Σελίδα 1 από 1

Μια αληθινή ιστορία...για τον Ισαάκ!!!

Δημοσιεύτηκε: Τρί Ιαν 27, 2009 7:12 am
από eleimon
Εκείνη τήν Ιστορία, πού θύμιζε ζωντανό συναξάρι νεομάρτυρος, μου τήν ελεγε η γιαγιά μου καί εχει χαραχθει βαθιά μέσα στή μνήμη μου. ο πατέρας της ηταν παπάς σ’ ενα από τά χωριά του ανω Βοσπόρου, πού σήμερα εχει τήν ονομασία «Μπέηκοζ». Ο πατήρ Αντώνιος, ετσι ελεγαν τόν παπά, ειχε πολλά παιδιά, ανάμεσά τους καί τό Χριστόδουλο. Ο Χριστόδουλος ηταν 10 ετων οταν εγιναν εκεινα τά τρομερά γεγονότα. Μιά Μεγάλη Παρασκευή οι εβραιοι εκλεψαν τό παιδί καί τό πηραν μαζί τους. Τήν ιδια κιόλας μέρα τό κάρφωσαν, τό παιδί, σ’ ενα σταυρό, οπως τό Χριστό. Κάποιοι περαστικοί βρηκαν, τήν αλλη μέρα, τό Χριστόδουλο αναίσθητο στό δρόμο. Μετά από λίγες μέρες, μέσα στήν αναστάσιμη ατμόσφαιρα, πέθανε. Αυτή η διήγηση ηταν αληθινή πέρα γιά πέρα. Οταν πλησίαζε τό Πάσχα, παρόμοιες διηγήσεις καί θύμησες ανασκάλευαν τό νου μας καί μπαίναμε σέ ενα πολεμικό κλίμα μέ τούς εβραίους. Αποκορύφωμα του κλίματος αυτου ηταν καί τό κάψιμο του εβραίου πού γινόταν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ, μετά τήν περιφορά του επιταφίου.

Στή γειτονιά μας, εκει στό Σταυροδρόμι, εμεναν πολλοί εβραιοι. Κατά τή διάρκεια ὅλης της χρονιας ειχαμε στίς παρέες μας εβραιόπουλα. Μας ενωνε η αντίθεσή μας μέ τά τουρκάκια. Αυτές ομως τίς ημέρες ολα αλλαζαν. Δέν μπορουσαν οι εβραιοι νά παίζουν τά «χριστιανικά» μας παιχνίδια. Η Μεγάλη Εβδομάδα μας προσέφερε μιά καταπληκτική ευκαιρία γιά παιχνίδια πού αρχιζαν από τό ιερό του Ναου της Παναγίας καί συνεχίζονταν στόν αυλόγυρο καί στά περίχωρα.

Ο Ισαάκ εμενε σέ ενα γωνιακό σπίτι στή μεγάλη κατηφόρα, στό Χαμάλμπαση, λίγα μέτρα από τό σπίτι μας. ηταν από ΄κεινα τά εβραιόπουλα πού ηταν καλοί μας φίλοι. Δέν υπηρχε ζαβολιά στήν ὁποία νά μήν μετειχε. Τό κοφτερό του, μάλιστα, μυαλό απεδείχθη σπουδαιο σέ δύσκολες στιγμές. Θυμαμαι, μιά φορά, πού ηρθε μιά γειτόνισσα νά διαμαρτυρηθει, επειδή χτυπούσαμε τά κουδούνια στίς πόρτες των σπιτιων καί φεύγαμε τρέχοντας. Ο Ισαάκ, τότε, μέ πολύ σοβαρό υφος, ειπε:

- Γιά τό καλό σας τό κάναμε εμεις. Πρόκειται νά βρέξει καί σας ειδοποιήσαμε νά μαζέψετε τά ρουχα πού ειχατε απλώσει στήν ταράτσα νά στεγνώσουν.

- Που ειδες μπρέ παλιόπαιδο τή βροχή; Φώναξε η κυρά Κατίνα η Μπαλου.

- Τό ειπε τό δελτίο καιρου στό ραδιόφωνο, απάντησε ο Ισαάκ.



Ο Ισαάκ, λοιπόν, μέ τό κοφτερό μυαλό, πού τόσες φορές μας εβγαλε από δύσκολες καταστάσεις, αυτή τή φορά γινόταν «αποσυνάγωγος». ηταν εβραιος. Δέν μπορουσε τώρα νά ειναι μαζί μας. Αυτός, αυτή τήν εβδομάδα τή Μεγάλη, δέν μπορουσε νά παίξει. Εμεις τό βλέπαμε φυσικό. ο Ισαάκ επρεπε νά τιμωρηθει επειδή οι εβραιοι ειχαν σταυρώσει τό Χριστό.

