Σελίδα 1 από 1
Αποσπάσματα από το Μέγα Γεροντικόν - Τόμος Β
Δημοσιεύτηκε: Παρ Ιουν 09, 2006 4:02 pm
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΠΕΡΙ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ… και όχι μόνο στην τροφή, αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής
1. Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ένα καράβι για να πάνε και σ΄αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα,
που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος: “Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν”. Και στον Γέροντα είπε: “Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά”. Και ο Γέροντας του απαντά: “Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα, και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι”.
Και αυτό το είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.
8. Ο ίδιος βάδιζε κάποτε μαζί με τους μαθητές του, και ένας απ΄αυτούς βρήκε Πάνω στον δρόμο ένα μικρό αρακά χλωρό και λέει στον Γέροντα:
“Πάτερ, μου επιτρέπεις να το πάρω αυτό;”
Τον κοίταξε με απορία ο Γέροντας και του λέει: “Εσύ το έβαλες εκεί;”
“Όχι” απαντά ο αδελφός.
“Και πώς λοιπόν θέλεις να πάρεις -του λέει ο Γέροντας- αυτό που δεν το έβαλες εσύ;”
21. Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έτρωγε ψωμί και αλάτι. Όταν έφτανε το Πάσχα έλεγε στον εαυτό του: “Οι αδελφοί τρώνε ψωμί και αλάτι. Εγώ όμως οφείλω να κάνω λίγο κόπο για το Πάσχα και επειδή τις άλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα που είναι Πάσχα θα κάνω τον κόπο να τρώγω όρθιος”.
22. Έλεγαν για τον αββά Ελλάδιο ότι έμεινε είκοσι χρόνια στα Κελλία και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια του να δει τη στέγη της εκκλησίας.
23. Έλεγαν για τον αββά Ζήνωνα ότι βαδίζοντας κάποτε στην Παλαιστίνη κουράστηκε και έκατσε να φάει κοντά σ΄έναν κήπο με αγγουριές.
Και του λέει ο λογισμός του: “Πάρε ένα αγγουράκι και φάγε, δεν είναι τίποτε αυτό”.
Κι αυτός απάντησε στον λογισμό του: “Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση”.
Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε μέσα στον καύσωνα πέντε μέρες. Και αφού τσιγαρίσθηκε, είπε: “Δεν μπορώ να αντέξω την κόλαση”.
Λέγει τότε στον λογισμό του: “Αν δεν μπορείς, μην κλέβεις για να τρως”.
24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: “Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο. Γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό, ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει”.
28. Είπε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: “Εάν ένας βασιλιάς θελήσει να καταλάβει μια εχθρική πόλη, πρώτα δεσμεύει το νερό και την τροφή. Και έτσι οι εχθροί κινδυνεύοντας να πεθάνουν από την πείνα υποτάσσονται σ΄αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τα σαρκικά πάθη. Εάν ο άνθρωπος ζήσει με νηστεία και πείνα, οι εχθροί
που είναι στην ψυχή του χάνουν τη δύναμή τους”.
32. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: “Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;”
Και του απαντά ο Γέροντας: “Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβη στο στόμα μου”.
37. Κάποιος από τους Γέροντες πήγε στον συνασκητή του για να πάν να επισκεφθούν τον αββά Ιωσήφ.
Του λέει λοιπόν: “Πές στον μαθητή σου να μας στρώσει το γαϊδουράκι”.
Και του αποκρίνεται εκείνος: “Φώναξέ τον και ό,τι θέλεις θα στο κάνει”.
Τον ρωτά “πώς ονομάζεται” και απαντά ο άλλος “δεν γνωρίζω”.
Πόσον καιρό είναι μαζί σου -λέει ο Γέροντας- και δεν ξέρεις το όνομά του;” “Δύο χρόνια” του απαντά.
“Αν εσύ δύο χρόνια δεν γνωρίζεις το όνομα του θαμητή σου -λέει ο επισκέπτης Γέροντας- εγώ τι χρειάζεται να το μάθω σε μια μέρα;”
44. Είπε ο αββάς Μακάριος: “Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος.
Και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους”.
45. Προσφέρηκαν κάποτε στον αββά Μακάριο σταφύλια που επιθυμούσε να τα φάει. Από εγκράτεια όμως τα έστειλε σε έναν αδελφό άρρωστο πού κι αυτός είχε την επιθυμία να φάει σταφύλια. Αυτός τα πήρε, έδειξε μάλιστα πάρα πολύ χαρύμενος, γιατί ήθελε να κρύψει την εγκράτειά του, και κατόπιν τα έστειλε σε άλλον αδελφό με τη δικαιολογία ότι δεν έχει όρεξη για οτιδήποτε φαγώσιμο. Τα πήρε κι εκείνος και έκανε το ίδιο, αν και είχε μεγάλη επιθυμία να τα γευθεί. Καθώς λοιπόν σε πολλούς αδελφούς πήγαν τα σταφύλια και κανείς δεν θέλησε να τα φάει, ο τελευταίος επίσης αδελφός δεν τα έφαγε και τα έστειλε στον αββά Μακάριο πιστεύοντας ότι του προσφέρει σπουδαίο δώρο. Ο Μακάριος όμως τα αναγνώρισε και αφού ερεύνησε τι ακριβώς συνέβη, θαύμασε και εχυαρίστησε το Θεό για την τόσο μεγάλη εγκράτεια των αδελφών.
