Ο μοναχός και ο ταξιδιώτης

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Ο μοναχός και ο ταξιδιώτης

Δημοσίευση από NIKOSZ »

“Πάνω στο ψέμα και τη μετριότητα δεν μπορεί να σταθεί καμία αλήθεια.”

“Τα συναισθήματα είναι παροδικά και δεν βοηθούν στη λήψη αποφάσεων.”


Το μυαλό του γύριζε και γύριζε, είχαν περάσει 14 ώρες από την ώρα που δεν φορούσε πια το ράσο του. Είχε ξεχάσει πως είναι να φυσά ο αέρας τα γυμνά μάγουλά του και το απολάμβανε.

Θα έμενε για λίγες μέρες σε ένα φίλο μέχρι να δει τι θα κάνει, έλειπε 7 χρόνια. Οι δικοί του δεν ζούσανε πια, αδέλφια δεν είχε, τους φίλους τους ντρεπότανε, τι να τους πει, φοβότανε μη τους σκανδαλίσει. Αυτός ο φίλος του ήτανε από το «αμαρτωλό» παρελθόν του και σίγουρα μπορούσε να νιώθει άνετα δίπλα του.

Ήταν 11.00 το βράδυ και το ΚΤΕΛ έκανε την τελευταία του στάση, του μύρισαν σουβλάκια. Επτά χρόνια είχε να φάει κρέας, αλλά τη μυρωδιά τη θυμότανε καλά. Πλησίασε διστακτικά στον πάγκο τον ψήστη και παρήγγειλε δύο καλαμάκια.

Από την πρώτη μπουκιά έπαψε να είναι ο Παχώμιος και έγινε ο Αντώνης, έγινε ξανά ο Αντώνης. Η γεύση του κρέατος έφερε στο νου του τον Κόσμο και την κοσμική ζωή, μυρωδιές, ήχοι, γεύσεις, εικόνες μιας παλιάς ζωής περνούσαν κινηματογραφικά απʼ το μυαλό του.

Ήταν κάτι διαφορετικό από ένα λογισμό, δεν υπήρχε κάτι στο μυαλό του να τον ενοχλεί αλλά μια νέα κατάσταση στην καρδιά του.

Ναι ήταν ξανά πίσω στον κόσμο, είχε βγει οριστικά απʼ το κελί του. Δεν πάλευε πια με παλιές αναμνήσεις, είχε γυρίσει πίσω σʼ αυτές. Ήταν ο Αντώνης που πριν 7 χρόνια έπαιρνε το ΚΤΕΛ Αθήνα - Ουρανούπολη, που μπήκε στο Άγιο Όρος να γίνει μοναχός. Βρήκε το γέροντα στο μοναστήρι και εκείνος του μίλησε για πράγματα που τότε τον είχαν συγκλονίσει ή μήπως θα ήθελε να τον έχουν συγκλονίσει; Έκανε υπακοή και ξεκίνησε τον αγώνα του. Τα πήγαινε καλά. Καλά; Μια σκοτάδι, μια φως, μια ύψος, μια βάθος, μια ειρήνη, μια πόλεμος. Έψαχνε την ειρήνη και την ηρεμία, τη λύση στο μεταφυσικό του πρόβλημα, την ανάπαυση στο κουρασμένο απʼ τη σκέψη και τις σπουδές μυαλό του, έψαχνε την συναισθηματική ασφάλεια ταλαιπωρημένος από τις αλλεπάλληλες σχέσεις, που τον φόρτωναν συναισθήματα και ενοχές.

Από το τσουβάλι, της ζωής του με τα αναπάντητα και ανυπόφορα «γιατί», έψαχνε μια απάντηση «μαξιλάρι». Και μετά από αυτό το χάος ήρθε ο γέροντας: «Εδώ είναι η σωτηρία» «Εδώ είναι ο ουρανός» «οι μοναχοί είναι το φως του κόσμου, η προσευχή μας σώζει την Ελλάδα» «Το ράσο αγιάζει έχει άλλη χάρη» «Κόψε το θέλημά σου πάψε να σκέπτεσαι». Λόγια, λόγια, λόγια, τόσο όμορφα! Πόσο τον είχαν μεταμορφώσει, τον είχαν;

Σαν κάποιος να έκλεισε καλά το καπάκι σε μια χύτρα που έβραζε, αλλά κανείς όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε να κλείσει το μάτι πάνω στο οποίο έβραζε η χύτρα.

Άνοιξε το σκουπιδοτενεκέ πέταξε τα ξυλάκια απʼ τα σουβλάκια σκουπίστηκε, ήπιε μια γουλιά coca- cola και έκατσε στη θέση του. Στο μυαλό του ήρθε η άρρωστη, τότε, μητέρα του. Ήταν πιστή και πολύ ευσεβής γυναίκα: «Πού πας αγόρι μου;» «Τουλάχιστον θα έρθεις στην κηδεία μου;» Θυμήθηκε και τον πατέρα του: «Κάτσε ρε Αντώνη, θα μιλήσω εγώ στο δεσπότη και θα σε κάνει πρωτοσύγκελο!» Θεός σχωρέστους. Τον αγαπούσαν πολύ. Η μάνα του στο τελευταίο της γράμμα του έγραψε: «Ένα πράγμα θα σου ευχηθώ παιδί μου να βρεις το Θεό στη ζωή σου, πρόσεχε!» Αχ να τον είχε αφήσει ο γέροντας να της απαντήσει!

Το μυαλό του γύριζε και γύριζε. Πάντα γύριζε και πριν το μοναστήρι γύριζε, και μέσα γύριζε και τώρα γύριζε. Τι βάσανο ένα μυαλό να σκέφτεται και τι δεν έκανε να το σταματήσει, πόσα κόλπα, πόσα τεχνάσματα. Αλλά όλα ήταν προσωρινά.

Τις νύχτες διάβαζε, διάβαζε πολλά, βίους αγίων, γεροντικά, Ευεργετινό, Πατέρες όλα τα διάβαζε. Το πρωί εργασιοθεραπεία. Τι ήξερε αυτός από δουλειές; Κοίταξε τα χέρια του ήταν όλο ρόζους. Όταν μπήκε ήταν 110 κιλά και τώρα θά τανε δεν θά τανε 70.

Ήθελε να κοιμηθεί λίγο αλλά ήταν αδύνατο είχε ξυπνήσει ένας Αντώνης αλλιώτικος. Σαν να είχαν αλλάξει όλα γύρω του, τα χρώματα, οι ήχοι είχαν όλα άλλη μορφή άλλη χροιά.

Τι έψαχνα και τι βρήκα; Απʼ όσα βρήκα τι κράτησα; Απʼ όσα κράτησα τι έμεινε; σκεφτότανε. Όλα άρχισαν όταν τελείωσε για τον νέο τότε Παχώμιο το ταξίδι «του μέλιτος» και άρχισε να μπαίνει στα βαθιά. Τότε ξεκίνησε ο πόλεμος. Ευτυχώς ή δυστυχώς ο γέροντας πάντα έλειπε για δουλειές είχε όμως και άλλους έμπειρους μοναχούς να τα πει. Όμως έβραζε, ο πόλεμος δυνάμωνε. Οι νύχτες του ήτανε γεμάτες βία πνευματική και οι μέρες του κόπος και πόνος. Πάλευε να βρει την ειρήνη. Κάποτε διάβασε σε ένα βιβλίο με λόγους του π. Παϊσίου: «Ήρθε σήμερα μία μάνα και μου είπε πως έχει παιδί άρρωστο και άντρα μέθυσο και πρέπει να πλένει σκάλες για να τα βγάζει πέρα και έρχονται και οι μοναχοί και μου λένε γέροντα έχω ένα λογισμό...» Πόσο τον είχε σημαδέψει αυτός ο λόγος, πόσες ενοχές είχε νιώσει.

Από ένα σημείο και μετά το έβλεπε πως δεν πάει πουθενά, καμία πρόοδος, παντού λίμνες και λασπόνερα, πνιγηρή σταθερότητα. Ζωή ανέραστη και άχαρη.

Του πήρε 7 χρόνια να καταλάβει πως με μαγικά και ξόρκια δεν αλλάζεις τη ζωή σου. Πως με μεσιτείες και πρωτοβουλίες άλλων δεν σώζεις αυτό που ανήκει σε σένα. Ήθελε λύσεις στα προβλήματά του και αντί να τα αντιμετωπίσει τα χτύπησε και τα έθαψε. Νόμιζε πως θα έρθει έρωτας από γάμο αλλά η συνταγή είναι γάμος από έρωτα. Αντί να ψάξει τι θέλει ο Χριστός από τη ζωή του ζήτησε από το Χριστό λύσεις όπως τις ήθελε αυτός.

Πίεσε και πιέστηκε, η χύτρα έσκασε, και ο γέροντας του έδωσε την ευχή να φύγει.

Η πνευματική ζωή τώρα άρχιζε υπεύθυνα γιʼ αυτόν, μπέρδεψε την κλήση απʼ το Θεό με αυτά που άκουγε απʼ την ψυχή του. Όταν η ψυχή κάνει θόρυβο δεν ακούει αυτά που λέει ο Θεός.

Το πούλμαν σταμάτησε και κατέβηκε στην Ομόνοια, άρχισε να περπατάει ανάμεσα στην παρακμή της πόλης. Είχε αρχίσει πια να ψάχνει τι θέλει ο Θεός από Εκείνον... Ποιος ξέρει ποιος θα ήταν ο προορισμός του επόμενου Κ.Τ.Ε.Λ. στο οποίο θα ανέβαινε;


Ανδρέας Παπαποστόλου

enoriaka.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”