Ο Ιεράρχης της ελευθερίας
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Ο Ιεράρχης της ελευθερίας
Δημοσιεύουμε εν συνεχεία την ομιλία του Σεβασμιωτάτου για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που εκφωνήθηκε στην Πάτρα στα πλαίσια των «Πρωτοκλητείων 2006» που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πατρών και ήταν αφιερωμένα στον Ιεράρχη της Επαναστάσεως.
Η σημερινή ευχαριστιακή σύναξη, γίνεται με την ευκαιρία των εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πατρών με την έμπνευση και καθοδήγηση του Ποιμενάρχου αυτής Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου, για τον μεγάλο Ιεράρχη αυτής της Μητροπόλεως, του Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών κυρού Γερμανού, που ελάμπρυνε αυτόν τον αρχιερατικό θρόνο και αγάπησε την Εκκλησία και τον άνθρωπο. Και με την παράκληση του Ποιμενάρχου σας και αγαπητού εν Χριστώ αδελφού κ. Χρυσοστόμου, θα αναφερθώ στην υπέροχη αυτήν προσωπικότητα και κυρίως θα τον δούμε μέσα από την προοπτική του Ιεράρχου της ελευθερίας.
1. Εθνική και εκκλησιαστική ελευθερία
Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης διαπνεόταν πράγματι από τον αέρα της ελευθερίας. Δεν μπορούσε να βλέπη το ποίμνιό του και γενικά τον ελληνικό λαό να βασανίζεται στην σκλαβιά και γι' αυτό συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821, σηκώνοντας το λάβαρό της και ευλογώντας με τον τρόπο αυτόν τον αγώνα για την ελευθερία.
Διαβάζοντας κανείς αυτήν την πλευρά της ζωής του, διαπιστώνει ότι ενεργούσε με πίστη στον Θεό και αγάπη για τον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα διακρινόταν από σύνεση, ψυχραιμία και διάκριση. Είναι εύκολο κανείς να εκδηλώνη αυτές τις σημαντικές αρετές όταν βρίσκεται σε ειρηνική περίοδο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τις έχη όταν βρίσκεται σε πολεμική και επαναστατική ατμόσφαιρα. Και, όμως, εκείνος αγωνιζόταν για την ελευθερία, μέσα από την δική του εσωτερική ελευθερία, που εκδηλωνόταν ως νηφαλιότητα, ψυχραιμία και διακριτικότητα. Την αντιμετώπιση των ζητημάτων της οργανώσεως του Αγώνος την έκανε «μετά συνέσεως, περισκέψεως και συντηρητικότητος». Και κατά τα πρώτα έτη του Αγώνος κατευνάζει τα πάθη και ρυθμίζει τις αντιθέσεις. «Μεσολαβεί, συμβιβάζει, συντελεί εις την διάκρισιν των εξουσιών Βουλευτικού και Εκτελεστικού δια του Οργανισμού της 1ης Ιανουαρίου 1822».
Θα ήθελα, όμως, να προχωρήσω πιο πέρα και να εντοπίσω μια άλλη άγνωστη σε πολλούς πλευρά του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που έχει σχέση με ένα άλλον αγώνα ελευθερίας που συνίσταται στην προσπάθεια που κατέβαλε ο μεγάλος εκείνος ορθόδοξος Ιεράρχης στο να διατηρηθή η ελευθερία της Εκκλησίας από άλλες εξαρτήσεις, και έτσι ενήργησε ως αληθινός Αρχιερεύς. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αγάπησε μόνον την Πατρίδα και τους ανθρώπους, αλλά αγάπησε και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ενδιαφερόταν μόνον για την πολιτική ελευθερία, αλλά και για την εκκλησιαστική ελευθερία. Από την διδακτορική διατριβή του Κωνσταντίνου Μανίκα μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες γύρω από την δραστηριότητά του αυτή.
Είναι γνωστόν ότι η Ελληνική Επανάσταση αντιμετώπισε εξ αρχής την αντίθεση της Ιεράς Συμμαχίας, γιʼ αυτό και οι πολιτικοί της Επαναστάσεως προσπαθούσαν να έλθουν σε επαφή με τους ηγέτας των Ευρωπαϊκών Κρατών που συνεδρίαζαν τον Ιούνιο του 1822 στην Βερόνα της Ιταλίας για να αποφασίσουν για την στάση που θα τηρούσαν απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Η τότε Ελληνική Κυβέρνηση προέβη σε πολλές ενέργειες για να έλθη σε επικοινωνία με τους ηγέτας αυτούς και κυρίως με το Παπικό Κράτος που έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτές τις υποθέσεις. Δυστυχώς όλες οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, γιατί οι ηγέτες των Κρατών της Ευρώπης την περίοδο εκείνη δεν ευνοούσαν επαναστατικές κινήσεις.
Η Ελληνική Κυβέρνηση τότε απεφάσισε να αποστείλη στον Πάπα μια Επιτροπή που αποτελείτο από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Γεώργιο υιό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η αποστολή αυτή είχε δύο σκοπούς. Ο ένας ήταν πολιτικός και αφορούσε την σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Παπικό Κράτος, και ο άλλος ήταν εκκλησιαστικός και αφορούσε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών, γιατί οι πολιτικοί ηγέτες της ελεύθερης Ελλάδος ήθελαν και με τον τρόπο αυτό να επιτύχουν την αναγνώριση του νέου Ελληνικού Κράτους από τον Πάπα και κατ επέκταση την αναγνώρισή του από τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, στις οποίες ο Πάπας είχε μεγάλη επιρροή.
Η αποστολή έφθασε στην Αγκόνα στις 14 η 15 Δεκεμβρίου του 1822 και άρχισε αμέσως το έργο της. Φαίνεται από διάφορα κείμενα ότι οι αξιωματούχοι του Βατικανού διαβίβασαν στον Ιεράρχη της Πάτρας την θέση του Πάπα ότι η ένωση μεταξύ των Εκκλησιών μπορούσε να γίνη στο πρότυπο της Συνόδου της Φλωρεντίας, με την παραχώρηση κάποιων προνομίων, ανάλογα με εκείνα που εδόθηκαν στους Ιεράρχες της Πολωνίας. Στην πραγματικότητα έπρεπε να χάσουμε την ορθόδοξη πίστη και να γίνουμε Ουνίτες.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ως Ορθόδοξος Ιεράρχης, δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθή μια τέτοια πρόταση που συνιστούσε προδοσία της πίστεως και υποδούλωση της αληθείας της Εκκλησίας, και μάλιστα ήθελε να διαφυλάξη και την Ορθόδοξη Εκκλησία ελεύθερη από κάθε υποδούλωση. Έτσι, προσπάθησε αφ ενός μεν με διαφόρους τρόπους να αποφύγη να επισκεφθή την Ρώμη και να συναντήση τον Πάπα, αφ ετέρου δε παραπληροφορούσε εσκεμμένα την Ελληνική πολιτική ηγεσία, με το να τους αποκρύπτη όλα όσα συζητούσε με τους παπικούς αξιωματούχους, γιατί ενδεχομένως η πολιτική εξουσία θα προτιμούσε κάτι τέτοιο, αν αυτό ωφελούσε τα πολιτικά πράγματα που τους ενδιέφεραν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Η τακτική αυτή του Παλαιών Πατρών Γερμανού απέβλεπε σε τρεις σκοπούς. Πρώτον, να διαφυλάξη το κύρος και την αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως και να μην αλλοιωθή από διάφορες κακοδοξίες. Δεύτερον, να μην υποσκάψη το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο οποίο ακόμη ανήκε, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες υπάγονται στην κανονική αρμοδιότητά του. Και τρίτον, γιατί ήθελε να διασφαλίση το κύρος και την ελευθερία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις αλλεπάλληλες και σταδιακές πολιτικές παρεμβάσεις, γιατί και τότε φάνηκε ότι η πολιτική ηγεσία ήθελε να χρησιμοποιήση την Εκκλησία, για διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες.
