Για αυτούς που γνώρισαν το Άγιον Όρος από τις τηλεοράσεις...
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Οκτ 02, 2008 5:15 pm
Άγιον Όρος. Μεγάλο Σάββατο. Ίσως 1994…
Ο ουρανός με μια μουντή συννεφιά , που πότε-πότε, μας χαιρετά με ψιχάλες.
Φύγαμε από την Μέγιστη Λαύρα και βαδίσαμε για τη σκήτη των Ρουμάνων. Το μικρό μονοπάτι μέσα από τα χαμόδεντρα μας έβγαλε στον χωμάτινο δρόμο. Αριστερά μας τα κτήματα της μονής με τις λιγοστές καλλιέργειες, πλάι στα ορθόχτιστα τείχη. Μια μαυροφορεμένη σκιά, σκυφτή στην πράσινη θάλασσα, ξεχορτάριαζε. Δεξιά μας τα πόδια του Άθωνα κατέβαιναν να ακουμπήσουν την θάλασσα. Τα βήματά μας αντηχούσαν
βαριά πάνω στα χαλίκια. Το τοπίο άγριο και ερημικό. Χωρίς δέντρα μεγάλα. Μονάχα χαμηλοί θάμνοι, άγριοι και αναμαλλιασμένοι από τα χτυπήματα του ανέμου.
Η ματιά μου, τραυματιζόταν από σταχτί της τραχιάς πέτρας και το βαθύ σκούρο γαλάζιο του πελάγους. Μικρές πράσινες πινελιές συστρέφονταν στο χώρο ολόγυρα σε διάφορες αποχρώσεις, σαν από χρωστήρα ζωγράφου. Μια ησυχία παντού, μια υπενθύμιση για το ιερό του τόπου. Ένα μήνυμα, επιλογής μοναξιάς και απομόνωσης με συντροφιά την τραχιά πέτρα και το φθαρτό του κόσμου τούτου απέναντι στο Άφθαρτο.
Ένα παράξενο συναίσθημα με κατέλαβε. Ένα συναίσθημα μικρότητας και ασημαντότητας. Σημάδι πάνω στον ανθρώπινο χάρτη, εκεί στην άκρη του βράχου. Μικρός και ασήμαντος μπροστά στο Θεϊκό μεγαλείο. Σκόνη του συμπαντικού δημιουργήματος.
Φθάσαμε στη σκήτη. Αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο. Στην άκρη του γερο-Άθωνα. Με τη θάλασσα να χτυπά αλύπητα τον αρχέγονο βράχο, με μια απόκοσμη και υποβλητική βροντή. Σαν γαντζωμένο λίγο πριν το τέλος του κόσμου τούτο το μοναστήρι. Γκρίζα πέτρινα
οικοδομήματα γύρω από το κέντρο της μοναστικής ζωής. Τα σημάδια από τα ξεσπάσματα της γης, ορατά στους τοίχους. Σημειώσεις, για το προσωρινό και το πεπερασμένο. Ψηλά κυπαρίσσια, άλλα σεβάσμια και ρασοφορεμένα και άλλα αναμαλλιασμένα μας υποδέχτηκαν. Ένα λιπόσαρκο γεροντάκι, σαν γεννημένο μέσα από παλιά αναχωρητικά συναξάρια, μας οδήγησε στον ναό. Λιγοστά τα λόγια του και πιο πολλά τα νοήματά του από τα καλαμένια χεράκια του, μας διηγήθηκε την ιστορία του ιερού χώρου. Βγήκαμε στην αυλή. Μολυβένιος θόλος από σύννεφα πάνω μας. Μας οδήγησε στο απέναντι κτίριο. Βαδίζοντας σε σκοτεινούς διαδρόμους αλλοτινών χρόνων, μπήκαμε σε ένα καμαράκι με μεγάλο παράθυρο. Ο χώρος μικρός, γεμάτος με τα εργόχειρά τους. Κομποσχοίνια, σταυρουδάκια, εικόνες, μικρά ξυλόγλυπτα. Τα άγγιζα ένα-ένα και προσπαθούσα να δω μέσα από τα
φθαρτά υλικά, τα δάκρυα και τις προσευχές. Τις γονυκλισίες και τις μετάνοιες. Την αγρύπνια και τον αγώνα. Πήρα μερικά κομποσχοίνια με κεντημένο σχέδιο πάνω τους αντί για χάντρα. Ένα ροζ μικρό και ταπεινό σχεδιάκι. Τα έβαλα στην τσέπη μου ακούγοντας τις ευχαριστίες από τους ερημίτες να αντηχούν στα Αθωνικά σπήλαια. Κοίταξα τις εικόνες. Βαλμένες πλάι-πλάι, πάνω στο μικρό τραπέζι. Ζωγραφισμένες άλλες με τα ανατολικά πρότυπα, άλλες με τα ρουμάνικα. Τι σημασία είχε; Αραδιασμένες Παναγιές με το λυπημένο βλέμμα, κρατώντας τον μονάκριβο στην αγκαλιά. Παντοκράτορες να ευλογούν και γέροντες Άγιοι να στέλνουν ευλαβικά τις προσευχές τους στον Ύψιστο. Ψωνίσαμε έλεος και κατευθυνθήκαμε προς την τράπεζα. Ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι με πάγκους. Καθίσαμε αντικριστά. Εμείς και τα μαυροπούλια. Λιγοστοί γέροντες με έκδηλα τα σημάδια πάνω τους από την αγρύπνια. Μάτια φωλιασμένα βαθιά μέσα σε δασύτριχα κουρασμένα πρόσωπα. Χαμογελούν και μας μιλούν ρουμάνικα. Τους απαντούμε στα ελληνικά. Οι ψυχές κατάλαβαν. Συνεννοήθηκαν στην γλώσσα που είναι πλασμένες. Το φαγητό λιτό. Αλάδωτο. Ένα ζουμί με κριθαράκι και κομμάτια από διάφορα λαχανικά και φρούτα. Ελάχιστη συμπαράσταση στο Θεϊκό μαρτύριο.
Κυλά μέσα μας σαν μέλι. Σαν αμβροσία θεϊκή. Σαν ευλογία. Σηκωθήκαμε. Η προσευχή στα ρουμάνικα, ευχαρίστησε τον Πλάστη. Φιλήσαμε τα διάφανα χεράκια του γέροντα και πήραμε το μονοπάτι μαζί με την ευλογία του, για το τέλος του κόσμου. Εκεί, που με ένα απότομο κόψιμο σαν μαχαιριά , η γη δίνει την θέση της στην θάλασσα. Σταμάτησα στην άκρη του βράχου. Πίσω μου το μοναστήρι. Μπροστά μου το πέλαγος. Η βοή των κυμάτων στʼ αυτιά μου απόμακρη. Σαν ισοκράτημα βγαλμένο από γήινα έγκατα. Κοίταξα κάτω. Το έρεβος. Το Απέραντο γαλάζιο, να σπάει δυνατά πάνω στο γκρίζο, σε μια ατέλειωτη πορεία γέννησης και θανάτου. Ο άνεμος έφερνε μυρωδιές θαλασσινές. Έκλεισα τα μάτια. Πού βρισκόμουν; Ήμουν κομμάτι της ύλης; Είχα σάρκα και οστά; Ήμουν πλάσμα του κόσμου τούτου ή όχι; Εάν εκείνη την στιγμή άφηνα τον βράχο, θα πετούσα; Τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το νοητό, είχαν καταργηθεί. Η λογική προσπαθούσε να οδηγήσει, να συμμορφώσει. Μάταια. Δεν ήταν το Βασίλειο της εδώ. Άγγιξα τον άνεμο και τον άφησα να μου μιλήσει. Δεν ήμουν όμως ακόμα έτοιμος να τον ακούσω. Μπερδεμένα τα λόγια του, έπεφταν από τα χαμόκλαδα