ΛΙΓΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Ν. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗ
«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΠΟΤΑΜΟ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ»
Από το βιβλίο του Αλέκου Ε. Φλωράκη
«ΤΗΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ»
ΕΚΔΟΣΗ. ΔΗΜΟΣ ΤΗΝΟΥ 2001
«ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ. Κάθε σπίτι είναι ανάστατο στο χωριό. Προετοιμασίες γίνονται από το πιο φτωχό, ως το πιο πλούσιο σπίτι για να γιορτάσουν την γέννηση του Χριστού»
«Ξεχωριστά όμως στο σπίτι του κυρ Γιάννη του Μόδενα, μια παράξενη κίνηση αντικρύζει κανείς. Γυναίκες μπαίνουν και βγαίνουν. Η κάθε μια προσφέρει τη δουλειά της, για να μπορέσει το σπιτικό του κυρ Γιάννη του Μόδενα να βγεί ασπροπρόσωπο, αφού τα δυό του παιδιά, ο Βαγγέλης έμπορος στη Χώρα και ο Μόδεστος που εργάζεται στην Αθήνα έχουν ταχθή να κάμουν και αυτοί το πανηγύρι της αγάπης του Χριστού, τον κάβο, όπως τον λένε όλοι στο χωριό».
«Η εκκλησία μέσα και έξω αστράπτει από καθαριότητα. Μεσάνυχτα τρέχουν οι άνδρες να βάλουν στο καντήλι της Παναγίας και του Χριστού λάδι, μη τυχόν σβήση από αμέλειά τους».
«Φέτος ο κυρ Γιάννης….έχει ανακαλύψει από καιρό, ότι σε κάποιο γειτονικό χωριό υπάρχει καλό, καθαρό κερί από μέλισσες. Δεκαπέντε κιλά το ολιγώτερο πρέπει να έχει, για να φτάση»
«Την ημέρα αυτή, όλο το χωριό την τιμά ξεχωριστά από κάθε άλλη…..Δυό παλληκάρια του χωριού….ήλθαν φέτος ορεξάτα, την παραμονή των Χριστουγέννων για να στήσουν τα κανόνια, όπως λένε οι πιο γέροι στο χωριό».
«Σαρανταπέντε κιλά κρέας μοσχαρίσιο αγορασμένο απ’ τη Χώρα, θα γίνει άλλο βραστό κι άλλο κοκινιστό».
«Τη μεγαλύτερη τέχνη τους θα τη βάλουν στα περίφημα ντολμαδάκια, που καλοφτιαγμένα, συμμετρικά, φαντάζουν με την απαραίτητη από πάνω τους φιγούρα, το αυγολέμονο».
«Στη μεγάλη αίθουσα του σπιτιού, έχει ετοιμαστή ένα μεγάλο τραπέζι σε σχήμα Π που θα δεχθή……μόνο τους παντρεμένους άνδρες του χωριού. Καμμιά γυναίκα δεν θα πάρει θέση, στο ιδιότυπο αυτό τραπέζι. Γι’ αυτές θα ετοιμασθή την άλλη μέρα άλλο…..».
«Μετά την λειτουργία την πρωινή της γέννησης, ο νοικοκύρης καλεί τους πιο επίσημους του χωριού, να περάσουν από το σπίτι του. Δοκιμάζεται πρώτα για το καλό της ημέρας το λουκάνικο, ψημένο στα κάρβουνα της φωτιάς και μετά ακολουθεί μια ωραία καλοφτιαγμένη σούπα….»
«Παίρνουν και δίνουν τα χρόνια πολλά και τα πάντα άξιοι, με τη μυρωδάτη και κατάξανθη ρετσίνα και το κόκκινο γλυκό κρασί, να δίνουν σ’όλους πολύ κέφι. Το μεσημέρι οι καμπάνες χτυπούν χαρούμενα. Όλο το χωριό είναι μαζεμένο στο προάυλιο της εκκλησίας. Όλοι με τη σειρά οι άνδρες παίρνουν θέση στη γραμμή για να τραβήξουν το σχοινί της καμπάνας. Το έχουν για καλό τους».