Έτσι ο μεγάλος εκείνος Ιεράρχης των Πατρών αποδείχθηκε αγωνιστής της ελευθερίας και από εθνικής, αλλά και από εκκλησιαστικής - ορθοδόξου πλευράς. Ήθελε να κρατήση υψηλά την σημαία της εθνικής και εκκλησιαστικής ελευθερίας. Ενεργούσε ως ένας ορθόδοξος εκκλησιαστικός Ιεράρχης που αγαπούσε τον Θεό, όπως δίδαξαν οι Πατέρες μας, αγαπούσε την Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τα δόγματα και τις παραδόσεις της, και αγαπούσε τον άνθρωπο και δεν ήθελε να τον βλέπη να υποφέρη από κάθε δουλεία και εξάρτηση.
2. Πρότυπο για συγχρόνους Κληρικούς και λαϊκούς
Ο Ιεράρχης αυτός πρέπει να γίνη πρότυπο και για μας, τους σύγχρονους Ιεράρχες, αλλά και γενικότερα τους Κληρικούς, που έχουμε αναλάβει την υπεύθυνη αποστολή να διευθύνουμε πνευματικά τον λαό του Θεού, να διαφυλάττουμε τις ευσεβείς παραδόσεις και να αγαπούμε τα μέλη της λογικής ποίμνης του Χριστού. Πρέπει να είμαστε Ιεράρχες της ελευθερίας, να κηρύττουμε και να εργαζόμαστε για την αποδέσμευση του ανθρώπου από σύγχρονες δουλείες και εξαρτήσεις. Άλλωστε, ένα από τα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο σήμερα είναι η ελευθερία. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικές πλευρές αυτής της σύγχρονης ελευθερίας.
Πρέπει να διαφυλάττουμε την αλήθεια της πίστεως ανόθευτη από προσμίξεις στοιχείων ξένων προς την παράδοσή μας, να είμαστε ελεύθεροι από ετεροδιδασκαλίες και εκκοσμικεύσεις που αλλοιώνουν την αλήθεια που μας παρέδωκε ο Χριστός και μας διέσωσαν και μετέφεραν μέχρις ημών οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες. Να μη θέτουμε το προσωπικό μας συμφέρον και την επικοινωνιολογία πάνω από την δογματική αλήθεια της πίστεως.
Έπειτα, θα πρέπη να διατηρούμε τον «χώρο» της Εκκλησίας ελεύθερο από έξωθεν επεμβάσεις που αλλοιώνουν την ζωή της. Η Εκκλησία έχει την ζωή της, τους ιερούς κανόνες της και δεν πρέπει να εισέρχωνται στο εσωτερικό της «χώρο» αλαζονικά διάφορες σκοπιμότητες. Συγχρόνως πρέπει να διαφυλάξουμε το έργο της Εκκλησίας που είναι ενοποιητικό. Αυτό λέγεται
από την άποψη ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα κλειστό σύστημα μερικών ανθρώπων, αλλά είναι ανοικτή σε όλον τον κόσμο και δέχεται ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και από όλες τις πολιτικές και κομματικές αποχρώσεις. Η Εκκλησία του Χριστού δεν συντελεί και δεν καλλιεργεί την διαίρεση της κοινωνίας, αλλά κάνει τα πάντα για να οδηγήση την διηρημένη κοινωνία στην ενότητα.
Ακόμη θα πρέπη να αγωνιζόμαστε για την ελευθερία του ανθρώπου από κάθε εξάρτηση. Μια από τις απαιτήσεις του συγχρόνου ανθρώπου είναι η ελευθερία του προσώπου. Ποικίλες εξαρτήσεις υποσκάπτουν την ελευθερία. Δεν είναι μόνον οι εξαρτησιογόνες ουσίες που καταστρέφουν την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά και οι παντός είδους ιδεολογίες, ιδεοληψίες και φανατισμοί, η εξουσιαστική δυναστεία της εικόνας που λειτουργεί σήμερα ως το όπιο του λαού, η λογικοκρατία και η αισθησιοκρατία που δεν αφήνουν τον άνθρωπο να ενεργή ως ελεύθερο ον, η δουλεία στο γονιδίωμα και γενικότερα κάθε τι που ενεργεί ντετερμινιστικά-αιτιοκρατικά και καταστρατηγεί την ελευθερία του προσώπου.
Επί πλέον, επειδή στις ημέρες μας επικρατούν πολυποίκιλες κρίσεις (κοινωνικές, οικογενειακές, παιδευτικές, οντολογικές) είναι αναγκαίος ο λόγος περί ελευθερίας που συνδέεται με την κριτική σκέψη και κυρίως με την ελευθερία του προσώπου. Και μια τέτοια ελευθερία είναι θέμα παιδείας, μιας παιδείας που θα ξέρη τι να διδάσκη στα παιδιά, πως να τα διδάξη και προς τα που να τα οδηγήση. Όμως, υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο πρόβλημα, το πρόβλημα της «παιδαγωγικής αμηχανίας», αφού δεν γνωρίζουμε ευκρινώς το τι, το πως και το προς τα που. Μερικοί είναι έτοιμοι να ρίξουν τον λίθο του αναθέματος στους νέους, αλλά δεν πρέπει να αγνοήται ότι κατά έναν ψυχοθεραπευτή «η βία (των νέων) είναι αποτέλεσμα ενός αβίωτου βίου» και σύμφωνα με άλλον η βία είναι «φυσική» απάντηση στις αφύσικες κοινωνικές συνθήκες ζωής. Άλλωστε η νεανική βαρβαρότητα έχει ενήλικους και μερικές φορές ανώριμους γονείς και κοινωνικούς ηγέτας.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας για το απολυτρωτικό έργο του Χριστού κάνει λόγο για το ότι μας ελευθέρωσε από την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, γιʼ αυτό παραγγέλλει: «τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε , 1). Πρέπει να παραμείνουμε ελεύθεροι από κάθε εξάρτηση υλιστική, ιδεολογική, λογικοκρατική, αισθησιοκρατική, κοινωνική. Αυτό είναι το έργο κάθε Ιεράρχου και Χριστιανού στις ημέρες μας. Αυτό μας παραγγέλλει ο μεγάλος Ιεράρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός. Και σε αυτό πρέπει να είναι πρότυπό μας. Όπως εκείνος αγωνίσθηκε για την ελευθερία, έτσι και εμείς να αγωνιζόμαστε για την ποικιλότροπη ελευθερία και να είμαστε άξιοι της ελευθερίας.–
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ΜΑΡΤΙΟΣ 2007
parembasis.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Κούτσα: Μια ξεχασμένη ιστορική περιοχή της Πάτρας
Ανάμεσα στην Περιβόλα και την Εγλυκάδα της Πάτρας υπάρχει μια μικρή περιοχή που ονομάζεται Κούτσα. Η Κούτσα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γέρικης αγροτικής περιοχής. Χωράφια, ζώα, νερά, αιωνόβια δένδρα, παλιά σπίτια νερόμυλοι, ταμπακόμυλοι, και ηλικιωμένοι άνθρωποι να μεταφέρουν πληροφορίες που έχουν περάσει από παππού σε εγγονό: «ναι εδώ πιο κάτω είναι τα σπίτια που ανήκαν στο κτήμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Το πιο μεγάλο ήταν και το σπίτι που έμενε…εκεί που γινόντουσαν οι συναντήσεις της φιλικής εταιρείας…στα νιάτα μου πρόλαβα τους νερόμυλους του κτήματος να λειτουργούν…στην κατοχή οι κατακτητές είχαν στον περίβολο του ταμπακομυλου φυλάκιο και διάφορα ζώα…λέγεται μάλιστα πως η περιοχή ήταν στρατηγικό σημείο…εδώ λένε είχε στρατοπεδεύσει και ο Κων/νος Παλαιολόγος-ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου- όταν πολιορκούσε το φρούριο της Πάτρας.»
Κάπως έτσι και με τη βοήθεια του φίλου αγιογράφου Γιάννη Λιβαθινού και των ιερέων του Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδος, Δημητρίου και Κων/νου Αθανασόπουλου, ξεκίνησε μια ενδιαφέρουσα όπως προέκυψε έρευνα η οποία έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Παραθέτουμε τα στοιχεία με την ελπίδα ότι αυτά αφενός θα εμπλουτιστούν (και θα διορθωθούν όπου χρειασθεί) και αφετέρου θα τύχουν του ενδιαφέροντος της πολιτείας, των φορέων, της εκκλησίας, για παραπέρα αξιοποίηση τόσο της περιοχής όσο και των οικημάτων και των κειμηλίων που σε πείσμα των καιρών διασώζονται μέχρι σήμερα.
Πιστεύουμε πως παρόμοια ευρήματα θα είχαν αξιοποιηθεί κατά προτεραιότητα σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Ο χρόνος φαίνεται να έχει λίγη ακόμα υπομονή μαζί μας. Στο χέρι μας είναι αν τον εκμεταλλευτούμε.
Γερμανός: Η Πορεία
« Η Δημητσάνα , ορεινή κωμόπολις της Γορτυνίας, εφημίζετο κατά τους επί Τουρκοκρατίας χρόνους, δια τε το εύανδρον αυτής, την δραστηριότητα και την παιδείαν των κατοίκων, τον πλούτον εκ τε της εγχωρίου βιομηχανίας, ιδίως της κατασκευής νίτρου και πυρίτιδος, και εκ των εισφορών των αποδήμων, ….
Εις ταύτην και τοιαύτην πόλιν εγεννήθη ο ιεράρχης Γερμανός την 25ην Μαρτίου 1771, συνέπιπτε δε τότε προς την μεγάλην Παρασκευήν, εξ ενός χαρά Ευαγγέλια, ετέρωθεν ο Θεάνθρωπος κρεμάται επί ξύλου , ημέρα πένθους, μάλλον συνάδουσα προς τας περιστάσεις
Ο πατήρ του ιεράρχου, χρυσοχόος το επάγγελμα, ωνομάζετο Ιωάννης Γκόζιας ή Γκοζιόπουλος κατά την εγχώριον συνήθειαν, έλκων πιθανώς το γένος αυτός ή πρόγονοι αυτού εκ ομωνύμου χωρίου του δήμου Μαλευρίου της Λακωνίας…
Η δε μήτηρ του Ιεράρχου ωνομάζετο Κανέλλα εκ του γένους Κουκουζοποπούλου…Τας δʼ αρετάς και τον βίον του Ιεράρχου Γερμανού περιέγραψαν και επήνεσαν πάντες αναξαιρέτως ημέτεροι τε και ξένοι συγγραφείς, ιδίως δε ο φίλος αυτού Πουκεβίλ εξήρε τον χαρακτήρα, παραμοιάσας αυτόν προς τον Σωκράτην …» (Προλεγόμενα- Γ.Ι.Παπούλας- Αθήνα 1900- Παλαιών Πατρών Γερμανός- Απομνημονεύματα).
Επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευτύχησε να συνδέσει, δικαίως και ανταξίως, το όνομα του με την Μεγάλη Επανάσταση, που μας έδωσε την ελευθερία και ηγήθη ο αοίδιμος μητροπολίτης του Έθνους κατά τα πρώτα επαναστατικά χρόνια. Χειροτονήθηκε το 1806 μητροπολίτης Πατρών από τον συμπολίτη του Γρήγοριο Ε΄ όπου τότε ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη έλαβε δώρα, ως έλεγε, του Πατριάρχου Γρηγορίου, μεταξύ αυτών και εικόνα όπου σήμερα (πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας της Σταυροκρατούσας η οποία σήμερα διασώζεται στον άγιο Ανδρέα της Εγλυκάδας, και εορτάζεται την Κυριακή της σταυροπροσκυνήσεως την Μ.Τεσσαρακοστή)…
Η ενθρόνιση του στην Πάτρα έτυχε πανηγυρικής υποδοχής την άνοιξη του έτους αυτού. Εμυήθη στην Φιλική Εταιρεία το 1817 υπό του Αντωνίου Πελοπίδα, αυτός δε κατόπιν εμύησε πολλούς. Σʼαυτόν άλλωστε, η Φιλική Εταιρεία, εμπιστεύθηκε την ηγεσία του αγώνα τουλάχιστο για την Πελοπόννησο. Εδώ στην Πάτρα εις την Ι. Μητρόπολη των Παλαιών Πατρών- την έλεγαν Παλαιών Πατρών εν αντιθέσει προς τους Νέους, παρά την Υπάτην- ήταν η Εφορία ολοκλήρου της Πελοποννήσου με πρόεδρον τον μητροπολίτην Γερμανό και ταμία τον μεγάλο επίσης συμπολίτην Ιωάννην Παπαδιαμαντόπουλο, ο οποίος προσέφερεν ολόκληρον την τεραστίαν του περιουσίαν εις τον Ιερό Αγώνα.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου ήταν μητροπολιτικός κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας. Παραπλεύρως ήταν το αρχιερατικό οίκημα του Γερμανού. Όλα αυτά οι Τούρκοι τα κατέκαυσαν με την Επανάσταση του 1821. Εκεί σʼ αυτά τα σπίτια του Παπαδιαμαντοπούλου άναψε η φλόγα του Αγώνα. Με τον εμπρησμό εκείνον ξεσηκώθηκε όλη η Φιλική Εταιρεία και οι Έλληνες συνεκρούσθηκαν πλησίον Τάσι. Ο Γερμανός ήταν στον Ομπλό και κατέβηκε εσπευσμένα. Στην πόλη έφθασαν από τα Ναζερά Ο Ανδρέας Ζαΐμης με 500 άνδρες, ο Ανδρέας Λόντος από το Αίγιο με 400 άνδρες , ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κερνίκης Προκόππιος κ.ά. Όλοι αυτοί υπό την ηγεσία του Γερμανού κάνουν σύσκεψη στο κτήμα του, όπου είχε το εξοχικό, στη θέση Κούτσα μεταξύ Εγλυκάδος και Περιβόλας, και αποφασίζουν να αρχίσει η πολιορκία του κάστρου, ενώ παράλληλα οργανώθηκε επαναστατική επιτροπή για το συντονισμό των επιχειρήσεων. Η επιτροπή αυτή ονομάζεται «Αχαϊκό Διευθυντήριο», και την ηγεσία της αναλαμβάνει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός . Μέλη της επιτροπής είναι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στη σύσκεψη πρόκριτοι της Αχαΐας. Η επιτροπή αυτή αποτελεί την πρώτη κυβέρνηση του επαναστατήσαντος Έθνους. Και από τη θέση αυτή εξακολούθησε ο Γερμανός να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα.
Τα μυστικοσυμβούλια στην Κούτσα
Η εξοχική κατοικία του Γερμανού έγινε πολλές φορές τόπος συναντήσεως σπουδαίων προσωπικοτήτων στη διάρκεια του Αγώνα. Αναφέρει στα Απομνημονεύματα του ο Γερμανός… « Οι δε Πρόκριτοι των επαρχιών της Πελοποννήσου συνήχθησαν άπαντες εις το χωρίον στους πρόποδες του Πουρναρόκαστρου, θέση της θερινής μου κατοικίας, όπου απεφασίσθη ο τόπος της Συνελεύσεως, με το να ήθελον ό,τε ο Υψηλάντης και οι Καπεταναίοι. Επροκάλεσαν δε εις την Συνέλευσιν και τον Αλ Μαυροκόρδατον και τον Κ. Καρατζάν …»
Μακράν πάσης παρατηρήσεως ή υποψίας των Τούρκων, έξω της πόλεως, προσήρχοντο οι πρόκριτοι και άλλοι μυημένοι προς σύσκεψιν, παρόντος του Μητροπολίτου (Θωμόπουλος- Ιστορία της πόλεως των Πατρών)
Στο κτήμα αυτό, σώζονται σήμερα τα ερείπια των οικιών του, όπου εγίνοντο τα μυστικοβούλια της Φιλικής Εταιρείας. Η παράδοση αναφέρει…..
Κούτσα: θέσις μεταξύ Εγλυκάδος και Περιβόλας, όπου ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε κτήμα. ʽΊσως διότι ο αρχικός ιδιοκτήτης ελέγετο έτσι, αν και σημερον ακόμη λέγεται Κούτσα. (Κ.Τριανταφύλλου-Ιστορικό Λεξικό των Πατρών)
Κειμήλια και Μεταμόρφωση Σωτήρος
Το εκκλησάκι αυτό (πρόκειται για το εκκλησάκι που διασώζεται έως και σήμερα δίπλα στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Εγλυκάδα) εχρησιμοποιήθη υπό του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ως τόπος ιδιαιτέρας προσευχής του, λόγω της μικράς αποστάσεως από την μόνιμον κατοικίαν του εις θέσιν Κουτσα ερείπια της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα, και την οποίαν έδωσεν ως προίκα εις τον επʼαδελφή γαμβρόν του οπλαρχηγόν Καλαμογδάρτην. ( Η Εγλυκάδα: του ιερέα Δημητρίου Αθανασόπουλου 1981).
Αξίζει να σημειωθεί πως με πρωτοβουλία των ιερέων του Αγίου Ανδρέα Εγλυκάδος έχουν διασωθεί εκτός της ιερά εικόνος της Παναγίας και άλλα κειμήλια του Ιεράρχη όπως ο αρχιερατικός του θρόνος διάφορα θρησκευτικά βιβλία τα οποία είχε φέρει από την Κων/λιν κλπ.
Είναι βέβαιον πως τα κειμήλια αυτά δεν είναι τα μοναδικά και θα ήταν ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί μια καταγραφή όσων διασώζονται τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μαζί με άλλα κειμήλια του αγώνα ενιαία ενότητα σε κάποιο μουσείο- και γιατί όχι στο ίδιο το σπίτι που γινόντουσαν οι συναντήσεις της Φιλικής Εταιρείας.
«…επι της κεφαλής ημών νεκρών, στέφανον εκ χόρτων»
Μελετώντας τις ιστορικές πηγές, προκύπτει ότι ο Γε
ρμανός υπήρξε για την Πάτρα μια σπουδαία φυσιογνωμία προσφοράς και ενίσχυσης του ιερού αγώνα της Επανάστασης. Τοποθέτησε την πόλη των Πατρών και την γύρω περιοχή (Κούτσα Εγλυκάδος, Ομπλό,Γηροκομειό) με τη δράση του στην πρώτη θέση της ιστορικής προσφοράς ενισχύοντας με τον αγώνα του το παράδειγμα της εθνικής του σταδιοδρομίας και ιδίως την πίστη του στην ακριβή Ελλάδα, την μόνη και ακριβή μας Πατρίδα. Ο Γερμανός κατέλήξε να αναγνωρισθεί ιερό σύμβολο της Επανάστασης, κεφάλαιο της Ιστορίας του Έθνους.
Όταν αυτός εν έτει 1824 εγυμνώθη και εκακοποήθη από τους στρατιώτες του Γκούρα, είπε «..κατά τον αυτόν Οικονόμον περί εαυτού: «Εάν επί τέλους η Επανάστασίς μας επιτύχη και φέρη κέρδος τι, το Έθνος πρέπει τότε να μας κρίνη και δια τον κίνδυνον εις ο το εξεθέσαμεν να μας καταδικάση εις θάνατον, δια την επιτυχίαν να βάλη επί της κεφαλής ημών νεκρών, στέφανον εκ χόρτων». (Απομνημονεύματα Π. Π.Γερμανού σελ 80) Ο μεν Ιεράρχης απεβίωσε προ του τέλους του αγώνα,(στο Ναύπλιο το ……..) το Έθνος όμως ελευθερώθηκε και οφείλει να τιμήσει την μνήμη του και να διασώσει τα κειμήλια που υπάρχουν.
Αξιοποίηση: Ανάγκη ή Υποχρέωση?
Η πρόσφατη απόφαση της Συγκλήτου να παραχωρήσει στο Δήμο Πατρέων 30 στρέμματα (ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου), στην περιοχή Ριγανόκαμπου για την κατασκευή θεάτρου, η χρονιά της πολιτιστικής πρωτεύουσας, ο ενεργός νέος μητροπολίτης μας, ο ρόλος που θα παίξει το νέο μουσείο, δίνουν την ευκαιρία ανάδειξης την ιστορικότητα της περιοχής (Κούτσα Εγλυκάδας) διαφυλάττοντας και τα ιστορικά κειμήλια που υπάρχουν στην περιοχή και συνδέονται με την ιστορική φυσιογνωμία του Γερμανού….
Του Νίκου Τζανάκου
Βιβλιογραφία:Παλαιών Πατρών Γερμανού-Απομνημονεύματα- Προλεγόμενα:Γ. Ι.Παπούλα-Επιμέλεια: Δημ. Καμπουρόγλου- Δρομεύς παραγωγή από την έκδοση του 1900- Αθήνα 1996
Κ. Τριανταφύλλου -Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών-Πάτραι 1995
Στ. Θωμόπουλου- Ιστορία της πόλεως των Πατρών-Αχαϊκές Εκδόσεις-Πάτρα 1998
Κούτσα: Μια ξεχασμένη ιστορική περιοχή της Πάτρας
Ανάμεσα στην Περιβόλα και την Εγλυκάδα της Πάτρας υπάρχει μια μικρή περιοχή που ονομάζεται Κούτσα. Η Κούτσα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γέρικης αγροτικής περιοχής. Χωράφια, ζώα, νερά, αιωνόβια δένδρα, παλιά σπίτια νερόμυλοι, ταμπακόμυλοι, και ηλικιωμένοι άνθρωποι να μεταφέρουν πληροφορίες που έχουν περάσει από παππού σε εγγονό: «ναι εδώ πιο κάτω είναι τα σπίτια που ανήκαν στο κτήμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Το πιο μεγάλο ήταν και το σπίτι που έμενε…εκεί που γινόντουσαν οι συναντήσεις της φιλικής εταιρείας…στα νιάτα μου πρόλαβα τους νερόμυλους του κτήματος να λειτουργούν…στην κατοχή οι κατακτητές είχαν στον περίβολο του ταμπακομυλου φυλάκιο και διάφορα ζώα…λέγεται μάλιστα πως η περιοχή ήταν στρατηγικό σημείο…εδώ λένε είχε στρατοπεδεύσει και ο Κων/νος Παλαιολόγος-ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου- όταν πολιορκούσε το φρούριο της Πάτρας.»
Κάπως έτσι και με τη βοήθεια του φίλου αγιογράφου Γιάννη Λιβαθινού και των ιερέων του Αγίου Ανδρέου Εγλυκάδος, Δημητρίου και Κων/νου Αθανασόπουλου, ξεκίνησε μια ενδιαφέρουσα όπως προέκυψε έρευνα η οποία έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Παραθέτουμε τα στοιχεία με την ελπίδα ότι αυτά αφενός θα εμπλουτιστούν (και θα διορθωθούν όπου χρειασθεί) και αφετέρου θα τύχουν του ενδιαφέροντος της πολιτείας, των φορέων, της εκκλησίας, για παραπέρα αξιοποίηση τόσο της περιοχής όσο και των οικημάτων και των κειμηλίων που σε πείσμα των καιρών διασώζονται μέχρι σήμερα.
Πιστεύουμε πως παρόμοια ευρήματα θα είχαν αξιοποιηθεί κατά προτεραιότητα σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Ο χρόνος φαίνεται να έχει λίγη ακόμα υπομονή μαζί μας. Στο χέρι μας είναι αν τον εκμεταλλευτούμε.
Γερμανός: Η Πορεία
« Η Δημητσάνα , ορεινή κωμόπολις της Γορτυνίας, εφημίζετο κατά τους επί Τουρκοκρατίας χρόνους, δια τε το εύανδρον αυτής, την δραστηριότητα και την παιδείαν των κατοίκων, τον πλούτον εκ τε της εγχωρίου βιομηχανίας, ιδίως της κατασκευής νίτρου και πυρίτιδος, και εκ των εισφορών των αποδήμων, ….
