===============================================
Ομιλία περί της αληθούς ελευθερίας
Ο άνθρωπος, πλασμένος για να εικονίζη μικρογραφικώς επί της γης την απειρομεγέθη εικόνα του θείου Δημιουργού, ήταν απαραίτητο να είναι προικισμένος με τις ιδιότητες του Θεού, ώστε να έχη την αναφορά του σ΄ Αυτόν. Ως εικόνα του Θεού ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ον αυτοσυνείδητον, ελεύθερον, και αυτεξούσιον, διότι ον χωρίς συνείδησι της υπάρξεώς του, χωρίς ελευθερία, χωρίς εξουσίαν επί του εαυτού του είναι ανάξιο της υψηλής αυτής κλήσεως, του υψηλού αυτού προορισμού που του επεφύλαξε η μεγάλη βουλή του Θείου Δημιουργού. Η ελευθερία άρα του ανθρώπου είναι αναγκαία συνέπεια της μεγάλης αποστολής του, της διαπλάσεώς του και της παρουσίας του μέσα στον κόσμο, και επομένως προσόν αναγκαίον και σεβαστόν. Χωρίς την ελευθερίαν ο άνθρωπος θα ήταν ισότιμος με τα λοιπά ζώα· η δουλεία θα υπέτασσε τις ενέργειές του και θα ωδηγούσε τις σκέψεις του μέσα σε ένα περιωρισμένο κύκλο, όπου θα περιεστρέφετο· οι ιδέες του καλού, του αγαθού, θα ήσαν άγνωστοι σ΄ αυτόν· θα αγνοούσε τι είναι αισχρόν, τι κακόν, τι ψευδές και δεν θα είχε εξουσία αυτενεργείας, δυνατότητα να εξέλθη από τον περιωρισμένο κύκλο των εμφύτων ορμών. Η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθινού θα καταστούσε τον άνθρωπον ένα ον ανήθικον, θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην νοήματος, αφού οι πράξεις του θα ήσαν ηθικώς αδιάφοροι και γι΄ αυτό αχαρακτήριστοί. Η αδιαφορία αυτή και ομοιότης του χαρακτήρος των πράξεων δεν θα διήγειρε καμμίαν αίσθησιν ή εντύπωσι στον νου και στην καρδία του ανθρώπου· η έλλειψις αυτή θα καθιστούσε την μεν καρδίαν ασυνείδητον, τον δε νου νωθρό και αδρανή· η ασυνειδησία και η νωθρότης θα επέπιπταν ως σκιερά νέφη και θα εκάλυπταν την θαυμαστήν εικόνα του θείου Δημιουργού, που τόσο λαμπρώς και θαυμασίως εκαλλιτεχνήθη από το δημιουργικόν του χέρι, στην οποία διαλάμπει η αγαθότης, η σοφία και η δύναμίς του και θα ημπόδιζαν να ιδή και να γνωρίση τον Πλάστην του και Δημιουργόν του σύμπαντος. Θα αγνοούσε τον Θεόν και τα θεία ιδιώματά του και έτσι η δημιουργία ουδέποτε θα εδόξαζε, θα υμνούσε, θα έψαλλε και θα ευχαριστούσε με επίγνωσι και συνείδησι τον Θεόν.
Ο άνθρωπος επλάσθη για να εικονίζη τον Θεόν επί της γης· ο Θεός τον έκαμεν ον νοερόν και αυτεξούσιον για να πράττη το θέλημα αυτού, το οποίον έγραψε μέσα στην καρδία του και το κατέστησε και ιδικόν του θέλημα. Σκοπός της διαπλάσεώς του ήταν να γνωρίση η δημιουργία τον Θεόν· επλάσθη λοιπόν για να γνωρίση τον Πλάστην και Δημιουργόν του· επλάσθη για να υψούται προς τον Θεόν· επλάσθη για να δοξάζη τον Θεόν· επλάσθη με σκοπόν η δημιουργηθείσα κτίσις να αινή ενσυνειδήτως τον θείον Δημιουργόν της. Το αυτεξούσιον λοιπόν αυτού, το νοερόν και το ηθικώς ελεύθερον του εδόθησαν για να εκπληρώνη τον μέγα προορισμόν του, την μεγάλην αποστολή του, να συνδέη την γη με τον Ουρανό και να μη αποκλίνη δεξιά ή αριστερά· αλλά να βαδίζη την ευθείαν οδό, πράττοντας μόνο το αγαθόν, το εγγεγραμμένον στην καρδία του, το οποίον και αυτός ορμεμφύτως αγαπά· διότι αλλιώς, εάν αποκλίνη από τον προορισμό του, γίνεται ανελεύθερος και «εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις». Ο άνθρωπος είναι αληθώς ελεύθερος πριν απομακρυνθή από το αγαθόν και ενόσω συνταυτίζει την θέλησί του, προς το θέλημα του Θεού· όμως ευθύς ως αποκλίνη από την ευθείαν, αποβαίνει όντως ανελεύθερος, η ελευθερία του πλέον είναι ψευδής επίδειξις ψευδούς ελευθερίας.