και κρύβονταν στα χορτάρια. Έστριψα δεξιά και άρχισα να κατηφορίζω σε ένα βραχόφρυδο, που πότε γινόταν σκάλα, πότε χανόταν σε αρχέγονη πέτρα, για να καταλήξει σε ένα μικρό πλάτωμα. Ένα ερειπωμένο κελί, με το παλιό εκκλησάκι δίπλα στην σπηλιά. Μια χαραμάδα του βράχου, μια κόχη, που ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης μόναζε τα καλοκαίρια. Κρανία μοναχών βαλμένα με τάξη, το ένα επάνω στο άλλο, υπενθύμιζαν το προσωρινό. Το προσωρινό και όμως σκληρά καθοριστικό για την όποια μέλλουσα πορεία. Κόκαλα ξασπρισμένα από τον αγέρα, που μιλούσαν για αυτούς που πέθαναν στην ζωή για να γεννηθούν με τον θάνατο. Ανεβήκαμε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Μια μικρή καμπάνα κρέμονταν από ένα ξύλινο δοκάρι. Ο άνεμος έμπαινε σφυρίζοντας από τα σκελετωμένα παράθυρα. Μεγάλες χαραμάδες έχασκαν στο παλιό ξύλινο πάτωμα. Τοίχοι νοτισμένοι από την υγρασία και μαυρισμένοι από τα κεριά. Γωνιές σκεπασμένες από αραχνοΰφαντα πέπλα. Μπήκαμε στο εκκλησάκι. Αυτά τα αμέτρητα εκκλησάκια σε κάθε γωνιά και σχισμή του Όρους. Ένας ολάκερος ναός σε λίγα μέτρα. Με εικόνες, ιερό, στασίδια, καντήλια. Σ ένα μικρό τραπέζι, παλιά βιβλία. Το ψαλτήρι, οι χαιρετισμοί, η Καινή Διαθήκη. Παραδίπλα, το καρβουνάκι σε σκόνη με το μυρωδάτο λιβάνι. Ανάψαμε. Μια ευωδία σαν χάδι μας τύλιξε. Μια άυλη ζεστασιά. Μια ευχαριστιακή προσευχή προς τον Πλάστη. Ανοίξαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Τα φύλλα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο. Λεκέδες από λάδι και κερί στις σελίδες του. Σημάδια πίστης και αναμονής. Σημάδια ελέους και ευλογίας. Το λιγοστό φως του κεριού χρύσωνε τα γράμματα. Αρχίσαμε να διαβάζουμε, με τις ψαλμωδίες του ανέμου να μας συνοδεύουν. Αγγελικά φτερουγίσματα στον μαυρισμένο τοίχο.
Τα λόγια μας αντηχούσαν στον μικρό χώρο και όλοι εκεί είχαμε γίνει με μιας, αρχαίοι μοναχοί, αναχωρητές, γέροντες αλλοτινών χρόνων. Όλος ο κόσμος ένας μικρός κόκκος άμμου, ένα ξωκλήσι μεταξύ ουρανού και γης, ένα φύλλο ριγμένο στο πέλαγος της Δημιουργίας. Τα ταλαιπωρημένα μας πρόσωπα είχαν δανειστεί μια λάμψη από το μαλάκωμα της ψυχής μας. Το άγριο του Άθωνα μας έτριψε και μας γυάλισε. Κοίταξα το κερί που κρατούσα. Τα χέρια μου μύριζαν μέλι από το άγγιγμά του. Στη σκέψη μου ήλθαν τα λόγια ενός γέροντα, που έλεγε για την απέραντη αγάπη του Θεού, που δίνοντάς σε μας το μέλι για να γλυκαινόμαστε αυτός δέχεται με ευχαρίστηση το κατακάθι που του καίμε και μας ευλογεί.
Βγήκα έξω. Ο δροσερός αγέρας πήρε την ζεστασιά του κεριού από πάνω μου. Ο ουρανός πέρα στο βάθος ξάνοιγε. Κάτω το χάος. Ο κοφτός απότομος βράχος, που σε κάθε παραπάτημα ετοιμάζεται να μας καταπιεί. Γύρω μου οι νεροφαγωμένες πέτρες με το άγριο καφέ πάνω τους. Ο κόσμος μεγάλωσε ξανά. Μάκρυνε. Η απεραντοσύνη του αρχιπελάγους με συνεπήρε. Κοίταξα την τρύπα του γέροντα πίσω μου. Τον ένοιωσα ότι μας ευλογούσε. Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Βαδίσαμε πάνω στα ίδια χνάρια, αντάμα με το χάος. Τα σύννεφα διωγμένα από χέρι παντοδύναμο άφηναν τις ακτίνες του απογευματινού ήλιου να χρυσώνουν τον τόπο. Μια υπερκόσμια ηρεμία μαλάκωσε την αγριάδα του βράχου και βγαίνοντας στο ίσωμα ένοιωσα ότι βαδίζω σε περιβόλι καλλιεργημένο από ανθρώπινο χέρι. Η θάλασσα άρχισε να παίρνει τα χρώματα του αποκαμωμένου δειλινού. Περάσαμε πάλι από το πλάι της σκήτης που είχε πάρει μια μελένια απόχρωση και βγήκαμε στον χωμάτινο δρόμο. Επιστροφή στη Λαύρα. Επιστροφή για ξεκούραση και προετοιμασία ψυχής , για το βράδυ της Αναστάσεως. Ο δρόμος τραχύς και γεμάτος πέτρες. Βαδ
ίζουμε πλάι-πλάι συνεπαρμένοι από την φύση και την πληθώρα των εμπειριών. Μιλάμε χωρίς να ακουγόμαστε και ακούμε χωρίς να μιλάμε. Ένα μακρινό θρόισμα πίσω μας φανερώνει ότι κάποιοι μας ακολουθούν. Δυό γέροντες. Δυό μαυροντυμένες σκιές, στο πέρασμα για τον Παράδεισο. Έφθασαν γρήγορα κοντά μας. Χαιρετηθήκαμε. Νέοι μοναχοί, γέροντες από κάποια σκήτη στην άκρη του Άθωνα, με προορισμό την Λαύρα για την Αναστάσιμη λειτουργία. Πορευτήκαμε μαζί. Βαδίζουν και αυτοί πλάι-πλάι. Μορφές εξαϋλωμένες, πρόσωπα που εκπέμπουν ταπεινότητα, νηστεία και προσευχή. Ξαφνικά λέει ο ένας στον άλλον “έλα από εδώ να περπατάς και να έρθω εγώ από την άλλη μεριά γιατί οι πέτρες εδώ είναι πιο στρωτές και εκεί κουράζεσαι”. Στάθηκα συγκλονισμένος. Ζούσα μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Η έμπρακτη αγάπη των λόγων του Χριστού, οι γραφές του Αποστόλου Παύλου, των συναξαριών και των βίων των Αγίων, μπροστά μου ολοζώντανες. Κοίταξα κάτω. Πράγματι ο δρόμος ήταν πιο άγριος απ την μια μεριά. Κάτι που δεν το είχα δει, κάτι που δεν του είχα δώσει καμιά σημασία. Κι όμως ο γέροντας το είδε, το πρόσεξε και σκεφτόμενος με αγάπη για τον αδελφό του είπε αυτά τα λόγια. Αυτά τα λόγια που εγώ δεν θα τα έλεγα ποτέ. Είχα σταθεί εκεί στην μέση του δρόμου και προσπαθούσα να κατανοήσω αλλά και να αφομοιώσω αυτό το γεγονός, ένα γεγονός που με έκανε να ζήσω για δευτερόλεπτα στις Συριακές Λαύρες των πρώτων χρόνων. Ένα γεγονός που συντελείται καθημερινά στο Περιβόλι τούτο. Ένα γεγονός που θα έπρεπε να το ζουν κάθε μέρα και κάθε στιγμή, όλοι όσοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί .
Συνέχισα να περπατώ. Η ψυχή μου είχε αναταραχτεί όμως. Φτερούγιζε. Δεν ήταν η καρδιά μου. Όχι. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε γίνει, αυτό που είχα ζήσει. Μια τόσο ασήμαντη κουβέντα για τα ανθρώπινα δεδομένα και όμως με τέτοιο πνευματικό βάρος,
που ήταν τρομερά ασήκωτο για την ψυχική μου απαιδευσιά. Οι γέροντες συνέχισαν να βαδίζουν σκυφτοί και αμίλητοι. Ακολουθούσα προσέχοντας και την παραμικρή τους κίνηση και την παραμικρή τους ανάσα και το παραμικρό ανέμισμα του ράσου τους. Προσπαθούσα να διακρίνω τα φτερά στους ώμους τους. Με συνεπήραν οι ιστορίες των συναξαριών και των βιβλίων.
Έφθασα πνευματικά κατάκοπος στην Λαύρα .
Σ.Σ. (Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΝΔΟΝ Απριλίου 2008)
Ο ουρανός με μια μουντή συννεφιά , που πότε-πότε, μας χαιρετά με ψιχάλες.
Φύγαμε από την Μέγιστη Λαύρα και βαδίσαμε για τη σκήτη των Ρουμάνων. Το μικρό μονοπάτι μέσα από τα χαμόδεντρα μας έβγαλε στον χωμάτινο δρόμο. Αριστερά μας τα κτήματα της μονής με τις λιγοστές καλλιέργειες, πλάι στα ορθόχτιστα τείχη. Μια μαυροφορεμένη σκιά, σκυφτή στην πράσινη θάλασσα, ξεχορτάριαζε. Δεξιά μας τα πόδια του Άθωνα κατέβαιναν να ακουμπήσουν την θάλασσα. Τα βήματά μας αντηχούσαν
βαριά πάνω στα χαλίκια. Το τοπίο άγριο και ερημικό. Χωρίς δέντρα μεγάλα. Μονάχα χαμηλοί θάμνοι, άγριοι και αναμαλλιασμένοι από τα χτυπήματα του ανέμου.
Η ματιά μου, τραυματιζόταν από σταχτί της τραχιάς πέτρας και το βαθύ σκούρο γαλάζιο του πελάγους. Μικρές πράσινες πινελιές συστρέφονταν στο χώρο ολόγυρα σε διάφορες αποχρώσεις, σαν από χρωστήρα ζωγράφου. Μια ησυχία παντού, μια υπενθύμιση για το ιερό του τόπου. Ένα μήνυμα, επιλογής μοναξιάς και απομόνωσης με συντροφιά την τραχιά πέτρα και το φθαρτό του κόσμου τούτου απέναντι στο Άφθαρτο.
Ένα παράξενο συναίσθημα με κατέλαβε. Ένα συναίσθημα μικρότητας και ασημαντότητας. Σημάδι πάνω στον ανθρώπινο χάρτη, εκεί στην άκρη του βράχου. Μικρός και ασήμαντος μπροστά στο Θεϊκό μεγαλείο. Σκόνη του συμπαντικού δημιουργήματος.
Φθάσαμε στη σκήτη. Αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο. Στην άκρη του γερο-Άθωνα. Με τη θάλασσα να χτυπά αλύπητα τον αρχέγονο βράχο, με μια απόκοσμη και υποβλητική βροντή. Σαν γαντζωμένο λίγο πριν το τέλος του κόσμου τούτο το μοναστήρι. Γκρίζα πέτρινα
οικοδομήματα γύρω από το κέντρο της μοναστικής ζωής. Τα σημάδια από τα ξεσπάσματα της γης, ορατά στους τοίχους. Σημειώσεις, για το προσωρινό και το πεπερασμένο. Ψηλά κυπαρίσσια, άλλα σεβάσμια και ρασοφορεμένα και άλλα αναμαλλιασμένα μας υποδέχτηκαν. Ένα λιπόσαρκο γεροντάκι, σαν γεννημένο μέσα από παλιά αναχωρητικά συναξάρια, μας οδήγησε στον ναό. Λιγοστά τα λόγια του και πιο πολλά τα νοήματά του από τα καλαμένια χεράκια του, μας διηγήθηκε την ιστορία του ιερού χώρου. Βγήκαμε στην αυλή. Μολυβένιος θόλος από σύννεφα πάνω μας. Μας οδήγησε στο απέναντι κτίριο. Βαδίζοντας σε σκοτεινούς διαδρόμους αλλοτινών χρόνων, μπήκαμε σε ένα καμαράκι με μεγάλο παράθυρο. Ο χώρος μικρός, γεμάτος με τα εργόχειρά τους. Κομποσχοίνια, σταυρουδάκια, εικόνες, μικρά ξυλόγλυπτα. Τα άγγιζα ένα-ένα και προσπαθούσα να δω μέσα από τα
