι Φράγκοι ήσαν πολύ ε
πικίνδυνη παρουσία στην Παπική Ρωμανία. Ετσι, ο Λέων ενήργησε ακριβώς, όπως προ αυτού και ο Αδριανός. Ο Λέων δεν απέρριψε το Filioque από το Σύμβολο, αφού υπάρχει στη Δυτική Ρωμαϊκή Παράδοση ένα Ορθόδοξο Filioque, το οποίο ήταν και είναι αποδεκτό από τους Ανατολικούς Ρωμαίους μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα, αυτό το Δυτικό Ρωμαϊκό, Ορθόδοξο Filioque δεν μπορούσε να προστεθεί στο Σύμβολο της Πίστεως, όπου ο όρος "εκπόρευσις" (Procession) είχε διαφορετική σημασία.
Εν πάσει περιπτώσει, ο Καρλομάγνος ελάχιστη σημασία έδινε στις αντιλήψεις του Πάπα για τις εικόνες και το Filioque. Χρειαζόταν την καταδίκη των Ανατολικών Ρωμαίων ως αιρετικών, για να αποδείξει ότι δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι, αλλά Γραικοί και επέτυχε να το φέρει εις πέρας με το μόνο τρόπο, που μπορούσε να μηχανευτεί το Φραγκικό μυαλό εκείνης της εποχής. Πιστεύοντας ότι τελικά οι Φράγκοι θα κατελάμβαναν τον Παπικό θρόνο, γνώριζε ότι οι μελλοντικοί Φράγκοι Πάπες θα δέχονταν αυτό, που είχαν απορρίψει οι Ρωμαίοι Πάπες της εποχής του.
O Καρλομάγνος στη νεότητά του άκουγε ιστορίες για τους αγώνες του πατέρα του και του θείου του, για να σώσουν την Φραγκία από τις Ρωμαϊκές επαναστάσεις, οι οποίες είχαν συντρίψει την κυριαρχία των Βησιγότθων στην ισπανική Γοτθία και είχαν σχεδόν καταστρέψει τους Φράγκους στη Γαλλία.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν δεδομένο ότι, εκείνη την εποχή, οι Φράγκοι και οι Ρωμαίοι στη Γαλλία είχαν γίνει ένα έθνος και ότι οι Ρωμαίοι θεωρητικά περιελαμβάνονταν υπό τα ονόματα Φράγκοι ή λαος των Φράγκων. Αλλά για να μην υπάρξει αμφιβολία σχετικά με την ταυτότητα των επαναστατών στη Γαλλία, παραπέμπουμε σ' ένα Γάλλο χρονικογράφο εκείνης της εποχής, ο οπίος αναφέρει ότι το 724, το έτος της γεννήσεως του Καρλομάγνου, οι Γασκώνοι εξεγέρθησαν υπό την ηγεσία του Χουνοάλδου, δούκα της Ακουϊτανίας και υιού του Εύδου, που προαναφέραμε. Ο πατέρας και ο θείος του Καρλομάγνου "ένωσαν τις δυνάμεις τους και διέσχισαν τον ποταμό Λίγηρα στην πόλη της Ορλεάνης. Υπερφαλαγγίζοντας τους Ρωμαίους προχώρησαν προς την Μπουρζ"[ 10 ]. Αφού ο Χονουάλδος περιγράφεται εδώ ως ηττημένος Ρωμαίος, τούτο σημαίνει ότι ο πατέρας του Εύδος ήταν κι αυτός Ρωμαίος και όχι Φράγκος, όπως ισχυρίζονται πολλοί.
Το μίσος που δημιουργήθηκε μετά απ' όλα αυτά στους Καρλοβιγκίους κατά των Ρωμαίων αντικατοπτρίζεται στα Libri Carolini του Καρλομάγνου και στον Σαλικό νόμο και εκφράζεται καθαρά από τον Λιουτπράνδο, Επίσκοπο Κρεμώνας, κατά τον επόμενο αιώνα, οπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη συνέχεια.
Εν τω μεταξύ, οι Δυτικοί Ρωμαίοι και ο Πάπας συνέχιζαν να προσεύχονται στην εκκλησία για τον αυτοκράτορά τους στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και οι Ιρλανδοί προσεύχονταν για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οταν όμως ο αυτοκράτορας υποστήριζε μια αίρεση, σαν την Εικονομαχία, οι Δυτικοί Ρωμαίοι έπαυαν να προσεύχονται γι' αυτόν και προσεύχονταν μόνο για την Αυτοκρατορία.
Το όνομα "Ρωμαίος" είχε φθάσει να σημαίνει Ορθόδοξος, ενώ το όνομα "Ελλην" από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου σήμαινε τον ειδωλολάτρη[ 11 ]. Με την Φραγκική λογική τούτο σήμαινε, ότι, αν οι Ανατολικοί Ρωμαίοι γίνονταν αιρετικοί, αυτό θα ήταν η απόδειξη ότι είχαν αποβάλει την ρωμαϊκή τους εθνικότητα και ότι η αυτοκρατορία τους δεν ήταν πλέον η Ρωμανία. Ετσι, οι προσευχές των Δυτικών Ρωμαίων δεν θα ίσχυαν για έναν αιρετικό αυτοκράτορα των "Ελλήνων", αλλά για τον Ορθόδοξο Φράγκο αυτοκράτορα των δογματικά αληθινών Ρωμαίων. Επίσης, μέρος της Φραγκικής λογικής ήταν η πίστη, ότι ο Θεός χαρίζει κατακτήσεις στους Ορθοδόξους και ήττες στους αιρετικούς. Αυτό κατά κάποιον τρόπο εξηγεί την εκρηκτική επέκταση της Φραγκίας, που ήδη περιγράψαμε, καθώς και τη συρρίκνωση της Ρωμανίας στα χέρια των Γερμανικών και Αραβικών φυλών.
Αυτές οι Φραγκικές συλλογιστικές αρχές εκφράζονται καθαρά σ' ένα γράμμα του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β' (855-875) προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α' (867-886) το 871. Ο Λουδοβίκος αυτοαποκαλείται "Αυτοκράτωρ Αύγουστος των Ρωμαίων" και υποβιβάζει τον Βασίλειο σε "Αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης". Ο Βασίλειος είχε περιπαίξει τον Λουδοβίκο, επιμένοντας, οτι δεν ήταν καν αυτοκράτωρ όλης της Φραγκίας, αφού διοικούσε μόνον ένα μικρό τμήμα της, και οπωσδήποτε δεν ήταν αυτοκράτωρ των Ρωμαίων , αλλά των Φράγκων. Ο Λουδοβίκος αντέταξε, οτι ήταν αυτοκράτωρ όλης της Φραγκίας, αφού οι άλλοι Φράγκοι Ρήγες ήσαν συγγενείς του εξ αίματος. Προβάλλει τον ίδιο ισχυρισμό μ' αυτόν, που βρίσκεται στα "Χρονικά του Λορς". Οποιος κρατά την Πόλη της Παλαιάς Ρώμης αυτός δικαιούται να φέρει τον τίτλο "Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων". Ο Λουδοβίκος ισχυρίσθηκε:"Ελάβαμε εξ ουρανού αυτό το λαο και την πολή, για να τους καθοδηγούμε, και την μητέρα όλων των Εκκλησιών του Θεου, για να την υπερασπιζόμαστε και να την εξυψώνουμε " . Ο Λουδοβίκος διετείνετο, ότι η Ρώμη, ο λαος της και ο Παπικός θρόνος δόθηκαν στους Φράγκους από το Θεό χάρη στην Ορθόδοξη πίστη τους και αφαιρέθηκαν από τους "Ελληνες", οι οποίοι ήσαν Ρωμαίοι, μόνον όταν ήσαν Ορθόδοξοι.
Στην απάντησή του ο Λουδοβίκος έλεγε:"Εχουμε λάβει την διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ένεκα της Ορθοδοξίας μας. Οι Ελληνες έχουν παύσει να είναι αυτοκράτορες των Ρωμαίων λόγω της κακοδοξίας τους. Οχι μόνον εγκατέλειψαν την πόλη (της Ρώμης) και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, αλλά επιπλέον έχουν εγκαταλείψει την Ρωμαϊκή εθνικότητα, ακόμη και την Λατινική γλώσσα. Εχουν μεταναστεύσει σε μιαν άλλη πρωτεύουσα και προσλάβει μια τελείως διαφορετική εθνικότητα και γλώσσα"[ 12 ].
Οι παρατηρήσεις αυτές εξηγούν την Φραγκική χρήση του ονόματος "Ρωμανία" για εδάφη, που κατέκτησαν από τους Ανατολικούς Ρωμαίους και Τούρκους κατά τις λεγόμενες Σταυροφορίες. Αυτές οι επαρχίες, οι οποίες για τους Φράγκους είχαν καταστεί Γραικία, λόγω της αιρέσεως και της Ελληνικής γλώσσας, τώρα ξαναγίνονται Ρωμανία, διότι τα Φραγκικά στρατεύματα τις επανέφεραν στην Ορθοδοξία του Φραγκικού Παπισμού και στην ανωτερότητα της Λατινικής γλώσσας.[ 13 ]
Ρωμαϊκές αντιδράσεις στην Πολιτική του Καρλομάγνου
Ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος κατενόησε πλήρως τα επικίνδυνα σχέδια των Φράγκων, τα οποία αποκαλύπτονταν στην επιστολή του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β' και απάντησε με την αποστολή του στρατού του για να διώξει τους Αραβες από τη Νότια Ιταλία το 876. Η Φραγκική κατοχή της Παπικής Ρωμανίας και η Αραβική πίεση από το Νότο είχαν δημιουργήσει φοβερές δυσκολίες στο παπικό κράτος και προκάλεσαν την ανάπτυξη ενός φιλο-Φραγκικού κόμματος Ρωμαίων, το οποίο τελικά κατόρθωσε να εκλέξει ως Πάπα τον Νικόλαο Α' (858-867).
Αλλά με το Ρωμαϊκό στρατό εγκατεστημένο τώρα στο Νότο, ο Πάπας απέκτησε αρκετή ελευθερία και ανεξαρτησία, για να αντιδράσει δογματικά εναντίον των Φράγκων πάνω στα θέματα των εικόνων και του Filioque. Ο Πάπας Ιωάννης Η' (872-882) αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να μετάσχει στην Η' Οικουμενική Σύνοδο του 879 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Ααχεν (809). Πάντως, η Σύνοδος της Κων/πόλεως δεν ανέφερε ονομαστικά αυτές τις Φραγκικές Συνόδους ή τους Φράγκους. Απλώς καταδίκασε και αφόρισε όλους εκείνους, που απέρριπταν την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο[ 14 ] και παρεποίησαν το Σύμβολο της Πίστεως, είτε με προσθήκη είτε με αφαίρεση[ 15 ].