«Τώρα μπροστά πηγαίνουν τα εξαπτέρυγα και από πίσω ακολουθεί ο κόσμος. Περνούν μέσα από τους δρόμους του χωριού…..και καταλήγουν στην εκκλησία».
«Ο κόσμος σκορπιέται και οι άνδρες γυρίζουν στα σπίτια τους να ετοιμασθούν. Ο καθένας παίρνει σε μια κάτασπρη πετσέτα το σερβίτσιο του, το Χριστόψωμο, μια μπουκάλα κρασί και ξεκινά….»
«Όταν φθάση, παίρνει τη θέση του στο μεγάλο τραπέζι…..και το τραπέζι στολίζεται από τους άνδρες στα γρύγορα. Οι παπάδες παίρνουν τη θέση τους, χωρίς βέβαια να φέρουν κι αυτοί, ότι έφεραν οι άλλοι, εδώ βέβαια, χωρεί μια εξαίρεση….»
«Κοντά στο πιάτο του καθένα, φυλάγονται από τα παλιά χρόνια, κύπελλα ανοικτά, ιδιότροπα, κούπες ασημένιες, που χρησιμεύουν για ποτήρια του κρασιού».
«Λογιών-λογιών μπουκάλια κρασιά…..ο ένας κερνά τον άλλο…..την ημέρα αυτή, ανοίγονται τα βαρέλια τους’.
«Σε λίγο φθάνει το δεύτερο φαγητό. Κρέας βραστό, πιο ύστερα το τρίτο στιφάδο, το τέτερτο ντολμαδάκια και τέλος το κρέας το κοκκινιστό».
«Όταν πιά τελειώσει το φαγοπότι…..οι άνδρες ξαναμαζεύουν τα σύνεργα……και τα ακουμπούν στο τραπέζι».
«Σε λίγο φθάνει η εικόνα της γέννησης. Τώρα έχουν δικαιώματα και οι γυναίκες, εισορμούν κι αυτές στην αίθουσα, για να παρακολουθήσουν το δεύτερο μέρος της τελετής. Μοιράζονται κεριά, οι παπάδες ψέλνουν διάφορες ευχές, μνημονεύουν τους πεθαμένους…..στο πέρασμα των χρόνων»
«Όλων τα μάτια βουρκώνουν από δάκρυα…..όλων οι σκέψεις πετούν μακρυά για ν’ ανταμώσουν τις φτωχές άγιες εκείνες μορφές των προγόνων τους, που καθιέρωσαν αυτή την άγια ημέρα της γέννησης του Χριστού μας, σαν ημέρα αγάπης του Τριποτάμου».
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και έθιμα
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και έθιμα
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
Το Χριστόψωμο…
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στους Σαρακατσάνους
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους βλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα βλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κεφαλονιά
Χαρακτηριστική είναι μια κεφαλλονίτικη συνήθεια. Όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κρήτη
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.
(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στους Σαρακατσάνους
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους βλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα βλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κεφαλονιά
Χαρακτηριστική είναι μια κεφαλλονίτικη συνήθεια. Όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κρήτη
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.
(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναικά του Γιάννη.
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.
Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι υστέρα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισε
λθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Φώτης Κόντογλου
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναικά του Γιάννη.
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.
Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι υστέρα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισε
λθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Φώτης Κόντογλου
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
Από τις προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που αναφέρεται στο ζύμωμα του χριστόψωμου. Η συνήθεια αυτή είναι πολύ ριζωμένη στους αγρότες και τους τσοπάνηδες. Απλές και ταπεινές νοικοκυρές κάνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια. Θεωρείται το έργο αυτό θείο. είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές το Χριστόψωμο κι έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: "το ψωμό του Χριστού", "Σταυροί", "βλάχες" κ.ά."
"Την παραμονή των Χριστουγέννων "παντρεύουν", σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τη φωτιά. Παίρνουν ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, ας πούμε πλάτανος ,καιο νοικοκύρης λέγει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό της νοικοκυράς"
"Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.
"Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους".
"Στη Λήμνο την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σφάζουν γουρουνόπουλα και το βράδυ της ίδιας μέρας χορεύουν".