φθαρτά υλικά, τα δάκρυα και τις προσευχές. Τις γονυκλισίες και τις μετάνοιες. Την αγρύπνια και τον αγώνα. Πήρα μερικά κομποσχοίνια με κεντημένο σχέδιο πάνω τους αντί για χάντρα. Ένα ροζ μικρό και ταπεινό σχεδιάκι. Τα έβαλα στην τσέπη μου ακούγοντας τις ευχαριστίες από τους ερημίτες να αντηχούν στα Αθωνικά σπήλαια. Κοίταξα τις εικόνες. Βαλμένες πλάι-πλάι, πάνω στο μικρό τραπέζι. Ζωγραφισμένες άλλες με τα ανατολικά πρότυπα, άλλες με τα ρουμάνικα. Τι σημασία είχε; Αραδιασμένες Παναγιές με το λυπημένο βλέμμα, κρατώντας τον μονάκριβο στην αγκαλιά. Παντοκράτορες να ευλογούν και γέροντες Άγιοι να στέλνουν ευλαβικά τις προσευχές τους στον Ύψιστο. Ψωνίσαμε έλεος και κατευθυνθήκαμε προς την τράπεζα. Ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι με πάγκους. Καθίσαμε αντικριστά. Εμείς και τα μαυροπούλια. Λιγοστοί γέροντες με έκδηλα τα σημάδια πάνω τους από την αγρύπνια. Μάτια φωλιασμένα βαθιά μέσα σε δασύτριχα κουρασμένα πρόσωπα. Χαμογελούν και μας μιλούν ρουμάνικα. Τους απαντούμε στα ελληνικά. Οι ψυχές κατάλαβαν. Συνεννοήθηκαν στην γλώσσα που είναι πλασμένες. Το φαγητό λιτό. Αλάδωτο. Ένα ζουμί με κριθαράκι και κομμάτια από διάφορα λαχανικά και φρούτα. Ελάχιστη συμπαράσταση στο Θεϊκό μαρτύριο.
Κυλά μέσα μας σαν μέλι. Σαν αμβροσία θεϊκή. Σαν ευλογία. Σηκωθήκαμε. Η προσευχή στα ρουμάνικα, ευχαρίστησε τον Πλάστη. Φιλήσαμε τα διάφανα χεράκια του γέροντα και πήραμε το μονοπάτι μαζί με την ευλογία του, για το τέλος του κόσμου. Εκεί, που με ένα απότομο κόψιμο σαν μαχαιριά , η γη δίνει την θέση της στην θάλασσα. Σταμάτησα στην άκρη του βράχου. Πίσω μου το μοναστήρι. Μπροστά μου το πέλαγος. Η βοή των κυμάτων στʼ αυτιά μου απόμακρη. Σαν ισοκράτημα βγαλμένο από γήινα έγκατα. Κοίταξα κάτω. Το έρεβος. Το Απέραντο γαλάζιο, να σπάει δυνατά πάνω στο γκρίζο, σε μια ατέλειωτη πορεία γέννησης και θανάτου. Ο άνεμος έφερνε μυρωδιές θαλασσινές. Έκλεισα τα μάτια. Πού βρισκόμουν; Ήμουν κομμάτι της ύλης; Είχα σάρκα και οστά; Ήμουν πλάσμα του κόσμου τούτου ή όχι; Εάν εκείνη την στιγμή άφηνα τον βράχο, θα πετούσα; Τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το νοητό, είχαν καταργηθεί. Η λογική προσπαθούσε να οδηγήσει, να συμμορφώσει. Μάταια. Δεν ήταν το Βασίλειο της εδώ. Άγγιξα τον άνεμο και τον άφησα να μου μιλήσει. Δεν ήμουν όμως ακόμα έτοιμος να τον ακούσω. Μπερδεμένα τα λόγια του, έπεφταν από τα χαμόκλαδα και κρύβονταν στα χορτάρια. Έστριψα