Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:26 pm
Απο το βιβλιο του Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου
"Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία"
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Αʼ
Η Ορθοδοξία ως θεραπευτική επιστήμη
Έχουν διατυπωθή πολλές ερμηνείες του Χριστιανισμού και πολλές απαντήσεις έχουν δοθή στο τι είναι ο Χριστιανισμός και ποια είναι η αποστολή του μέσα στον κόσμο. Οι περισσότερες δεν είναι αληθινές. Στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να δούμε κάπως εκτενέστερα ότι ο Χριστιανισμός και κυρίως η Ορθοδοξία είναι θεραπευτική επιστήμη, καθώς επίσης να διαγράψουμε τι είναι θρησκεία και πως επιτυγχάνεται.
1. Τι είναι ο Χριστιανισμός
Πολλοί, ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού, διατυπώνουν την άποψη ότι είναι φιλοσοφία ή θρησκεία μέσα στις τόσες γνωστές από την αρχαιότητα. Και βέβαια φιλοσοφία με την άποψη που επικρατεί να λέγεται σήμερα δεν είναι ο Χριστιανισμός. Η φιλοσοφία διαθέτει σύστημα εγκεφαλικό που τις περισσότερες φορές δεν έχει σχέση με την ζωή. Κυρίως η διαφορά του Χριστιανισμού από την φιλοσοφία φαίνεται στο σημείο ότι η δεύτερη είναι στοχασμός ανθρώπινος ενώ ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του Θεού. Δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Τις αλήθειες του Χριστιανισμού ήταν αδύνατον να τις βρη η ανθρώπινη λογική. Εκεί που ήταν αδύνατος ο ανθρώπινος λόγος ήλθε ο Θεάνθρωπος Λόγος ή μάλλον ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η αποκάλυψη αυτή του Θεού διατυπώθηκε με φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης, αλλά πάλι πρέπει να υπογραμμισθή, δεν είναι φιλοσοφία. Το ένδυμα του Θεανθρώπινου Λόγου είναι παρμένο από την φιλοσοφία της εποχής εκείνης.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Ησαΐου: «Ιδού ο Δεσπότης Κύριος Σαβαώθ ωφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ, ισχύοντα και ισχύουσαν,... δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν...» παρατηρεί: «στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι απʼ αυτής των πραγμάτων πείρας. Έτερον μεν γαρ στοχασμός και προφητεία άλλο∙ ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων∙ ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων πολλά των μελλόντων προορά ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν. Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας Χάριτος το διάφορον»[1].
Επομένως άλλο ο στοχασμός (η φιλοσοφία) και άλλο η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του Προφήτη που θεολογεί. Η πρώτη είναι ανθρώπινη ενέργεια, ενώ η δεύτερη είναι αποκάλυψη του Παναγίου Πνεύματος.
Στα πατερικά έργα και κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου γίνεται λόγος για την φιλοσοφία ως αρχή της πνευματικής ζωής. Αλλά πρέπει να παρατηρηθή πως με τον όρο πρακτική φιλοσοφία ο άγιος εννοεί την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, που πράγματι είναι το πρώτο στάδιο της πορείας της ψυχής προς τον Θεό.
Ακόμη ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να θεωρηθή θρησκεία, με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα. Συνήθως, θεωρείται ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και διακυβερνά από εκεί την ανθρώπινη ιστορία, είναι σφόδρα απαιτητικός, ζητά ικανοποίηση από τον άνθρωπο, που είναι πεσμένος στην γη μέσα στην ασθένειά του και την αδυναμία του. Μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου υπάρχει ένα διαχωριστικό τείχος. Αυτό πρέπει να υπερπηδηθή και σʼαυτό βοηθά πολύ αποτελεσματικά η θρησκεία. Προς τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορες λατρευτικές τελετές.
Κατά μια άλλη άποψη ο άνθρωπος αισθάνεται αδύνατος μέσα στο σύμπαν και έχει ανάγκη της δημιουργίας, της πλάσεως ενός δυνατού Θεού, ο Οποίος θα τον βοηθά στην αδυναμία του. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία δεν πλάθει ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πλάθει ο Θεός. Ακόμη η θρησκεία νοείται ως σχέση του ανθρώπου προς τον Απόλυτο Θεό, δηλαδή «σχέσις του εγώ προς το Απόλυτον Συ». Επίσης θεωρούν πολλοί την θρησκεία σαν ένα μέσο για να πλανάται ο λαός με την μετάθεση των ελπίδων στην μέλλουσα ζωή. Κατʼ αυτόν τον τρόπο, με μέσο την θρησκεία ισχυρές δυνάμεις πιέζουν τον λαό.
Αλλά ο Χριστιανισμός είναι κάτι παρά πάνω από αυτές τις ερμηνείες – θεωρίες, γιʼ αυτό και δεν μπορεί να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας, όπως συνήθως δίνεται στις «φυσικές» λεγόμενες θρησκείες. Ο Θεός δεν είναι το Απόλυτον Συ, αλλά ζων Πρόσωπο που έχει κοινωνία οργανική με τον άνθρωπο. Επίσης ο Χριστιανισμός δεν μεταθέτει απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, ούτε περιμένει την απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών μετά την ιστορία και μετά το τέλος του χρόνου. Το μέλλον στον Χριστιανισμό βιώνεται στο παρόν και η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από αυτήν την ζωή. Βασιλεία του Θεού, κατά την πατερική ερμηνεία, είναι η Χάρη του Τριαδικού Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός.
Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν περιμένουμε το τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά με την εν Χριστώ ζωή τρέχουμε προς το τέλος της ιστορίας και έτσι βιώνουμε αυτά που πρόκειται να συμβούν στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή από τώρα.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι αυτός που είδε το άκτιστο Φως και ενώθηκε με τον Θεό δεν περιμένει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά την ζη. Έτσι στην χριστιανική διδασκαλία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η κυκλική, σταυρική. Δηλαδή το αιώνιο μας καταλαμβάνει σε κάθε χρονική στιγμή. Γιʼ αυτό ουσιαστικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σε μια αρραγή ενότητα. Είναι ο λεγόμενος συμπεπυκνωμένος χρόνος.
Γιʼ αυτό η Ορθοδοξία δεν μπορεί να χαρακτηρισθή σαν «το όπιο του λαού», ακριβώς γιατί δεν μεταθέτει το πρόβλημα. Προσφέρει ζωή, μεταμορφώνει την βιολογική ζωή, αγιάζει και μεταμορφώνει τις κοινωνίες. Η Ορθοδοξία, όπου βιώνεται σωστά και λειτουργεί αγιοπνευματικά, είναι μια κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων, ζώντων και κεκοιμημένων. Και μέσα σʼ αυτήν την κοινωνία λύνονται αληθινά όλα τα προβλήματα που εμφανίζονται στην ζωή μας.
Επειδή όμως μεταξύ των μελών της Εκκλησίας υπάρχουν άρρωστοι και αρχάριοι πνευματικά, γιʼ αυτό είναι ενδεχόμενο μερικοί να νοιώθουν ως θρησκεία τον Χριστιανισμό με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω. Άλλωστε η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατʼ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάση ο άνθρωπος στο καθʼ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Πάντως πρέπει να διευκρινισθή ότι, και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις.
Η πρώτη, ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως Εκκλησία. Εκκλησία θα πη Σώμα Χριστού. Υπάρχουν πολλά χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία. Αρκούμαστε στον λόγο του Χριστού «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» ( Ματθ. ιστʼ, 18 ) και στους λόγους του Αποστόλου Παύλου, αφʼ ενός μεν προς τους Κολοσσαείς «και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας» ( αʼ, 18 ) και αφʼ ετέρου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, «... ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Αʼ Τιμ. γʼ, 15). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν κατοικεί απλώς στους Ουρανούς και από εκεί διευθύνει την ιστορία και την ζωή των ανθρώπων, αλλά είναι ενωμένος μαζί μας. Πήρε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και έτσι εν Χριστώ η ανθρώπινη τεθεωμένη φύση βρίσκεται εκ δεξιών του Πατρός. Έτσι ο Χριστός είναι η ζωή και εμείς είμαστε «μέλη Χριστού».
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την μακαρία κατάσταση της θεώσεως. Η θέωση και το καθʼ ομοίωσιν ταυτίζονται. Αλλά, για να φθάση στο καθʼ ομοίωσιν, να φθάση στην θέα του Θεού και αυτή η θέα να μη γίνη φωτιά για να τον κατακαύση, αλλά φως που θα τον ζωοποιήση, απαιτείται προηγουμένως κάθαρση. Αυτή η κάθαρση και η θεραπεία είναι έργο της Εκκλησίας. Όταν ο Χριστιανισμός συμμετέχη στην λατρεία χωρίς να υφίσταται την ζωοποιό κάθαρση (άλλωστε και αυτές οι λατρευτικές εκδηλώσεις αποβλέπουν στην κάθαρση του ανθρώπου), τότε δεν ζη πραγματικά μέσα στον
χώρο της Εκκλησίας. Χριστιανισμός χωρίς κάθαρση είναι ουτοπία.