"Στην Κεντρική Ελλάδα τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το "τάισμα" της βρύσης. Πηγαίνουν τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα οι κοπέλλες στην πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό, αφού αφήσουν προηγουμένως εκεί βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς".
"Στα Γρεβενά ανάβουν μεγάλο κούτσουρο, στη γωνιά από την παραμονή των χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τα δαιμονικά".
[Πληροφορίες από το βιβλίο του Μιχ. Κ. Τσώλη, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
"Την παραμονή των Χριστουγέννων "παντρεύουν", σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τη φωτιά. Παίρνουν ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, ας πούμε πλάτανος ,καιο νοικοκύρης λέγει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό της νοικοκυράς"
"Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.
"Οι πιστοί στις παραδόσεις από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν καλογήρους".
"Στη Λήμνο την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σφάζουν γουρουνόπουλα και το βράδυ της ίδιας μέρας χορεύουν".
"Στην Κεντρική Ελλάδα τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το "τάισμα" της βρύσης. Πηγαίνουν τα μεσάνυχτα ή προς τα χαράματα οι κοπέλλες στην πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό, αφού αφήσουν προηγουμένως εκεί βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς".
"Στα Γρεβενά ανάβουν μεγάλο κούτσουρο, στη γωνιά από την παραμονή των χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τα δαιμονικά".
[Πληροφορίες από το βιβλίο του Μιχ. Κ. Τσώλη, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
Φώτης Κόντογλου - Χριστούγεννα στὴ σπηλιά
--------------------------------------------------------------------------------
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.
Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατί οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.
Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!
Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.
Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.
Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.
Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.
Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.
«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»
Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.
Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουν
ε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.
Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.
«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατί βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατί ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.
Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζ
ὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».
--------------------------------------------------------------------------------
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.
Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατί οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.
Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!
Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.
Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.
Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.
Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.
Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.
«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»
Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.
Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουν
ε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.
Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.
«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατί βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατί ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.
Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζ
ὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.
Τα Χριστούγεννα της γενιάς μας...
Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή φορτωμένη αναμνήσεις. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το γεγονός της Γεννήσεως ένα θαύμα· ο εορτασμός του από την Εκκλησία θαυμάσιος, μοναδικός· αν προσθέσουμε και το ότι τα χρόνια εκείνα μόνον η Εκκλησία μας γιόρταζε τα Χριστούγεννα, καταλαβαίνετε γιατί υπάρχουν τόσες αναμνήσεις. Και όταν λέγω ότι μόνον η Εκκλησία μας γιόρταζε Χριστούγεννα, εννοώ ότι δεν είχε γίνει ακόμη η μεγάλη αυτή και παγκόσμια γιορτή της Χριστιανοσύνης αντικείμενο εκμετάλλευσης κάθε λογής καιρο- και κερδο-σκόπων.
Τα κάλαντα τα λέγαμε εν χορώ, όλα τα παιδιά του Σχολείου μπαίναμε στην σειρά και κάναμε την διαδρομή από το Γυμνάσιο έως τον Άγιο Δημήτριο, ψάλλοντας το “Καλήν ημέραν άρχοντες...”, αλλά και άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όπως:
“Δόξα Θεώ, Δόξα Θεώ,
τά δώρα των μάγων,
χρυσός και κασία,
ξενίζει η φάτνη τον Θεόν,
αγάλου, άχραντε Μαρία,
σκιρτήσατε λαοί Σιών”.
Συμμετείχαν στην καλαντο-χορωδία όλοι οι μαθητές και μαθήτριες, με τους ομαδάρχες τους και την σημαία του σχολείου. Ένα παιδί κρατούσε ένα πανεράκι, στολισμένο με δάφνη και βάγια, και έριχνε μέσα κανείς ό,τι είχε ευχαρίστηση και δυνατότητα. Η γιορτή στο Σχολείο ήταν λαμπρή και περιλάμβανε ύμνους, ποιήματα και ένα θεατρικό για την Γέννηση.
Το πρωΐ των Χριστουγέννων όλοι στον Άγιο Δημήτριο, με καινούρια ρούχα, μετά από νηστεία μιας εβδομάδος –τόσο μας κρατούσαν τουλάχιστον εμάς τα παιδιά.
Πηγαίναμε με σειρά και στην Εκκλησία όλο το σχολείο. Στον δρόμο τραγουδούσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Σωπαίναμε στα σκαλιά της Εκκλησίας. Σωπαίναμε και μέσα στην Εκκλησία, και αν όχι από εσωτερική κατάνυξη, πάντως από τον φόβο των δασκάλων. Είχε, θυμάμαι, κάποιος μια βέργα από μουριά, μια λούρα, και την έβαζε στα μαλλιά του θορυβοποιού, την έστριβε και τράβαγε με δύναμη, την βέργα, τα μαλλιά και τον ψιθυριστή!
Λειτουργό ενθυμούμαι τον παπα-Σιδέρη (παπα-Γιάννη Σιδέρη) και δεσπότη τον Γερμανό. Και οι δύο ιεροπρεπείς, εμποιούσαν σεβασμό. Ψάλτες είχαμε τότε τον Σταύρο τον Αυγεράκη και τον Νίκο στον Σπανό. Καλοί ψάλτες! Ενθυμούμαι και τον αείμνηστο τον Γιώργο τον Νόβα, στεκόταν δεξιά του δεσπότη και έψαλε δυνατά αλλά και γλυκά. Δεν ξέρω αν ήταν διαφορετικοί οι καιροί, ή εμείς σκληρύναμε τώρα, αλλά, θυμάμαι, αν και παιδί τότε, η θεία Λειτουργία μας ανέβαζε στους ουρανούς!
Κοινωνούσαμε όλα τα παιδιά. Στην προετοιμασία για τα Χριστούγεννα ήταν οπωσδήποτε και η εξομολόγηση. Εξομολόγηση στο Δημοτικό! Όταν ήμασταν στο δημοτικό η εξομολόγηση λάμβανε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα –αργότερα έμαθα ότι ονόμαζαν αυτό που κάναμε “ώρα ειλικρίνειας” ή κάπως έτσι. Θυμάμαι ότι καθόμασταν όλοι ανακούρκουδα, μές στην Εκκλησία, όλα παιδιά του δημοτικού, και ο Κατηχητής μας, ο Γιάννης ο Πούλος, που αργότερα έγινε Πρωτοπρεσβύτερος στην Αγία Τριάδα της Νέας Υόρκης, μας ρωτούσε διάφορα αμαρτήματα, και όποιος είχε το θάρρος, σήκωνε δειλά-δειλά το χέρι και έλεγε “εγώ το έκανα”, και ρωτούσε τότε ο Κατηχητής: “γιατί, παιδάκι μου, το έκανες αυτό;”, και το παιδί συνέχιζε, ανάλογα και με το θάρρος του, και εξέφραζε την αδυναμία του να αντισταθή ή κάτι άλλο. Οι αμαρτίες που μας ρωτούσε, απʼ ό,τι θυμάμαι ήταν: ποιός είπε ψέματα, ποιός μούτζωσε, ποιός έφτυσε κλπ.
Και αφού θυμήθηκα δασκάλους και κατηχητές, θα αναφέρω και πάλι την δασκάλα μας, για την οποία φυλάω παντοτινή ευγνωμοσύνη, την Φωτεινή Μακρή. Αυτή μας έμαθε γράμματα, τρόπους, προσοχή, σεβασμό. Πάντοτε, μα πάντοτε την μνημονεύω με ευγνωμοσύνη.
Έ, μετά την Εκκλησία, εμείς τα παιδιά πηγαινο-φέρναμε τα χριστουγεννιάτικα πεσκέσια –πίττες, κουραμπιέδες, γλυκά– στα συγγενικά και φιλικά μας σπίτια, και ανάλογα λαμβάναμε και κανά φραγκάκι. Όλα τα σπίτια ανοικτά. Η πρώτη επίσκεψη στού Ανδρέα του Κοζώνη, γιατί η σύζυγός του, η αείμνηστη Ιουλία, έδιδε δίφραγκο!
Το γιορτάσι κρατούσε εβδομάδα. Ο παπα-Γιάννης ο Σιδέρης ερχόταν και στο σπίτι μας, να ψάλλη το “ύψωμα” και μείς τα παιδιά χαιρόμασταν και γελούσαμε, όλο γελούσαμε...
Να θυμηθώ και τα Φιλόπτωχα Ταμεία των Ενοριών –τού Αγίου Δημητρίου είχε τότε πρόεδρο την Ιουλία Κοζώνη– που μοίραζαν τις ημέρες εκείνες, όπως γίνεται και σήμερα όπως παρακολουθώ, ρούχα, τρόφιμα, γλυκίσματα. Σε πολλές οικογένειες έστελναν εμάς τα παιδιά να τα παραδώσουμε, γιατί μας δέχονταν πιο άνετα, πιο αξιοπρεπώς. Ήταν και άλλες γυναίκες στα φιλόπτωχα: η Νίτσα η Μόσχου, η Θεοδώρα Κρυάλου-Κοτίνη, η Φρόσω η Κουμπίου και πολλές άλλες κυρίες πού, συγγνώμη, δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες τώρα.
Τί να πρωτοθυμηθώ;
Μια χρονιά –γύρω στο ʼ46· ήμουν τότε στα δεκαεπτά– ήλθε ο αδελφός μου ο μεγάλος –ήταν τότε εικοσιπέντε χρονώ– από την Αθήνα γεμάτος δώρα για την οικογένεια. Μαζί του είχε φέρει και ένα μικρό σβουράκι, το “πάρτα όλα”. Το παρουσίασε στο οικογενειακό τραπέζι μας και θέλησε να μας δείξη πώς παίζεται. Ο αείμνηστος πατέρας μου –πώς το θυμάμαι!– σηκώθηκε γεμάτος θυμό και το πέταξε· δεν ήθελε να μπή στο σπίτι του η διαφθορά! Ναί, το θεώρησε διαφθορά, γιατί είχε σχέση με την τύχη. Και χαρτί ποτέ δεν παίξαμε στο σπίτι μας! Ήταν καλός ο πατέρας μου και νοικοκύρης.
Τα Φώτα το λιμανάκι μας ...βούλιαζε! Κόσμος πολύς. Στα Φώτα του ʼ40 δεν βρέθηκε ο σταυρός· έμεινε στον πυθμένα του λιμανιού. Ο δεσπότης μας, ο Γερμανός, αλλά και ο κόσμος όλος, είπε ότι κάτι κακό θα συμβή. Την ίδια χρονιά σε ένα σπιτάκι στο “καινούριο χωριό”, στο Κεφαλόβρυσο, δάκρυσε η Παναγία. Όλοι πήγαμε με δέος να προσκυνήσουμε. Κάναμε και αγρυπνία. Ήταν η χρονιά που μπήκαν οι Ιταλοί...
διήγηση Σ.Μ.Π., καταγραφή Α.Κ.
http://www.parembasis.gr/2003/03_12_08.htm
Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή φορτωμένη αναμνήσεις. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το γεγονός της Γεννήσεως ένα θαύμα· ο εορτασμός του από την Εκκλησία θαυμάσιος, μοναδικός· αν προσθέσουμε και το ότι τα χρόνια εκείνα μόνον η Εκκλησία μας γιόρταζε τα Χριστούγεννα, καταλαβαίνετε γιατί υπάρχουν τόσες αναμνήσεις. Και όταν λέγω ότι μόνον η Εκκλησία μας γιόρταζε Χριστούγεννα, εννοώ ότι δεν είχε γίνει ακόμη η μεγάλη αυτή και παγκόσμια γιορτή της Χριστιανοσύνης αντικείμενο εκμετάλλευσης κάθε λογής καιρο- και κερδο-σκόπων.
Τα κάλαντα τα λέγαμε εν χορώ, όλα τα παιδιά του Σχολείου μπαίναμε στην σειρά και κάναμε την διαδρομή από το Γυμνάσιο έως τον Άγιο Δημήτριο, ψάλλοντας το “Καλήν ημέραν άρχοντες...”, αλλά και άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όπως:
“Δόξα Θεώ, Δόξα Θεώ,
τά δώρα των μάγων,
χρυσός και κασία,
ξενίζει η φάτνη τον Θεόν,
αγάλου, άχραντε Μαρία,
σκιρτήσατε λαοί Σιών”.