Ο Πάπας Ιωάννης Η' είχε καλές σχέσεις με τους Φράγκους Ηγεμόνες, και τους ευχαριστούσε δωρίζοντάς τους τον τίτλο του Αυτοκράτορος (Imperator). Ποτέ δεν σταμάτησε να τους καλεί σε βοήθεια εναντίον των Σαρακηνών. Οι Φράγκοι τότε δεν ήσαν τόσο ισχυροί, όσο στην εποχή του Καρλομάγνου, αλλά παρέμεναν ακόμη επικίνδυνοι και θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι. Σε μία ιδιωτική επιστολή του προς τον Πατριάρχη Φώτιο (858-867, 877-886), ο Πάπας Ιωάννης Η' διαβεβαιώνει τον ομόλογό του, ότι το Filioque ουδέποτε προστέθηκε στο "Πιστεύω" στη Ρώμη (όπως είχε γίνει στην εκφραγκευμένη Βόρεια Ιταλία), ότι αποτελεί αίρεση, αλλά θα έπρεπε να χειρισθούν το θέμα με πολύ προσοχή, "...ώστε να μην αναγκασθούμε να επιτρέψουμε την προσθήκη"[ 16 ]. Αυτή η Παπική επιστολή προστέθηκε στο τέλος των Πρακτικών της Συνόδου και εξηγεί, γιατί η Σύνοδος δεν κατονόμασε τους αιρετικούς, που είχαν καταδικαστεί[ 17 ].
Ο Πάπας Ιωάννη
ς πρότεινε επίσης στην ίδια Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως την αποδοχή δύο άρθρων της αποφάσεως του 769 για τον τρόπο εκλογής των Παπών, που ήδη αναφέραμε. Ομως, θα εφαρμόζονταν στην Εκλογή του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος κανόνας απαγορεύει την υποψηφιότητα λαϊκών. Ο δεύτερος περιορίζει την δυνατότητα υποψηφιότητας στους κληρικούς της Κων/πόλεως[ 18 ]. Και οι δύο προτάσεις του Πάπα απορρίφθηκαν ως ανεφάρμοστες για την Νέα Ρώμη, αλλά έγιναν δεκτές ως εφαρμόσιμες για την Παλαιά Ρώμη[ 19 ]. Ετσι, μ' αυτό τον πλάγιο τρόπο, η απόφαση του 769 για την εκλογή Παπών έγινε μέρος του Ρωμαϊκού Δικαίου, όταν τα Πρακτικά αυτής της Συνόδου του 879 υπογράφηκαν από τον Αυτοκράτορα.
Ο Πάπας Ιωάννης δεν μπορούσε να ζητήσει ευθέως την ενσωμάτωση στο Ρωμαϊκό Δίκαιο του νόμου περί Παπικής Εκλογής του 769, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι για περισσότερο από εκατό χρόνια οι Πάπες εκλέγονταν παράνομα. Φαίνεται ότι οι Φράγκοι και οι φιλο-Φράγκοι Ρωμαίοι προέβαλλαν την ένσταση, ότι η πράξη της Παπικής εκλογής δεν ήταν ούτε εκείνη των Ανατολικών Πατριαρχείων, ούτε νόμιμη, αφού δεν αποτελούσε μέρος του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Ηταν πολύ σημαντικό για την Ρωμαιοσύνη και την Ορθοδοξία του Παπικού θρόνου ότι διατηρούσαν τη συνέχειά τους, χωρίς τη δυνατότητα διεισδύσεως φιλοφράγκων, όπως ο Νικόλαος Α', ή ακόμη μιας Φραγκικής καταλήψεως, εάν θα μπορούσαν να θέτουν υποψηφιότητα κληρικοί εκτός Παπικής περιφερείας, όπως είχε συμβεί στην Ανατολή, όπου επιτρεπόταν στον Πρεσβύτερο ενός Πατριαρχείου να γίνει Πατριάρχης σ'ένα άλλο Πατριαρχείο .
Επιπλέον, οι κανόνες που απαγορεύουν το μεταθετόν των επισκόπων, απέκτησαν εξαιρετική σημασία. Ο διάδοχος του Ιωάννη Η' δεν αναγνωρίσθηκε ως Πάπας από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α', διότι είχε διατελέσει επίσκοπος και είχε γίνει Πάπας δια μεταθέσεως.
Oι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις
Κατά τον ΣΤ' και Ζ' αιώνα παρατηρείται μια συνεχής διαμάχη στη Φραγκία για τη θέση του Φράγκου βασιλέα στην εκλογή των επισκόπων. Μία παράταξη επέμενε ότι ο Βασιλέας δεν είχε θέση στις εκλογές. Μία δεύτερη ομάδα θα επέτρεπε να εγκρίνει ο Ρήγας απλώς τις εκλογές. Μία τρίτη ομάδα έδινε στο Ρήγα δικαίωμα αρνησικυρίας (Veto) επί των εκλογών. Μία τέταρτη ομάδα υποστήριζε το δικαίωμα στους βασιλείς να διορίζουν τους επισκόπους. Ο Γρηγόριος Τουρώνης και τα περισσότερα μέλη της συγκλητικής τάξεως ανήκαν σ' αυτή την τέταρτη ομάδα. Ομως, ενώ υποστήριζαν το δικαίωμα του βασιλέα να διορίζει επισκόπους, ο Γρηγόριος Τουρώνης διαμαρτυρήθηκε εναντίον της βασιλικής πρακτικής να πωλούνται οι επισκοπές σ' όποιον προσέφερε περισσότερα χρήματα.
Από την εποχή του Μεγάλου Γρηγορίου, οι Πάπες της Πρεσβυτέρας Ρώμης προσπάθησαν να πείσουν τους Φράγκους βασιλείς να εφαρμόσουν στην εκλογή των επισκόπων το Κανονικό Δίκαιο, δηλαδή να εκλέγονται οι επίσκοποι από τον κλήρο και το λαό. Προφανώς, οι Φράγκοι Ρήγες γνωριζαν πολύ καλά, ότι αυτό το οποίο ήθελαν οι Πάπες στην ουσία ήταν να γίνεται η εκλογή των επισκόπων από την συντριπτική Ρωμαϊκή πλειοψηφία. Αλλ' όταν οι Φράγκοι αντικατέστησαν τους Ρωμαίους επισκόπους και περιόρισαν το λαο των Ρωμαίων (pop u lus Romanorum) στα στρατόπεδα ως Βιλλάνους, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην εφαρμόζονται οι κανόνες. Ετσι, ο Καρλομάγνος εξέδωσε νόμο το 803, που αποκατέστησε την ελεύθερη εκλογή επισκόπων από τον κλήρο και το λαο "secunda statuta canonum" ("κατά τις διατάξεις των κανόνων"). Ο Καρλομάγνος αποκατέστησε το γράμμα του νόμου, αλλά τόσο το πνεύμα του, όσο και η θέληση των Παπών παραποιήθηκαν. Η εκκλησία στη Φραγκία παρέμεινε αιχμάλωτη μιας τυραννικής Τευτονικής μειοψηφίας.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια μπορεί κανείς να εκτιμήσει την εμφάνιση των Ψευδο- Ισιδωρείων Διατάξεων, μιας μεγάλης συλλογής πλαστογραφημένων εγγράφων, τα οποία κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν (αναμεμιγμένα με άλλα γνήσια έγγραφα) γύρω στα 850.
Ενσωματωμένο σ' αυτή τη συλλογή ήταν και το πλαστό έγγραφο, γνωστό ως "Δωρεά του Κωνσταντίνου". Σκοπός αυτής της "Δωρεάς" ήταν να εμποδιστούν οι Φράγκοι να εγκαταστήσουν την πρωτεύουσά τους στη Ρώμη. Σοβαρή ένδειξη περί αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο Οθων Γ'(983-1002), του οποίου η μητέρα ήταν Ανατολική Ρωμαία, διεκήρυξε την πλαστότητα του εγγράφου αυτού, ως μέρος της δικαιολογίας του για την ονομασία της Παλαιάς Ρώμης ως πρωτεύουσάς του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, σύμφωνα με το έγγραφο, έδωσε δήθεν τον αυτοκρατορικό θρόνο στον Πάπα και τους διαδόχους του, διότι "δεν είναι σωστό ένας επίγειος αυτοκράτωρ να ασκεί εξουσία σ' ένα τόπο, όπου η διακυβέρνηση των ιερέων και η κεφαλη της Χριστιανικής Θρησκείας έχει εγκαθιδρυθεί από τον Ουράνιο Αυτοκράτορα". Γι' αυτό το λόγο μετέφερε "την αυτοκρατορία και εξουσία του" στην Κωνσταντινούπολη. Ελπίζόταν λοιπόν, ότι οι Φράγκοι θα έπεφταν στην παγίδα και θα άφηναν τη Ρώμη στους Ρωμαίους.
Μεταφερόμενα στο Φεουδαλικό πλάισιο τα Διατάγματα, υποστήριζαν την ιδέα ότι επίσκοποι, μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι, πατριάρχες και πάπες συνδέονται μεταξύ τους ως υποτελείς και κύριοι σε μια σειρά πυραμιδοειδών σχέσεων, παρομοίων προς τον Φραγκικό Φεουδαλισμό, με τη διαφορά ότι ο Πάπας δεν δεσμεύεται από τις ιεραρχικές βαθμίδες και διαδικασίες και μπορεί να επέμβη απ' ευθείας σε κάθε σημείο της πυραμίδας. Είναι ταυτοχρόνως η κορυφή και έχει άμεση ανάμιξη σε όλα τα επίπεδα μέσω ειδικής διακονικής διαδικασίας. Οι κληρικοί υπάγονται μόνο στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Ολοι οι επίσκοποι έχουν δικαίωμα να απευθύνονται απ' ευθείας στον πάπα, ο οποίος είναι ο μόνος τελικός δικαστής. Ολες οι εφέσεις στα κατώτερα εκκλησιαστικά δικαστήρια πρέπει να αναφέρονται στον Πάπα. Ακόμη και όταν δεν έχει γίνει έφεση, ο Πάπας έχει το δικαίωμα να φέρνει υποθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου του.
