Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μάιος 29, 2005 3:08 pm
Ανάβασι στο δικό μου Θαβώρ
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύση, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση. Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη). Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού. Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Αλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του. Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Αθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
(Συνεχίζεται.....)
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύση, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση. Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη). Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού. Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Αλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του. Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Αθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
(Συνεχίζεται.....)