Συνεχίζεται.
Εάν φλέγεσαι να τελειώσεις το κείμενο κάνε κλικ εδώ
===============================================
Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως: Περί της αληθούς ελευθερίας.
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
===============================================
Ομιλία περί της αληθούς ελευθερίας
Η ελευθερία του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται στον νόμο του Θεού, δεν περιορίζεται, διότι αυτός ως θείος είναι άπειρος, το δε άπειρον όχι μόνον δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά την συνεκτείνει και την συναυξάνει, όταν ο άνθρωπος τον ακολουθή. Αιτιολογώντας το καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ακολουθή το θέλημα του Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μάς συμβουλεύει· «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρήση πάλιν ο Θεός δια φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούση σ΄ αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούση στο θέλημα του Θεου, ημπορεί να κερδίση την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μάς έδωσε εντολές άγιες τις οποίες όποιος τηρήση ημπορεί να σωθή και επιτυγχάνοντας την ανάστασι να κληρονομίση την αφθαρσίαν». Γι΄ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττη με ευλάβεια τον νόμο του Θεού και να πράττη το θέλημα αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνη τον σκοπόν, της επί γης αποστολής του· αλλιώς μέλλει να κατακριθή ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολή του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου και παρεδόθη στα πάθη και στις επιθυμίες.
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είναι βεβαίως ανεπηρέαστον· ο βαθμός της ελευθερίας αυτού καταδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίον ο Κύριος τον προσκαλεί: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν...». Ο Σωτήρ καλεί τον άνθρωπον οπίσω του και τον αφήνει ελεύθερον να αποφασίση περί του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος, να τον ακολουθήση ή να πάρη τον ιδικόν του δρόμο. Ήλθε για να σώση τον άνθρωπο και όμως δεν παραβιάζει το αυτεξούσιον αυτού. Τον προσκαλεί να λάβη ενεργόν μέρος στην σωτηρίαν του και όμως δεν επηρεάζει καθόλου το αυτεξούσιον αυτού.
Από την μελέτη της ιστορίας της απολυτρώσεως βλέπουμε τον Υιόν του Θεού γινόμενον άνθρωπον υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπου, πορευόμενον προς το εκούσιον Πάθος με σκοπόν να «άρη την αμαρτίαν του κόσμου», να βαστάση τους μώλωπες τους ιδικούς μας, να εκπληρώσει το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώση τον άνθρωπον με τον Θεόν, και εν τούτοις δεν παραβιάζει καθόλου το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Ιδού η κεκλεισμένη πύλη του Παραδείσου ανοίγεται και η πυρίνη ρομφαία, η οποία φυλάττει την είσοδον αυτού, απομακρύνεται και η φωνή του Δεσπότου προσκαλεί τον άνθρωπο, που ήταν πριν αποκλεισμένος, να εισέλθη δια μέσου αυτής στον τόπο της καταπαύσεως· αυτός όμως αφήνεται ελεύθερος, αν θέλη να εισέλθη ή όχι.
Η επίσημος αναγνώρισις της ελευθερίας μας εκ μέρους του Σωτήρος, μάς διδάσκει ότι η σωτηρία μας δεν πραγματούται μόνον από την απόλυτον ενέργεια της χάριτος του Θεού, αλλά και από την συγκατάθεσι και την σύγχρονον ενέργεια του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος αυτής ιδού τι λέγουν οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας· ο θείος Χρυσόστομος λέγει· «η χάρις μολονότι είναι χάρις, σώζει όσους το θέλουν» και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει· «Η σωτηρία πρέπει να προέλθη από την συνεργασία την ιδική μας με τον Θεόν». Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει· «Όταν οι ψυχές το θέλουν αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψη η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος λέγει· «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώση τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θέλήση». Άρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο· πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου και δεύτερον η χάρις του Θεού.
Συνεχίζεται.