Έτσι λοιπόν μέσα από την κάθαρση, και μάλιστα όταν επιμελούμαστε την θεραπεία μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την θρησκεία, σύμφωνα άλλωστε και με τον λόγο του αδελφοθέου Ιακώβου: «Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλʼ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία∙ θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν από του κόσμου» (Ιακ. αʼ, 26-27). Φαίνεται καθαρά και από το χωρίο αυτό ότι θρήσκος είναι εκείνος που χαλιναγωγεί την γλώσσα του και δεν απατά την καρδία του, αλλά την καθαίρει από εκείνα που βρίσκονται μέσα σʼ αυτήν και ακόμη ότι θρησκεία είναι το να δείχνη κανείς ενδιαφέρον για τους πονούντας, αλλά κυρίως να διατηρή τον εαυτό του καθαρό από τα του κόσμου. Εκείνος που επιμελείται της καθάρσεώς του είναι θρήσκος και ανήκει στην θρησκεία.
Αυτή η αποχή μας δίδει το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία με την έννοια που χαρακτηρίζουν τις «φυσικές» θρησκείες, αλλά είναι κυρίως θεραπεία. Είναι θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στην συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό.
Ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτου μας έδειξε μερικές αλήθειες. Ο καλός Σαμαρείτης μόλις είδε τον εμπεσόντα στους ληστές, οι οποίοι τον πλήγωσαν και τον άφησαν ημιθανή, «εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού∙ (Λουκ. ιʼ, 33-34). Ο Χριστός θεράπευσε τον πληγωμένο άνθρωπο και τον οδήγησε στο πανδοχείο, δηλαδή στο Νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία. Εδώ παρουσιάζεται ο Χριστός ως ιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες του ανθρώπου και η Εκκλησία ως Νοσοκομείο.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας την παραβολή αυτή παρουσιάζει τις αλήθειες που τονίσαμε προηγουμένως. Ο άνθρωπος «από του επουρανίου πολιτεύματος, επί το της απάτης του διαβόλου πολίτευμα» κατέβη. «Και εμπίπτει εις τους ληστάς, τουτέστιν εις τον διάβολον και τας αντικειμένας αυτώ δυνάμεις». Οι πληγές που υπέστη είναι οι διάφορες αμαρτίες, όπως λέγει ο Δαυίδ «προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου». Γιατί «πάσα αμαρτία μώλωπα και τραύμα εργάζεται». Σαμαρείτης είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος κατέβηκε από τον Ουρανό στην γη για να θεραπεύση τον πληγωμένο άνθρωπο. Χρησιμοποίησε οίνον και έλαιον για τις πληγές, δηλαδή «μίξας Πνεύμα άγιον των αίματι αυτού, εζωοποίησεν τον άνθρωπον». Και κατʼ άλλην ερμηνεία «έλαιον επάγει τον παρακλητικόν λόγον, οίνον δε τον στυπτικόν καταδευόμενος, την διδασκαλία την συνάγουσαν την διεσκορπισμένην διάνοιαν». Τον έβαλε στο δικό του κτήνος, δηλαδή «λαβών την σάρκα επί τους ιδίους ώμους της θεότητος, ανήνεγκε τω πατρί εις ουρανούς».
Στην συνέχεια οδήγησε τον άνθρωπο ο καλός Σαμαρείτης, ο Χριστός, «εις το μέγα και θαυμαστόν και ευρύχωρον πανδοχείον, εις ταύτην την καθολικήν Εκκλησίαν». Τον έδωσε στον Πανδοχέα, που είναι ο Απόστολος Παύλος «δια δε του Παύλου τοις καθʼ εκάστην Εκκλησίαν αρχιερεύσι και διδασκάλοις και λειτουργοίς» λέγοντας «επιμελήσαι του λαού του εξ Εθνών, ον σοι παρέδωκα εν τη Εκκλησία. Επειδή ασθενούσιν οι άνθρωποι τετραυματισμένοι υπό των αμαρτιών, θεράπευσον αυτούς, επιθείς αυτοίς λίθον εμπλάστρου, τα προφητικά ρήματα και τα ευαγγελικά διδάγματα, υγιαίνων αυτούς δια των της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης νουθεσιών και παρακλήσεων...»/ Έτσι, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Παύλος είναι εκείνος που στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού «και πάντας ανθρώπους θεραπεύων δια των πνευματικών νουθεσιών, εκάστω τα πρόσφορα νέμων...»[2].
Στην ερμηνεία της παραβολής αυτής από τον ιερό Χρυσόστομο φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ασθενείς από την αμαρτία και οι επίσκοποι – ιερείς, όπως ο Απόστολος Παύλος, είναι οι θεραπευταί του λαού του Θεού.
Αυτές οι αλήθειες φαίνονται και σε πολλά άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης. Ο Κύριος έλεγε ότι «ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλʼ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. θʼ, 12). Επίσης ο Χριστός ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, θεράπευε κάθε ασθένεια της ψυχής και του σώματος. «Θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ...» και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και διαμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς» (Ματθ. δʼ, 23-24). Ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει καλώς ότι αρρωσταίνει η συνείδηση των ανθρώπων και κυρίως των απλοϊκών (Αʼ Κορ. ηʼ, 12). Και στην Αποκάλυψη γράφεται ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ποταμόν ύδατος ζωής που εκπορευόταν από τον θρόνο του Θεού και του αρνίου «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής... και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών» (Αποκ. κβʼ, 1-2).
Έτσι το έργο της Εκκλησίας είναι θεραπευτικό. Επιδιώκει να θεραπεύση τις ασθένειες των ανθρώπων, κυρίως τις ψυχικές, που τους βασανίζουν. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας. Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού καθώς επίσης και σε άλλα κεφάλαια θα παρατεθούν πολλά χωρία Πατέρων που φανερώνουν αυτήν την αλήθεια.
Πάντως επανερχόμενος τονίζω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να δούμε την αναγκαιότητα της Εκκλησίας. Στον καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη χρωστούμε πολλή ευγνωμοσύνη γιατί στα έργα του τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Παρουσιάζει στην εποχή μας την λησμονημένη αυτήν αλήθεια. Έχω την πεποίθηση ότι ο μνημονευθείς καθηγητής διάβασε πολύ καλά νηπτικούς Πατέρας και κυρίως τα έργα που περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, γιʼ αυτό συνέλαβε την πραγματική σημασία του Χριστιανισμού. Πιστεύω ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη συμβολή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου. Γιατί στην εποχή αυτή που ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται ως φιλοσοφία ή στείρα διανόηση (εγκεφαλική θεολογία) ή σαν μια κουλτούρα και μια παράδοση του λαού (λαϊκά ήθη και έθιμα, λαϊκή ευσέβεια), εκείνος παρουσιάζει αυτήν την διδασκαλία περί της θεραπευτικής επιστήμης και αγωγής.
Λέγει συγκεκριμένα: «Η πίστη στον Χριστό, χωρίς να υφίσταται κανείς ιατρεία εν Χριστώ, δεν είναι καθόλου πίστη. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια αντίφαση, που θα παρουσίαζε κάποιος ασθενής, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στο γιατρό του και μη εφαρμόζοντας ποτέ την αγωγή, που εκείνος του συνιστά. Για μια σωστή θεώρηση αυτής της θεραπείας εν σχέσει με τον κόσμο γενικά, πρέπει να σημειωθή, ότι αν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός είχαν εμφανισθή για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα θα είχαν πιθανώτατα χαρακτηρισθή, όχι θρησκείες, αλλʼ ιατρικές επιστήμες, συγγενείς της ψυχιατρικής, με ευρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία οφειλόμενες στην επιτυχία τους να ιατρεύουν σε ποικίλους βαθμούς την αρρώστεια της μερικώς λειτουργούσης προσωπικότητος. Με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν θρησκείες, που με διάφορες μαγικές μεθόδους και δοξασίες υπόσχονται φυγή από ένα δήθεν κόσμο της ύλης και του κακού ή της υποκρισίας σʼ ένα δήθεν πνευματικό κόσμος ασφαλείας και επιτυχίας»[3].
Σε άλλο έργο ο ίδιος Καθηγητής επιμένει πάνω σʼ αυτήν την αλήθεια. «Εις την φύσιν της η Πατερική Παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός αλλʼ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την ιατρικήν, και κυρίως με την ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το οποίον χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτό. Μόνον η νηπτική ή ασκητική αγωγή των Πατέρων οδηγεί εις την θεραπείαν αυτού του οργάνου... Δια τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξιν αυτού του οργάνου»[4].
Έτσι μέσα στην Εκκλησία χωριζόμαστε σε αρρώστους, σε ανθρώπους που υφίστανται την θεραπευτική αγωγή, και σε ανθρώπους (αγίους) που ήδη έχουν θεραπευθή. «... δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός
είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα»[5].
[1] Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου: Η ποιμαντική καθοδήγηση των μετανοούντων κατά τον Μ. Βασίλειο, Έδεσσα 1981, σελ. 22
[2] P G 62, 755-757
[3] Ιω. Ρωμανίδου: Ιησούς Χριστός η ζωή του κόσμου, πολυγραφημένη ομιλία. Μετάφρ. Μοναχού Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 28-29
[4] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, τόμος Ι, σελ. 22-23
[5] ένθ. ανωτ. σελ. 27
Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου
"Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία"
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Αʼ
Η Ορθοδοξία ως θεραπευτική επιστήμη
Έχουν διατυπωθή πολλές ερμηνείες του Χριστιανισμού και πολλές απαντήσεις έχουν δοθή στο τι είναι ο Χριστιανισμός και ποια είναι η αποστολή του μέσα στον κόσμο. Οι περισσότερες δεν είναι αληθινές. Στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να δούμε κάπως εκτενέστερα ότι ο Χριστιανισμός και κυρίως η Ορθοδοξία είναι θεραπευτική επιστήμη, καθώς επίσης να διαγράψουμε τι είναι θρησκεία και πως επιτυγχάνεται.
1. Τι είναι ο Χριστιανισμός
Πολλοί, ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού, διατυπώνουν την άποψη ότι είναι φιλοσοφία ή θρησκεία μέσα στις τόσες γνωστές από την αρχαιότητα. Και βέβαια φιλοσοφία με την άποψη που επικρατεί να λέγεται σήμερα δεν είναι ο Χριστιανισμός. Η φιλοσοφία διαθέτει σύστημα εγκεφαλικό που τις περισσότερες φορές δεν έχει σχέση με την ζωή. Κυρίως η διαφορά του Χριστιανισμού από την φιλοσοφία φαίνεται στο σημείο ότι η δεύτερη είναι στοχασμός ανθρώπινος ενώ ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του Θεού. Δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Τις αλήθειες του Χριστιανισμού ήταν αδύνατον να τις βρη η ανθρώπινη λογική. Εκεί που ήταν αδύνατος ο ανθρώπινος λόγος ήλθε ο Θεάνθρωπος Λόγος ή μάλλον ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η αποκάλυψη αυτή του Θεού διατυπώθηκε με φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης, αλλά πάλι πρέπει να υπογραμμισθή, δεν είναι φιλοσοφία. Το ένδυμα του Θεανθρώπινου Λόγου είναι παρμένο από την φιλοσοφία της εποχής εκείνης.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Ησαΐου: «Ιδού ο Δεσπότης Κύριος Σαβαώθ ωφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ, ισχύοντα και ισχύουσαν,... δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν...» παρατηρεί: «στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι απʼ αυτής των πραγμάτων πείρας. Έτερον μεν γαρ στοχασμός και προφητεία άλλο∙ ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων∙ ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων πολλά των μελλόντων προορά ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν. Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας Χάριτος το διάφορον»[1].
Επομένως άλλο ο στοχασμός (η φιλοσοφία) και άλλο η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του Προφήτη που θεολογεί. Η πρώτη είναι ανθρώπινη ενέργεια, ενώ η δεύτερη είναι αποκάλυψη του Παναγίου Πνεύματος.
Στα πατερικά έργα και κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου γίνεται λόγος για την φιλοσοφία ως αρχή της πνευματικής ζωής. Αλλά πρέπει να παρατηρηθή πως με τον όρο πρακτική φιλοσοφία ο άγιος εννοεί την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, που πράγματι είναι το πρώτο στάδιο της πορείας της ψυχής προς τον Θεό.
Ακόμη ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να θεωρηθή θρησκεία, με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα. Συνήθως, θεωρείται ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και διακυβερνά από εκεί την ανθρώπινη ιστορία, είναι σφόδρα απαιτητικός, ζητά ικανοποίηση από τον άνθρωπο, που είναι πεσμένος στην γη μέσα στην ασθένειά του και την αδυναμία του. Μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου υπάρχει ένα διαχωριστικό τείχος. Αυτό πρέπει να υπερπηδηθή και σʼαυτό βοηθά πολύ αποτελεσματικά η θρησκεία. Προς τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορες λατρευτικές τελετές.
Κατά μια άλλη άποψη ο άνθρωπος αισθάνεται αδύνατος μέσα στο σύμπαν και έχει ανάγκη της δημιουργίας, της πλάσεως ενός δυνατού Θεού, ο Οποίος θα τον βοηθά στην αδυναμία του. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία δεν πλάθει ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πλάθει ο Θεός. Ακόμη η θρησκεία νοείται ως σχέση του ανθρώπου προς τον Απόλυτο Θεό, δηλαδή «σχέσις του εγώ προς το Απόλυτον Συ». Επίσης θεωρούν πολλοί την θρησκεία σαν ένα μέσο για να πλανάται ο λαός με την μετάθεση των ελπίδων στην μέλλουσα ζωή. Κατʼ αυτόν τον τρόπο, με μέσο την θρησκεία ισχυρές δυνάμεις πιέζουν τον λαό.