Εις ταύτην και τοιαύτην πόλιν εγεννήθη ο ιεράρχης Γερμανός την 25ην Μαρτίου 1771, συνέπιπτε δε τότε προς την μεγάλην Παρασκευήν, εξ ενός χαρά Ευαγγέλια, ετέρωθεν ο Θεάνθρωπος κρεμάται επί ξύλου , ημέρα πένθους, μάλλον συνάδουσα προς τας περιστάσεις
Ο πατήρ του ιεράρχου, χρυσοχόος το επάγγελμα, ωνομάζετο Ιωάννης Γκόζιας ή Γκοζιόπουλος κατά την εγχώριον συνήθειαν, έλκων πιθανώς το γένος αυτός ή πρόγονοι αυτού εκ ομωνύμου χωρίου του δήμου Μαλευρίου της Λακωνίας…
Η δε μήτηρ του Ιεράρχου ωνομάζετο Κανέλλα εκ του γένους Κουκουζοποπούλου…Τας δʼ αρετάς και τον βίον του Ιεράρχου Γερμανού περιέγραψαν και επήνεσαν πάντες αναξαιρέτως ημέτεροι τε και ξένοι συγγραφείς, ιδίως δε ο φίλος αυτού Πουκεβίλ εξήρε τον χαρακτήρα, παραμοιάσας αυτόν προς τον Σωκράτην …» (Προλεγόμενα- Γ.Ι.Παπούλας- Αθήνα 1900- Παλαιών Πατρών Γερμανός- Απομνημονεύματα).
Επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευτύχησε να συνδέσει, δικαίως και ανταξίως, το όνομα του με την Μεγάλη Επανάσταση, που μας έδωσε την ελευθερία και ηγήθη ο αοίδιμος μητροπολίτης του Έθνους κατά τα πρώτα επαναστατικά χρόνια. Χειροτονήθηκε το 1806 μητροπολίτης Πατρών από τον συμπολίτη του Γρήγοριο Ε΄ όπου τότε ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη έλαβε δώρα, ως έλεγε, του Πατριάρχου Γρηγορίου, μεταξύ αυτών και εικόνα όπου σήμερα (πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας της Σταυροκρατούσας η οποία σήμερα διασώζεται στον άγιο Ανδρέα της Εγλυκάδας, και εορτάζεται την Κυριακή της σταυροπροσκυνήσεως την Μ.Τεσσαρακοστή)…
Η ενθρόνιση του στην Πάτρα έτυχε πανηγυρικής υποδοχής την άνοιξη του έτους αυτού. Εμυήθη στην Φιλική Εταιρεία το 1817 υπό του Αντωνίου Πελοπίδα, αυτός δε κατόπιν εμύησε πολλούς. Σʼαυτόν άλλωστε, η Φιλική Εταιρεία, εμπιστεύθηκε την ηγεσία του αγώνα τουλάχιστο για την Πελοπόννησο. Εδώ στην Πάτρα εις την Ι. Μητρόπολη των Παλαιών Πατρών- την έλεγαν Παλαιών Πατρών εν αντιθέσει προς τους Νέους, παρά την Υπάτην- ήταν η Εφορία ολοκλήρου της Πελοποννήσου με πρόεδρον τον μητροπολίτην Γερμανό και ταμία τον μεγάλο επίσης συμπολίτην Ιωάννην Παπαδιαμαντόπουλο, ο οποίος προσέφερεν ολόκληρον την τεραστίαν του περιουσίαν εις τον Ιερό Αγώνα.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου ήταν μητροπολιτικός κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας. Παραπλεύρως ήταν το αρχιερατικό οίκημα του Γερμανού. Όλα αυτά οι Τούρκοι τα κατέκαυσαν με την Επανάσταση του 1821. Εκεί σʼ αυτά τα σπίτια του Παπαδιαμαντοπούλου άναψε η φλόγα του Αγώνα. Με τον εμπρησμό εκείνον ξεσηκώθηκε όλη η Φιλική Εταιρεία και οι Έλληνες συνεκρούσθηκαν πλησίον Τάσι. Ο Γερμανός ήταν στον Ομπλό και κατέβηκε εσπευσμένα. Στην πόλη έφθασαν από τα Ναζερά Ο Ανδρέας Ζαΐμης με 500 άνδρες, ο Ανδρέας Λόντος από το Αίγιο με 400 άνδρες , ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κερνίκης Προκόππιος κ.ά. Όλοι αυτοί υπό την ηγεσία του Γερμανού κάνουν σύσκεψη στο κτήμα του, όπου είχε το εξοχικό, στη θέση Κούτσα μεταξύ Εγλυκάδος και Περιβόλας, και αποφασίζουν να αρχίσει η πολιορκία του κάστρου, ενώ παράλληλα οργανώθηκε επαναστατική επιτροπή για το συντονισμό των επιχειρήσεων. Η επιτροπή αυτή ονομάζεται «Αχαϊκό Διευθυντήριο», και την ηγεσία της αναλαμβάνει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός . Μέλη της επιτροπής είναι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στη σύσκεψη πρόκριτοι της Αχαΐας. Η επιτροπή αυτή αποτελεί την πρώτη κυβέρνηση του επαναστατήσαντος Έθνους. Και από τη θέση αυτή εξακολούθησε ο Γερμανός να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα.
Τα μυστικοσυμβούλια στην Κούτσα
Η εξοχική κατοικία του Γερμανού έγινε πολλές φορές τόπος συναντήσεως σπουδαίων προσωπικοτήτων στη διάρκεια του Αγώνα. Αναφέρει στα Απομνημονεύματα του ο Γερμανός… « Οι δε Πρόκριτοι των επαρχιών της Πελοποννήσου συνήχθησαν άπαντες εις το χωρίον στους πρόποδες του Πουρναρόκαστρου, θέση της θερινής μου κατοικίας, όπου απεφασίσθη ο τόπος της Συνελεύσεως, με το να ήθελον ό,τε ο Υψηλάντης και οι Καπεταναίοι. Επροκάλεσαν δε εις την Συνέλευσιν και τον Αλ Μαυροκόρδατον και τον Κ. Καρατζάν …»
Μακράν πάσης παρατηρήσεως ή υποψίας των Τούρκων, έξω της πόλεως, προσήρχοντο οι πρόκριτοι και άλλοι μυημένοι προς σύσκεψιν, παρόντος του Μητροπολίτου (Θωμόπουλος- Ιστορία της πόλεως των Πατρών)
Στο κτήμα αυτό, σώζονται σήμερα τα ερείπια των οικιών του, όπου εγίνοντο τα μυστικοβούλια της Φιλικής Εταιρείας. Η παράδοση αναφέρει…..
Κούτσα: θέσις μεταξύ Εγλυκάδος και Περιβόλας, όπου ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε κτήμα. ʽΊσως διότι ο αρχικός ιδιοκτήτης ελέγετο έτσι, αν και σημερον ακόμη λέγεται Κούτσα. (Κ.Τριανταφύλλου-Ιστορικό Λεξικό των Πατρών)
Κειμήλια και Μεταμόρφωση Σωτήρος
Το εκκλησάκι αυτό (πρόκειται για το εκκλησάκι που διασώζεται έως και σήμερα δίπλα στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Εγλυκάδα) εχρησιμοποιήθη υπό του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ως τόπος ιδιαιτέρας προσευχής του, λόγω της μικράς αποστάσεως από την μόνιμον κατοικίαν του εις θέσιν Κουτσα ερείπια της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα, και την οποίαν έδωσεν ως προίκα εις τον επʼαδελφή γαμβρόν του οπλαρχηγόν Καλαμογδάρτην. ( Η Εγλυκάδα: του ιερέα Δημητρίου Αθανασόπουλου 1981).
Αξίζει να σημειωθεί πως με πρωτοβουλία των ιερέων του Αγίου Ανδρέα Εγλυκάδος έχουν διασωθεί εκτός της ιερά εικόνος της Παναγίας και άλλα κειμήλια του Ιεράρχη όπως ο αρχιερατικός του θρόνος διάφορα θρησκευτικά βιβλία τα οποία είχε φέρει από την Κων/λιν κλπ.
Είναι βέβαιον πως τα κειμήλια αυτά δεν είναι τα μοναδικά και θα ήταν ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί μια καταγραφή όσων διασώζονται τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μαζί με άλλα κειμήλια του αγώνα ενιαία ενότητα σε κάποιο μουσείο- και γιατί όχι στο ίδιο το σπίτι που γινόντουσαν οι συναντήσεις της Φιλικής Εταιρείας.