Συμμετείχαν στην καλαντο-χορωδία όλοι οι μαθητές και μαθήτριες, με τους ομαδάρχες τους και την σημαία του σχολείου. Ένα παιδί κρατούσε ένα πανεράκι, στολισμένο με δάφνη και βάγια, και έριχνε μέσα κανείς ό,τι είχε ευχαρίστηση και δυνατότητα. Η γιορτή στο Σχολείο ήταν λαμπρή και περιλάμβανε ύμνους, ποιήματα και ένα θεατρικό για την Γέννηση.
Το πρωΐ των Χριστουγέννων όλοι στον Άγιο Δημήτριο, με καινούρια ρούχα, μετά από νηστεία μιας εβδομάδος –τόσο μας κρατούσαν τουλάχιστον εμάς τα παιδιά.
Πηγαίναμε με σειρά και στην Εκκλησία όλο το σχολείο. Στον δρόμο τραγουδούσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Σωπαίναμε στα σκαλιά της Εκκλησίας. Σωπαίναμε και μέσα στην Εκκλησία, και αν όχι από εσωτερική κατάνυξη, πάντως από τον φόβο των δασκάλων. Είχε, θυμάμαι, κάποιος μια βέργα από μουριά, μια λούρα, και την έβαζε στα μαλλιά του θορυβοποιού, την έστριβε και τράβαγε με δύναμη, την βέργα, τα μαλλιά και τον ψιθυριστή!
Λειτουργό ενθυμούμαι τον παπα-Σιδέρη (παπα-Γιάννη Σιδέρη) και δεσπότη τον Γερμανό. Και οι δύο ιεροπρεπείς, εμποιούσαν σεβασμό. Ψάλτες είχαμε τότε τον Σταύρο τον Αυγεράκη και τον Νίκο στον Σπανό. Καλοί ψάλτες! Ενθυμούμαι και τον αείμνηστο τον Γιώργο τον Νόβα, στεκόταν δεξιά του δεσπότη και έψαλε δυνατά αλλά και γλυκά. Δεν ξέρω αν ήταν διαφορετικοί οι καιροί, ή εμείς σκληρύναμε τώρα, αλλά, θυμάμαι, αν και παιδί τότε, η θεία Λειτουργία μας ανέβαζε στους ουρανούς!
Κοινωνούσαμε όλα τα παιδιά. Στην προετοιμασία για τα Χριστούγεννα ήταν οπωσδήποτε και η εξομολόγηση. Εξομολόγηση στο Δημοτικό! Όταν ήμασταν στο δημοτικό η εξομολόγηση λάμβανε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα –αργότερα έμαθα ότι ονόμαζαν αυτό που κάναμε “ώρα ειλικρίνειας” ή κάπως έτσι. Θυμάμαι ότι καθόμασταν όλοι ανακούρκουδα, μές στην Εκκλησία, όλα παιδιά του δημοτικού, και ο Κατηχητής μας, ο Γιάννης ο Πούλος, που αργότερα έγινε Πρωτοπρεσβύτερος στην Αγία Τριάδα της Νέας Υόρκης, μας ρωτούσε διάφορα αμαρτήματα, και όποιος είχε το θάρρος, σήκωνε δειλά-δειλά το χέρι και έλεγε “εγώ το έκανα”, και ρωτούσε τότε ο Κατηχητής: “γιατί, παιδάκι μου, το έκανες αυτό;”, και το παιδί συνέχιζε, ανάλογα και με το θάρρος του, και εξέφραζε την αδυναμία του να αντισταθή ή κάτι άλλο. Οι αμαρτίες που μας ρωτούσε, απʼ ό,τι θυμάμαι ήταν: ποιός είπε ψέματα, ποιός μούτζωσε, ποιός έφτυσε κλπ.
Και αφού θυμήθηκα δασκάλους και κατηχητές, θα αναφέρω και πάλι την δασκάλα μας, για την οποία φυλάω παντοτινή ευγνωμοσύνη, την Φωτεινή Μακρή. Αυτή μας έμαθε γράμματα, τρόπους, προσοχή, σεβασμό. Πάντοτε, μα πάντοτε την μνημονεύω με ευγνωμοσύνη.
Έ, μετά την Εκκλησία, εμείς τα παιδιά πηγαινο-φέρναμε τα χριστουγεννιάτικα πεσκέσια –πίττες, κουραμπιέδες, γλυκά– στα συγγενικά και φιλικά μας σπίτια, και ανάλογα λαμβάναμε και κανά φραγκάκι. Όλα τα σπίτια ανοικτά. Η πρώτη επίσκεψη στού Ανδρέα του Κοζώνη, γιατί η σύζυγός του, η αείμνηστη Ιουλία, έδιδε δίφραγκο!
Το γιορτάσι κρατούσε εβδομάδα. Ο παπα-Γιάννης ο Σιδέρης ερχόταν και στο σπίτι μας, να ψάλλη το “ύψωμα” και μείς τα παιδιά χαιρόμασταν και γελούσαμε, όλο γελούσαμε...
Να θυμηθώ και τα Φιλόπτωχα Ταμεία των Ενοριών –τού Αγίου Δημητρίου είχε τότε πρόεδρο την Ιουλία Κοζώνη– που μοίραζαν τις ημέρες εκείνες, όπως γίνεται και σήμερα όπως παρακολουθώ, ρούχα, τρόφιμα, γλυκίσματα. Σε πολλές οικογένειες έστελναν εμάς τα παιδιά να τα παραδώσουμε, γιατί μας δέχονταν πιο άνετα, πιο αξιοπρεπώς. Ήταν και άλλες γυναίκες στα φιλόπτωχα: η Νίτσα η Μόσχου, η Θεοδώρα Κρυάλου-Κοτίνη, η Φρόσω η Κουμπίου και πολλές άλλες κυρίες πού, συγγνώμη, δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες τώρα.
Τί να πρωτοθυμηθώ;
Μια χρονιά –γύρω στο ʼ46· ήμουν τότε στα δεκαεπτά– ήλθε ο αδελφός μου ο μεγάλος –ήταν τότε εικοσιπέντε χρονώ– από την Αθήνα γεμάτος δώρα για την οικογένεια. Μαζί του είχε φέρει και ένα μικρό σβουράκι, το “πάρτα όλα”. Το παρουσίασε στο οικογενειακό τραπέζι μας και θέλησε να μας δείξη πώς παίζεται. Ο αείμνηστος πατέρας μου –πώς το θυμάμαι!– σηκώθηκε γεμάτος θυμό και το πέταξε· δεν ήθελε να μπή στο σπίτι του η διαφθορά! Ναί, το θεώρησε διαφθορά, γιατί είχε σχέση με την τύχη. Και χαρτί ποτέ δεν παίξαμε στο σπίτι μας! Ήταν καλός ο πατέρας μου και νοικοκύρης.
Τα Φώτα το λιμανάκι μας ...βούλιαζε! Κόσμος πολύς. Στα Φώτα του ʼ40 δεν βρέθηκε ο σταυρός· έμεινε στον πυθμένα του λιμανιού. Ο δεσπότης μας, ο Γερμανός, αλλά και ο κόσμος όλος, είπε ότι κάτι κακό θα συμβή. Την ίδια χρονιά σε ένα σπιτάκι στο “καινούριο χωριό”, στο Κεφαλόβρυσο, δάκρυσε η Παναγία. Όλοι πήγαμε με δέος να προσκυνήσουμε. Κάναμε και αγρυπνία. Ήταν η χρονιά που μπήκαν οι Ιταλοί...
διήγηση Σ.Μ.Π., καταγραφή Α.Κ.
http://www.parembasis.gr/2003/03_12_08.htm
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Η σύγχρονη ζωή και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας έχουν καταργήσει πολλά έθιμα των Χριστουγέννων. Κάποιοι, επιμένουν να διατηρούν την παράδοση.
Χριστούγεννα, η πιο ωραία ημέρα του χρόνου. Το χαμόγελο επιβάλλει την κυριαρχία του, η καρδία του Εμπενίζερ Σκρουτζ, του κάθε Εμπενίζερ, μαλακώνει, η αγάπη κυριεύει τα πάντα, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο.
Οι ημέρες του δωδεκαήμερου από παλιά θεωρούνταν ημέρες ανάπαυλας και χαράς. Και τα έθιμα έρχονται να στις υποδείξουν ότι είναι ανθρώπινη κι αναντικατάστατη η ανάγκη να αποκτήσουμε χαμένες ή χαλαρωμένες σχέσεις με αγαπημένα στις πρόσωπα και, πάνω από όλα, βιώνοντας τον άνθρωπο, να πετάξουμε, επιτέλους, στις μάσκες στις…
Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο στην Ελλάδα έχει ξενική προέλευση και το εισήγαγαν οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με στις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομός του, το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, στις στις καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί στις τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις στις ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, ο καθηγητής την Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης υποστήριξε ότι το έθιμο του δέντρου δεν έχει γερμανική προέλευση αλλά ανατολίτικη. Την άποψη του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Ά στα βόρεια στις Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα. Σύμφωνα με μια παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα στις τοποθέτησης στις φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Χριστόψωμα. Εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, οι νοικοκυρές φροντίζουν και για την παρασκευή των χριστόψωμων. Το έθιμο διατηρείται σε ελάχιστα μέρη στις Ελλάδας, κυρίως σε ορεινές περιοχές, αφού τα τσουρέκια βασιλεύουν σε πωλήσεις. Τα χριστόψωμα, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Λουκάτο, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και στις οικογένειάς του.
Γαλοπούλα. Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα, που έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 στις Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές στις χώρας στις διατηρείται το έθιμο στις κοτόσουπας, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία. Σήμερα η βρώση στις γαλοπούλας έγινε σύμβολο καλοπέρασης.
Η σύγχρονη ζωή και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας έχουν καταργήσει πολλά έθιμα των Χριστουγέννων. Κάποιοι, επιμένουν να διατηρούν την παράδοση.
Χριστούγεννα, η πιο ωραία ημέρα του χρόνου. Το χαμόγελο επιβάλλει την κυριαρχία του, η καρδία του Εμπενίζερ Σκρουτζ, του κάθε Εμπενίζερ, μαλακώνει, η αγάπη κυριεύει τα πάντα, έστω και για ένα εικοσιτετράωρο.
Οι ημέρες του δωδεκαήμερου από παλιά θεωρούνταν ημέρες ανάπαυλας και χαράς. Και τα έθιμα έρχονται να στις υποδείξουν ότι είναι ανθρώπινη κι αναντικατάστατη η ανάγκη να αποκτήσουμε χαμένες ή χαλαρωμένες σχέσεις με αγαπημένα στις πρόσωπα και, πάνω από όλα, βιώνοντας τον άνθρωπο, να πετάξουμε, επιτέλους, στις μάσκες στις…
Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο στην Ελλάδα έχει ξενική προέλευση και το εισήγαγαν οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με στις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομός του, το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, στις στις καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί στις τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις στις ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ωστόσο, ο καθηγητής την Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης υποστήριξε ότι το έθιμο του δέντρου δεν έχει γερμανική προέλευση αλλά ανατολίτικη. Την άποψη του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Ά στα βόρεια στις Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα. Σύμφωνα με μια παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα στις τοποθέτησης στις φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Χριστόψωμα. Εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, οι νοικοκυρές φροντίζουν και για την παρασκευή των χριστόψωμων. Το έθιμο διατηρείται σε ελάχιστα μέρη στις Ελλάδας, κυρίως σε ορεινές περιοχές, αφού τα τσουρέκια βασιλεύουν σε πωλήσεις. Τα χριστόψωμα, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Λουκάτο, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και στις οικογένειάς του.
Γαλοπούλα. Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα, που έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 στις Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές στις χώρας στις διατηρείται το έθιμο στις κοτόσουπας, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία. Σήμερα η βρώση στις γαλοπούλας έγινε σύμβολο καλοπέρασης.
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.