Στους Πρωτοκορυφαίους
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Σεπ 08, 2007 1:28 pm
Στους κορυφαίους των Αποστόλων Πέτρο και Παύλο αφιερώνει μια ομιλία του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Βλέπει την 29η Ιουνίου σαν μια μέρα, που γη και ουρανός αμιλλώνται για την πανήγυρη της μνήμης των Αποστόλων. Οι επουράνιες έντιμες φωνές ενώνονται με τις φτωχές ανθρώπινες. Για να επευφημήσουν άξια τους κορυφαίους.
Όσο για τον εαυτό του απʼ την αρχή το δηλώνει: «Ουχ ευρίσκω λόγον επάξιον εγκωμιάσαι τους εγκωμιάσαντας το γένος ημών». Δε βρίσκει κατάλληλα λόγια να μιλήσει γιʼ αυτούς, που ολόκληρη τη γη και τη θάλασσα περιήλθαν και φύτεψαν τα σπέρματα της ευσεβείας στην καρδιά των απειθούντων ανθρώπων. «Ω μακαρία δυάς η πιστευθείσα όλου του κόσμου τας ψυχάς»! Στη σκέψη του μεγάλου εκκλησιαστικού ρήτορα και αγίου δεν προλαβαίνει να πάρει την πρώτη θέση ο ένας και νιώθει την ανάγκη να εγκωμιάσει αμέσως, ισάξια, τον άλλον: «Τι γαρ Πέτρου μείζον; Τι δε Παύλου ίσον; (…) Πέτρος ο καθηγητής των αποστόλων, Παύλος ο γνωριστής της Οικουμένης. Πέτρος των αγνωμόνων Ιουδαίων ο χαλινός, Παύλος των Εθνών η παράκλησις. Πέτρος η αρχή της Ορθοδοξίας, ο μέγας της Εκκλησίας ιεροφάντης, ο αναγκαίος σύμβουλος των Χριστιανών, το κειμήλιον των άνω δυνάμεων, ο τετιμημένος υπό του Δεσπότου απόστολος. Παύλος ο μέγας της αληθείας κήρυξ, το καύχημα της οικουμένης, ο εν ουρανοίς άνθρωπος, και επί γης άγγελος, η δόξα της Εκκλησίας, ο εν υψηλοίς πετόμενος αετός, η λύρα του Πνεύματος, ο γρήγορος του Χριστού υπηρέτης.
(…) Πέτρος, ο εμός πνευματικός έρως· Παύλος, το σκεύος της εκλογής, η εμή βακτηρία. Πέτρος, ο ναός του Θεού· Παύλος, το στόμα του Χριστού, ο τρίπηχυς άνθρωπος, και των ουρανών απτόμενος…».
Και συνεχίζει ο μεγάλος πατήρ της εκκλησίας το ισόρροπο αυτό εγκωμιαστικό ξεχείλισμα της καρδιάς του, προς καθένα από τους Πρωτοκορυφαίους, σαν να μην μπορεί να τιθασεύσει το θαυμασμό του, τα συναισθήματά του. Καταπλήσσεται και θαυμάζει, όποιος διαβάζει την ομιλία, για τις λέξεις και τα σχήματα, τις ιδιότητες και τα νοήματα, που βρίσκει ο ομιλητής, για να αποδώσει τόσο εύστοχα, τόσο πλούσια τα αγιοπνευματικά χαρίσματα των Αποστόλων, το τεράστιο θεοφιλές έργο τους. Ένας πραγματικός χείμαρρος ο λόγος του. Λειμώνας πνευματικών άνθεων και «χάριτος μεμεστωμένος». Πηγή δροσιάς και ευφροσύνης.
Και όταν υποψιαστεί πως ίσως έχει κουραστεί το ακροατήριό τουαπό αυτή τη συνεχή και τόσο γρήγορη εναλλαγή των εγκωμίων από τον ένα κορυφαίο στον επίσης κορυφαίο, τότε θα ενώσει τον έπαινο θα ταυτίσει το θαυμασμό:
«Υμείς εστε το φως του κόσμου· οι βασιλέων ευπορώτεροι, οι πλουσίων δυνατώτεροι, οι στρατιωτών ισχυρότεροι, οι σοφών και φιλοσόφων σοφώτεροι, οι ρητόρων ευγλωττότεροι, οι μηδέν έχοντες, και πάντα κατέχοντες. Υμείς εστε των μαρτύρων υπομονή, των πατριαρχών το ορθόδοξον, των μοναζόντων η άσκησις, των παρθένων οι στεφανίται, των εν ομοζυγίαις οι ειρηνοποιοί, των αρπακτών πλουσίων οι χαλινοί, των ακολάστων οι σωφρονισταί, η σκέπη των βασιλέων, τα τείχη των Χριστιανών…».