Ηταν Μεγάλη Παρασκευή. ημέρα του μεγάλου παιχνιδιου. Η εκκλησία εμενε ανοιχτή ὅλη τή μέρα. Κόβαμε λουλούδια, ραντίζαμε τόν κόσμο μέ κολώνια, κρατούσαμε τήν τάξη στό ναό, κάναμε στόν αυλόγυρο της εκκλησίας τήν περιφορά του επιταφίου κι ενα σωρό αλλα πράγματα πού μας ἐενθουσίαζαν.

Κατά τή διάρκεια της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρων ηρθε μέσα στό ιερό, ὅπου ειμαστε μαζεμένοι, η ειδηση: Ο Ισαάκ φάνηκε στόν αυλόγυρο. ο Ισαάκ στόν αυλόγυρο; Αυτό ηταν ἀαπαράδεκτο. Τέτοια μέρα;

-Ηρθε σίγουρα γιά νά μας βεβηλώσει, ειπε ὁ Σούλης ὁ χερούκλας.

- Ναί, σίγουρα, φώναξαν ὅλοι οι αλλοι.

- Θά πρέπει νά μάθει πώς δέν μπορει εβραιος τέτοια μέρα νά γυρνάει μέ τό μέτωπο ψηλά σάν νά μή συμβαίνει τίποτε. Καί τό Χριστό σταύρωσαν καί από τό παιχνίδι θέλουν νά επωφεληθουν, φώναξε ὁ Λάμπης ὁ Γό.



Ετσι τόν αποκαλουσαν γιατί τό γράμμα Ρ τό πρόφερε Γό.

Ο Σούλης ὁ χερούκλας ελαβε αμέσως τό λόγο, αφου εθεωρειτο καί ὁ φυσικός αρχηγός των παιδιων του ιερου. Στράφηκε σέ μένα λέγοντας:

- Ντινο, θά πας νά του πεις πώς ειναι ανεπιθύμητος. Εσύ τόν γνωρίζεις πιό καλά. Ειναι καί γείτονάς σου.

- Ναί, ειπα. Εδειχνα ὅμως διστακτικός.

- Φοβασαι, ρέ; μου ειπε ὁ Σούλης καί συνέχισε:

- Εβραιος ειναι, τό κατάλαβες; Τήν εβδομάδα αυτή δέν πρέπει νά τούς αφήσουμε σέ χλωρό κλαρί. Αυτοί σταύρωσαν τό Χριστό. Θά τούς σταυρώσουμε κι εμεις.

- Ο Χριστός, ὅμως, δέ σταύρωσε αυτούς πού τόν σταύρωσαν, τόλμησα νά πω.

- Τί λές ρέ; Τί λές ρέ; Τί ειναι αυτό πού ακουσαν τ΄ αυτιά μου; Χρονιάρα μέρα μέ τούς εβραίους εισαι; Ε; λέγε.

- οχι, του ειπα.

- Ασε, λοιπόν, τά λόγια καί κάνε αυτό πού λέω γιατί χάθηκες. Πάσχα δέ θά κάνεις εσύ. Καί στό παιχνίδι κομμένος.

- Καλά, του ειπα φοβισμένος.



Βγηκα εξω. Ο Ισαάκ πράγματι βρισκόταν εξω. Τόν πλησίασα αφου πηρα υφος αυστηρό.

- Ισαάκ τί γυρεύεις εδω?

- Γιατί νά μήν ειμαι? Ποιος μπορει να μεμποδισει? Αλλαξε τονο και μου ειπε εμπιστευτικα..

- Ντινο τί επαθες Που ειναι η καρδιακη μας φιλια?

- Ὁ Χριστός μας χωρίζει ΙΣΑΑΚ εσεις οι εβραιοι σταυρωσατε το Χριστο δε μπορειτε να πατατε εδω τετοια μερα.

- Ὁ Χριστός σας, ὅμως, δέν εδιωξε κανένα από κοντά του.

- Ισαάκ, τώρα δέ γίνεται τίποτε. Μετά τό Πάσχα θά ειμαστε καί πάλι φίλοι, ειπα κι εφυγα τρέχοντας επειδή δέν αντεχα τήν αναμέτρηση.



