Η δι' αγγέλου αποκάλυψις του Αββά Μακαρίου
Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 21, 2008 11:12 pm
Περί αποκρύφων και αρρήτων μυστηρίων και περί μνημοσύνων των κεκοιμημένων
Πορευομένου ποτέ (κάποτε) του Αββά(πατέρα) Μακαρίου έν τή έρήμω, ήκολούθησεν αύτώ "Αγγελος Κυρίου και λέγει τω Γέροντι «ευλόγησον, πάτερ άγιε». Ό δε Γέρων στοχαζόμενος οτι είναι μοναχός άπό την έρημον, είπε προς αυτόν «ό Θεός συγχωρήσοι σε, τέκνον». Περιπατήσαντες λοιπόν ολίγον διάστημα, έστοχάσθη ό Άββάς τήν θεωρίαν και τό σχήμα αυτού και λέγει αύτώ- «βλέπω σε, τέκνον, και εξίσταμαι είς τήν θαυμαστήν θεωρίαν σου και στοχάζομαι μήπως και δεν είσαι άνθρωπος και ορκίζω σε είς τον Θεόν νά μοί είπης τήν άλήθειαν». Τότε ποιήσας ό "Αγγελος τω Αββά Μακαρίω μετάνοιαν λέγει «ευλόγησον, πάτερ. Έγώ, καθώς βλέπεις δεν είμαι άνθρωπος, άλλα Άγγελος, και ηλθον νά σε διδάξω μυστήρια, εκείνα τά όποια δεν ήξεύρεις και επιθυμείς νά μάθης. Λοιπόν ερώτησαν με εί τι θέλεις και έγώ σοι αποκρίνομαι». Τότε ό Γέρων ποιήσας τω Άγγέλω μετάνοιαν λέγει- «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, οτι έπεμψάς μοι όδηγόν, ϊνα διδάξη με εκείνα όπου δεν ήξεύρω και επιθυμώ νά μάθω, απόκρυφα και άρρητα μυστήρια». Και ό Άγγελος είπε˙ «Λοιπόν ερώτησον με, πάτερ». Ό δε Γέρων λέγει είπε ήμΤν άγιε Άγγελε, εάν γνωρίζωνται αναμεταξύ τους οι άνθρωποι είς τον αιώνιον κόσμον έκείνον, οι κεκοιμημένοι». Και είπεν ό Άγγελος˙ «άκουσον, πάτερ άγιε˙ καθώς είς τον κόσμον τούτον οι άνθρωποι άφ' εσπέρας κοιμώνται έως πρωι και τήν αύριον σηκώνονται και γνωρίζουν τούς χθες ανθρώπους και χαιρετούν και συνομιλούν και πολλάκις καθεζόμενοι συνευφραίνονται και ερωτά ό ένας τον άλλον, ούτω γίνεται και είς εκείνον τον κόσμον, ό εις τον έτερον γνωρίζει και συνομιλεί. Διότι, καθώς υπάγει τις (κάποιος) είς τήν αγοράν και έκει βλέπει άρχοντας και πτωχούς και ερωτά ποιος είναι ούτος (αυτός) και ποίος εκείνος, και δι' ερωτήσεως μανθάνει και εκείνους τούς οποίους ποτέ δέν είδε, τοιουτοτρόπως γίνεται και εκεί, αλλά μόνον δια τούς δικαίους, διότι ο! αμαρτωλοί καϊ τούτο τό υστερούνται».
Τότε λέγει ό Γέρων «είπε μοι και τούτο, παρακαλώ μετά τον χωρισμόν της ψυχής έκ του σώματος τι γίνεται; και διατί γίνονται τά μνημόσυνα τών τεθνεώτων;» Και ό Άγγελος είπεν «άκουσον πάτερ άγιε μετά τό χωρισθήναι την ψυχήν έκ του σώματος λαμβάνουν αυτήν οι Άγγελοι μετά την τρίτην ήμέραν και έρχονται είς τον ουρανόν, ίνα προσκύνηση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, άπό της γής δε έως τον ουρανόν είναι σκάλα και κάθε σκαλοπάτι έχει εν τάγμα δαιμόνων, τά όποια λέγονται τελώνια και απαιτούν την ψυχήν εκείνην τα πονηρά πνεύματα και φέρουν τα χειρόγραφα αυτής και δείχνουν αυτά είς τούς Αγγέλους λέγοντες- «τήν δείνα (εκείνη)ήμέραν και είς τάς τόσας του δείνος (εκείνου) μηνός έποίησεν αύτη ή ψυχή τόδε(αυτό)- ή έκλεψεν ή επόρνευσεν ή εμοίχευσεν ή εμαλακίσθη ή εψεύσατο ή συνεβούλευσεν άνθρωπον είς κακόν έργον»- και εί' τι άλλο κακόν έκαμεν, ολα τα δείχνουν είς τούς Αγγέλους. Τότε δείχνουν και οι Άγγελοι ό,τι αγαθόν έκαμεν ή ψυχή εκείνη, ή ελεημοσύνην ή προσευχήν ή λειτουργίας ή νηστείας ή άλλο τι αγαθόν εποίησε, και αντισταθμίζουν οι Άγγελοι και οι δαίμονες. Και έάν ευρέθη τι αγαθόν περισσότερον, αρπάζουν αυτήν οι Άγγελοι με μεγάλην χαράν και αναβαίνουν είς έτερον σκαλοπάτι και οι δαίμονες τρίζουν τά δόντια αυτών ώς άγριοι σκύλοι και βιάζονται ίνα (για να) αρπάσουν την ελεεινήν ψυχήν από τούς Αγγέλους. Ή δέ ψυχή συστέλλεται και τρομάζει κατά πολλά και κρύπτεται είς τούς κόλπους(αγκαλιά) τών Αγγέλων και γίνεται μεγάλη διάλεξης και μέγας θόρυβος έως ότου νά ελευθερώσουν τήν ελεεινήν ψυχήν έκείνην άπό τάς χείρας των δαιμόνων. Και πάλιν ανέρχονται είς έτερον σκαλοπάτι και εκεί ευρίσκουν άλλο τελώνιον δεινότερον (δυνατότερο) και αγριώτερον και εδώ πάλιν γίνεται πολλή όχλησις (φασαρία)και ταραχή μεγάλη και ανεκδιήγητος, τις νά λάβη τήν ελεεινήν εκείνην ψυχήν, και κραυγάζοντες οί δαίμονες ελέγχουν την ψυχήν εκείνην και λέγουν, «πού υπάγεις; δεν είσαι σύ όπου επόρνευσες και κατεμόλυνες τό άγιον Βάπτισμα; δεν είσαι σύ όπου έμόλυνες τό Αγγελικόν Σχήμα; πού υπάγεις τώρα; γύρισε εις τά οπίσω, υπόστρεψε είς τά κάτω είς τον σκοτεινόν Άδην, είς τό πυρ τό εξώτερον, εις τον σκώληκα τον ακοίμητον». Τότε, εάν είναι ή ψυχή εκείνη καταδικασμένη, υποστρέφουν αυτήν οι πονηροί δαίμονες υπό κάτω της γης, εις τόπον σκοτεινόν και οδυνηρόν και ουαί τη ψυχή εκείνη, ουαί τη ώρα εκείνη έν ή εγεννήθη ό άνθρωπος εκείνος! Και τις διηγήσεται, πάτερ άγιε, την ανάγκην εκείνην, την οποίαν έχουν αι καταδικασθείσαι ψυχαί εις τον τόπον εκείνον;
Εί δέ ευρέθη (αν βρεθεί) ή ψυχή καθαρά και αναμάρτητος, ανέρχεται εις τον ουρανόν μετά μεγάλης χαράς και συναπαντούν αυτήν οι Άγγελοι μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων και ασπάζονται αυτήν. Είτα (μετά)απέρχονται είς τον δεσποτικόν θρόνον και προσκυνεί τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν και τότε βλέπει τούς χορούς των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων, τά εννέα Τάγματα των Αγίων Αγγέλων, την λαμπρότητα εκείνην την άρρητον, και ακούει την αγγελικήν εκείνην μελωδίαν και το κάλλος το αμήχανον(ανερμήνευτη).