54. Είπε πάλι:
“Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν, θα προτιμάει μάλλον να σιωπά”.
55. Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον.
Και του απάντησε: “Καλύτερη είναι η σιωπή”.
84. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη:
“Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;”
Κι ο Γέροντας του λέει: “Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα μας και η κοιλιά μας;”
87. Είπε πάλι: “Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ”.
88. Είπε ακόμη: “Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά”.
104. Βγήκε έξω κάποια φορά ο Γέροντας τη νύκτα και με βρήκε να κοιμάμαι στην αυλή του κελιού.
Και άρχισε ο Γέροντας να με θρηνεί και έλεγε κλαίοντας:
“Άραγε πού βρίσκεται ο λογισμός του και κοιμάται τόσο αμέριμνα;”
106. Κάποιος από τους Γέροντες επισκέφθηκε άλλον Γέροντα, ο οποίος είπε στον μαθητή του:
“Κάνε μας λίγη φακή”. Και έκανε. “Μούσκεψε και ψωμί” και μούσκεψε.
Και παρέμειναν μιλώντας για πνευματικά θέματα ως την έκτη ώρα της άλλης μέρας. Και λέει στον μαθητή του πάλι:
“Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου”. Και του απαντά ο μαθητής: “Από χθές την έκανα”. Και τότε σηκώθηκαν και έφαγαν.
108. Αρρώστησε κάποιος από τους Γέροντες και επειδή δεν μπορούσε να δεχθεί τροφή, τον παρακαλούσε πολλές μέρες ο μαθητής του να του κάνει λίγο κουρκούτι από σιμιγδάλι. Πράγματι πήγε, το έκανε και του το έφερε να φάει. Αλλά υπήρχε εκεί κρεμασμένο ένα αγγείο με λίγο μέλι μέσα και ένα άλλο με λίγο λάδι από λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αυτό, γιατί ήταν από πολύ καιρό και προοριζόταν για το λυχνάρι. Και ο αδελφός κατά λάθος έβαλε στο φαγητό του Γέροντα απ΄αυτό αντί για μέλι.
Ο Γέροντας όταν το δοκίμασε, δεν έβγαλε μιλιά αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός επέμεινε να πάρει και δεύτερη φορά και ο Γέροντας βιάζοντας τον εαυτό του έφαγε.
Του δίνει και τρίτη φορά, αλλά δεν θέλησε να φάγει λέγοντας: “Αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ”.
Κι ο αδελφός για να του κάνει τη διάθεση, του λέει: “Ωραίο είναι, αββά μου, να, κι εγώ θα φάω μαζί σου”.
Μόλις όμως το δοκίμασε και αντιλήφθηκε τι έκανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας:
“Αλίμονό μου, αββά, σε σκότωσα, και σύ μου φόρτωσες την αμαρτία που δεν μίλησες”.
Κι ο Γέροντας του λέει: “Παιδί μου, μη θλίβεσαι, εάν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει”.
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιουν 10, 2006 9:12 pm
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Διάφορες διηγήσεις ωφέλιμες για τους πολέμους που ξεσηκώνει μέσα μας το πάθος της πορνείας
1. Είπε ο αββάς Αντώνιος: “Νομίζω πώς το σώμα έχει μία φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄αυτά, διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.
Γι΄αυτό και έλεγε ο Απόστολος: “Μη μεθάτε με κρασί που οδηγεί στην ασωτεία”.
Αλλά και ο Κύριος, όταν έδινε εντολές στους μαθητές του, είπε: “Προσέχετε μη σκληρύνουν οι καρδιές σας μέσα στην κραιπάλη και στη μέθη”.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κίνηση σ΄αυτούς που αγωνίζονται πνευματικά. Αυτή προέρχεται από την δολιότητα και τον φθόνο των δαιμόνων.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν. Μια η φυσική, η άλλη από απροσεξία στις τροφές και η τρίτη από τους δαίμονες”.
14. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Όπως ο σωματοφύλακας του βασιλιά στέκεται στο πλάι του πάντοτε έτοιμος, το ίδιο και η ψυχή πρέπει να είναι σε εγρήγορση απέναντι στον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας”.
24. Διηγούνταν για την αμμά Σάρρα ότι υπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρό πόλεμο από τον δαίμονα της πορνείας και ποτέ δεν προσεύχηθηκε για να απομακρυνθεί ο πόλεμος, αλλά μόνο έλεγε: “Θεέ μου, δός μου δύναμη”.
25. Είπαν επίσης για την ίδια ότι κάποια φορά το πονηρό πνεύμα της πορνείας της επετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς την τα μάταια πράγματα του κόσμου αυτού.