Ο θρόνος του Αγίου Πέτρου μεταφέρθηκε στη Ρώμη από την Αντιόχεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έδωσε το θρόνο του στον Πάπα Σιλβέστρο Α' και στους διαδόχους του στη Ρώμη. Ετσι, ο Πάπας καθόταν ταυτοχρόνως στους θρόνους του Αγίου Πέτρου και του Κωνσταντίνου. Ποια μεγαλύτερη ενίσχυση θα μπορούσε να υπάρξει γι' αυτό το τμημα του Ρωμαϊκού έθνους, που υφίστατο την Τευτονική καταπίεση;
Τα Διατάγματα συνάντησαν δυναμική αντίδραση από τα ισχυρά μέλη της Φραγκικής ιεραρχίας. Παρά ταύτα διαδόθηκαν ευρύτατα και ταχύτατα έγιναν δημοφιλή μεταξύ των καταπιεσμένων. Κατά καιρούς οι Φράγκοι βασιλείς υποστήριξαν τα Διατάγματα εναντίον των επισκόπων τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των συμφερόντων τους. Υποστηρίχθηκαν, επίσης, από ευσεβείς Φράγκους κληρικούς και λαϊκούς, ακόμη και από Φράγκους επισκόπους, οι οποίοι απευθύνονταν στον Πάπα με στόχο την ακύρωση αποφάσεων, που πάρθηκαν εναντίον τους από τους μητροπολίτες τους.
Τα πλαστογραφημένα μέρη αυτών των Διαταγμάτων ήσαν γραμμένα σε Φραγκικά Λατινικά , μια ένδειξη ότι η ενέργεια είχε γίνει στη Φραγκία από ντόπιους Ρωμαίους. Το γεγονός, ότι οι Φράγκοι δέχθηκαν τα Διατάγματα ως αυθεντικά, αν και δεν συνέφερε το φεουδαλικό κατεστημένο τους, σημαίνει καθαρά ότι αυτοί δεν μετείχαν στην πλαστογραφία. Δεν υποψιάσθηκαν την πλαστογραφία παρά μετά από αιώνες.
Από κοινού η Παλαιά και η Νέα Ρώμη γνώριζαν, ότι αυτά τα Διατάγματα ήσαν πλαστά[ 20 ]. Η Ρωμαϊκή διαδικασία για την εξακρίβωση επίσημων κειμένων δεν μπορεί να αφήσει αμφιβολία γι' αυτό. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν, ότι πράκτορες της Κωνσταντινουπόλεως, και βεβαίως της Παλαιάς Ρώμης, είχαν κάποια ανάμιξη στη νοθεία. Το ισχυρότερο επιχείρημα που ο Χίνκμαρ, αρχιεπίσκοπος της Ρεμς (845-882), μπορούσε να χρησιμοποιήσει κατά της εφαρμογής αυτών των Διαταγμάτων στην Φραγκία, ήταν ότι ίσχυαν στην Παπική Ρωμανία. Εκανε μια οξεία διάκριση μεταξύ κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι είναι αμετάβλητοι και εφαρμοστέοι σε ολόκληρη την Εκκλησία, διότι έγιναν με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και νόμων, οι οποίοι έχουν περιορισμένη εφαρμογή σε μία συγκεκριμένη εποχή και μόνον σ'ενα τμήμα της Εκκλησίας[ 21 ]. Μπορεί κανείς να καταλάβει, γιατί ο σύγχρονος του Χίνκμαρ Πάπας Ιωάννης Η'(872-882), εξέφρασε στον Πατριάρχη Φώτιο την ελπίδα του, ότι αυτός, ο Ιωάννης, θα μπορούσε να πείσει τους Φράγκους να παραλείψουν το Filioque από το Σύμβολο. Αυτό που δεν μπορούσε να συλλάβει ο Πάπας Ιωάννης, ήταν η έλλειψη δισταγμού, μ
ε την οποία οι Φράγκοι αποφάσισαν, ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι ήσαν μόνον Γραικοί και αιρετικοί, όπως είναι σαφές από τη Φραγκική παράδοση, που τώρα άρχισε να γράφει έργα κατά των λαθών των Γραικών (Contra errores Graecorum)[ 22 ].
Tα Διατάγματα ήσαν επίθεση στην ίδια την καρδιά του Φραγκικού Φεουδαλικού συστήματος, αφού ξερρίζωναν τους πιο σημαντικούς διοικητικούς αξιωματούχους του, δηλαδή τους επισκόπους, θέτοντάς τους υπό τον άμεσο -καθολικό- έλεγχο ενός Ρωμαίου αρχηγού Κράτους.
Οι πανούργοι Φράγκοι, βέβαια, κατάλαβαν τον κίνδυνο πολύ καλά. Πίσω από τα επιχειρήματά τους κατά της εφαρμογής των Διαταγμάτων στην Φραγκία, κρύπτονται δύο Φραγκικές ανησυχίες: Από τη μια πλευρά, αγωνίζονταν μ' ένα Ρωμαίο Πάπα, αλλ' από την άλλη, έπρεπε να πάρουν αυτό τον Πάπα πολύ σοβαρά, διότι οι Βιλλάνοι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι για το Φεουδαρχικό κατεστημένο, εάν τους εξωθούσε ο Εθνάρχης τους από τη Ρώμη.
Ο Πάπας Αδριανός Β'(867-872), ο προκάτοχος του Ιωάννη Η', απείλησε προσωπικά να αποκαταστήσει τον Αυτοκράτορα Λουδοβίκο Β' (855-875) στη νόμιμη διεκδίκησή του για την Λοθαριγκία, που την είχε πάρει ο Κάρολος ο Φαλακρός (840-875), ο οποίος είχε στεφθεί από τον Χίνκμαρ της Ρεμς (854-882)[ 23 ]. ο Χίνκμαρ απάντησε σ' αυτή την απειλή μ' ένα γράμμα προς τον Πάπα. Προειδοποιούσε τον Αδριανό να μην προσπαθήσει "να υποδουλώσει εμάς τους Φράγκους", διότι οι προκάτοχοι του Πάπα "δεν επέβαλαν τέτοιο ζυγό στους προκατόχους μας, και δεν θα μπορούσαμε να το ανεχθούμε...ώστε πρέπει να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου για την ελευθερία μας και τα πρωτοτόκια μας"[ 24 ].
Τον Χίνκμαρ δεν τον ενδιέφερε τόσο, μήπως οι επίσκοποί του γίνουν σκλάβοι του Πάπα, όσο το ότι ένας Ρωμαίος "θα υποδούλωνε εμάς τους Φράγκους"[ 25 ].
Στα 990 ο βασιλέας Ούγος Καπέτος (987-996) της Δυτικής Φραγκίας (ή Γαλλίας) και οι επίσκοποί του ζήτησαν από τον Πάπα Ιωάννη ΙΕ' (985-996) την παύση του Αρνούλφου της Ρεμς, όπως απαιτούσαν τα Διατάγματα. Ο Αρνούλφος είχε διορισθεί από τον Ούγο Καπέτο, αλλά στη συνέχεια πρόδωσε τον ευεργέτη του, για χάρη του Καρολιγκιανού Δούκα Καρόλου της Λοθαριγκίας, ο οποίος ήταν θείος του.
Aνήσυχος για τη δεκαοκτάμηνη καθυστέρηση της παπικής αποφάσεως, ο Ούγος Καπέτος συγκάλεσε μια Σύνοδο στο Βερζύ κοντά στη Ρεμς το 991. Ο Αρνούλφος ομολόγησε ενοχή και εκλιπάρησε για έλεος. Πάντως, μια ομάδα ηγουμένων κατηγόρησε τη διαδικασία ως παράνομη, διότι δεν ήταν σύμφωνη με τα Διατάγματα[ 26 ]. Η Σύνοδος εξεθρόνισε τον Αρνούλφο. Ο Ούγος Καπέτος κατόρθωσε να ανεβάσει στο θρόνο στη θέση εκείνου, τον Γερβέρτο του Ωριλλάκ, τον μελλοντικό Πάπα Σίλβεστρο Β'[ 27 ].
Ο Πάπας Ιωάννης, όμως, απέρριψε αυτή τη Σύνοδο, ως παράνομη και μη επικυρωμένη. Εστειλε ένα Ρωμαίο ηγούμενο, ονόματι Λέοντα, να εκθρονίσει τον Γερβέρτο, να αποκαταστήσει τον Αρνούλφο και να κοινοποιήσει την παύση όλων των επισκόπων που είχαν μετάσχει στη Σύνοδο. Ο λεγάτος του Πάπα ανακοίνωσε την Παπική απόφαση στη Σύνοδο της Μουζόν το 995[ 28 ].
Ο Γερβέρτος αμύνθηκε σθεναρά[ 29 ]. Απέρριψε την Παπική απόφαση ενώπιον του λεγάτου Λέοντος και αρνήθηκε τη συμβουλή των συναδέλφων του να απόσχει άπό τα καθήκοντά του, ώσπου να έλθει το θέμα ενώπιον της επομένης Συνόδου, στη Ρεμς. Ο επίσκοπος της Τρηρ τον έπεισε τελικά να μη λειτουργεί, μέχρι να ληφθεί η τελική απόφαση για την υπόθεση[ 30 ].
Ετσι, ο Γερβέρτος εγκαταλείφθηκε πλήρως και από τους εκκλησιαστικούς και από τους λαϊκούς Φράγκους ευγενείς, οι οποίοι ένοιωθαν υποχρεωμένοι να εκδηλώσουν, τουλάχιστον δημόσια, την υποστήριξή τους στην παπική απόφαση. Απέφευγαν ακόμη και την παραμικρή επαφή με τον Γερβέρτο. Αλλά ο Ηγούμενος Λέων είχε εξεγείρει τους πιστούς σε υποστήριξη του Πάπα, που καθόταν στους θρόνους των Αγίων Πέτρου και Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Φρόνιμα σκεπτόμενος ο Γερβέρτος, αποσύρθηκε σε απομόνωση.
Στην επόμενη Σύνοδο της Ρεμς το 996, ο Γερβέρτος καθαιρέθηκε και ο Αρνούλφος αποκαταστάθηκε[ 31 ]. Η Φραγκική εκκλησιαστική αριστοκρατία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη λαϊκή υποστήριξη προς τον Πάπα.
Φαίνεται όμως, ότι δεν ήταν μόνο η λαϊκή πρόληψη και ευσέβεια, που συνιστούσαν το θεμέλιο της λαϊκής υποστηρίξεως προς τον Πάπα, αλλ' ακόμη και η κοινή Ρωμαιοσύνη, που συνέδεε την πλειοψηφία με τον Πάπα. Αυτή η Ρωμαιοσύνη αποτελούσε τη βάση της ισχύος των Παπικών θρόνων των Α
ΦΡΑΓΚΟΙ, ΡΩΜΑΙΟΙ, ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑ
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή.
Ρωμαϊκές Επαναστάσεις και η ανάδυση του Φραγκικού Φεουδαλισμού και Δόγματος
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορος
Ρωμαϊκές αντιδράσεις στην Πολιτική του Καρλομάγνου
Oι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις
Η Φραγκική αντεπίθεση
Συμπεράσματα
Εισαγωγή
Στο υπόβαθρο της Οικουμενικής Κινήσεως βρίσκεται το γενικά παραδεκτό γεγονός ότι μεταξύ θεολογίας καί κοινωνίας υφίσταται αλληλεπίδραση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δογματική διατύπωση και να γίνει αιτία δογματικών διαφορών.
Μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δογματικές διαμάχες ξεσπούσαν συνήθως μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών σε μιαν ατμόσφαιρα θρησκευτικού και φιλοσοφικού πλουραλισμού. Με την επίσημη αναγνώριση της Ορθοδοξίας παρατηρούμε, ότι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι δογματικές διαφορές για την υποστήριξη εθνικιστικών κινημάτων προς απόκτησιν ξεχωριστής ταυτότητας και την αποσκίρτηση από τη Ρωμαϊκή εξουσία, πολιτική και εκκλησιαστική. Και ο Νεστοριανισμός και ο καλούμενος Μονοφυσιτισμός, αν και προωθήθηκαν αρχικά από Ρωμαίους, τελικά υποστηρίχθηκαν από αποσχιστικές τάσεις, που αναπτύχθηκαν σε εθνικές ομάδες, όπως οι Σύροι, οι Κόπτες και οι Αρμένιοι. Πράγματι, τόσο οι Πέρσες, όσο και οι Αραβες φρόντισαν να κρατούν τους Χριστιανούς διαιρεμένους.
Κατά τον όγδοο αιώνα συναντάμε για πρώτη φορά την αρχή μιας διασπάσεως των Χριστιανών, η οποία, από την αρχή χρησιμοποίησε εθνικά ονόματα, αντί για ονόματα που χαρακτήριζαν την συγκεκριμένη αίρεση ή τον αρχηγό της.
Ετσι, σε Δυτικοευρωπαϊκές πηγές βρίσκουμε τη διάκριση μεταξύ μιας Γραικικής Ανατολής και μιας Λατινικής Δύσεως. Σε Ρωμαϊκές πηγές αυτή η ίδια διάκριση συνιστά σχίσμα μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων.
Εύκολα διακρίνει κανείς καί στις δύο ορολογίες μια εθνική ή φυλετική βάση για το σχίσμα, η οποία πιθανόν να είναι πιο βαθειά και σημαντική για περιγραφική ανάλυση, απ' ότι οι δογματικοί ισχυρισμοί των δύο πλευρών. Το δόγμα μπορεί πολύ καλά να είναι μέρος μιας πολιτικής, στρατιωτικής και εθνικής διαμάχης και, επομένως, γίνεται κατανοητό μόνον, όταν τεθεί στην κατάλληλη προοπτική. Η αλληλεπίδραση μεταξύ δόγματος και εθνικής ή φυλετικής διαμάχης μπορεί να είναι τέτοια, ώστε αυτά τα δύο να μπορούν μεν να διακριθούν, όχι όμως και να χωρισθούν.
Το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης δεν έγινε μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Ρωμαίων. Στην πραγματικότητα ήταν μία διάσπαση μεταξύ των Ρωμαίων της Ανατολής και των κατακτητών των Ρωμαίων της Δύσεως.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατακτήθηκε σε τρία στάδια:
Πρώτον από τις Γερμανικές φυλές, που έγιναν γνωστές ως Δυτική Χριστιανοσύνη, από τους Μουσουλμάνους Αραβες και τρίτον από τους Μουσουλμάνους Τούρκους. Σε αντίθεση με αυτό η εκκλησιαστική διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαφανίσθηκε σταδιακά από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ρωμανία, όπως θα δούμε, αλλά επέζησε μέχρι σήμερα στα Ρωμαίικα Ορθόδοξα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Ο λόγος είναι, ότι οι κατακτητές των Δυτικών Ρωμαίων χρησιμοποίησαν την Εκκλησία για να καθυποτάξουν το Ρωμαϊκό Εθνος, ενώ υπό τό Ισλάμ το Εθνος των Ρωμαίων επέζησε μέσω της Εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση κατακτήσεως οι Επίσκοποι έγιναν εθνάρχες των κατακτημένων Ρωμαίων (Ρωμηών) εφαρμόζοντας τον Ρωμαϊκό Νόμο εκ μέρους του Αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Οσο διάστημα οι επίσκοποι ήσαν Ρωμαίοι, η ενότητα της Εκκλησίας των Ρωμαίων διατηρήθηκε, παρά τις θεολογικές διαμάχες. Το ίδιο συνέβη, όταν εκρωμαϊσθέντες Φράγκοι έγιναν επίσκοποι κατά τη διάρκεια των Μεροβιγκιανών χρόνων και συμμετείχαν μαζί με τους Ρωμαίους επισκόπους στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ρωμαϊκές Επαναστάσεις και η ανάδυση του Φραγκικού Φεουδαλισμού και Δόγματος
Kατά τη διάρκεια όμως του έβδομου αιώνα εμφανίσθηκαν τα σπέρματα του σχίσματος. Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν εγκαταλείψει την αίρεση του Αρείου και είχαν γίνει τυπικά ορθόδοξοι. Ωστόσο, διατήρησαν τα αρειανικά τους έθιμα στη διοίκηση της Εκκλησίας, τα οποία υιοθετήθηκαν και από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους και τελικά από τους Νορμανδούς. Οι Βησιγότθοι άρχισαν να καθυποτάσσουν τους Ρωμαίους της Ισπανίας, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους επισκόπους με Γότθους και το 654 είχαν καταργήσει πλέον το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, ιδίως μετά το 683, οι Φράγκοι διώρισαν μαζικά Φράγκους επισκόπους και απήλλαξαν έτσι τη διοικητική μηχανή από τους Ρωμαίους αξιωματούχους.
Ενωρίτερα, κατά τον έκτο και στις αρχές του έβδομου αιώνα, οι επαναστάσεις ηγετών στην Φραγκία ήσαν συνομωσίες από κοινού Φράγκων και Ρωμαίων. Αλλά από το 673, οι επαναστάσεις έγιναν καθαρά Φραγκικές.
Το γεγονός, ότι η Κωνσταντιούπολη έστειλε το ναυτικό της δύο φορές στην Ισπανία κατά το τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, για να ανακτήσει το προγεφύρωμά της, που έχασε το 629, μαρτυρεί τη δυσχερή κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι Ρωμαίοι στην Ισπανία. Απέναντι στους θριαμβευτές Αραβες που είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής και είχαν προχωρήσει κατά μήκος της Βόρειας Αφρικής σε απόσταση βολής από την Καρχηδόνα, η Κωνσταντινούπολη φαινόταν όχι καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους πολεμικές περιπέτειες στην Ισπανία. Πάντως, κρίνοντας από τη διαπλοκή των γεγονότων, φαίνεται ότι αυτές οι προσπάθειες αποβιβάσεως Ανατολικών Ρωμαίων στην Ισπανία είχαν ως απώτερο στόχο να υποκινήσουν μια γενική εξέγερση των Χριστιανών και Εβραίων Ρωμαίων στην Ισπανία και Γαλλία εναντίον της Γοτθικής και Φραγκικής κυριαρχίας. Η επιτυχία τέτοιου είδους εξεγέρσεων στην Ισπανία και Γαλλία θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αναχαιτίσει το Αραβικό παλλιροιακό κύμα, το οποίο βαθμιαία φαινόταν να κατακλύζει ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Στη δέκατη έβδομη Σύνοδο του Τολέδο το 694 οι Εβραίοι καταδικάσθηκαν σε δουλεία, επειδή ομολόγησαν ότι είχαν μετάσχει σε μια συνομωσία για ανατροπή των "Χριστιανών" (δηλαδή των Γότθων) στην Ισπανία, με τη βοήθεια "εκείνων που κατοικούν σε χώρες πέρα από τη θάλασσα", δηλαδή τους Ρωμαίους, και όχι στην μετέπειτα Αραβική Επαρχία της Αφρικής, όπως κοινά πιστεύεται. Οι Αραβες εκείνη την εποχή δεν είχαν φθάσει ακόμα στην Καρθαγένη, την πρωτεύουσα αυτής της Επαρχίας ή Εξαρχίας. Ο Εγίκας (Egica, 687-701), ο βασιλιάς των Γότθων, είχε καταστείλει μιαν απόπειρα του στόλου της Νέας Ρώμης να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε το 629. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι οι Εβραίοι καταδικάσθηκαν σ' αυτή την δέκατη έβδομη Σύνοδο του Τολέδο το 694 για συνομωσία με την Κωνσταντινούπολη και με σκοπό την ανατροπή της Γοτθικής κυριαρχίας στην Ισπανία.
Ο βασιλιάς Βιτίζας (Witiza, 701-708/9), υιος του Εγίκα, επίσης κατέστειλε μια προσπάθεια των Ανατολικών Ρωμαίων ν' απελευθερώσουν μερικές από τις πόλεις της Νότιας Ισπανίας. Οι Αραβες είχαν σταθερά τον έλεγχο στην Καρθαγένη και τα περίχωρά της από το 698 και προωθούσαν τον έλεγχό τους στην περιοχή της Σεούτας (Ceuta).
Οι προσπάθειες αυτές της Κωνσταντινουπόλεως απέτυχαν και ο Ρωμαίος Βερβερίνος Νουμίδης, κυβερνήτης της Σεούτας στα 741, και λίγο αργότερα οι Γαλλο-Ρωμαίοι, επέλεξαν αυτό που θεωρούσαν ως μικρότερο κακό, συνάπτονται ad hoc συμμαχίες με τους Αραβες κατά των Βησιγότθων και των Φράγκων. Αυτές οι Ρωμαιο-Αραβικές Συμμαχίες ανέτρεψαν την κυριαρχία των Βησιγίτθων στην Ισπανία (711-719), αλλά νικήθηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλο, πρώτα στο Πουατιέ το 732 και μετά στην Προβηγκία το 739[ 1 ].
Οι εξεγέρσεις των Ρωμαίων περιόρισαν την Φραγκία στα Βόρεια Βασίλεια της Αυστρασίας (Austrasia) και της Νεαστρίας (Νeustria). Ο Εύδος (Eudo), o Ρωμαίος δούκας της Ακουϊτανίας, που έκανε την πρώτη γνωστή συμμαχία κατά των Φράγκων[ 2 ], είχε προσωρινά καταλάβει το ίδιο το Παρίσι σε μία προσπάθεια να διατηρήσει τους φιλο-Ρωμαίους Μεροβιγκίους Φράγκους στην εξουσία. Ελαχε στον Κάρολο Μαρτέλο, τον Πιπίνο Γ' και τον Καρλομάγνο να ανασυστήσουν την Φραγκική κυριαρχία στην Βουργουνδία, Ωβέρνη, Ακουϊτανία, Γασκωνία,
Σεπτιμανία και Προβηγκία.
