Ομιλία εις την Κυριακή προ της Υψώσεως
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Σεπ 07, 2008 5:18 am
===============================================
Ομιλία εις την Κυριακήν προ της Υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού
Θεοφάνους Επισκόπου Ταυρομενίας του Κεραμέως
Ελάτε σήμερα, ω θεοφιλεστάτη συνάθροισις, ας εορτάσωμε τα προεότρια της ανυψώσεως του ζωηφόρου Σταυρού. Αντηχεί στην ακοή μου η θεσπεσία φωνή του Ευαγγελίου, η οποία προσφωνεί το σταυρικόν μυστήριο θέτοντας ως υπόδειγμα τον χάλικνον όφι που είχαν κρεμάσει στο ξύλον οι Ισραηλίτες. Και μου γίνονται τα αναγνώσματα προμηνύματα και προκηρύγματα της προσκυνήσεως του Σταυρού. Ας στρέψωμε λοιπόν προσεκτικώς το βλέμμα μας στα ολόφωτα λόγια του Ευαγγελίου χρησιμοποιώντας αυτά ως προπομπήν του βασιλικού σκήπτρου. Είπεν ο Κύριος: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Καλόν είναι να τα ειπή αυτά. Πράγματι, η ευαγγελική αυτή περικοπή αποβλέποντας στον σκοπό της ημέρας, απεσιώπησε αυτό που είχε προηγηθή. Τότε λοιπόν που ήλθε προς τον Κύριον ο νυκτερινός εκείνος μαθητής - καταλαβαίνεις βεβαίως ότι εννοώ τον Φαρισαίον Νικόδημο - και τον εδίδασκε ο Σωτήρ για την «άνωθεν γέννησιν», εκείνος, επειδή ο νους του κατείχετο ακόμη από την ιουδαϊκήν παχύτητα, εσύρθη αυτομάτως στον χώρον της μήτρας φανταζόμενος γέννησιν σαρκικήν. Όταν λοιπόν ο Κύριος τον είδε να μη τον ακολουθή στο ύψος του δόγματος αυτού, του λέγει· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς»· ωσάν να λέγη: Συ μεν, Νικόδημε, είσαι ανεπίδεκτος ουρανίου μυσταγωγίας και προσπαθείς να εύρης κάποιαν εξήγησιν ανθρωπίνην· αλλ΄ «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν», ώστε να τα μυηθή αυτά εκεί, «ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εκτός από αυτόν ο οποίος κατέβη από τον ουρανόν και δογματίζει τα εκεί τρανώς, «ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
Θα μπορούσε όμως να ειπή κάποιος· εφ΄ όσον, όταν τα έλεγεν αυτά, δεν είχε ακόμη αναχωρήσει προς τους ουρανούς με το πρόσλημμα, όπως τότε μετά την αναβίωσί του από τον κόσμο των νεκρών, που ημπόδιζε την θεοφόρο Μαγδαληνή να τον εγγίση και αποστέλλοντάς την προς τους Αποστόλους, της έλεγε «Ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου», πως λοιπόν λέγει εδώ ότι κανείς δεν έχει ανεβή στον ουρανόν, εκτός από εκείνον τον ίδιον ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανό στη γη; Εδώ φανερώνει το δόγμα της αρρήτου ενώσεως του Θεού Λόγου με εμάς, ότι οι δύο φύσεις ηνώθησαν ασυγχύτως σε μίαν υπόστασι και η μία μετέβαλε της άλλης, ώστε οι ιδιότητες της μίας φύσεως να κοινοποιηθούν με της άλλης. Όταν λοιπόν ακούης «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εννόησε την Θεότητα του Λόγου· γι΄ αυτό και προσέθεσε «ο ων εν τω ουρανώ». Είναι πράγματι αφέλεια εδώ να εννοήσωμεν την σάρκα, ότι ήταν και στον ουρανό και συζητούσε με τον Νικόδημο, την στιγμή που είχε τρεις διαστάσεις και περιωρίζετο σε έναν τόπο. Ενώ το αναμφισβήτητα θεοσεβές είναι να πιστεύωμε ότι εδώ πρόκειται για την υπεράρχιο Θεότητα, η οποία ευρίσκεται ολικώς μέσα στο παν και επάνω από τα παν. Όμως το «ούπω αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» που ελέχθη στην μυροφόρο, εδήλωνε την σωματικήν ανάβασι. Στην συνέχεια λοιπόν προλέγει περί του Πάθους και του Σταυρού. Λέγει δηλαδή· «Ώσπερ Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Είναι, νομίζω, σαφής για τους περισσοτέρους η ιστορία για την οποία κάνει λόγον εδώ, αλλά για να γίνει πιο εύληπτος για εμάς η θεωρία, θα προσπαθήσω με συντομία να την ερμηνεύσω το κατά δύναμιν και με λίγα λόγια.