Αλλά αυτή ανυποχώρητη χάρις στο φόβο του Θεού και την άσκησή της, ευθύς ανέβηκε στο δωμάτιό της να προσευχηθεί.
Της παρουσιάζεται τότε το πνεύμα της πορνείας σωματικά και της λέει: “Εσύ με νίκησες, Σάρρα”.
Κι εκείνη απαντά: “Δεν σε νίκησα εγώ, αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός”.
33. Είπε ένας Γέροντας: “Λέει ο εχθρός στον Πατέρα, στέλνω τους δικούς μου στους δικούς σου για να καταστρέψω τους δικούς σου. Κι αν δεν μπορώ να περάσω την πονηριά μου στους εκλεκτούς σου, τουλάχιστον τους δημιουργώ φαντασίες μέσα στη νύκτα”.
Και λέει σ΄αυτόν ο Σωτήρας: “Εάν ποτέ το έκτρωμα θα κληρονομήσει τον πατέρα του, άλλο τόσο κι αυτό θα λογαριασθεί ως αμαρτία στους εκλεκτούς μου”.
35. Για την αντιμετώπιση των βλαβερών λογισμών αποκρίθηκε κάποιος Γέροντας:
“Παρακαλώ, αδελφέ, όπως σταματήσαμε τις βλαβερές πράξεις, ας σταματήσουμε και τους λογισμούς. Γιατί τι είμαστε, παρά χώμα που προήλθε από χώμα;”
42. Πολεμήθηκε κάποτε ένας μαθητής μεγάλου Γέροντα από σαρκικό πειρασμό.
Και ο Γέροντας βλέποντας τον κόπο του, του λέει: “Θέλεις να παρακαλέσω τον Θεό να σου ξαλαφρώσει τον πόλεμο;”
Κι αυτός είπε: “Όχι, αββά, γιατί αν και κοπιάζω, αλλά βλέπω καρπό από τον κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τον Θεό να μου δίνει υπομονή να τον αντέξω”.
Κι ο αββάς τότε του είπε: “Σήμερα διαπίστωσα ότι έχεις προκόψει και με έχεις ξεπεράσει”.
80. Είπε επίσης ο Γέροντας ότι οι πονηροί λογισμοί μοιάζουν τις μύγες που μπαίνουν μέσα στο σπίτι.
Αν λοιπόν τις σκοτώνεις τμηματικά, μία-μία καθώς μπαίνουν, δεν κουράζεσαι. Αν όμως αφήσεις να γεμίσει το σπίτι, πολύς κόπος θα χρειαστεί για να τις βγάλεις.
Μπορεί βέβαια να το κατορθώσεις, μπορεί όμως να αποκάμεις και να τις αφήσεις να σου ρήμαξουν το σπίτι.
87. Είπε ένας Γέροντας: “Η αμεριμνία, η σιωπή και η καλυμμένη εσωτερική εργασία γεννούν την καθαρότητα”.
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιουν 11, 2006 2:07 pm
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Περί ακτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει να φυλαγόμαστε και από την πλεονεξία
1. Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
“Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ”.
Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχιαν το σώμα του.
Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.
Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:
“Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν”.
7. Πήγε κάποιος αδελφός στον Αγάθωνα και του ΄πε: “Άφησέ με να μένω μαζί σου”.
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι νίτρο και το ΄φερε αυτό.
Και ο Γέροντας τον ρώτησε: “Από πού βρήκες το νίτρο;”
“Στο δρόμο -είπε ο αδελφός- το βρήκα καθώς περπατούσα, και το πήρα”.
Του λέει τότε ο Γέροντας: “Εάν ήλθες να κατοικήσεις μαζί μου, αυτό που δεν το έβαλες εσύ εκεί, πώς το πήρες;”
Και τον έστειολε να το πάει στο μέρος απ΄όπου το είχε πάρει.
17. Είπε επίσης: “Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος”.
22. Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τον αββά Μακάριο στη Σκήτη.
Μέσα στο κελί του δεν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, και του είπαν:
“Αββά, έλα πάνω στο χωριό και θα σε φροντίζουμε”.
Κι ο Γέροντας τους λέει: “Αδελφοί, γνωρίζετε το ψωμάδικο του τάδε στην πόλη;”
“Ναι” του είπαν.
“Το ξέρω κι εγώ” τους αποκρίθηκε.
“Ξέρετε και το χωράφι του δείνα απ΄όπου περνάει ο ποταμός;”
Του είπαν: “Ναι”.
Και κατέληξε ο Γέροντας: “Κι εγώ το ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δεν σας έχω ανάγκη. Παίρνω τα πόδια μου και πηγαίνω”.
30. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
“Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για τον μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, για τον Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως”.
Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιουν 12, 2006 11:10 am
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Διάφορες διηγήσεις που μας ενθαρρύνουν για υπομονή και ανδρεία
1. Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
- “Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε”.
Και ο Γέροντας τους λέει:
- “Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή”.
Aλλά αυτοί είπαν:
- “Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε”.
Και ο Γέροντας τους είπε:
- “Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο”.
- “Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό”.
- “Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα”.
- “Ούτε αυτό μπορούμε”, του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
- “Εάν ούτε αυτό μπορείτε,μήν ανταποδίδετε τα ίσα”.
Λένε πάλι:
- “Ούτε αυτό μπορούμε”.
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
- “Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;”
4. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Τα σημάδια της προκοπής του μοναχού στους πειρασμούς φαίνονται”.
6. Ο αββά Βησσαρίων είπε:
“Σαράντα χρόνια δεν έπεσα στο πλευρό μου, αλλά κοιμόμουν καθιστός ή όρθιος”.
15. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
“Τίποτε δεν ωφελεί τόσο τον αρχάριο όσο οι προσβολές και οι περιφρονήσεις.
Όπως δηλαδή προκόβει το δένδρο που ποτίζεται καθημερινά, το ίδιο και ο αρχάριος που περιφρονείται και υπομένει”.
20. Είπε πάλι ότι κάποιος Γέροντας έμεινε σε κάποιο ιερό ειδωλολατρικό.
Πήγαν λοιπόν οι δαίμονες και του λένε: “Φύγε από τον τόπο μας”.
Και ο Γέροντας τους είπε: “Εσείς δεν έχετε τόπο”.
Άρχισαν τότε να του σκορπίζουν εντελώς τα βάϊα του κι ο Γέροντας επέμενε να τα μαζεύει.
Κατόπιν τον έπιασε ο δαίμονας από το χέρι και τον έσυρε έξω.
Μόλις έφτασε στην πόρτα ο Γέροντας, με το άλλο του το χέρι έπιασε την πόρτα κράζοντας:
“Ιησού, βοήθησέ με” και ευθύς ο δαίμονας εξαφανίστηκε και ο Γέροντας αναλύθηκε στα δάκρυα.
Τον ρώτησε τότε ο Κύριος: “Γιατί κλαίς;”
“Γιατί τολμούν -είπε ο Γέροντας- να πιάσουν τον άνθρωπο και να τον μεταχειρίζονται έτσι”.
“Εσύ αμέλησες -του παρατήρησε ο Κύριος- γιατί μόλις με ζήτησες, να πώς σου βρέθηκα”.
Και αυτά που λέω σημαίνουν ότι χρειάζεται πολύς κόπος.
Εάν δεν κοπιάσει κανείς, δεν μπορεί να έχει τον Θεό μαζί του.
Γιατί Αυτός για χάρη μας σταυρώθηκε.
24. Είπε η αμμάς Θεοδώρα ότι κάποτε ένας ευλαβής δεχόταν βρισιές από κάποιον και του λέει:
“Μπορούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο να σου μιλήσω, αλλά η εντολή του Θεού μου κλείνει το στόμα”.
29. Είπε ο αββάς Ισίδωρος:
“Η σοφία των αγίων αυτή είναι, να έχουν επίγνωση του θελήματος του Θεού. Γιατί όλα τα νικά ο άνθρωπος υπακούοντας στην αλήθεια, καθώς είναι πλασμένος κατ΄εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και απ΄όλα τα πνεύματα το φοβερότερο είναι το να ακολουθεί κανείς τη δική του καρδιά, δηλαδή τι του υπαγορεύει ο λογισμός του και όχι ο νόμος του Θεού. Και αυτό ύστερα του προκαλεί θλίψη, γιατί παραμένει γι΄αυτόν άγνωστο το μυστήριο του Θεού και δεν βρίσκει την οδό των αγίων για να βαδίζει σ΄αυτήν. Τώρα λοιπόν είναι καιρός να κάνουμε το θέλημα του Θεού, γιατί η σωτηρία κερδίζεται σε καιρό θλίψεως καθώς λέει η Γραφή:
“Με την υπομονή σας, θα σώσετε την ψυχή σας”.
35. Έλεγε ο αββάς Ματόης:
“Προτιμώ εργασία ελαφριά και συνεχή παρά εξουθενωτική εξαρχής που γρήγορα όμως σταματάει”.
58. Είπε ο αββάς Φορτάς:
“Εάν ο Θεός θέλει να ζω, γνωρίζει πώς θα με εξοικονομήσει. Εάν όμως δεν θέλει, τι σκοπό έχει για μένα η ζωή;”
Δεν δεχόταν τίποτε από κανένα, αν και ήταν κρεβατωμένος. Και έλεγε:
“Εάν προσφέρει κανείς κάποια φορά κάτι σε μένα και δεν το κάνει για τον Θεό, ούτε εγώ έχω κάτι να του δώσω ούτε θα ΄χει μισθό από τον Θεό, εφόσον δεν το πρόσφερε για τον Θεό, και έτσι αδικείται αυτός που πρόσφερε.
Όσοι έχουν αφιερωθεί στον Θεό και σ΄Αυτόν αποβλέπουν μόνο, πρέπει να έχουν τέτοια ευλάβεια, ώστε τίποτε να μην εκλαμβάνουν ως καταφρόνια, έστω κι αν συμβεί άπειρες φορές να αδικούνται”.
62. Επισκέφθηκαν κάποιοι αδελφοί στην έρημο ένα φημισμένο Γέροντα και του είπαν:
“Πώς μένεις καρτερικά εδώ, αββά, σηκώνοντας την κακοπάθεια αυτή;”
Και ο Γέροντας αποκρίθηκε:
“Όλη η κακοπάθειά μου όσον χρόνο βρίσκομαι εδώ, δεν συγκρίνεται ούτε με μια μέρα της κόλασης”.
68. Ένας Γέροντας μόναζε στην έρημο και το διάστημα που περπατούσε για να προμηθεύεται το νερό ήταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορά λοιπόν που πήγε να πάρει νερό, βαρέθηκε και είπε:
“Τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα ΄ρθω να μείνω κοντά στο νερό”.
Μόλις το΄πε αυτό, στρέφει το κεφάλι και βλέπει κάποιον να τον ακολουθεί και να μετράει τα βήματά του.
Τον ρωτάει ευθύς: “Ποιος είσαι εσύ;”
“Άγγελος Κυρίου -του απαντά- σταλμένος να μετρήσω τα βήματά σου για να σου δώσω τον μισθό σου”.
Μόλις τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθαρρύνθηκε, έγινε προθυμότερος και πήγε άλλα πέντε μίλια πιο βαθιά στην έρημο.
80. Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε. Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό. Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή. Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση. Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε. Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
- “Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;”
Κι εκείνος είπε:
- “Όχι, αββά, γιατί δεν μου΄κανες απόλυση”.
- “Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;”
- “Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον ύπνο”.
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
- “Τίνος είναι αυτά;”
Κι εκείνος είπε:
- “Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα”.
Απόρησε ο Γέροντας γι΄αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
- “Πές μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;”
- “Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε”.
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
- “Δεν θα σ΄αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή”.
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει. Και λέει στον πατέρα:
- “Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχ
λήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα”.
Όταν τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται.
81. Κάποτε ένας Γέροντας που έμενε στα Κελλία μόνος, αρρώστησε. Και επειδή δεν είχε κανέναν να τον εξυπηρετεί, σηκωνόταν και ό,τι έβρισκε στο κελί του το έτρωγε με διάκριση. Έμεινε άρρωστος πολλές μέρες και κανείς δεν ήρθε να τον επισκεφθεί. Όταν πέρασαν τριάντα μέρες και κανείς δεν είχε έρθει, έστειλε ο Θεός έναν άγγελο να τον υπηρετεί.
Έμεινε εκεί ο άγγελος επτά ημέρες και τότε θυμήθηκαν οι Πατέρες τον Γέροντα και είπαν μεταξύ τους:
- “Μήπως πέθανε ο τάδε Γέροντας;”
Πήγαν πράγματι και μόλις χτύπησαν την πόρτα, έφυγε ο άγγελος.
Ο Γέροντας φώναζε δυνατά από μέσα:
- “Φύγετε απ΄εδώ, αδελφοί”.
Αλλά παραβίασαν την πόρτα και μπήκαν και τον ρώτησαν γιατί φώναζε.
Κι εκείνος τους είπε:
- “Τριάντα ημέρες ήμουν άρρωστος και κανείς δεν ήρθε να με δει.
Και να, εδώ και επτά ημέρες έστειλε ο Θεός τον άγγελό του να με υπηρετεί. Και μόλις ήλθατε, έφυγε από κοντά μου”.
Μετά το λόγο αυτό, εκοιμήθη. Και οι αδελφοί θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό,που δεν εγκαταλείπε αυτούς που ελπίζουν σ΄Αυτόν.
82. Είπε ένας Γέροντας:
“Εάν σε βρει αρρώστια σωματική, μη χάνεις το θάρρος σου.
Γιατί αν θέλησε ο Κύριός σου να υποφέρεις στο σώμα, ποιος είσαι σύ πού θα δυσφορήσεις;
Αυτός δεν σε φροντίζει για όλα;
Μήπως ζεις εν τη απουσία του;
Να είσαι καρτερικός λοιπόν και να Τον παρακαλείς να σου δίνει αυτά που σου συμφέρουν, δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του.
Να ζεις με καρτερία και να τρέφεσαι από ελεημοσύνη (όσο είσαι άρρωστος)”.
87. Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες για τον φτωχό Λάζαρο:
“Δεν βρίσκουμε να ΄χει κάνει αυτός καμιά αρετή, μόνο πού δεν γόγγυσε ποτέ κατά του Θεού ότι δεν τον σπλαχνίστηκε,
αντίθετα, σήκωσε τον πόνο του με ευγνωμοσύνη και δεν κατέκρινε τον πλούσιο. Γι΄αυτό ο Θεός τον δέχθηκε ως δικό του”.
89. Είπε άλλος Γέροντας:
“Ο λόγος για τον οποίο δεν προκόβουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα μέτρα μας,
ούτε έχουμε υπομονή στο έργο που αρχίζουμε αλλά θέλουμε άκοπα να αποκτούμε αρετή.
Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο πού δεν υπάρχει διάβολος”.
97. Ένας από τους Πατέρες κατοικούσε σε κάποιον τόπο και έκανε ζωή υποδειγματική.
Αυτός είχε έναν αδελφό που ήταν ηγούμενος μιας Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπόν κάποια μέρα:
- “Γιατί να κάθομαι εδώ και να κοπιάζω; Θα πάω στον αδελφό μου και αυτός θα μου δίνει τα χρειαζούμενα”.
Σηκώθηκε και πήγε στον αδελφό του, ο οποίος μόλις τον είδε χάρηκε. Λέγει λοιπόν του αδελφού του:
- “Θέλω να μείνω εδώ αλλά δώσ΄μου ένα κελί για να μένω μόνος”.
Του έδωσε, αλλά από την ώρα εκείνη και ύστερα λησμόνησε ότι ο αδελφός του ήλθε εκεί.
Οι αδελφοί της Λαύρας βλέποντας ότι είναι αδελφός του ηγουμένου, νόμιζαν ότι ο αδελφός του,
του προσφέρει ό,τι χρειάζεται και δεν του πήγαν τίποτε, ούτε τον κάλεσαν σε κελί να πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Και αυτός καθώς ήταν διστακτικός από σεβασμό, δεν ενοχλούσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε και είπε:
- “Ίσως δεν είναι θέλημα Θεού να μείνω εδώ”.
Παίρνει λοιπόν το κλειδί του κελιού, το επιστρέφει στον αδελφό του και του λέει:
- “Συγχώρα με, δεν μπορώ να μένω εδώ”.
Εκείνος εξεπλάγη και του λέει:
- “Πότε ήλθες εδώ;”
- “Εσύ δεν μου ΄δωσες το κλειδί του κελιού;” τον ρωτάει.
- “Πίστεψέ με -του λέει ο αδελφός του- δεν θυμόμουν ότι ήλθες εδώ. Αλλά για τ΄όνομα του Κυρίου, πές μου ποιος λογισμός σε έκανε και ήλθες εδώ;”
Κι εκείνος του είπε:
- “Ακριβώς με τέτοια ελπίδα, να βρω δηλαδή ανάπαυση κοντά σου”.
Τότε του λέει ο αδελφός του:
- “Δίκαια λοιπόν μ΄έκανε ο Θεός να σε λησμονήσω, γιατί δεν στήριξες την ελπίδα σου σ΄Εκείνον, αλλά σε μένα”.
Έτσι σηκώθηκε και επέστρεψε στο τόπο που κατοικούσε πρώτα.
Δημοσιεύτηκε: Δευ Ιουν 12, 2006 5:34 pm
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Τίποτε δεν πρέπει να κάνουμε για επίδειξη
7. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
“Νομίζω πώς είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού. Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδλεφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνια, που είναι η μάνα όλων των κακών.
Εσύ όμως, πιστέ δούλε του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου, και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη χάσεις τον μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του, όπως είπε ο Κύριος”.
11. Πήγε άλλος αδελφός σ΄αυτόν (στον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) και άρχισε να μιλάει και να ερευνά για πράγματα,
τα οποία ακόμη δεν είχε αρχίσει να τα εφαρμόζει. Και του λέει ο Γέροντας:
“Ακόμη δεν βρήκες πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες, και πρίν ταξιδέψεις, έφτασες κιόλας σ΄εκείνη την πόλη;
Πρώτα άρχισε την εργασία και καθώς την κάνεις, θα φθάσεις σ΄αυτά που τώρα λές”.
17. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου”.
18. Είπε επίσης:
“Οι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα τη διδασκαλία, αλλά ελάχιστα απ΄αυτά εφαρμόζουν”.
20. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από τη φιλία του Θεού.
Δεν είναι καλό να θέλει κανείς να αρέσει σε όλους. Γιατί η Γραφή λέει: Αλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν”.
22. Ο αββάς Αμμούν της Ραϊθούς ρώτησε τον αββά Σισόη:
“Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή γυρεύει ο λογισμός μου να φτιάξει κάποιες ωραίες φράσεις, για να έχω ν΄απαντώ, όταν με ρωτούν”.
Κι ο Γέροντας του λέει:
“Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου (της καρδιάς) να αποκτήσεις και το να μη μεριμνάς τι θα πιεις, και σωστά να μιλάς”.
26. Είπε η αγία Συγκλητική:
“Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λυώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει”.
28. Κάποια φορά που καθόταν ο αββάς Τιθόης, κοντά εκεί ήταν ένας αδελφός αλλά δεν το ήξερε αυτό και στέναξε, και δεν κατάλαβε ότι ήταν ο αδελφός δίπλα, γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Κατόπιν όμως του έβαλε μετάνοια και είπε: “Συγχώρεσέ με, αδελφέ, δεν έγινα ακόμα μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου”.
