Σελίδα 1 από 1

Το κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Σεπ 08, 2007 11:27 am
από NIKOSZ
Ο άνθρωπος εικόνα του Θεού. Με αυτή τη θεία αποκάλυψι αρχίζει η γνώσις της καταγωγής μας. Αλήθεια ασύλληπτη- δίχως την αποκάλυψι- γνώστη από τα παιδικά μας χρόνια. Την ακούσαμε στα θρανία του δημοτικού σχολείου. Μέσα στο σπίτι μας ίσως από τους γονείς μας. ο άνθρωπος εικόνα του Θεού. Δεν είναι , λοιπόν, μόνο σώμα, ύλη , χούς. Και αυτός ο «πηλός», το χοϊκό στοιχειο, το σώμα είναι θεότευκτο (θεόπλαστο) όργανο του πνεύματός μας, «βουλευτήριον» της ψυχής μας. Το υλικό αυτό όργανο εδέχθη το εμφύσημα της θείας πνοής, τη λογική , την ελεύθερη , την αθάνατη ψυχή μας, μπροστά στην οποία όλο το υλικόν σύμπαν είναι μηδέν: «Τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ΄26), ερωτά ο Ποιητής της ψυχής. Ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, είναι «μεθόριο νοητών και αισθητών», «το τιμιώτερον απάντων των ορωμένων», όπως τονίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Μεγάλοι ανθροπολόγοι οι πατέρες, εμβαθύνουν πολύ στο θέμα της δημιουργίας του ανθρώπου. Κάνουν σαφή διάκρισι μεταξύ εικόνος και ομοιώσεως. Την εικόνα την αναφέρουν στη νοητική και ηθική φύσι του ανθρώπου, στο αυτεξούσιο και στο ηγεμονικό. Κυρίαρχος της φύσεως επλάσθη ο άνθρωπος. «…Πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής»
( Γενέσ.α΄28 ). Το ηγεμονικόν στοιχείο αναπόσπαστο μέρος της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου. Ο ιερός Χρυσόστομος βλέπει τον άνθρωπο, των επί της γης «πάντων ανώτερον , πάντων άρχοντα, πάντων κεφαλήν». Τον βλέπει κατέχοντα τα «σκήπτρα» του «κόσμου», του βασιλείου της φύσεως. Με τι θαυμασμό γράφει και ο Μ. Βασίλειος για τον άνθρωπο – βασιλέα: «Μέγας άνθρωπος…τι γάρ των επί γης άλλο κατʼ εικόνα του κτίσαντος γέγονε;». Εκστατικός μπροστά στην «εικόνα του κτίσαντος» ο Βασίλειος βλέπει τον άνθρωπο «υπέρ ουρανόν , υπέρ ήλιον, υπέρ τας των αστέρων χορείας τετιμημένον∙ τις γάρ των ουρανών , ερωτά, εικών είρηται του Θεού του Υψίστου;. Ποίαν δε ήλιος εικόνα σώζει του κτίσαντος; Τι η σελήνη; Τι οι λοιποί αστέρες;». Ο άνθρωπος είναι « των επί της γης…τιμιώτερον , το μετά τους αγγέλους εν λογικοίς τεταγμένον». Η εικόνα αναφέρεται και στο νοερό και αυτεξούσιο: « Το κατʼ εικόνα το νοερόν δηλοί και αυτεξούσιον» (Ιω. Δαμασκηνός).

Ο άνθρωπος εικόνα του Θεού, απηρτησμένη, έκπαγλος από ωραιότητα εικόνα. Στο σημείο αυτό η πατερική διδασκαλία χύνει πλήρες φώς: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατʼ εικόνα ημετέραν , και καθʼ ομοίωσιν ∙ Η βουλή (του Θεού) δύο είχε, κατʼ εικόνα, και καθʼ ομοίωσιν∙ η δημιουργία το εν έχει μόνον, το κατʼ εικόνα….το μεν γάρ κατʼ εικόνα φύσει δέδοται ημίν». Δεν εφιλοτέχνησε ημιτελή εικόνα Του ο Θείος Καλλιτέχνης. Μας την εχάρισε ευθύς αμέσως αρτία: « Το μέν κατʼ εικόνα Θεού, αρχή και ρίζα του αγαθού , ήν ευθύς εν τω κτίζεσθαι συγκαταβεβλημένην τη φύσει μου έσχηκα». Μόλις εδημιουργήθη ο άνθρωπος επήρε σύμφυτη και αναπόσπαστη καταβολή της υπάρξεως του , το «κατʼεικόνα».

