Σαν το χρυσάφι στο καμίνι
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Ιουν 15, 2006 7:06 am
Συγνώμη αν είναι λίγο μεγάλο το κείμενο,αλλά αξίζει να το διαβάσεται...
ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)
Αναστάσιος Μ. (1929-2004)
Ό Θεός διάλεξε τους απλοϊκούς πού ό κόσμος θεωρεί μωρούς για να καταντροπιάσει τους σοφούς. Και εξέλεξε όσους ό κόσμος θεωρεί ανίσχυρους για να ντροπιάσει τελικά εκείνους πού έχουν κοσμική δύναμη, και διάλεξε ό Θεός εκείνους πού έχουν ασημή καταγωγή και τους περιφρονημένους κι εκείνους πού τους θεωρούν τόσο τιποτένιους σαν να μην υπάρχουν καν, για να καταργήσει όσους θαρρούν πώς είναι κάτι. Και τούτο για να μην μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως.
(Α'Κορινθίους α', 27)
Τα ανωτέρω αρμόζουν για τον ταπεινό και πολυβασανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ό οποίος με την έμπρακτη πίστη του στον Χριστό, είχε λάβει πολλά ουράνια χαρίσματα. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 στην Κ………, ένα χωριό μικρό κοντά στην λίμνη.
Από μικρό παιδί μπήκε στην βιοπάλη, ήταν ορφανός από πατέρα από την ηλικία των τριών ετών. Στην αρχή ήταν τσοπανάκος, μετά στα χωράφια, αργότερα στις οικοδομές, χαμάλης σε αποθήκες, καλλιεργητής σε λαχανόκηπους, πλανόδιος μανάβης.
Όπως έλεγε ό ίδιος σε ηλικία 16 ετών, σκέφτηκε, ποιο δρόμο να πάρει κι από τότε, έπεσε στο βήμα του Χριστού, στο Ευαγγέλιο, νιώθοντας «σαν επιστρατευμένος». Όταν συναντιόνταν στα βουνά μ' έναν άλλον πιστό βοσκό τον κ. Νεοκλή, φώναζε ό ένας τον άλλον, σαν σύνθημα και σαν χαιρετισμό Αγαπάς τον Χριστό;
-Ναι, τον αγαπώ!
Με την πρώτη ευκαιρία πουλά ένα γομάρι κι αγοράζει μια Καινή Διαθήκη, απ' αυτές πού κυκλοφορούσαν τότε σε παράφραση στην καθομιλουμένη.
Αυτό το βιβλίο το έκανε κτήμα του, ώστε να το πονά και να κλαίει γι' αυτό. Είχε γίνει τόσο βίωμα του, ώστε όταν μιλούσε ανέφερε πάντα κάτι απ' το Ευαγγέλιο, δύο κεφάλαια μάλιστα τα έλεγε με την αργόσυρτη παιδική φωνή του απ' έξω: τους Μακαρισμούς από το κατά Ματθαίον, και από το κατά Ιωάννη το 14ο κεφάλαιο «μη ταράζεται ή καρδιά σας... Πιστέψετε εις τον Θεόν και εις έμέ πιστέψετε... στην οικία του πατέρα μου είναι πολλά οικήματα...».
Είχε βαθιά αγάπη για την Εκκλησία, για τις ακολουθίες της, τα μυστήρια της.
Ή λατρεία του Θεού είναι λαχτάρα, έλεγε. Σε ανάπαυε και μόνο πού τον έβλεπες γιατί μιλούσε το παράδειγμα του, πράος, ανεξίκακος, εργατικός, πονόψυχος. Επειδή είχε ζήσει μες στα βουνά από μικρό παιδί, κατανοούσε αβίαστα τα χωρία εκείνα, τις παραβολές ιδίως του Ευαγγελίου πού έχουν σχέση με την αγροτική ζωή κι έδινε με χαριτωμένο τρόπο παραδείγματα απ' τη ζωή στη φύση.