===============================================
Ομιλία περί της αληθούς ελευθερίας
Η ελευθερία του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται στον νόμο του Θεού, δεν περιορίζεται, διότι αυτός ως θείος είναι άπειρος, το δε άπειρον όχι μόνον δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά την συνεκτείνει και την συναυξάνει, όταν ο άνθρωπος τον ακολουθή. Αιτιολογώντας το καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ακολουθή το θέλημα του Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μάς συμβουλεύει· «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρήση πάλιν ο Θεός δια φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούση σ΄ αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούση στο θέλημα του Θεου, ημπορεί να κερδίση την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μάς έδωσε εντολές άγιες τις οποίες όποιος τηρήση ημπορεί να σωθή και επιτυγχάνοντας την ανάστασι να κληρονομίση την αφθαρσίαν». Γι΄ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττη με ευλάβεια τον νόμο του Θεού και να πράττη το θέλημα αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνη τον σκοπόν, της επί γης αποστολής του· αλλιώς μέλλει να κατακριθή ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολή του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου και παρεδόθη στα πάθη και στις επιθυμίες.
Το αυτεξούσιον του ανθρώπου είναι βεβαίως ανεπηρέαστον· ο βαθμός της ελευθερίας αυτού καταδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίον ο Κύριος τον προσκαλεί: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν...». Ο Σωτήρ καλεί τον άνθρωπον οπίσω του και τον αφήνει ελεύθερον να αποφασίση περί του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος, να τον ακολουθήση ή να πάρη τον ιδικόν του δρόμο. Ήλθε για να σώση τον άνθρωπο και όμως δεν παραβιάζει το αυτεξούσιον αυτού. Τον προσκαλεί να λάβη ενεργόν μέρος στην σωτηρίαν του και όμως δεν επηρεάζει καθόλου το αυτεξούσιον αυτού.
Από την μελέτη της ιστορίας της απολυτρώσεως βλέπουμε τον Υιόν του Θεού γινόμενον άνθρωπον υπέρ της σωτηρίας του ανθρώπου, πορευόμενον προς το εκούσιον Πάθος με σκοπόν να «άρη την αμαρτίαν του κόσμου», να βαστάση τους μώλωπες τους ιδικούς μας, να εκπληρώσει το μέγα μυστήριον της Οικονομίας και να συμφιλιώση τον άνθρωπον με τον Θεόν, και εν τούτοις δεν παραβιάζει καθόλου το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Ιδού η κεκλεισμένη πύλη του Παραδείσου ανοίγεται και η πυρίνη ρομφαία, η οποία φυλάττει την είσοδον αυτού, απομακρύνεται και η φωνή του Δεσπότου προσκαλεί τον άνθρωπο, που ήταν πριν αποκλεισμένος, να εισέλθη δια μέσου αυτής στον τόπο της καταπαύσεως· αυτός όμως αφήνεται ελεύθερος, αν θέλη να εισέλθη ή όχι.
Η επίσημος αναγνώρισις της ελευθερίας μας εκ μέρους του Σωτήρος, μάς διδάσκει ότι η σωτηρία μας δεν πραγματούται μόνον από την απόλυτον ενέργεια της χάριτος του Θεού, αλλά και από την συγκατάθεσι και την σύγχρονον ενέργεια του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος αυτής ιδού τι λέγουν οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας· ο θείος Χρυσόστομος λέγει· «η χάρις μολονότι είναι χάρις, σώζει όσους το θέλουν» και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει· «Η σωτηρία πρέπει να προέλθη από την συνεργασία την ιδική μας με τον Θεόν». Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει· «Όταν οι ψυχές το θέλουν αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψη η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος λέγει· «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώση τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θέλήση». Άρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο· πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου και δεύτερον η χάρις του Θεού.
Συνεχίζεται.
===============================================
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
===============================================
Ομιλία περί της αληθούς ελευθερίας
Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι ον υλοπνευματικόν, μέσα του εμφανίζονται δύο θελήσεις με την ιδίαν μορφήν, ως ενδόμυχος έκφρασις του ενιαίου προσώπου το οποίον θέλει να απολαύση κάποιο πράγμα. Και μολονότι ως προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν όμως πολύ εξ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες λαμβάνουν την αρχή· διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σάρξ τα της σαρκός. Γι΄ αυτό η μία θέλησις εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεσις των φρονημάτων γεννά αμοιβαίαν αντίστασι και σφοδράν διαπάλη, κατά την οποίαν η κάθε μία ζητεί να υπερισχύση και να επιβάλη την ιδικήν της εξουσία. Στον αγώνα αυτόν ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, διότι εκ φύσεως συμπαθεί το φρόνημα του πνεύματος· και το φρόνημα του πνεύματος είναι ζωή και ειρήνη. Ο δε έξω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος· γι΄ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει· «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη». Όθεν σαρξ και πνεύμα πολεμούν μεταξύ τους· γι΄ αυτό και ο Παύλος λέγει· «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός»· και «το μεν φρόνημα της σαρκός» είναι «έχθρα προς τον Θεόν· τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται... το δε φρόνημα του Πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπερ αγίων (μεσιτεύει υπερ των χριστιανών)».
Για την συνύπαρξιν αυτή των δύο φρονημάτων και την φυσικήν συμπάθεια του ανθρώπου προς το φρόνημα του πνεύματος, ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος· «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον (με ευχαριστεί πάρα πολύ)· βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου». Άρα ο άνθρωπος εκ φύσεως δέχεται τον νόμο του Θεού, διότι με αυτόν τον νόμον ευχαριστείται ο έσω άνθρωπος, επειδή είναι ο νόμος ο ιδικός του, ο νόμος του νοός του· η δε θέλησις που εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, είναι η αληθής θέλησις του ανθρώπου, επειδή αυτή είναι σύμφωνος με τον νόμο του νοός του, τον σύμμορφον προς τον νόμο του Θεού, ο οποίος ευχαριστεί τον έσω άνθρωπον. Γι΄ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν, φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε· κακόν δε είναι η παρά φύσιν επιθυμία, όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικόν από το εκ φύσεως επιθυμητόν».
Αλλά μολονότι η αληθής θέλησις είναι η θέλησις του πνεύματος, η επιθυμία δηλαδή του αγαθού, που είναι το φύσει επιθυμητόν, παραταύτα πολλές φορές αδυνατεί να υπερισχύση της αντιστάσεως της θελήσεως της σαρκός για τον λόγο που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος· δια «τον νόμον της σαρκός, τον αιχμαλωτίζοντα τω νόμω της αμαρτίας». Για την επίδρασιν αυτήν του νόμου της σαρκός ο Απόστολος λέγει· «το θέλειν παράκειταί μοι (είναι στο χέρι μου), το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω· ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ΄ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω». Διότι ο έσω άνθρωπος θέλει μεν και επιθυμεί το αγαθόν ως οικείον, επιθυμητόν, ως συμφυές αγαθόν, ως ιδικόν του νόμον, αλλ΄ ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της αμαρτίας αντιστρατεύεται προς τις ενέργειες της αληθούς ελευθερίας μας και παρεμποδίζει την εμφάνισι του αγαθού και μας υπαγορεύει την εργασία του κακού· γι΄ αυτό στην συνέχεια λέγει ο Απόστολος· «ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ΄ η οικούσα εν εμοι αμαρτία». Ώστε όντως το μεν αγαθόν είναι νόμος συμφυής και αληθής θέλησις του ανθρώπου, το δε κακόν είναι νόμος ετεροφυής, είναι κάτι το οποίον δεν έχει δημιουργηθή και είναι αντίθετο προς την αληθή θέλησι του ανθρώπου. Επομένως όταν ο άνθρωπος εργάζεται το αγαθόν, εργάζεται ελευθέρως και συμφώνως προς την θέλησι του έσω ανθρώπου και είναι αληθώς ελεύθερος· όταν όμως εργάζεται το κακόν, εργάζεται ανελευθέρως, διότι έχει υποταγή στον νόμο της αμαρτίας και είναι ανελεύθερος και δούλος της αμαρτίας. Συμφώνως προς τα ανωτέρω ελεύθερος είναι όποιος πράττει το αγαθόν, δούλος δε όποιος πράττει το κακόν· και αληθής μεν ελευθερία είναι η κυριαρχία του φρονήματος του πνεύματος η εργαζομένη το αγαθόν, ψευδής δε ελευθερία είναι η επικράτησις του φρονήματος της σαρκός, της κατεργαζομένης τα πονηρά.
Συνεχίζεται.
===============================================
Ομιλία περί της αληθούς ελευθερίας
Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι ον υλοπνευματικόν, μέσα του εμφανίζονται δύο θελήσεις με την ιδίαν μορφήν, ως ενδόμυχος έκφρασις του ενιαίου προσώπου το οποίον θέλει να απολαύση κάποιο πράγμα. Και μολονότι ως προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους, διαφέρουν όμως πολύ εξ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες λαμβάνουν την αρχή· διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σάρξ τα της σαρκός. Γι΄ αυτό η μία θέλησις εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεσις των φρονημάτων γεννά αμοιβαίαν αντίστασι και σφοδράν διαπάλη, κατά την οποίαν η κάθε μία ζητεί να υπερισχύση και να επιβάλη την ιδικήν της εξουσία. Στον αγώνα αυτόν ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, διότι εκ φύσεως συμπαθεί το φρόνημα του πνεύματος· και το φρόνημα του πνεύματος είναι ζωή και ειρήνη. Ο δε έξω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος· γι΄ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει· «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη». Όθεν σαρξ και πνεύμα πολεμούν μεταξύ τους· γι΄ αυτό και ο Παύλος λέγει· «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός»· και «το μεν φρόνημα της σαρκός» είναι «έχθρα προς τον Θεόν· τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται· ουδέ γαρ δύναται... το δε φρόνημα του Πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπερ αγίων (μεσιτεύει υπερ των χριστιανών)».
Για την συνύπαρξιν αυτή των δύο φρονημάτων και την φυσικήν συμπάθεια του ανθρώπου προς το φρόνημα του πνεύματος, ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος· «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον (με ευχαριστεί πάρα πολύ)· βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου». Άρα ο άνθρωπος εκ φύσεως δέχεται τον νόμο του Θεού, διότι με αυτόν τον νόμον ευχαριστείται ο έσω άνθρωπος, επειδή είναι ο νόμος ο ιδικός του, ο νόμος του νοός του· η δε θέλησις που εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, είναι η αληθής θέλησις του ανθρώπου, επειδή αυτή είναι σύμφωνος με τον νόμο του νοός του, τον σύμμορφον προς τον νόμο του Θεού, ο οποίος ευχαριστεί τον έσω άνθρωπον. Γι΄ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν, φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε· κακόν δε είναι η παρά φύσιν επιθυμία, όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικόν από το εκ φύσεως επιθυμητόν».
Αλλά μολονότι η αληθής θέλησις είναι η θέλησις του πνεύματος, η επιθυμία δηλαδή του αγαθού, που είναι το φύσει επιθυμητόν, παραταύτα πολλές φορές αδυνατεί να υπερισχύση της αντιστάσεως της θελήσεως της σαρκός για τον λόγο που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος· δια «τον νόμον της σαρκός, τον αιχμαλωτίζοντα τω νόμω της αμαρτίας». Για την επίδρασιν αυτήν του νόμου της σαρκός ο Απόστολος λέγει· «το θέλειν παράκειταί μοι (είναι στο χέρι μου), το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω· ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ΄ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω». Διότι ο έσω άνθρωπος θέλει μεν και επιθυμεί το αγαθόν ως οικείον, επιθυμητόν, ως συμφυές αγαθόν, ως ιδικόν του νόμον, αλλ΄ ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της αμαρτίας αντιστρατεύεται προς τις ενέργειες της αληθούς ελευθερίας μας και παρεμποδίζει την εμφάνισι του αγαθού και μας υπαγορεύει την εργασία του κακού· γι΄ αυτό στην συνέχεια λέγει ο Απόστολος· «ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ΄ η οικούσα εν εμοι αμαρτία». Ώστε όντως το μεν αγαθόν είναι νόμος συμφυής και αληθής θέλησις του ανθρώπου, το δε κακόν είναι νόμος ετεροφυής, είναι κάτι το οποίον δεν έχει δημιουργηθή και είναι αντίθετο προς την αληθή θέλησι του ανθρώπου. Επομένως όταν ο άνθρωπος εργάζεται το αγαθόν, εργάζεται ελευθέρως και συμφώνως προς την θέλησι του έσω ανθρώπου και είναι αληθώς ελεύθερος· όταν όμως εργάζεται το κακόν, εργάζεται ανελευθέρως, διότι έχει υποταγή στον νόμο της αμαρτίας και είναι ανελεύθερος και δούλος της αμαρτίας. Συμφώνως προς τα ανωτέρω ελεύθερος είναι όποιος πράττει το αγαθόν, δούλος δε όποιος πράττει το κακόν· και αληθής μεν ελευθερία είναι η κυριαρχία του φρονήματος του πνεύματος η εργαζομένη το αγαθόν, ψευδής δε ελευθερία είναι η επικράτησις του φρονήματος της σαρκός, της κατεργαζομένης τα πονηρά.
Συνεχίζεται.
===============================================