Οταν τελείωσε η ακολουθία κι αρχισαν τά γνωστά παιχνίδια στόν αυλόγυρο, ενιωθα μιά πλάκα νά πιέζει τό στηθος μου. Σάν νά ημουν ενας ἀπό τούς σταυρωτές του Χριστου. Ειχα δίκαιο η αδικο; Δέν μπορουσα νά χαρω τή μέρα. Τότε βρηκα τή λύση. Τή βρηκα καθώς στεκόμουν αφηρημένος μπροστά στόν επιτάφιο. Μπροστά στήν ακρα ταπείνωση. επρεπε νά κάνω κάτι. Αυτός πού ηταν μέσα στόν επιτάφιο εκανε τόσο μεγάλη συγκατάβαση. Πηρα τήν απόφασή μου. Πηγα στό σπίτι του Ισαάκ. Καθόταν στά σκαλοπάτια βλοσυρός. Μιά λάμψη διαπέρασε τή ματιά του, αλλά εξωτερικά δέν τό εδειξε.

- Ισαάκ, του ειπα, συγγνώμη γιά τό πρωί. Εκπροσωπουσα ξέρεις, μιά ὁμάδα παιδιων. Γνωρίζεις τή νοοτροπία. Σκέφθηκα ὅμως κάτι σπουδαιο. Θά πουμε στά παιδιά πώς εισαι μέν εβραιος, αλλά μέσα στήν καρδιά σου αγαπας τό Χριστό καί λυπασαι πού οι εβραιοι τόν σταύρωσαν. Θά πεις πώς δέν μπορεις νά κάνεις αλλιως.



Ο Ισαάκ μέ παρατηρουσε μέ προσοχή. Μέ ενα βλέμμα κοφτερό καί αντρίκιο.

- Ντινο, μου ειπε, ουτε προφήτης νά ησουν, ετσι σκέπτομαι αλήθεια. Εγώ πηρα μιά βαθιά ανάσα.

- Σέ περιμένω τό βράδυ στήν περιφορά του επιταφίου. Τά παιδιά θά τά αναλάβω εγώ.



Τά παιδιά, ὅμως, δέν μέ πίστευαν μέ τίποτε. Προσπάθησα πολύ. Τίποτε. ηταν αμετάπειστοι.

- Μά, ὁ Χριστός συγχώρεσε τούς σταυρωτές του.

- Μή μιλας, σταμάτα, αν δέ θέλεις απόψε βράδυ, νά σέ κάψουμε μαζί μέ τόν εβραιο, ειπε ὁ Σούλης.



Τό βράδυ στήν περιφορά του επιταφίου ψιχάλιζε. Συνήθως ψιχαλίζει στήν περιφορά του επιταφίου. Εμεις ολοι ,χριστιανόπουλα, περιφέραμε αγέρωχα τόν επιτάφιο στό μεγάλο αυλόγυρο της Παναγίας.

Μέσα στόν κόσμο ξεχώρισα τόν Ισαάκ. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Δέν μπόρεσα νά διακρίνω αν ηταν οιψιχάλες η τά δάκρυα πού ετρεχαν από τά μάτια του φίλου μου, του Ισαάκ. Κι αν εκλαιγε, εκλαιγε επειδή δέν τόν δέχτηκαν τά παιδιά παρά τήν ὁμολογία του, η επειδή λυπόταν γιά τή σκληροκαρδία μας;

Μετά τήν περιφορά δέν γλύτωσα από τή σχετική καρπαζιά του Σούλη του χερούκλα.

- Σέ ειδα βρέ, σέ ειδα, αλλαξες φιλικές ματιές μέ τόν εβραιο. Καί πρόσθεσε:

- Εσύ απόψε εβραιο δέν καις.

- Δέν πειράζει, ειπα, θά πάρω πάνω μου τήν ευθύνη γιά τόν Ισαάκ.



Από τό παράθυρο του σπιτιου μου παρατηρουσα τό ατυπο τελετουργικό.

Στό τέλος της καύσεως, πέρασε ενας απεσταλμένος του Σούλη, κάτω από τό παράθυρο, φωνάζοντας:

- Ακου Ντινο, εσύ Ανάσταση φέτος δέν θά κάνεις, ουτε καί ὁ εβραιος.



Η κρίσιμη στιγμή ηταν κατά τήν Ανάσταση. Στήν Πόλη πολλές χρονιές η Ανάσταση δέν γινόταν τά μεσάνυχτα, αλλά στίς πέντε τό πρωί. Η Ανάσταση ειναι πάντοτε μιά κρίσιμη στιγμή. Τό συναπάντημα του Χριστου μέ τόν Αδη. Η ηττα του αδη,η απελευθερωση των νεκρων.