δεξιά και άρχισα να κατηφορίζω σε ένα βραχόφρυδο, που πότε γινόταν σκάλα, πότε χανόταν σε αρχέγονη πέτρα, για να καταλήξει σε ένα μικρό πλάτωμα. Ένα ερειπωμένο κελί, με το παλιό εκκλησάκι δίπλα στην σπηλιά. Μια χαραμάδα του βράχου, μια κόχη, που ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης μόναζε τα καλοκαίρια. Κρανία μοναχών βαλμένα με τάξη, το ένα επάνω στο άλλο, υπενθύμιζαν το προσωρινό. Το προσωρινό και όμως σκληρά καθοριστικό για την όποια μέλλουσα πορεία. Κόκαλα ξασπρισμένα από τον αγέρα, που μιλούσαν για αυτούς που πέθαναν στην ζωή για να γεννηθούν με τον θάνατο. Ανεβήκαμε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Μια μικρή καμπάνα κρέμονταν από ένα ξύλινο δοκάρι. Ο άνεμος έμπαινε σφυρίζοντας από τα σκελετωμένα παράθυρα. Μεγάλες χαραμάδες έχασκαν στο παλιό ξύλινο πάτωμα. Τοίχοι νοτισμένοι από την υγρασία και μαυρισμένοι από τα κεριά. Γωνιές σκεπασμένες από αραχνοΰφαντα πέπλα. Μπήκαμε στο εκκλησάκι. Αυτά τα αμέτρητα εκκλησάκια σε κάθε γωνιά και σχισμή του Όρους. Ένας ολάκερος ναός σε λίγα μέτρα. Με εικόνες, ιερό, στασίδια, καντήλια. Σ ένα μικρό τραπέζι, παλιά βιβλία. Το ψαλτήρι, οι χαιρετισμοί, η Καινή Διαθήκη. Παραδίπλα, το καρβουνάκι σε σκόνη με το μυρωδάτο λιβάνι. Ανάψαμε. Μια ευωδία σαν χάδι μας τύλιξε. Μια άυλη ζεστασιά. Μια ευχαριστιακή προσευχή προς τον Πλάστη. Ανοίξαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Τα φύλλα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο. Λεκέδες από λάδι και κερί στις σελίδες του. Σημάδια πίστης και αναμονής. Σημάδια ελέους και ευλογίας. Το λιγοστό φως του κεριού χρύσωνε τα γράμματα. Αρχίσαμε να διαβάζουμε, με τις ψαλμωδίες του ανέμου να μας συνοδεύουν. Αγγελικά φτερουγίσματα στον μαυρισμένο τοίχο.
Τα λόγια μας αντηχούσαν στον μικρό χώρο και όλοι εκεί είχαμε γίνει με μιας, αρχαίοι μοναχοί, αναχωρητές, γέροντες αλλοτινών χρόνων. Όλος ο κόσμος ένας μικρός κόκκος άμμου, ένα ξωκλήσι μεταξύ ουρανού και γης, ένα φύλλο ριγμένο στο πέλαγος της Δημιουργίας. Τα ταλαιπωρημένα μας πρόσωπα είχαν δανειστεί μια λάμψη από το μαλάκωμα της ψυχής μας. Το άγριο του Άθωνα μας έτριψε και μας γυάλισε. Κοίταξα το κερί που κρατούσα. Τα χέρια μου μύριζαν μέλι από το άγγιγμά του. Στη σκέψη μου ήλθαν τα λόγια ενός γέροντα, που έλεγε για την απέραντη αγάπη του Θεού, που δίνοντάς σε μας το μέλι για να γλυκαινόμαστε αυτός δέχεται με ευχαρίστηση το κατακάθι που του καίμε και μας ευλογεί.