Ο Καρλοβίγκιος Φεουδαλισμός είχε ως αιτία του την ανάγκη να προληφθεί η καταστροφή, που είχαν υποστεί οι Βησιγότθοι στην Ισπανία. Οι Φράγκοι υποχρεώθηκαν να αναπτύξουν κι επεκτείνουν το ήδη υφιστάμενο σύστημα ελέγχου των υποτεταγμένων πληθυσμών. Σκοπός τους ήταν να κρατήσουν τους Ρωμαίους υποδούλους ειρηνεύοντας, πρώτα στην Αυστρασία και Νευστρία, και έπειτα σ'ολόκληρη τη Γαλλία και, τέλος, στην Βόρεια Ιταλία, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις[ 3 ].
Ενώ οι Φράγκοι δεν είχαν ακόμη σταθεροποιήσει την κυριαρχία τους στη Γαλλία, κατέκτησαν τη Βόρεια και Κεντρική Ιταλική Ρωμανία στα μέσα του 8ου αιώνα, υπό το πρόσχημα της απελευθερώσεως της Ιταλικής ή Παπικής Ρωμανίας, από τη Λογγοβαρδική καταπίεση. Αυτή την εποχή η Παποσύνη ήταν πολύ απασχολημένη με την εικονομαχία, έχοντας πάρει σταθερή θέση εναντίον των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και Πατριαρχών της Νέας Ρώμης, οι οποίοι υποστήριζαν το εικονομαχικό κίνημα.
Οι Καρλοβίγκιοι Φράγκοι εφήρμοσαν την πολιτική τους, καταστρέφοντας την ενότητα των Ρωμαίων, που είχαν υπό την κυριαρχία τους, καθώς και των Ρωμαίων που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Κωνσταντινουπόλεως και των Αράβων. Εστρεφαν το ένα κόμμα εναντίον του άλλου. Δεν έπαιρναν το μέρος κανενός και τέλος καταδίκασαν και τους εικονομάχους και την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο (786/7) στη δική τους Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 7 9 4, παρόντων των λεγάτων του Πάπα Αδριανού Α' (771-795), του αφοσιωμένου υπερασπιστού της ορθοδόξου πρακτικής.
Την εποχή του Πιπίνου του Χερεστάλ (687-715) και του Καρόλου Μαρτέλου (715- 741) πολλοί από τους Φράγκους, που αντικατέστησαν Ρωμαίους επισκόπους, ήσαν αξιωματικοί του στρατού, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αγιο Βανιφάτιο, "έχυναν το αίμα των Χριστιανών, όπως αυτό των Ειδωλολατρών"[ 4 ]. Με σκοπό να υπερασπίσει η Εκκλησία της Ρώμης τον εαυτό της από ξένη ανάμειξη και να προφυλαχθεί από τη δουλεία του Φραγκικού Φεουδαλισμού, εξέδωσε το 769 εκλογικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους οι υποψήφιοι για το παπικό αξίωμα έπρεπε να είναι καρδινάλιοι διάκονοι ή πρεσβύτεροι της πόλεως της Ρώμης και Ρωμαίοι εκ καταγωγής. Μόνον Ρωμαίοι κατά την εθνικότητα επιτρεπόταν να συμμετέχουν στις εκλογές. Οταν ελήφθησαν αυτές οι αποφάσεις, ήσαν παρόντες δεκατρείς Φράγκοι Επίσκοποι[ 5 ].
Εν τω μεταξύ, η Ρωμαϊκή επαναστατική δραστηριότητα στη Γαλατία δεν είχε ακόμη πλήρως κατασταλεί. Ο Πιπίνος Γ' είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν και ο Καρλομάγνος με τον αδελφό του Καρλομάνο είχαν αναλάβει την εξουσία της Αυστρασίας και Νευστρίας. Μέσα στο εκπληκτικά σύντομο διάστημα 22 ετών, από το 722 έως το 754, οι Φράγκοι είχαν νικήσει τη Ρωμαιο-Αραβική συμμαχία, είχαν σταθεροποιηθεί σ' όλες τις επαρχίες της Γαλατίας και είχαν εξορμήσει προς τη Βόρεια Ιταλία. Αυτό κατέστη δυνατόν πιθανώς χάρη στο νέο Φεουδαλικό σύστημα διοικήσεως, που πρώτο καθιερώθηκε στην Αυστρασία και Νευστρία. Οι Ρωμαϊκές διοκητικές μονάδες των πόλεων (Civitates) καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις στρατιωτικές κομητείες. Οι πριν ελεύθεροι Ρωμαίοι μεταφέρθηκαν μαζικά από τις πόλεις και τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα δούλων, τα γνωστά Villae και Mansi. Ονομάσθηκαν Βιλάνοι (Vilains), όρος, που για ευνόητους λόγους, έφθασε να σημαίνει τους εχθρούς του νόμου και της τάξεως.
Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν ανατραπεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες των πόλεών τους στους Βερβερίνους και τους Αραβες. Οι Φράγκοι αντέδρασαν για να ανατραπεί κάτι τέτοιο στη Φραγκία, με την κατάργηση της Ρωμαϊκής αστικής κοινωνίας. Κατά τα μέσα του 8ου αιώνα ο Φραγκικός στρατός κατοχής είχε επεκταθεί πολύ πέραν της Αυστρασίας και Νευστρίας, όπου ήταν εγκατεστημένο το κύριο σώμα του έθνους τους. Δεν μπορούσαν ακόμη να επιτύχουν κατάληψη της εκκλησιαστικής διοικήσεως στην Παπική Ρωμανία, όπως είχαν κάνει αλλού. Αρκούσε προς το παρόν να παίζουν το ρόλο των ελευθερωτών. Συνεπώς, χαρακτήρισαν τον Ρωμαίο Πάπα υποτελή (Vassal) της Φραγκίας.
Το μέτρο της ελευθερίας που αφέθηκε στους Ρωμαίους της Παπικής Ρωμανίας εξηρτάτο από το δικαίωμά τους να έχουν τους δικούς τους Ρωμαίους Πάπες, Επισκόπους και κληρικούς. Η απώλεια αυτού του δικαιώματος θα ήταν ταυτόσημη με την πλήρη υποδούλωση, που υπέστησαν οι Ρωμαίοι συμπατριώτες τους στη Βόρεια Ιταλία και Φραγκία. Επομένως, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, για να μην ερεθίσουν τους Φράγκους.
Η στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορος
Μία ανεπιτυχής δολοφονική απόπειρα έγινε κατά του Πάπα Λέοντος Γ'(795-816), διαδόχου του Αδριανού. Ο Πάπας Λέων κατηγορήθηκε για ανήθικη διαγωγή. Ο Καρλομάγνος επέδειξε προσωπικό και ενεργό ενδιαφέρον για τις ανακρίσεις και, έτσι, ζήτησε να μεταφερθεί ενώπιόν του ο Λέων στο Πάντερμπορν. Ο Λέων στάλθηκε πάλι στη Ρώμη, ακολουθούμενος από τον Καρλομάγνο, ο οποίος συνέχισε τις ανακρίσεις. Τελικά ο Φράγκος βασιλιάς ζήτησε από τον Λέοντα να ορκισθεί στην Αγία Γραφή ότι είναι αθώος, πράγμα που έκαμε στις 23 Δεκεμβρίου του 800. Δύο μέρες αργότερα έστεψε τον Καρλομάγνο "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων".
Ο Καρλομάγνος ήθελε τον τίτλο "αυτοκράτωρ" αλλά όχι "Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων". Ο βιογράφος του Καρλομάγνου Αϊνχαρντ ισχυρίζεται ότι, αν ο Καρλομάγνος γνώριζε την πρόθεση του Πάπα, δεν θα εισήρχετο στην εκκλησία[ 6 ].
Ο Καρλομάγνος είχε κανονίσει να πάρει τον τίτλο "αυτοκράτωρ" εις αντάλλαγμα της αθωώσεως του Λέοντα. Ο Λέων όμως χάλασε την υπόθεση, επειδή ο Καρλομάγνος ήθελε τίτλο αναγνωρισμένο από την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, της οποίας ο πραγματικός "αυτοκράτωρ των Ρωμαίων" ουδέποτε θα αναγνώριζε αυτό τον πλήρη τίτλο σ' ένα Φράγκο. Ο Πάπας πρέπει να το γνώριζε αυτό, γι'αυτό ίσως προσέθεσε "των Ρωμαίων". Και ο Καρλομάγνος πρέπει να το γνώριζε γιατί ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτό τον τίτλο στα επίσημα έγγραφά του. Αντ' αυτού χρησιμοποιούσε τους τίτλους "κυβερνών αυτοκράτωρ και αύγουστος" και "διοικών την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία". Ισχυριζόμενος ο Καρλομάγνος ότι κυβερνά τη "Ρωμαϊκή αυτικρατορία", εννοούσε σαφώς, ότι κυβερνούσε ολόκληρη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Φράγκοι είχαν αποφασίσει, ότι το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας είχε γίνει Γραικικό και ο ηγέτης του "αυτοκράτωρ των Γραικών". Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, ο Οθων Γ' (983-1002) χαρακτηρίζεται το έτος 1000 από τον χρονογράφο του ως "επισκεπτόμενος τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία", εννοώντας απλώς, το Παπικό Κράτος [ 7 ].
Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν την αυτοκρατορία τους Ρωμανία και Δημοκρατία (Respublica). Οι Φράγκοι διατήρησαν αυτά τα ονόματα αποκειστικά για τις Παπικές περιοχές και κυριολεκτικά καταδίκασαν το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ως "Γραικία"[ 8 ]. Οι Φράγκοι ήσαν πάντα προσεκτικοί στο να καταδικάζουν τους "Γραικούς" ως αιρετικούς, αλλά ποτέ τους Ρωμαίους, μολονότι Ανατολικοί και Δυτικοί Ρωμαίοι ήσαν ένα έθνος, Ετσι, στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης (794), οι Φράγκοι καταδίκασαν τους "Γραικούς" και την Ζ' Οικουμενική Σύνοδό τους, παρόντων των λεγάτων του Ρωμαίου Πάπα Αδριανού Α', ενός δραστήριου υποστηρικτού της ίδιας Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Πάπας Αδριανός είχε ήδη αφορίσει όλους εκείνους που δεν είχαν αποδεχθεί την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Επομένως, τυπικά οι Φράγκοι ήσαν σε κατάσταση αφορισμού. Αλλά η εφαρμογή του αφορισμού θα επέσυρε επί της Παπικής Ρωμανίας και των πολιτών της την οργή του Φραγκικού Φεουδαλισμού, όπως είχε συμβεί με τους Ρωμαίους στη λοιπή Φραγκία.
Ο Καρλομάγνος ειχε προκαλέσει επίσης την προσθήκη του Filioque στο Φραγκικό Σύμβολο, χωρίς να συμβουλευθεί τον Πάπα. Οταν ξέσπασε στην Ιερουσαλήμ η διαμάχη για την προσθήκη, ο Καρλομάγνος συνεκάλεσε τη Σύνοδο του Ααχεν και αποφάσισε ότι η προσθήκη ήταν δόγμα απαραίτητο για τη σωτηρία. Με αυτό το τετελεσμένο γεγονός κάτω απο τον μανδύα του προσπάθησε να πείσει τον Πάπα Λέοντα Γ' να το αποδεχθεί[ 9 ].