Ολα αυτα τα ζησαμε εκεινο το πρωιστη λειτουργια της αναστασεως.Τα παιδια ειχαν φτασει εκει με τις τσεπες γεματες βαρελοτα και αυγα.Την ωρα του Χριστος Ανεστη τό πρωί, θά γινόταν χαμός.

Αυγά ανάμεικτα μέ βαρελότα θά ταξίδευαν πάνω από τά κεφάλια μας.

Ειχα φθάσει φοβισμένος. Δέν τόλμησα νά μπω στό ιερό. Τά παιδιά εξάλλου μέ παρατήρησαν λίγο περιφρονητικά. Στάθηκα πλάι στήν εξέδρα, εκει πού θά γινόταν η Ανάσταση. «Δευτε λάβετε Φως!»

«Χριστός Ανέστη».

Χαρά ανεκλάλητη. Ξέχασα τά πάντα. Χαιρόμουν πολύ. Δέν φοβόμουν τό Σούλη τό χερούκλα, ουτε κανέναν. Χαιρόμουν ατελείωτα. Τά βαρελότα εδιναν τόνο πολεμικης ατμόσφαιρας. Κραυγές, πανδαιμόνιο χαρες. Καί ανάμεσα στό θόρυβο ακουσα κάποιες κραυγές θυμωμένων ανθρώπων. Σά νά μάλωναν η νά εδερναν κάποιον. Στράφηκα πρός τά εκει μαζί μέ ὅλα τά παιδιά, πού ηταν σέ απόσταση βολης. Ναί, ηταν πραγματικές κραυγές. Ο πατέρας του Ισαάκ ειχε παρακολουθήσει τό γιό του πού εφυγε κρυφά από τό σπίτι. Τήν ωρα του «Χριστός Ανέστη» αρχισε νά τόν χτυπάει αλύπητα. Πως τόλμησε ενας εβραιος νά πει: «Χριστός Ανέστη»;

Ντροπή, μεγάλη ντροπή, γιά τήν οικογένεια. Ειδα τόν Ισαάκ νά ποδοπατειται από τόν πατέρα του μέ μίσος.

- Τί ειπες; Τί ειπες; Χριστός Ανέστη; Φώναζε ξέφρενα εκεινος.



Ο Ισαάκ ηταν σέ ασχημη κατάσταση. ετρεχε αιμα από τό στόμα καί τή μύτη του. Τόλμησε νά πει.

- Ναί, πατέρα, Χριστός Ανέστη. Γιατί εμεις οι εβραιοι τόν σταυρώσαμε. Χριστός Ανέστη.



Κυλιόταν κάτω σάν μάρτυρας, χωρίς γογγυσμό, ψελλίζοντας.

- Χριστός Ανέστη…



Μᾶς θύμισε τό μαρτύριο τόσων καί τόσων πού φώναξαν αυτό τό «Χριστός Ανέστη» στά ματωμένα χώματα της Πόλης.

Μετά εμεινε αναίσθητος. Δέν τολμήσαμε νά πλησιάσουμε. Τά παιδιά ειχαν παγώσει. Ο πατέρας του Ισαάκ τόν αρπαξε στά χέρια του. η μαλλον τόν εσερνε. εμεις μείναμε αφωνοι. Ο Σούλης μέ κοίταξε. Τόν κοίταξα. Μέ φίλησε.

- Αληθως Ανέστη, ειπε δακρυσμένος.

- Ναί, Αληθως Ανέστη.

Τόν Ισαάκ, μετά, τόν χάσαμε. Μάθαμε πώς εμεινε μηνες στό κρεβάτι. Εφυγαν από τή γειτονιά.

Μετά από χρόνια, κάποιος μου μίλησε γιά εναν ιερομόναχο σέ μιά σκήτη του Αγίου Ορους, πού παλιά ζουσε στήν Πόλη καί ηταν εβραιος. Καί μετά εγινε χριστιανός. Γιά εναν ιερομόναχο πού ηταν κυρτός από κάποιο ατύχημα. Ηταν σιωπηλός πάντα καί ελεγε «Χριστός Ανέστη», σέ οσους τόν συναντουσαν.

Ετσι μου ειπαν καί τό πιστεύω, ναί, πώς ειναι ὁ φίλος μου ὁ Ισαάκ.

Χριστός Ανεστη!



† π.Κ.Σ.

Πηγή: Αὐτοτελές ἀπόσπασμα μέσα ἀπό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου», Σελίδα 9, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία