Σελίδα 1 από 1

Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:26 pm
από NIKOSZ
Απο το βιβλιο του Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου
"Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία"


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Αʼ


Η Ορθοδοξία ως θεραπευτική επιστήμη


Έχουν διατυπωθή πολλές ερμηνείες του Χριστιανισμού και πολλές απαντήσεις έχουν δοθή στο τι είναι ο Χριστιανισμός και ποια είναι η αποστολή του μέσα στον κόσμο. Οι περισσότερες δεν είναι αληθινές. Στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να δούμε κάπως εκτενέστερα ότι ο Χριστιανισμός και κυρίως η Ορθοδοξία είναι θεραπευτική επιστήμη, καθώς επίσης να διαγράψουμε τι είναι θρησκεία και πως επιτυγχάνεται.


1. Τι είναι ο Χριστιανισμός

Πολλοί, ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού, διατυπώνουν την άποψη ότι είναι φιλοσοφία ή θρησκεία μέσα στις τόσες γνωστές από την αρχαιότητα. Και βέβαια φιλοσοφία με την άποψη που επικρατεί να λέγεται σήμερα δεν είναι ο Χριστιανισμός. Η φιλοσοφία διαθέτει σύστημα εγκεφαλικό που τις περισσότερες φορές δεν έχει σχέση με την ζωή. Κυρίως η διαφορά του Χριστιανισμού από την φιλοσοφία φαίνεται στο σημείο ότι η δεύτερη είναι στοχασμός ανθρώπινος ενώ ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του Θεού. Δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Τις αλήθειες του Χριστιανισμού ήταν αδύνατον να τις βρη η ανθρώπινη λογική. Εκεί που ήταν αδύνατος ο ανθρώπινος λόγος ήλθε ο Θεάνθρωπος Λόγος ή μάλλον ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η αποκάλυψη αυτή του Θεού διατυπώθηκε με φιλοσοφικούς όρους της εποχής εκείνης, αλλά πάλι πρέπει να υπογραμμισθή, δεν είναι φιλοσοφία. Το ένδυμα του Θεανθρώπινου Λόγου είναι παρμένο από την φιλοσοφία της εποχής εκείνης.

Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Ησαΐου: «Ιδού ο Δεσπότης Κύριος Σαβαώθ ωφελεί από της Ιουδαίας και από Ιερουσαλήμ, ισχύοντα και ισχύουσαν,... δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν...» παρατηρεί: «στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των μελλόντων στοχάζεσθαι απʼ αυτής των πραγμάτων πείρας. Έτερον μεν γαρ στοχασμός και προφητεία άλλο∙ ο μεν γαρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων∙ ο δε τας αφορμάς από των ήδη γεγενημένων λαμβάνων και την οικείαν σύνεσιν διεγείρων πολλά των μελλόντων προορά ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν. Αλλά πολύ το μέσον τούτου κακείνου όσον συνέσεως ανθρωπίνης και θείας Χάριτος το διάφορον»[1].

Επομένως άλλο ο στοχασμός (η φιλοσοφία) και άλλο η προφητεία, δηλαδή ο λόγος του Προφήτη που θεολογεί. Η πρώτη είναι ανθρώπινη ενέργεια, ενώ η δεύτερη είναι αποκάλυψη του Παναγίου Πνεύματος.
Στα πατερικά έργα και κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μαξίμου γίνεται λόγος για την φιλοσοφία ως αρχή της πνευματικής ζωής. Αλλά πρέπει να παρατηρηθή πως με τον όρο πρακτική φιλοσοφία ο άγιος εννοεί την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, που πράγματι είναι το πρώτο στάδιο της πορείας της ψυχής προς τον Θεό.

Ακόμη ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να θεωρηθή θρησκεία, με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα. Συνήθως, θεωρείται ότι ο Θεός κατοικεί στους ουρανούς και διακυβερνά από εκεί την ανθρώπινη ιστορία, είναι σφόδρα απαιτητικός, ζητά ικανοποίηση από τον άνθρωπο, που είναι πεσμένος στην γη μέσα στην ασθένειά του και την αδυναμία του. Μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου υπάρχει ένα διαχωριστικό τείχος. Αυτό πρέπει να υπερπηδηθή και σʼαυτό βοηθά πολύ αποτελεσματικά η θρησκεία. Προς τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορες λατρευτικές τελετές.

Κατά μια άλλη άποψη ο άνθρωπος αισθάνεται αδύνατος μέσα στο σύμπαν και έχει ανάγκη της δημιουργίας, της πλάσεως ενός δυνατού Θεού, ο Οποίος θα τον βοηθά στην αδυναμία του. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία δεν πλάθει ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πλάθει ο Θεός. Ακόμη η θρησκεία νοείται ως σχέση του ανθρώπου προς τον Απόλυτο Θεό, δηλαδή «σχέσις του εγώ προς το Απόλυτον Συ». Επίσης θεωρούν πολλοί την θρησκεία σαν ένα μέσο για να πλανάται ο λαός με την μετάθεση των ελπίδων στην μέλλουσα ζωή. Κατʼ αυτόν τον τρόπο, με μέσο την θρησκεία ισχυρές δυνάμεις πιέζουν τον λαό.

Αλλά ο Χριστιανισμός είναι κάτι παρά πάνω από αυτές τις ερμηνείες – θεωρίες, γιʼ αυτό και δεν μπορεί να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας, όπως συνήθως δίνεται στις «φυσικές» λεγόμενες θρησκείες. Ο Θεός δεν είναι το Απόλυτον Συ, αλλά ζων Πρόσωπο που έχει κοινωνία οργανική με τον άνθρωπο. Επίσης ο Χριστιανισμός δεν μεταθέτει απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, ούτε περιμένει την απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών μετά την ιστορία και μετά το τέλος του χρόνου. Το μέλλον στον Χριστιανισμό βιώνεται στο παρόν και η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από αυτήν την ζωή. Βασιλεία του Θεού, κατά την πατερική ερμηνεία, είναι η Χάρη του Τριαδικού Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός.

Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν περιμένουμε το τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά με την εν Χριστώ ζωή τρέχουμε προς το τέλος της ιστορίας και έτσι βιώνουμε αυτά που πρόκειται να συμβούν στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή από τώρα.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι αυτός που είδε το άκτιστο Φως και ενώθηκε με τον Θεό δεν περιμένει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αλλά την ζη. Έτσι στην χριστιανική διδασκαλία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η κυκλική, σταυρική. Δηλαδή το αιώνιο μας καταλαμβάνει σε κάθε χρονική στιγμή. Γιʼ αυτό ουσιαστικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον βιώνονται σε μια αρραγή ενότητα. Είναι ο λεγόμενος συμπεπυκνωμένος χρόνος.

Γιʼ αυτό η Ορθοδοξία δεν μπορεί να χαρακτηρισθή σαν «το όπιο του λαού», ακριβώς γιατί δεν μεταθέτει το πρόβλημα. Προσφέρει ζωή, μεταμορφώνει την βιολογική ζωή, αγιάζει και μεταμορφώνει τις κοινωνίες. Η Ορθοδοξία, όπου βιώνεται σωστά και λειτουργεί αγιοπνευματικά, είναι μια κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων, ζώντων και κεκοιμημένων. Και μέσα σʼ αυτήν την κοινωνία λύνονται αληθινά όλα τα προβλήματα που εμφανίζονται στην ζωή μας.

Επειδή όμως μεταξύ των μελών της Εκκλησίας υπάρχουν άρρωστοι και αρχάριοι πνευματικά, γιʼ αυτό είναι ενδεχόμενο μερικοί να νοιώθουν ως θρησκεία τον Χριστιανισμό με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω. Άλλωστε η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατʼ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάση ο άνθρωπος στο καθʼ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Πάντως πρέπει να διευκρινισθή ότι, και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις.

Η πρώτη, ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως Εκκλησία. Εκκλησία θα πη Σώμα Χριστού. Υπάρχουν πολλά χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία. Αρκούμαστε στον λόγο του Χριστού «συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» ( Ματθ. ιστʼ, 18 ) και στους λόγους του Αποστόλου Παύλου, αφʼ ενός μεν προς τους Κολοσσαείς «και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας» ( αʼ, 18 ) και αφʼ ετέρου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, «... ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Αʼ Τιμ. γʼ, 15). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν κατοικεί απλώς στους Ουρανούς και από εκεί διευθύνει την ιστορία και την ζωή των ανθρώπων, αλλά είναι ενωμένος μαζί μας. Πήρε την ανθρώπινη φύση, την θέωσε και έτσι εν Χριστώ η ανθρώπινη τεθεωμένη φύση βρίσκεται εκ δεξιών του Πατρός. Έτσι ο Χριστός είναι η ζωή και εμείς είμαστε «μέλη Χριστού».

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την μακαρία κατάσταση της θεώσεως. Η θέωση και το καθʼ ομοίωσιν ταυτίζονται. Αλλά, για να φθάση στο καθʼ ομοίωσιν, να φθάση στην θέα του Θεού και αυτή η θέα να μη γίνη φωτιά για να τον κατακαύση, αλλά φως που θα τον ζωοποιήση, απαιτείται προηγουμένως κάθαρση. Αυτή η κάθαρση και η θεραπεία είναι έργο της Εκκλησίας. Όταν ο Χριστιανισμός συμμετέχη στην λατρεία χωρίς να υφίσταται την ζωοποιό κάθαρση (άλλωστε και αυτές οι λατρευτικές εκδηλώσεις αποβλέπουν στην κάθαρση του ανθρώπου), τότε δεν ζη πραγματικά μέσα στον
χώρο της Εκκλησίας. Χριστιανισμός χωρίς κάθαρση είναι ουτοπία.

Έτσι λοιπόν μέσα από την κάθαρση, και μάλιστα όταν επιμελούμαστε την θεραπεία μας, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την θρησκεία, σύμφωνα άλλωστε και με τον λόγο του αδελφοθέου Ιακώβου: «Ει τις δοκεί θρήσκος είναι εν υμίν μη χαλιναγωγών γλώσσαν αυτού, αλλʼ απατών καρδίαν αυτού, τούτου μάταιος η θρησκεία∙ θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν από του κόσμου» (Ιακ. αʼ, 26-27). Φαίνεται καθαρά και από το χωρίο αυτό ότι θρήσκος είναι εκείνος που χαλιναγωγεί την γλώσσα του και δεν απατά την καρδία του, αλλά την καθαίρει από εκείνα που βρίσκονται μέσα σʼ αυτήν και ακόμη ότι θρησκεία είναι το να δείχνη κανείς ενδιαφέρον για τους πονούντας, αλλά κυρίως να διατηρή τον εαυτό του καθαρό από τα του κόσμου. Εκείνος που επιμελείται της καθάρσεώς του είναι θρήσκος και ανήκει στην θρησκεία.

Αυτή η αποχή μας δίδει το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία με την έννοια που χαρακτηρίζουν τις «φυσικές» θρησκείες, αλλά είναι κυρίως θεραπεία. Είναι θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στην συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό.

Ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτου μας έδειξε μερικές αλήθειες. Ο καλός Σαμαρείτης μόλις είδε τον εμπεσόντα στους ληστές, οι οποίοι τον πλήγωσαν και τον άφησαν ημιθανή, «εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού∙ (Λουκ. ιʼ, 33-34). Ο Χριστός θεράπευσε τον πληγωμένο άνθρωπο και τον οδήγησε στο πανδοχείο, δηλαδή στο Νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία. Εδώ παρουσιάζεται ο Χριστός ως ιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες του ανθρώπου και η Εκκλησία ως Νοσοκομείο.

Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Χρυσόστομος αναλύοντας την παραβολή αυτή παρουσιάζει τις αλήθειες που τονίσαμε προηγουμένως. Ο άνθρωπος «από του επουρανίου πολιτεύματος, επί το της απάτης του διαβόλου πολίτευμα» κατέβη. «Και εμπίπτει εις τους ληστάς, τουτέστιν εις τον διάβολον και τας αντικειμένας αυτώ δυνάμεις». Οι πληγές που υπέστη είναι οι διάφορες αμαρτίες, όπως λέγει ο Δαυίδ «προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου». Γιατί «πάσα αμαρτία μώλωπα και τραύμα εργάζεται». Σαμαρείτης είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος κατέβηκε από τον Ουρανό στην γη για να θεραπεύση τον πληγωμένο άνθρωπο. Χρησιμοποίησε οίνον και έλαιον για τις πληγές, δηλαδή «μίξας Πνεύμα άγιον των αίματι αυτού, εζωοποίησεν τον άνθρωπον». Και κατʼ άλλην ερμηνεία «έλαιον επάγει τον παρακλητικόν λόγον, οίνον δε τον στυπτικόν καταδευόμενος, την διδασκαλία την συνάγουσαν την διεσκορπισμένην διάνοιαν». Τον έβαλε στο δικό του κτήνος, δηλαδή «λαβών την σάρκα επί τους ιδίους ώμους της θεότητος, ανήνεγκε τω πατρί εις ουρανούς».

Στην συνέχεια οδήγησε τον άνθρωπο ο καλός Σαμαρείτης, ο Χριστός, «εις το μέγα και θαυμαστόν και ευρύχωρον πανδοχείον, εις ταύτην την καθολικήν Εκκλησίαν». Τον έδωσε στον Πανδοχέα, που είναι ο Απόστολος Παύλος «δια δε του Παύλου τοις καθʼ εκάστην Εκκλησίαν αρχιερεύσι και διδασκάλοις και λειτουργοίς» λέγοντας «επιμελήσαι του λαού του εξ Εθνών, ον σοι παρέδωκα εν τη Εκκλησία. Επειδή ασθενούσιν οι άνθρωποι τετραυματισμένοι υπό των αμαρτιών, θεράπευσον αυτούς, επιθείς αυτοίς λίθον εμπλάστρου, τα προφητικά ρήματα και τα ευαγγελικά διδάγματα, υγιαίνων αυτούς δια των της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης νουθεσιών και παρακλήσεων...»/ Έτσι, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Παύλος είναι εκείνος που στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού «και πάντας ανθρώπους θεραπεύων δια των πνευματικών νουθεσιών, εκάστω τα πρόσφορα νέμων...»[2].

Στην ερμηνεία της παραβολής αυτής από τον ιερό Χρυσόστομο φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ασθενείς από την αμαρτία και οι επίσκοποι – ιερείς, όπως ο Απόστολος Παύλος, είναι οι θεραπευταί του λαού του Θεού.

Αυτές οι αλήθειες φαίνονται και σε πολλά άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης. Ο Κύριος έλεγε ότι «ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλʼ οι κακώς έχοντες» (Ματθ. θʼ, 12). Επίσης ο Χριστός ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, θεράπευε κάθε ασθένεια της ψυχής και του σώματος. «Θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ...» και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους, και διαμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς, και εθεράπευσεν αυτούς» (Ματθ. δʼ, 23-24). Ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει καλώς ότι αρρωσταίνει η συνείδηση των ανθρώπων και κυρίως των απλοϊκών (Αʼ Κορ. ηʼ, 12). Και στην Αποκάλυψη γράφεται ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ποταμόν ύδατος ζωής που εκπορευόταν από τον θρόνο του Θεού και του αρνίου «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής... και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών» (Αποκ. κβʼ, 1-2).

Έτσι το έργο της Εκκλησίας είναι θεραπευτικό. Επιδιώκει να θεραπεύση τις ασθένειες των ανθρώπων, κυρίως τις ψυχικές, που τους βασανίζουν. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας. Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού καθώς επίσης και σε άλλα κεφάλαια θα παρατεθούν πολλά χωρία Πατέρων που φανερώνουν αυτήν την αλήθεια.

Πάντως επανερχόμενος τονίζω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να δούμε την αναγκαιότητα της Εκκλησίας. Στον καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη χρωστούμε πολλή ευγνωμοσύνη γιατί στα έργα του τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Παρουσιάζει στην εποχή μας την λησμονημένη αυτήν αλήθεια. Έχω την πεποίθηση ότι ο μνημονευθείς καθηγητής διάβασε πολύ καλά νηπτικούς Πατέρας και κυρίως τα έργα που περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, γιʼ αυτό συνέλαβε την πραγματική σημασία του Χριστιανισμού. Πιστεύω ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη συμβολή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου. Γιατί στην εποχή αυτή που ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται ως φιλοσοφία ή στείρα διανόηση (εγκεφαλική θεολογία) ή σαν μια κουλτούρα και μια παράδοση του λαού (λαϊκά ήθη και έθιμα, λαϊκή ευσέβεια), εκείνος παρουσιάζει αυτήν την διδασκαλία περί της θεραπευτικής επιστήμης και αγωγής.

Λέγει συγκεκριμένα: «Η πίστη στον Χριστό, χωρίς να υφίσταται κανείς ιατρεία εν Χριστώ, δεν είναι καθόλου πίστη. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια αντίφαση, που θα παρουσίαζε κάποιος ασθενής, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στο γιατρό του και μη εφαρμόζοντας ποτέ την αγωγή, που εκείνος του συνιστά. Για μια σωστή θεώρηση αυτής της θεραπείας εν σχέσει με τον κόσμο γενικά, πρέπει να σημειωθή, ότι αν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός είχαν εμφανισθή για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα θα είχαν πιθανώτατα χαρακτηρισθή, όχι θρησκείες, αλλʼ ιατρικές επιστήμες, συγγενείς της ψυχιατρικής, με ευρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία οφειλόμενες στην επιτυχία τους να ιατρεύουν σε ποικίλους βαθμούς την αρρώστεια της μερικώς λειτουργούσης προσωπικότητος. Με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν θρησκείες, που με διάφορες μαγικές μεθόδους και δοξασίες υπόσχονται φυγή από ένα δήθεν κόσμο της ύλης και του κακού ή της υποκρισίας σʼ ένα δήθεν πνευματικό κόσμος ασφαλείας και επιτυχίας»[3].

Σε άλλο έργο ο ίδιος Καθηγητής επιμένει πάνω σʼ αυτήν την αλήθεια. «Εις την φύσιν της η Πατερική Παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός αλλʼ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την ιατρικήν, και κυρίως με την ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το οποίον χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτό. Μόνον η νηπτική ή ασκητική αγωγή των Πατέρων οδηγεί εις την θεραπείαν αυτού του οργάνου... Δια τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξιν αυτού του οργάνου»[4].

Έτσι μέσα στην Εκκλησία χωριζόμαστε σε αρρώστους, σε ανθρώπους που υφίστανται την θεραπευτική αγωγή, και σε ανθρώπους (αγίους) που ήδη έχουν θεραπευθή. «... δια τους Πατέρας δεν διαχωρίζονται οι άνθρωποι εις ηθικούς και ανηθίκους ή εις καλούς και κακούς βάσει ηθικών κανόνων. Ο διαχωρισμός αυτός
είναι επιφανειακός. Εις το βάθος διακρίνεται η ανθρωπότης εις ψυχικά αρρώστους, εις θεραπευομένους και εις θεραπευμένους. Όλοι όσοι δεν είναι εις την κατάστασιν του φωτισμού είναι ψυχικά άρρωστοι... Δεν είναι μόνον η καλή θέλησις, η καλή απόφασις, η ηθική πράξις και η αφοσίωσις εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν που κάμει τον Ορθόδοξον, αλλά η κάθαρσις, ο φωτισμός και η θέωσις. Τα στάδια αυτά θεραπείας είναι ο σκοπός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, όπως μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα»[5].



[1] Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου: Η ποιμαντική καθοδήγηση των μετανοούντων κατά τον Μ. Βασίλειο, Έδεσσα 1981, σελ. 22

[2] P G 62, 755-757

[3] Ιω. Ρωμανίδου: Ιησούς Χριστός η ζωή του κόσμου, πολυγραφημένη ομιλία. Μετάφρ. Μοναχού Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 28-29

[4] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, τόμος Ι, σελ. 22-23

[5] ένθ. ανωτ. σελ. 27

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:30 pm
από NIKOSZ
2. Η θεολογία ως θεραπευτική επιστήμη

Από όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα φαίνεται καθαρά πως ο Χριστιανισμός είναι κυρίως επιστήμη που θεραπεύει, δηλαδή είναι μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος και αγωγή. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την θεολογία. Δεν είναι φιλοσοφία αλλά κυρίως θεραπευτική αγωγή. Η ορθόδοξη θεολογία δείχνει καθαρά ότι αφʼ ενός μεν είναι καρπός μιας θεραπείας και αφʼ ετέρου ότι είναι δρόμος που δείχνει την θεραπεία. Με άλλα λόγια μόνον όσοι έχουν θεραπευθή και απέκτησαν κοινωνία με τον Θεό είναι θεολόγοι και μόνον αυτοί μπορούν να δείξουν τον αληθινό δρόμο στους Χριστιανούς για να φθάσουν στον «τόπο» της θεραπείας. Άρα η θεολογία είναι και καρπός και μέθοδος θεραπείας.

Εδώ χρειάζεται να επιμηκύνουμε τον λόγο για να δούμε καθαρότερα αυτές τις αλήθειες. Θα παραθέσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων σχετικά με την θεολογία και τους θεολόγους.

Νομίζω πως πρέπει να αρχίση κανείς από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στον οποίο η Εκκλησία δεν προσέδωσε τυχαία την προσωνυμία του Θεολόγου. Γράφει στην αρχή των περιφήμων θεολογικών του λόγων ότι δεν μπορεί κάθε άνθρωπος να θεολογή, να ομιλή περί του Θεού, γιατί το να μιλά κανείς για τον Θεό δεν είναι ευθυνόν πράγμα «και των χαμαί ερχομένων». Δεν είναι όλων το έργο αυτό, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον». Μόνον αυτοί που πέρασαν από την πράξη στην θεωρία μπορούν να μιλήσουν για τον Θεό. Και πότε γίνεται αυτό; «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις». Γιʼ αυτό συνιστά ο άγιος «δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν»[6].

Ο Νείλος ο ασκητής συνδέει την θεολογία με την προσευχή και κυρίως την νοερά προσευχή. Ξέρουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι εκείνος που απέκτησε το χάρισμα της νοεράς ή καρδιακής προσευχής εισήλθε στα πρώτα στάδια της θεωρίας του Θεού. Είναι και αυτή ένα είδος θεωρίας. Γιʼ αυτό όσοι προσεύχονται νοερά αποκτούν κοινωνία με τον Θεό και αυτή η κοινωνία είναι γνώση του Θεού από τον άνθρωπο. Λέγει λοιπόν ο άγιος Νείλος: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προσευχή, θεολόγος ει»[7].

Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος σε πολλά σημεία στο πνευματικότατο εντρύφημά του που αποκαλείται «Κλίμαξ» παρουσιάζει την αληθινή θεολογία. «Τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις». Εκείνος που ήνωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεό μυσταγωγείται υπʼ Αυτού. Αν δεν έχη γίνη αυτό τότε «χαλεπόν περί Θεού διαλέγεσθαι»[8].

Αντίθετα εκείνος που δεν γνώρισε τον Θεό υπαρκτικά, αυτός «στοχαστικώς αποφθέγγεται»[9]. Μάλιστα, κατά την πατερική διδασκαλία, το να μιλά κανείς στοχαστικά για τον Θεό είναι πολύ κακό, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στην πλάνη. Ο ίδιος άγιος γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται μέσα μας «η των διαμόνων θεολογία». Σε καρδιές κενόδοξες, που δεν έχουν προηγουμένως καθαρθή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, οι ακάθαρτοι δαίμονες «την των θείων γραφών ερμηνείαν εν προοιμίοις υφηγούνται»[10]. Γιʼ αυτό εκείνος που έχει πάθος είναι αδύνατον «θεολογίας άπτεσθαι»[11].

Οι άγιοι έπασχαν «τα θεία μη διανοούμενοι» και, κατά τον λόγο των Πατέρων, θεολογούσαν όχι αριστοτελικώς, δηλαδή με την διάνοια, αλλά αλιευτικώς, δηλαδή με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αν δεν καθαρθή προηγουμένως ο άνθρωπος από τα πάθη, και κυρίως από την φαντασία, είναι ανίκανος να διαλεχθή με τον Θεό και να μιλήση για τον Θεό, αφού «νους φανταζόμενος είναι ανίκανος δια την θεολογίαν». Οι άγιοι έζησαν μια «πνευματογράφον θεολογίαν».

Την ίδια διδασκαλία συναντούμε στα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όταν ο άνθρωπος ζη την πρακτική φιλοσοφία, που είναι η μετάνοια και η κάθαρση από τα πάθη, «εις φρόνησιν προκόπτει». Όταν ζη την θεωρία τότε προκόπτει «εις γνώσιν». Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να διακρίνη μεταξύ της αρετής και κακίας, στην δεύτερη περίπτωση (στην θεωρία) «εις τους περί ασωμάτων και σωμάτων λόγους άγειν τον μέτοχον». Και προχωρεί στην συνέχεια ότι «της θεολογικής χάριτος τηνικαύτα καταξιούται, οπηνίκα τα προειρημένα πάντα δια των της αγάπης πτερών διαπεράσας και εν θεωρία γενόμενος, τον περί αυτού λόγον δια του Πνεύματος, ως ανθρωπίνω νω δυνατόν, διασκοπήση»[12] .

Η θεολογία, δηλαδή η γνώση περί του Θεού, μυσταγωγείται σʼ εκείνον που έφθασε στην θεωρία. Μάλιστα σε άλλο σημείο ο ίδιος Πατήρ λέγει ότι εκείνος που αδιάλειπτα «περί τα ένδον τας διατριβάς ποιείται» όχι μόνον σωφρονεί, μακροθυμεί, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεί, αλλά «και θεωρεί και θεολογεί και προσεύχεται»[13]. Η θεολογία και στο σημείο αυτό συνδέεται στενώτατα με την θεωρία και την προσευχή.

Πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η θεολογία που δεν είναι αποτέλεσμα της καθάρσεως, δηλαδή της πράξεως, είναι δαιμονική. Κατά τον άγιο Μάξιμο, «δαιμόνων θεολογία ή δίχα πράξεως γνώσις»[14].

Και ο όσιος Θαλάσσιος ευρισκόμενος στην ίδια προοπτική γράφει ότι όταν ο νους του ανθρώπου αρχίζη από την πίστη «εις την παντός επέκεινα νου καταλήγει θεολογίαν, ην άληστον πίστιν και πράγματος αφανούς θεωρίαν αρίζουσιν»[15]. Η θεολογία είναι πέρα από την λογική, είναι αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο και οι Πατέρες την ορίζουν ως θεωρία. Και εδώ η θεολογία είναι κυρίως θεωρία του Θεού, δηλαδή θέα του Θεού. Σε άλλο σημείο ο ίδιος όσιος γράφει ότι από αγάπη ειλικρινή γεννιέται η γνώση «ταύτην δε διαδέχεται το έσχατον ορεκτόν. Τούτο δε έστιν, η της Θεολογίας Χάρις»[16].

Στην διδασκαλία του αγίου Διαδόχου του Φωτικής η θεολογία παρουσιάζεται ως το μεγαλύτερο χάρισμα που προσφέρει στον άνθρωπο το Πανάγιο Πνεύμα. Όλα τα χαρίσματα «καλά λίαν», «ουδέν δε ούτως ημών αναφλέγει και κινεί την καρδίαν εις την αγάπην της αυτού αγαθότητος ως η θεολογία». Γιατί η θεολογία ως γέννημα της Χάριτος του Θεού «πρώτα πάντως και δώρα τη ψυχή χαρίζεται»[17].

Κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, το Άγιο Πνεύμα δίδει στον έναν άνθρωπο το χάρισμα της γνώσεως, σε άλλον το χάρισμα της σοφίας ( αʼ Κορ. ιβʼ, 8 ). Και ερμηνεύοντας ο άγιος Διάδοχος αναφέρει ότι η γνώση συνάπτει τον άνθρωπο με τον Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή στους λόγους των πραγμάτων. Υπάρχουν μοναχοί που αγαπούν την ησυχία και φωτίζονται από την Χάρη του Θεού, «εις λόγους δε θείους ουκ έρχονται». Η σοφία είναι ένα από τα πιο σπάνια δώρα που δίδονται από τον Θεό στον άνθρωπο εκείνον που έχει και έκφραση και νου χωρητικό. Γιʼ αυτό την γνώση του Θεού «ευχή φέρει και πολλή ησυχία εν αμεριμνία παντελεί, την δε σοφίαν ακενόδοξος μελέτη των λογίων του θεού και πρώτον η χάρις του διδόντος Θεού»[18]. Το χάρισμα της θεολογίας είναι ενέργεια του Παρακλήτου, αλλά και συνέργεια του ανθρώπου, αφού το Άγιο Πνεύμα δεν δίδει την γνώση των μυστηρίων «χωρίς της κατά φύσιν ζητούσης και ερευνώσης την γνώσιν δυνάμεως»[19].

Στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά οι θεολόγοι είναι κυρίως οι θεόπτες και η θεολογία είναι η θεωρία. «Εστι γαρ και η περί Θεού και των κατʼ αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ο θεολογίαν ονομάζομεν...»[20]. Όποιος χωρίς να έχη γνώση και πείρα των θεμάτων της πίστεως διδάσκει περί αυτών, «στοιχών τοις οικείοις διαλογισμοίς και δια λόγου δείξαι ζητών το υπέρ λόγον αγαθόν, εις έσχατον απονοίας δήλός εστι κατενεχθείς...». Και μαζί με την αφροσύνη και «Θεομάχος ευρεθήσεται»[21]. Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που άνθρωποι χωρίς να έχουν έργα, δηλαδή χωρίς να έχουν υποστή την κάθαρση, έχουν συναντήσει και ακούσει αγίους ανθρώπους, μετά όμως «παρʼ εαυτούς διανοούμενοι» απορρίπτουν και τον άγιον εκείνον και από την φυσίωση πλανώνται[22].

Όλα αυτά δείχνουν ότι η θεολογία είναι κυρίως καρπός της θεραπείας του ανθρώπου και όχι μια διανοητική επιστήμη. Μόνον ο καθαρθείς ή τουλάχιστον ο καθαιρόμενος μπορεί να μυσταγωγηθή στα απόρρητα μυστήρια και στις μεγάλες αλήθειες, να δεχθή την αποκάλυψη και εν συνεχεία να τα διαβιβάση στον λαό. Της θεολογίας προηγείται απαραίτητα η θεραπεία και εν συνεχεία ο θεολόγος μπορεί να θεραπεύση άλλους. Γιʼ αυτό στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση ο θεολόγος συνδέεται και ταυτίζεται με τον πνευματικό πατέρα και ο πνευ
ματικός πατέρας είναι ο κατʼ εξοχήν θεολόγος, δηλαδή εκείνος που πάσχει τα θεία και μπορεί έτσι να καθοδηγή απλανώς τα πνευματικά του παιδιά.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει χαρακτηριστικά: «Ο κατʼ εξοχήν Ορθόδοξος Θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τα ενεργείας του Θεού μέσω προφητών, αποστόλων, και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων και των αποφάσεων και πρακτικών των Οικ. και Τοπικών αυτών Συνόδων. Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφώς να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων. Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων. Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα.

Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της Φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται. Η θεολογία δεν είναι μια αφηρημένη επιστήμη ή πρακτική, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και ιατρικήν∙ η μεν ασχολείται με την άμυναν και επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.

Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τα μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους. Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή»[23].


[6] Γρηγορίου του Θεολόγου Ε.Π.Ε. 4, 14

[7] Φιλοκαλία Αʼ, σελ. 182, ξαʼ

[8] Ιωάννου του Σιναΐτου: Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος Λʼ, ιβʼ, σελ. 169

[9] ένθ. ανωτ. Λόγος Λʼ, ιγʼ, σελ. 169

[10] ένθ. ανωτ. Λόγος ΚΣΤʼ, λστʼ, σελ. 141

[11] ένθ. ανωτ. Λόγος ΚΖʼ, θʼ, σελ.. 150

[12] Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 17, κστʼ

[13] ένθ. ανωτ. Βʼ, σελ. 47, ξδʼ

[14] P G 91, 601 C

[15] Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 227, πʼ

[16] ένθ. ανωτ. Βʼ, σελ. 226, ξβʼ

[17] άγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Δονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, κεφ. ξζʼ, σελ. 146

[18] ενθ. ανωτ. κεφ. θʼ, σελ. 33

[19] αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 150, ιστʼ

[20] Γρηγορίου Παλαμά Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 182

[21] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα Χρήστου, τόμος Αʼ, σελ. 422

[22] έν. ανωτ. τόμος Αʼ, σελ. 644

[23] Ιω. Ρωμανίδου: Δογματική και συμβολική Θεολογία της Ορθοδ. Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 85-86

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:34 pm
από NIKOSZ
3. Τι είναι η θεραπεία

Αφού μιλήσαμε για το ότι ο Χριστιανισμός και η θεολογία είναι κυρίως και προ παντός θεραπευτική επιστήμη πρέπει τώρα να διαγράψουμε εν ολίγοις το τι είναι η θεραπεία. Από τι μας θεραπεύει η ορθοδοξία με την θεολογία της και την λατρεία της. Αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινισθή στα επόμενα.

Θεραπείας της ψυχής σημαίνει πρωτίστως θεραπεία και ελευθέρωση του νοός. Η φύση του ανθρώπου «νενόσηκεν» με την πτώση του από τον Θεό. Αυτή η νόσος είναι κυρίως αιχμαλωσία και πτώση του νοός. Το προπατορικό αμάρτημα είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, η απώλεια της θείας Χάριτος, με συνέπεια την σκότωση, την ζόφωση και τον θάνατο του νοός.

Ακριβέστερα μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι «η πτώση του ανθρώπου ή η κατάσταση της κληρονομηθείσης αμαρτίας είναι:

α) η αποτυχία της νοεράς δυνάμεως να λειτουργή σωστά ή έστω να λειτουργή

β) η σύγχυσή της με τις λειτουργίες του εγκεφάλου και του σώματος γενικότερα και

γ) η κατά συνέπεια υποδούλωσή της στο άγχος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Κάθε άνθρωπος αποκτά εμπειρία της πτώσεως της δικής του νοεράς δυνάμεως σε ποικίλους βαθμούς, καθώς εκτίθεται σε περιβάλλοντα, όπου δεν λειτουργεί ή υπολειτουργεί η νοερά δύναμις... Αποτέλεσμα κακής λειτουργίας της νοεράς δυνάμεως είναι οι κακές σχέσεις ανθρώπου και Θεού και των ανθρώπων μεταξύ τους και η χρησιμοποίηση τόσον του Θεού, όσον και του πεπτωκότος ανθρώπου προς κατοχύρωση της ατομικής ασφαλείας και ευτυχίας»[24].

Αυτή η απώλεια της Χάριτος του Θεού νέκρωσε τον νου του ανθρώπου, όλη η φύση αρρώστησε και μετέδωσε αυτήν την αρρώστεια και στους απογόνους. Έτσι στην ορθόδοξη διδασκαλία καταλαβαίνουμε την κληρονομία της αμαρτίας. Οι Πατέρες το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «ώσπερ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθημεν οι πολλοί» (Ρωμ. εʼ, 19) το ερμηνεύουν όχι νομικά, αλλά... ιατρικά. Δηλαδή αρρώστησε η ανθρώπινη φύση. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύει: «Επειδή πέπτωκεν (ο Αδάμ) υφʼ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ∙ ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλʼ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας... ηρρώστησεν η ανθρωπίνη φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ δε ούτως αυτήν τα πάθη»[25].

Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος Πατήρ χρησιμοποιεί την εικόνα της ρίζης. Ήλθε ο θάνατος σε όλο το ανθρώπινο γένος από τον Αδάμ «ώσπερ φυτού παθόντος βλάβος εις ρίζαν, πάσά πως ανάγκη τους εξ αυτού γεγονότας μαραίνεσθαι κλώνας»[26].

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει χαρακτηριστικά ότι «νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης και των όρων αποστατήσας της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων...»[27].

Με την «τελετήν της θεογενεσίας», το άγιο Βάπτισμα, ο νους του ανθρώπου φωτίζεται, ελευθερώνεται από την δουλεία της αμαρτίας και του διαβόλου και ενώνεται με τον Θεό. Γιʼ αυτό και το Βάπτισμα λέγεται φώτισμα. Αλλά έκτοτε, λόγω της αμαρτίας, συμβαίνει πάλι ο σκοτασμός και η νέκρωση του νοός. Στα πατερικά έργα φαίνεται καθαρά ότι κάθε αμαρτία και κάθε πάθος νεκρώνει τον νου του ανθρώπου.

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει ότι οι πονηροί δαίμονες επιδιώκουν και αγωνίζονται «σκοτούν το νοερόν ημών». Ιδιαιτέρως ο δαίμονας της πορνείας «τον ηγεμόνα νουν σκοτίσας» ωθεί τους ανθρώπους να κάνουν εκείνα που «οι εξεστηκότες μόνοι εργάζονται»[28].

Βέβαια σε άλλο κεφάλαιο θα τονισθή τι είναι ο νους του ανθρώπου. Αλλά εδώ επιμένουμε κυρίως στο θέμα του σκοτασμού.

Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι «ώσπερ το σώμα έχει κόσμον τα πράγματα, ούτω και ο νους έχει κόσμον τα νοήματα». Και όπως το σώμα πορνεύει με το σώμα της γυναικός «ούτω και ο νους πορνεύει μετά του νοήματος της γυναικός, δια της φαντασίας του ιδίου σώματος»[29]. Αυτή είναι η ζόφωση και η πτώση του νοός.

Και σε άλλη συνάφεια ο ίδιος άγιος Πατήρ διδάσκει ότι, όπως το σώμα αμαρτάνει δια των πραγμάτων και προς παιδαγωγίαν έχει τις σωματικές αρετές, «ούτω και ο νους δια των εμπαθών νοημάτων αμαρτάνει και έχει ωσαύτως προς παιδαγωγίαν τας ψυχικάς αρετάς»[30]. Αυτή η αλήθεια φανερώνει ότι η πτώση του νοός δημιουργεί σύγχυση σε όλο τον πνευματικό οργανισμό, δημιουργεί το άγχος και την ταραχή, και γενικά κάνει τον άνθρωπο να βιώνη την πτώση σε όλη την τραγικότητά της.

Έτσι πολλά προβλήματα που μας μαστίζουν προέρχονται από αυτήν την εσωτερικήν ασθένεια. Γιʼ αυτό και οι ψυχοθεραπευτές δεν μπορούν να βοηθήσουν πολύ, αφού μόνον ο Χριστός είναι εκείνος που μπορεί να αναστήση τον νεκρωθέντα από τα πάθη νου.

Προσπαθώντας ακόμη ο άγιος Μάξιμος να καθορίση εναργέστερα τι είναι ακαθαρσία και επομένως πτώση του νου γράφει ότι την ακαθαρσία του νου δηλώνουν τέσσερα πράγματα. Πρώτον «το γνώσιν έχειν ψευδή», δεύτερον «το αγνοείν τι των καθόλου», τρίτον «το εμπαθείς έχειν λογισμούς» και τέταρτον «το συγκατατίθεσθαι τη αμαρτία»[31].

Απαιτείται λοιπόν η θεραπεία του νοός την οποία οι Πατέρες καλούν ζωοποίηση ή κάθαρση του νοός.

Περί της καθάρσεως του νοός και της καρδίας γίνεται πολύς λόγος στην διδασκαλία του Κυρίου και των αγίων Αποστόλων. Ο Κύριος, αναφερόμενος στους Φαρισαίους της εποχής του που επεμελούντο της εξωτερικής καθαρότητος και εγκατέλειπαν την εσωτερική καθαρότητα, λέγει: «Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν» (Ματθ. κγʼ, 26). Ο Απόστολος Πέτρος στην αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των εξ εθνών Χριστιανών, αν έπρεπε προηγουμένως να περιτέμνωνται και να τηρούν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, είπε: «και ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν, και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών, τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών» (Πράξ. ιεʼ, 8-9).

Ο Απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς της Κορίνθου συνιστά: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Βʼ Κορ. ζʼ,1).

Το Αίμα του Χριστού «καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων...» (Εβρ. θʼ, 14). Επίσης ο ίδιος Απόστολος, γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, διαβεβαιώνει ότι έχουμε το μυστήριο της πίστεως «εν καθαρά συνειδήσει» (Αʼ Τιμ. γʼ, 9). Και ο Απόστολος Πέτρος γνωρίζει καλά ότι η αγάπη προς αλλήλους είναι καρπός της καθαρής καρδιάς, γιʼ αυτό συνιστά: «εκ καθαράς καρδίας αλλήλους αγαπήσατε» (Αʼ Πέτρ. αʼ, 22).
Επομένως είναι απαραίτητη η κάθαρση του νοός και της καρδίας. Γράφουμε νοός και καρδιάς, αν και γνωρίζουμε ότι αυτά τα δυο στην πατερική θεολογία συνδέονται. Αλλά περί αυτού θα επανέλθουμε σε άλλο κεφάλαιο.
Ο άγιος Μάξιμος χωρίζει τα στάδια της πνευματικής ζωής σε τρία.

Είναι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Σύμφωνα με μελετητή του αγίου «η ασκητική του αγίου Μαξίμου, ήτοι η διδασκαλία περί προσωπικής προσοικειώσεως της σωτηρίας, χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη: Ι) Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξιν ΙΙ) την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλώς θεωρίαν και ΙΙΙ) την «μυστικήν θεολογίαν» ή απλώς θεολογίαν. Η πρώτη καθαίρει τον άνθρωπον εκ των παθών και κοσμεί αυτόν δια των αρετών∙ η Δευτέρα φωτίζει τον νουν αυτού δια της αληθούς γνώσεως∙ και η τρίτη στεφανοί τον άνθρωπον δια της υψίστης μυστικής εμπειρίας, την οποίαν ο άγιος Πατήρ ονομάζει «έκστασιν». Τα τρία αυτά μέρη αποτελούν βασικούς σταθμούς επί της οδού της προσωπικής σωτηρίας του ανθρώπου»[32].

Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλοί Πατέρες διακρίνουν την πνευματική ζωή στα τρία αυτά στάδια που είναι η μεν πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση της καρδιάς, η δε φυσική θεωρία ο φωτισμός του νου και η μυστική θεολογία η κοινωνία με τον Θεό δια της θεωρίας.

Σύμφωνα με άλλη διαίρεση που παρουσιάζεται στα πατερικά έργα, η πνευματική ζωή χωρίζεται στην πράξη και την θεωρία. Δεν πρόκειται για άλλη διαίρεση σαφώς
αντίθετη από την προηγούμενη, αλλά για το ίδιο πράγμα. Γιατί η πράξη είναι η κάθαρση και η θεωρία είναι ο φωτισμός του νου και η κοινωνία με τον Θεό. Η πράξη πάντως προηγείται της θεωρίας (θέας) του Θεού. «Πράξις γαρ, θεωρίας πρόξενος»[33]. Αναλυτικότερα, πράξη είναι νηστεία του σώματος και αγρυπνία∙ του στόματος «ψαλμωδία και προσευχή και σιωπή λόγου τιμιωτέρα∙ και χειρών πράξις, το υπʼ εκείνων αγογγύστως γινόμενον»[34]. Και «θεωρία εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι, και κατανοείν εν πάσιν οις εγένοντο, και γενήσονται θεωρία εστίν η όρασις του νοός...»[35].

Βέβαια, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δεν είναι ανεξάρτητη η θεωρία από την πράξη. «Ουκ εστιν ούτε πράξις ασφαλής θεωρίας εκτός, ούτε θεωρία αληθής πράξεως άνευ. Χρη γαρ και πράξιν ελλόγιμον είναι και θεωρίαν έμπρακτον...». Μάλιστα ο άγιος υπογραμμίζει ότι «επί μεν τω λογιωτέρων, η θεωρία προηγείται της πράξεως∙ επί δε των αγροικοτέρων της θεωρίας η πράξις». Αλλά και στις δυο περιπτώσεις το τέλος είναι χρηστό, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα που είναι η κάθαρση και η σωτηρία του ανθρώπου[36].

Όταν βέβαια λέμε κάθαρση της ψυχής εννοούμε κυρίως απαλλαγή από τα πάθη[37] και, για να εκφρασθούμε καλύτερα, εννοούμε την μεταμόρφωση των παθών. Πέρα από αυτό, κάθαρση είναι και η «εννοειδής συνέλιξις» του ανθρωπίνου είναι που καταλήγει στην έλλαμψη του νου. Είναι λοιπόν όχι μόνον αρνητική, αλλά και θετική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι «λόγος άφθονος, ζήλος δε άκακος, έρως δε άπαυστος του Κυρίου της δόξης»[38]. Διαφορετικά αν ο λόγος μας έχη φθόνο, ο ζήλος μας κακία και ο έρως προς τον Θεό δεν είναι άπαυστος, σημαίνει πως η καρδιά δεν έχει ακόμη καθαρθή.

Ο νους είναι το κατʼ εικόνα. Αυτό το κατʼ εικόνα το μολύναμε με την αμαρτία και πρέπει τώρα να καθαρισθή. Γιʼ αυτό συνιστά ο αββάς Δωρόθεος: «Ποιήσωμεν καθαράν την εικόνα ημών, καθώς και ελάβομεν αυτήν...»[39]. Απαιτείται μόχθος και αφόρητος πικρία έως ότου καθαρίσωμεν τον «φιλομάκελλον ημών κύνα νουν και φιλόβρωμον, φιλεπίσκοπόν τινα, και φίλαγνον»[40]. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον της κατʼ ενέργειαν αμαρτίας και πολεμά προς τους εμπαθείς λογισμούς, τότε ταπεινώνεται., συντρίβεται, αγωνίζεται «και δια της θλίψεως των αγώνων κατά μικρόν καθαίρεται και επανέρχεται εις το κατά φύσιν»[41].

Αλλά παρά την προσπάθεια του ανθρώπου, αν δεν κατέλθη το Πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να καθαρισθή και να ζωοποιηθή ο νεκρός νους, γιατί «νουν καθαρίσαι μόνου του αγίου «Πνεύματος εστιν»[42].
Πάντως όταν με την συνέργεια της θείας Χάριτος και της ανθρωπίνης θελήσεως καθαρισθή ο νους, τότε ελλάμπτεται, αφού «ου κάθαρσις εκεί έλλαμψις»[43]. Και μετά την κάθαρση, όταν ο άνθρωπος φυλάττη τον νου του για να μη μολυνθή από την αμαρτία, τότε ο νους είναι φωτίζων και φωτιζόμενος, γιʼ αυτό και η φυλακή του νου μπορεί να ονομασθή «φωτοτόκος και αστραπητόκος και φωτοβόλος και πυρφόρος»[44].
Συνοπτικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση του νου, της καρδιάς, του κατʼ εικόνα, η επαναφορά του νου στο αρχέγονο και πρωτόκτιστο κάλλος και κάτι περισσότερο, η κοινωνία του με τον Θεό. Όταν γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, τότε λέμε ότι επετεύχθη η θεραπεία. Οι θεραπευμένοι είναι οι άγιοι του Θεού.


[24] Ιω. Ρωμανίδου: Ιησούς Χριστός η ζωή του κόσμου, πολυγραφημένη ομιλία. Μετάφρ. Μοναχού Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 23

[25] P G 74, 788-789, βλ. Ιω. Ρωμανίδου: Το προπατορικόν αμάρτημα, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 154

[26] P G 74, 785, βλ. Ρωμανίδου ενθ. ανωτ. σελ. 148, σημ. Ι

[27] άγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι Οικονόμου, σελ. 114-115

[28] Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΙΕʼ, οηʼ, σελ. 96

[29] Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 34, νγʼ

[30] ένθ. ανωτ. Βʼ, σελ. 22, ξδʼ

[31] ένθ. ανωτ. Βʼ, σελ. 32, λδʼ

[32] Ιερομ. Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Το μυστήριον της σωτηρίας κατά τον άγ. Μάξιμον τον ομολογητήν, Αθήνα 1975, σελ. 122

[33] αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, P G 36, στ. 412

[34] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 289, δʼ

[35] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 384

[36] P G 90, στ. 1433-1437

[37] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 215, οηʼ

[38] άγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Δονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, κεφ. ιθʼ, σελ. 55

[39] Αββά Δωροθέου ομιλίαι, εκδ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκ. 12, σελ. 582

[40] Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος Αʼ, ιζʼ, σελ. 16

[41] Αββά Δωροθέου ομιλίαι, ένθ. ανωτ. σελ. 528

[42] άγ. Διαδόχου Φωτικής, ένθ. ανωτ. κεφ. κηʼ, σελ. 73

[43] αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, βλ. Νικοδήμου αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, σελ. 131

[44] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Προς Θεόδουλον, Φιλοκαλία Αʼ, σελ. 168, ροαʼ

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:38 pm
από NIKOSZ
4. Μέθοδος της θεραπείας – Θεραπευτική αγωγή

Αφού μέχρι τώρα είδαμε τι είναι ο Χριστιανισμός, ποιος ο χαρακτήρας της ορθοδόξου θεολογίας, τι είναι θεραπεία, τώρα θα δούμε την μέθοδο της θεραπευτικής αγωγής, που είναι η μέθοδος της ορθοδόξου ευσεβείας. Αν έως εδώ εντοπίσαμε το πρόβλημα, τώρα πρέπει να προχωρήσουμε, κατά το δυνατόν, και στην καταγραφή των μεθόδων δια των οποίων επιτυγχάνεται η κάθαρση της καρδιάς, δηλαδή η θεραπεία. Γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία η καταγραφή των υψηλών καταστάσεων, αν δεν προχωρήσουμε στην συνειδητοποίηση και εφαρμογή αυτών.

Πως λοιπόν επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής;

Πρώτα πρέπει να τονίσουμε την ύπαρξη ορθής πίστεως. Εμείς οι Ορθόδοξοι δίδουμε μεγάλη σημασία στην διαφύλαξη της πίστεως, ακριβώς γιατί γνωρίζουμε ότι, αλλοιωθείσης της πίστεως, αλλοιώνεται αυτόματα η θεραπεία. Έχουμε τονίσει προηγουμένως ότι η θεολογία πρέπει να ερμηνεύεται κυρίως ως ιατρική. Και η ιατρική έχει υπʼ όψη της τον υγιή άνθρωπο, οπότε προσπαθεί με διάφορες μεθόδους θεραπευτικές να οδηγήση εκεί τον ασθενούντα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την θεολογία. Θεολογία είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της υγείας της πνευματικής, αλλά και περί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε οι ασθενείς για να θεραπευθούμε. Γιʼ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων, όχι μόνον γιατί φοβούμαστε τον κλονισμό μιας διδασκαλίας, αλλά γιατί χάνουμε την δυνατότητα της θεραπείας και επομένως της σωτηρίας.

Άλλωστε «η σύγκρουσις μεταξύ Παλαμά και Βαρλαάμ δεν έγινεν τόσον εις τον τύπον του δόγματος όσον εις την μεθοδολογικήν θεμελίωσιν αυτού. Ο Βαρλαάμ εστηρίχθη επάνω εις την μεταφυσικήν και την μεταφυσικήν γνωσιολογίαν και λογικήν, ενώ ο Παλαμάς επάνω εις την εμπειρικήν εξακρίβωσιν και διαπίστωσιν και εις τας αποδεικτικάς συνεπείας αυτών»[45].
Έπειτα για την θεραπεία της ψυχής είναι απαραίτητη η αίσθηση της ασθενείας. Όταν ένας άρρωστος δεν γνωρίζη την ασθένειά του, τότε δεν μπορεί να ανατρέξη στον ιατρό. Η αυτογνωσία είναι μια από τις πρώτες βαθμίδες θεραπείας. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι εκείνος που γνωρίζει την ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, αυτός «είληφε πείραν της θείας δυνάμεως» και με την δύναμη του Θεού τα μεν σπεύδει να επιτύχη τα δε κατόρθωσε[46]. Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, περιγράφοντας την μεγάλη αξία της νυκτερινής προσευχής, λέγει ότι η ηθική πράξη κατορθούται όταν ο άνθρωπος μελετά τα έργα της ημέρας, όταν μελετά τα ολισθήματα που έγιναν «εις την σύγχυσιν της ημέρας», «ίνα τις λάβη αίσθησιν δια της ησυχίας της νυκτός και δυνηθή πενθείν, εφʼ οις ήμαρτε»[47]. Μόνον όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας μπορούμε να πενθήσουμε γιʼ αυτόν.

Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς σήμερα αγνοούν την πνευματική τους κατάσταση. Είμαστε «νεκροί τοις παραπτώμασιν και όχι μόνον δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά και έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε πεπληρωμένοι των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, κοσμούμενοι υπό των αρετών. Δυστυχώς αυτή η αυτάρκεια που μας μαστίζει καταστρέφει το έργο της σωτηρίας. Πως μπορεί να μιλήση ο Χριστός σε έναν άνθρωπο που δικαιώνει τον εαυτό του; Δυστυχώς μοιάζουμε με τους Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου που δεν αισθάνονταν ανάγκη ιατρού. Πως μπορεί να αναπτυχθή το μεγάλο χάρισμα της μετανοίας και του πένθους σε μια καρδιά που δεν αισθάνεται την ερήμωσή της; Οπότε δεν μπορεί να αναπτυχθή εσωτερική ζωή.

Μαζί με την αίσθηση της ασθενείας, πρέπει να συνδέεται και η «οικεία κατάγνωσις», δηλαδή το μεγάλο χάρισμα της αυτομεμψίας. Αυτή δείχνει την υπάρχουσα στην ψυχή ταπείνωση, αφού «αυτομεμψία σύνεστιν αεί τη ταπεινώσει της ψυχής»[48]. Αυτή η αυτομεμψία είναι βάρος νοητόν το οποίον τεθέν στην ψυχή «συντρίβει και πιέζει και τον οίνον εκθλίβει τον σωτήριον, τον ευφραίνοντα καρδίαν ανθρώπου τουτέστιν τον εντός ημών άνθρωπον. Οίνος δε τοιούτος εστιν η κατάνυξις». Η αυτομεμψία με το πένθος που την χαρακτηρίζει συνεκθλίβει τα πάθη και γεμίζει την ψυχή από την μακαριστή χαρά[49]. Γιʼ αυτό οφείλουμε διαρκώς να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να τον κατακρίνουμε «ίνα δια της εκουσίου ευτελείας τας ακουσίους απορρίψωμεν αμαρτίας»[50].

Αλλά δεν αρκεί μόνον η αίσθηση της ασθενείας. Απαιτείται οπωσδήποτε και θεραπευτής ιατρός. Και αυτός ο θεραπευτής είναι ο ιερεύς, ο πνευματικός πατέρας. Πρώτα αυτός θεραπεύτηκε από τις δικές τους ασθένειες ή τουλάχιστον αγωνίζεται να θεραπευθή και έπειτα θεραπεύει και τα πνευματικά του παιδιά. Είπαμε προηγουμένως ότι ο πνευματικός πατέρας πρέπει να είναι θεολόγος και αντιστρόφως. Γιατί στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ο λόγος «ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. δʼ, 23).

Εκείνος που πέρασε μέσα από τις μεθοδείες του διαβόλου μπορεί να καθοδηγήση σωστά τα πνευματικά του παιδιά. Εκείνος που γνώρισε τον μεγάλο θησαυρό, που λέγεται υγεία πνευματική, μπορεί να βοηθήση τους άλλους να θεραπευθούν. Όποιος βρήκε τον νου του μπορεί να βοηθήση και άλλους να τον βρουν. «Ιατρός εστί νους ο εαυτόν ιασάμενος∙ και εξ ων ιάθη, τους άλλους ιώμενος»[51].

Πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί θεωρούν τους ιερείς ως λειτουργούς του Υψίστου και εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που τους βοηθούν σε διάφορες γραφειοκρατικές εργασίες, τελούν τα διάφορα Μυστήρια όποτε το χρειασθούν ή τελούν την θεία Λειτουργία, και μπορούν έτσι αυτοί να ...ικανοποιούν την ψυχική τους ανάγκη ή να ...εκπληρώνουν ένα παραδοσιακό καθήκον. Τους θεωρούν ως μάγους που κάνουν μαγικά! Γνωρίζουμε όμως ότι η Χάρη του Θεού δεν μεταδίδεται μαγικά ή μηχανικά, αλλά μυστηριακά. Βέβαια και ο ανάξιος ιερεύς τελεί Μυστήριο, αλλά δεν μπορεί να θεραπεύση. Οι περισσότεροι Χριστιανοί αρκούνται σε μια τυπική εξομολόγηση ή τυπική παρακολούθηση της θείας Λειτουργίας ή ακόμη σε μια τυπική μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων και τίποτε περισσότερο. Δεν προχωρούν στην θεραπεία της ψυχής. Όμως οι ιερείς, οι πνευματικοί πατέρες, δεν τελούν μόνο τα Μυστήρια, αλλά θεραπεύουν τους ανθρώπους. Γνωρίζουν ασφαλώς και υποδεικνύουν στα πνευματικά τους παιδιά τον τρόπο της θεραπείας από τα πάθη. Τους φανερώνουν πως μπορούν να απαλλαγούν από την αιχμαλωσία, πως ο νους τους θα απαλλαγή από την δουλεία.

Έτσι θεωρούν την πνευματική πατρότητα οι άγιοι Πατέρες. Ο ποιμήν είναι και ιατρός. «Ιατρός εστιν ο το σώμα και την ψυχήν κεκτημένος άνοσον, μηδεμιάς εμπλάστρου δεόμενος επʼ αυτοίς»[52]. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικός ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στο σημείο του τι πρέπει να κάνη ο ιερεύς για να θεραπεύση. Το παραθέτω εν μεταφράσει.
«Απόκτησε και συ, ω θαυμάσιε, έμπλαστρα, ιατρικά υγρά, ξυράφια, κολλύρια, σπόγγους, φλεβότομα, θερμοκαυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρι, επιδέσμους και αυτό που λέγεται «αναυσία», (δηλαδή το να μη σε πιάνη ναυτία και αηδία από την δυσωδία των πληγών). Αν δεν τα διαθέτωμε αυτά, πως θα ασκήσωμε την επιστήμη μας; Δεν υπάρχει τρόπος. Διότι όχι με λόγια, αλλά με έμπρακτη επέμβαση (ωφελούν) οι ιατροί (τους ασθενείς και) παίρνουν την αμοιβή τους.

Έμπλαστρο είναι η θεραπεία των παθών που φαίνονται εξωτερικά, δηλαδή των σωματικών. Ιατρικό υγρό είναι η θεραπεία των εσωτερικών παθών και το άδειασμα της εσωτερικής ακαθαρσίας που δεν φαίνεται. Ξυράφι είναι ο εξευτελισμός που δαγκώνει, αλλά καθαρίζει την σαπίλα της οιήσεως.

Κολλύριο είναι το καθάρισμα του ψυχικού οφθαλμού, ο οποίος εθολώθηκε και εταράχθηκε από τον θυμό.
Κολλύριο είναι η επίπληξις που πικραίνει, αλλά ύστερα από ολίγο θεραπεύει.

Φλεβότομο είναι το σύντομο άδειασμα κρυμμένης ακαθαρσίας και δυσωδίας.
Φλεβότομο είναι κυρίως έντονη και απότομη επέμβασις προς σωτηρίαν των ασθενών.
Σπόγγος είναι η μετά την φλεβοτομία και την εγχείρηση θεραπεία και το δρόσισμα του ασθενούς με τα γλυκά και ήπια και απαλά λόγια του ιατρού. Θερμοκαυτήρ είναι ο κανών και το επιτίμιο που δίνεται με αγάπη για ωρισμένο χρόνο στον αμαρτήσαντα για μετάνοιά του. Αλοιφή είναι η μετά τον καυτηριασμό ανακούφισις που προσφέρεται στον ασθενή με κάποιο λόγο ή με άλλη μικρή παρηγορία.

Υπνωτικό είναι το να σηκώσωμε το φορτίο του υποτακτικού και με την υποταγή να του χαρίσωμε ανάπαυση και ύπνο άϋπνο και αγία τύφλωση, ώσ
τε να μη βλέπη τα καλά που έχει. Επίδεσμος είναι το να στερεώνης μέχρι θανάτου και να δένης σφικτά με την υπομονή τους παραλελυμένους και αποχαυνωμένους από την κενοδοξία.

Και τελευταία απʼ όλα, μαχαίρι είναι το μέτρο και η απόφασις για την αποκοπή ενός σώματος που ενεκρώθηκε ψυχικά και ενός μέλους που εσάπησε, ώστε να μη μεταδώση και στους υπολοίπους την ιδική του βλάβη.

Μακαρία και αξιέπαινη για τους ιατρούς η «αναυσία» και για τους Ηγουμένους η απάθεια. Διότι οι μεν πρώτοι, εφʼ όσον δεν αισθάνονται ναυτία και αηδία, χωρίς κόπο θα επιχειρήσουν την θεραπεία κάθε δυσωδίας. Και οι δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχή θα μπορέσουν να την αναστήσουν»[53].

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Η επιτυχής επανάληψις της εμπειρίας της επιβεβαιώσεως, που εις την ιατρικήν και την Πατερικήν επιστήμην είναι και η θεραπεία, είναι η αλήθεια κάθε επιστήμης. Όπως είναι ανόητον να λέγεται ότι ιατρός είναι κάποιος που δεν θεραπεύει και δεν γνωρίζει να θεραπεύη, έτσι είναι παράλογον να θεωρείται θεολόγος ένας, που δεν είναι εις την κατάστασιν τουλάχιστον φωτισμού, που δεν γνωρίζει τι είναι φωτισμός και θέωσις, και που δεν γνωρίζει πως φθάνει κανείς εις αυτά και επομένως δεν θεραπεύει»[54].


[45] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 18

[46] Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 19, λθʼ

[47] ένθ. ανωτ. Γʼ, σελ. 154

[48] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δʼ, σελ. 108, στ. 27

[49] ένθ. ανωτ. Δʼ, σελ. 109, στ. 10-14

[50] Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΚΕʼ, ναʼ, σελ. 122

[51] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 225, μδʼ

[52] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, εκδ. Παρακλήτου, Λόγος προς Ποιμένα, δʼ, σελ. 381

[53] ένθ. ανωτ. σελ. 383-384

[54] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 18-19

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:41 pm
από NIKOSZ
Επίσης γράφει ο ίδιος: «Υποτίθεται ότι οι κατʼ εξοχήν θεραπευταί, που οδηγούν τους αρρώστους εις τα θεραπευτικά αυτά στάδια είναι οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι εκ των οποίων οι πρώτοι επεκράτησε να προέρχωνται από τον μοναχισμόν. Αλλά σήμερον, μετά από ενάμισυ αιώνα καταστροφικής νεοελληνικής προπαγάνδας εναντίον του ησυχασμού, τέτοιοι κληρικοί σπανίζουν. Οι ησυχασταί δε μοναχοί είναι ολίγοι. Ο κλήρος, όπως τον περιγράφει ο Διονύσιοςο Αεροπαγίτης, έχει σχεδόν αφανισθή»[55].

Ο θεραπευτής ιερεύς συνιστά στα πνευματικά του παιδιά και μια ορθόδοξη μέθοδο, που είναι η μέθοδος της ορθοδόξου ευσεβείας. Γιʼ αυτό στην συνέχεια θέλουμε να στραφούμε στο σημείο αυτό. Να διαγράψουμε την μέθοδο που πρέπει να ακολουθήση ο άρρωστος με την καθοδήγηση του πνευματικού του πατρός για να φθάση στην ίασή του την πνευματική.

Κυρίως θέλουμε να εντοπίσουμε την άσκηση. «Άσκησις επιτεταμένη διʼ εγκρατείας και αγάπης, διʼ υπομονής και ησυχίας, αναιρεί τα εγκείμενα»[56]. Ο Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περιγράφει αυτήν την άσκηση. Ο άνθρωπος έχει πέντε αισθήσεις γιʼ αυτό και οι ασκήσεις είναι πέντε, η αγρυπνία, η μελέτη, η ευχή, η εγκράτεια και η ησυχία. Ο ασκούμενος θα πρέπη να επισυνάψη τις αισθήσεις με τις πέντε αυτές ασκήσεις. Δηλαδή την όραση με την αγρυπνία, την ακοή με την μελέτη, την όσφρηση με την ευχή, την γεύση με την εγκράτεια και την αφή με την ησυχία. Όταν επιτύχη αυτήν την σύναψη τότε «ταχέως καθαίρει τον νουν της ιδίας ψυχής και, λεπτύνας δια τούτων αυτόν, απαθή και διορατικόν αυτόν απεργάζεται»[57].

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι άσκηση είναι η εφαρμογή του νόμου του Θεού, η τήρηση των εντολών του Θεού. Η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να υποταγή η θέληση του ανθρώπου στην θέληση του Θεού και να αλλοιωθή από αυτήν, αυτό λέγεται άσκηση. Και γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας ότι όλο το Ευαγγέλιο είναι «εντάλματα σωτηρίας». Ό,τι υπάρχει μέσα στην Γραφή είναι εντολή του Θεού που πρέπει να τηρηθή από τους ανθρώπους που επιδιώκουν την σωτηρίαν τους. Στους μακαρισμούς (Ματθ. εʼ, 1-12) φαίνεται αυτό καθαρά.

Το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» είναι εντολή του Κυρίου για να ζήσουμε την πτωχεία μας την πνευματική, δηλαδή να βιώσουμε την αθλιότητά μας. Το «μακάριοι οι πενθούντες» είναι εντολή του Κυρίου να κλαίμε για τα πάθη που έχουμε μέσα μας, για την ερήμωση μας. Το μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» είναι εντολή του Κυρίου για να πεινούμε και να διψούμε για την κοινωνία με τον Θεό. Το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» είναι εντολή του Χριστού για να καθαρίσουμε την καρδιά.
Όταν λέγη «μακάριοι» είναι σαν να λέγη γίνετε πτωχοί, πενθούντες, διψώντες την δικαιοσύνην κ.λ.π.
Έτσι εντολή του Χριστού είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η τέλεση της θείας Λειτουργίας, η νήψη, δηλαδή η προσοχή του νοός, η καθαρότης της καρδίας κ.λ.π. «Ο νόμος άγιος και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. Ζʼ, 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, υπογραμμίζει στους Χριστιανούς: «Και εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώκαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού τηρώμεν, ο λέγων, έγνωκα αυτόν, και τα εντολάς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν∙ ος δʼ αν τηρή αυτού τον λόγον, αληθώς εν τούτω η αγάπη του Θεού τετελείωται, εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ εσμεν» (Αʼ Ιω. βʼ, 3-5). Ο ίδιος Ευαγγελιστής υπογραμμίζει αυθεντικά: «αύτη γαρ εστιν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Αʼ Ιω. εʼ, 3).

«Ούτος εστι της καθʼ ημάς ιεραρχίας σκοπός, η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις. Ταύτης δε, ως τα θεία διδάσκει λόγια, ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τευξόμεθα», κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη[58]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι την γνώση των όντων την φέρει η εργασία των αρετών. Και ερωτώντας ποιο είναι το τέλος της εργασίας των αρετών γράφει: «η προς Θεόν ένωσίς τε και αφομοίωσις»[59]. Η εργασία των αρετών συνδέεται με την εργασία των εντολών. Ακόμη ο ησυχαστής άγιος αναφέρει ότι η αγάπη προς τον Θεό «προσγίνεται δια μόνης της των θείων εντολών ιεράς εργασίας»[60].

Στην συνέχεια θα ήθελα να αναφέρω μερικούς λόγους Πατέρων που παρουσιάζουν την αξία των εντολών του Θεού.
Ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος βρίσκεται στο να ελευθερωθή ο νους από την ακρασία και το μίσος[61].
Οι εντολές του Θεού «υπέρ πάντας τους θησαυρούς του κόσμου». Εκείνος που τις αποκτά «εντός αυτού ευρίσκει τον Θεόν»[62].

«Τήρησις εντολών Θεού τίκτει απάθειαν. Απάθεια δε ψυχής συντηρεί γνώσιν»[63].
Η υπακοή στην εντολή του Θεού «νεκρών εστιν ανάστασις»[64].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, περιγράφοντας τους δυο βασικούς τρόπους δια των οποίων ευρίσκεται η ενέργεια του Πνεύματος, την οποία λάβαμε μυστικώς κατά το άγιο Βάπτισμα, θεωρεί την εργασία των εντολών ως έναν εξ αυτών. «Και καθόσον τας εντολάς ενεργούμεν κατά τοσούτον εμφανέστερον εκλάμπει ημίν τας οικείας μαρμαρυγάς»[65].
Όλα αυτά φανερώνουν το απαραίτητο της ασκήσεως για την θεραπεία και ανάσταση της ψυχής και αυτή η άσκηση, όπως αναφέραμε, είναι πρωτίστως η τήρηση των εντολών του Σωτήρος Χριστού.

Οι βασικές εντολές που απεργάζονται την ίασή μας την πνευματική, όπως λέμε και στα τροπάρια που ψάλλουμε στην Εκκλησία, είναι «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή».
Εάν η ελεημοσύνη θεραπεύη το θυμικό μέρος της ψυχής και η προσευχή τον νου καθαίρη, η νηστεία την επιθυμία[66] και έτσι όλη η ψυχή προσφέρεται θεραπευμένη στον Θεό. Επίσης η νηστεία ταπεινώνει και αυτό το σώμα, «η ένδεια του άρτου, τήκει το σώμα του μοναχού»[67]. Η υπερβολική όμως νηστεία όχι μόνον ατονεί το σώμα, αλλά στυγνόν και «αφιλόλογον το θεωρητικόν της ψυχής αποτελεί μέρος»[68].
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης μιλώντας για την νηστεία λέγει χαρακτηριστικά: «Νηστεία εστί, βία φύσεως, και περιτομή ηδύτητος λάρυγγος∙ πυρώσεως εκτομή∙ πονηρών εννοιών εκκοπή∙ ενυπνιασμών ελευθερία∙ προσευχής καραθότης∙ ψυχής φωστήρ∙ νοός φυλακή∙ πωρώσεως λύσις∙ κατανύξεως θύρα∙ στεναγμός ταπεινός∙ συντριμμός ιλαρός∙ πολυλογίας αργία∙ ησυχίας αφορμή∙ υπακοής φύλαξ∙ ύπνου κουφισμός∙ υγεία σώματος∙ απαθείας πρόξενος∙ αμαρτημάτων άφεσις∙ Παραδείσου θύρα και τρυφή»[69].

Όλα αυτά που αναφέρει ο της Κλίμακος άγιος αφʼενός μεν δείχνουν την έκταση της νηστείας και αφʼ ετέρου φανερώνουν τους καρπούς που φέρει στην αγωνιζόμενη ψυχή. Γιʼ αυτό και όλοι οι άγιοι αγάπησαν την νηστεία. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθή ότι όταν ένας άνθρωπος αρχίση να μετανοή, μόνος του αρχίζει και να νηστεύη, πράγμα που δείχνει ότι η νηστεία συμπορεύεται με την προσευχή και την μετάνοια.
Βέβαια η νηστεία είναι μέσο και όχι σκοπός, είναι «εργαλείον ώσπερ εις σωφροσύνην ρυθμίζον τους θέλοντας»[70], αλλά χωρίς αυτήν είναι σχεδόν αδύνατον να νικήση τα πάθη και να φθάση στην απάθεια. Γιʼ αυτό ο της Κλίμακος άγιος είναι σαφής. Όπως οι Εβραίοι ελευθερώθηκαν από τον Φαραώ και βίωσαν το Πάσχα, αφού έφαγαν πικρίδες και άζυμα, έτσι και εμείς θα ελευθερωθούμε από τον νοητό Φαραώ με την νηστεία και την ταπείνωση: «Μη πλανώ∙ ου μη του Φαραώ ελευθερωθήση, ουδέ το άνω Πάσχα θεάση, αν μη πικρίδας και άζυμα φάγης διαπαντός∙ πικρίδες εισίν, η της νηστείας βία και κακοπάθεια∙ άζυμα δε, το μη φυσώμενον φρόνημα»[71].


[55] ένθ. ανωτ. σελ. 27

[56] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 217, ηʼ

[57] Φιλοκαλία Γʼ, σελ. 295, καʼ

[58] P G 3, 592 A

[59] Γρηγορίου Παλαμά Ε.Π.Ε. τομ. 2ος, σελ. 556

[60] ένθ. ανωτ. σελ. 562

[61] αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 46, νστʼ

[62] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, ένθ. ανωτ. σελ. 20

[63] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ. 212, κεʼ

[64] ένθ. ανωτ. Βʼ, σελ. 225, μηʼ

[65] Φιλοκαλία Δʼ, σελ. 67, γʼ

[66] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Βʼ, σελ 11, οθʼ

[67] Αββά Θεοδώρου, Γεροντικό, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 42, βʼ

[68] ] άγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Δονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, κεφ
. μεʼ, σελ.
107

[69] Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΙΔʼ, λαʼ, σελ. 85

[70] άγ. Διαδόχου Φωτικής, ένθ. ανωτ. κεφ. μζʼ, σελ. 109

[71] Ιω. Σιναΐτου, ένθ. ανωτ., Λόγος ΙΔʼ, κθʼ, σελ. 84

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιούλ 08, 2007 9:43 pm
από NIKOSZ
Είναι απαραίτητο να τηρούμε τις νηστείες που έχει καθορίσει η Εκκλησία και να αγωνιζόμαστε να μη ικανοποιούμε στο έπακρο τις απαιτήσεις της σαρκός.
Εκτός από την νηστεία άλλο μέσο θεραπείας είναι η αγρυπνία. Με την αγρυπνία, που είναι και αυτή μια ασκητική μέθοδος θεραπείας, καθαρίζεται ο άνθρωπος και θεραπεύεται από τα πάθη. Ο Κύριος μας δίδαξε τον τύπο της προσευχής κατά την νύκτα. Ο Ίδιος περνούσε ολόκληρες νύκτες στο όρος. «Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατʼ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδʼ, 23).
Οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν στην ζωή τους την ευεργετική επίδραση της αγρυπνίας. Ο άγιος Ισαάκ στα ασκητικά του γράφει ότι «μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον. Τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον». Η ψυχή που κοπιάζει και διαπρέπει στις αγρυπνίες «οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν»[72].

Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παρουσιάζει με όλη την διακρίνουσα αυτόν λεπτότητα τον τύπο του άγρυπνου μοναχού και τις ωφέλειες της αγρυπνίας: «Άγρυπνον όμμα, ήγνισε νουν∙ πλήθος δε ύπνου, επώρωσε ψυχήν. Άγρυπνος μοναχός, πορνείας εχθρός∙ ο δε υπνώδης, ταύτη σύζυγος. Αγρυπνία, πυρώσεως θραύσις∙ ενυπνιασμών λύτρωσις∙ κάθυγρος οφθαλμός∙ ηπαλυμμένη καρδία∙ λογισμών φυλακή∙ βρωμάτων χωνευτήριον∙ παθών δαμαστήριον∙ γλώττης κολαστήριον∙ φαντασιών φυγαδευτήριον. Μοναχός άγρυπνος, αλιευτής λογισμών, εν γαλήνη νυκτός ευχερώς τούτους κατανοείν και αγριεύειν δυνάμενος»[73].

Μαζί με την αγρυπνία συμβαδίζει και η προσευχή. Αυτή είναι η κατʼ εξοχήν μέθοδος που θεραπεύει της ψυχής τα νοσήματα. Γιατί δια της προσευχής έρχεται πολλή Χάρη στην ψυχή του ανθρώπου. Αλλά για την νοερά προσευχή και την μέθοδο που χρησιμοποιούμε για την ελευθερία του νου και την θεωρία του Θεού θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο «Η ησυχία ως μέθοδος θεραπείας». Και αυτό γιατί το θεωρούμε σπουδαιότατο μέσο για την σωτηρία του ανθρώπου.

Επίσης υπάρχουν και άλλα θεραπευτικά μέσα για την ίαση κάθε πάθους της ψυχής. Αλλά γιʼ αυτά θα αναφερθούμε διεξοδικά σε ένα από τα επόμενα κεφάλαια, με τίτλο «Ορθόδοξη παθολογία».
Ίσως παρατηρηθή ότι όλα αυτά τα θεραπευτικά μέσα, που είναι κολλύρια τα οποία θεραπεύουν τον οφθαλμό της καρδίας, ( βλ. Αποκ. γʼ, 18 ) μπορούν να βιωθούν μόνον από τους μοναχούς. Αυτό δεν είναι απολύτως σωστό. Όλοι μπορούμε, ακόμη και εμείς που ζούμε στον κόσμο, να ζήσουμε τις εντολές του Χριστού. Η προσευχή, η μετάνοια, το πένθος, η κατάνυξη, η νηστεία, η αγρυπνία κ.λ.π. είναι εντολές του Χριστού που, σημαίνει ότι όλοι μπορούν να τις ζήσουν. Δεν είπε ο Χριστός πράγματα που είναι αδύνατα για τον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την καθαρότητα της καρδιάς, τονίζει ότι «δυνατόν μεν ουν και τοις εν συζυγία ζώσι, της σκολίας»[74]. Όλοι πάντως μπορούν να αναπτύξουν αυτήν την ευαγγελική ζωή με ανάλογη προσαρμογή.

Άλλωστε, εφʼ όσον υπάρχει επίσκοπος και θεία Λειτουργία σημαίνει ότι είναι δυνατή η σωτηρία. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί η Εκκλησία; Επίσης για τον κάθε άνθρωπο είναι ανάλογη η προσαρμογή των εντολών του Χριστού. Στην πατερική γραμματεία έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Οι Πατέρες, που έχουν οι ίδιοι θεραπευθή, έχουν αποκτήσει το χάρισμα της διακρίσεως και συμβουλεύουν τον κάθε άνθρωπο να βρη τον δρόμο του, που είναι ουσιαστικά δρόμος της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι χαρακτηριστικός πάνω στο σημείο αυτό. Αναφέρει ότι είδε έναν ανόητο ιατρό ο οποίος εξουδένωσε ένα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο άρρωστο και του προξένησε απόγνωση. Και συγχρόνως είδε άλλον «ευφυή» ιατρό πνευματικό να χειρουργή με εξουδενώσεις «πεφυσιωμένην καρδίαν» και να της αδειάζη όλη την δυσωδία. Επίσης αναφέρει ότι είδε τον ίδιο άρρωστο άλλοτε να θεραπεύη έναν ρύπο με το φάρμακο της υπακοής και άλλοτε να θεραπεύη «τον οφθαλμόν της ψυχής νοσούντα» με την ησυχία και την σιωπή[75]. Φαίνεται εδώ καθαρά ότι ο ίδιος ασθενής χρειάζεται άλλοτε υπακοή και άλλοτε ησυχία και σιωπή. Τα κατάλληλα φάρμακα πρέπει να δίδωνται στον κατάλληλο καιρό.

Διακριτικός πνευματικός ο ίδιος άγιος αποφθέγγεται ότι το φάρμακο ενός ανθρώπου μπορεί να είναι δηλητήριο για κάποιον άλλον. Ακόμη, το ίδιο παρασκεύασμα για τον ίδιο ασθενή άλλοτε είναι φάρμακο και άλλοτε δηλητήριο. «Έστιν ότε το ετέρου φάρμακον, ετέρω δηλητήριον γίνεται∙ έστι δʼ ότε και το αυτό τω αυτώ, κατά μεν τον οικείον καιρόν προσφερόμενον, φάρμακον γίνεται∙ εν ου καιρώ δε πάλιν, δηλητήριον καθίσταται»[76].
Γιʼ αυτό τονίζουμε και πάλι ότι χρειάζεται απαραίτητα διακριτικός ορθόδοξος θεραπευτής (ιατρός – πνευματικός) για να κάνη την προσαρμογή του φαρμάκου και να δίδη την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.

Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικούς λόγους αγίων Γερόντων από το Γεροντικό στους οποίους φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει ποικιλία ασκήσεως και μεγάλη δυνατότης προσαρμογής.
Κάποιος ρώτησε τον άγιο Αντώνιο «τι φυλάξας τω Θεώ ευαρεστήσω;» Και ο Γέροντας απήντησε. Όπου απέλθης να έχης προ των οφθαλμών σου τον Θεό, ό,τι πράττεις και λέγεις να έχης την μαρτυρία από τις Γραφές και σε όποιο τόπο καθήσης να μη μετακινηθής γρήγορα. Φύλαξε αυτά τα τρία και σώζεσαι[77].
Κάποιος άλλος Πατήρ ρώτησε τον αββά Νισθερώον «ποίον καλόν έργον εστί, ίνα ποιήσω;» και απήντησε «ουκ εισί πάσαι αι εργασίαι ίσαι; Η γραφή λέγει ότι Αβραάμ φιλόξενος ην και ο Θεός ην μετʼ αυτού∙ και Ηλίας ηγάπα την ησυχίαν και ο Θεός ην μετʼ αυτού∙ και Δαυΐδ ταπεινός ην και ο Θεός ην μετʼ αυτού∙ ο ουν θεωρείς την ψυχήν σου θέλουσαν κατά Θεόν, τούτο ποίησον και φύλαξον την καρδίαν σου»[78].

Ο Ιωσήφ ο Θηβαίος λέγει «ότι τρία πράγματά εστιν έντιμα ενώπιον Κυρίου». Το πρώτο, όταν κανείς είναι άρρωστος και δέχεται με ευχαριστία την ασθένεια, το δεύτερο, όταν κάνη τα έργα του καθαρά ενώπιον του Κυρίου και το τρίτο, όταν υποτάσσεται σε πνευματικό πατέρα και αποτάσσεται όλα τα θελήματά του. Ο τελευταίος έχει ένα στεφάνι περισσότερο. Και στην συνέχεια τονίζει: «εγώ δε την ασθένειαν ηρησάμην»[79].
Επίσης ο αββάς Ποιμήν είπε ότι, εάν βρίσκωνται τρεις άνθρωποι στο ίδιο μέρος και ο ένας ησυχάζει καλώς, ο άλλος, όντας ασθενής, ευχαριστεί τον Θεό και ο τρίτος υπηρετεί με καθαρό λογισμό, «οι τρεις μιας εργασίας εισίν»[80]

Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι κοινός είναι ο αγώνας των ανθρώπων, αλλά διαφορετικός είναι ο τρόπος του αγώνος. Όλοι πρέπει να τηρούν τον λόγο του Θεού, τις εντολές του Θεού, όλοι πρέπει να φροντίζουν για την καθαρότητα της καρδιάς, οπουδήποτε και αν εργάζωνται. Υπάρχει ωστόσο ποικιλία προσαρμογής την οποία ελέγχει ο πνευματικός πατέρας.
Βέβαια μπορεί να θεωρηθή έλλειψη το ότι στην θεραπευτική αγωγή δεν εντάσσουμε και την Θεία Ευχαριστία. Αλλά πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι θεωρούμε την θεία Ευχαριστία, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, απαραίτητη για τον άνθρωπο. Ο Κύριος τόνισε επιγραμματικά «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. στʼ, 53).

Αλλά είναι γνωστό ότι της θείας Κοινωνίας προηγείται κάθαρση και προετοιμασία. Αν δεν προηγηθή αυτή η θεραπεία περί της οποίας γίνεται λόγος εδώ, τότε η λήψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού γίνεται «εις κρίμα και εις κατάκριμα». Δεν μπορεί να νοηθή εκκλησιολογία και εσχατολογία χωρίς την θεραπευτική αγωγή. Έτσι δεν υποβαθμίζουμε την θεία Ευχαριστία, αλλά ακριβώς, τονίζοντας την αξία της ασκήσεως και της θεραπείας, εξαίρουμε το μεγάλο δώρο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε ο σκοπός των γραφομένων είναι κυρίως να φανερωθή ο ακριβής δρόμος που καταλήγει στο Θυσιαστήριο, ώστε η θεία Κοινωνία να γίνη φως και ζωή.

Με τα λίγα αυτά νομίζω φάνηκε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη. Θεραπεύει τον άρρωστο άνθρωπο. Και αυτή η ασθένεια συγκεκριμενοποιείται στον νου. Η Εκκλησία με την διδασκαλία της, την λατρεία, την άσκηση, τα Μυστήρια, ελευθερώνει τον νου και τον καθιστά ναό του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η θεραπευτική αγωγή εφαρμό
σθηκε και επιβεβαιώθηκε από όλους τους αγίους. Είναι η μόνη που οδηγεί στον Θεό. Νομίζω ότι η απώλεια της Παραδόσεως φαίνεται κυρίως στην απώλεια της θεραπευτικής μεθόδου και στην απώλεια πραγματικών θεραπευτών. Η επάνοδος στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι ουσιαστικά επάνοδος στις δύο αυτές βάσεις.


[72] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, ένθ. ανωτ. σελ. 123

[73] Ιω. Σιναΐτου, ένθ. ανωτ., Λόγος ΙΘʼ, βʼ, δʼ, σελ. 103

[74] Φιλοκαλία Δʼ, σελ. 97, στ. 20-22

[75] Ιω. Σιναΐτου, ένθ. ανωτ., Λόγος ΚΣΤʼ, καʼ, σελ. 127

[76] ένθ. ανωτ. Λόγος ΚΣΤʼ, κʼ, σελ. 127

[77] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 1, γʼ

[78] ένθ. ανωτ., σελ. 80, βʼ

[79] ένθ. ανωτ., σελ. 57

[80] ένθ. ανωτ., σελ. 88, κθʼ