Ο Λέων απέρριψε το Filioque, όχι μόνο ως προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά και ως δόγμα, ισχυριζόμενος ότι οι Πατέρες το άφησαν έξω από το Σύμβολο όχι από άγνοια, αμέλεια ή αβλεψία, αλλά σκοπίμως και θεοπνεύστως. Αυτό που σαφώς αλλά με διπλωματικό τρόπο λέγει ο Λέων, είναι ότι η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως είναι αίρεση! Οι Φράγκοι ήσαν πολύ ε
πικίνδυνη παρουσία στην Παπική Ρωμανία. Ετσι, ο Λέων ενήργησε ακριβώς, όπως προ αυτού και ο Αδριανός. Ο Λέων δεν απέρριψε το Filioque από το Σύμβολο, αφού υπάρχει στη Δυτική Ρωμαϊκή Παράδοση ένα Ορθόδοξο Filioque, το οποίο ήταν και είναι αποδεκτό από τους Ανατολικούς Ρωμαίους μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα, αυτό το Δυτικό Ρωμαϊκό, Ορθόδοξο Filioque δεν μπορούσε να προστεθεί στο Σύμβολο της Πίστεως, όπου ο όρος "εκπόρευσις" (Procession) είχε διαφορετική σημασία.
Εν πάσει περιπτώσει, ο Καρλομάγνος ελάχιστη σημασία έδινε στις αντιλήψεις του Πάπα για τις εικόνες και το Filioque. Χρειαζόταν την καταδίκη των Ανατολικών Ρωμαίων ως αιρετικών, για να αποδείξει ότι δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι, αλλά Γραικοί και επέτυχε να το φέρει εις πέρας με το μόνο τρόπο, που μπορούσε να μηχανευτεί το Φραγκικό μυαλό εκείνης της εποχής. Πιστεύοντας ότι τελικά οι Φράγκοι θα κατελάμβαναν τον Παπικό θρόνο, γνώριζε ότι οι μελλοντικοί Φράγκοι Πάπες θα δέχονταν αυτό, που είχαν απορρίψει οι Ρωμαίοι Πάπες της εποχής του.
O Καρλομάγνος στη νεότητά του άκουγε ιστορίες για τους αγώνες του πατέρα του και του θείου του, για να σώσουν την Φραγκία από τις Ρωμαϊκές επαναστάσεις, οι οποίες είχαν συντρίψει την κυριαρχία των Βησιγότθων στην ισπανική Γοτθία και είχαν σχεδόν καταστρέψει τους Φράγκους στη Γαλλία.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν δεδομένο ότι, εκείνη την εποχή, οι Φράγκοι και οι Ρωμαίοι στη Γαλλία είχαν γίνει ένα έθνος και ότι οι Ρωμαίοι θεωρητικά περιελαμβάνονταν υπό τα ονόματα Φράγκοι ή λαος των Φράγκων. Αλλά για να μην υπάρξει αμφιβολία σχετικά με την ταυτότητα των επαναστατών στη Γαλλία, παραπέμπουμε σ' ένα Γάλλο χρονικογράφο εκείνης της εποχής, ο οπίος αναφέρει ότι το 724, το έτος της γεννήσεως του Καρλομάγνου, οι Γασκώνοι εξεγέρθησαν υπό την ηγεσία του Χουνοάλδου, δούκα της Ακουϊτανίας και υιού του Εύδου, που προαναφέραμε. Ο πατέρας και ο θείος του Καρλομάγνου "ένωσαν τις δυνάμεις τους και διέσχισαν τον ποταμό Λίγηρα στην πόλη της Ορλεάνης. Υπερφαλαγγίζοντας τους Ρωμαίους προχώρησαν προς την Μπουρζ"[ 10 ]. Αφού ο Χονουάλδος περιγράφεται εδώ ως ηττημένος Ρωμαίος, τούτο σημαίνει ότι ο πατέρας του Εύδος ήταν κι αυτός Ρωμαίος και όχι Φράγκος, όπως ισχυρίζονται πολλοί.
Το μίσος που δημιουργήθηκε μετά απ' όλα αυτά στους Καρλοβιγκίους κατά των Ρωμαίων αντικατοπτρίζεται στα Libri Carolini του Καρλομάγνου και στον Σαλικό νόμο και εκφράζεται καθαρά από τον Λιουτπράνδο, Επίσκοπο Κρεμώνας, κατά τον επόμενο αιώνα, οπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη συνέχεια.
Εν τω μεταξύ, οι Δυτικοί Ρωμαίοι και ο Πάπας συνέχιζαν να προσεύχονται στην εκκλησία για τον αυτοκράτορά τους στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και οι Ιρλανδοί προσεύχονταν για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οταν όμως ο αυτοκράτορας υποστήριζε μια αίρεση, σαν την Εικονομαχία, οι Δυτικοί Ρωμαίοι έπαυαν να προσεύχονται γι' αυτόν και προσεύχονταν μόνο για την Αυτοκρατορία.
Το όνομα "Ρωμαίος" είχε φθάσει να σημαίνει Ορθόδοξος, ενώ το όνομα "Ελλην" από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου σήμαινε τον ειδωλολάτρη[ 11 ]. Με την Φραγκική λογική τούτο σήμαινε, ότι, αν οι Ανατολικοί Ρωμαίοι γίνονταν αιρετικοί, αυτό θα ήταν η απόδειξη ότι είχαν αποβάλει την ρωμαϊκή τους εθνικότητα και ότι η αυτοκρατορία τους δεν ήταν πλέον η Ρωμανία. Ετσι, οι προσευχές των Δυτικών Ρωμαίων δεν θα ίσχυαν για έναν αιρετικό αυτοκράτορα των "Ελλήνων", αλλά για τον Ορθόδοξο Φράγκο αυτοκράτορα των δογματικά αληθινών Ρωμαίων. Επίσης, μέρος της Φραγκικής λογικής ήταν η πίστη, ότι ο Θεός χαρίζει κατακτήσεις στους Ορθοδόξους και ήττες στους αιρετικούς. Αυτό κατά κάποιον τρόπο εξηγεί την εκρηκτική επέκταση της Φραγκίας, που ήδη περιγράψαμε, καθώς και τη συρρίκνωση της Ρωμανίας στα χέρια των Γερμανικών και Αραβικών φυλών.
Αυτές οι Φραγκικές συλλογιστικές αρχές εκφράζονται καθαρά σ' ένα γράμμα του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β' (855-875) προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α' (867-886) το 871. Ο Λουδοβίκος αυτοαποκαλείται "Αυτοκράτωρ Αύγουστος των Ρωμαίων" και υποβιβάζει τον Βασίλειο σε "Αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης". Ο Βασίλειος είχε περιπαίξει τον Λουδοβίκο, επιμένοντας, οτι δεν ήταν καν αυτοκράτωρ όλης της Φραγκίας, αφού διοικούσε μόνον ένα μικρό τμήμα της, και οπωσδήποτε δεν ήταν αυτοκράτωρ των Ρωμαίων , αλλά των Φράγκων. Ο Λουδοβίκος αντέταξε, οτι ήταν αυτοκράτωρ όλης της Φραγκίας, αφού οι άλλοι Φράγκοι Ρήγες ήσαν συγγενείς του εξ αίματος. Προβάλλει τον ίδιο ισχυρισμό μ' αυτόν, που βρίσκεται στα "Χρονικά του Λορς". Οποιος κρατά την Πόλη της Παλαιάς Ρώμης αυτός δικαιούται να φέρει τον τίτλο "Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων". Ο Λουδοβίκος ισχυρίσθηκε:"Ελάβαμε εξ ουρανού αυτό το λαο και την πολή, για να τους καθοδηγούμε, και την μητέρα όλων των Εκκλησιών του Θεου, για να την υπερασπιζόμαστε και να την εξυψώνουμε " . Ο Λουδοβίκος διετείνετο, ότι η Ρώμη, ο λαος της και ο Παπικός θρόνος δόθηκαν στους Φράγκους από το Θεό χάρη στην Ορθόδοξη πίστη τους και αφαιρέθηκαν από τους "Ελληνες", οι οποίοι ήσαν Ρωμαίοι, μόνον όταν ήσαν Ορθόδοξοι.
Στην απάντησή του ο Λουδοβίκος έλεγε:"Εχουμε λάβει την διοίκηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ένεκα της Ορθοδοξίας μας. Οι Ελληνες έχουν παύσει να είναι αυτοκράτορες των Ρωμαίων λόγω της κακοδοξίας τους. Οχι μόνον εγκατέλειψαν την πόλη (της Ρώμης) και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, αλλά επιπλέον έχουν εγκαταλείψει την Ρωμαϊκή εθνικότητα, ακόμη και την Λατινική γλώσσα. Εχουν μεταναστεύσει σε μιαν άλλη πρωτεύουσα και προσλάβει μια τελείως διαφορετική εθνικότητα και γλώσσα"[ 12 ].
Οι παρατηρήσεις αυτές εξηγούν την Φραγκική χρήση του ονόματος "Ρωμανία" για εδάφη, που κατέκτησαν από τους Ανατολικούς Ρωμαίους και Τούρκους κατά τις λεγόμενες Σταυροφορίες. Αυτές οι επαρχίες, οι οποίες για τους Φράγκους είχαν καταστεί Γραικία, λόγω της αιρέσεως και της Ελληνικής γλώσσας, τώρα ξαναγίνονται Ρωμανία, διότι τα Φραγκικά στρατεύματα τις επανέφεραν στην Ορθοδοξία του Φραγκικού Παπισμού και στην ανωτερότητα της Λατινικής γλώσσας.[ 13 ]
Ρωμαϊκές αντιδράσεις στην Πολιτική του Καρλομάγνου
Ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος κατενόησε πλήρως τα επικίνδυνα σχέδια των Φράγκων, τα οποία αποκαλύπτονταν στην επιστολή του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β' και απάντησε με την αποστολή του στρατού του για να διώξει τους Αραβες από τη Νότια Ιταλία το 876. Η Φραγκική κατοχή της Παπικής Ρωμανίας και η Αραβική πίεση από το Νότο είχαν δημιουργήσει φοβερές δυσκολίες στο παπικό κράτος και προκάλεσαν την ανάπτυξη ενός φιλο-Φραγκικού κόμματος Ρωμαίων, το οποίο τελικά κατόρθωσε να εκλέξει ως Πάπα τον Νικόλαο Α' (858-867).