Αλλά ο Χριστιανισμός είναι κάτι παρά πάνω από αυτές τις ερμηνείες – θεωρίες, γιʼ αυτό και δεν μπορεί να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας, όπως συνήθως δίνεται στις «φυσικές» λεγόμενες θρησκείες. Ο Θεός δεν είναι το Απόλυτον Συ, αλλά ζων Πρόσωπο που έχει κοινωνία οργανική με τον άνθρωπο. Επίσης ο Χριστιανισμός δεν μεταθέτει απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, ούτε περιμένει την απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών μετά την ιστορία και μετά το τέλος του χρόνου. Το μέλλον στον Χριστιανισμό βιώνεται στο παρόν και η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από αυτήν την ζωή. Βασιλεία του Θεού, κατά την πατερική ερμηνεία, είναι η Χάρη του Τριαδικού Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός.
Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν περιμένουμε το τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά με την εν Χριστώ ζωή τρέχουμε προς το τέλος της ιστορίας και έτσι βιώνουμε αυτά που πρόκειται να συμβούν στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή από τώρα.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι αυτός που είδε το άκτιστο Φως και ενώθηκε με τον Θεό δεν περιμένει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά την ζη. Έτσι στην χριστιανική διδασκαλία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η κυκλική, σταυρική. Δηλαδή το αιώνιο μας καταλαμβάνει σε κάθε χρονική στιγμή. Γιʼ αυτό ουσιαστικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σε μια αρραγή ενότητα. Είναι ο λεγόμενος συμπεπυκνωμένος χρόνος.
Γιʼ αυτό η Ορθοδοξία δεν μπορεί να χαρακτηρισθή σαν «το όπιο του λαού», ακριβώς γιατί δεν μεταθέτει το πρόβλημα. Προσφέρει ζωή, μεταμορφώνει την βιολογική ζωή, αγιάζει και μεταμορφώνει τις κοινωνίες. Η Ορθοδοξία, όπου βιώνεται σωστά και λειτουργεί αγιοπνευματικά, είναι μια κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων, ζώντων και κεκοιμημένων. Και μέσα σʼ αυτήν την κοινωνία λύνονται αληθινά όλα τα προβλήματα που εμφανίζονται στην ζωή μας.
Επειδή όμως μεταξύ των μελών της Εκκλησίας υπάρχουν άρρωστοι και αρχάριοι πνευματικά, γιʼ αυτό είναι ενδεχόμενο μερικοί να νοιώθουν ως θρησκεία τον Χριστιανισμό με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω. Άλλωστε η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατʼ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάση ο άνθρωπος στο καθʼ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Πάντως πρέπει να διευκρινισθή ότι, και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις.
Η πρώτη, ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως Εκκλησία. Εκκλησία θα πη Σώμα Χριστού. Υπάρχουν πολλά χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία. Αρκούμαστε στον λόγο του Χριστού «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» ( Ματθ. ιστʼ, 18 ) και στους λόγους του Αποστόλου Παύλου, αφʼ ενός μεν προς τους Κολοσσαείς «και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας» ( αʼ, 18 ) και αφʼ ετέρου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, «... ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Αʼ Τιμ. γʼ, 15). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν κατοικεί απλώς στους Ουρανούς και από εκεί διευθύνει την ιστορία και την ζωή των ανθρώπων, αλλά είναι ενωμένος μαζί μας. Πήρε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και έτσι εν Χριστώ η ανθρώπινη τεθεωμένη φύση βρίσκεται εκ δεξιών του Πατρός. Έτσι ο Χριστός είναι η ζωή και εμείς είμαστε «μέλη Χριστού».
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την μακαρία κατάσταση της θεώσεως. Η θέωση και το καθʼ ομοίωσιν ταυτίζονται. Αλλά, για να φθάση στο καθʼ ομοίωσιν, να φθάση στην θέα του Θεού και αυτή η θέα να μη γίνη φωτιά για να τον κατακαύση, αλλά φως που θα τον ζωοποιήση, απαιτείται προηγουμένως κάθαρση. Αυτή η κάθαρση και η θεραπεία είναι έργο της Εκκλησίας. Όταν ο Χριστιανισμός συμμετέχη στην λατρεία χωρίς να υφίσταται την ζωοποιό κάθαρση (άλλωστε και αυτές οι λατρευτικές εκδηλώσεις αποβλέπουν στην κάθαρση του ανθρώπου), τότε δεν ζη πραγματικά μέσα στον
χώρο της Εκκλησίας. Χριστιανισμός χωρίς κάθαρση είναι ουτοπία.
