η συνέχεια....
Η μογγολική κυριαρχία απώθησε τους Ρώσους από τις στέππες του Νότου προς τα δάση του Βορρά και προς τα βορειοανατολικά.
Για ενάμισυ αιώνα οι Τάρταροι έσπερναν τον τρόμο.
Ήρθε μιά στιγμή, όπου ο καταπιεσμένος λαός ξαναπαίρνοντας δύναμη αισθάνθηκε τη θέληση και τη δύναμη ν΄αποτινάξει το ζυγό.
Αυτός όμως που υπήρξε ο κυριώτερος συντελεστής της πνευματικής όσο και της κοσμικής ανανεώσεως της χώρας, (εδώ οι ιστορικοί συμφωνούν και το παραδέχονται)
ήταν ένας φτωχός μοναχός, που ζούσε στο βάθος του δάσους.
Το όνομά του ήταν Σέργιος.
Ας δούμε τον βίο του από
το Νέο Συναξαριστὴ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδ ῾Ορμύλια και Θεού θέλοντος θα συνεχίσουμε.
῾Ο ῞Οσιος καὶ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, ὁ Θαυματουργὸς
Ο ΟΣΙΟΣ Σέργιος ἦταν ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς υἱοὺς εὐσεβῶν Βογιάρων, τοῦ Κυρίλλου καὶ τῆς Μαρίας, οἱ ὁποῖοι διεκρίνοντο γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἰσχύ τους στὴν ἡγεμονία τοῦ Ροστώφ.
᾿Ολίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ ῾Αγίου, ὁ Θεὸς μὲ σημεῖο προεμήνυσε
τὴν μελλοντικὴ δόξα τοῦ δούλου Του. Μία Κυριακή,
ἐφώναξε δυνατὰ τρεῖς φορές, κα-
τὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας μέσα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του!
Γεννήθηκε τὸ 1314 καὶ οἱ γονεῖς του στὸ Βάπτισμα τὸν ὠνόμασαν Βαρθολομαῖο.
Τὸ σκεῦος αὐτὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος τὶς Τετάρτες, τὶς Παρασκευὲς καὶ ὅταν ἡ μητέρα του κρεοφαγοῦσε, δὲν ἐθήλαζε τὸ μητρικὸ γάλα.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ Βαρθολομαῖος ἐστάλη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του νὰ μάθη γράμματα. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἐπιμέλειά του, δὲν προώδευε καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα ζητοῦσε τὴν θεία βοήθεια.
Τοῦ συνέβη τότε κάτι παρόμοιο μὲ τὸν Σαοὺλ (βλ. Αʹ Βασ. κεφ. 9).
Μία ἡμέρα, ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε νὰ βρῆ τὰ χαμένα τους ἄλογα καὶ ὁ Βαρθολομαῖος συνάντησε ἕναν ῾Ιερομόναχο, ὁ ὁποῖος προσευχόταν κάτω ἀπὸ μία βελανιδιά. Μὲ ἁπλότητα τοῦ εἶπε τὴν δυσκολία του καὶ ὁ Γέροντας τὸν εὐλόγησε καὶ
τοῦ ἔδωσε νὰ φάη ἕνα κομμάτι πρόσφορο, ὡς σημεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατανόησι τῶν γραμμάτων.
Τοῦ προφήτευσε δέ, ὅτι θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καὶ θὰ ὁδηγήση πολλοὺς στὴν κατανόησι τοῦ θείου θελήματος.
Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό, ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ νοῦ του καὶ ὁ Βαρθολομαῖος μὲ ζῆλο παρακολουθοῦσε τὶς ἐκκλησιαστικὲς ᾿Ακολουθίες καὶ μελετοῦσε τὴν ῾Αγία Γραφή.
᾿Ενωρὶς ἄρχισε καὶ αὐστηρὴ νηστεία. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ ἔμενε τελείως ἄσιτος, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἡμέρες τοῦ ἀρκοῦσε ξερὸ ψωμὶ καὶ νερό.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, λόγῳ τῆς καταλήψεως τοῦ Ροστὼφ ἀπὸ τὸν Μεγάλο ῾Ηγεμόνα τῆς Μόσχας ᾿Ιωάννη Καλιτά, ὁ πατέρας του ἐπτώχευσε καὶ
γύρω στὸ 1330 ἀναγκάσθηκε νὰ μετοικήση μὲ τὴν οἰκογένειά του στὸ Ραντονέζ.
῾Ο Βαρθολομαῖος παρέμεινε κοντὰ στοὺς ἡλικιωμένους γονεῖς του, ἕως ὅτου ἔγιναν Μοναχοὶ καὶ ἀναπαύθηκαν στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, στὸ Χότκωφ.
ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΣ τότε ἀπὸ κάθε φροντίδα, σὰν διψασμένο ἐλάφι, ἀναζητοῦσε — μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του Στεφάνου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς γυναίκας του εἶχε γίνει Μοναχὸς — τόπον κατάλληλο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωή. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες,
βρῆκε κάποιο ξέφωτο στὴν καρδιὰ παρθένου δάσους, δέκα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Ραντονέζ. Μὲ κορμοὺς δένδρων ἔφτιαξαν μία καλύβα καὶ μία μικρὴ ᾿Εκκλησία, τὴν ὁποίαν ἀφιέρωσαν στὴν ῾Αγία Τριάδα. ῾Ο Στέφανος ὅμως δὲν ἄντεχε στὶς στερήσεις τῆς ἐρήμου καὶ σύντομα ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Μονὴ τῶν Θεοφανείων (Μπογκογιαβλένσκυ), στὴν Μόσχα.
Μένοντας ὁλομόναχος ὁ Βαρθολομαῖος δὲν ἀποθαρρύνθηκε.
Τὸ 1337, σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ῾Ηγούμενο Μητροφάνη τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε Σέργιος.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς δοκιμασίες τοῦ Σεργίου ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων μέσα στὴν ἄγρια μοναξιὰ τοῦ δάσους, τὴν ὁποία διέσχιζαν τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν λύκων καὶ τῶν ἀρκούδων. Τὰ θηρία πολλὲς φορὲς ἔφθαναν ὣς τὴν καλύβα του.
῾Ο Σέργιος γρήγορα συμφιλιώθηκε μὲ μία ἀρκούδα, ἡ ὁποία τὸν ἐπισκεπτόταν καθημερινά, γιὰ νὰ βρῆ λίγη τροφή. Μαζί της μοιραζόταν τὸ ὀλιγοστὸ ψωμί του, τοποθετώντας τὸ μερίδιό της ἐπάνω σὲ ἕνα κούτσουρο. ῍Αν τὸ ψωμὶ ἦταν ἐλάχι-
στο, τὸ ἔδινε σὲ ἐκείνην, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀπογοητεύση, ἐνῶ αὐτὸς ἔμενε νηστικός.
ΥΣΤΕΡΑ ἀπὸ δύο περίπου χρόνια τελείας μονώσεως, σιγὰ-σιγὰ συναθροίσθηκαν κοντά του δώδεκα ἀδελφοί. ῾Ο καθένας ἔκτιζε τὸ κελλί του καὶ φρόντιζε μόνος γιὰ τὴν ἐξεύρεσι τῶν ἀναγκαίων.
Καθημερινὰ τελοῦσαν ἀπὸ κοινοῦ στὴν ᾿Εκκλησία ὅλες τὶς ᾿Ακολουθίες. Γιὰ τὴν θεία Λειτουργία καλοῦσαν ῾Ιερέα ἀπὸ τὸ κοντινὸ χωριό.
Παρὰ τὴν ὑποτυπώδη κοινὴ διαβίωσι, ὁ ῞Οσιος μὲ πολλὴ ταπείνωσι διακονοῦσε τὴν μικρὴ ᾿Αδελφότητα. ῎Εκοβε ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος, ἄλεθε τὸ σιτάρι, ζύμωνε καὶ φούρνιζε τὰ ψωμιά, μαγείρευε, μετέφερε νερὸ καὶ τὸ ἄφηνε μπροστὰ σὲ κάθε κελλί, ἔρραβε ροῦχα, ἐπιδιώρθωνε ὑποδήματα.
Μὲ τὴν ἔμπρακτη αὐτὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ᾿Αδελφούς, τοὺς ἔδιδε στὰ ἀνθρώπινα μέτρα μία εἰκόνα τῆς τελείας κοινωνίας τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὥστε προσβλέποντας πρὸς αὐτὴν οἱ Μοναχοί του, νὰ ἀντικατοπτρίζουν στὴν ζωή τους τὴν ἀμοιβαία θεϊκὴ ἀγάπη καὶ ἑνότητα ἐν ἐλευθερίᾳ.
Σύντομα, ἦλθε νὰ ζήση μαζί τους καὶ ὁ ῾Ηγούμενος Μητροφάνης, ὁ ὁποῖος εἶχε κείρει τὸν Σέργιο Μοναχό. ῞Οταν μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀναπαύθηκε ὁ Μητροφάνης, οἱ ᾿Αδελφοὶ μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Σέργιο νὰ γίνη αὐτὸς ῾Ηγούμενός τους. ῾Ο ῞Οσιος ἀπὸ ταπείνωσι ἀρνήθηκε. Μετὰ ὅμως ἀπὸ παρακλήσεις καὶ ἀπειλές, φοβήθηκε τὴν κρίσι τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέκυψε.
Τὸ 1354, χειροτονήθηκε ῾Ιερεὺς καὶ ἐνθρονίσθηκε ῾Ηγούμενος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βολυνίας ᾿Αθανάσιο. Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ σὲ κάθε Ακολουθία πήγαινε πρῶτος στὴν ᾿Εκκλησία.
Τὰ πρόσφορα, τὰ κεριὰ καὶ τὰ κόλλυβα τὰ ἑτοίμαζε πάντα μόνος του.
῾Υπὸ τὴν καθοδήγησί του οἱ ᾿Αδελφοὶ τὴν ἡμέρα ἐνάλλασσαν τὸν χρόνο τους μεταξὺ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Τὴν νύκτα οἱ ὧρες ἦσαν ἀφιερωμένες ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό.
Μετὰ τὸ ᾿Απόδειπνο, ἀπαγόρευε αὐστηρὰ τὶς συζητήσεις μεταξὺ
τῶν ᾿Αδελφῶν καὶ τὶς ἐπισκέψεις στὰ κελλιά.
Στὴν ἀρχὴ ἐστεροῦντο καὶ τὰ πλέον ἀπαραίτητα. Γιὰ φωτισμό, στὶς ᾿Ακολουθίες χρησιμοποιοῦσαν δαδιὰ ἀπὸ σημύδα.
Σὲ φλοιοὺς σημύδας ἐπίσης ἦσαν γραμμένα καὶ τὰ λειτουργικά τους βιβλία. Γιὰ νὰ χαλκεύση τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Μοναχῶν του στὴν θεία Πρόνοια, τοὺς ἀπαγόρευε αὐστηρὰ νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνες γιὰ τὶς ἀνάγκες τους.
Κάποτε, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ μεγάλη ἔλλειψι τροφῆς, ὁ ἴδιος ὁ ῞Οσιος, ἀφοῦ ἔμεινε τελείως νηστικὸς τρεῖς ἡμέρες, τὴν τετάρτη ἐργάσθηκε ἀπὸ τὸ πρωΐ, ἀνοίγοντας δρόμο μπροστὰ στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντος Δανιήλ. ῾Ως ἀμοιβή, τοῦ ἐζήτησε ὀλίγα κομμάτια μουχλιασμένο ψωμί, τὰ ὁποῖα δὲν ἔφαγε πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα.
῎Αλλη φορὰ πάλι, ποὺ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ᾿Αδελφούς, πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐγόγγυζαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν πὼς θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν καὶ θὰ φύγουν, ὁ Θεὸς τοὺς ἔστειλε μὲ ἄγνωστους εὐεργέτες ἅμαξες μὲ πολλὰ τρόφιμα καὶ προμήθειες.
ΚΑΠΟΙΑ νύκτα, καθὼς ὁ ῞Οσιος προσευχόταν γιὰ τοὺς μαθητάς του, ἄκουσε φωνή:
≪Σέργιε! ῾Ο Κύριος εἰσήκουσε τὶς προσευχές σου. Κοίταξε τὶ πλῆθος συναθροίσθηκε γύρω σου εἰς τὸ ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος!≫.
῾Ο Σέργιος ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ εἶδε μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς, ποὺ κατηύγαζε τὸ νυκτερινὸ στερέωμα, χιλιάδες πουλιὰ νὰ πετοῦν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Μονή, κελαηδώντας μία ἐξαίσια μελωδία.
≪Σὰν αὐτὰ τὰ πουλιά≫, συνέχισε ἡ φωνή,
≪θὰ πληθυνθοῦν οἱ μαθηταί σου καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ αὐτοὶ ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου≫.
Περὶ τὸ 1355, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ῞Αγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἔστειλε στὸν ῞Οσιο Σταυρό, Πολυσταύρι καὶ Σχῆμα, συνοδευόμε- να ἀπὸ μία ἐπιστολή, στὴν ὁποία ἔγραφε:
≪Πληροφορηθήκαμε γιὰ τὸν ἐνάρετο κατὰ Θεὸν βίο σας καὶ αἰνέσαμε καὶ δοξάσαμε τὸν Θεό. ῞Ενα ὅμως κεφαλαιῶδες σᾶς λείπει· δὲν ἔχετε τὸ Κοινόβιο. Γνωρίζεις, ὁσιώτατε, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ θεοπάτωρ προφήτης Δαβὶδ τίποτε δὲν ἐγκωμίασε τόσο, ὅσο τὸ Κοινόβιο λέγων ῾῾
᾿Ιδοὺ δὴ τὶ καλὸν ἢ τὶ τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;᾿᾿ (Ψαλμ. 132, 1).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σᾶς δίνομε καλὴ συμβουλὴ νὰ ἱδρύσετε Κοινόβιο≫.
᾿Ενθαρρυνόμενος καὶ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας ᾿Αλέξιο, ὁ ῞Οσιος εἰσήγαγε στὴν
Μονὴ πλῆρες κοινοβιακὸ σύστημα· κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἔχη κάτι ὑπὸ τὴν κατοχή του ἢ νὰ ὀνομάζη κάτι ἰδικό του. Τὰ πάντα ἦσαν κοινά, κατὰ τὶς ὑποτυπώσεις τῶν ῾Αγίων Πατέρων.
῍Αν καὶ ὁ ἴδιος παρέμεινε ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας, δέχθηκε νὰ ἀναλάβη τὴν εὐθύνη τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Γιὰ τὸν κάθε μαθητή του ἔγινε ὄχι μόνον ὁ ῾Ηγούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας καὶ ὁ χειραγωγὸς εἰς Χριστόν.
Η ΣΥΝΕΧΗΣ αὔξησις τῶν μαθητῶν του ἔφερε εὐημερία στὸ Μοναστήρι· καὶ ὁ ῞Οσιος, ἀκριβὴς τηρητὴς τῆς μοναχικῆς ἀκτημοσύνης, ἐθέσπισε τὴν φιλοξενία καὶ τὴν φιλανθρωπία, ὥστε νὰ ξοδεύεται ἐκεῖ τὸ ≪περίσσευμα≫.
῾Η οὐσιαστικὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ στὴν ζωὴ τῆς ᾿Αδελφότητος δὲν ἔγινε χωρὶς ἀντιδράσεις. Μερικοί, δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸ νέο σύστημα, γόγγυζαν γιὰ τὴν πειθαρχία καὶ τοὺς περιορισμούς, τοὺς ὁποίους ἐπέβαλλε τὸ Κοινόβιο, καὶ ἤθελαν νὰ παυθῆ ὁ Σέργιος ἀπὸ ῾Ηγούμενος.
῾Ο ἴδιος ὁ ἀδελφός του Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπανέλθει στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ τὸν μικρό του υἱὸ ᾿Ιωάννη, τὸν μετέπειτα ῞Οσιο Θεόδωρο τοῦ Σιμονώφ, κάποια Κυριακὴ στὸν ῾Εσπερινό, ἀκούσθηκε νὰ φωνάζη δυνατὰ μέσα στὴν ᾿Εκκλησία:
≪Ποιός εἶναι ἐδῶ ὁ ῾Ηγούμενος; ᾿Εγὼ δὲν ἦλθα πρῶτος σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο;≫.
῾Ο ῞Οσιος τὸν ἄκουσε μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα, ἀλλὰ ἐσιώπησε.
Μετὰ τὴν ᾿Ακολουθία, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἔρημη τοποθεσία, κοντὰ στὸν ποταμὸ Κίρζατς, ὅπου ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
᾿Αρκετοὶ ᾿Αδελφοὶ τότε, μὴ ὑποφέροντας τὴν στέρησι τοῦ πνευματικοῦ τους Πατρός, ἀνήσυχοι τὸν ἀναζητοῦσαν. Τέλος, κατέφυγαν στὸν Μητροπολίτη ᾿Αλέξιο, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Σέργιο νὰ ἐπιστρέψη στὴν Μονή του, διότι ἡ παρουσία του ἦταν τόσο ἀναγκαία.
῞Οταν ὁ ᾿Αλέξιος διαισθάνθηκε τὸ τέλος του, κάλεσε κοντά του τὸν Σέργιο, τοῦ πρόσφερε τὸ ἀρχιερατικό του ἐγκόλπιο καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείση νὰ γίνη ὁ διάδοχός του στὴν Μητρόπολι τῆς Μόσχας.