«…επι της κεφαλής ημών νεκρών, στέφανον εκ χόρτων»
Μελετώντας τις ιστορικές πηγές, προκύπτει ότι ο Γε
ρμανός υπήρξε για την Πάτρα μια σπουδαία φυσιογνωμία προσφοράς και ενίσχυσης του ιερού αγώνα της Επανάστασης. Τοποθέτησε την πόλη των Πατρών και την γύρω περιοχή (Κούτσα Εγλυκάδος, Ομπλό,Γηροκομειό) με τη δράση του στην πρώτη θέση της ιστορικής προσφοράς ενισχύοντας με τον αγώνα του το παράδειγμα της εθνικής του σταδιοδρομίας και ιδίως την πίστη του στην ακριβή Ελλάδα, την μόνη και ακριβή μας Πατρίδα. Ο Γερμανός κατέλήξε να αναγνωρισθεί ιερό σύμβολο της Επανάστασης, κεφάλαιο της Ιστορίας του Έθνους.
Όταν αυτός εν έτει 1824 εγυμνώθη και εκακοποήθη από τους στρατιώτες του Γκούρα, είπε «..κατά τον αυτόν Οικονόμον περί εαυτού: «Εάν επί τέλους η Επανάστασίς μας επιτύχη και φέρη κέρδος τι, το Έθνος πρέπει τότε να μας κρίνη και δια τον κίνδυνον εις ο το εξεθέσαμεν να μας καταδικάση εις θάνατον, δια την επιτυχίαν να βάλη επί της κεφαλής ημών νεκρών, στέφανον εκ χόρτων». (Απομνημονεύματα Π. Π.Γερμανού σελ 80) Ο μεν Ιεράρχης απεβίωσε προ του τέλους του αγώνα,(στο Ναύπλιο το ……..) το Έθνος όμως ελευθερώθηκε και οφείλει να τιμήσει την μνήμη του και να διασώσει τα κειμήλια που υπάρχουν.
Αξιοποίηση: Ανάγκη ή Υποχρέωση?
Η πρόσφατη απόφαση της Συγκλήτου να παραχωρήσει στο Δήμο Πατρέων 30 στρέμματα (ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου), στην περιοχή Ριγανόκαμπου για την κατασκευή θεάτρου, η χρονιά της πολιτιστικής πρωτεύουσας, ο ενεργός νέος μητροπολίτης μας, ο ρόλος που θα παίξει το νέο μουσείο, δίνουν την ευκαιρία ανάδειξης την ιστορικότητα της περιοχής (Κούτσα Εγλυκάδας) διαφυλάττοντας και τα ιστορικά κειμήλια που υπάρχουν στην περιοχή και συνδέονται με την ιστορική φυσιογνωμία του Γερμανού….
Του Νίκου Τζανάκου
Βιβλιογραφία:Παλαιών Πατρών Γερμανού-Απομνημονεύματα- Προλεγόμενα:Γ. Ι.Παπούλα-Επιμέλεια: Δημ. Καμπουρόγλου- Δρομεύς παραγωγή από την έκδοση του 1900- Αθήνα 1996
Κ. Τριανταφύλλου -Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών-Πάτραι 1995
Στ. Θωμόπουλου- Ιστορία της πόλεως των Πατρών-Αχαϊκές Εκδόσεις-Πάτρα 1998
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Γερμανός Γκόζιας από την Δημητσάνα ήταν στις αρχές του 1821 ο Επίσκοπος της Πάτρας. Είχε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Παλαιών Πατρών, διότι εκείνη την εποχή η Υπάτη της Φθιώτιδος ονομαζόταν Νέαι Πάτραι. Δεν ήταν Επίσκοπος Kαλαβρύτων, όπως λανθασμένα τον αναφέρει το προβληματικό βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων τις ημέρες εκείνες ήταν ο Προκόπιος, ο οποίος υπογράφει μαζί με τον Γερμανό την προκήρυξη της 26ης Μαρτίου προς τους προξένους των Χριστιανικών Δυνάμεων που διέμεναν στην Πάτρα.
Στις 8 Μαρτίου o Γερμανός και ο Προκόπιος κλείσθηκαν για αρκετές ημέρες στη Μονή της Αγίας Λαύρας κοντά στα Καλάβρυτα και αφού συσκέφθηκαν με προκρίτους και οπλαρχηγούς αποφάσισαν την κήρυξη της Επαναστάσεως. Ο Γερμανός τα αναφέρει αυτά στα Απομνημονεύματά του. Τον αμφισβητούν ορισμένοι, διότι δεν γράφει ότι σήκωσε την σημαία της Επαναστάσεως. Προφανώς δεν γράφει από σεμνότητα ότι αυτός ήταν το επίκεντρο.. Έκανε όμως κάτι σημαντικότερο. Έστειλε σε εφημερίδες της Δυτικής Ευρώπης την προκήρυξη της Ελληνικής Εθνεγερσίας .
Έτσι στην εφημερίδα LE CONSTITUTIONΝEL (ο Συνταγματικός) των Παρισίων, στις 6 Ιουνίου 1821, δημοσιεύεται σε περίληψη η εθνεγερτική ομιλία του Γερμανού, με την οποία καλεί τους συγκεντρωμένους στην Αγία Λαύρα να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό. Η εφημερίδα στο τμήμα των εξωτερικών ειδήσεων αναφέρει ότι η ομιλία του Παλαιών Πατρών Γερμανού έγινε προς τον κλήρο και τον λαό που είχε συγκεντρωθεί στην ανδρική Μονή της Λαύρας στο όρος Βελιά της Πελοποννήσου. Στην τελευταία παράγραφο της δημοσιευμένης ομιλίας του ο Γερμανός καλεί τους επαναστάτες να εφορμήσουν προς την Πάτρα έχοντας ως σημαία το σύμβολο του Σταυρού. Η ομιλία φέρεται να έγινε στις 8 Μαρτίου, δηλαδή την ημέρα που άρχισε η σύσκεψη στην Αγία Λαύρα. Να, λοιπόν που μία γαλλική εφημερίδα του 1821 αναφέρεται και στον Γερμανό και στην Λαύρα και στήν ύψωση της σημαίας, όλα δηλαδή αυτά που αμφισβητούν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί της εποχής μας.
Τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας βεβαιώνουν και ο πρόκριτος Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ και πολλοί άλλοι. Όλα αυτά φυσικά δεν έγιναν μόνο στις 25 Μαρτίου. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως Εθνική Επέτειος επειδή οι ίδιοι οι επαναστάτες έτσι το είχαν ορίσει. Ήθελαν να συνδέσουν την Ελευθερία με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την Ορθοδοξία με την Πατρίδα.
Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007
Στις 8 Μαρτίου o Γερμανός και ο Προκόπιος κλείσθηκαν για αρκετές ημέρες στη Μονή της Αγίας Λαύρας κοντά στα Καλάβρυτα και αφού συσκέφθηκαν με προκρίτους και οπλαρχηγούς αποφάσισαν την κήρυξη της Επαναστάσεως. Ο Γερμανός τα αναφέρει αυτά στα Απομνημονεύματά του. Τον αμφισβητούν ορισμένοι, διότι δεν γράφει ότι σήκωσε την σημαία της Επαναστάσεως. Προφανώς δεν γράφει από σεμνότητα ότι αυτός ήταν το επίκεντρο.. Έκανε όμως κάτι σημαντικότερο. Έστειλε σε εφημερίδες της Δυτικής Ευρώπης την προκήρυξη της Ελληνικής Εθνεγερσίας .
Έτσι στην εφημερίδα LE CONSTITUTIONΝEL (ο Συνταγματικός) των Παρισίων, στις 6 Ιουνίου 1821, δημοσιεύεται σε περίληψη η εθνεγερτική ομιλία του Γερμανού, με την οποία καλεί τους συγκεντρωμένους στην Αγία Λαύρα να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό. Η εφημερίδα στο τμήμα των εξωτερικών ειδήσεων αναφέρει ότι η ομιλία του Παλαιών Πατρών Γερμανού έγινε προς τον κλήρο και τον λαό που είχε συγκεντρωθεί στην ανδρική Μονή της Λαύρας στο όρος Βελιά της Πελοποννήσου. Στην τελευταία παράγραφο της δημοσιευμένης ομιλίας του ο Γερμανός καλεί τους επαναστάτες να εφορμήσουν προς την Πάτρα έχοντας ως σημαία το σύμβολο του Σταυρού. Η ομιλία φέρεται να έγινε στις 8 Μαρτίου, δηλαδή την ημέρα που άρχισε η σύσκεψη στην Αγία Λαύρα. Να, λοιπόν που μία γαλλική εφημερίδα του 1821 αναφέρεται και στον Γερμανό και στην Λαύρα και στήν ύψωση της σημαίας, όλα δηλαδή αυτά που αμφισβητούν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί της εποχής μας.
Τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας βεβαιώνουν και ο πρόκριτος Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ και πολλοί άλλοι. Όλα αυτά φυσικά δεν έγιναν μόνο στις 25 Μαρτίου. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως Εθνική Επέτειος επειδή οι ίδιοι οι επαναστάτες έτσι το είχαν ορίσει. Ήθελαν να συνδέσουν την Ελευθερία με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την Ορθοδοξία με την Πατρίδα.
Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων
Αντίβαρο, Απρίλιος 2007
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Το '21 και οι Συντελεστές του
Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις Ένα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ιστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δεν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ένα δε από τα ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τον Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Έθνους και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και γι' αυτό όλες οι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθουν τη δόξα του.
Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) καί ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος "να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στόν Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα "επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.
Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα: Ποιά η συμβολή του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά ή συμμετοχή του γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε; Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; Θά προσεγγίσουμε τα ερωτήματα αυτά μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, ελέγχοντας τη στάση του Κλήρου κατά την πορεία προς τον Αγώνα και κατά τη διεξαγωγή του. Σκοπός μας δεν είναι μια (ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου -τότε θά ίσχυε το αρχαίο: "το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν"- αλλά η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία. 1. Το δiλημμα "συνύπαρξη ή αντίσταση" και η δυναμική του (2).
Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμος με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στή μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατο μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προυπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). 'Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 - φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στούς φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καί πολιτικοί. Οi πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στίς θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας ("Βυζαντίου"), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στό θεωρητικό επίπεδο, αλλ' επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.
Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι τήν Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού γιά το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ' ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θά έχει πάντοτε στήν ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ' αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: "Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη..."(3). O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες - ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα(4). Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ'όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ'αυτούς "διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαου"(5).
Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ' ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά έπαιρνε αυτή η "συνεργασία". Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιυ εξουσία, ειμή από Θεού..."), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: "πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια ("εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται", κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως "ταύτιση", αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) έπιλογή.
Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του καί όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, εχει την αποστολή της Μάνας. Νά προφυλάσσει καί νά σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θά οδηγούσε σε αποτυχία καί καταστροφή, θά καταλογιζόταν πάντα εναντίον της,(6). Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στίς οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τά εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ηταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Oι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη τής Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.
r
Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους καί τή δημιουργία ενός "Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους". Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/"Βυζαντίου") θά ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης "συνεργασίας" μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι ""η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου(6α). Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σέ όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο "Γραικός" (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) "Ιστορία του Νέου 'Ελληνισμού" του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους(7). Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά κινήματα σ' όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της "'Ιεράς Συμμαχίας" (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός καί ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το '21 ( 8 ), όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στήν οποία ανήκαν κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να έπιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία καί αποτελεσματικοτερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του έαυτού τους(9). Διότι, μη ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση "νόμιμης" άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στήν ήσυχαστική (αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους. Σ'όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού άληθινά ή οχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως τών υποδούλων άδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίυονται όχι μόνο για ηρωϊσμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού άποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον τών κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό καί τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.
Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τή συμμετοχή καί του Ράσου στήν αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.
Σ' αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων "διχασμών" του Γένους.
Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους.Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια "προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού"(10). Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας ("κρυφά" σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του"(11). Ησαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το '21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την έθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι' αυτήν.
Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: "Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού 'τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι [...] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα"(12).
Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρο αγώνα της ανεξαρτησίας. Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση «δεν ήταν κ
απιτσίνοι δυτικοί» για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του "τυράννου" (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). ΄Ηταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. Πόσοι όμως παρόντες σ' αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας -ακόμη και των Μοναζουσών-στους νεώτερους αγώνες του ΄Εθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ' όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθιυά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του '21(13), φωτεινοί Ηγέτες καί φλογεροί Επαναστάτες.
2. Το Ράσο στην Επανάσταση του '21 Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του '21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θά δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της "περιορισμένης συνεργασίας" με τον κατακτητή. 'Ηταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και ευκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: "αυτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο». Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο "Θούριό" του: "Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν σπαθί".
Μετά το κίνημα του 'Αλ.Υψηλάντη θά αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας(14). Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θά ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της άρχής των εθνικοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως, στοχεύοντας όχι πια στήν ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα "στριμωχνόταν" κυριολεκτικά (πρβλ.το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης.΄Ετσι ο αγώνας του '21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν "αρχαιοελληνικό". Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικου θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της "Ρωμαϊκής Βασιλείας" των "Βυζαντινών"(15). Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) ειναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.
Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου -και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών(16). Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ'όλη τή διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά τήν επιβεβαιώσουν.
"Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι"(17). Ο ιστορικός του l9ου αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας( 18 ).
Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: "...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν"(19) Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α.(20) Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ' όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.(21). Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το "ΔΕΛΤΙΟΝ" της Ο.Λ.Μ.Ε.(22), για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το '21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται "παλαιομοδίτες" στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές στορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του "λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π. Ρουσος δέχεται τήν επανάσταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: "Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα"(23). Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά. (24). Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είυαι, ότι η Επανάσταση του '21 ειναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνατότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.
΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος Γρηγόριος Ε'(25). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής(26). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως(27)) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών ( 28 ) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.(29).
Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και "στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου"; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: "Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας
σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου"(30). Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως "προδότης" του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών(31). Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το "σχοινί του Πατριάρχη" ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.
Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για "εκατοντάδες αρχιερέων" (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα(32). ΄Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στίς 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας(33). Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιυαν τους 20(34). Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία(35).
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην "καθ' ημάς Ανατολήν" δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι' αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: "0ί Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς"(36). Το επίθετο ("μερικούς") απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.
Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου(37), κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: " Η Φ. Ε. [...] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες" ( 38 ). Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό(39). Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%(40).
Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε', Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000(41).
Υπάρχει όμως και το "εξ αντιθέτου" επιχείρημα. H μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του '21(42). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους"(43). Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων"(44).
Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..."(46).
Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.
Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο είναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις ("οπλοφορία") και σε μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη "εμμέσως" από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ' αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Οτι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό όμως είναι, ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημερινούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για "θυσία" και "αυθυπέρβαση" του Ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος(47). Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο ΄Οθωνας στα 1833 θα πάρει για τους ΄Ελληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη.Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το Ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.
Συμπερασματικά: Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο "Πνευματικόν Ιατρείον" της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.
Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ' όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική ( 48 ).
Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς
αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας(49). H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995 (απόσπασμα).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το λάθος αυτο διαπράττεται συχνά, και όχι μόνο από "αθεολόγητους". Oι βαθμοί της Ιερωσύνης (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος και Διάκονος) συναποτελούν τον ανώτερο κλήρο. Στον κατώτερο κλήρο ανήκουν oι (χειροθετημένοι και όχι εντός του αγίου βήματος χειροτονημένοι) υποδιάκονοι, ψάλτες, αναγνώστες κ.λπ.
2. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Αθήνα 1989, σ. 85 ε.ε. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ιδεολογικά Ρεύματα του Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας, Ιωάννινα 1974.
3. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70.
4. Ας Θυμηθούμε τα προφητικά για σήμερα λόγια του Γάλλου περιηγητή Μαλέρμπ (MALHERBE) προς τον Μακρυγιάννη: "...΄Ενα θα σας βλάψη έσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα σ' εσάς πολύ τυπωμένηι" (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).
5. Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360.
6. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις (1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό,με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν, για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:
"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. 'Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί oι Γιαουντζήδες. Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Ki εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη, να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".
6α. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104.
7. Αναφέρουμε τα σημαντικότερα:
- Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
- Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
- Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη ( 1595/98 ).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί 1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). - Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). - Κρητικός πόλεμος (1645-1669). -Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.
8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, ΄Ητο εθνικόν ή κοινωνικόν κίνημα η ελληνική εθνεγερσία; Στο περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ' (1970/71), σ. 5 έ. έ.
9. Βλ. τον τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612, με σπουδαίες μελέτες και την παλαιότερη για το θέμα βιβλιογραφία.
10. Ιστορία..., τόμ. β', σ. 229.
11. Βλ. το κεφάλαιο: "
Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις Ένα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ιστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δεν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ένα δε από τα ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τον Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Έθνους και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και γι' αυτό όλες οι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθουν τη δόξα του.
Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) καί ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος "να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στόν Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα "επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.
Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα: Ποιά η συμβολή του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά ή συμμετοχή του γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε; Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; Θά προσεγγίσουμε τα ερωτήματα αυτά μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, ελέγχοντας τη στάση του Κλήρου κατά την πορεία προς τον Αγώνα και κατά τη διεξαγωγή του. Σκοπός μας δεν είναι μια (ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου -τότε θά ίσχυε το αρχαίο: "το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν"- αλλά η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία. 1. Το δiλημμα "συνύπαρξη ή αντίσταση" και η δυναμική του (2).
Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμος με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στή μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατο μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προυπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). 'Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 - φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στούς φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καί πολιτικοί. Οi πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στίς θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας ("Βυζαντίου"), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στό θεωρητικό επίπεδο, αλλ' επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.
Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι τήν Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού γιά το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ' ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θά έχει πάντοτε στήν ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ' αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: "Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη..."(3). O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες - ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα(4). Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ'όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ'αυτούς "διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαου"(5).
Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ' ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά έπαιρνε αυτή η "συνεργασία". Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιυ εξουσία, ειμή από Θεού..."), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: "πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια ("εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται", κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως "ταύτιση", αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) έπιλογή.
Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του καί όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, εχει την αποστολή της Μάνας. Νά προφυλάσσει καί νά σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θά οδηγούσε σε αποτυχία καί καταστροφή, θά καταλογιζόταν πάντα εναντίον της,(6). Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στίς οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τά εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ηταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Oι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη τής Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.
r
Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους καί τή δημιουργία ενός "Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους". Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/"Βυζαντίου") θά ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης "συνεργασίας" μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι ""η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου(6α). Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σέ όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο "Γραικός" (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) "Ιστορία του Νέου 'Ελληνισμού" του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους(7). Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά κινήματα σ' όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της "'Ιεράς Συμμαχίας" (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός καί ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το '21 ( 8 ), όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στήν οποία ανήκαν κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να έπιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία καί αποτελεσματικοτερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του έαυτού τους(9). Διότι, μη ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση "νόμιμης" άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στήν ήσυχαστική (αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους. Σ'όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού άληθινά ή οχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως τών υποδούλων άδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίυονται όχι μόνο για ηρωϊσμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού άποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον τών κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό καί τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.
Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τή συμμετοχή καί του Ράσου στήν αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.
Σ' αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων "διχασμών" του Γένους.
Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους.Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια "προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού"(10). Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας ("κρυφά" σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του"(11). Ησαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το '21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την έθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι' αυτήν.
Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: "Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού 'τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι [...] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα"(12).
Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρο αγώνα της ανεξαρτησίας. Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση «δεν ήταν κ
απιτσίνοι δυτικοί» για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του "τυράννου" (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). ΄Ηταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. Πόσοι όμως παρόντες σ' αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας -ακόμη και των Μοναζουσών-στους νεώτερους αγώνες του ΄Εθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ' όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθιυά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του '21(13), φωτεινοί Ηγέτες καί φλογεροί Επαναστάτες.
2. Το Ράσο στην Επανάσταση του '21 Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του '21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θά δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της "περιορισμένης συνεργασίας" με τον κατακτητή. 'Ηταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και ευκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: "αυτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο». Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο "Θούριό" του: "Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν σπαθί".
Μετά το κίνημα του 'Αλ.Υψηλάντη θά αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας(14). Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θά ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της άρχής των εθνικοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως, στοχεύοντας όχι πια στήν ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα "στριμωχνόταν" κυριολεκτικά (πρβλ.το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης.΄Ετσι ο αγώνας του '21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν "αρχαιοελληνικό". Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικου θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της "Ρωμαϊκής Βασιλείας" των "Βυζαντινών"(15). Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) ειναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.
Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου -και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών(16). Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ'όλη τή διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά τήν επιβεβαιώσουν.
"Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι"(17). Ο ιστορικός του l9ου αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας( 18 ).
Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: "...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν"(19) Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α.(20) Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ' όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.(21). Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το "ΔΕΛΤΙΟΝ" της Ο.Λ.Μ.Ε.(22), για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το '21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται "παλαιομοδίτες" στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές στορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του "λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π. Ρουσος δέχεται τήν επανάσταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: "Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα"(23). Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά. (24). Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είυαι, ότι η Επανάσταση του '21 ειναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνατότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.
΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος Γρηγόριος Ε'(25). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής(26). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως(27)) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών ( 28 ) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.(29).
Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και "στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου"; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: "Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας
σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου"(30). Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως "προδότης" του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών(31). Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το "σχοινί του Πατριάρχη" ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.
Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για "εκατοντάδες αρχιερέων" (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα(32). ΄Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στίς 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας(33). Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιυαν τους 20(34). Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία(35).
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην "καθ' ημάς Ανατολήν" δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι' αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: "0ί Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς"(36). Το επίθετο ("μερικούς") απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.
Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου(37), κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: " Η Φ. Ε. [...] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες" ( 38 ). Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό(39). Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%(40).
Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε', Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000(41).
Υπάρχει όμως και το "εξ αντιθέτου" επιχείρημα. H μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του '21(42). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους"(43). Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων"(44).
Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..."(46).
Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.
Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο είναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις ("οπλοφορία") και σε μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη "εμμέσως" από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ' αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Οτι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό όμως είναι, ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημερινούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για "θυσία" και "αυθυπέρβαση" του Ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος(47). Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο ΄Οθωνας στα 1833 θα πάρει για τους ΄Ελληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη.Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το Ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.
Συμπερασματικά: Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο "Πνευματικόν Ιατρείον" της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.
Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ' όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική ( 48 ).
Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς
αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας(49). H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995 (απόσπασμα).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το λάθος αυτο διαπράττεται συχνά, και όχι μόνο από "αθεολόγητους". Oι βαθμοί της Ιερωσύνης (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος και Διάκονος) συναποτελούν τον ανώτερο κλήρο. Στον κατώτερο κλήρο ανήκουν oι (χειροθετημένοι και όχι εντός του αγίου βήματος χειροτονημένοι) υποδιάκονοι, ψάλτες, αναγνώστες κ.λπ.
2. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Αθήνα 1989, σ. 85 ε.ε. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ιδεολογικά Ρεύματα του Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας, Ιωάννινα 1974.
3. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70.
4. Ας Θυμηθούμε τα προφητικά για σήμερα λόγια του Γάλλου περιηγητή Μαλέρμπ (MALHERBE) προς τον Μακρυγιάννη: "...΄Ενα θα σας βλάψη έσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα σ' εσάς πολύ τυπωμένηι" (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).
5. Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360.
6. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις (1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό,με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν, για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:
"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. 'Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί oι Γιαουντζήδες. Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Ki εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη, να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".
6α. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104.
7. Αναφέρουμε τα σημαντικότερα:
- Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
- Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
- Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη ( 1595/98 ).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί 1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). - Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). - Κρητικός πόλεμος (1645-1669). -Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.
8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, ΄Ητο εθνικόν ή κοινωνικόν κίνημα η ελληνική εθνεγερσία; Στο περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ' (1970/71), σ. 5 έ. έ.
9. Βλ. τον τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612, με σπουδαίες μελέτες και την παλαιότερη για το θέμα βιβλιογραφία.
10. Ιστορία..., τόμ. β', σ. 229.
11. Βλ. το κεφάλαιο: "
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό