Ψυχοφελή μηνύματα...
Συντονιστής: Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
«Καθόλου δέν πρέπει νά θυμώνει κανείς μέ ἄνθρωπο ἤ νά βάζει τίς φωνές. Τί γεννᾶ τόν θυμό, καί τί τόν θεραπεύει»
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΕ΄ (35)
Ἀπό τό Γεροντικό
Ἕνας γέροντας εἶπε: «Τά πάθη πού ἔχουμε παρά φύση οἱ ἄνθρωποι, οἱ εἰδωλολάτρες τά θεοποίησαν καί τά προσκυνοῦσαν, ἐνῶ ὅσους δέν ἤθελαν νά τά προσκυνοῦν τούς βασάνιζαν καί τούς σκότωναν καί, χωρίς νά θέλουν, τούς ἔκαναν μάρτυρες. Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἄν ὑποκύπτουμε στά πάθη, δέν διαφέρουμε σέ τίποτε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.
Ἐκεῖνος, γιά παράδειγμα, πού νικιέται καί ὑποδουλώνεται ἀπό τήν ὀργή καί τόν θυμό καί δέν κόβει ἀπό τόν ἑαυτό του τή μανία αὐτοῦ τοῦ πάθους, ἀρνεῖται τόν Ἰησοῦ, κάνει θεό του τόν Ἄρη καί προσκυνᾶ τό εἴδωλο τῆς ὀργῆς ὅπως καί οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἐπίσης καί ὁ φιλάργυρος, ὁ ὁποίος δέν σπλαχνίζεται τόν ἀδελφό του καί δέν συμπονεῖ τόν συνάνθρωπό του, εἶναι εἰδωλολάτρης πού σέβεται τό εἰδωλο τοῦ Ἑρμῆ καί λατρεύει τό δημιούργημα καί ὄχι τόν Δημιουργό1. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τά ἄλλα πάθη· γιατί ἀπό ὅ,τι ἔχει νικηθεῖ ὁ καθένας, σέ αὐτό καί ὑποδουλώθηκε 2, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος μάλιστα τή φιλαργυρία τήν ὀνόμασε δεύτερη εἰδωλολατρία 3.
Ὅποιος ὅμως νίκησε αὐτά τά πάθη καί τά ἔδιωξε ἀπό ἐπάνω του, ἤ τουλάχιστο συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτά, αὐτός ποδοπάτησε τά εἴδωλα καί ἀρνήθηκε τή λατρεία τῶν δαιμόνων καί ἔγινε μάρτυρας ἀναίμακτος, δίνοντας τήν καλή ὁμολογία».
Ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς ἔλεγε: «Ἡ ἀρχή γιά νά κυριαρχήσει κανείς στόν θυμό εἶναι, ὅταν ταράζεται, νά μή μιλᾶ, ἀπό τό ὁποῖο φτάνει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί στό νά μήν ταράζεται καθόλου.
Ὅπως ὁ ἀββάς Μωυσῆς: Ὅταν στήν ἀρχή οἱ πατέρες τόν ἐξευτέλισαν λέγοντας μπροστά του· “Τί θέλει αὐτός ὁ ἀράπης καί ἔρχεται ἀνάμεσά μας;”, ἐκεῖνος ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε, ὅπως τούς εἶπε ὕστερα ὁ ἴδιος ὅταν τόν ρώτησαν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν τόν πρόσβαλαν οἱ κληρικοί καί τόν ἔδιωξαν ἀπό τό ἅγιο βῆμα, ὄχι μόνο δέν ταράχτηκε, ἀλλά καί τόν ἑαυτό του μάλωσε λέγοντας· “Σταχτόδερμε, μαῦρε, καλά σοῦ ἔκαναν. Ἀφοῦ δέν εἶσαι ἄνθρωπος, γιατί πηγαίνεις ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους;”4
»Ἐμεῖς ὅμως, πού εἴμαστε πολύ πιό κάτω καί ἀπό τούς ἀρχάριους γιά τήν πολλή μας ἀμέλεια, νομίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερβολικές καί ἀδύνατες οἱ ἐντολές καί λέμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νά μήν ταράζεται καθόλου. Δέν ἀκοῦμε τόν προφήτη πού λέει· “Μέ πρόσβαλαν 5 ἀλλά δέν ταράχτηκα”, οὔτε θέλουμε νά κάνουμε ἀποφασιστική ἀρχή καί νά δείξουμε γενναία καί μεγαλόψυχη προαίρεση, ὥστε ἀνάλογα νά ἑλκύσουμε καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία καί ἐκεῖνα πού φαίνονται πολύ δύσκολα γίνονται σ᾿ ἐμᾶς πανεύκολα καί εὐκολοκατόρθωτα.«
»Καθόμουν κάποτε μέ τόν μακάριο Σέργιο, τόν ἡγούμενο τῆς Πεδιάδας καί διάβαζα ἀπό τίς Παροιμίες. Ὅταν ἔφτασα στό ρητό ἐκεῖνο πού λέει· “Μέ τά πολλά ξύλα φουντώνει ἡ φωτιά, ὅπου ὅμως δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ‘δίθυμος’, ἡσυχάζει ἡ μάχη”6, ζήτησα ἀπό τόν μακάριο Σέργιο νά μοῦ τό ἑρμηνεύσει. Αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε τά ἑξῆς:
«Ὁπως τά ξύλα εἶναι τά αἴτια τῆς φλόγας τῆς φωτιᾶς καί, ἄν δέν τήν τροφοδοτεῖ κανείς μέ αὐτά, σβήνει ἡ φωτιά, ἔτσι καί στά πάθη ὑπάρχουν κάποια αἴτια πού, ἄν τά κόψει κανείς, τά πάθη δέν ἐνεργοῦν. Γιά παράδειγμα, αἴτια τῆς ὀργῆς εἶναι οἱ δοσοληψείες, τό νά θέλει κανεῖς νά κάνει τό θέλημά του, τό νά τοῦ ἀρέσει νά κάνει τόν δάσκαλο καί νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί τό νά νομίζει ὅτι εἶναι συνετός. Ἄν τά κόψει κανείς αὐτά, τό πάθος τοῦ θυμοῦ ἀτονεῖ. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββάς Σισώης σέ κάποιον ἀδελφό πού τόν ρώτησε·
“Γιατί τά πάθη δέν φεύγουν ἀπό ἐμένα;” Τά σκεύη τους”, τοῦ ἀποκρίθηκε, “δηλαδή τά αἴτια, βρίσκονται μέσα σου. Δῶσε τους πίσω τήν προκαταβολή τους καί θά φύγουν”.
Ὁ ‘δίθυμος’ ἄνθρωπος τώρα, στόν ὁποῖο δέν ἡσυχάζει ἡ μάχη, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἀρκεῖται στήν πρώτη ταραχή, ἀλλά ἐρεθίζει τόν ἑαυτό του καί σέ δεύτερο θυμό. Ἄν κάποιος, ἄς ποῦμε, ἀνάψει ἀπό θυμό, ἀλλά ἀμέσως συνέλθει, κατηγορήσει τόν ἑαυτό του καί πάει νά βάλει μετάνοια στόν ἀδελφό, μέ τόν ὁποῖο θύμωσε, αὐτός δέν λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη καί τήν ὥρα ἐκείνη, ἐπειδή μέ τή μετάνοια δέν διέλυσε τή φιλία μέ τόν ἀδελφό, καί στή συνέχεια, ἐπειδή μέ τήν τακτική αὐτή φτάνει σέ κατάσταση γαλήνης καί ἀταραξίας. Ἐκεῖνος ὅμως πού θύμωσε καί δέν κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά μᾶλλον τόν ἐρεθίζει σέ νέο θυμό καί μετανιώνει ὄχι γιατί θύμωσε ἀλλά γιατί δέν εἶπε περισσότερα7 ἀπό ὅσα εἶπε τήν ὥρα τῆς ταραχῆς του, αὐτός λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη, καί τήν ὥρα ἐκείνη, τήν ταραχή τῆς καρδιᾶς του τή διαδέχεται ἡ μνησικακία, ἡ λύπη καί ἡ κακία, καί στή συνέχεια ἡ μάχη καί ἡ ταραχή τοῦ θυμοῦ αὐξάνονται καί πληθαίνουν περισσότερο μέσα του. Ὅσο δηλαδή ἐνεργοῦν, τόσο πολλαπλασιάζονται, μέχρι πού νά τόν κυριεύσουν ἐντελῶς τόν ἄθλιο καί νά τόν φέρουν σέ κατάσταση δαίμονα. Ὅμως ἄς μᾶς λυτρώσει ἀπό τή συναρίθμηση μέ τούς τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀγαθός Δεσπότης καί Κύριός μας».
Ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς ἔλεγε ἐπίσης: «Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό πολλή ἐπαγρύπνηση καί φρόνηση, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά διάφορα τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Μερικές φορές, ἄς ποῦμε, κάνει κάποιον νά ταραχτεῖ ἀπό τό τίποτε, ἐνῶ ἄλλες φορές φέρνει εὔλογη πρόφαση γιά νά νομίσει κανείς ὅτι δίκαια θύμωσε. Καί τοῦτο ὅμως ὀφείλεται στό μίσος του πρός τόν ἄνθρωπο· γιατί σέ ἐκεῖνον πού εἰλικρινά ποθεῖ νά βαδίσει τόν δρόμο τῶν ἁγίων εἶναι ἐντελῶς ξένο τό νά θυμώνει μέ ἄνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ μέγας Μακάριος, εἶναι κάτι ξένο γιά τούς μοναχούς τό νά ὀργίζονται ἤ νά ἐξοργίζουν ἄλλον».
Ἕνας γέροντας ρωτήθηκε τί εἶναι ἡ ὀργή, καί ἀποκρίθηκε: «Φιλονικία, ψέμα καί ἄγνοια».
«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ»
Ὁ θυμός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο λάκκος, καί αὐτός πού ξεπερνᾶ τόν θυμό, ξεπέρασε τόν λάκκο. Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τράβηξε μέ πραότητα ὥς τό τέλος τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ 8, τοῦ Κυρίου μας· ἀντίθετα, ὁ ὑπερήφανος πληθαίνει τίς ταραχές καί τίς ἔχθρες. Ὁ ἄνθρωπος πού ὅλο θυμώνει καί φωνάζει, ὁρκίζεται μέ τό παραμικρό, ἐκεῖνος ὅμως πού ἡσυχάζει εἶναι συνετός. Ὁ θυμός εἶναι πάθος ἀναιδές καί ἀναίσχυντο, πού τό ἀκολουθεῖ λύπη καί μεταμέλεια· καί ἡ λύπη κατατρώει τήν καρδιά ὅποιου πέσει σέ αὐτήν.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
Ὁ φανατικός ἄνθρωπος ποτέ δέν φτάνει στήν εἰρήνη τοῦ νοῦ· καί ἐκεῖνος πού εἶναι ξένος τῆς εἰρήνης εἶναι ξένος τῆς χαρᾶς. Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ εἶναι καί λέγεται τέλεια ὑγεία, ἐνῶ ὁ φανατισμός9 εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης· ἐκεῖνος λοιπόν πού τόν ἔχει, πάσχει ἀπό βαριά ἀρρώστια.
Ἄνθρωπε, δέν εἶναι καλό οὔτε σέ συμφέρει νά θέλεις νά βοηθᾶς ἄλλους καί νά βάζεις τόν ἑαυτό σου σέ μεγάλο κίνδυνο. Ὁ φανατισμός δέν εἶναι εἶδος σοφίας ἀλλά ἀρρώστια τῆς ψυχῆς· γιατί εἶναι πνεῦμα στενό καί περιορισμένο πού ἔχει μεγάλη ἄγνοια. Ἄν θέλεις νά γιατρεύεις τούς ἀρρώστους, μάθε ὅτι οἱ ἄρρωστοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό εὐσπλαχνία καί ἐπιμέλεια, ὄχι ἀπό τιμωρία· γιατί ὁ Ἀπόστολος λέει:
«Ἐσεῖς οἱ δυνατοί ὀφείλετε νά ἀνέχεστε τίς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων»10. Ὁ ἰδιος ἐπίσης προτρέπει νά διορθώνουμε τόν φταίχτη ὄχι μέ ὀργή ἀλλά μέ πραότητα11.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
Εὐεργετινός τόμος β΄
Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
1Πρβλ. Ρωμ. Α΄ : 25.
2Β΄ Πέτρ. Β΄ : 19.
3Κολ. Γ΄ : 5.
4Βλ. Ὑπόθεση Β΄, σσ. 44 καί 43.
5Στό κείμενο: ἠτιμάσθην. Πρβ. Ψαλμ. 118, 60, ὅπου ἔχει ἡτοιμάσθην.
6Παροιμ. 26 : 20.
7Στό κείμενο: οὐχ ὅτι <ἐθυμώθη, ἀλλ᾿ ὅτι> οὐκ ἐλάλησε πλείονα (Μ. Γεροντικον Α΄, ΚΕΦ. Α΄ ~ 151ιγ΄).
8Πρβλ. Ματθ. Ια΄ : 29.
9Στό κείμενο: Ἄνθρωπος ζηλωτής … ὁ δέ ζῆλος… Ὅπως φαίνεται ἀπό τά συμφραζόμενα, λέξη “ ζῆλος” χρησιμοποιεῖται μέ κακή σημασία, ἀνάλογη μέ αὐτή πού ἔχει σήμερα ἡ λέξη “φανατισμός”.
10Ρωμ. Ιε΄ : 1.
1Γαλ. Στ΄ : 1.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΕ΄ (35)
Ἀπό τό Γεροντικό
Ἕνας γέροντας εἶπε: «Τά πάθη πού ἔχουμε παρά φύση οἱ ἄνθρωποι, οἱ εἰδωλολάτρες τά θεοποίησαν καί τά προσκυνοῦσαν, ἐνῶ ὅσους δέν ἤθελαν νά τά προσκυνοῦν τούς βασάνιζαν καί τούς σκότωναν καί, χωρίς νά θέλουν, τούς ἔκαναν μάρτυρες. Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἄν ὑποκύπτουμε στά πάθη, δέν διαφέρουμε σέ τίποτε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.
Ἐκεῖνος, γιά παράδειγμα, πού νικιέται καί ὑποδουλώνεται ἀπό τήν ὀργή καί τόν θυμό καί δέν κόβει ἀπό τόν ἑαυτό του τή μανία αὐτοῦ τοῦ πάθους, ἀρνεῖται τόν Ἰησοῦ, κάνει θεό του τόν Ἄρη καί προσκυνᾶ τό εἴδωλο τῆς ὀργῆς ὅπως καί οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἐπίσης καί ὁ φιλάργυρος, ὁ ὁποίος δέν σπλαχνίζεται τόν ἀδελφό του καί δέν συμπονεῖ τόν συνάνθρωπό του, εἶναι εἰδωλολάτρης πού σέβεται τό εἰδωλο τοῦ Ἑρμῆ καί λατρεύει τό δημιούργημα καί ὄχι τόν Δημιουργό1. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τά ἄλλα πάθη· γιατί ἀπό ὅ,τι ἔχει νικηθεῖ ὁ καθένας, σέ αὐτό καί ὑποδουλώθηκε 2, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος μάλιστα τή φιλαργυρία τήν ὀνόμασε δεύτερη εἰδωλολατρία 3.
Ὅποιος ὅμως νίκησε αὐτά τά πάθη καί τά ἔδιωξε ἀπό ἐπάνω του, ἤ τουλάχιστο συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτά, αὐτός ποδοπάτησε τά εἴδωλα καί ἀρνήθηκε τή λατρεία τῶν δαιμόνων καί ἔγινε μάρτυρας ἀναίμακτος, δίνοντας τήν καλή ὁμολογία».
Ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς ἔλεγε: «Ἡ ἀρχή γιά νά κυριαρχήσει κανείς στόν θυμό εἶναι, ὅταν ταράζεται, νά μή μιλᾶ, ἀπό τό ὁποῖο φτάνει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί στό νά μήν ταράζεται καθόλου.
Ὅπως ὁ ἀββάς Μωυσῆς: Ὅταν στήν ἀρχή οἱ πατέρες τόν ἐξευτέλισαν λέγοντας μπροστά του· “Τί θέλει αὐτός ὁ ἀράπης καί ἔρχεται ἀνάμεσά μας;”, ἐκεῖνος ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε, ὅπως τούς εἶπε ὕστερα ὁ ἴδιος ὅταν τόν ρώτησαν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν τόν πρόσβαλαν οἱ κληρικοί καί τόν ἔδιωξαν ἀπό τό ἅγιο βῆμα, ὄχι μόνο δέν ταράχτηκε, ἀλλά καί τόν ἑαυτό του μάλωσε λέγοντας· “Σταχτόδερμε, μαῦρε, καλά σοῦ ἔκαναν. Ἀφοῦ δέν εἶσαι ἄνθρωπος, γιατί πηγαίνεις ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους;”4
»Ἐμεῖς ὅμως, πού εἴμαστε πολύ πιό κάτω καί ἀπό τούς ἀρχάριους γιά τήν πολλή μας ἀμέλεια, νομίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερβολικές καί ἀδύνατες οἱ ἐντολές καί λέμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νά μήν ταράζεται καθόλου. Δέν ἀκοῦμε τόν προφήτη πού λέει· “Μέ πρόσβαλαν 5 ἀλλά δέν ταράχτηκα”, οὔτε θέλουμε νά κάνουμε ἀποφασιστική ἀρχή καί νά δείξουμε γενναία καί μεγαλόψυχη προαίρεση, ὥστε ἀνάλογα νά ἑλκύσουμε καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία καί ἐκεῖνα πού φαίνονται πολύ δύσκολα γίνονται σ᾿ ἐμᾶς πανεύκολα καί εὐκολοκατόρθωτα.«
»Καθόμουν κάποτε μέ τόν μακάριο Σέργιο, τόν ἡγούμενο τῆς Πεδιάδας καί διάβαζα ἀπό τίς Παροιμίες. Ὅταν ἔφτασα στό ρητό ἐκεῖνο πού λέει· “Μέ τά πολλά ξύλα φουντώνει ἡ φωτιά, ὅπου ὅμως δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ‘δίθυμος’, ἡσυχάζει ἡ μάχη”6, ζήτησα ἀπό τόν μακάριο Σέργιο νά μοῦ τό ἑρμηνεύσει. Αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε τά ἑξῆς:
«Ὁπως τά ξύλα εἶναι τά αἴτια τῆς φλόγας τῆς φωτιᾶς καί, ἄν δέν τήν τροφοδοτεῖ κανείς μέ αὐτά, σβήνει ἡ φωτιά, ἔτσι καί στά πάθη ὑπάρχουν κάποια αἴτια πού, ἄν τά κόψει κανείς, τά πάθη δέν ἐνεργοῦν. Γιά παράδειγμα, αἴτια τῆς ὀργῆς εἶναι οἱ δοσοληψείες, τό νά θέλει κανεῖς νά κάνει τό θέλημά του, τό νά τοῦ ἀρέσει νά κάνει τόν δάσκαλο καί νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί τό νά νομίζει ὅτι εἶναι συνετός. Ἄν τά κόψει κανείς αὐτά, τό πάθος τοῦ θυμοῦ ἀτονεῖ. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββάς Σισώης σέ κάποιον ἀδελφό πού τόν ρώτησε·
“Γιατί τά πάθη δέν φεύγουν ἀπό ἐμένα;” Τά σκεύη τους”, τοῦ ἀποκρίθηκε, “δηλαδή τά αἴτια, βρίσκονται μέσα σου. Δῶσε τους πίσω τήν προκαταβολή τους καί θά φύγουν”.
Ὁ ‘δίθυμος’ ἄνθρωπος τώρα, στόν ὁποῖο δέν ἡσυχάζει ἡ μάχη, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἀρκεῖται στήν πρώτη ταραχή, ἀλλά ἐρεθίζει τόν ἑαυτό του καί σέ δεύτερο θυμό. Ἄν κάποιος, ἄς ποῦμε, ἀνάψει ἀπό θυμό, ἀλλά ἀμέσως συνέλθει, κατηγορήσει τόν ἑαυτό του καί πάει νά βάλει μετάνοια στόν ἀδελφό, μέ τόν ὁποῖο θύμωσε, αὐτός δέν λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη καί τήν ὥρα ἐκείνη, ἐπειδή μέ τή μετάνοια δέν διέλυσε τή φιλία μέ τόν ἀδελφό, καί στή συνέχεια, ἐπειδή μέ τήν τακτική αὐτή φτάνει σέ κατάσταση γαλήνης καί ἀταραξίας. Ἐκεῖνος ὅμως πού θύμωσε καί δέν κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά μᾶλλον τόν ἐρεθίζει σέ νέο θυμό καί μετανιώνει ὄχι γιατί θύμωσε ἀλλά γιατί δέν εἶπε περισσότερα7 ἀπό ὅσα εἶπε τήν ὥρα τῆς ταραχῆς του, αὐτός λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη, καί τήν ὥρα ἐκείνη, τήν ταραχή τῆς καρδιᾶς του τή διαδέχεται ἡ μνησικακία, ἡ λύπη καί ἡ κακία, καί στή συνέχεια ἡ μάχη καί ἡ ταραχή τοῦ θυμοῦ αὐξάνονται καί πληθαίνουν περισσότερο μέσα του. Ὅσο δηλαδή ἐνεργοῦν, τόσο πολλαπλασιάζονται, μέχρι πού νά τόν κυριεύσουν ἐντελῶς τόν ἄθλιο καί νά τόν φέρουν σέ κατάσταση δαίμονα. Ὅμως ἄς μᾶς λυτρώσει ἀπό τή συναρίθμηση μέ τούς τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀγαθός Δεσπότης καί Κύριός μας».
Ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς ἔλεγε ἐπίσης: «Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό πολλή ἐπαγρύπνηση καί φρόνηση, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά διάφορα τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Μερικές φορές, ἄς ποῦμε, κάνει κάποιον νά ταραχτεῖ ἀπό τό τίποτε, ἐνῶ ἄλλες φορές φέρνει εὔλογη πρόφαση γιά νά νομίσει κανείς ὅτι δίκαια θύμωσε. Καί τοῦτο ὅμως ὀφείλεται στό μίσος του πρός τόν ἄνθρωπο· γιατί σέ ἐκεῖνον πού εἰλικρινά ποθεῖ νά βαδίσει τόν δρόμο τῶν ἁγίων εἶναι ἐντελῶς ξένο τό νά θυμώνει μέ ἄνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ μέγας Μακάριος, εἶναι κάτι ξένο γιά τούς μοναχούς τό νά ὀργίζονται ἤ νά ἐξοργίζουν ἄλλον».
Ἕνας γέροντας ρωτήθηκε τί εἶναι ἡ ὀργή, καί ἀποκρίθηκε: «Φιλονικία, ψέμα καί ἄγνοια».
«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ»
Ὁ θυμός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο λάκκος, καί αὐτός πού ξεπερνᾶ τόν θυμό, ξεπέρασε τόν λάκκο. Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τράβηξε μέ πραότητα ὥς τό τέλος τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ 8, τοῦ Κυρίου μας· ἀντίθετα, ὁ ὑπερήφανος πληθαίνει τίς ταραχές καί τίς ἔχθρες. Ὁ ἄνθρωπος πού ὅλο θυμώνει καί φωνάζει, ὁρκίζεται μέ τό παραμικρό, ἐκεῖνος ὅμως πού ἡσυχάζει εἶναι συνετός. Ὁ θυμός εἶναι πάθος ἀναιδές καί ἀναίσχυντο, πού τό ἀκολουθεῖ λύπη καί μεταμέλεια· καί ἡ λύπη κατατρώει τήν καρδιά ὅποιου πέσει σέ αὐτήν.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
Ὁ φανατικός ἄνθρωπος ποτέ δέν φτάνει στήν εἰρήνη τοῦ νοῦ· καί ἐκεῖνος πού εἶναι ξένος τῆς εἰρήνης εἶναι ξένος τῆς χαρᾶς. Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ εἶναι καί λέγεται τέλεια ὑγεία, ἐνῶ ὁ φανατισμός9 εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης· ἐκεῖνος λοιπόν πού τόν ἔχει, πάσχει ἀπό βαριά ἀρρώστια.
Ἄνθρωπε, δέν εἶναι καλό οὔτε σέ συμφέρει νά θέλεις νά βοηθᾶς ἄλλους καί νά βάζεις τόν ἑαυτό σου σέ μεγάλο κίνδυνο. Ὁ φανατισμός δέν εἶναι εἶδος σοφίας ἀλλά ἀρρώστια τῆς ψυχῆς· γιατί εἶναι πνεῦμα στενό καί περιορισμένο πού ἔχει μεγάλη ἄγνοια. Ἄν θέλεις νά γιατρεύεις τούς ἀρρώστους, μάθε ὅτι οἱ ἄρρωστοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό εὐσπλαχνία καί ἐπιμέλεια, ὄχι ἀπό τιμωρία· γιατί ὁ Ἀπόστολος λέει:
«Ἐσεῖς οἱ δυνατοί ὀφείλετε νά ἀνέχεστε τίς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων»10. Ὁ ἰδιος ἐπίσης προτρέπει νά διορθώνουμε τόν φταίχτη ὄχι μέ ὀργή ἀλλά μέ πραότητα11.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
Εὐεργετινός τόμος β΄
Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
1Πρβλ. Ρωμ. Α΄ : 25.
2Β΄ Πέτρ. Β΄ : 19.
3Κολ. Γ΄ : 5.
4Βλ. Ὑπόθεση Β΄, σσ. 44 καί 43.
5Στό κείμενο: ἠτιμάσθην. Πρβ. Ψαλμ. 118, 60, ὅπου ἔχει ἡτοιμάσθην.
6Παροιμ. 26 : 20.
7Στό κείμενο: οὐχ ὅτι <ἐθυμώθη, ἀλλ᾿ ὅτι> οὐκ ἐλάλησε πλείονα (Μ. Γεροντικον Α΄, ΚΕΦ. Α΄ ~ 151ιγ΄).
8Πρβλ. Ματθ. Ια΄ : 29.
9Στό κείμενο: Ἄνθρωπος ζηλωτής … ὁ δέ ζῆλος… Ὅπως φαίνεται ἀπό τά συμφραζόμενα, λέξη “ ζῆλος” χρησιμοποιεῖται μέ κακή σημασία, ἀνάλογη μέ αὐτή πού ἔχει σήμερα ἡ λέξη “φανατισμός”.
10Ρωμ. Ιε΄ : 1.
1Γαλ. Στ΄ : 1.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Κάθε τί, που κάμνουμε να βάζουμε τον Χριστό μπροστά κι εμείς πίσω. Κι όχι
εμείς μπροστά και πίσω ο Χριστός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν νίκησε έτσι,
νίκησε μόνο με τον Σταυρό μπροστά.
Γέρο-Παναής Χατζηιωνάς, από τη Λύση της Κύπρου.
εμείς μπροστά και πίσω ο Χριστός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν νίκησε έτσι,
νίκησε μόνο με τον Σταυρό μπροστά.
Γέρο-Παναής Χατζηιωνάς, από τη Λύση της Κύπρου.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ.
Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)
Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.
Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.
Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.
Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)
Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.
Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.
Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.
Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν θέλη να βοηθήση κάποιον, προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό και όχι να τον δέση με τον εαυτό του.
Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον συνδέση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά.
Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πώς να ευχαριστήση αυτόν που προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργειά του θα στενοχωρήση ή θα χαροποιήση εκείνον, και δεν κοιτάζη πως ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργειά του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, αλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεϊκή βοήθεια. Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το οποίο κάνει, αλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία.
Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: «Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;». Ε, αυτή δεν βοηθιέται. Ενώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά· και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαριστήση.
- Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;
- Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού. Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημά του και έχει στο λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή. Και αν του πη μετά ο πνευματικός «γιατί ενήργησες έτσι;», του λέει: «Έτσι δεν μου είπες να κάνω;»
Αλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν.
Θα σας πω μια περίπτωση, για να καταλάβετε. Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε από το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ό,τι του πη ο πνευματικός του. Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ εμένα. Εγώ είχα εκείνη την ημέρα την Εξαρχία του Πατριαρχείου , δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα:
«Να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός σου». Αυτός δεν έφευγε – και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που ευκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε:
«Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτή την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου».
«Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;». «Μου είπε: ‘’Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα’’». Καταλάβατε;
Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, «αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα», όχι να την σκοτώση! Από τότε δεν λέω σε κανέναν: «να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός», αλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός…
- Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια από τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;
- Εμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση – αυτό επιβάλλεται – και άλλο είναι να επιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: «Αυτό το φάρμακο να μου δώσης». Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό· δεν θα του υποδείξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: «Θέλω μπακλαβά ή θέλω κανταϊφι». Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.
Άγιος Παΐσιος
Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον συνδέση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά.
Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πώς να ευχαριστήση αυτόν που προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργειά του θα στενοχωρήση ή θα χαροποιήση εκείνον, και δεν κοιτάζη πως ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργειά του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, αλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεϊκή βοήθεια. Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το οποίο κάνει, αλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία.
Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: «Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;». Ε, αυτή δεν βοηθιέται. Ενώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά· και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαριστήση.
- Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;
- Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού. Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημά του και έχει στο λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή. Και αν του πη μετά ο πνευματικός «γιατί ενήργησες έτσι;», του λέει: «Έτσι δεν μου είπες να κάνω;»
Αλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν.
Θα σας πω μια περίπτωση, για να καταλάβετε. Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε από το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ό,τι του πη ο πνευματικός του. Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ εμένα. Εγώ είχα εκείνη την ημέρα την Εξαρχία του Πατριαρχείου , δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα:
«Να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός σου». Αυτός δεν έφευγε – και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που ευκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε:
«Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτή την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου».
«Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;». «Μου είπε: ‘’Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα’’». Καταλάβατε;
Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, «αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα», όχι να την σκοτώση! Από τότε δεν λέω σε κανέναν: «να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός», αλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός…
- Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια από τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;
- Εμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση – αυτό επιβάλλεται – και άλλο είναι να επιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: «Αυτό το φάρμακο να μου δώσης». Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό· δεν θα του υποδείξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: «Θέλω μπακλαβά ή θέλω κανταϊφι». Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.
Άγιος Παΐσιος
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα».
Ο Όσιος Πορφύριος έλεγε για την Παναγία:
«Την Παναγία μας πολύ την αγαπάω. Μικρός στο Άγιον Όρος πολύ την λάτρευα. Είχα μια εικονίτσα της Παναγίτσας κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Πρωί και βράδυ την ασπαζόμουνα. Μ' αυτήν ζούσα νύκτα μέρα. Σ' αυτήν κατέφευγα, ότι κι αν μου συνέβαινε. Τί να σας πω... Καλύτερα από μάνα. Δεν ήθελα τίποτε' άλλο. Τα είχα όλα.
Ή Εκκλησία μας πολύ την τιμάει την Παναγία μας. Την τιμάει και την υμνεί πάνω απ' όλους τούς αγίους μας. Λέγει ένα τροπάριο:
«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα».
Ποιά έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος; Ποιά είναι αυτή ή Θεός; Είναι ή Παναγία μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος. Ή Αγία Τριάς πρώτη, δεύτερη ή Παναγίτσα μας. Αυτή τη μεγάλη θέση έχει «ή τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ή Μητέρα μας, ή Υπεραγία Θεοτόκος.
Από το βιβλίο «Λόγοι πνευματικής ζωής»
Ο Όσιος Πορφύριος έλεγε για την Παναγία:
«Την Παναγία μας πολύ την αγαπάω. Μικρός στο Άγιον Όρος πολύ την λάτρευα. Είχα μια εικονίτσα της Παναγίτσας κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Πρωί και βράδυ την ασπαζόμουνα. Μ' αυτήν ζούσα νύκτα μέρα. Σ' αυτήν κατέφευγα, ότι κι αν μου συνέβαινε. Τί να σας πω... Καλύτερα από μάνα. Δεν ήθελα τίποτε' άλλο. Τα είχα όλα.
Ή Εκκλησία μας πολύ την τιμάει την Παναγία μας. Την τιμάει και την υμνεί πάνω απ' όλους τούς αγίους μας. Λέγει ένα τροπάριο:
«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα».
Ποιά έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος; Ποιά είναι αυτή ή Θεός; Είναι ή Παναγία μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος. Ή Αγία Τριάς πρώτη, δεύτερη ή Παναγίτσα μας. Αυτή τη μεγάλη θέση έχει «ή τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ή Μητέρα μας, ή Υπεραγία Θεοτόκος.
Από το βιβλίο «Λόγοι πνευματικής ζωής»
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Η μετάνοια είναι ατέλεστος, όλαι αι αρεταί δύνανται με την χάριν του Θεού, να τελειοποιηθούν από τον άνθρωπον. Την μετάνοιαν ουδείς δύναται να την τελειοποιήσει, διότι μέχρι και της τελευταίας ημών αναπνοής έχομεν ανάγκην της μετανοίας, διότι σφάλλομεν εν ριπή οφθαλμού, οπότε η μετάνοια είναι ακατάκτητος.
Ω, πόσον αγαθός ο Θεός! Δικαίως λοιπόν θα κολασθούν οι συναμαρτωλοί μου, διότι παρεγνώρισαν την άπειρον ευσπλαγχνίαν του ουρανίου Πατρός.
Ενώ λοιπόν ως άνθρωποι σφάλλομεν, μας έρχεται οκνηρόν το να είπωμεν το « ήμαρτον »!
Και πως θα το είπωμεν, εφ’ όσον έχομεν, εγώ πρώτος, την λήθην και την ραθυμίαν με συμβοηθόν την υπερηφάνειαν, ισχυρά εμπόδια προς τον δρόμον της ταπεινώσεως! Μας τον έδειξεν ο Χριστός δια του Σταυρού Του, αλλά δυστυχώς θεληματικώς κωφεύομεν προς μεγίστην μεταμέλειάν μας.
Ο χρόνος φεύγει, τα έτη κυλούν και όλο και πλησιάζομεν δια την αιωνιότητα. Το βλέπομεν, ενώ μία νάρκη διανοητική μας δεσμεύει, έως να βληθώμεν, εγώ πρώτος, εις την κόλασιν!
Ο Θεός μου, ο λυτρωσάμενος το ανθρώπινον γένος εκ της δουλείας του εχθρού, ρύσαι και ημάς από την μέλλουσαν καταδίκην, όταν θα έλθης να κρίνης τον κόσμον, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού. Είθε δι’ ευχών σου να εύρω έλεος, όταν κρίνεται η ελεεινή μου ψυχή, διότι δειλιώ απαντήσαι τω φοβερώ Κριτή ελεγχόμενος υπό του ιδίου μου συνειδότος.
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης (Αριζόνα)
Ω, πόσον αγαθός ο Θεός! Δικαίως λοιπόν θα κολασθούν οι συναμαρτωλοί μου, διότι παρεγνώρισαν την άπειρον ευσπλαγχνίαν του ουρανίου Πατρός.
Ενώ λοιπόν ως άνθρωποι σφάλλομεν, μας έρχεται οκνηρόν το να είπωμεν το « ήμαρτον »!
Και πως θα το είπωμεν, εφ’ όσον έχομεν, εγώ πρώτος, την λήθην και την ραθυμίαν με συμβοηθόν την υπερηφάνειαν, ισχυρά εμπόδια προς τον δρόμον της ταπεινώσεως! Μας τον έδειξεν ο Χριστός δια του Σταυρού Του, αλλά δυστυχώς θεληματικώς κωφεύομεν προς μεγίστην μεταμέλειάν μας.
Ο χρόνος φεύγει, τα έτη κυλούν και όλο και πλησιάζομεν δια την αιωνιότητα. Το βλέπομεν, ενώ μία νάρκη διανοητική μας δεσμεύει, έως να βληθώμεν, εγώ πρώτος, εις την κόλασιν!
Ο Θεός μου, ο λυτρωσάμενος το ανθρώπινον γένος εκ της δουλείας του εχθρού, ρύσαι και ημάς από την μέλλουσαν καταδίκην, όταν θα έλθης να κρίνης τον κόσμον, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού. Είθε δι’ ευχών σου να εύρω έλεος, όταν κρίνεται η ελεεινή μου ψυχή, διότι δειλιώ απαντήσαι τω φοβερώ Κριτή ελεγχόμενος υπό του ιδίου μου συνειδότος.
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης (Αριζόνα)
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι σὲ κουράζουν,διότι σὰν ἠλεκτρικὰ κύματα ἔρχεται ἐπάνω σου ὅ,τι ὑπάρχει ἀποθηκευμένο μέσα τους.
Άγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς
Άγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Μην κατακρίνεις ακόμη και αν βλέπεις(Όσιος Πορφύριος)
Δὲν εἶναι ὅλοι παλιάνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα
Ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἀναίσθητος, ἂν θέλετε, ποὺ ἐλάχιστοι εἶναι οἱ πωρωμένοι καὶ οἱ ἀναίσθητοι. Οἱ ἄλλοι βρίσκονται σὲ μιὰ δύσκολη ὥρα, ἀτείχιστοι, καὶ τοὺς ἁρπάζει τὸ κακὸ καὶ τοὺς βάζει καὶ κάνουν τὰ μύρια ὅσα.
Ἔτσι ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος: “Δὲν εἶναι, βρέ, ὅλοι φονιάδες, οὔτε ὅλοι παλιάνθρωποι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα, ἀλλ’ εἶναι ἀτείχιστοι, δὲν ἀγωνίζονται, δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν μεταλαβαίνουν, δὲν προσεύχονται, δὲν προσπαθοῦν. Κι εἶναι καλὲς ψυχές, ἀλλὰ μένουν ἔτσι, ξέφραγα ἀμπέλια, ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ ἔκφραση. Καὶ τοὺς πιάνει καὶ τοὺς σκηκώνει τὸ κακό. Καὶ τοὺς βάνει νὰ κάνουνε φόνο καὶ νὰ κάνουν τόσα καὶ μετά, μετὰ ἀπὸ λίγο μετανοιώνουνε, στενοχωριοῦνται, ὑποφέρουνε, νιώθουν σὰν νά ‘ναι στὴν κόλαση”.
Δὲν θέλω νὰ δικαιολογήσω κανένα ἔγκλημα, ἀλλὰ ὁ ἐγκληματίας καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ ἐκεῖνος πληγωμένος, ὅπως περισσότερο πληγωμένα εἶναι τὰ θηρία, βέβαια, καὶ οἱ συγγενεῖς τῶν θυμάτων”. Μὴν κατακρίνεις, ἀκόμη κι ἂν βλέπεις
Νὰ προσέχεις τὴν κατάκριση, μοῦ λέει μιὰ ἄλλη μέρα ὁ Γέροντας, καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς περιστατικό, γιὰ νὰ ἀποφεύγω κάθε συζήτηση γι’ αὐτή, ὅσο δίκαιο καὶ ἂν νομίζω πὼς ἔχω.
-Εἶχε πάει μιὰ μέρα μιὰ γυναίκα σὲ ἕναν παπᾶ γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἦταν ἀπὸ κάποιο χωριὸ ποὺ φοροῦν καὶ μεσοφόρια. Τὰ ξέρεις;.
– Τὰ ξέρω, τοῦ λέω.
– Λοιπόν, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, σηκώθηκε νὰ φύγει. Ὅμως δὲν ἔκανε πέρα, ἂν δὲν τοῦ ἄφηνε κάτι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει καὶ ἐπειδὴ ἔτσι αἰσθανόταν καλύτερα. Προσπάθησε λοιπὸν νὰ σηκώσει τὸ πάνω φόρεμα γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ μεσοφόρεμα κάτι χρήματα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ πανωφόρι πιάνει καὶ τὸ μεσοφόρι μαζὶ κατὰ λάθος, τὸ σηκώνει ψηλά, καὶ τῆς φανῆκαν τὰ πόδια της. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ μπῆκε κάποιος μέσα καὶ εἶδε τὴ στάση τῆς γυναίκας καὶ πῆγε καὶ κατήγγειλε τὸν παπᾶ γιὰ ἄσεμνες πράξεις καὶ τὸν τιμώρησαν μάλιστα μὲ τρεῖς μῆνες ἀργία.
Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἀργίας του ὁ παπᾶς αὐτὸς εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία ποὺ τοῦ ἔδωσε. Τὸ χάρηκε πάρα πολύ! Εἶδες, ὅμως, τί ἕπαθε ὁ ἀδελφός μας, παιδί μου; Ἐνῶ εἶδε κάτι τὸ ἄσεμνο, καὶ κατέκρινε τὸν παπᾶ, δὲν ἦταν ἔτσι ὅπως τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ πονηρός.
Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε!
– Ναί, Παππούλη μου, τοῦ εἶπα, θὰ προσέχω…
Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 231-232-233
Δὲν εἶναι ὅλοι παλιάνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα
Ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἀναίσθητος, ἂν θέλετε, ποὺ ἐλάχιστοι εἶναι οἱ πωρωμένοι καὶ οἱ ἀναίσθητοι. Οἱ ἄλλοι βρίσκονται σὲ μιὰ δύσκολη ὥρα, ἀτείχιστοι, καὶ τοὺς ἁρπάζει τὸ κακὸ καὶ τοὺς βάζει καὶ κάνουν τὰ μύρια ὅσα.
Ἔτσι ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος: “Δὲν εἶναι, βρέ, ὅλοι φονιάδες, οὔτε ὅλοι παλιάνθρωποι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα, ἀλλ’ εἶναι ἀτείχιστοι, δὲν ἀγωνίζονται, δὲν ἐξομολογοῦνται, δὲν μεταλαβαίνουν, δὲν προσεύχονται, δὲν προσπαθοῦν. Κι εἶναι καλὲς ψυχές, ἀλλὰ μένουν ἔτσι, ξέφραγα ἀμπέλια, ὅπως λέει ἡ λαϊκὴ ἔκφραση. Καὶ τοὺς πιάνει καὶ τοὺς σκηκώνει τὸ κακό. Καὶ τοὺς βάνει νὰ κάνουνε φόνο καὶ νὰ κάνουν τόσα καὶ μετά, μετὰ ἀπὸ λίγο μετανοιώνουνε, στενοχωριοῦνται, ὑποφέρουνε, νιώθουν σὰν νά ‘ναι στὴν κόλαση”.
Δὲν θέλω νὰ δικαιολογήσω κανένα ἔγκλημα, ἀλλὰ ὁ ἐγκληματίας καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ ἐκεῖνος πληγωμένος, ὅπως περισσότερο πληγωμένα εἶναι τὰ θηρία, βέβαια, καὶ οἱ συγγενεῖς τῶν θυμάτων”. Μὴν κατακρίνεις, ἀκόμη κι ἂν βλέπεις
Νὰ προσέχεις τὴν κατάκριση, μοῦ λέει μιὰ ἄλλη μέρα ὁ Γέροντας, καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς περιστατικό, γιὰ νὰ ἀποφεύγω κάθε συζήτηση γι’ αὐτή, ὅσο δίκαιο καὶ ἂν νομίζω πὼς ἔχω.
-Εἶχε πάει μιὰ μέρα μιὰ γυναίκα σὲ ἕναν παπᾶ γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἦταν ἀπὸ κάποιο χωριὸ ποὺ φοροῦν καὶ μεσοφόρια. Τὰ ξέρεις;.
– Τὰ ξέρω, τοῦ λέω.
– Λοιπόν, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, σηκώθηκε νὰ φύγει. Ὅμως δὲν ἔκανε πέρα, ἂν δὲν τοῦ ἄφηνε κάτι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει καὶ ἐπειδὴ ἔτσι αἰσθανόταν καλύτερα. Προσπάθησε λοιπὸν νὰ σηκώσει τὸ πάνω φόρεμα γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ μεσοφόρεμα κάτι χρήματα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ πανωφόρι πιάνει καὶ τὸ μεσοφόρι μαζὶ κατὰ λάθος, τὸ σηκώνει ψηλά, καὶ τῆς φανῆκαν τὰ πόδια της. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ μπῆκε κάποιος μέσα καὶ εἶδε τὴ στάση τῆς γυναίκας καὶ πῆγε καὶ κατήγγειλε τὸν παπᾶ γιὰ ἄσεμνες πράξεις καὶ τὸν τιμώρησαν μάλιστα μὲ τρεῖς μῆνες ἀργία.
Σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ἀργίας του ὁ παπᾶς αὐτὸς εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴ δοκιμασία ποὺ τοῦ ἔδωσε. Τὸ χάρηκε πάρα πολύ! Εἶδες, ὅμως, τί ἕπαθε ὁ ἀδελφός μας, παιδί μου; Ἐνῶ εἶδε κάτι τὸ ἄσεμνο, καὶ κατέκρινε τὸν παπᾶ, δὲν ἦταν ἔτσι ὅπως τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ πονηρός.
Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε!
– Ναί, Παππούλη μου, τοῦ εἶπα, θὰ προσέχω…
Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 231-232-233
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Πού ν' ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! . (Φώτης Κόντογλου)
Πολλοί αναγνώστες μού γράφουνε, παρακαλώντας με, και μάλιστα ξορκίζοντάς με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερβίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!».
Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθήτε από τις επιθέσεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμαστές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτερά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία».
Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπό μου και σ’ αυτά που γράφω! Τί φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζωής; Όχι φωνή, αλλά και τ' αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώπους ν' αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει.
Ο ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της ερήμου, που τον φοβόντανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχανε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε.
Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τί το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματά μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πως είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα.
Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουμε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο απόστολος Παύλος. Και άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρει αυτιά για ν' ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.
Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ' απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι' αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.
"Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ό,τι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι' αυτό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο.
Ο καθένας νοιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό. Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος.
Η σημερινή νεολαία είναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». Τί κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Γι' αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;
Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας.Και τον μίσησε στ' όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημένες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογήστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.
Πού ν' ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνωρίζει επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δυο βασιλεύουνε σήμερα. Είναι απίστευτο το τι ακούγει κανένας για αστεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. Κρυόμπλαστα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τίποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαρυεστημάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελλά, να τσακίζουνε ό,τι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με ανύποπτους ανθρώπους. Γι' αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, δίχως αληθινή χαρά, δίχως αγνόν ενθουσιασμό.
Ποιός φταίγει γι' αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Αλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι' αύτη την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι' αυτή και εμπαιχτήκανε γι' αυτή.
Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνουνται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.
Μια βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει: «Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματά του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο άδικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις Παπαδημητρίου
Πολλοί αναγνώστες μού γράφουνε, παρακαλώντας με, και μάλιστα ξορκίζοντάς με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερβίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!».
Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθήτε από τις επιθέσεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμαστές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτερά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία».
Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπό μου και σ’ αυτά που γράφω! Τί φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζωής; Όχι φωνή, αλλά και τ' αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώπους ν' αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει.
Ο ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της ερήμου, που τον φοβόντανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχανε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε.
Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τί το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματά μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πως είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα.
Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουμε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο απόστολος Παύλος. Και άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρει αυτιά για ν' ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.
Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ' απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι' αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.
"Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ό,τι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι' αυτό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο.
Ο καθένας νοιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό. Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος.
Η σημερινή νεολαία είναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». Τί κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Γι' αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;
Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας.Και τον μίσησε στ' όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημένες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογήστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.
Πού ν' ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνωρίζει επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δυο βασιλεύουνε σήμερα. Είναι απίστευτο το τι ακούγει κανένας για αστεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. Κρυόμπλαστα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τίποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαρυεστημάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελλά, να τσακίζουνε ό,τι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με ανύποπτους ανθρώπους. Γι' αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, δίχως αληθινή χαρά, δίχως αγνόν ενθουσιασμό.
Ποιός φταίγει γι' αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Αλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι' αύτη την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι' αυτή και εμπαιχτήκανε γι' αυτή.
Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνουνται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.
Μια βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει: «Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματά του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο άδικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις Παπαδημητρίου
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 40250
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Πολλές φορές δεν παίρνουμε από τον Θεό αυτά που Του ζητάμε,
για να είμαστε κοντά Του και να δοκιμαστεί η πίστη και η αντοχή μας,
ώστε να το εκτιμήσουμε, όταν μας το δώσει.
Δεν ενεργεί ο Θεός όπως θέλουμε εμείς, αλλά όπως θέλει Εκείνος,
με γνώμονα όμως το συμφέρον μας.
Δημήτριος Παναγόπουλος, ιεροκήρυκας
για να είμαστε κοντά Του και να δοκιμαστεί η πίστη και η αντοχή μας,
ώστε να το εκτιμήσουμε, όταν μας το δώσει.
Δεν ενεργεί ο Θεός όπως θέλουμε εμείς, αλλά όπως θέλει Εκείνος,
με γνώμονα όμως το συμφέρον μας.
Δημήτριος Παναγόπουλος, ιεροκήρυκας