Ηρώτησας δέ και περί των μνημοσύνων, πώς και διατί γίνονται. Επειδή ως είπομεν, μετά τρεις ημέρας ανέρχεται ή ψυχή εις προσκύνησιν, διά τούτο ποιούμεν ώσπερ κανίσκιον (πανέριον- καλαµένιο καλαθάκι με κόλλυβα) και πέμπομεν είς τον Κύριον υπέρ της ψυχής εκείνης. Και μετά την προσκύνησιν, επιστρέφουν αυτήν οι Άγγελοι είς την γήν και δείχνουν είς αυτήν τους τόπους όπου επεριπάτησεν είς την ζωήν της και ενθυμίζουν αύτη τας πράξεις της τας πονηράς και αγαθάς, λέγοντες- «ώδε έκλεψας, εκεί επόρνευσας, ώδε κατελάλησας, εκεί εμαλακίσθης, ώδε εφόνευσας, εκεί επιόρκησας, ώδε ηδίκησας, εκεί εβλασφήμησας, εκεί εσκανδάλισας». Είτα πάλιν τα αγαθά• «ώδε ηλέησας, εκεί ενήστευσας, ώδε μετενόησας, ώδε προσευχήν, εκεί γονυκλισίας( προσκύνηση κλείνοντας τα γόνατα), ώδε στάσιμον (ορθοστασία στην Εκκλησία), εκεί εγκράτειαν». Και ούτω ποιούμεν έως της ενάτης ημέρας. Και τη ενάτη ήμερα ανέρχονται πάλιν είς προσκύνησιν, ώσπερ και τη τρίτη, τά δέ μνημόσυνα πέμπουν ως ενθύμησιν υπέρ τής ψυχής είς τον Κύριον, όπως υποδεχθή αυτήν έν ιλέω όμματι( με σπλαχνικό βλέμμα), επειδή πολλά ωφελούν την ψυχήν αι ελεημοσύναι και αι λειτουργίαι και τα μνημόσυνα, διότι δύνανται ταύτα νά εκβάλουν ψυχήν από την κόλασιν. Μετά δε την δευτέραν προσκύνησιν πάλιν φέρουν αυτήν οι "Άγγελοι είς τον κόσμον και δείχνουν είς αυτήν τον Παράδεισον, τον έλεώνα, τον κόλπον του Αβραάμ, τάς σκηνάς και τας αναπαύσεις των δικαίων. Και όταν ίδη τήν χαράν έκείνην τήν άφατον, παραμυθείται(παρηγορείτε) και χαίρει και δέεται τών ΄Αγγέλων ίνα κατασκηνώσουν αυτήν έκει μετά τών δικαίων. ΄Επειτα δέ δεικνύουν είς αυτήν και τας κολάσεις των αμαρτωλών λέγοντες˙ ούτος έστιν ό πύρινος ποταμός, ούτος έστιν ό σκώληξ ό ακοίμητος, τούτο έστι τό σκότος τό εξώτερον και τούτο τό εσώτερον ούτος έστιν ό βρυγμός των οδόντων και καθεξής δεικνύουν όλας τάς κολάσεις των αμαρτωλών. Δεν είναι, Πάτερ Άγιε άλλη δριμύτατη κόλασις καϊ φοβερωτέρα, ώς του πόρνου και του κλέπτου, έξαιρέτως του πόρνου μοναχού και τής μοναχής, του πόρνου ιερέως και της πρεσβυτέρας. Μετά δέ την θεώρησιν πάντων τούτων αναφέρεται πάλιν εις προσκύνηοιν τη τεσσαρακοστή ημέρα και διά τούτο γίνονται μνημόσυνα των τεθνεώτων, επειδή μέλλει ή ψυχή τη τεσσαρακοστή ήμερα νά λάβη απόφασιν και νά απέλθη όπου βούλεται ό φιλάνθρωπος Θεός κατά τά έργα και τήν πράξιν όπου έκαμεν είς τόν κόσμον τούτον και αποκαθίσταται ή ψυχή ένθα βούλεται ό Κύριος έως τήν ήμέραν τής Αναστάσεως, ίνα άναστηθή και τό σώμα και απολαύση κατά τά έργα του». Τότε στενάξας ό Γέρων και δακρύσας πικρώς ειπών «ουαί τή ήμερα εκείνη έν η έγεννήθη ό άνθρωπος εκείνος». Λέγει δέ αυτώ ό Άγγελος' «ναι, τίμιε Πάτερ, ό αμαρτωλός λέγω, ό δέ δίκαιος, μακαρία ή ήμερα και ή ώρα έν ή εγεννήθη».
Τότε λέγει ό "Οσιος• «παρακαλώ σε, είπε μοι και τούτο' έχει τίποτε άνεσιν ό αμαρτωλός ή τέλος ή κόλασις αυτού;». Ό Άγγελος είπεν «ουχί, Πάτερ Άγιε, ούτε ή βασιλεία τών δικαίων έχει τέλος, ούτε ή κόλασις τών αμαρτωλών. "Εάν έπαιρνε κανείς κάθε χίλιους χρόνους ένα κόκκον άμμου άπό τήν θάλασσαν και μετέθετεν αυτόν, ήθελεν έχει ελπίδα ϊνα τελειωθή ή δέ κόλασις τών αμαρτωλών δέν έχει τέλος». Λέγει πάλιν ό ΄Οσιος˙ «παρακαλώ είπε μοι και τούτο ποιοι Άγιοι είναι ευσπλαγχνικώτεροι είς τόν άνθρωπον διά νά παρακαλή αυτούς ό ελεεινός άνθρωπος, ϊνα προεσβεύωσιν υπέρ αυτού;» Και αποκριθείς ό Άγγελος λέγει: «όλοι οι Άγιοι εύσπλαχνοι είναι είς σας τούς ανθρώπους και ευγνώμονες, άλλά σεις οι άνθρωποι ώς αγνώμονες και αχάριστοι κάμνετε αυτούς και οργίζονται είς εσάς. Διότι οί άγιοι Άγγελοι έχουν πολλήν ευσπλαχνίαν είς τόν άνθρωπον, επειδή ένεκεν της σωτηρίας των ανθρώπων είδον και αυτοί τά παράδοξα του Θεού. Πλήν τούτων ή Κυρία Θεοτόκος, ή Δέσποινα ημών, ευσπλαγχνίζεται περισσότερον τό γένος των ανθρώπων. ΄Επρεπε, Άγιε, ό άνθρωπος ανεξάλειπτον νά έχη τό όνομα Αυτής άπό τό στόμα του. Άλλ' ό Διάβολος ηπάτησεν αυτόν και έγινεν αχάριστος. Διότι διά τών πρεσβειών Αυτής και ικεσιών ϊσταται ό κόσμος μέχρι τήν σήμερον. Επειδή κατεφρόνησαν οι άνθρωποι τόν Θεόν και τους Αγίους κατεφρόνησε και ό Θεός αυτούς, καθώς και οι Άγιοι».
Λέγει πάλιν ό ΄Οσιος• «είπε ημίν, άγιε Άγγελε, ποίον αμάρτημα υπάρχει μεγαλύτερον τών αμαρτιών;». Και ό Άγγελος είπε' «πάσα αμαρτία, τίμιε Πάτερ, χωρίζει τόν άνθρωπον από τόν Θεόν. Ή δέ μνησικακία και ή βλασφημία κυριεύουν άλας τάς αμαρτίας, διότι αύται και μόναι είναι ικαναί νά καταβιβάσουν τόν άνθρωπον είς τόν τάρταρο ν του Άδου και είς τά καταχθόνια τής γης και τής θαλάσσης». Και πάλιν ό Γέρων είπε «Ποιον αμάρτημα πλέον τών άλλων μισεί ό Θεός;» Και ό Άγγελος άπεκρίθη «τήν κενοδοξίαν αυτή μόνη όλον τόν κόσμον άπώλεσεν, ότι δι' αυτής ό πρωτόπλαστος τών δαιμόνων άπώλετο, δι' αυτής ό φαρισαίος τούς κόπους απώλεσε- διότι ό άνθρωπος εάν πέση είς τοιούτον πάθος, δύσκολον είναι νά εγερθή».
Ό Γέρων πάλιν ηρώτησε- «ποιοι άνθρωποι κολάζονται περισσότερον των άλλων;» Και ό Άγγελος- «ειπόν σοι, ό πόρνος και ό βλάσφημος πλήν λέγω σοι και τούτο, ότι υποκάτω πασών τών κολάσεων υπάρχει κόλασις δεινή και πονηρά, ήτις καλείται αφάνεια
εκεί κολάζονται οι πόρνοι Ιερείς και μοναχοί και μοναχαι αι πορνεύουσαι. Διότι, Τίμιε Πάτερ, μέλλει ανακαινισθήναι τό πεσόν τάγμα άπό τούς καλούς Ιερείς και μοναχούς και είς μεγάλην τιμήν θά υπάγουν. Λοιπόν οι πονηροί και κακοί μοναχοί εις μεγάλην ατιμίαν και κόλασιν αποπέμπονται, άλλά και οι ιερείς οι παραβαίνοντες τούς Θείους νόμους και οι δεχόμενοι παρανόμους ένεκεν δώρων, και oi καταφρονουντες τήν ακολουθίαν αυτών ένεκεν κοσμικών και βιοτικών φροντίδων. Διότι διά μίαν ακολουθίαν έχουν νά δώσουν λόγον τώ Θεώ. Περί δέ τών μεθυόντων ιερέων, τι είπω και τί λαλήσω; ουαί αυτοίς, ότι δεινή κόλασις αναμένει αυτούς»! Τότε λέγει ό Γέρων «είπε μοι και τούτο, παρακαλώ- οι καταφρονούντες τήν άγίαν Κοριακήν έχουσι τίποτε κόλασιν εκεί»; Και αποκριθείς ο Άγγελος είπεν «ουαί αυτοίς, τίμιε Πάτερ! ότι φρικτή κόλασις δέχεται αυτούς. Εί τις καταφρονεί τήν άγίαν Κυριακήν, τόν Κύριον καταφρονεί, και ό Κύριος αυτόν, διότι ή Κυριακή ήμερα, ό Κύριος εστίν. Και όστις τιμά αυτήν τόν Κύριον τιμά όστις πάλιν τιμά τήν μνήμην τών Αγίων και όστις εορτάζει τάς μνήμας αυτών βοηθούν και oι ΄Αγιοι αυτόν, διότι μεγάλην παρρησίαν έχουν πρός τόν Θεόν και ό,τι ζητήσουν παρέχει αυτοίς ό Κύριος. Αλλα οι άνθρωποι απεδίωξαν τόν φόβον τοϋ Θεού (απ΄αυτών και ούτε τόν Θεόν έχουν φίλον ούτε τινά των ΄Αγίων, άλλ' έκολλήθησαν μόνον είς τά βιοτικά και κοσμικά πράγματα, τα καταστρεφόμενα και φθειρόμενα και ουαί αυτοίς! Γίγνωσκε, τίμιε Πάτερ, ότι πάς άνθρωπος, ή Ιερεύς,ή μοναχός, ή κοσμικός, ή ιδιώτης, ο οποίος δεν τιμά την αγίαν Κυριακήν, Θεού πρόσωπον δέν βλέπει ουδέ εχει ελπίδα σωτηρίας. Τώρα λοιπόν, τίμιε Πάτερ, ει τι θέλεις ερώτησον με, διότι είναι ώρα νά πορευθώ είς τόν ουρανόν νά ποιήσω τήν παράστασιν του Κυρίου μου». Τότε στενάξας ό Γέρων και δακρύσας πικρώς είπεν «ουαί ήμιν(αλλοίμονο μας)! ίδού ό καλός δούλος του Κυρίου μου, Άγγελος ών άυλος και αναμάρτητος βιάζεται ίνα δώση τήν δοξολογίαν τω Κυρίω, ημείς δέ οι υλικοί και αμαρτωλοί δέν φροντίζομεν, άλλά καταφρονούμεν τήν σωτηρίαν μας».
Λέγει πάλιν ό Όσιος προς τόν Άγγελον «παρακαλώ σε είπε μοι, ποία προσευχή αρμόζει τω μοναχώ»; Ό δέ είπεν αυτώ- «εάν είναι γραμματισμένος ό άνθρωπος, του Δαβίδ οι Ψαλμοί, ειδέ και δέν είναι, τό ‘Κύριε Ιησού Χριστέ,Υιέ του Θεου, έλέησόν με τόν αμαρτωλόν’ . Αυτή ή ευχή είναι ή δυνατωτέρα, πολλοί δέ γραμματισμένοι άφησαν όλα και εκράτησαν αυτήν τήν ευχήν και έσώθησαν, διότι αυτήν δύνανται νά κρατήσουν εις τήν μνήμην των και άνδρες και γυναίκες και παιδία καϊ μοναχοί και μοναχαί και ευμαθείς και αμαθείς και έμπειροι και άπειροι και ό θέλων νά σωθή ταύτην άς κρατή έν ήμερα και νυκτί, έν κελλίω και έν οδό. Ιστάμενος τε και καθήμενος κάν περιπατή, κάν εργάζεται, αυτήν τήν ευχήν άς κρατή μετά πόθου και προθυμίας διότι αυτή είναι ικανή είς κάθε ένα όπου θέλει νά σωθή». Και πάλιν είπεν ό "Οσιος- «επειδή ήλθες νά μέ διδάξης τόν άμαρτωλόν, δέομαι σου, είπε μοι και τούτο- εάν ευρεθή, τις άνθρωπος αμαρτωλός και διδάξη άλλον, έκβάλη αυτόν από τήν αμαρτίαν και δείξη είς αυτόν στράταν καλήν, έχει τίποτε μισθόν»; Λέγει αυτώ ό Άγγελος- «όστις πράξη ταύτα όπου μέ ερωτάς, σώζει τόν εαυτόν του και ό συμβουλεύων άλλον τινά εις τό κακόν, όχι μόνον εκείνον καταστρέφει, άλλά και τήν ψυχήν του παραδίδει τώ Δαβόλω. Λοιπόν δέν είναι δεινότερα αμαρτία ώς τό συμβουλεύσαι άνθρωπον είς κακόν έργον, ούτω δέ πάλιν είναι καλόν τό συμβουλεύσαι είς τό αγαθόν». Πάλιν ήρώτησεν ο Όσιος λέγων «είπε μοι και τούτο- τάχα έως τώρα έπλήθυναν οί Άγιοι είς όλον
τον Κόσμον; και έως τέλος θά είναι άραγε τοιούτοι»; Και ό Άγγελος είπεν «έως της συντέλειας του αιώνος, τίμιε Πάτερ, δέν θέλει εκλείψει δίκαιος και προφήτης Κυρίω τω Θεώ, ωσαύτως ουδέ τω Σατανά υπηρέτης. Πλήν είς τούς υστερινούς καιρούς όσοι έν αληθεία δουλεύσουν τω Χριστώ και κρύβονται από τούς ανθρώπους, έάν σημεια (θαύματα) και τέρατα δέν κάμνουν ωσάν τώρα, άλλά πρακτική οδό περιπατούν μετά ταπεινώσεως, μεγαλύτεροι άπό τούς τελούντας σημεία θέλουν ευρεθή έν τή βασιλεία του Θεού διότι τότε δέν θέλουν ιδή τινα (κάποιον)νά κάμνη σημεία και θαύματα, ίνα έκ τής τοιαύτης υποθέσεως αναζωπυρούμενοι οι άνθρωποι με δυνατήν προθυμίαν εισέλθουν είς τον αγώνα, διότι θέλουν είναι εκείνοι όπου νά ποιμαίνουν και νά εξουσιάζουν είς όλον τον κόσμον, αδόκιμοι παντελώς, νά μή γινώσκουν ούτε μίαν έπιστήμην τής αρετής. Διότι θέλουν εκπέσει είς τήν γαστριμαργίαν, φιλαργυρίαν και κενοδοξίαν και νά είναι περισσότε-ρον σκάνδαλον τοις άνθρώποις και ουχί υπογραμμός, διά τούτο περισσότερον άμεληθήσεται ή αρετή διότι τότε θέλει βασιλεύσει ή φιλαργυρία και ουαί είς εκείνους όπου χαίρουν οτι έχουσι χρήματα πολλά όνειδος γάρ έσονται ούτοι Κυρίω τω Θεώ και δέν θέλουν ιδεί πρόσωπον Θεού ζώντος ότι μοναχός ή λαϊκός όπου δίδει είς τόκον τό αργύριον αυτού βυθώ ταρτάρου καταποντισθήσεται, ότι δέν προτιμά νά κάμη αυτά καρποφόρα Κυρίω τώ Θεώ διά τής ελεημοσύνης τών πενήτων».
Ταύτα ειπών ό Άγγελος τω Αββά Μακαρίω και κλίνας προς αυτόν τήν κεφαλήν είπεν «ευλόγησον, Πάτερ Άγιε συγχώρησον με». Τότε πεσών ό Γέρων προσεκύνησεν αυτώ λέγων «πορεύου έν ειρήνη, παράστηθι τή Αγία Τριάδι και πρέσβευε υπέρ εμού». Και αναχωρήσας ό Άγγελος απήλθεν είς τον ούρανόν. Ό δέ Αββάς Μακάριος ευχαριστήσας τω Θεώ επήγεν είς τό κελλίον του και διηγήθη είς τούς αδελφούς και συνασκητάς αυτού οσα είδε και ήκουσεν άπό τον Άγγελον, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΩ ΔΟΞΑ.
Πορευομένου ποτέ (κάποτε) του Αββά(πατέρα) Μακαρίου έν τή έρήμω, ήκολούθησεν αύτώ "Αγγελος Κυρίου και λέγει τω Γέροντι «ευλόγησον, πάτερ άγιε». Ό δε Γέρων στοχαζόμενος οτι είναι μοναχός άπό την έρημον, είπε προς αυτόν «ό Θεός συγχωρήσοι σε, τέκνον». Περιπατήσαντες λοιπόν ολίγον διάστημα, έστοχάσθη ό Άββάς τήν θεωρίαν και τό σχήμα αυτού και λέγει αύτώ- «βλέπω σε, τέκνον, και εξίσταμαι είς τήν θαυμαστήν θεωρίαν σου και στοχάζομαι μήπως και δεν είσαι άνθρωπος και ορκίζω σε είς τον Θεόν νά μοί είπης τήν άλήθειαν». Τότε ποιήσας ό "Αγγελος τω Αββά Μακαρίω μετάνοιαν λέγει «ευλόγησον, πάτερ. Έγώ, καθώς βλέπεις δεν είμαι άνθρωπος, άλλα Άγγελος, και ηλθον νά σε διδάξω μυστήρια, εκείνα τά όποια δεν ήξεύρεις και επιθυμείς νά μάθης. Λοιπόν ερώτησαν με εί τι θέλεις και έγώ σοι αποκρίνομαι». Τότε ό Γέρων ποιήσας τω Άγγέλω μετάνοιαν λέγει- «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, οτι έπεμψάς μοι όδηγόν, ϊνα διδάξη με εκείνα όπου δεν ήξεύρω και επιθυμώ νά μάθω, απόκρυφα και άρρητα μυστήρια». Και ό Άγγελος είπε˙ «Λοιπόν ερώτησον με, πάτερ». Ό δε Γέρων λέγει είπε ήμΤν άγιε Άγγελε, εάν γνωρίζωνται αναμεταξύ τους οι άνθρωποι είς τον αιώνιον κόσμον έκείνον, οι κεκοιμημένοι». Και είπεν ό Άγγελος˙ «άκουσον, πάτερ άγιε˙ καθώς είς τον κόσμον τούτον οι άνθρωποι άφ' εσπέρας κοιμώνται έως πρωι και τήν αύριον σηκώνονται και γνωρίζουν τούς χθες ανθρώπους και χαιρετούν και συνομιλούν και πολλάκις καθεζόμενοι συνευφραίνονται και ερωτά ό ένας τον άλλον, ούτω γίνεται και είς εκείνον τον κόσμον, ό εις τον έτερον γνωρίζει και συνομιλεί. Διότι, καθώς υπάγει τις (κάποιος) είς τήν αγοράν και έκει βλέπει άρχοντας και πτωχούς και ερωτά ποιος είναι ούτος (αυτός) και ποίος εκείνος, και δι' ερωτήσεως μανθάνει και εκείνους τούς οποίους ποτέ δέν είδε, τοιουτοτρόπως γίνεται και εκεί, αλλά μόνον δια τούς δικαίους, διότι ο! αμαρτωλοί καϊ τούτο τό υστερούνται».
Τότε λέγει ό Γέρων «είπε μοι και τούτο, παρακαλώ μετά τον χωρισμόν της ψυχής έκ του σώματος τι γίνεται; και διατί γίνονται τά μνημόσυνα τών τεθνεώτων;» Και ό Άγγελος είπεν «άκουσον πάτερ άγιε μετά τό χωρισθήναι την ψυχήν έκ του σώματος λαμβάνουν αυτήν οι Άγγελοι μετά την τρίτην ήμέραν και έρχονται είς τον ουρανόν, ίνα προσκύνηση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, άπό της γής δε έως τον ουρανόν είναι σκάλα και κάθε σκαλοπάτι έχει εν τάγμα δαιμόνων, τά όποια λέγονται τελώνια και απαιτούν την ψυχήν εκείνην τα πονηρά πνεύματα και φέρουν τα χειρόγραφα αυτής και δείχνουν αυτά είς τούς Αγγέλους λέγοντες- «τήν δείνα (εκείνη)ήμέραν και είς τάς τόσας του δείνος (εκείνου) μηνός έποίησεν αύτη ή ψυχή τόδε(αυτό)- ή έκλεψεν ή επόρνευσεν ή εμοίχευσεν ή εμαλακίσθη ή εψεύσατο ή συνεβούλευσεν άνθρωπον είς κακόν έργον»- και εί' τι άλλο κακόν έκαμεν, ολα τα δείχνουν είς τούς Αγγέλους. Τότε δείχνουν και οι Άγγελοι ό,τι αγαθόν έκαμεν ή ψυχή εκείνη, ή ελεημοσύνην ή προσευχήν ή λειτουργίας ή νηστείας ή άλλο τι αγαθόν εποίησε, και αντισταθμίζουν οι Άγγελοι και οι δαίμονες. Και έάν ευρέθη τι αγαθόν περισσότερον, αρπάζουν αυτήν οι Άγγελοι με μεγάλην χαράν και αναβαίνουν είς έτερον σκαλοπάτι και οι δαίμονες τρίζουν τά δόντια αυτών ώς άγριοι σκύλοι και βιάζονται ίνα (για να) αρπάσουν την ελεεινήν ψυχήν από τούς Αγγέλους. Ή δέ ψυχή συστέλλεται και τρομάζει κατά πολλά και κρύπτεται είς τούς κόλπους(αγκαλιά) τών Αγγέλων και γίνεται μεγάλη διάλεξης και μέγας θόρυβος έως ότου νά ελευθερώσουν τήν ελεεινήν ψυχήν έκείνην άπό τάς χείρας των δαιμόνων. Και πάλιν ανέρχονται είς έτερον σκαλοπάτι και εκεί ευρίσκουν άλλο τελώνιον δεινότερον (δυνατότερο) και αγριώτερον και εδώ πάλιν γίνεται πολλή όχλησις (φασαρία)και ταραχή μεγάλη και ανεκδιήγητος, τις νά λάβη τήν ελεεινήν εκείνην ψυχήν, και κραυγάζοντες οί δαίμονες ελέγχουν την ψυχήν εκείνην και λέγουν, «πού υπάγεις; δεν είσαι σύ όπου επόρνευσες και κατεμόλυνες τό άγιον Βάπτισμα; δεν είσαι σύ όπου έμόλυνες τό Αγγελικόν Σχήμα; πού υπάγεις τώρα; γύρισε εις τά οπίσω, υπόστρεψε είς τά κάτω είς τον σκοτεινόν Άδην, είς τό πυρ τό εξώτερον, εις τον σκώληκα τον ακοίμητον». Τότε, εάν είναι ή ψυχή εκείνη καταδικασμένη, υποστρέφουν αυτήν οι πονηροί δαίμονες υπό κάτω της γης, εις τόπον σκοτεινόν και οδυνηρόν και ουαί τη ψυχή εκείνη, ουαί τη ώρα εκείνη έν ή εγεννήθη ό άνθρωπος εκείνος! Και τις διηγήσεται, πάτερ άγιε, την ανάγκην εκείνην, την οποίαν έχουν αι καταδικασθείσαι ψυχαί εις τον τόπον εκείνον;
Εί δέ ευρέθη (αν βρεθεί) ή ψυχή καθαρά και αναμάρτητος, ανέρχεται εις τον ουρανόν μετά μεγάλης χαράς και συναπαντούν αυτήν οι Άγγελοι μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων και ασπάζονται αυτήν. Είτα (μετά)απέρχονται είς τον δεσποτικόν θρόνον και προσκυνεί τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν και τότε βλέπει τούς χορούς των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Μαρτύρων, των Αγίων Πατέρων, τά εννέα Τάγματα των Αγίων Αγγέλων, την λαμπρότητα εκείνην την άρρητον, και ακούει την αγγελικήν εκείνην μελωδίαν και το κάλλος το αμήχανον(ανερμήνευτη).
Ηρώτησας δέ και περί των μνημοσύνων, πώς και διατί γίνονται. Επειδή ως είπομεν, μετά τρεις ημέρας ανέρχεται ή ψυχή εις προσκύνησιν, διά τούτο ποιούμεν ώσπερ κανίσκιον (πανέριον- καλαµένιο καλαθάκι με κόλλυβα) και πέμπομεν είς τον Κύριον υπέρ της ψυχής εκείνης. Και μετά την προσκύνησιν, επιστρέφουν αυτήν οι Άγγελοι είς την γήν και δείχνουν είς αυτήν τους τόπους όπου επεριπάτησεν είς την ζωήν της και ενθυμίζουν αύτη τας πράξεις της τας πονηράς και αγαθάς, λέγοντες- «ώδε έκλεψας, εκεί επόρνευσας, ώδε κατελάλησας, εκεί εμαλακίσθης, ώδε εφόνευσας, εκεί επιόρκησας, ώδε ηδίκησας, εκεί εβλασφήμησας, εκεί εσκανδάλισας». Είτα πάλιν τα αγαθά• «ώδε ηλέησας, εκεί ενήστευσας, ώδε μετενόησας, ώδε προσευχήν, εκεί γονυκλισίας( προσκύνηση κλείνοντας τα γόνατα), ώδε στάσιμον (ορθοστασία στην Εκκλησία), εκεί εγκράτειαν». Και ούτω ποιούμεν έως της ενάτης ημέρας. Και τη ενάτη ήμερα ανέρχονται πάλιν είς προσκύνησιν, ώσπερ και τη τρίτη, τά δέ μνημόσυνα πέμπουν ως ενθύμησιν υπέρ τής ψυχής είς τον Κύριον, όπως υποδεχθή αυτήν έν ιλέω όμματι( με σπλαχνικό βλέμμα), επειδή πολλά ωφελούν την ψυχήν αι ελεημοσύναι και αι λειτουργίαι και τα μνημόσυνα, διότι δύνανται ταύτα νά εκβάλουν ψυχήν από την κόλασιν. Μετά δε την δευτέραν προσκύνησιν πάλιν φέρουν αυτήν οι "Άγγελοι είς τον κόσμον και δείχνουν είς αυτήν τον Παράδεισον, τον έλεώνα, τον κόλπον του Αβραάμ, τάς σκηνάς και τας αναπαύσεις των δικαίων. Και όταν ίδη τήν χαράν έκείνην τήν άφατον, παραμυθείται(παρηγορείτε) και χαίρει και δέεται τών ΄Αγγέλων ίνα κατασκηνώσουν αυτήν έκει μετά τών δικαίων. ΄Επειτα δέ δεικνύουν είς αυτήν και τας κολάσεις των αμαρτωλών λέγοντες˙ ούτος έστιν ό πύρινος ποταμός, ούτος έστιν ό σκώληξ ό ακοίμητος, τούτο έστι τό σκότος τό εξώτερον και τούτο τό εσώτερον ούτος έστιν ό βρυγμός των οδόντων και καθεξής δεικνύουν όλας τάς κολάσεις των αμαρτωλών. Δεν είναι, Πάτερ Άγιε άλλη δριμύτατη κόλασις καϊ φοβερωτέρα, ώς του πόρνου και του κλέπτου, έξαιρέτως του πόρνου μοναχού και τής μοναχής, του πόρνου ιερέως και της πρεσβυτέρας. Μετά δέ την θεώρησιν πάντων τούτων αναφέρεται πάλιν εις προσκύνηοιν τη τεσσαρακοστή ημέρα και διά τούτο γίνονται μνημόσυνα των τεθνεώτων, επειδή μέλλει ή ψυχή τη τεσσαρακοστή ήμερα νά λάβη απόφασιν και νά απέλθη όπου βούλεται ό φιλάνθρωπος Θεός κατά τά έργα και τήν πράξιν όπου έκαμεν είς τόν κόσμον τούτον και αποκαθίσταται ή ψυχή ένθα βούλεται ό Κύριος έως τήν ήμέραν τής Αναστάσεως, ίνα άναστηθή και τό σώμα και απολαύση κατά τά έργα του». Τότε στενάξας ό Γέρων και δακρύσας πικρώς ειπών «ουαί τή ήμερα εκείνη έν η έγεννήθη ό άνθρωπος εκείνος». Λέγει δέ αυτώ ό Άγγελος' «ναι, τίμιε Πάτερ, ό αμαρτωλός λέγω, ό δέ δίκαιος, μακαρία ή ήμερα και ή ώρα έν ή εγεννήθη».
Τότε λέγει ό "Οσιος• «παρακαλώ σε, είπε μοι και τούτο' έχει τίποτε άνεσιν ό αμαρτωλός ή τέλος ή κόλασις αυτού;». Ό Άγγελος είπεν «ουχί, Πάτερ Άγιε, ούτε ή βασιλεία τών δικαίων έχει τέλος, ούτε ή κόλασις τών αμαρτωλών. "Εάν έπαιρνε κανείς κάθε χίλιους χρόνους ένα κόκκον άμμου άπό τήν θάλασσαν και μετέθετεν αυτόν, ήθελεν έχει ελπίδα ϊνα τελειωθή ή δέ κόλασις τών αμαρτωλών δέν έχει τέλος». Λέγει πάλιν ό ΄Οσιος˙ «παρακαλώ είπε μοι και τούτο ποιοι Άγιοι είναι ευσπλαγχνικώτεροι είς τόν άνθρωπον διά νά παρακαλή αυτούς ό ελεεινός άνθρωπος, ϊνα προεσβεύωσιν υπέρ αυτού;» Και αποκριθείς ό Άγγελος λέγει: «όλοι οι Άγιοι εύσπλαχνοι είναι είς σας τούς ανθρώπους και ευγνώμονες, άλλά σεις οι άνθρωποι ώς αγνώμονες και αχάριστοι κάμνετε αυτούς και οργίζονται είς εσάς. Διότι οί άγιοι Άγγελοι έχουν πολλήν ευσπλαχνίαν είς τόν άνθρωπον, επειδή ένεκεν της σωτηρίας των ανθρώπων είδον και αυτοί τά παράδοξα του Θεού. Πλήν τούτων ή Κυρία Θεοτόκος, ή Δέσποινα ημών, ευσπλαγχνίζεται περισσότερον τό γένος των ανθρώπων. ΄Επρεπε, Άγιε, ό άνθρωπος ανεξάλειπτον νά έχη τό όνομα Αυτής άπό τό στόμα του. Άλλ' ό Διάβολος ηπάτησεν αυτόν και έγινεν αχάριστος. Διότι διά τών πρεσβειών Αυτής και ικεσιών ϊσταται ό κόσμος μέχρι τήν σήμερον. Επειδή κατεφρόνησαν οι άνθρωποι τόν Θεόν και τους Αγίους κατεφρόνησε και ό Θεός αυτούς, καθώς και οι Άγιοι».
Λέγει πάλιν ό ΄Οσιος• «είπε ημίν, άγιε Άγγελε, ποίον αμάρτημα υπάρχει μεγαλύτερον τών αμαρτιών;». Και ό Άγγελος είπε' «πάσα αμαρτία, τίμιε Πάτερ, χωρίζει τόν άνθρωπον από τόν Θεόν. Ή δέ μνησικακία και ή βλασφημία κυριεύουν άλας τάς αμαρτίας, διότι αύται και μόναι είναι ικαναί νά καταβιβάσουν τόν άνθρωπον είς τόν τάρταρο ν του Άδου και είς τά καταχθόνια τής γης και τής θαλάσσης». Και πάλιν ό Γέρων είπε «Ποιον αμάρτημα πλέον τών άλλων μισεί ό Θεός;» Και ό Άγγελος άπεκρίθη «τήν κενοδοξίαν αυτή μόνη όλον τόν κόσμον άπώλεσεν, ότι δι' αυτής ό πρωτόπλαστος τών δαιμόνων άπώλετο, δι' αυτής ό φαρισαίος τούς κόπους απώλεσε- διότι ό άνθρωπος εάν πέση είς τοιούτον πάθος, δύσκολον είναι νά εγερθή».
Ό Γέρων πάλιν ηρώτησε- «ποιοι άνθρωποι κολάζονται περισσότερον των άλλων;» Και ό Άγγελος- «ειπόν σοι, ό πόρνος και ό βλάσφημος πλήν λέγω σοι και τούτο, ότι υποκάτω πασών τών κολάσεων υπάρχει κόλασις δεινή και πονηρά, ήτις καλείται αφάνεια
εκεί κολάζονται οι πόρνοι Ιερείς και μοναχοί και μοναχαι αι πορνεύουσαι. Διότι, Τίμιε Πάτερ, μέλλει ανακαινισθήναι τό πεσόν τάγμα άπό τούς καλούς Ιερείς και μοναχούς και είς μεγάλην τιμήν θά υπάγουν. Λοιπόν οι πονηροί και κακοί μοναχοί εις μεγάλην ατιμίαν και κόλασιν αποπέμπονται, άλλά και οι ιερείς οι παραβαίνοντες τούς Θείους νόμους και οι δεχόμενοι παρανόμους ένεκεν δώρων, και oi καταφρονουντες τήν ακολουθίαν αυτών ένεκεν κοσμικών και βιοτικών φροντίδων. Διότι διά μίαν ακολουθίαν έχουν νά δώσουν λόγον τώ Θεώ. Περί δέ τών μεθυόντων ιερέων, τι είπω και τί λαλήσω; ουαί αυτοίς, ότι δεινή κόλασις αναμένει αυτούς»! Τότε λέγει ό Γέρων «είπε μοι και τούτο, παρακαλώ- οι καταφρονούντες τήν άγίαν Κοριακήν έχουσι τίποτε κόλασιν εκεί»; Και αποκριθείς ο Άγγελος είπεν «ουαί αυτοίς, τίμιε Πάτερ! ότι φρικτή κόλασις δέχεται αυτούς. Εί τις καταφρονεί τήν άγίαν Κυριακήν, τόν Κύριον καταφρονεί, και ό Κύριος αυτόν, διότι ή Κυριακή ήμερα, ό Κύριος εστίν. Και όστις τιμά αυτήν τόν Κύριον τιμά όστις πάλιν τιμά τήν μνήμην τών Αγίων και όστις εορτάζει τάς μνήμας αυτών βοηθούν και oι ΄Αγιοι αυτόν, διότι μεγάλην παρρησίαν έχουν πρός τόν Θεόν και ό,τι ζητήσουν παρέχει αυτοίς ό Κύριος. Αλλα οι άνθρωποι απεδίωξαν τόν φόβον τοϋ Θεού (απ΄αυτών και ούτε τόν Θεόν έχουν φίλον ούτε τινά των ΄Αγίων, άλλ' έκολλήθησαν μόνον είς τά βιοτικά και κοσμικά πράγματα, τα καταστρεφόμενα και φθειρόμενα και ουαί αυτοίς! Γίγνωσκε, τίμιε Πάτερ, ότι πάς άνθρωπος, ή Ιερεύς,ή μοναχός, ή κοσμικός, ή ιδιώτης, ο οποίος δεν τιμά την αγίαν Κυριακήν, Θεού πρόσωπον δέν βλέπει ουδέ εχει ελπίδα σωτηρίας. Τώρα λοιπόν, τίμιε Πάτερ, ει τι θέλεις ερώτησον με, διότι είναι ώρα νά πορευθώ είς τόν ουρανόν νά ποιήσω τήν παράστασιν του Κυρίου μου». Τότε στενάξας ό Γέρων και δακρύσας πικρώς είπεν «ουαί ήμιν(αλλοίμονο μας)! ίδού ό καλός δούλος του Κυρίου μου, Άγγελος ών άυλος και αναμάρτητος βιάζεται ίνα δώση τήν δοξολογίαν τω Κυρίω, ημείς δέ οι υλικοί και αμαρτωλοί δέν φροντίζομεν, άλλά καταφρονούμεν τήν σωτηρίαν μας».
Λέγει πάλιν ό Όσιος προς τόν Άγγελον «παρακαλώ σε είπε μοι, ποία προσευχή αρμόζει τω μοναχώ»; Ό δέ είπεν αυτώ- «εάν είναι γραμματισμένος ό άνθρωπος, του Δαβίδ οι Ψαλμοί, ειδέ και δέν είναι, τό ‘Κύριε Ιησού Χριστέ,Υιέ του Θεου, έλέησόν με τόν αμαρτωλόν’ . Αυτή ή ευχή είναι ή δυνατωτέρα, πολλοί δέ γραμματισμένοι άφησαν όλα και εκράτησαν αυτήν τήν ευχήν και έσώθησαν, διότι αυτήν δύνανται νά κρατήσουν εις τήν μνήμην των και άνδρες και γυναίκες και παιδία καϊ μοναχοί και μοναχαί και ευμαθείς και αμαθείς και έμπειροι και άπειροι και ό θέλων νά σωθή ταύτην άς κρατή έν ήμερα και νυκτί, έν κελλίω και έν οδό. Ιστάμενος τε και καθήμενος κάν περιπατή, κάν εργάζεται, αυτήν τήν ευχήν άς κρατή μετά πόθου και προθυμίας διότι αυτή είναι ικανή είς κάθε ένα όπου θέλει νά σωθή». Και πάλιν είπεν ό "Οσιος- «επειδή ήλθες νά μέ διδάξης τόν άμαρτωλόν, δέομαι σου, είπε μοι και τούτο- εάν ευρεθή, τις άνθρωπος αμαρτωλός και διδάξη άλλον, έκβάλη αυτόν από τήν αμαρτίαν και δείξη είς αυτόν στράταν καλήν, έχει τίποτε μισθόν»; Λέγει αυτώ ό Άγγελος- «όστις πράξη ταύτα όπου μέ ερωτάς, σώζει τόν εαυτόν του και ό συμβουλεύων άλλον τινά εις τό κακόν, όχι μόνον εκείνον καταστρέφει, άλλά και τήν ψυχήν του παραδίδει τώ Δαβόλω. Λοιπόν δέν είναι δεινότερα αμαρτία ώς τό συμβουλεύσαι άνθρωπον είς κακόν έργον, ούτω δέ πάλιν είναι καλόν τό συμβουλεύσαι είς τό αγαθόν». Πάλιν ήρώτησεν ο Όσιος λέγων «είπε μοι και τούτο- τάχα έως τώρα έπλήθυναν οί Άγιοι είς όλον
τον Κόσμον; και έως τέλος θά είναι άραγε τοιούτοι»; Και ό Άγγελος είπεν «έως της συντέλειας του αιώνος, τίμιε Πάτερ, δέν θέλει εκλείψει δίκαιος και προφήτης Κυρίω τω Θεώ, ωσαύτως ουδέ τω Σατανά υπηρέτης. Πλήν είς τούς υστερινούς καιρούς όσοι έν αληθεία δουλεύσουν τω Χριστώ και κρύβονται από τούς ανθρώπους, έάν σημεια (θαύματα) και τέρατα δέν κάμνουν ωσάν τώρα, άλλά πρακτική οδό περιπατούν μετά ταπεινώσεως, μεγαλύτεροι άπό τούς τελούντας σημεία θέλουν ευρεθή έν τή βασιλεία του Θεού διότι τότε δέν θέλουν ιδή τινα (κάποιον)νά κάμνη σημεία και θαύματα, ίνα έκ τής τοιαύτης υποθέσεως αναζωπυρούμενοι οι άνθρωποι με δυνατήν προθυμίαν εισέλθουν είς τον αγώνα, διότι θέλουν είναι εκείνοι όπου νά ποιμαίνουν και νά εξουσιάζουν είς όλον τον κόσμον, αδόκιμοι παντελώς, νά μή γινώσκουν ούτε μίαν έπιστήμην τής αρετής. Διότι θέλουν εκπέσει είς τήν γαστριμαργίαν, φιλαργυρίαν και κενοδοξίαν και νά είναι περισσότε-ρον σκάνδαλον τοις άνθρώποις και ουχί υπογραμμός, διά τούτο περισσότερον άμεληθήσεται ή αρετή διότι τότε θέλει βασιλεύσει ή φιλαργυρία και ουαί είς εκείνους όπου χαίρουν οτι έχουσι χρήματα πολλά όνειδος γάρ έσονται ούτοι Κυρίω τω Θεώ και δέν θέλουν ιδεί πρόσωπον Θεού ζώντος ότι μοναχός ή λαϊκός όπου δίδει είς τόκον τό αργύριον αυτού βυθώ ταρτάρου καταποντισθήσεται, ότι δέν προτιμά νά κάμη αυτά καρποφόρα Κυρίω τώ Θεώ διά τής ελεημοσύνης τών πενήτων».
Ταύτα ειπών ό Άγγελος τω Αββά Μακαρίω και κλίνας προς αυτόν τήν κεφαλήν είπεν «ευλόγησον, Πάτερ Άγιε συγχώρησον με». Τότε πεσών ό Γέρων προσεκύνησεν αυτώ λέγων «πορεύου έν ειρήνη, παράστηθι τή Αγία Τριάδι και πρέσβευε υπέρ εμού». Και αναχωρήσας ό Άγγελος απήλθεν είς τον ούρανόν. Ό δέ Αββάς Μακάριος ευχαριστήσας τω Θεώ επήγεν είς τό κελλίον του και διηγήθη είς τούς αδελφούς και συνασκητάς αυτού οσα είδε και ήκουσεν άπό τον Άγγελον, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΩ ΔΟΞΑ.