Άποψη του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Δημοσιεύτηκε: Τετ Νοέμ 21, 2007 12:35 pm
Επετειακή αναδρομή, του Xρηστου Γιανναρα
(εφημ. Καθημερινή 18-11-07)
Η δεκαετία του '70 ήταν το θριαμβικό απόγειο του μαρξισμού στην Ελλάδα.
Σχολεία, πανεπιστήμια, θέατρα, πολιτιστικοί σύλλογοι, εκδοτικοί οίκοι,
βιβλιοκριτική και τεχνοκριτική, συνδικαλιστικά σωματεία, δραστηριότητες
δήμων και κοινοτήτων, αλλά και η πολιτική των υπουργείων Παιδείας και
Πολιτισμού, ήταν μετερίζια έκφρασης ή τόποι ζύμωσης ποικιλώνυμων εκδοχών της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Κυβερνούσε τη χώρα το κόμμα της Δεξιάς, αλλά κυρίαρχη ιδεολογία ήταν, με μαχητική έπαρση, ο μαρξισμός. Ιδεολογικά λαφυραγωγημένη από τη δικτατορία η Δεξιά δεν έδειχνε θεωρητικά πανικόβλητη, απλώς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει γύρω της. Ποτέ ο καραμανλισμός δεν κατάλαβε τη θεωρητική του γύμνια (ώς σήμερα ακόμα), δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι η πολιτική ισχύς κρίνεται στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού. Ιστορικοϋλιστικά και αφελέστατα οι καραμανλικοί πίστευαν (και πιστεύουν) ότι η πολιτική κρίνεται στο πεδίο της οικονομίας - τριτοκοσμική μυωπία. Ετσι αντίλογος στη μαρξιστική μονοφωνία δεν υπήρξε μετά τη δικτατορία. Ο «ελληνοχριστιανισμός» της επίσημης κρατικής ιδεολογίας είχε καταρρεύσει μέσα στη χλεύη, μαζί με το κενολόγημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της επταετίας.
Καμιά έγνοια από κανένα πολιτικό χώρο μήπως «μαζί με τα απόνερα το μπάνιου πετάμε και το μωρό». Κανένας προβληματισμός για το πού οδηγεί η ιδεολογική μονοτροπία, τι εγκυμονεί η απουσία αντιπρότασης.
Το διαφορετικό συντελέστηκε (δεν εμφανίστηκε), σιωπηρά και κρυμμένα, σε πεδίο άσχετο με τον ιδεολογικό στίβο ή αυτόν της δημοσιότητας: Στα τέλη της δεκαετίας του '70 αρχίζουν απρόσμενα να αλλάζουν τα αριθμητικά δεδομένα στη μοναστική πολιτεία του Αθωνα. Μοναστήρια που έσβηναν, έχοντας πια ελάχιστους υπερήλικες μοναχούς, ξαφνικά ζωνταντεύουν, γεμίζουν νεολαία που συρρέει από τις μεγάλες - κυρίως πόλεις, όχι από την αγροτιά. Παιδιά των μοντέρων καιρών, με πανεπιστημιακά πτυχία ποικίλων σχολών, γλώσσες, κοσμοπολίτικη εμπειρία. Φτάνουν στο Αγιονόρος για να ζήσουν το «άλλο», το πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις και τη χρησιμοθηρία, να ψηλαφήσουν «νόημα» της ζωής και του υπαρκτού.
Στα φοιτητικά στέκια Θεσσαλονίκης και Αθήνας κυκλοφορούσαν ανέμελα στην κουβέντα σαν αυτονόητες, δίχως έκπληξη «ειδήσεις» του τύπου: «Ναι, ο τάδε ήταν στον Ρήγα, πέρασε μετά στο Μου-Λου, τώρα είναι μοναχός στη Σιμωνόπετρα - ο δείνα, ο αναρχικός, έψαξε κάμποσο το Ζεν, τώρα είναι δόκιμος στο Κουτλουμούσι». Πλήθος πολύ πια και οι επισκέπτες του Ορους, φίλοι πήγαιναν να συναντήσουν φίλους, ανήσυχη νεολαία γέμιζε τα πλοιαράκια από την Ουρανούπολη. Απόηχος στα πανεπιστήμια, κάποιες παρέες που άρχισαν να δηλώνουν «χριστιανοσοσιαλιστές». Δεν ανέχονταν να τους ταξινομούν στους χουντικούς και στους φασίστες επειδή ψάχνανε τη μεταφυσική παράδοση του τόπου τους σαρκωμένη στο εκκλησιαστικό σώμα του λαού και στον πολιτισμό του. Οργανώθηκαν στο περίπου, κατέβηκαν στις εκλογές, πήραν ποσοστά απρόσμενα.
Αρχισαν να καλούν από το Αγιονόρος μοναχούς για διαλέξεις στα αμφιθέατρα. Τα ακροατήρια φοιτητοπλημμύρα. Ως και χειρόγραφες αφίσες των αναρχικών κατέκλυσαν κάποτε το κέντρο της Αθήνας: «Ορθοδοξία και αναρχία, θέμα διάλεξης στο αμφιθέατρο της Ιατρικής από αγιορείτη ηγούμενο»!
Αρχές της δεκαετίας του '80 προστέθηκε η έκπληξη των «νεορθοδόξων». Κάποιοι συγγραφείς και καλλιτέχνες της Αριστεράς, «κομμουνιστές αλλά όχι μαρξιστές», όπως χαριτολογούσε ο Κωστής Μοσκώφ, άρχισαν να μιλάνε για την Παράδοση, την εκκλησιαστική Ορθοδοξία, την ελληνική ταυτότητα. Η γλώσσα τους δεν είχε τίποτε να κάνει με τα ξύλινα φληναφήματα που ακούει ο Νεοέλληνας από την «επίσημη» εκκλησία, τα ηθικολογικά κηρύγματα, τα «θρησκευτικά» του σχολείου.
Οι δημοσιογράφοι μπερδεύτηκαν: «τι είναι αυτοί»; απορούσαν. Ορθόδοξοι δεν είναι, αφού η κατεστημένη Ορθοδοξία μιλάει άλλη γλώσσα, όμως κάτι νέο δείχνουν στην Ορθοδοξία - να τους πούμε, λοιπόν Νεορθόδοξους»! Θόρυβος στον Τύπο «διάλογος Ορθοδοξίας και Μαρξισμού», πολιτικό ζητούμενο η κοινωνιοκεντρική ελληνικότητα ένσαρκη στη λαϊκή ευσέβεια: να συνειδητοποιηθεί σαν αντιπρόταση στον Ιστορικό Υλισμό μαρξιστών και
«φιλελεύθερων». Για πρώτη φορά η αμφισβήτηση σάρωνε όχι μόνο την επιδερμική συμπτωματολογία, σκόπευε τον ξιπασμένο μεταπρατισμό, τα δάνεια ιδεολογικά δεκανίκια. Ξεπήδησε καινούργιο συνεγερτικό τραγούδι στη χώρα, «σαν την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου». Οι «Νεορθόδοξοι» ήταν σκόρπιες μονάδες ή παρέες, άγνωστοι συχνά μεταξύ τους. Ομως η κατεστημένη πια στην εξουσία Αριστερά (μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Ανδρεϊσμού) έβλεπε ότι αυτή η καινούργια γλώσσα στην πολιτική ήταν το μόνο ουσιαστικά διαφορετικό που ξεμύτιζε, φορτισμένο με την ακαταμάχητη δυναμική της ανιδιοτέλειας. Κόμιζε
άλλα μέτρα, ποιότητα που από μόνη της απωθούσε στο περιθώριο τους
αναμηρυκασμούς ενός αναχρονιστικού μαρξισμού και τα εθνικιστικά παραληρήματα της πατριδοκαπηλείας. Ηταν κίνδυνος, και μάλιστα εκείνη την ώρα που, για πρώτη φορά, η στράτευση στην Αριστερά εξασφάλιζε καριέρα, μέθη εξουσίας, δημοσιότητα.
Οι πρώτες απόπειρες να εξουδετερωθεί η κινδυνώδης ενόχληση ήταν άκομψες, κραύγαζαν την εμπάθεια. Πρωτοσέλιδο λ.χ. του Πρετεντέρη στο «Βήμα» με τίτλο: «Νεο-ορθόδοξοι ή Νεο-φασίστες;» και πάμπολλα παρόμοια. Με εσκεμμένες παρερμηνείες και νοηματικές διαστροφές κειμένων ξεσπούσε κάθε τόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν, θύελλα συντονισμένης «αγανάκτησης», μεθοδευμένης οργής. Πότε για δήθεν πλαστογράφηση δήλωσης του Κίσινγκερ (πρωτοδημοσιευμένης σε έντυπο του ΔΟΛ!) πότε για δήθεν καταλογισμό «προδοσίας» στον Βενέζη, πότε για δήθεν απαξίωση του προσώπου του Λεωνίδα Κύρκου, πότε για δήθεν απαιτήσεις «εθνοκάθαρσης» στη Θράκη, καταιγισμός κάθε φορά χλευασμών, απειλών, ύβρεων, συκοφαντικών χαρακτηρισμών. Με στόχο ό,τι μεταπολιτευτικά αποτέλεσε τουλάχιστον πρόκληση μη μεταπρατικού
προβληματισμού. Τη «νεορθόδοξη» έκπληξη την εξουδετέρωσε τελικά η ετικέτα του «εθνικισμού», ο επίμονος, μεθοδικός, αδίστακτος προπαγανδισμός της ετικέτας. Οι άνθρωποι που διακήρυτταν ότι με τον εθνικισμό τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός, ταυτίστηκαν στις συνειδήσεις της απερίσκεπτης μάζας με αυτό που μαχητικά απέρριπταν. Βοήθησε και η ασυμμάζευτη σύγχυση της δεκαετίας του '90: Η ιδεολογικοποίηση του σκοπιανού προβλήματος, τα ανόσια (στην κυριολεξία) συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τα εθνικιστικά κηρύγματα στις εκκλησιές, μια γλώσσα επιθετική για τους αντιφρονούντες (γραικύλοι, ευρωλιγούρηδες κ.τ.ό.).
Χάθηκε μια δυνατότητα να μπολιαστεί η πολιτική με ουσιαστικά, δικά μας, όχι δανεισμένα ερωτήματα. Βυθιστήκαμε στη νέκρα της διαχειριστικής πολιτικής, με μιαν «Αριστερά» ακυρωμένη από τον καριερισμό, την ιδιοτέλεια.
(εφημ. Καθημερινή 18-11-07)
Η δεκαετία του '70 ήταν το θριαμβικό απόγειο του μαρξισμού στην Ελλάδα.
Σχολεία, πανεπιστήμια, θέατρα, πολιτιστικοί σύλλογοι, εκδοτικοί οίκοι,
βιβλιοκριτική και τεχνοκριτική, συνδικαλιστικά σωματεία, δραστηριότητες
δήμων και κοινοτήτων, αλλά και η πολιτική των υπουργείων Παιδείας και
Πολιτισμού, ήταν μετερίζια έκφρασης ή τόποι ζύμωσης ποικιλώνυμων εκδοχών της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Κυβερνούσε τη χώρα το κόμμα της Δεξιάς, αλλά κυρίαρχη ιδεολογία ήταν, με μαχητική έπαρση, ο μαρξισμός. Ιδεολογικά λαφυραγωγημένη από τη δικτατορία η Δεξιά δεν έδειχνε θεωρητικά πανικόβλητη, απλώς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει γύρω της. Ποτέ ο καραμανλισμός δεν κατάλαβε τη θεωρητική του γύμνια (ώς σήμερα ακόμα), δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι η πολιτική ισχύς κρίνεται στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού. Ιστορικοϋλιστικά και αφελέστατα οι καραμανλικοί πίστευαν (και πιστεύουν) ότι η πολιτική κρίνεται στο πεδίο της οικονομίας - τριτοκοσμική μυωπία. Ετσι αντίλογος στη μαρξιστική μονοφωνία δεν υπήρξε μετά τη δικτατορία. Ο «ελληνοχριστιανισμός» της επίσημης κρατικής ιδεολογίας είχε καταρρεύσει μέσα στη χλεύη, μαζί με το κενολόγημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της επταετίας.
Καμιά έγνοια από κανένα πολιτικό χώρο μήπως «μαζί με τα απόνερα το μπάνιου πετάμε και το μωρό». Κανένας προβληματισμός για το πού οδηγεί η ιδεολογική μονοτροπία, τι εγκυμονεί η απουσία αντιπρότασης.
Το διαφορετικό συντελέστηκε (δεν εμφανίστηκε), σιωπηρά και κρυμμένα, σε πεδίο άσχετο με τον ιδεολογικό στίβο ή αυτόν της δημοσιότητας: Στα τέλη της δεκαετίας του '70 αρχίζουν απρόσμενα να αλλάζουν τα αριθμητικά δεδομένα στη μοναστική πολιτεία του Αθωνα. Μοναστήρια που έσβηναν, έχοντας πια ελάχιστους υπερήλικες μοναχούς, ξαφνικά ζωνταντεύουν, γεμίζουν νεολαία που συρρέει από τις μεγάλες - κυρίως πόλεις, όχι από την αγροτιά. Παιδιά των μοντέρων καιρών, με πανεπιστημιακά πτυχία ποικίλων σχολών, γλώσσες, κοσμοπολίτικη εμπειρία. Φτάνουν στο Αγιονόρος για να ζήσουν το «άλλο», το πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις και τη χρησιμοθηρία, να ψηλαφήσουν «νόημα» της ζωής και του υπαρκτού.
Στα φοιτητικά στέκια Θεσσαλονίκης και Αθήνας κυκλοφορούσαν ανέμελα στην κουβέντα σαν αυτονόητες, δίχως έκπληξη «ειδήσεις» του τύπου: «Ναι, ο τάδε ήταν στον Ρήγα, πέρασε μετά στο Μου-Λου, τώρα είναι μοναχός στη Σιμωνόπετρα - ο δείνα, ο αναρχικός, έψαξε κάμποσο το Ζεν, τώρα είναι δόκιμος στο Κουτλουμούσι». Πλήθος πολύ πια και οι επισκέπτες του Ορους, φίλοι πήγαιναν να συναντήσουν φίλους, ανήσυχη νεολαία γέμιζε τα πλοιαράκια από την Ουρανούπολη. Απόηχος στα πανεπιστήμια, κάποιες παρέες που άρχισαν να δηλώνουν «χριστιανοσοσιαλιστές». Δεν ανέχονταν να τους ταξινομούν στους χουντικούς και στους φασίστες επειδή ψάχνανε τη μεταφυσική παράδοση του τόπου τους σαρκωμένη στο εκκλησιαστικό σώμα του λαού και στον πολιτισμό του. Οργανώθηκαν στο περίπου, κατέβηκαν στις εκλογές, πήραν ποσοστά απρόσμενα.
Αρχισαν να καλούν από το Αγιονόρος μοναχούς για διαλέξεις στα αμφιθέατρα. Τα ακροατήρια φοιτητοπλημμύρα. Ως και χειρόγραφες αφίσες των αναρχικών κατέκλυσαν κάποτε το κέντρο της Αθήνας: «Ορθοδοξία και αναρχία, θέμα διάλεξης στο αμφιθέατρο της Ιατρικής από αγιορείτη ηγούμενο»!
Αρχές της δεκαετίας του '80 προστέθηκε η έκπληξη των «νεορθοδόξων». Κάποιοι συγγραφείς και καλλιτέχνες της Αριστεράς, «κομμουνιστές αλλά όχι μαρξιστές», όπως χαριτολογούσε ο Κωστής Μοσκώφ, άρχισαν να μιλάνε για την Παράδοση, την εκκλησιαστική Ορθοδοξία, την ελληνική ταυτότητα. Η γλώσσα τους δεν είχε τίποτε να κάνει με τα ξύλινα φληναφήματα που ακούει ο Νεοέλληνας από την «επίσημη» εκκλησία, τα ηθικολογικά κηρύγματα, τα «θρησκευτικά» του σχολείου.
Οι δημοσιογράφοι μπερδεύτηκαν: «τι είναι αυτοί»; απορούσαν. Ορθόδοξοι δεν είναι, αφού η κατεστημένη Ορθοδοξία μιλάει άλλη γλώσσα, όμως κάτι νέο δείχνουν στην Ορθοδοξία - να τους πούμε, λοιπόν Νεορθόδοξους»! Θόρυβος στον Τύπο «διάλογος Ορθοδοξίας και Μαρξισμού», πολιτικό ζητούμενο η κοινωνιοκεντρική ελληνικότητα ένσαρκη στη λαϊκή ευσέβεια: να συνειδητοποιηθεί σαν αντιπρόταση στον Ιστορικό Υλισμό μαρξιστών και
«φιλελεύθερων». Για πρώτη φορά η αμφισβήτηση σάρωνε όχι μόνο την επιδερμική συμπτωματολογία, σκόπευε τον ξιπασμένο μεταπρατισμό, τα δάνεια ιδεολογικά δεκανίκια. Ξεπήδησε καινούργιο συνεγερτικό τραγούδι στη χώρα, «σαν την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου». Οι «Νεορθόδοξοι» ήταν σκόρπιες μονάδες ή παρέες, άγνωστοι συχνά μεταξύ τους. Ομως η κατεστημένη πια στην εξουσία Αριστερά (μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Ανδρεϊσμού) έβλεπε ότι αυτή η καινούργια γλώσσα στην πολιτική ήταν το μόνο ουσιαστικά διαφορετικό που ξεμύτιζε, φορτισμένο με την ακαταμάχητη δυναμική της ανιδιοτέλειας. Κόμιζε
άλλα μέτρα, ποιότητα που από μόνη της απωθούσε στο περιθώριο τους
αναμηρυκασμούς ενός αναχρονιστικού μαρξισμού και τα εθνικιστικά παραληρήματα της πατριδοκαπηλείας. Ηταν κίνδυνος, και μάλιστα εκείνη την ώρα που, για πρώτη φορά, η στράτευση στην Αριστερά εξασφάλιζε καριέρα, μέθη εξουσίας, δημοσιότητα.
Οι πρώτες απόπειρες να εξουδετερωθεί η κινδυνώδης ενόχληση ήταν άκομψες, κραύγαζαν την εμπάθεια. Πρωτοσέλιδο λ.χ. του Πρετεντέρη στο «Βήμα» με τίτλο: «Νεο-ορθόδοξοι ή Νεο-φασίστες;» και πάμπολλα παρόμοια. Με εσκεμμένες παρερμηνείες και νοηματικές διαστροφές κειμένων ξεσπούσε κάθε τόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν, θύελλα συντονισμένης «αγανάκτησης», μεθοδευμένης οργής. Πότε για δήθεν πλαστογράφηση δήλωσης του Κίσινγκερ (πρωτοδημοσιευμένης σε έντυπο του ΔΟΛ!) πότε για δήθεν καταλογισμό «προδοσίας» στον Βενέζη, πότε για δήθεν απαξίωση του προσώπου του Λεωνίδα Κύρκου, πότε για δήθεν απαιτήσεις «εθνοκάθαρσης» στη Θράκη, καταιγισμός κάθε φορά χλευασμών, απειλών, ύβρεων, συκοφαντικών χαρακτηρισμών. Με στόχο ό,τι μεταπολιτευτικά αποτέλεσε τουλάχιστον πρόκληση μη μεταπρατικού
προβληματισμού. Τη «νεορθόδοξη» έκπληξη την εξουδετέρωσε τελικά η ετικέτα του «εθνικισμού», ο επίμονος, μεθοδικός, αδίστακτος προπαγανδισμός της ετικέτας. Οι άνθρωποι που διακήρυτταν ότι με τον εθνικισμό τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός, ταυτίστηκαν στις συνειδήσεις της απερίσκεπτης μάζας με αυτό που μαχητικά απέρριπταν. Βοήθησε και η ασυμμάζευτη σύγχυση της δεκαετίας του '90: Η ιδεολογικοποίηση του σκοπιανού προβλήματος, τα ανόσια (στην κυριολεξία) συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τα εθνικιστικά κηρύγματα στις εκκλησιές, μια γλώσσα επιθετική για τους αντιφρονούντες (γραικύλοι, ευρωλιγούρηδες κ.τ.ό.).
Χάθηκε μια δυνατότητα να μπολιαστεί η πολιτική με ουσιαστικά, δικά μας, όχι δανεισμένα ερωτήματα. Βυθιστήκαμε στη νέκρα της διαχειριστικής πολιτικής, με μιαν «Αριστερά» ακυρωμένη από τον καριερισμό, την ιδιοτέλεια.