31. Ένας αδελφός, ασκητής που δεν έτρωγε ψωμί, επισκέφθηκε κάποιον ονομαστό Γέροντα. Βρέθηκαν εκεί τη μέρα εκείνη κι άλλοι ξένοι και μαγείρεψε ο Γέροντας για χάρη τους λίγο φαγητό. Όταν κάθισαν να φάνε, ο ασκητής έβαλε για τον εαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα και έτρωγε. Όταν σηκώθηκαν απ΄το τραπέζι, τον πήρε ιδιαίτερα ο Γέροντας και του ΄πε:
- “Αδελφέ, όταν επισκέπτεσαι κάποιον, μη δείχνεις τη μοναχική σου άσκηση. Αν, πάλι, θέλεις να κρατάς οπωσδήποτε την άσκησή σου, να κάθεσαι στο κελί σου και να μην πηγαίνεις πουθενά”.
Ο ασκητής πήρε ένα καλό μάθημα από τα λόγια του Γέροντα και στο εξής στις συναντήσεις με τους αδελφούς δεν ξεχώριζε.
32. Είπε κάποιος από τους Πατέρες ότι στις όχθες του ποταμού, κοντά στο χωριό όπου ο μακάριος Σιλουανός ζούσε στην Παλαιστίνη, κατοικούσε ένας αδελφός που προσποιούνταν τον σαλό. Έτσι, κάθε φορά που τον συναντούσε κάποιος αδελφός, άρχιζε και γελούσε. Γι΄αυτό λοιπόν κι εκείνος τον άφηνε κι έφευγε.
Συνέβη κάποια φορά να επισκεφθούν τον αββά Σιλουανό τρεις Πατέρες. Και αφού έκαναν προσευχή, τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους για να δουν τους αδελφούς μέσα στα κελιά τους. Είπαν επίσης στον Γέροντα:
- “Κάνε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας πάει σ΄όλους”.
Και ο Γέροντας ενώπιόν τους είπε στον αδελφό:
- “Να πας τους Πατέρες σε όλους”.
Ιδιαίτερα όμως του παρήγγειλε:
- “Πρόσεξε, να μην τους πάς σ΄εκείνον τον σαλό, για να μην σκανδαλισθούν”.
Καθώς περνούσαν απ΄τα κελιά των αδελφών οι Πατέρες, έλεγαν στον οδηγό τους:
- “Δείξε αγάπη να μας πας σε όλους”.
Και απαντούσε εκείνος:
- “Βεβαίως”.
Όμως δεν τους πήγε στο κελί του σαλού σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα.
Όταν επέστρεψαν στον Γέροντα τους είπε:
- “Είδατε τους αδελφούς;”
- “Ναι -του είπαν- και ευχαριστούμε. Αλλά λυπούμαστε που δεν πήγαμε σ΄όλους”.
Ρωτάει τότε ο Γέροντας τον οδηγό τους:
- “Δεν σου είπα να τους πάς σε όλους;”
- “Έτσι έκανα, πάτερ” απάντησε ο αδελφός.
Αλλά και την ώρα που έφευγαν οι Πατέρες είπαν πάλι στον Γέροντα:
- “Αληθινά σας είμαστε ευγνώμονες, που είδαμε τους αδελφούς, για ένα μόνο λυπούμαστε που δεν τους είδαμε όλους”.
Παίρνει τότε ο αδελφός τον Γέροντα ιδιαίτερα και του λέει:
- “Στον σαλό αδελφό δεν τους πήγα”.
Αφού έφυγαν οι Πατέρες, ο Γέροντας καλοσκέφτηκε αυτό που έγινε, σηκώνεται λοιπόν και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν τον σαλό.
Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά-σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δύο καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά.
Σαν είδε τον Γέροντα, άρχισε -όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
- “Άσ΄τα τώρα αυτά και πές μου ποια είναι η άσκησή σου”.
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
- “Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί, αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός μ΄έστειλε εδώ”.
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα, του λέει:
- “Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω, αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω. Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας”.
Θαύμασε σαν τ΄άκουσε ο αββάς Σιλουανός, και είπε:
* “Πράγματι οι Πατέρες που ήρθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού.
* Γιατί και με την παρουσία τους ένιωσα μεγάλη χαρά και ευφροσύνη πνευματική”.
37. Είπε ένας Γέροντας:
“Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και τα κάνει γνωστά στον κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρώνε. Ενώ εκείνος πού κρύβει την άσκησή του, όπως βάζει ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχει άφθονη συγκομιδή”.
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Ιουν 17, 2006 11:42 am
από pavmaria
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
ΤΟΜΟΣ B΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανένα
1. Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλίτ, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι΄αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο και του είπε:
- “Δεν θέλησαν να με δεχθύν, πάτερ”.
Τον έστειλε πάλι ο Γέροντας και τους μήνυσε το εξής:
- “Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά.
Και εσείς ό,τι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε;”
Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.
8. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
“Εάν σου έρθει λογισμός να κατακρίνεις τον πλησίον για κάποιο αμάρτημά του, πρώτα να σκεφθείς ότι εσύ είσαι περισσότερο αμαρτωλός απ΄αυτόν και εκείνα που νομίζεις ότι σωστά τα κάνεις, μην πιστέψεις ότι ήσαν αρεστά στον Θεό. Και έτσι δεν θα τολμήσεις να καταδικάσεις τον πλησίον”.
9. Είπε επίσης:
“Εάν δεν κατακρίνεις τον πλησίον αλλά εξουθενώνεις τον εαυτό σου, παρέχεις ανάπαυση στη συνείδησή σου”.
11. Πήγε κάποτε ο αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε κάποιο κοινόβιο και είδε έναν αδελφό να σφάλλει και τον κατέκρινε.
Όταν επέστρεψε στην έρημο, ήλθε άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού του και του είπε:
- “Δεν σου επιτρέπω να μπεις”.
Κι εκείνος παρακαλούσε κι έλεγε:
- “Τι συμβαίνει;”
Αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε:
- “Ο Θεός με έστειλε λέγοντας: Πές του: πού προστάζεις να βάλω τον αδελφό που έσφαλε και τον καταδίκασες”.
Ευθύς μετανόησε ο αββάς και είπε:
- “Αμάρτησα, συγχώρεσέ με”.
Και ο άγγελος του είπε:
- “Σήκω, σε συγχώρεσε ο θεός. Και στο εξής να προσέχεις να μην κρίνεις κανέναν, προτού τον κρίνει ο Θεός”.
12. Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του αββά Μακαρίου:
- “Παρακάλεσα τον Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο”.
Κι εκείνος είπε:
- “Να μην κακομεταχειριστείς κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Αυτά να κάνεις και σώζεσαι”.
13. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος. Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε, και εκείνα που άκουε σαν να μη τα άκουε.
14. Κάποιος αδελφός της Σκήτης κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ΄αυτός δεν θέλησε να πάει.
Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: “Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι”.
Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο.
Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: “Τι είναι αυτό, πάτερ;”
“Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου”.
Όταν τ΄άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.
18. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- “Πές μου, πώς θα γίνω μοναχός;”
Και ο Γέροντας είπε:
- “Εάν θέλεις να βρεις ανάπαυση και σ΄αυτόν τον κόσμο και στη μέλλουσα ζωή, να λές σε κάθε περίπτωση: Ποιος είμαι εγώ; Και να μην κατακρίνεις κανένα”.
20. Είπε επίσης:
“Μπορεί ένας άνθρωπος να φαίνεται ότι σιωπά ενώ η καρδιά του κατακρίνει τους άλλους, ένας τέτοιος άνθρωπος πάντοτε λαλεί.
Και μπορεί ένας άλλος να μιλάει από το πρωί ως το βράδυ και όμως κρατάει σιωπή γιατί δεν λέει τίποτε περισσότερο απ΄όσα ωφελούν”.
21. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα:
- “Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;”
Κι ο Γέροντας απάντησε:
- “Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας.
Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας”.
28. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα:
- “Τι να κάνω πού όταν πάω να κάνω την πνευματική μου εργασία με κυριεύει η αμέλεια;”
Κι ο Γέροντας του είπε:
- “Να μην εξευτελίσεις κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Κανέναν να μην κατηγορήσεις και ο Θεός θα σου δώσει ανάπαυση και η πνευματική σου εργασία θα γίνεται ήρεμα”.
29. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- “Τι να κάνω;”
Κι ο Γέροντας του είπε:
- “Είναι γραμμένο: Την ανομία μου εγώ θα την εξαγγείλω και θα φροντίσω να απαλλαγώ από την αμαρτία μου”.
40. Κάποιος αδελφός έκανε μια ερώτηση σ΄έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.
“Ας υποθέσουμε -είπε- ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο, και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;”
Ο Γέροντας είπε: “Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώνει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη”.
42. Άκουσε κάποιος από τους αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας. Και είπε:
- “Ώ, άσχημα έκανε”.
Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός. Και πάει άγγελος του θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει:
- “Δές αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;”
Μετά απ΄αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.
49. Είπε κάποιος Γέροντας:
“Εάν δεις αδελφό να αμαρτάνει, μη ρίξεις την αιτία σ΄αυτόν αλλά στον πολέμιό του, και πές: Όπως αυτός νικήθηκε, έτσι κι εγώ.
Κλαίε και ζήτα τη βοήθεια του Θεού και δείχνε συμπόνοια σ΄αυτόν που άθελά του πάσχει. Γιατί κανείς δεν θέλει να αμαρτήσει στον Θεό, αλλά όλοι σφάλλουμε”.
53. Είπε ένας Γέροντας:
“Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τόν Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει:
“Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι πού βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου”.
Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι.
Είναι τόσο κακό τό να κατακρίνει κανείς, σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.
Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον.
Γιατί να μήν προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας;
Και εννοώ τα κακά τα δικά μας πού καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκειται να δώσουμε λόγο στον Θεό.
Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού;
Τί θέλουμε από το πλάσμα του, τί θέλουμε από τον πλησίον;
Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου;
Έχουμε, αδελφοί, τί να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες.
Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στόν Θεό, που γνωρίζει καί την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη, τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του, την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητές του, ανήκει στον Θεό που κρίνει ανάλογα με το καθένα απ΄αυτά, όπως ο ίδιος μόν
ος τα γνωρίζει”.