Ο άγγελος του Θεού και ο αναχωρητής
Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 21, 2008 2:34 pm
; Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ Eνας αναχωρητής ήτον ασκητεεύων εις την έρημον και δεόμενος του Θεού και παρεκάλει μετά δακρύων, να του δείξη τινάς κρίσεις αυτού όπου γίνονται, και δεν τας γνωρίζουν οι άνθρωποι, αλλά νομίζουν ότι είναι παράξενα καμώματα,. Ο δε Θεός δεν ήθελε να του δείξει τίποτε πολύν καιρόν, επειδή δεν δύναται ποτέ άνθρωπος να διαλέξει και να εύρη όλα τα Μυστήρια του Θεού και ο ασκητής δεν έπαυε νύκτα και ημέρα από την δέησιν εκείνην.
Λοιπόν μίαν των ημερών θέλων ο Θεός να τον πληροφορήσει, έβαλεν εις την καρδία του λογισμόν, να σηκωθεί να υπάγει να ιδή ένα γέροντα ασκητήν όπου ήτον εις άλλον τόπον πολλών ημερών δρόμον διάστημα. Και ς ωσάν άρχισε τον δρόμον ο αναχωρητής, απέστειλεν ο Θεός ένα Άγγελον, εν σχήματι καλογήρου, και συναντά τον αναχωρητήν τούτον, και τον χαιρετά ωσάν καλόγηρος, λέγων.
Ευλόγησον Πάτερ, και ο αναχωρητής έδωκεν αυτώ την πρέπουσαν απόκρισιν. Και είπεν ο Άγγελος προς τον Γέροντα, που υπάγεις αββά? Και ο Γέρων είπεν, ότι υπάγω προς τον δείνα ασκητήν να τον ιδώ.
Και είπεν ο Άγγελος, .ότι και εγώ εκεί υπάγω, και ας υπάγωμεν οι δύο συνοδία. Και περιπατούντες οι δύο την πρώτην ημέραν, υπήγαν προς εσπέραν και εκόνεψαν εις ένα χωρίον όπου ήτον ένας άνθρωπος ευλαβής και τους εφιλοξένησε, και έφερεν εις την τράπεζαν δίσκον αργυρούν, και αφού έφαγαν, επήρε ο Άγγελος τον δίσκο εκείνον , και τον επέταξε εις τον αέρα, και ο Γέρων, ως είδε τούτο ελυπήθη.
Είτα ευγήκαν απ’ εκεί και επήγαν την δεύτερην ημέρα και εκόνεψαν εις άλλο χωρίον, εις το σπίτι ενός χριστιανού φιλοχρίστου και εκείνος ομοίως τους εφιλοξένησε, και έχων ένα υιόν μονογενή, τον έφερε να τον ευλογήσουν και να τον ευχηθούν.
Ο δε Άγγελος, όταν ήθελε να πηγαίνει μετά του ασκητού, έπιασε το παιδίον εκείνο από τον λαιμό και το έπνιξε. Και βλέπων τούτο ο Γέρων, εξεπλάγη, και δεν είχε τι να ειπεί.
Περπατήσαντες και την τρίτην ημέραν, υπήγαν και εκόνεψαν εις μίαν αυλή, επειδή δεν ευρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί και εκείνη η αυλή ήτον έρημος, και είχεν ένα τοίχον, και εις την σκιάν του τοίχου εκάθησαν, και εύγαλεν ο Γέρων από τα παξιμάδια όπου είχεν εις το σακούλι του και έφαγαν.
Και εκεί όπου έτρωγαν, στοχάζεται ο καλόγηρος, ήτοι ο Άγγελος εκείνος, ένα τοίχον, όπου έμελλε να κρημνιστεί, και εσηκώθη και ανασκουμπωθεί, και τον εχάλασε, και τον εξεανάκτισε παρευθύς εκ θεμελίων.
Βλέπων δε ταύτα ο Γέρων, δεν ηδύνατο να βαστάξει, αλλά άρχισε και έλεγε προς αυτόν. Τι είναι ταύτα τα παράξενα όπου βλέπω; Άγγελος είσαι, ¨η δαίμων, ¨η τι είσαι; Τα έργα όπου έκαμες δεν είναι ανθρώπου έργα.
Και είπεν ο Άγγελος τι εποίησα; Και ο Γέρων είπε χθες και προχθές μας εδέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι και μας εφιλοξένησαν, και συ του μεν ενός τον αργυρούν δίσκον επήρες και ε΄πέταξες εις τον αέρα, και ηφανίσθη, του δε ετέρου τον υιόν απέπνιξας, και εδώ ήλθαμεν, και δεν μας έδωκαν καμμίαν παρηγορίαν, ¨η φιλοξενία, και έπιασες και κτίζεις;
Τότε είπεν αυτώ ο Άγγελος άκουσον αββά, και εγώ να σου φανερώσω την αλήθειαν των πραγμάτων. Εκείνος ο πρώτος όπου μας εδέχθη, είναι άνθρωπος θεοφιλής, και δίκαιος, και κατά Θεόν διοικεί και κυβερνα΄τα υπάρχοντα αυτού, ο δε αργυρούς εκείνος δίσκος ήτον από αδίκου κληρονομίας, και δια να μη χάση σιμά εις εκείνον και τον μισθόν των αγαθών, δια τούτο ήτον θέλημα Θεού και με επρόσταξε να τον αφανίσω, δια να είναι η φιλοξενία του καθαρά και άδολος, και ο έτερος δε όπου μας εφιλοξένησε, και εκείνος ευλαβής και καλής αρετής
άνθρωπος είναι, και αν ήθελε ζήση ο υιός του εκείνος, έμελλε να γένη εργαλείον του σατανά, να αλησμονηθώσι τα έργα του πατρός του, δια τούτο ώρισεν ο Θεός να αποθάνη και εκείνο έτσι μικρόν, δια να σωθεί και η ψυχή εκείνου, και του πατρός αυτού.
Και είπεν ο Γέρων, καλώς έκαμες ταύτα πάντα, αλλά εδώ τι έχεις να ειπεις; Και είπεν ο Άγγελος γίνωσκε, πάτερ, και περί τούτου, ότι ο οικοκύρης της αυλής ταύτης είναι άτυχος άνθρωπος και αδικητής, και θέλει να κακοποιήση πολλούς, αλλά δεν δύναται από της πτωχειας αυτού.
Ο δε πάπος αυτού όταν έκτιζε τον τοίχον εκείνον, έκρυψε μέσα εις αυτόν χρήματα πολλά και αν τον ήθελα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός όπου τον εξουσιάζει, αφορμή δια να τον κτίση, ανακατώνοντας, ήθελε εύρη τον βίον, αυτόν, να τον χρειασθεί εις τα κακά του καμώματα, και δια τούτο ήτον θέλημα
Θεού να στερεωθεί ο τοίχος, να μη ευρεθεί ο βίος από τον άνθρωπον τούτον, όπου έμελλε να τον σκορπίσει εις κακά θελήματα και εις βλάβην ανθρώπων, αλλά έχει ο Θεός καιρόν να τον φανερώσει εις άνθρωπον όπου πρέπει να τον χρειασθεί εις καλά έργα. Αυτά είναι από τας κρίσεις του Θεού, όπου εζήτεις να μάθεις. Λοιπόν πήγαινε εις το καλίον σου και μη σε μέλη δια τα πράγματα του κόσμου, πως και διατί γίνονται, διότι
«Τα κρίματα του Θεού άβυσσος» πολλή ως είπεν ο Προφήτης, και αι οδοί αυτόύ είναι ανεξεχνιάστοι», ήτοι, οι δρόμοι του Θεού είναι ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητοι, και δεν δύναται ο άνθρωπος με ακρίβειαν να γνωρίσει πάντα, μόνον, ως λέγει η Γραφή.
«ο δίκαιος Πίστεως ζήσεται», ήτοι ο δίκαιος άνθρωπος από την Πίστην θέλει σωθεί, πιστεύων, ότι ο Θεός είναι δίκαιος, και δεν κάμνει καμμίαν αδικκίαν, μόνον όσα αφίνει και γίνονται, όλα δικαίως γίνονται. Ακούσας ο ασκητής από τον Άγγελον, εδόξασε τον Θεόν, και στραφείς εις το κελλίον αυτού, πλέον δεν εξήταζε τίποτε.
Με αγάπη στους φίλους μας Χάρης
Λοιπόν μίαν των ημερών θέλων ο Θεός να τον πληροφορήσει, έβαλεν εις την καρδία του λογισμόν, να σηκωθεί να υπάγει να ιδή ένα γέροντα ασκητήν όπου ήτον εις άλλον τόπον πολλών ημερών δρόμον διάστημα. Και ς ωσάν άρχισε τον δρόμον ο αναχωρητής, απέστειλεν ο Θεός ένα Άγγελον, εν σχήματι καλογήρου, και συναντά τον αναχωρητήν τούτον, και τον χαιρετά ωσάν καλόγηρος, λέγων.
Ευλόγησον Πάτερ, και ο αναχωρητής έδωκεν αυτώ την πρέπουσαν απόκρισιν. Και είπεν ο Άγγελος προς τον Γέροντα, που υπάγεις αββά? Και ο Γέρων είπεν, ότι υπάγω προς τον δείνα ασκητήν να τον ιδώ.
Και είπεν ο Άγγελος, .ότι και εγώ εκεί υπάγω, και ας υπάγωμεν οι δύο συνοδία. Και περιπατούντες οι δύο την πρώτην ημέραν, υπήγαν προς εσπέραν και εκόνεψαν εις ένα χωρίον όπου ήτον ένας άνθρωπος ευλαβής και τους εφιλοξένησε, και έφερεν εις την τράπεζαν δίσκον αργυρούν, και αφού έφαγαν, επήρε ο Άγγελος τον δίσκο εκείνον , και τον επέταξε εις τον αέρα, και ο Γέρων, ως είδε τούτο ελυπήθη.
Είτα ευγήκαν απ’ εκεί και επήγαν την δεύτερην ημέρα και εκόνεψαν εις άλλο χωρίον, εις το σπίτι ενός χριστιανού φιλοχρίστου και εκείνος ομοίως τους εφιλοξένησε, και έχων ένα υιόν μονογενή, τον έφερε να τον ευλογήσουν και να τον ευχηθούν.
Ο δε Άγγελος, όταν ήθελε να πηγαίνει μετά του ασκητού, έπιασε το παιδίον εκείνο από τον λαιμό και το έπνιξε. Και βλέπων τούτο ο Γέρων, εξεπλάγη, και δεν είχε τι να ειπεί.
Περπατήσαντες και την τρίτην ημέραν, υπήγαν και εκόνεψαν εις μίαν αυλή, επειδή δεν ευρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί και εκείνη η αυλή ήτον έρημος, και είχεν ένα τοίχον, και εις την σκιάν του τοίχου εκάθησαν, και εύγαλεν ο Γέρων από τα παξιμάδια όπου είχεν εις το σακούλι του και έφαγαν.
Και εκεί όπου έτρωγαν, στοχάζεται ο καλόγηρος, ήτοι ο Άγγελος εκείνος, ένα τοίχον, όπου έμελλε να κρημνιστεί, και εσηκώθη και ανασκουμπωθεί, και τον εχάλασε, και τον εξεανάκτισε παρευθύς εκ θεμελίων.
Βλέπων δε ταύτα ο Γέρων, δεν ηδύνατο να βαστάξει, αλλά άρχισε και έλεγε προς αυτόν. Τι είναι ταύτα τα παράξενα όπου βλέπω; Άγγελος είσαι, ¨η δαίμων, ¨η τι είσαι; Τα έργα όπου έκαμες δεν είναι ανθρώπου έργα.
Και είπεν ο Άγγελος τι εποίησα; Και ο Γέρων είπε χθες και προχθές μας εδέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι και μας εφιλοξένησαν, και συ του μεν ενός τον αργυρούν δίσκον επήρες και ε΄πέταξες εις τον αέρα, και ηφανίσθη, του δε ετέρου τον υιόν απέπνιξας, και εδώ ήλθαμεν, και δεν μας έδωκαν καμμίαν παρηγορίαν, ¨η φιλοξενία, και έπιασες και κτίζεις;
Τότε είπεν αυτώ ο Άγγελος άκουσον αββά, και εγώ να σου φανερώσω την αλήθειαν των πραγμάτων. Εκείνος ο πρώτος όπου μας εδέχθη, είναι άνθρωπος θεοφιλής, και δίκαιος, και κατά Θεόν διοικεί και κυβερνα΄τα υπάρχοντα αυτού, ο δε αργυρούς εκείνος δίσκος ήτον από αδίκου κληρονομίας, και δια να μη χάση σιμά εις εκείνον και τον μισθόν των αγαθών, δια τούτο ήτον θέλημα Θεού και με επρόσταξε να τον αφανίσω, δια να είναι η φιλοξενία του καθαρά και άδολος, και ο έτερος δε όπου μας εφιλοξένησε, και εκείνος ευλαβής και καλής αρετής
άνθρωπος είναι, και αν ήθελε ζήση ο υιός του εκείνος, έμελλε να γένη εργαλείον του σατανά, να αλησμονηθώσι τα έργα του πατρός του, δια τούτο ώρισεν ο Θεός να αποθάνη και εκείνο έτσι μικρόν, δια να σωθεί και η ψυχή εκείνου, και του πατρός αυτού.
Και είπεν ο Γέρων, καλώς έκαμες ταύτα πάντα, αλλά εδώ τι έχεις να ειπεις; Και είπεν ο Άγγελος γίνωσκε, πάτερ, και περί τούτου, ότι ο οικοκύρης της αυλής ταύτης είναι άτυχος άνθρωπος και αδικητής, και θέλει να κακοποιήση πολλούς, αλλά δεν δύναται από της πτωχειας αυτού.
Ο δε πάπος αυτού όταν έκτιζε τον τοίχον εκείνον, έκρυψε μέσα εις αυτόν χρήματα πολλά και αν τον ήθελα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός όπου τον εξουσιάζει, αφορμή δια να τον κτίση, ανακατώνοντας, ήθελε εύρη τον βίον, αυτόν, να τον χρειασθεί εις τα κακά του καμώματα, και δια τούτο ήτον θέλημα
Θεού να στερεωθεί ο τοίχος, να μη ευρεθεί ο βίος από τον άνθρωπον τούτον, όπου έμελλε να τον σκορπίσει εις κακά θελήματα και εις βλάβην ανθρώπων, αλλά έχει ο Θεός καιρόν να τον φανερώσει εις άνθρωπον όπου πρέπει να τον χρειασθεί εις καλά έργα. Αυτά είναι από τας κρίσεις του Θεού, όπου εζήτεις να μάθεις. Λοιπόν πήγαινε εις το καλίον σου και μη σε μέλη δια τα πράγματα του κόσμου, πως και διατί γίνονται, διότι
«Τα κρίματα του Θεού άβυσσος» πολλή ως είπεν ο Προφήτης, και αι οδοί αυτόύ είναι ανεξεχνιάστοι», ήτοι, οι δρόμοι του Θεού είναι ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητοι, και δεν δύναται ο άνθρωπος με ακρίβειαν να γνωρίσει πάντα, μόνον, ως λέγει η Γραφή.
«ο δίκαιος Πίστεως ζήσεται», ήτοι ο δίκαιος άνθρωπος από την Πίστην θέλει σωθεί, πιστεύων, ότι ο Θεός είναι δίκαιος, και δεν κάμνει καμμίαν αδικκίαν, μόνον όσα αφίνει και γίνονται, όλα δικαίως γίνονται. Ακούσας ο ασκητής από τον Άγγελον, εδόξασε τον Θεόν, και στραφείς εις το κελλίον αυτού, πλέον δεν εξήταζε τίποτε.
Με αγάπη στους φίλους μας Χάρης