Αλλά με το Ρωμαϊκό στρατό εγκατεστημένο τώρα στο Νότο, ο Πάπας απέκτησε αρκετή ελευθερία και ανεξαρτησία, για να αντιδράσει δογματικά εναντίον των Φράγκων πάνω στα θέματα των εικόνων και του Filioque. Ο Πάπας Ιωάννης Η' (872-882) αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να μετάσχει στην Η' Οικουμενική Σύνοδο του 879 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε τις Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Ααχεν (809). Πάντως, η Σύνοδος της Κων/πόλεως δεν ανέφερε ονομαστικά αυτές τις Φραγκικές Συνόδους ή τους Φράγκους. Απλώς καταδίκασε και αφόρισε όλους εκείνους, που απέρριπταν την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο[ 14 ] και παρεποίησαν το Σύμβολο της Πίστεως, είτε με προσθήκη είτε με αφαίρεση[ 15 ].
Ο Πάπας Ιωάννης Η' είχε καλές σχέσεις με τους Φράγκους Ηγεμόνες, και τους ευχαριστούσε δωρίζοντάς τους τον τίτλο του Αυτοκράτορος (Imperator). Ποτέ δεν σταμάτησε να τους καλεί σε βοήθεια εναντίον των Σαρακηνών. Οι Φράγκοι τότε δεν ήσαν τόσο ισχυροί, όσο στην εποχή του Καρλομάγνου, αλλά παρέμεναν ακόμη επικίνδυνοι και θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι. Σε μία ιδιωτική επιστολή του προς τον Πατριάρχη Φώτιο (858-867, 877-886), ο Πάπας Ιωάννης Η' διαβεβαιώνει τον ομόλογό του, ότι το Filioque ουδέποτε προστέθηκε στο "Πιστεύω" στη Ρώμη (όπως είχε γίνει στην εκφραγκευμένη Βόρεια Ιταλία), ότι αποτελεί αίρεση, αλλά θα έπρεπε να χειρισθούν το θέμα με πολύ προσοχή, "...ώστε να μην αναγκασθούμε να επιτρέψουμε την προσθήκη"[ 16 ]. Αυτή η Παπική επιστολή προστέθηκε στο τέλος των Πρακτικών της Συνόδου και εξηγεί, γιατί η Σύνοδος δεν κατονόμασε τους αιρετικούς, που είχαν καταδικαστεί[ 17 ].
Ο Πάπας Ιωάννη
ς πρότεινε επίσης στην ίδια Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως την αποδοχή δύο άρθρων της αποφάσεως του 769 για τον τρόπο εκλογής των Παπών, που ήδη αναφέραμε. Ομως, θα εφαρμόζονταν στην Εκλογή του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος κανόνας απαγορεύει την υποψηφιότητα λαϊκών. Ο δεύτερος περιορίζει την δυνατότητα υποψηφιότητας στους κληρικούς της Κων/πόλεως[ 18 ]. Και οι δύο προτάσεις του Πάπα απορρίφθηκαν ως ανεφάρμοστες για την Νέα Ρώμη, αλλά έγιναν δεκτές ως εφαρμόσιμες για την Παλαιά Ρώμη[ 19 ]. Ετσι, μ' αυτό τον πλάγιο τρόπο, η απόφαση του 769 για την εκλογή Παπών έγινε μέρος του Ρωμαϊκού Δικαίου, όταν τα Πρακτικά αυτής της Συνόδου του 879 υπογράφηκαν από τον Αυτοκράτορα.
Ο Πάπας Ιωάννης δεν μπορούσε να ζητήσει ευθέως την ενσωμάτωση στο Ρωμαϊκό Δίκαιο του νόμου περί Παπικής Εκλογής του 769, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι για περισσότερο από εκατό χρόνια οι Πάπες εκλέγονταν παράνομα. Φαίνεται ότι οι Φράγκοι και οι φιλο-Φράγκοι Ρωμαίοι προέβαλλαν την ένσταση, ότι η πράξη της Παπικής εκλογής δεν ήταν ούτε εκείνη των Ανατολικών Πατριαρχείων, ούτε νόμιμη, αφού δεν αποτελούσε μέρος του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Ηταν πολύ σημαντικό για την Ρωμαιοσύνη και την Ορθοδοξία του Παπικού θρόνου ότι διατηρούσαν τη συνέχειά τους, χωρίς τη δυνατότητα διεισδύσεως φιλοφράγκων, όπως ο Νικόλαος Α', ή ακόμη μιας Φραγκικής καταλήψεως, εάν θα μπορούσαν να θέτουν υποψηφιότητα κληρικοί εκτός Παπικής περιφερείας, όπως είχε συμβεί στην Ανατολή, όπου επιτρεπόταν στον Πρεσβύτερο ενός Πατριαρχείου να γίνει Πατριάρχης σ'ένα άλλο Πατριαρχείο .
Επιπλέον, οι κανόνες που απαγορεύουν το μεταθετόν των επισκόπων, απέκτησαν εξαιρετική σημασία. Ο διάδοχος του Ιωάννη Η' δεν αναγνωρίσθηκε ως Πάπας από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α', διότι είχε διατελέσει επίσκοπος και είχε γίνει Πάπας δια μεταθέσεως.
Oι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις
Κατά τον ΣΤ' και Ζ' αιώνα παρατηρείται μια συνεχής διαμάχη στη Φραγκία για τη θέση του Φράγκου βασιλέα στην εκλογή των επισκόπων. Μία παράταξη επέμενε ότι ο Βασιλέας δεν είχε θέση στις εκλογές. Μία δεύτερη ομάδα θα επέτρεπε να εγκρίνει ο Ρήγας απλώς τις εκλογές. Μία τρίτη ομάδα έδινε στο Ρήγα δικαίωμα αρνησικυρίας (Veto) επί των εκλογών. Μία τέταρτη ομάδα υποστήριζε το δικαίωμα στους βασιλείς να διορίζουν τους επισκόπους. Ο Γρηγόριος Τουρώνης και τα περισσότερα μέλη της συγκλητικής τάξεως ανήκαν σ' αυτή την τέταρτη ομάδα. Ομως, ενώ υποστήριζαν το δικαίωμα του βασιλέα να διορίζει επισκόπους, ο Γρηγόριος Τουρώνης διαμαρτυρήθηκε εναντίον της βασιλικής πρακτικής να πωλούνται οι επισκοπές σ' όποιον προσέφερε περισσότερα χρήματα.
Από την εποχή του Μεγάλου Γρηγορίου, οι Πάπες της Πρεσβυτέρας Ρώμης προσπάθησαν να πείσουν τους Φράγκους βασιλείς να εφαρμόσουν στην εκλογή των επισκόπων το Κανονικό Δίκαιο, δηλαδή να εκλέγονται οι επίσκοποι από τον κλήρο και το λαό. Προφανώς, οι Φράγκοι Ρήγες γνωριζαν πολύ καλά, ότι αυτό το οποίο ήθελαν οι Πάπες στην ουσία ήταν να γίνεται η εκλογή των επισκόπων από την συντριπτική Ρωμαϊκή πλειοψηφία. Αλλ' όταν οι Φράγκοι αντικατέστησαν τους Ρωμαίους επισκόπους και περιόρισαν το λαο των Ρωμαίων (pop u lus Romanorum) στα στρατόπεδα ως Βιλλάνους, τότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην εφαρμόζονται οι κανόνες. Ετσι, ο Καρλομάγνος εξέδωσε νόμο το 803, που αποκατέστησε την ελεύθερη εκλογή επισκόπων από τον κλήρο και το λαο "secunda statuta canonum" ("κατά τις διατάξεις των κανόνων"). Ο Καρλομάγνος αποκατέστησε το γράμμα του νόμου, αλλά τόσο το πνεύμα του, όσο και η θέληση των Παπών παραποιήθηκαν. Η εκκλησία στη Φραγκία παρέμεινε αιχμάλωτη μιας τυραννικής Τευτονικής μειοψηφίας.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια μπορεί κανείς να εκτιμήσει την εμφάνιση των Ψευδο- Ισιδωρείων Διατάξεων, μιας μεγάλης συλλογής πλαστογραφημένων εγγράφων, τα οποία κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν (αναμεμιγμένα με άλλα γνήσια έγγραφα) γύρω στα 850.
Ενσωματωμένο σ' αυτή τη συλλογή ήταν και το πλαστό έγγραφο, γνωστό ως "Δωρεά του Κωνσταντίνου". Σκοπός αυτής της "Δωρεάς" ήταν να εμποδιστούν οι Φράγκοι να εγκαταστήσουν την πρωτεύουσά τους στη Ρώμη. Σοβαρή ένδειξη περί αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο Οθων Γ'(983-1002), του οποίου η μητέρα ήταν Ανατολική Ρωμαία, διεκήρυξε την πλαστότητα του εγγράφου αυτού, ως μέρος της δικαιολογίας του για την ονομασία της Παλαιάς Ρώμης ως πρωτεύουσάς του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, σύμφωνα με το έγγραφο, έδωσε δήθεν τον αυτοκρατορικό θρόνο στον Πάπα και τους διαδόχους του, διότι "δεν είναι σωστό ένας επίγειος αυτοκράτωρ να ασκεί εξουσία σ' ένα τόπο, όπου η διακυβέρνηση των ιερέων και η κεφαλη της Χριστιανικής Θρησκείας έχει εγκαθιδρυθεί από τον Ουράνιο Αυτοκράτορα". Γι' αυτό το λόγο μετέφερε "την αυτοκρατορία και εξουσία του" στην Κωνσταντινούπολη. Ελπίζόταν λοιπόν, ότι οι Φράγκοι θα έπεφταν στην παγίδα και θα άφηναν τη Ρώμη στους Ρωμαίους.
Μεταφερόμενα στο Φεουδαλικό πλάισιο τα Διατάγματα, υποστήριζαν την ιδέα ότι επίσκοποι, μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι, πατριάρχες και πάπες συνδέονται μεταξύ τους ως υποτελείς και κύριοι σε μια σειρά πυραμιδοειδών σχέσεων, παρομοίων προς τον Φραγκικό Φεουδαλισμό, με τη διαφορά ότι ο Πάπας δεν δεσμεύεται από τις ιεραρχικές βαθμίδες και διαδικασίες και μπορεί να επέμβη απ' ευθείας σε κάθε σημείο της πυραμίδας. Είναι ταυτοχρόνως η κορυφή και έχει άμεση ανάμιξη σε όλα τα επίπεδα μέσω ειδικής διακονικής διαδικασίας. Οι κληρικοί υπάγονται μόνο στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Ολοι οι επίσκοποι έχουν δικαίωμα να απευθύνονται απ' ευθείας στον πάπα, ο οποίος είναι ο μόνος τελικός δικαστής. Ολες οι εφέσεις στα κατώτερα εκκλησιαστικά δικαστήρια πρέπει να αναφέρονται στον Πάπα. Ακόμη και όταν δεν έχει γίνει έφεση, ο Πάπας έχει το δικαίωμα να φέρνει υποθέσεις ενώπιον του δικαστηρίου του.
Ο θρόνος του Αγίου Πέτρου μεταφέρθηκε στη Ρώμη από την Αντιόχεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έδωσε το θρόνο του στον Πάπα Σιλβέστρο Α' και στους διαδόχους του στη Ρώμη. Ετσι, ο Πάπας καθόταν ταυτοχρόνως στους θρόνους του Αγίου Πέτρου και του Κωνσταντίνου. Ποια μεγαλύτερη ενίσχυση θα μπορούσε να υπάρξει γι' αυτό το τμημα του Ρωμαϊκού έθνους, που υφίστατο την Τευτονική καταπίεση;
Τα Διατάγματα συνάντησαν δυναμική αντίδραση από τα ισχυρά μέλη της Φραγκικής ιεραρχίας. Παρά ταύτα διαδόθηκαν ευρύτατα και ταχύτατα έγιναν δημοφιλή μεταξύ των καταπιεσμένων. Κατά καιρούς οι Φράγκοι βασιλείς υποστήριξαν τα Διατάγματα εναντίον των επισκόπων τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των συμφερόντων τους. Υποστηρίχθηκαν, επίσης, από ευσεβείς Φράγκους κληρικούς και λαϊκούς, ακόμη και από Φράγκους επισκόπους, οι οποίοι απευθύνονταν στον Πάπα με στόχο την ακύρωση αποφάσεων, που πάρθηκαν εναντίον τους από τους μητροπολίτες τους.
Τα πλαστογραφημένα μέρη αυτών των Διαταγμάτων ήσαν γραμμένα σε Φραγκικά Λατινικά , μια ένδειξη ότι η ενέργεια είχε γίνει στη Φραγκία από ντόπιους Ρωμαίους. Το γεγονός, ότι οι Φράγκοι δέχθηκαν τα Διατάγματα ως αυθεντικά, αν και δεν συνέφερε το φεουδαλικό κατεστημένο τους, σημαίνει καθαρά ότι αυτοί δεν μετείχαν στην πλαστογραφία. Δεν υποψιάσθηκαν την πλαστογραφία παρά μετά από αιώνες.
Από κοινού η Παλαιά και η Νέα Ρώμη γνώριζαν, ότι αυτά τα Διατάγματα ήσαν πλαστά[ 20 ]. Η Ρωμαϊκή διαδικασία για την εξακρίβωση επίσημων κειμένων δεν μπορεί να αφήσει αμφιβολία γι' αυτό. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν, ότι πράκτορες της Κωνσταντινουπόλεως, και βεβαίως της Παλαιάς Ρώμης, είχαν κάποια ανάμιξη στη νοθεία. Το ισχυρότερο επιχείρημα που ο Χίνκμαρ, αρχιεπίσκοπος της Ρεμς (845-882), μπορούσε να χρησιμοποιήσει κατά της εφαρμογής αυτών των Διαταγμάτων στην Φραγκία, ήταν ότι ίσχυαν στην Παπική Ρωμανία. Εκανε μια οξεία διάκριση μεταξύ κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι είναι αμετάβλητοι και εφαρμοστέοι σε ολόκληρη την Εκκλησία, διότι έγιναν με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και νόμων, οι οποίοι έχουν περιορισμένη εφαρμογή σε μία συγκεκριμένη εποχή και μόνον σ'ενα τμήμα της Εκκλησίας[ 21 ]. Μπορεί κανείς να καταλάβει, γιατί ο σύγχρονος του Χίνκμαρ Πάπας Ιωάννης Η'(872-882), εξέφρασε στον Πατριάρχη Φώτιο την ελπίδα του, ότι αυτός, ο Ιωάννης, θα μπορούσε να πείσει τους Φράγκους να παραλείψουν το Filioque από το Σύμβολο. Αυτό που δεν μπορούσε να συλλάβει ο Πάπας Ιωάννης, ήταν η έλλειψη δισταγμού, μ
ε την οποία οι Φράγκοι αποφάσισαν, ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι ήσαν μόνον Γραικοί και αιρετικοί, όπως είναι σαφές από τη Φραγκική παράδοση, που τώρα άρχισε να γράφει έργα κατά των λαθών των Γραικών (Contra errores Graecorum)[ 22 ].
Tα Διατάγματα ήσαν επίθεση στην ίδια την καρδιά του Φραγκικού Φεουδαλικού συστήματος, αφού ξερρίζωναν τους πιο σημαντικούς διοικητικούς αξιωματούχους του, δηλαδή τους επισκόπους, θέτοντάς τους υπό τον άμεσο -καθολικό- έλεγχο ενός Ρωμαίου αρχηγού Κράτους.
Οι πανούργοι Φράγκοι, βέβαια, κατάλαβαν τον κίνδυνο πολύ καλά. Πίσω από τα επιχειρήματά τους κατά της εφαρμογής των Διαταγμάτων στην Φραγκία, κρύπτονται δύο Φραγκικές ανησυχίες: Από τη μια πλευρά, αγωνίζονταν μ' ένα Ρωμαίο Πάπα, αλλ' από την άλλη, έπρεπε να πάρουν αυτό τον Πάπα πολύ σοβαρά, διότι οι Βιλλάνοι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι για το Φεουδαρχικό κατεστημένο, εάν τους εξωθούσε ο Εθνάρχης τους από τη Ρώμη.
Ο Πάπας Αδριανός Β'(867-872), ο προκάτοχος του Ιωάννη Η', απείλησε προσωπικά να αποκαταστήσει τον Αυτοκράτορα Λουδοβίκο Β' (855-875) στη νόμιμη διεκδίκησή του για την Λοθαριγκία, που την είχε πάρει ο Κάρολος ο Φαλακρός (840-875), ο οποίος είχε στεφθεί από τον Χίνκμαρ της Ρεμς (854-882)[ 23 ]. ο Χίνκμαρ απάντησε σ' αυτή την απειλή μ' ένα γράμμα προς τον Πάπα. Προειδοποιούσε τον Αδριανό να μην προσπαθήσει "να υποδουλώσει εμάς τους Φράγκους", διότι οι προκάτοχοι του Πάπα "δεν επέβαλαν τέτοιο ζυγό στους προκατόχους μας, και δεν θα μπορούσαμε να το ανεχθούμε...ώστε πρέπει να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου για την ελευθερία μας και τα πρωτοτόκια μας"[ 24 ].
Τον Χίνκμαρ δεν τον ενδιέφερε τόσο, μήπως οι επίσκοποί του γίνουν σκλάβοι του Πάπα, όσο το ότι ένας Ρωμαίος "θα υποδούλωνε εμάς τους Φράγκους"[ 25 ].
Στα 990 ο βασιλέας Ούγος Καπέτος (987-996) της Δυτικής Φραγκίας (ή Γαλλίας) και οι επίσκοποί του ζήτησαν από τον Πάπα Ιωάννη ΙΕ' (985-996) την παύση του Αρνούλφου της Ρεμς, όπως απαιτούσαν τα Διατάγματα. Ο Αρνούλφος είχε διορισθεί από τον Ούγο Καπέτο, αλλά στη συνέχεια πρόδωσε τον ευεργέτη του, για χάρη του Καρολιγκιανού Δούκα Καρόλου της Λοθαριγκίας, ο οποίος ήταν θείος του.
Aνήσυχος για τη δεκαοκτάμηνη καθυστέρηση της παπικής αποφάσεως, ο Ούγος Καπέτος συγκάλεσε μια Σύνοδο στο Βερζύ κοντά στη Ρεμς το 991. Ο Αρνούλφος ομολόγησε ενοχή και εκλιπάρησε για έλεος. Πάντως, μια ομάδα ηγουμένων κατηγόρησε τη διαδικασία ως παράνομη, διότι δεν ήταν σύμφωνη με τα Διατάγματα[ 26 ]. Η Σύνοδος εξεθρόνισε τον Αρνούλφο. Ο Ούγος Καπέτος κατόρθωσε να ανεβάσει στο θρόνο στη θέση εκείνου, τον Γερβέρτο του Ωριλλάκ, τον μελλοντικό Πάπα Σίλβεστρο Β'[ 27 ].
Ο Πάπας Ιωάννης, όμως, απέρριψε αυτή τη Σύνοδο, ως παράνομη και μη επικυρωμένη. Εστειλε ένα Ρωμαίο ηγούμενο, ονόματι Λέοντα, να εκθρονίσει τον Γερβέρτο, να αποκαταστήσει τον Αρνούλφο και να κοινοποιήσει την παύση όλων των επισκόπων που είχαν μετάσχει στη Σύνοδο. Ο λεγάτος του Πάπα ανακοίνωσε την Παπική απόφαση στη Σύνοδο της Μουζόν το 995[ 28 ].
Ο Γερβέρτος αμύνθηκε σθεναρά[ 29 ]. Απέρριψε την Παπική απόφαση ενώπιον του λεγάτου Λέοντος και αρνήθηκε τη συμβουλή των συναδέλφων του να απόσχει άπό τα καθήκοντά του, ώσπου να έλθει το θέμα ενώπιον της επομένης Συνόδου, στη Ρεμς. Ο επίσκοπος της Τρηρ τον έπεισε τελικά να μη λειτουργεί, μέχρι να ληφθεί η τελική απόφαση για την υπόθεση[ 30 ].
Ετσι, ο Γερβέρτος εγκαταλείφθηκε πλήρως και από τους εκκλησιαστικούς και από τους λαϊκούς Φράγκους ευγενείς, οι οποίοι ένοιωθαν υποχρεωμένοι να εκδηλώσουν, τουλάχιστον δημόσια, την υποστήριξή τους στην παπική απόφαση. Απέφευγαν ακόμη και την παραμικρή επαφή με τον Γερβέρτο. Αλλά ο Ηγούμενος Λέων είχε εξεγείρει τους πιστούς σε υποστήριξη του Πάπα, που καθόταν στους θρόνους των Αγίων Πέτρου και Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Φρόνιμα σκεπτόμενος ο Γερβέρτος, αποσύρθηκε σε απομόνωση.
Στην επόμενη Σύνοδο της Ρεμς το 996, ο Γερβέρτος καθαιρέθηκε και ο Αρνούλφος αποκαταστάθηκε[ 31 ]. Η Φραγκική εκκλησιαστική αριστοκρατία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη λαϊκή υποστήριξη προς τον Πάπα.
Φαίνεται όμως, ότι δεν ήταν μόνο η λαϊκή πρόληψη και ευσέβεια, που συνιστούσαν το θεμέλιο της λαϊκής υποστηρίξεως προς τον Πάπα, αλλ' ακόμη και η κοινή Ρωμαιοσύνη, που συνέδεε την πλειοψηφία με τον Πάπα. Αυτή η Ρωμαιοσύνη αποτελούσε τη βάση της ισχύος των Παπικών θρόνων των Α