Αγρυπνία στο Άγιο Όρος
Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 02, 2008 8:50 pm
Παραμονή Πεντηκοστής στη μονή Διονυσίου.
Ο εσπερινός είναι μικρός και δεν γίνεται απόδειπνο γιατί στις εννιά αρχίζει η αγρυπνία. Ο αρχοντάρης μας ενημερώνει ότι θα κρατήσει μέχρι τις τρισήμισυ τα ξημερώματα και στη συνέχεια στις έξι θα γίνει η Θεία Λειτουργία.
Εγώ με το φίλο μου από τα χαράματα στο πόδι. Από τις εννιά παρά πηγαίνουμε στο καθολικό για να πιάσουμε στασίδι. Καθόμαστε πίσω από τον αριστερό χορό, στα στασίδια μπροστά από την εικόνα του κτήτορα της μονής Αγίου Διονυσίου (γι' αυτούς που γνωρίζουν). Στα στασίδια που λίγες ώρες πριν καθαρίσαμε με βρεγμένο πανί τρεις προσκυνητές μετά από παράκληση του εκκλησιαστικού. Το καθολικό έπρεπε να είναι καθαρό για τη μεγάλη αγρυπνία.
Ελάχιστα καντήλια αναμμένα. Σε λίγο όλα τα στασίδια γεμίζουν με προσκυνητές. Οι μοναχοί έρχονται σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλλο, βλέπουν ότι δεν υπάρχει χώρος να καθήσουν και αποτραβιούνται στον πρόναο και τη λητή.
Η αγρυπνία αρχίζει. Μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα παρακολουθούμε σχετικά άνετα. Μετά αρχίζει η πάλη με τον γίγαντα της κούρασης και της νύστας. Κατά τις δωδεκάμισυ ο φίλος μου λέει ¨πάω να κοιμηθώ. Δε μπορώ άλλο". Φεύγει. Και στη συνέχεια ένας ένας οι περισσότεροι λαϊκοί. Εγώ για πρώτη φορά δε το βάζω κάτω. Το πολυ πολυ να κοιμηθώ στο στασίδι. Δε θέλω όμως. Θέλω να κρατηθώ ξύπνιος μέχρι το τέλος.
Νυστάζω πολύ. Βγαίνει η κούραση όλης της ημέρας τώρα. Ταξίδι, αυτοκίνητο, καράβι, οδοιπορία...Σηκώνομαι όρθιος για να μην κοιμηθώ. Κουράζομαι και ξανακάθομαι. Αυτό γινόταν συνέχεια μέχρι τις δύο περίπου.
Εντωμεταξύ οι μοναχοί κινούνταν συνέχεια. Άλλαζαν οι ψάλτες, ο κανονάρχης πηγαινοερχόταν από χορό σε χορό, θυμίαμα, καντήλια και κεριά να ανάβουν και να σβήνουν. Έτσι προβλέπει το τυπικό.
Σε κάποιο σημείο η αγρυπνία μεταφέρεται στη λητή, όπου ψάλλουν δυνατά και με πολλή λαμπρότητα και φωταγωγία από τα πολλά κεριά. Δεν διαρκεί πολύ αυτό, περίπου μισή ώρα. Όμως αυτό ήταν...!
Δε νοιώθω πια ούτε κούραση ούτε νύστα. Το σώμα ξεκουράστηκε. Ο νους καθάρισε. Η καρδιά συμμετέχει τώρα ενεργά στη λατρεία του Θεού.
Η αγρυπνία επιστρέφει στον κυρίως ναό. Κοιτάζω τα στασίδια. Απομείναμε μόνο τρεις λαϊκοί. Δίπλα μου δεξιά και αριστερά δεν υπάρχει κανείς. Οι άλλοι δύο είναι απέναντι.
Αισθάνομαι ψυχική ευφορία και κατάνυξη. Μόνος με το Θεό, μέσα σε έναν ιερό ναό μέσα στον Άθω.
Βλέπω τις εικόνες του τέμπλου. Ο Κύριος, η Θεοτόκος. Η εφέστια εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έχει ιδιαίτερη χάρη. Όλες οι μορφές είναι πολύ μεγάλες. Φωτίζονται από τα καντήλια και σε κοιτούν κατάματα.
Καμια κοσμική έννοια στο νού. Καμία βιοτική μέριμνα όπως λέει στο Χερουβικό.
Η αγρυπνία τελικά τελειώνει στις τέσσερις παρά τέταρτο. Βγαίνω από το καθολικό και κατευθύνομαι στο δωμάτιο για να κοιμηθώ. Ασυναίσθητα κοιτάζω προς τον ουρανό. Στη Διονυσίου η αυλή γύρω από το καθολικό είναι πολύ στενή και ο ουρανός φαίνεται σα μία λωρίδα. Τι να δω! Τα αστέρια είναι τόσο πολλά που λες και είναι ενωμένα. Σχεδόν δε ξεχωρίζει το ένα από το άλλο. Όλα μαζί φωτίζουν και κάνουν τη νύχτα μέρα. Φαντάσου πόσο όμορφα θα είναι στην έρημο του Άθω, σκέφτομαι.
Ο εσπερινός είναι μικρός και δεν γίνεται απόδειπνο γιατί στις εννιά αρχίζει η αγρυπνία. Ο αρχοντάρης μας ενημερώνει ότι θα κρατήσει μέχρι τις τρισήμισυ τα ξημερώματα και στη συνέχεια στις έξι θα γίνει η Θεία Λειτουργία.
Εγώ με το φίλο μου από τα χαράματα στο πόδι. Από τις εννιά παρά πηγαίνουμε στο καθολικό για να πιάσουμε στασίδι. Καθόμαστε πίσω από τον αριστερό χορό, στα στασίδια μπροστά από την εικόνα του κτήτορα της μονής Αγίου Διονυσίου (γι' αυτούς που γνωρίζουν). Στα στασίδια που λίγες ώρες πριν καθαρίσαμε με βρεγμένο πανί τρεις προσκυνητές μετά από παράκληση του εκκλησιαστικού. Το καθολικό έπρεπε να είναι καθαρό για τη μεγάλη αγρυπνία.
Ελάχιστα καντήλια αναμμένα. Σε λίγο όλα τα στασίδια γεμίζουν με προσκυνητές. Οι μοναχοί έρχονται σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλλο, βλέπουν ότι δεν υπάρχει χώρος να καθήσουν και αποτραβιούνται στον πρόναο και τη λητή.
Η αγρυπνία αρχίζει. Μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα παρακολουθούμε σχετικά άνετα. Μετά αρχίζει η πάλη με τον γίγαντα της κούρασης και της νύστας. Κατά τις δωδεκάμισυ ο φίλος μου λέει ¨πάω να κοιμηθώ. Δε μπορώ άλλο". Φεύγει. Και στη συνέχεια ένας ένας οι περισσότεροι λαϊκοί. Εγώ για πρώτη φορά δε το βάζω κάτω. Το πολυ πολυ να κοιμηθώ στο στασίδι. Δε θέλω όμως. Θέλω να κρατηθώ ξύπνιος μέχρι το τέλος.
Νυστάζω πολύ. Βγαίνει η κούραση όλης της ημέρας τώρα. Ταξίδι, αυτοκίνητο, καράβι, οδοιπορία...Σηκώνομαι όρθιος για να μην κοιμηθώ. Κουράζομαι και ξανακάθομαι. Αυτό γινόταν συνέχεια μέχρι τις δύο περίπου.
Εντωμεταξύ οι μοναχοί κινούνταν συνέχεια. Άλλαζαν οι ψάλτες, ο κανονάρχης πηγαινοερχόταν από χορό σε χορό, θυμίαμα, καντήλια και κεριά να ανάβουν και να σβήνουν. Έτσι προβλέπει το τυπικό.
Σε κάποιο σημείο η αγρυπνία μεταφέρεται στη λητή, όπου ψάλλουν δυνατά και με πολλή λαμπρότητα και φωταγωγία από τα πολλά κεριά. Δεν διαρκεί πολύ αυτό, περίπου μισή ώρα. Όμως αυτό ήταν...!
Δε νοιώθω πια ούτε κούραση ούτε νύστα. Το σώμα ξεκουράστηκε. Ο νους καθάρισε. Η καρδιά συμμετέχει τώρα ενεργά στη λατρεία του Θεού.
Η αγρυπνία επιστρέφει στον κυρίως ναό. Κοιτάζω τα στασίδια. Απομείναμε μόνο τρεις λαϊκοί. Δίπλα μου δεξιά και αριστερά δεν υπάρχει κανείς. Οι άλλοι δύο είναι απέναντι.
Αισθάνομαι ψυχική ευφορία και κατάνυξη. Μόνος με το Θεό, μέσα σε έναν ιερό ναό μέσα στον Άθω.
Βλέπω τις εικόνες του τέμπλου. Ο Κύριος, η Θεοτόκος. Η εφέστια εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έχει ιδιαίτερη χάρη. Όλες οι μορφές είναι πολύ μεγάλες. Φωτίζονται από τα καντήλια και σε κοιτούν κατάματα.
Καμια κοσμική έννοια στο νού. Καμία βιοτική μέριμνα όπως λέει στο Χερουβικό.
Η αγρυπνία τελικά τελειώνει στις τέσσερις παρά τέταρτο. Βγαίνω από το καθολικό και κατευθύνομαι στο δωμάτιο για να κοιμηθώ. Ασυναίσθητα κοιτάζω προς τον ουρανό. Στη Διονυσίου η αυλή γύρω από το καθολικό είναι πολύ στενή και ο ουρανός φαίνεται σα μία λωρίδα. Τι να δω! Τα αστέρια είναι τόσο πολλά που λες και είναι ενωμένα. Σχεδόν δε ξεχωρίζει το ένα από το άλλο. Όλα μαζί φωτίζουν και κάνουν τη νύχτα μέρα. Φαντάσου πόσο όμορφα θα είναι στην έρημο του Άθω, σκέφτομαι.