Παρὰ τὴν μεγάλη πίεσι, ἀνυποχώρητος στὴν ἄρνησί του ὁ ῞Οσιος, μὲ πολλὴ ταπείνωσι τὸν ἐβεβαίωνε ὅτι ἦταν ὁ ἁμαρτωλότε-
ρος πάντων καὶ ὁ πλέον ἀκατάλληλος γιὰ τὶς εὐθῦνες τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος. Φοβούμενος ὁ ᾿Αλέξιος μήπως ὁ Σέργιος ἐξ αἰτίας τῆς πιέσεως ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ τὸν χάση τελείως, τὸν ἄφησε νὰ ἐπιστρέψη ἢσυχος στὴν Μονή του.
῞Οταν τὸ 1378 ὁ Μητροπολίτης ἐκοιμήθη, οἱ Πρίγκιπες ἔκαναν μία ἀκόμη προσπάθεια νὰ πείσουν τὸν Σέργιο νὰ ἀναλάβη τὴν διαποίμανσι τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο ῞Οσιος καὶ πάλι ἀρνήθηκε, καὶ στὸν θρόνο, ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ἀνῆλθε ὁ ῞Αγιος Κυπριανός.
Τὸ 1380, ὁ Μέγας ῾Ηγεμὼν τῆς Μόσχας ῞Αγιος Δημήτριος ᾿Ιβάνοβιτς (Ντονσκόϋ), προτοῦ νὰ ἀντιμετωπίση τὸν χαγάνο Μαμάη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νὰ κατακυριεύση τὴν γῆ τῆς Ρωσίας, πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν ῞Οσιο Σέργιο.
᾿Εκεῖνος τοῦ προεῖπε τὴν νίκη, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὡς συντρόφους δύο ἀπὸ
τοὺς Μοναχούς του. ῾Η ἀναμέτρησις τῶν Ρώσων μὲ τὴν ἀπειράριθμη ταταρικὴ στρατιὰ ἔγινε στὴν πεδιάδα τοῦ Κουλίκοβο, νοτίως τοῦ ποταμοῦ ῎Οκα, στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1380. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μάχης, ὁ ῞Οσιος προσευχόταν στὴν Λαύρα του μὲ τοὺς ᾿Αδελφούς.
Μὲ τοὺς διορατικοὺς ὀφθαλμούς του ἔβλεπε τὴν αἰσία ἔκβασι τῶν μαχῶν καὶ ἕως τὴν τελικὴ κατατρόπωσι τοῦ ἐχθροῦ πληροφοροῦσε τοὺς ᾿Αδελφούς, κατονώμαζε ἕνα-ἕνα τοὺς πεσόντας καὶ προσευχόταν γιὰ τὴν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους. ῾Η περίφημη αὐτὴ νίκη τοῦ Κουλίκοβο ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸν ταταρικὸ ζυγὸ καὶ ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας.
ΜΙΑ ΝΥΚΤΑ, τέσσερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησί του, καθὼς
ὁ ῞Οσιος ἔψαλλε τοὺς Χαιρετισμοὺς ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου καὶ προσευχόταν θερμὰ γιὰ τὸ Μοναστήρι του, τὸν ἐπισκέφθηκε μέσα σὲ ἐκτυφλωτικὴ φωτοχυσία ἡ Παναγία, συνοδευομένη ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους Πέτρο καὶ ᾿Ιωάννη!
῾Ο ῞Οσιος ἔκθαμβος ἔπεσε στὸ ἔδαφος. ῾Η Θεοτόκος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε:
≪Μὴ φοβᾶσαι, ἐκλεκτέ μου! ῏Ηλθα νὰ σὲ ἐπισκεφθῶ. Οἱ προσευχές σου γιὰ τοὺς μαθητάς σου εἰσακούσθηκαν. ᾿Εγὼ θὰ γίνω προστάτις τῆς Μονῆς σου, ὄχι μόνον τώρα ποὺ ζῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου≫.
Τὸ ὅραμα αὐτὸ ἦταν καὶ ἕνα σημεῖο πὼς πλησιάζει τὸ τέλος του. Προαισθανόμενος τὴν ἀναχώρησί του ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἕξι μῆνες ἐνωρίτερα, ἐσύναξε τὴν ᾿Αδελφότητα, τ
ῆς ὑπέδειξε ὡς διάδοχό του τὸν Νίκωνα καὶ ἀποσύρθη κε στὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ προετοιμασθῆ.
Τὸν Σεπτέμβριο ἀρρώστησε βαρειά. Κάλεσε πάλι τοὺς ᾿Αδελφούς, τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες νουθεσίες καὶ
ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1392, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ὀκτὼ ἐτῶν.
῾Η Μονή του, γνωστὴ ὡς Λαύρα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, παραμένει μέχρι σήμερα τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ εὐλαβείας τῶν Ρώσων.