Και πάλι όμως θα υποχωρήσει στο ρητορικό «πειρασμό» της χωριστής, παράλληλης αναφοράς, για να κρατήσει αμείωτη την προσοχή των ακροατών:
«Χαίροις, Πέτρε, της πίστεως η πέτρα· χαίροις, Παύλε, της Εκκλησίας το καύχημα· χαίροις, Πέτρε, η κρηπίς της ορθοδοξίας· χαίροις, Παύλε, η μέριμνα των Εκκλησιών· χαίροις, Πέτρε, το εγκαλλώπισμα της οικουμένης· χαίροις, Παύλε, η είσοδος του παραδείσου· χαίροις, Πέτρε, ο χειραγωγός της βασιλείας των ουρανών· χαίροις, Παύλε, εύδιος λειμήν των χειμαζομένων…».
Και συνεχίζονται τα «χαίροις», κόμποι ατελείωτοι στο εγκωμιαστικό του κομπολόι.
Σε κάθε ομιλία του όμως, ο μεγάλος και οικουμενικός διδάσκαλος, σκοπό έχει, μέσα από την ομορφιά του λόγου και τα ρητορικά σχήματα να βγαίνει ωφέλεια, να καλλιεργείται η ευγνωμοσύνη:
«Ποίας ουν ευχαριστίας ανταποδώμεν υμίν τοις τοσαύτα κεκοπιακόσι διʼ ημάς; Μιμνήσκομαί σε, Πέτρε, και εκπλήττομαι· αναμιμνήσκομαί σε, Παύλε, και εξιστάμενος δάκρυσι συνέχομαι. Τι γαρ είπω, ή τι λαλήσω, αναθεωρών υμών τας θλίψεις, ουκ οίδα. Πόσας φυλακάς ηγιάσατε; πόσα δεσμωτήρια εφωτίσατε; πόσας αλύσεις ελαμπρύνατε; πόσας βασάνους υπεμείνατε; πόσους τόπους τοις βήμασιν υμών ηγιάσατε…».
Γιʼ αυτό, τελεώνοντας, παρακαλεί τους μεγάλους του Χριστού Αποστόλους, χρησιμοποιώντας δικά τους λόγια: «Αδιαλείπτως υπέρ υμών προσεύχεσθε· τας υποσχέσεις υμών εκπληρώσατε».
Προς δε τους πιστούς, που ασφαλώς οι ψυχές τους είχαν γίνει δεκτικές, από όσα είχαν ακούσει, θα τους τονίσει ότι οφείλουν να δείξουν πολλή προθυμία και να δεηθούν στον παμβασιλέα Χριστό, «ίνα ημάς αξιώση τη αυτού φιλανθρωπία ταις αυτών παραδόσεσι και διδασκαλίαις εμμένειν, ίνα λάβωμεν έλεος έμπροσθεν του βήματος αυτού».
Βλέπει την 29η Ιουνίου σαν μια μέρα, που γη και ουρανός αμιλλώνται για την πανήγυρη της μνήμης των Αποστόλων. Οι επουράνιες έντιμες φωνές ενώνονται με τις φτωχές ανθρώπινες. Για να επευφημήσουν άξια τους κορυφαίους.
Όσο για τον εαυτό του απʼ την αρχή το δηλώνει: «Ουχ ευρίσκω λόγον επάξιον εγκωμιάσαι τους εγκωμιάσαντας το γένος ημών». Δε βρίσκει κατάλληλα λόγια να μιλήσει γιʼ αυτούς, που ολόκληρη τη γη και τη θάλασσα περιήλθαν και φύτεψαν τα σπέρματα της ευσεβείας στην καρδιά των απειθούντων ανθρώπων. «Ω μακαρία δυάς η πιστευθείσα όλου του κόσμου τας ψυχάς»! Στη σκέψη του μεγάλου εκκλησιαστικού ρήτορα και αγίου δεν προλαβαίνει να πάρει την πρώτη θέση ο ένας και νιώθει την ανάγκη να εγκωμιάσει αμέσως, ισάξια, τον άλλον: «Τι γαρ Πέτρου μείζον; Τι δε Παύλου ίσον; (…) Πέτρος ο καθηγητής των αποστόλων, Παύλος ο γνωριστής της Οικουμένης. Πέτρος των αγνωμόνων Ιουδαίων ο χαλινός, Παύλος των Εθνών η παράκλησις. Πέτρος η αρχή της Ορθοδοξίας, ο μέγας της Εκκλησίας ιεροφάντης, ο αναγκαίος σύμβουλος των Χριστιανών, το κειμήλιον των άνω δυνάμεων, ο τετιμημένος υπό του Δεσπότου απόστολος. Παύλος ο μέγας της αληθείας κήρυξ, το καύχημα της οικουμένης, ο εν ουρανοίς άνθρωπος, και επί γης άγγελος, η δόξα της Εκκλησίας, ο εν υψηλοίς πετόμενος αετός, η λύρα του Πνεύματος, ο γρήγορος του Χριστού υπηρέτης.
(…) Πέτρος, ο εμός πνευματικός έρως· Παύλος, το σκεύος της εκλογής, η εμή βακτηρία. Πέτρος, ο ναός του Θεού· Παύλος, το στόμα του Χριστού, ο τρίπηχυς άνθρωπος, και των ουρανών απτόμενος…».
Και συνεχίζει ο μεγάλος πατήρ της εκκλησίας το ισόρροπο αυτό εγκωμιαστικό ξεχείλισμα της καρδιάς του, προς καθένα από τους Πρωτοκορυφαίους, σαν να μην μπορεί να τιθασεύσει το θαυμασμό του, τα συναισθήματά του. Καταπλήσσεται και θαυμάζει, όποιος διαβάζει την ομιλία, για τις λέξεις και τα σχήματα, τις ιδιότητες και τα νοήματα, που βρίσκει ο ομιλητής, για να αποδώσει τόσο εύστοχα, τόσο πλούσια τα αγιοπνευματικά χαρίσματα των Αποστόλων, το τεράστιο θεοφιλές έργο τους. Ένας πραγματικός χείμαρρος ο λόγος του. Λειμώνας πνευματικών άνθεων και «χάριτος μεμεστωμένος». Πηγή δροσιάς και ευφροσύνης.
Και όταν υποψιαστεί πως ίσως έχει κουραστεί το ακροατήριό τουαπό αυτή τη συνεχή και τόσο γρήγορη εναλλαγή των εγκωμίων από τον ένα κορυφαίο στον επίσης κορυφαίο, τότε θα ενώσει τον έπαινο θα ταυτίσει το θαυμασμό:
«Υμείς εστε το φως του κόσμου· οι βασιλέων ευπορώτεροι, οι πλουσίων δυνατώτεροι, οι στρατιωτών ισχυρότεροι, οι σοφών και φιλοσόφων σοφώτεροι, οι ρητόρων ευγλωττότεροι, οι μηδέν έχοντες, και πάντα κατέχοντες. Υμείς εστε των μαρτύρων υπομονή, των πατριαρχών το ορθόδοξον, των μοναζόντων η άσκησις, των παρθένων οι στεφανίται, των εν ομοζυγίαις οι ειρηνοποιοί, των αρπακτών πλουσίων οι χαλινοί, των ακολάστων οι σωφρονισταί, η σκέπη των βασιλέων, τα τείχη των Χριστιανών…».
Και πάλι όμως θα υποχωρήσει στο ρητορικό «πειρασμό» της χωριστής, παράλληλης αναφοράς, για να κρατήσει αμείωτη την προσοχή των ακροατών:
«Χαίροις, Πέτρε, της πίστεως η πέτρα· χαίροις, Παύλε, της Εκκλησίας το καύχημα· χαίροις, Πέτρε, η κρηπίς της ορθοδοξίας· χαίροις, Παύλε, η μέριμνα των Εκκλησιών· χαίροις, Πέτρε, το εγκαλλώπισμα της οικουμένης· χαίροις, Παύλε, η είσοδος του παραδείσου· χαίροις, Πέτρε, ο χειραγωγός της βασιλείας των ουρανών· χαίροις, Παύλε, εύδιος λειμήν των χειμαζομένων…».
Και συνεχίζονται τα «χαίροις», κόμποι ατελείωτοι στο εγκωμιαστικό του κομπολόι.
Σε κάθε ομιλία του όμως, ο μεγάλος και οικουμενικός διδάσκαλος, σκοπό έχει, μέσα από την ομορφιά του λόγου και τα ρητορικά σχήματα να βγαίνει ωφέλεια, να καλλιεργείται η ευγνωμοσύνη:
«Ποίας ουν ευχαριστίας ανταποδώμεν υμίν τοις τοσαύτα κεκοπιακόσι διʼ ημάς; Μιμνήσκομαί σε, Πέτρε, και εκπλήττομαι· αναμιμνήσκομαί σε, Παύλε, και εξιστάμενος δάκρυσι συνέχομαι. Τι γαρ είπω, ή τι λαλήσω, αναθεωρών υμών τας θλίψεις, ουκ οίδα. Πόσας φυλακάς ηγιάσατε; πόσα δεσμωτήρια εφωτίσατε; πόσας αλύσεις ελαμπρύνατε; πόσας βασάνους υπεμείνατε; πόσους τόπους τοις βήμασιν υμών ηγιάσατε…».
Γιʼ αυτό, τελεώνοντας, παρακαλεί τους μεγάλους του Χριστού Αποστόλους, χρησιμοποιώντας δικά τους λόγια: «Αδιαλείπτως υπέρ υμών προσεύχεσθε· τας υποσχέσεις υμών εκπληρώσατε».
Προς δε τους πιστούς, που ασφαλώς οι ψυχές τους είχαν γίνει δεκτικές, από όσα είχαν ακούσει, θα τους τονίσει ότι οφείλουν να δείξουν πολλή προθυμία και να δεηθούν στον παμβασιλέα Χριστό, «ίνα ημάς αξιώση τη αυτού φιλανθρωπία ταις αυτών παραδόσεσι και διδασκαλίαις εμμένειν, ίνα λάβωμεν έλεος έμπροσθεν του βήματος αυτού».