Βγήκα έξω. Ο δροσερός αγέρας πήρε την ζεστασιά του κεριού από πάνω μου. Ο ουρανός πέρα στο βάθος ξάνοιγε. Κάτω το χάος. Ο κοφτός απότομος βράχος, που σε κάθε παραπάτημα ετοιμάζεται να μας καταπιεί. Γύρω μου οι νεροφαγωμένες πέτρες με το άγριο καφέ πάνω τους. Ο κόσμος μεγάλωσε ξανά. Μάκρυνε. Η απεραντοσύνη του αρχιπελάγους με συνεπήρε. Κοίταξα την τρύπα του γέροντα πίσω μου. Τον ένοιωσα ότι μας ευλογούσε. Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Βαδίσαμε πάνω στα ίδια χνάρια, αντάμα με το χάος. Τα σύννεφα διωγμένα από χέρι παντοδύναμο άφηναν τις ακτίνες του απογευματινού ήλιου να χρυσώνουν τον τόπο. Μια υπερκόσμια ηρεμία μαλάκωσε την αγριάδα του βράχου και βγαίνοντας στο ίσωμα ένοιωσα ότι βαδίζω σε περιβόλι καλλιεργημένο από ανθρώπινο χέρι. Η θάλασσα άρχισε να παίρνει τα χρώματα του αποκαμωμένου δειλινού. Περάσαμε πάλι από το πλάι της σκήτης που είχε πάρει μια μελένια απόχρωση και βγήκαμε στον χωμάτινο δρόμο. Επιστροφή στη Λαύρα. Επιστροφή για ξεκούραση και προετοιμασία ψυχής , για το βράδυ της Αναστάσεως. Ο δρόμος τραχύς και γεμάτος πέτρες. Βαδ
ίζουμε πλάι-πλάι συνεπαρμένοι από την φύση και την πληθώρα των εμπειριών. Μιλάμε χωρίς να ακουγόμαστε και ακούμε χωρίς να μιλάμε. Ένα μακρινό θρόισμα πίσω μας φανερώνει ότι κάποιοι μας ακολουθούν. Δυό γέροντες. Δυό μαυροντυμένες σκιές, στο πέρασμα για τον Παράδεισο. Έφθασαν γρήγορα κοντά μας. Χαιρετηθήκαμε. Νέοι μοναχοί, γέροντες από κάποια σκήτη στην άκρη του Άθωνα, με προορισμό την Λαύρα για την Αναστάσιμη λειτουργία. Πορευτήκαμε μαζί. Βαδίζουν και αυτοί πλάι-πλάι. Μορφές εξαϋλωμένες, πρόσωπα που εκπέμπουν ταπεινότητα, νηστεία και προσευχή. Ξαφνικά λέει ο ένας στον άλλον “έλα από εδώ να περπατάς και να έρθω εγώ από την άλλη μεριά γιατί οι πέτρες εδώ είναι πιο στρωτές και εκεί κουράζεσαι”. Στάθηκα συγκλονισμένος. Ζούσα μια εμπειρία ανεπανάληπτη. Η έμπρακτη αγάπη των λόγων του Χριστού, οι γραφές του Αποστόλου Παύλου, των συναξαριών και των βίων των Αγίων, μπροστά μου ολοζώντανες. Κοίταξα κάτω. Πράγματι ο δρόμος ήταν πιο άγριος απ την μια μεριά. Κάτι που δεν το είχα δει, κάτι που δεν του είχα δώσει καμιά σημασία. Κι όμως ο γέροντας το είδε, το πρόσεξε και σκεφτόμενος με αγάπη για τον αδελφό του είπε αυτά τα λόγια. Αυτά τα λόγια που εγώ δεν θα τα έλεγα ποτέ. Είχα σταθεί εκεί στην μέση του δρόμου και προσπαθούσα να κατανοήσω αλλά και να αφομοιώσω αυτό το γεγονός, ένα γεγονός που με έκανε να ζήσω για δευτερόλεπτα στις Συριακές Λαύρες των πρώτων χρόνων. Ένα γεγονός που συντελείται καθημερινά στο Περιβόλι τούτο. Ένα γεγονός που θα έπρεπε να το ζουν κάθε μέρα και κάθε στιγμή, όλοι όσοι θέλουν να λέγονται χριστιανοί .
Συνέχισα να περπατώ. Η ψυχή μου είχε αναταραχτεί όμως. Φτερούγιζε. Δεν ήταν η καρδιά μου. Όχι. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε γίνει, αυτό που είχα ζήσει. Μια τόσο ασήμαντη κουβέντα για τα ανθρώπινα δεδομένα και όμως με τέτοιο πνευματικό βάρος,
που ήταν τρομερά ασήκωτο για την ψυχική μου απαιδευσιά. Οι γέροντες συνέχισαν να βαδίζουν σκυφτοί και αμίλητοι. Ακολουθούσα προσέχοντας και την παραμικρή τους κίνηση και την παραμικρή τους ανάσα και το παραμικρό ανέμισμα του ράσου τους. Προσπαθούσα να διακρίνω τα φτερά στους ώμους τους. Με συνεπήραν οι ιστορίες των συναξαριών και των βιβλίων.
Έφθασα πνευματικά κατάκοπος στην Λαύρα .
Σ.Σ. (Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΝΔΟΝ Απριλίου 2008)