Το παραμύθι της ελιάς

Ότι έχει σχέση με την Ορθοδοξία γενικότερα.

Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
panosgreece
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 2941
Εγγραφή: Πέμ Αύγ 07, 2008 5:00 am

Το παραμύθι της ελιάς

Δημοσίευση από panosgreece »

Το παραμύθι της ελιάς



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την τάισε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ό,τι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.

Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.

– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.

Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη – και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος. Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:

– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:

– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;

– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.

– Και τι θέλεις, δηλαδή;

– Θέλω να τους γίνω χρήσιμη. Θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.

– Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;

– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;

– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι. Θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες. Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.

Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μάγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν νά ’ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.
«Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών»
Άβαταρ μέλους
panosgreece
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 2941
Εγγραφή: Πέμ Αύγ 07, 2008 5:00 am

Δημοσίευση από panosgreece »

Τρεις άγριες ελιές είχαν φυτρώσει επάνω σ’ ένα λόφο. Γύρω τους δεν ήταν άλλα δέντρα. Όταν φυσούσε δυνατός άνεμος, τα αδύνατα και λεπτά δεντράκια υπέφεραν πολύ. Πολλές φορές κινδύνευαν να ξεριζωθούν και να στρωθούν στο χώμα.

Μια μέρα η πιο μικρή και η πιο αδύνατη από τις τρεις είπε:

– Αγαπημένες μου αδερφούλες, το μέρος που φυτρώσαμε είναι πολύ άσχημο. Και καθώς εγώ είμαι τόσο μικρή κι αδύνατη, σήμερα ή αύριο θα με ξεριζώσει ο άνεμος. Γι’ αυτό ας σμίξομε τα κλαδιά μας, για να στηρίξει η μια την άλλη, και ας γίνομε και οι τρεις σαν ένα δέντρο.

– Πολύ σωστά, είπαν οι άλλες δυο αγριελιές. Ας γίνομε λοιπόν και οι τρεις σαν ένα δέντρο.

Την άλλη μέρα περνώντας ο κυρ Δημήτρης, που είχε το κτήμα του εκεί κοντά, έσκαψε και μάζεψε χώμα γύρω από τις ρίζες τους. Ύστερα τις μπόλιασε και ένωσε τα κλαδιά τους.

Από κείνη την ημέρα άρχισαν ν’ απλώνουν τα κλαδιά τους και οι τρεις, ώσπου σε λίγον καιρό, όποιος τις έβλεπε από μακριά, νόμιζε πως ήταν ένα δέντρο.

Του κάκου τώρα ο άνεμος φυσά δυνατά! Οι τρεις αδερφές δεν φοβούνται πια τίποτε. Άπλωσαν και τις ρίζες τους στη γη. Και σιγά – σιγά δυνάμωσε και ο κορμός τους. Μεγάλωσαν και είναι φορτωμένες από ελιές.

– Ευλογημένο δέντρο η ελιά, με το δυνατό και τραχύ κορμό της, έλεγε ο πατέρας του Κωστάκη στα παιδιά το βράδυ, που γύρισε στο σπίτι. Ανθεί το Μάη. Αλλά ποιος διακρίνει τους ανθούς της; Ούτε χρώματα φανταχτερά έχουν, ούτε δυνατή μυρωδιά για να τραβήξει το βιαστικό διαβάτη.

Μικρούλης είναι κι ο καρπός και μεγαλώνει σιγά – σιγά. Είναι όμως πλούσιο δώρο, που δίνει το δέντρο στον καλλιεργητή, όταν το περιποιείται.

Αυτό το δώρο, κάτω από τις βαριές πέτρες των ελαιοτριβείων μας, βγάζει το μυρωδάτο λάδι, την τόσο υγιεινή αυτή τροφή. Το λάδι, μαζί με το ψωμί και τις φαγώσιμες ελιές, αποτελούν τη βάση της τροφής του χωριού μας.
«Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών»
Άβαταρ μέλους
panosgreece
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 2941
Εγγραφή: Πέμ Αύγ 07, 2008 5:00 am

Δημοσίευση από panosgreece »

Μια μέρα η Ξανθούλα πήγε με τη γιαγιά της στον ελαιώνα. Εκεί ήταν πολλά δέντρα φυτεμένα! Όπου κι αν γύριζε τα μάτια της, έβλεπε ελιές. Τα φύλλα τους ήταν στενόμακρα και μυτερά στην άκρη. Στο πάνω μέρος ήταν σταχοπράσινα και στο κάτω γυαλιστερά, σαν ασήμι. Μερικά δέντρα, που ήταν φουντωτά, έσμιγαν τα κλωνάρια τους με τ’ άλλα.

– Κρυφομιλούν σα γειτόνισσες, γιαγιά, είπε η Ξανθούλα, άμα είδε τα δέντρα έτσι ανταμωμένα.

– Αλήθεια, παιδί μου. Τα δέντρα αυτά φαίνονται σα να καταλαβαίνουν. Εγώ αγαπώ κάθε δέντρο, αλλά η μεγάλη μου συμπάθεια είναι η ελιά.

– Όλες είναι καταφορτωμένες από καρπό, παρατήρησε η Ξανθούλα.

– Ναι, παιδί μου. Εφέτος θα έχομε «λαδιά». Όπως φαίνεται, είναι πλούσια η εσοδεία. Ο καλός Θεός δε μας αφήνει από τίποτε. Το καλοκαίρι βγάλαμε καρπούζια και πεπόνια και τα πουλήσαμε. Ύστερα πουλήσαμε σταφύλια, σύκα, αχλάδια και ροδάκινα. Τώρα θα μαζέψομε και τις ελιές και θα βγάλομε λάδι. Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομα του Θεού.

– Γιατί, γιαγιά, μερικές ελιές έχουν κουφάλες;

– Γιατί είναι γέρικες, Ξανθούλα μου. Ποιος ξέρει πόσων χρόνων θα είναι! Τον ελαιώνα αυτόν, ήμουν κοριτσάκι και τον θυμούμαι έτσι. Και ο πατέρας μου, καθώς μου έλεγε, έτσι τον ήξερε. Λογάριασε λοιπόν πόσο παλιός είναι. Η ελιά είναι δέντρο που ζη πολλά χρόνια, μακρόζωο.

– Πότε θα ωριμάσουν, γιαγιά, οι ελιές να τις μαζέψομε;

– Σε κανένα μήνα, Ξανθούλα, θα είναι έτοιμες.



Όταν άρχισε το μάζεμα

Μετά ένα μήνα γέμισε ο ελαιώνας από κόσμο. Όλοι ήρθαν να μαζέψουν το βιο τους. Τα παιδάκια, με κοφίνια στον ώμο και με σακούλες, κατέβαιναν τραγουδώντας να βοηθήσουν. Η Ξανθούλα ήρθε με τον αδερφό της το Ρήγα. Η γιαγιά με τον πατέρα είχαν κατεβεί πιο νωρίς. Μαζί τους ήταν και δυο εργάτριες.

Ο πατέρας είχε μαζί του μια σκάλα ψηλή. Μερικά δέντρα ήταν δύσκολα στο ανέβασμα· για τούτο έφερε τη σκάλα. Ο Ρήγας σκαρφάλωσε και γέμιζε το σακουλάκι από τα πιο ψηλά κλωνάρια. Η γιαγιά μάζευε όσες ελιές ήταν στα χαμηλά κλωνάρια και τις έφτανε. Η Ξανθούλα μάζευε αυτές που ήταν πεσμένες στη γη. Κι ενώ μάζευε, έλεγε:

– Τόσος καρπός αδύνατο να μαζευτεί.

– «Το μάτι δειλό, μα το χέρι τολμηρό», της αποκρίθηκε η γιαγιά. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό, Ξανθούλα;

Η Ξανθούλα δεν το είχε καταλάβει κι η γιαγιά της το εξήγησε:

– Το μάτι μας βλέπει, κορίτσι μου, πολλές φορές μια εργασία και τη νομίζει πολύ δύσκολη. Φοβάται λοιπόν και δειλιάζει, πως η εργασία δε θα τελειώσει ποτέ. Όταν όμως καταπιαστεί το χέρι, που είναι τολμηρό, η εργασία λίγο λίγο τελειώνει.

Η Ξανθούλα κατάλαβε τότε κι είπε:

– Αυτό παθαίνω κι εγώ, γιαγιά, με τα γραψίματα. Πολλές φορές μου φαίνονται βουνό. Λέω, πως δε θα τα τελειώσω ποτέ. Όταν όμως αρχίσω να γράφω, σιγά σιγά τα τελειώνω, δίχως να το καταλάβω. Μου άρεσε, γιαγιά, αυτό που μου είπες.

Κι η Ξανθούλα το επανάλαβε:

– «Το μάτι δειλό, μα το χέρι τολμηρό».
«Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ορθοδοξία”