«…Και καθʼ ομοίωσιν». Και αριστούργημα να είναι μια εικόνα, πάντως είναι έργον του καλλιτέχνου, άψυχος εικόνα , που δεν εισέφερε τίποτε στο κάλλος της η ίδια. Ο Θεός όμως δεν μας θέλησε άψυχες εικόνες Του. Γιʼ αυτό προσθέτει «Και καθʼ ομοίωσιν». «Ίνα μη ώσπερ εικόνες άψυχοι , παρά ζωγράφοις μεν αποτελεσθείσαι, εική (τυχαίως) δε κείμεναι και μηδέν προς το κάλλος εαυταίς συμβαλλόμεναι», κατά την ωραία πατερική παρατήρησι. Το «κατʼ εικόνα» το επήραμεν έτοιμον. Όχι όμως και το «καθʼ ομοίωσιν». Μας επροίκησε ο Θεός με ψυχή λογική και ελεύθερη για να κατακτήσωμε τον ύψιστο στόχο , το «καθʼ ομίωσιν». Πως τονίζουν την αλήθεια αυτή οι πατέρες: Το «καθʼ ομοίωσιν , εκ προαιρέσεως, και οίκοθεν κατορθούμεν ύστερον». Έπρεπε να εργασθή ο άνθρωπος για να ομοιωθή, κατά το δυνατόν, με τον Θεόν στην αρετή και στην αγιότητα: «Το καθʼ ομοίωσιν την της αρετής κατά το Δυνατόν ομοίωσιν» (Ιω. Δαμασκηνός).

Είχαν φυσική την αγαθότητα οι πρωτόπλαστοι. Ήσαν ξένοι προς το κακόν. Ο Θεός εδμιούργησε τον άνθρωπο «άκακον, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν , επίγειον και ουράνιον…ορατόν και νούμεμνον». Η θέλησις του πρώτου ανθρώπου, πρό της πτώσεως, έκλινεν μόνο προς το άγαθόν. Ο Θεός έδινε πλούσια , άφθονη τη χάρι Του. Η φύσις υπετάσσετο πλήρως στον άνθρωπο. Το σώμα ήταν πειθήνιο όργανο του πνεύματος, ξένο προς τη φθορά και τα παθήματα. Ο Αδάμ και η Εύα ευρίσκοντο σε τέλεια αρμονία με τον Θεόν, με τη φύσι , με τον εαυτόν των, μοναδικό κέντρο της σκέψεως, του πόθου , της αγάπης, της πνευματικής απολαύσεως των πρωτοπλάστων ήταν ο Θεός.

Η κατάστασις αυτή του πρώτου ανθρώπου, όσο κιʼ αν μας φαίνεται ιδανική , ήταν επιδεκτική προόδου. Δεν ήταν αποτετελεσμένη αγιότης. Με τη χάρι του Θεού και την ελεύθερη συνεργασία των οι πρωτόπλαστοι έπρεπε να προκόπτουν ηθικώς, να προοδεύουν στην αρετή , να κατακτήσουν την αγιότητα. «Άγιοι έσεσθε, ότι άγιος εγώ Κύριος ο Θεός υμών» (Λευϊτ. ιθ΄2). Έτσι μεταφράζεται το «καθʼ ομοίωσιν «. Οι ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του Αδάμ έπρεπε να αναπτυχθούν και α σταθεροποιηθούν στο αγαθόν. Μόνον τότε θα επετύγχανε να ομοιωθή προς τον Θεόν και να μορφώσει θέλησιν ακλινή προς το κακόν , όπως είναι η θέλησις των αγγέλων. Η αρχική ροπή των πρωτοπλάστων προς το αγαθόν εχρειάζετο να μεταβληθή σε αληθινή φύσι , αμετακίνητη από τη φορά προς τα άνω, προς τον Θεόν.


Ο λυτρωτικός διάλογος
Αρχ. Σπυρίδωνος Σ. Μπιλάλη
Εκδόσεις ΖΩΗ -1963