Διδακτός Θεού, πράγματι, γιατί σχολείο ούτε τρεις τάξεις δεν πρόλαβε να πάει, κι έλεγε πράγματα πού νόμιζες πώς είχε διαβάσει πατέρες της Εκκλησίας ενώ αυτός το μόνο πού είχε διαβάσει ήταν τα τέσσερα ευαγγέλια απ' την παλιά, φθαρμένη μα τόσο αγαπημένη του Καινή Διαθήκη. Μα δεν έλεγε μόνο, αλλά και τα εφάρμοζε στην πράξη με την βοήθεια της προσευχής.
Έλεγε, αχ Θεέ μου, καθάρισε με από τα κρύφια κι άθελά μου, πού βρίσκεται στον 18ο Ψαλμό, (εκ των κρύφιων μου καθάρισαν με) αλλά και στο Γεροντικό: «Κύριε, εκ των κρύφιων μου καθάρισαν με για να μην ντροπιάζομαι στην προσευχή μου».
Στα σαράντα του χρόνια τον βρήκε το «ζάχαρο» πού το έλεγε ευλογία. Δέχτηκε την αρρώστια αυτή με τις πολλές επιπλοκές σαν έναν απαραίτητο σταθμό στην ζωή του. Δεν διέκοψε την εργασία του, παρά την ειδική αγωγή (ινσουλίνες, δίαιτα σχετική, συχνούς εργαστηριακούς ελέγχους), αντιθέτως, δούλευε ως τα 67 χρόνια του σκληρά, με την τσάπα, το φτυάρι, τα ποτίσματα στους μπαξέδες πού νοίκιαζε, γιατί δεν είχε χωράφια δικά του. Όταν γινόταν ή σοδειά, γυρνούσε στο χωριό με το κάρο κι αργότερα μ' ένα χειροκίνητο καροτσάκι με τρεις ρόδες και διαλαλούσε, με την αθώα παιδιάστικη φωνή του, την μαναβική του.
Πάντα έβαζε στη σακούλα του αγοραστή περισσότερα απ' όσα ζύγιζε, χώρια πού πήγαινε σε αναγκεμένους κι άφηνε κρυφά τα καλύτερα απ' τα προϊόντα του μόχθου του.
Έπαθε πολλές φορές κώμα από υπεργλυκαιμία και το αντίθετο από υπογλυκαιμία, με νοσηλείες σε νοσοκομεία.
Λόγο διαβητικής αγγειοπάθειας έπαθε γάγγραινα στο αριστερό πόδι πού είχε συνέπεια να του το κόψουν κάτω απ' το γόνατο, ενώ σε λίγο τυφλώθηκε, λόγω διαβητικής αμφιβληστροπάθειας.
Έτσι καθηλώθηκε, έγκλειστος τα τελευταία 7 χρόνια της ζωής του στο δωμάτιο του «μόνος μόνω Θεώ», μετακινούμενος μόνο μέσα-στο σπίτι μ' ένα αναπηρικό καροτσάκι, ενώ και στο άλλο πόδι εμφανίστηκαν έλκη, οιδήματα, μελανά δάκτυλα από γάγγραινα, πού του έφερνε πόνους. Κάποτε ένιωθε σαν να του πριονίζουν το πόδι, ενώ δεν έλειπαν οι πόνοι και στο ακρωτηριασμένο - αυτό πού ονομάζεται ιατρικώς «φάντασμα μέλος».
Όταν όμως τον ρωτούσες τι κάνει, έλεγε, καλύτερα εδώ μέσα, ίσως άμα ήμουν στο πλατάνι, στην πλατεία, να αμαρτανόμουν. Κι έτσι, στην ησυχία, έφτανε στην απαραίτητη γι' αυτόν αυτοσυγκέντρωση και στην πιο αγαπημένη του ενασχόληση, την προσευχή, πού τον τραβούσε σαν μαγνήτης.
Προσεκτικός στα λόγια, ποτέ κατάκριση, αυτός πού τόσα χρόνια είχε να βάλει γλυκό στο στόμα του, ποτέ δεν έβγαλε λόγο πικρό για κάποιον ή να ρίξει κάπου μια σκιά, κι όλα αυτά αβίαστα χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι αυτολογοκρίνεται ή κάτι άγνωστο εντελώς σ' αυτόν, να υποκρίνεται.
Λες κι είχε υπ' όψιν του τίς συμβουλές του Άποστ. Παύλου στον Τιμόθεο και στον Ή- το, πού δεν τίς είχε διαβάσει: «να έχεις νίψη σε όλα, κακοπάθησε, κάμε έργο Ευαγγελιστού, να είσαι άμαχος, επιεικής, πράος».
Τα πρωινά άκουγε, (από τότε πού σταμάτησε να δουλεύει, γιατί προηγουμένως ξυπνούσε απ' τα χαράματα) από τον σταθμό της Λυδίας το συναξάρι του αγίου της ημέρας και ακούγοντας το ήταν σε κατάνυξη και περισυλλογή. Δες πώς είναι ή πίστη μας ζωντανή, έλεγε, και στο τέλος ακούγοντας το τροπάριο του αγίου, χαιρόταν.
Χαρμολύπη!
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ήρθαν απανωτές οί επιπλοκές της χρονιάς πάθησής του κι έγιναν πολλές εισαγωγές σε πολλά νοσοκομεία: πνευμονικό οίδημα με ορθόπνοια βασανιστική, στηθαγχικές προσβολές, εμφράγματα σιωπηλά και φανερά, και από κοντά αφόρητοι πόνοι στο γαγγραινιασμένο πόδι, με το ζάχαρο να απορυθμίζεται συχνά, τρυπημένος πόσες χιλιάδες φορές για τις ενέσεις ινσουλίνης, για τις αναλύσεις, σε ράντζα, σε θαλάμους και στην εντατική και από εκεί πού ήταν σοβαρά να αναλαμβάνει πάλι. Χαρακτηριστικά ό διευθυντής μιας καρδιολογικής κλινικής είπε απορώντας, πώς «αυτός είχε μια μη αναμενόμενη βελτίωση».
Και ό κ. Τάσος σαν άνθρωπος πού μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία, με φορεία και ασθενοφόρα, είχε βέβαια τα σημάδια της κόπωσης, την έγνοια ότι κουράζει τους άλλους, μια πού εξαρτιόταν στις κινήσεις του, όμως στο πρόσωπο του, στην συμπεριφορά του, ήταν έκδηλος ό καρπός του Αγίου Πνεύματος: αγάπη και ενδιαφέρον για όλους, πίστη, ανεκτικότητα, υπομονή, εγκράτεια. Εγκράτεια σε όλα, στη γλώσσα, στην τροφή του πού στην περίπτωση του ήταν κυριολεκτικά και το φάρμακο του.
Τηρούσε τις νηστείες και όταν περίμενε να μεταλάβει, όπως όρισε ό ξομολόγος, περίμενε νηστικός ώσπου νάρθει ό παπάς μετά την απόλυση, έβλεπες ότι είχε απόπνοια οξόνης λόγω του διαβήτη, και περίμενε με πόθο την θεία Κοινωνία πού μ' αυτήν «παίρνουμε, όπως έλεγε, μερτικό απ' τον Χριστό».
Κι αφού καθαρίστηκε σαν το χρυσάφι στο καμίνι των θλίψεων με την υπομονή, έφτασε τίς τελευταίες ημέρες της ζωής του να λέει: «Αχ Θεέ μου, σώσε με! Αχ Θεέ μου, συγχώρεσε με! Δώσε μου δύναμη και κουράγιο τ' όνομα σου να 'χω στην καρδιά μου. Αχ! τίποτα δε θέλω άλλο...... Και τίς επόμενες ημέρες δεν παρακαλούσε για τον εαυτό του αλλά έλεγε με φωνή ικετευτική, σαν σε παράκληση, ενώ το ίσο το κρατούσε ό βόμβος απ' το μηχάνημα πού του έδινε οξυγόνο.
-Αχ Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα.., Θεέ μου σώσε την ανθρωπότητα..., σώσε την ανθρωπότητα... και νόμιζες ότι βρισκόταν άλλου...
Και τώρα, εκεί πού βρίσκεσαι, αγαθέ και χαριτωμένε κ. Τάσο, στην ουράνια αγαλλίαση, εσύ πού δεν γνώρισες μάταιες χαρές του κόσμου τούτου, αλλά τι
ς δωρεές της χάριτος, αιωνία σου ή μνήμη....
ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΘΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΙΩΒ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ., (1929-2004)
Αναστάσιος Μ. (1929-2004)
Ό Θεός διάλεξε τους απλοϊκούς πού ό κόσμος θεωρεί μωρούς για να καταντροπιάσει τους σοφούς. Και εξέλεξε όσους ό κόσμος θεωρεί ανίσχυρους για να ντροπιάσει τελικά εκείνους πού έχουν κοσμική δύναμη, και διάλεξε ό Θεός εκείνους πού έχουν ασημή καταγωγή και τους περιφρονημένους κι εκείνους πού τους θεωρούν τόσο τιποτένιους σαν να μην υπάρχουν καν, για να καταργήσει όσους θαρρούν πώς είναι κάτι. Και τούτο για να μην μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως.
(Α'Κορινθίους α', 27)
Τα ανωτέρω αρμόζουν για τον ταπεινό και πολυβασανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ό οποίος με την έμπρακτη πίστη του στον Χριστό, είχε λάβει πολλά ουράνια χαρίσματα. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 στην Κ………, ένα χωριό μικρό κοντά στην λίμνη.
Από μικρό παιδί μπήκε στην βιοπάλη, ήταν ορφανός από πατέρα από την ηλικία των τριών ετών. Στην αρχή ήταν τσοπανάκος, μετά στα χωράφια, αργότερα στις οικοδομές, χαμάλης σε αποθήκες, καλλιεργητής σε λαχανόκηπους, πλανόδιος μανάβης.
Όπως έλεγε ό ίδιος σε ηλικία 16 ετών, σκέφτηκε, ποιο δρόμο να πάρει κι από τότε, έπεσε στο βήμα του Χριστού, στο Ευαγγέλιο, νιώθοντας «σαν επιστρατευμένος». Όταν συναντιόνταν στα βουνά μ' έναν άλλον πιστό βοσκό τον κ. Νεοκλή, φώναζε ό ένας τον άλλον, σαν σύνθημα και σαν χαιρετισμό Αγαπάς τον Χριστό;
-Ναι, τον αγαπώ!
Με την πρώτη ευκαιρία πουλά ένα γομάρι κι αγοράζει μια Καινή Διαθήκη, απ' αυτές πού κυκλοφορούσαν τότε σε παράφραση στην καθομιλουμένη.
Αυτό το βιβλίο το έκανε κτήμα του, ώστε να το πονά και να κλαίει γι' αυτό. Είχε γίνει τόσο βίωμα του, ώστε όταν μιλούσε ανέφερε πάντα κάτι απ' το Ευαγγέλιο, δύο κεφάλαια μάλιστα τα έλεγε με την αργόσυρτη παιδική φωνή του απ' έξω: τους Μακαρισμούς από το κατά Ματθαίον, και από το κατά Ιωάννη το 14ο κεφάλαιο «μη ταράζεται ή καρδιά σας... Πιστέψετε εις τον Θεόν και εις έμέ πιστέψετε... στην οικία του πατέρα μου είναι πολλά οικήματα...».
Είχε βαθιά αγάπη για την Εκκλησία, για τις ακολουθίες της, τα μυστήρια της.
Ή λατρεία του Θεού είναι λαχτάρα, έλεγε. Σε ανάπαυε και μόνο πού τον έβλεπες γιατί μιλούσε το παράδειγμα του, πράος, ανεξίκακος, εργατικός, πονόψυχος. Επειδή είχε ζήσει μες στα βουνά από μικρό παιδί, κατανοούσε αβίαστα τα χωρία εκείνα, τις παραβολές ιδίως του Ευαγγελίου πού έχουν σχέση με την αγροτική ζωή κι έδινε με χαριτωμένο τρόπο παραδείγματα απ' τη ζωή στη φύση.
Διδακτός Θεού, πράγματι, γιατί σχολείο ούτε τρεις τάξεις δεν πρόλαβε να πάει, κι έλεγε πράγματα πού νόμιζες πώς είχε διαβάσει πατέρες της Εκκλησίας ενώ αυτός το μόνο πού είχε διαβάσει ήταν τα τέσσερα ευαγγέλια απ' την παλιά, φθαρμένη μα τόσο αγαπημένη του Καινή Διαθήκη. Μα δεν έλεγε μόνο, αλλά και τα εφάρμοζε στην πράξη με την βοήθεια της προσευχής.
Έλεγε, αχ Θεέ μου, καθάρισε με από τα κρύφια κι άθελά μου, πού βρίσκεται στον 18ο Ψαλμό, (εκ των κρύφιων μου καθάρισαν με) αλλά και στο Γεροντικό: «Κύριε, εκ των κρύφιων μου καθάρισαν με για να μην ντροπιάζομαι στην προσευχή μου».
Στα σαράντα του χρόνια τον βρήκε το «ζάχαρο» πού το έλεγε ευλογία. Δέχτηκε την αρρώστια αυτή με τις πολλές επιπλοκές σαν έναν απαραίτητο σταθμό στην ζωή του. Δεν διέκοψε την εργασία του, παρά την ειδική αγωγή (ινσουλίνες, δίαιτα σχετική, συχνούς εργαστηριακούς ελέγχους), αντιθέτως, δούλευε ως τα 67 χρόνια του σκληρά, με την τσάπα, το φτυάρι, τα ποτίσματα στους μπαξέδες πού νοίκιαζε, γιατί δεν είχε χωράφια δικά του. Όταν γινόταν ή σοδειά, γυρνούσε στο χωριό με το κάρο κι αργότερα μ' ένα χειροκίνητο καροτσάκι με τρεις ρόδες και διαλαλούσε, με την αθώα παιδιάστικη φωνή του, την μαναβική του.
Πάντα έβαζε στη σακούλα του αγοραστή περισσότερα απ' όσα ζύγιζε, χώρια πού πήγαινε σε αναγκεμένους κι άφηνε κρυφά τα καλύτερα απ' τα προϊόντα του μόχθου του.
Έπαθε πολλές φορές κώμα από υπεργλυκαιμία και το αντίθετο από υπογλυκαιμία, με νοσηλείες σε νοσοκομεία.
Λόγο διαβητικής αγγειοπάθειας έπαθε γάγγραινα στο αριστερό πόδι πού είχε συνέπεια να του το κόψουν κάτω απ' το γόνατο, ενώ σε λίγο τυφλώθηκε, λόγω διαβητικής αμφιβληστροπάθειας.
Έτσι καθηλώθηκε, έγκλειστος τα τελευταία 7 χρόνια της ζωής του στο δωμάτιο του «μόνος μόνω Θεώ», μετακινούμενος μόνο μέσα-στο σπίτι μ' ένα αναπηρικό καροτσάκι, ενώ και στο άλλο πόδι εμφανίστηκαν έλκη, οιδήματα, μελανά δάκτυλα από γάγγραινα, πού του έφερνε πόνους. Κάποτε ένιωθε σαν να του πριονίζουν το πόδι, ενώ δεν έλειπαν οι πόνοι και στο ακρωτηριασμένο - αυτό πού ονομάζεται ιατρικώς «φάντασμα μέλος».
Όταν όμως τον ρωτούσες τι κάνει, έλεγε, καλύτερα εδώ μέσα, ίσως άμα ήμουν στο πλατάνι, στην πλατεία, να αμαρτανόμουν. Κι έτσι, στην ησυχία, έφτανε στην απαραίτητη γι' αυτόν αυτοσυγκέντρωση και στην πιο αγαπημένη του ενασχόληση, την προσευχή, πού τον τραβούσε σαν μαγνήτης.
Προσεκτικός στα λόγια, ποτέ κατάκριση, αυτός πού τόσα χρόνια είχε να βάλει γλυκό στο στόμα του, ποτέ δεν έβγαλε λόγο πικρό για κάποιον ή να ρίξει κάπου μια σκιά, κι όλα αυτά αβίαστα χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι αυτολογοκρίνεται ή κάτι άγνωστο εντελώς σ' αυτόν, να υποκρίνεται.
Λες κι είχε υπ' όψιν του τίς συμβουλές του Άποστ. Παύλου στον Τιμόθεο και στον Ή- το, πού δεν τίς είχε διαβάσει: «να έχεις νίψη σε όλα, κακοπάθησε, κάμε έργο Ευαγγελιστού, να είσαι άμαχος, επιεικής, πράος».
Τα πρωινά άκουγε, (από τότε πού σταμάτησε να δουλεύει, γιατί προηγουμένως ξυπνούσε απ' τα χαράματα) από τον σταθμό της Λυδίας το συναξάρι του αγίου της ημέρας και ακούγοντας το ήταν σε κατάνυξη και περισυλλογή. Δες πώς είναι ή πίστη μας ζωντανή, έλεγε, και στο τέλος ακούγοντας το τροπάριο του αγίου, χαιρόταν.
Χαρμολύπη!
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ήρθαν απανωτές οί επιπλοκές της χρονιάς πάθησής του κι έγιναν πολλές εισαγωγές σε πολλά νοσοκομεία: πνευμονικό οίδημα με ορθόπνοια βασανιστική, στηθαγχικές προσβολές, εμφράγματα σιωπηλά και φανερά, και από κοντά αφόρητοι πόνοι στο γαγγραινιασμένο πόδι, με το ζάχαρο να απορυθμίζεται συχνά, τρυπημένος πόσες χιλιάδες φορές για τις ενέσεις ινσουλίνης, για τις αναλύσεις, σε ράντζα, σε θαλάμους και στην εντατική και από εκεί πού ήταν σοβαρά να αναλαμβάνει πάλι. Χαρακτηριστικά ό διευθυντής μιας καρδιολογικής κλινικής είπε απορώντας, πώς «αυτός είχε μια μη αναμενόμενη βελτίωση».
Και ό κ. Τάσος σαν άνθρωπος πού μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία, με φορεία και ασθενοφόρα, είχε βέβαια τα σημάδια της κόπωσης, την έγνοια ότι κουράζει τους άλλους, μια πού εξαρτιόταν στις κινήσεις του, όμως στο πρόσωπο του, στην συμπεριφορά του, ήταν έκδηλος ό καρπός του Αγίου Πνεύματος: αγάπη και ενδιαφέρον για όλους, πίστη, ανεκτικότητα, υπομονή, εγκράτεια. Εγκράτεια σε όλα, στη γλώσσα, στην τροφή του πού στην περίπτωση του ήταν κυριολεκτικά και το φάρμακο του.
Τηρούσε τις νηστείες και όταν περίμενε να μεταλάβει, όπως όρισε ό ξομολόγος, περίμενε νηστικός ώσπου νάρθει ό παπάς μετά την απόλυση, έβλεπες ότι είχε απόπνοια οξόνης λόγω του διαβήτη, και περίμενε με πόθο την θεία Κοινωνία πού μ' αυτήν «παίρνουμε, όπως έλεγε, μερτικό απ' τον Χριστό».
Κι αφού καθαρίστηκε σαν το χρυσάφι στο καμίνι των θλίψεων με την υπομονή, έφτασε τίς τελευταίες ημέρες της ζωής του να λέει: «Αχ Θεέ μου, σώσε με! Αχ Θεέ μου, συγχώρεσε με! Δώσε μου δύναμη και κουράγιο τ' όνομα σου να 'χω στην καρδιά μου. Αχ! τίποτα δε θέλω άλλο...... Και τίς επόμενες ημέρες δεν παρακαλούσε για τον εαυτό του αλλά έλεγε με φωνή ικετευτική, σαν σε παράκληση, ενώ το ίσο το κρατούσε ό βόμβος απ' το μηχάνημα πού του έδινε οξυγόνο.
-Αχ Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα.., Θεέ μου σώσε την ανθρωπότητα..., σώσε την ανθρωπότητα... και νόμιζες ότι βρισκόταν άλλου...
Και τώρα, εκεί πού βρίσκεσαι, αγαθέ και χαριτωμένε κ. Τάσο, στην ουράνια αγαλλίαση, εσύ πού δεν γνώρισες μάταιες χαρές του κόσμου τούτου, αλλά τι
ς δωρεές της χάριτος, αιωνία σου ή μνήμη....