Τότε που ο Ισραηλιτικός λαός ωδηγείτο από τον Μωϋσή δια μέσου της ερήμου, επειδή η δουλοπρεπής ηδονή τους διήγειρε την επιθυμία της γαστριμαργίας και ωνειροπωλούσαν τον Αιγυπτιακόν χορτασμό όπως οι άτακτοι νέοι, παιδαγωγούνται με σφοδρότερες μάστιγες· τους επετέθησαν όφεις έρποντας μέσα στο στρατόπεδο, οι οποίοι έχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σε όσους επλήγωναν με τα δόντια τους. Καθώς δε ο Μωϋσής τους έβλεπε να υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον από τα δήγματα των θηρίων, κατόπιν θείας συμβουλής κατεσκεύασε ένα χάλκινον ομοίωμα όφεως και έτσι εξουδετέρωσε την δύναμη των αληθινών όφεων. Και αφού εκρέμασε σε ένα ύψωμα τον χάλκινον όφι, ώστε να βλέπεται από όλους, εσταμάτησε τον αφανισμό του λαού από τα θηρία αυτά. Πράγματι, όποιος προσέβλεπε στην εικόνα του όφεως, δεν εφοβείτο καθόλου το δήγμα του αληθινού όφεως, διότι με κάποια μυστικήν αντίδραση η θέα του όφεως εξουδετέρωνε το δηλητήριο.
Το ότι ο χαλκόχυτος όφις ήταν τύπος του ίδιου του Χριστού, το κηρύσσει σαφώς το Ευαγγέλιο· και ας μη ταράσση τους φιλοχρίστους η συσχέτισις του μυστηρίου με το αποκρουστικόν αυτό ζώον. Εάν ο πατέρας της αμαρτίας ωνομάσθη από την Αγίαν Γραφήν όφις, και εκείνο που εγγενήθη από τον όφι, η αμαρτία δηλαδή, οπωσδήποτε είναι όφις, συνώνυμος με αυτόν που την εγέννησε. Και μάλιστα ο Απόστολος μαρτυρεί ότι ο Κύριος έγινε προς χάριν μας αμαρτία, αφού ανέλαβε την αμαρτωλήν φύση μας· «τον γαρ αμαρτίαν» λέγει «μη ποιήσαντα, υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν». Προσαρμόζεται άρα κατά αναλογίαν στον Κύριο το αίνιγμα. Πράγματι, επειδή οι πονηροί όφεις διεσκορπίσθησαν έρποντας σε όλον το ανθρώπινον γένος και εθανάτωσαν με τις αμυχές της αμαρτίας την φύση μας, γι΄ αυτόν τον λόγον ο Θεός υποδύεται το ομοίωμα της αμαρτίας, «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», όπως λέγει ο Παύλος, «γενόμενος», και έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την αμαρτία δια μέσου εκείνου, ο οποίος έλαβε την μορφήν της αμαρτίας και ήλθε κοντά σ΄ εμάς οι οποίοι είχαμε παραδοθή στον όφι· δι΄ αυτού ο μεν θάνατος που προξενείται από τα δήγματα εμποδίζεται, οι δε όφεις αφανίζονται με το Πάθος του Σταρού. Και έχει μεν καταργηθή ο θάνατος που προέρχεται από τους όφεις, η ασέβεια δηλαδή, δεν έχουν όμως παύσει τα δήγματα. Διότι η επιθυμία που ενυπάρχει στη σάρκα κατά του πνεύματος δεν έχει εξαφανισθή τελείως· και στους εναρέτους μάλιστα ενεργούνται πολλές φορές τα δήγματα της επιθυμίας. Εκείνος όμως που βλέπει προς αυτόν ο οποίος υψώθη στο ξύλον, απωθεί το πάθος και εξουδετερώνει το δηλητήριο με τον φόβο του Θεού σαν με κάποιο φάρμακο. Το να βλέπη κάποιος προς τον Σταυρόν είναι αυτό, να γίνει σε όλο του τον βίον ως νεκρός για τον κόσμο και εσταυρωμένος, να μένη ακίνητος προς κάθε αμαρτία και να καθηλώνη το σαρκικόν του φρόνημα με τον φόβο του Θεού, κατά τον Ψαλμωδόν. Ήλος που θα καθηλώση την σάρκα πρέπει να είναι η εγκράτεια.
Ακολουθεί το τέλος.
===============================================
Ομιλία εις την Κυριακήν προ της Υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού
Θεοφάνους Επισκόπου Ταυρομενίας του Κεραμέως
Ελάτε σήμερα, ω θεοφιλεστάτη συνάθροισις, ας εορτάσωμε τα προεότρια της ανυψώσεως του ζωηφόρου Σταυρού. Αντηχεί στην ακοή μου η θεσπεσία φωνή του Ευαγγελίου, η οποία προσφωνεί το σταυρικόν μυστήριο θέτοντας ως υπόδειγμα τον χάλικνον όφι που είχαν κρεμάσει στο ξύλον οι Ισραηλίτες. Και μου γίνονται τα αναγνώσματα προμηνύματα και προκηρύγματα της προσκυνήσεως του Σταυρού. Ας στρέψωμε λοιπόν προσεκτικώς το βλέμμα μας στα ολόφωτα λόγια του Ευαγγελίου χρησιμοποιώντας αυτά ως προπομπήν του βασιλικού σκήπτρου. Είπεν ο Κύριος: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Καλόν είναι να τα ειπή αυτά. Πράγματι, η ευαγγελική αυτή περικοπή αποβλέποντας στον σκοπό της ημέρας, απεσιώπησε αυτό που είχε προηγηθή. Τότε λοιπόν που ήλθε προς τον Κύριον ο νυκτερινός εκείνος μαθητής - καταλαβαίνεις βεβαίως ότι εννοώ τον Φαρισαίον Νικόδημο - και τον εδίδασκε ο Σωτήρ για την «άνωθεν γέννησιν», εκείνος, επειδή ο νους του κατείχετο ακόμη από την ιουδαϊκήν παχύτητα, εσύρθη αυτομάτως στον χώρον της μήτρας φανταζόμενος γέννησιν σαρκικήν. Όταν λοιπόν ο Κύριος τον είδε να μη τον ακολουθή στο ύψος του δόγματος αυτού, του λέγει· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς»· ωσάν να λέγη: Συ μεν, Νικόδημε, είσαι ανεπίδεκτος ουρανίου μυσταγωγίας και προσπαθείς να εύρης κάποιαν εξήγησιν ανθρωπίνην· αλλ΄ «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν», ώστε να τα μυηθή αυτά εκεί, «ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εκτός από αυτόν ο οποίος κατέβη από τον ουρανόν και δογματίζει τα εκεί τρανώς, «ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
Θα μπορούσε όμως να ειπή κάποιος· εφ΄ όσον, όταν τα έλεγεν αυτά, δεν είχε ακόμη αναχωρήσει προς τους ουρανούς με το πρόσλημμα, όπως τότε μετά την αναβίωσί του από τον κόσμο των νεκρών, που ημπόδιζε την θεοφόρο Μαγδαληνή να τον εγγίση και αποστέλλοντάς την προς τους Αποστόλους, της έλεγε «Ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου», πως λοιπόν λέγει εδώ ότι κανείς δεν έχει ανεβή στον ουρανόν, εκτός από εκείνον τον ίδιον ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανό στη γη; Εδώ φανερώνει το δόγμα της αρρήτου ενώσεως του Θεού Λόγου με εμάς, ότι οι δύο φύσεις ηνώθησαν ασυγχύτως σε μίαν υπόστασι και η μία μετέβαλε της άλλης, ώστε οι ιδιότητες της μίας φύσεως να κοινοποιηθούν με της άλλης. Όταν λοιπόν ακούης «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εννόησε την Θεότητα του Λόγου· γι΄ αυτό και προσέθεσε «ο ων εν τω ουρανώ». Είναι πράγματι αφέλεια εδώ να εννοήσωμεν την σάρκα, ότι ήταν και στον ουρανό και συζητούσε με τον Νικόδημο, την στιγμή που είχε τρεις διαστάσεις και περιωρίζετο σε έναν τόπο. Ενώ το αναμφισβήτητα θεοσεβές είναι να πιστεύωμε ότι εδώ πρόκειται για την υπεράρχιο Θεότητα, η οποία ευρίσκεται ολικώς μέσα στο παν και επάνω από τα παν. Όμως το «ούπω αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» που ελέχθη στην μυροφόρο, εδήλωνε την σωματικήν ανάβασι. Στην συνέχεια λοιπόν προλέγει περί του Πάθους και του Σταυρού. Λέγει δηλαδή· «Ώσπερ Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Είναι, νομίζω, σαφής για τους περισσοτέρους η ιστορία για την οποία κάνει λόγον εδώ, αλλά για να γίνει πιο εύληπτος για εμάς η θεωρία, θα προσπαθήσω με συντομία να την ερμηνεύσω το κατά δύναμιν και με λίγα λόγια.
Τότε που ο Ισραηλιτικός λαός ωδηγείτο από τον Μωϋσή δια μέσου της ερήμου, επειδή η δουλοπρεπής ηδονή τους διήγειρε την επιθυμία της γαστριμαργίας και ωνειροπωλούσαν τον Αιγυπτιακόν χορτασμό όπως οι άτακτοι νέοι, παιδαγωγούνται με σφοδρότερες μάστιγες· τους επετέθησαν όφεις έρποντας μέσα στο στρατόπεδο, οι οποίοι έχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σε όσους επλήγωναν με τα δόντια τους. Καθώς δε ο Μωϋσής τους έβλεπε να υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον από τα δήγματα των θηρίων, κατόπιν θείας συμβουλής κατεσκεύασε ένα χάλκινον ομοίωμα όφεως και έτσι εξουδετέρωσε την δύναμη των αληθινών όφεων. Και αφού εκρέμασε σε ένα ύψωμα τον χάλκινον όφι, ώστε να βλέπεται από όλους, εσταμάτησε τον αφανισμό του λαού από τα θηρία αυτά. Πράγματι, όποιος προσέβλεπε στην εικόνα του όφεως, δεν εφοβείτο καθόλου το δήγμα του αληθινού όφεως, διότι με κάποια μυστικήν αντίδραση η θέα του όφεως εξουδετέρωνε το δηλητήριο.
Το ότι ο χαλκόχυτος όφις ήταν τύπος του ίδιου του Χριστού, το κηρύσσει σαφώς το Ευαγγέλιο· και ας μη ταράσση τους φιλοχρίστους η συσχέτισις του μυστηρίου με το αποκρουστικόν αυτό ζώον. Εάν ο πατέρας της αμαρτίας ωνομάσθη από την Αγίαν Γραφήν όφις, και εκείνο που εγγενήθη από τον όφι, η αμαρτία δηλαδή, οπωσδήποτε είναι όφις, συνώνυμος με αυτόν που την εγέννησε. Και μάλιστα ο Απόστολος μαρτυρεί ότι ο Κύριος έγινε προς χάριν μας αμαρτία, αφού ανέλαβε την αμαρτωλήν φύση μας· «τον γαρ αμαρτίαν» λέγει «μη ποιήσαντα, υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν». Προσαρμόζεται άρα κατά αναλογίαν στον Κύριο το αίνιγμα. Πράγματι, επειδή οι πονηροί όφεις διεσκορπίσθησαν έρποντας σε όλον το ανθρώπινον γένος και εθανάτωσαν με τις αμυχές της αμαρτίας την φύση μας, γι΄ αυτόν τον λόγον ο Θεός υποδύεται το ομοίωμα της αμαρτίας, «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», όπως λέγει ο Παύλος, «γενόμενος», και έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την αμαρτία δια μέσου εκείνου, ο οποίος έλαβε την μορφήν της αμαρτίας και ήλθε κοντά σ΄ εμάς οι οποίοι είχαμε παραδοθή στον όφι· δι΄ αυτού ο μεν θάνατος που προξενείται από τα δήγματα εμποδίζεται, οι δε όφεις αφανίζονται με το Πάθος του Σταρού. Και έχει μεν καταργηθή ο θάνατος που προέρχεται από τους όφεις, η ασέβεια δηλαδή, δεν έχουν όμως παύσει τα δήγματα. Διότι η επιθυμία που ενυπάρχει στη σάρκα κατά του πνεύματος δεν έχει εξαφανισθή τελείως· και στους εναρέτους μάλιστα ενεργούνται πολλές φορές τα δήγματα της επιθυμίας. Εκείνος όμως που βλέπει προς αυτόν ο οποίος υψώθη στο ξύλον, απωθεί το πάθος και εξουδετερώνει το δηλητήριο με τον φόβο του Θεού σαν με κάποιο φάρμακο. Το να βλέπη κάποιος προς τον Σταυρόν είναι αυτό, να γίνει σε όλο του τον βίον ως νεκρός για τον κόσμο και εσταυρωμένος, να μένη ακίνητος προς κάθε αμαρτία και να καθηλώνη το σαρκικόν του φρόνημα με τον φόβο του Θεού, κατά τον Ψαλμωδόν. Ήλος που θα καθηλώση την σάρκα πρέπει να είναι η εγκράτεια.
Ακολουθεί το τέλος.
===============================================