Έτσι λοιπόν μέσα από την κάθαρση, και μάλιστα όταν επιμελούμαστε την θεραπεία μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την θρησκεία, σύμφωνα άλλωστε και με τον λόγο του αδελφοθέου Ιακώβου: «Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλʼ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία∙ θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν από του κόσμου» (Ιακ. αʼ, 26-27). Φαίνεται καθαρά και από το χωρίο αυτό ότι θρήσκος είναι εκείνος που χαλιναγωγεί την γλώσσα του και δεν απατά την καρδία του, αλλά την καθαίρει από εκείνα που βρίσκονται μέσα σʼ αυτήν και ακόμη ότι θρησκεία είναι το να δείχνη κανείς ενδιαφέρον για τους πονούντας, αλλά κυρίως να διατηρή τον εαυτό του καθαρό από τα του κόσμου. Εκείνος που επιμελείται της καθάρσεώς του είναι θρήσκος και ανήκει στην θρησκεία.
Αυτή η αποχή μας δίδει το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία με την έννοια που χαρακτηρίζουν τις «φυσικές» θρησκείες, αλλά είναι κυρίως θεραπεία. Είναι θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στην συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό.
Ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτου μας έδειξε μερικές αλήθειες. Ο καλός Σαμαρείτης μόλις είδε τον εμπεσόντα στους ληστές, οι οποίοι τον πλήγωσαν και τον άφησαν ημιθανή, «εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού∙ (Λουκ. ιʼ, 33-34). Ο Χριστός θεράπευσε τον πληγωμένο άνθρωπο και τον οδήγησε στο πανδοχείο, δηλαδή στο Νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία. Εδώ παρουσιάζεται ο Χριστός ως ιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες του ανθρώπου και η Εκκλησία ως Νοσοκομείο.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας την παραβολή αυτή παρουσιάζει τις αλήθειες που τονίσαμε προηγουμένως. Ο άνθρωπος «από του επουρανίου πολιτεύματος, επί το της απάτης του διαβόλου πολίτευμα» κατέβη. «Και εμπίπτει εις τους ληστάς, τουτέστιν εις τον διάβολον και τας αντικειμένας αυτώ δυνάμεις». Οι πληγές που υπέστη είναι οι διάφορες αμαρτίες, όπως λέγει ο Δαυίδ «προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου». Γιατί «πάσα αμαρτία μώλωπα και τραύμα εργάζεται». Σαμαρείτης είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος κατέβηκε από τον Ουρανό στην γη για να θεραπεύση τον πληγωμένο άνθρωπο. Χρησιμοποίησε οίνον και έλαιον για τις πληγές, δηλαδή «μίξας Πνεύμα άγιον των αίματι αυτού, εζωοποίησεν τον άνθρωπον». Και κατʼ άλλην ερμηνεία «έλαιον επάγει τον παρακλητικόν λόγον, οίνον δε τον στυπτικόν καταδευόμενος, την διδασκαλία την συνάγουσαν την διεσκορπισμένην διάνοιαν». Τον έβαλε στο δικό του κτήνος, δηλαδή «λαβών την σάρκα επί τους ιδίους ώμους της θεότητος, ανήνεγκε τω πατρί εις ουρανούς».
Στην συνέχεια οδήγησε τον άνθρωπο ο καλός Σαμαρείτης, ο Χριστός, «εις το μέγα και θαυμαστόν και ευρύχωρον πανδοχείον, εις ταύτην την καθολικήν Εκκλησίαν». Τον έδωσε στον Πανδοχέα, που είναι ο Απόστολος Παύλος «δια δε του Παύλου τοις καθʼ εκάστην Εκκλησίαν αρχιερεύσι και διδασκάλοις και λειτουργοίς» λέγοντας «επιμελήσαι του λαού του εξ Εθνών, ον σοι παρέδωκα εν τη Εκκλησία. Επειδή ασθενούσιν οι άνθρωποι τετραυματισμένοι υπό των αμαρτιών, θεράπευσον αυτούς, επιθείς αυτοίς λίθον εμπλάστρου, τα προφητικά ρήματα και τα ευαγγελικά διδάγματα, υγιαίνων αυτούς δια των της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης νουθεσιών και παρακλήσεων...»/ Έτσι, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Παύλος είναι εκείνος που στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού «και πάντας ανθρώπους θεραπεύων δια των πνευματικών νουθεσιών, εκάστω τα πρόσφορα νέμων...»[2].
Στην ερμηνεία της παραβολής αυτής από τον ιερό Χρυσόστομο φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ασθενείς από την αμαρτία και οι επίσκοποι – ιερείς, όπως ο Απόστολος Παύλος, είναι οι θεραπευταί του λαού του Θεού.
Αυτές οι αλήθειες φαίνονται και σε πολλά άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης. Ο Κύριος έλεγε ότι «ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλʼ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. θʼ, 12). Επίσης ο Χριστός ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, θεράπευε κάθε ασθένεια της ψυχής και του σώματος. «Θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ...» και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και διαμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς» (Ματθ. δʼ, 23-24). Ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει καλώς ότι αρρωσταίνει η συνείδηση των ανθρώπων και κυρίως των απλοϊκών (Αʼ Κορ. ηʼ, 12). Και στην Αποκάλυψη γράφεται ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ποταμόν ύδατος ζωής που εκπορευόταν από τον θρόνο του Θεού και του αρνίου «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής... και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών» (Αποκ. κβʼ, 1-2).
Έτσι το έργο της Εκκλησίας είναι θεραπευτικό. Επιδιώκει να θεραπεύση τις ασθένειες των ανθρώπων, κυρίως τις ψυχικές, που τους βασανίζουν. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας. Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού καθώς επίσης και σε άλλα κεφάλαια θα παρατεθούν πολλά χωρία Πατέρων που φανερώνουν αυτήν την αλήθεια.
Πάντως επανερχόμενος τονίζω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να δούμε την αναγκαιότητα της Εκκλησίας. Στον καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη χρωστούμε πολλή ευγνωμοσύνη γιατί στα έργα του τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Παρουσιάζει στην εποχή μας την λησμονημένη αυτήν αλήθεια. Έχω την πεποίθηση ότι ο μνημονευθείς καθηγητής διάβασε πολύ καλά νηπτικούς Πατέρας και κυρίως τα έργα που περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, γιʼ αυτό συνέλαβε την πραγματική σημασία του Χριστιανισμού. Πιστεύω ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη συμβολή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου. Γιατί στην εποχή αυτή που ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται ως φιλοσοφία ή στείρα διανόηση (εγκεφαλική θεολογία) ή σαν μια κουλτούρα και μια παράδοση του λαού (λαϊκά ήθη και έθιμα, λαϊκή ευσέβεια), εκείνος παρουσιάζει αυτήν την διδασκαλία περί της θεραπευτικής επιστήμης και αγωγής.
Λέγει συγκεκριμένα: «Η πίστη στον Χριστό, χωρίς να υφίσταται κανείς ιατρεία εν Χριστώ, δεν είναι καθόλου πίστη. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια αντίφαση, που θα παρουσίαζε κάποιος ασθενής, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στο γιατρό του και μη εφαρμόζοντας ποτέ την αγωγή, που εκείνος του συνιστά. Για μια σωστή θεώρηση αυτής της θεραπείας εν σχέσει με τον κόσμο γενικά, πρέπει να σημειωθή, ότι αν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός είχαν εμφανισθή για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα θα είχαν πιθανώτατα χαρακτηρισθή, όχι θρησκείες, αλλʼ ιατρικές επιστήμες, συγγενείς της ψυχιατρικής, με ευρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία οφειλόμενες στην επιτυχία τους να ιατρεύουν σε ποικίλους βαθμούς την αρρώστεια της μερικώς λειτουργούσης προσωπικότητος. Με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν θρησκείες, που με διάφορες μαγικές μεθόδους και δοξασίες υπόσχονται φυγή από ένα δήθεν κόσμο της ύλης και του κακού ή της υποκρισίας σʼ ένα δήθεν πνευματικό κόσμος ασφαλείας και επιτυχίας»[3].
Σε άλλο έργο ο ίδιος Καθηγητής επιμένει πάνω σʼ αυτήν την αλήθεια. «Εις την φύσιν της η Πατερική Παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός αλλʼ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την ιατρικήν, και κυρίως με την ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το οποίον χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτό. Μόνον η νηπτική ή ασκητική αγωγή των Πατέρων οδηγεί εις την θεραπείαν αυτού του οργάνου... Δια τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξιν αυτού του οργάνου»[4].
Έτσι μέσα στην Εκκλησία χωριζόμαστε σε αρρώστους, σε ανθρώπους που υφίστανται την θεραπευτική αγωγή, και σε ανθρώπους (αγίους) που ήδη έχουν θεραπευθή. «... δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός
είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα»[5].
[1] Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου: Η ποιμαντική καθοδήγηση των μετανοούντων κατά τον Μ. Βασίλειο, Έδεσσα 1981, σελ. 22
[2] P G 62, 755-757
[3] Ιω. Ρωμανίδου: Ιησούς Χριστός η ζωή του κόσμου, πολυγραφημένη ομιλία. Μετάφρ. Μοναχού Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 28-29
[4] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, τόμος Ι, σελ. 22-23
[5] ένθ. ανωτ. σελ. 27