Καθε μερα τον συναντω!!!!
Δημοσιεύτηκε: Τρί Φεβ 03, 2009 10:21 am
Τον συνάντησα πάλι σήμερα.
Πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Στο ανηφοράκι.
Οχτώ αυτοκίνητα τη φορά, και μέχρι να κατέβει είχε κοκκινίσει το φανάρι και ξεκινούσε πάλι για το ανηφοράκι ζητώντας την ελεημοσύνη μας
Ντυμένος πάντα με τα ίδια ρούχα.
Τα ίδια παπούτσια.
Οι σόλες του σαν αυτές των αυτοκινήτων. Σχεδόν άλιωτες.
Μου θυμίζει τα παπούτσια των μοναχών, φτιαγμένα από ρόδες αυτοκινήτου. Για να μην λιώνουν ποτέ!
Τα ρούχα του σκονισμένα με τη γκρι σκόνη της πόλης.
Σε όλα τα αυτοκίνητα, σε όλους τους ανθρώπους τα ίδια λόγια.
Οι ίδιες κινήσεις.
Σαν την εξειδίκευση που με μάθανε στο σχολείο.
Μόνο που στη δουλειά του είναι υποχρεωμένος για πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα.
Για να μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες.
Και εμείς μέσα στα αμάξια μας. Με τη θέρμανση και τη μουσική στο ράδιο.
Και τα ζεστά μας ξεκούραστα πόδια μέσα στα καινούργια παπούτσια μας.
Πως να είναι το σπίτι του;
Ποιά να είναι η χώρα του;
Τι πέρασε για να έρθει τελικά και να εγκατασταθεί στο φανάρι;
Οι δικοί του; Να ζούνε άραγε;
Η μητέρα του; Να ζει;
Η μητέρα του...
Τον κράτησε κάποτε στα χέρια της μωρό. Είπε στο σύζυγο της όλο χαρά για το σπουδαίο γεγονός.
Τον είχε μαζί της στην κοιλιά της.
Και τον γέμιζε στοργικά φιλιά αφού τον γέννησε με κόπο.
Κάποτε ήταν ένα πεντακάθαρο μυρωδάτο μωρό.
Τουλάχιστον αύριο το πρωί που θα τον ξανασυναντήσω, αν με αξιώσει ο Κύριος να ξημερωθώ, ας του δώσω.
Ας γεμίσω την φοβισμένη μου από τις ειδήσεις των καναλιών καρδιά, με το χαμόγελο του.
Μακάρι να με αξιώσει ο Κύριος να αναπαύσω την καρδιά μου, αναπαύοντας τον συνάνθρωπο μου.
Αμήν
Πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Στο ανηφοράκι.
Οχτώ αυτοκίνητα τη φορά, και μέχρι να κατέβει είχε κοκκινίσει το φανάρι και ξεκινούσε πάλι για το ανηφοράκι ζητώντας την ελεημοσύνη μας
Ντυμένος πάντα με τα ίδια ρούχα.
Τα ίδια παπούτσια.
Οι σόλες του σαν αυτές των αυτοκινήτων. Σχεδόν άλιωτες.
Μου θυμίζει τα παπούτσια των μοναχών, φτιαγμένα από ρόδες αυτοκινήτου. Για να μην λιώνουν ποτέ!
Τα ρούχα του σκονισμένα με τη γκρι σκόνη της πόλης.
Σε όλα τα αυτοκίνητα, σε όλους τους ανθρώπους τα ίδια λόγια.
Οι ίδιες κινήσεις.
Σαν την εξειδίκευση που με μάθανε στο σχολείο.
Μόνο που στη δουλειά του είναι υποχρεωμένος για πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα.
Για να μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες.
Και εμείς μέσα στα αμάξια μας. Με τη θέρμανση και τη μουσική στο ράδιο.
Και τα ζεστά μας ξεκούραστα πόδια μέσα στα καινούργια παπούτσια μας.
Πως να είναι το σπίτι του;
Ποιά να είναι η χώρα του;
Τι πέρασε για να έρθει τελικά και να εγκατασταθεί στο φανάρι;
Οι δικοί του; Να ζούνε άραγε;
Η μητέρα του; Να ζει;
Η μητέρα του...
Τον κράτησε κάποτε στα χέρια της μωρό. Είπε στο σύζυγο της όλο χαρά για το σπουδαίο γεγονός.
Τον είχε μαζί της στην κοιλιά της.
Και τον γέμιζε στοργικά φιλιά αφού τον γέννησε με κόπο.
Κάποτε ήταν ένα πεντακάθαρο μυρωδάτο μωρό.
Τουλάχιστον αύριο το πρωί που θα τον ξανασυναντήσω, αν με αξιώσει ο Κύριος να ξημερωθώ, ας του δώσω.
Ας γεμίσω την φοβισμένη μου από τις ειδήσεις των καναλιών καρδιά, με το χαμόγελο του.
Μακάρι να με αξιώσει ο Κύριος να αναπαύσω την καρδιά μου, αναπαύοντας τον συνάνθρωπο μου.
Αμήν