Τρεις Προκλήσεις
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Σεπ 22, 2007 12:07 am
Σήμερα η θεολογία αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις. Αυτές εγείρουν ερωτήματα, δημιουργούν προβλήματα ή απλώς συνιστούν πρόκληση. Διάλεξα τρεις οι οποίες φαίνονται να είναι σημαντικές και ενδεικτικές γενικότερων τάσεων.
1. Η πρόκληση της γλώσσας
Η πρώτη πρόκληση είναι αυτή της γλώσσας. Εδώ συναντούμε ένα πολύ σύγχρονο και πολύ οξύ πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε με τη φράση «γλωσσικός πληθωρισμός» ή «πληθωρισμός των λέξεων». Πλημμυρίζουμε καθημερινά από κάθε είδος λόγων, από μεγάλα βιβλία μέχρι φυλλάδια, από ποικίλα περιοδικά μέχρι διασκεδαστικά αυτοκόλλητα. Τα τυπωμένα λόγια συνοδεύουν το καθετί. Εμφανίζονται σε κάθε πιθανή ή απίθανη επιφάνεια. Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, σκουντουφλούμε πάνω σε τυπωμένες λέξεις. Τα οπτικά μας νεύρα και, κατά συνέπεια το μυαλό μας, δέχονται επίθεση από γραπτά μηνύματα ανελέητα και χωρίς διακοπή.
Ταυτόχρονα είμαστε στο έλεος ακουστικών μηνυμάτων της γλώσσας ως ήχου: ραδιόφωνο, στέρεο, τηλεόραση, συνεχείς ανακοινώσεις σε δημόσιους χώρους κλπ.
Αυτή η ακουστική και οπτική παρουσία της γλώσσας, αυτή η κατάσταση όπου πολιορκείσαι και βομβαρδίζεσαι από αναρίθμητες λέξεις, γίνεται πράγματι συντριπτική. Δημιουργεί συνάμα ένα αίσθημα αβάσταχτης πίεσης και πληθωρισμού λέξεων, υποτίμησης της γλώσσας. Οι άνθρωποι πείθονται όλο και περισσότερο ότι οι λέξεις είναι εξαιρετικά φτηνές, απελπιστικά ανέδοξες και χωρίς αξία. Η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει τη λειτουργία της ως φορέας νοημάτων, ως μέσο επικοινωνίας και καταντά ένας ουδέτερος ή ερεθιστικός θόρυβος, κάτι σαν βόμβος, σαν θανάσιμο νανούρισμα που οδηγεί σε πνευματική νάρκωση.
Αυτή η κατάσταση αποτελεί κάτι περισσότερο από πρόκληση για τη θεολογία και την Εκκλησία. Τί θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ως απάντηση; Από έναν αριθμό δυνατών απαντήσεων, επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο μόνο για παραπέρα προβληματισμό.
Η πρώτη είναι απλώς η σιωπή.
Η προσπάθειά μας απέναντι στο γλωσσικό πληθωρισμό είναι ν΄ αρχίσουμε να καλλιεργούμε μια γνώση και μια διάθεση για σιωπή, μια ανάγκη για δημιουργία ζωνών και χώρων ησυχίας στη ζωή μας. Η θεολογία θα έπρεπε να οδηγεί στην αλάνθαστη ομορφιά του κόσμου της σιωπής. Είναι καιρός να τονίσουμε εκ νέου τις πολλές όψεις και πλευρές της εν Χριστώ σιωπής, ν΄ ανακαλύψουμε εκ νέου τον πλούτο και τη λειτουργία μιας γλωσσικής αποχής, όπως αυτή εκδηλώνεται στη ζωή των αγίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Η θεολογία θα έπρεπε μεταξύ άλλων να γίνει άσκηση για σιωπή και ησυχία, γεμάτων με την παρουσία του Θεού, παιδεία για μια γεμάτη νόημα σιωπή, διά μέσου της οποίας θα μπορούσαμε να έρθουμε σ΄ επαφή με το λόγο και τον κόσμο του Θεού.
Η δεύτερη απάντηση στην πρόκληση του σύγχρονου γλωσσικού εκφυλισμού είναι η εκ νέου επικέντρωση στη θεολογική πραγματικότητα της ιερότητας της γλώσσας. Για τη θεολογία η γλώσσα είναι ιερή, επειδή σχετίζεται άμεσα με το λόγο του Θεού -το λόγο που έφερε στην ύπαρξη το γιγάντιο σύμπαν, το λόγο ο οποίος είναι το κατεξοχήν όχημα της Αποκάλυψης του Θεού, της θείας αλήθειας σε μας. Η ιερότητα της γλώσσας και η μοναδικότητά της είναι το επίκεντρο της θεολογικής επεξεργασίας λόγω της άμεσης και αποφασιστικής σύνδεσης της σωτηριολογίας με την Εσχατολογία. Η θέση μας στη βασιλεία του Θεού εξαρτάται από την ομολογία εκ μέρους μας της πίστης, δηλαδή από μια λεκτική ομολογία (βλ. Ματθ. 10:32-33. Ρωμ. 10:9-10).
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η καρδιά της βασικής πράξης ενός μάρτυρα είναι γλωσσική, δηλαδή ένα λεκτικό γεγονός, μια προφορική δήλωση της πίστεως στον Χριστό, τον Κύριο. Εδώ η γλώσσα φθάνει στην ύψιστή της κατάσταση. ΄Ισως ασχολούμενοι με το γλωσσικό πληθωρισμό, είναι επίκαιρο να μελετήσουμε σοβαρά και με τιμιότητα την προειδοποίηση του Ιησού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (12:36-37): "Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση".
1. Η πρόκληση της γλώσσας
Η πρώτη πρόκληση είναι αυτή της γλώσσας. Εδώ συναντούμε ένα πολύ σύγχρονο και πολύ οξύ πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε με τη φράση «γλωσσικός πληθωρισμός» ή «πληθωρισμός των λέξεων». Πλημμυρίζουμε καθημερινά από κάθε είδος λόγων, από μεγάλα βιβλία μέχρι φυλλάδια, από ποικίλα περιοδικά μέχρι διασκεδαστικά αυτοκόλλητα. Τα τυπωμένα λόγια συνοδεύουν το καθετί. Εμφανίζονται σε κάθε πιθανή ή απίθανη επιφάνεια. Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, σκουντουφλούμε πάνω σε τυπωμένες λέξεις. Τα οπτικά μας νεύρα και, κατά συνέπεια το μυαλό μας, δέχονται επίθεση από γραπτά μηνύματα ανελέητα και χωρίς διακοπή.
Ταυτόχρονα είμαστε στο έλεος ακουστικών μηνυμάτων της γλώσσας ως ήχου: ραδιόφωνο, στέρεο, τηλεόραση, συνεχείς ανακοινώσεις σε δημόσιους χώρους κλπ.
Αυτή η ακουστική και οπτική παρουσία της γλώσσας, αυτή η κατάσταση όπου πολιορκείσαι και βομβαρδίζεσαι από αναρίθμητες λέξεις, γίνεται πράγματι συντριπτική. Δημιουργεί συνάμα ένα αίσθημα αβάσταχτης πίεσης και πληθωρισμού λέξεων, υποτίμησης της γλώσσας. Οι άνθρωποι πείθονται όλο και περισσότερο ότι οι λέξεις είναι εξαιρετικά φτηνές, απελπιστικά ανέδοξες και χωρίς αξία. Η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει τη λειτουργία της ως φορέας νοημάτων, ως μέσο επικοινωνίας και καταντά ένας ουδέτερος ή ερεθιστικός θόρυβος, κάτι σαν βόμβος, σαν θανάσιμο νανούρισμα που οδηγεί σε πνευματική νάρκωση.
Αυτή η κατάσταση αποτελεί κάτι περισσότερο από πρόκληση για τη θεολογία και την Εκκλησία. Τί θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ως απάντηση; Από έναν αριθμό δυνατών απαντήσεων, επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο μόνο για παραπέρα προβληματισμό.
Η πρώτη είναι απλώς η σιωπή.
Η προσπάθειά μας απέναντι στο γλωσσικό πληθωρισμό είναι ν΄ αρχίσουμε να καλλιεργούμε μια γνώση και μια διάθεση για σιωπή, μια ανάγκη για δημιουργία ζωνών και χώρων ησυχίας στη ζωή μας. Η θεολογία θα έπρεπε να οδηγεί στην αλάνθαστη ομορφιά του κόσμου της σιωπής. Είναι καιρός να τονίσουμε εκ νέου τις πολλές όψεις και πλευρές της εν Χριστώ σιωπής, ν΄ ανακαλύψουμε εκ νέου τον πλούτο και τη λειτουργία μιας γλωσσικής αποχής, όπως αυτή εκδηλώνεται στη ζωή των αγίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Η θεολογία θα έπρεπε μεταξύ άλλων να γίνει άσκηση για σιωπή και ησυχία, γεμάτων με την παρουσία του Θεού, παιδεία για μια γεμάτη νόημα σιωπή, διά μέσου της οποίας θα μπορούσαμε να έρθουμε σ΄ επαφή με το λόγο και τον κόσμο του Θεού.
Η δεύτερη απάντηση στην πρόκληση του σύγχρονου γλωσσικού εκφυλισμού είναι η εκ νέου επικέντρωση στη θεολογική πραγματικότητα της ιερότητας της γλώσσας. Για τη θεολογία η γλώσσα είναι ιερή, επειδή σχετίζεται άμεσα με το λόγο του Θεού -το λόγο που έφερε στην ύπαρξη το γιγάντιο σύμπαν, το λόγο ο οποίος είναι το κατεξοχήν όχημα της Αποκάλυψης του Θεού, της θείας αλήθειας σε μας. Η ιερότητα της γλώσσας και η μοναδικότητά της είναι το επίκεντρο της θεολογικής επεξεργασίας λόγω της άμεσης και αποφασιστικής σύνδεσης της σωτηριολογίας με την Εσχατολογία. Η θέση μας στη βασιλεία του Θεού εξαρτάται από την ομολογία εκ μέρους μας της πίστης, δηλαδή από μια λεκτική ομολογία (βλ. Ματθ. 10:32-33. Ρωμ. 10:9-10).
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η καρδιά της βασικής πράξης ενός μάρτυρα είναι γλωσσική, δηλαδή ένα λεκτικό γεγονός, μια προφορική δήλωση της πίστεως στον Χριστό, τον Κύριο. Εδώ η γλώσσα φθάνει στην ύψιστή της κατάσταση. ΄Ισως ασχολούμενοι με το γλωσσικό πληθωρισμό, είναι επίκαιρο να μελετήσουμε σοβαρά και με τιμιότητα την προειδοποίηση του Ιησού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (12:36-37): "Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση".