Σελίδα 4 από 6

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Απρ 30, 2009 2:52 pm
από pan
Εν τοσούτω ιδών ο Ιωάννης ταύτα έφυγεν από εκει και δραμών προς την Θεοτόκον λέγει αυτή μετά δακρύων ώ Κυρία και Μήτηρ του Διδασκαλου μοτ που είς; Και ουκ οίδας τα γενόμενα; Απεκρίθη η Θεοτόκος και ειπε και ποία εισι ταύτα, ώ Ιωάννη; Ο δε μετά θερμών δακρύων και αναστεναγμών έφη τον φίλτατον Υιόν σου και διδάσκαλόν μου απάγουσιν οι αχάριστοι και άθεοι Ιουδαίοι εις το σταυρώσαι Αυτόν.
Η δε Θεοτόκος ακούσασα ταύτα έκραξε μεγάλη τη φωνή : Οίμοι, οίμοι, γλυκύτατε Υιέ, τι γαρ κακόν εποιησας τοις Ιουδαίοις και απάγουσί σε εις τον σταυρόν; Και ούτω εγερθείσα και κλαίουσα επήρχετο δρομαία κατά την οδόν, ηκολούθουν δε αυτή και γυναικες τινες, η τε Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρθα και η Σαλώμη και έτεραι παρθένοι, συν αυταις και ο Ιωάννης. Ως γούν έφθασεν εις το πλήθος του όχλου λέγει η Θεοτόκος πρός τον Ιωάννην Που εστιν ο Υιός μου; Λεγει ο Ιωάννης βλέπεις εκείνον όστις φορεί τον ακάνθινον στέφανον με τας χείρας δεδεμένας; Ιδούσα δε αυτόν η Θεοτόκος έπεσεν όπισθεν εις την γήν κάτω και έκειτο ικανήν ώραν, αι δε γυναίκες αι ακολουθούσαι αυτή, ίσταντο γύρωθεν αυτής και έκλαιον αφού δ’ η Θεοτόκος ανέπνευσε και ηγέρθη έδραμε μετά πολλών δακρύων και αναστεναγμών τους Ιουδαίους λέγουσα δότε μοι, ώ άνδρες, τόπον όπως ίδω καικλαύσω τον γλυκύτατόν μου Υιόν και το στήθος αυτής τύπτουσα έκραζε γοερώς Οίμοι, ώ Υιέ, φως των εμών οφθαλμών, πως υπομένω θεωρούσα Σε; Οίμοι , οίμοι, που του Γαβριήλ τα Ευαγγέλια; Δεύτε πάντες και κλαύσατε την τετραυματισμένην μου ψυχήν, ότι τον μονογενή μου Υιόν και πρωτότοκον θεωρώ ως αρνίον άκακον απαγόμενον επι σταυρού δεύτε και ακουσατε λαοί, φυλαί, και γλώσσαν, ποίον άδικον θάνατον δίδουσιν εις τον Υιόν μου και πάλιν γεγονωτέρα τη φωνή εβόησε λέγουσα:

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Απρ 30, 2009 3:40 pm
από pan
Ώ Υιέ μου, Υιέ μου γλυκύτατε, πως μέλλω υπομείναι τοιαύτα θεωρούσα Σε πάσχοντα; Λεγουσα δε ταύτα και τύπτουσα το στήθος μετά δακρύων και βαρέων αναστεναγμών πάλιν έλεγε που έδυσας, Υιέ μου, τα αγάθα όσα εποίησας εν τη Ιουδαία; Τι γαρ κακόν, Υιέ μου προς τους αχαρίστους Ιουδαίους εποίησας; Οι δε Ιουδαίοι ταύτα παρά της Μητρός του Ιησού ακούοντες και ούτως αυτήν βλέποντες θρηνωδούσαν, εδίωκον Αυτήν από εκεί. Η δε Θεοτόκος ουκ ήθελον φυγείν, αλλ’ έμενε βοώσα και λέγουσα φονεύσατε εμε πρώτον, ώ Ιουδαίοι παράνομοι.
Τοιουτοτρόπως ουν ελθόντες εις τον Κρανίου τόπον, ος εστι λιθόστρωτος, έστησαν εκεί οι Ιουδαίοι τον σταυρόν, είτα εκδύσαντες αυτόν διεμερίσαντο αυτού τα ιμάτια, και γονυπετούντες έμπροσθεν αυτού έλαβον τον κάλαμον και έτυπτον αυτού την κεφαλήν και οτέ ενέπαιζον αυτόν, τότε ανεβίβασαν αυτόν και καθήλωσαν εις τον σταυρόν, καρφώσαντες αυτού τας παναχράντους χείρας ως ήν δυνατόν. Είτα σύραντες και τους πόδας Αυτού κάτω εκάρφωσαν και αυτούς ήν δε ώρα ωσεί έκτη, ημέρα δε παρασκευή. Ο δε Πιλάτος έγραψε τίτλον και απέθηκεν επάνω της κεφαλής Αυτού , λέγων: Ουτος εστιν ο Βασιλεύς των Ιουδαίων τότε εσταύρωσαν και δύο ληστάς σύν Αυτώ ετέθησαν δε ο εις εκ δεξιών ονόματι Δημάς και ο εις εξ ευωνύμων ονόματι Γήστας.


συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Μάιος 04, 2009 6:45 am
από pan
Ταύτα πάλιν ακούσασα και ιδούσα η Θεοτόκος, οδυρομένη εκ βάθους καρδίας, έλεγε: ώ Αρχάγγελε Γαβριήλ, που ει ίνα δικάσωμαι μετά σου; Που μοι το χαίρε ό έφης; Πως ουκ είπες μοι έκτοτε τα άμετρα βάσανα και τον άδικον φόνον του γλυκυτάτου μου Υιού; Πως ουκ είπές μοι την απαραμύθητον θλίψιν ταύτην; Ποίος αρα γε εις πάσαν την οικουμένην να εδοκίμασε τοιούτους βαρυτάτους πόνους, ώστε να έλθη τώρα και να κατασβέση την φλόγα της καρδίας μου; Οίμοι, παμφίλτατε Υιέ, και πως θέλω χωρισθή της αμέτρου σου αγάπης; Έως θανάτου εις εμέ εστιν η Σύ λύπη. Θλίψεις ούν πόνοι, δάκρυα, αναστεναγμοί, και ταύτα απαρηγότητα ότι άρτι βλέπω χωρίζομαι από σου, και λοιπόν Υιέ μου αποθανούμαι καγω άμα σύ Σοί και ελθέτω δέομαί Σου Υιέ μου ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο δούς μοι πρώτον την χαράν, και συζεύξει την ψυχήν μου, μετά Σου. Είτα κράξασα φωνήν μεγάλην και ατενίζουσαν προς Αυτόν, έλεγε μετά δακρύων : Υιέ μου Υιέ μου, τι πέπονθας ούτως αιφνιδίως; Πώς φέρω τον χωρισμόν Σου Υιέ μου; Τότε και ο Ιησούς ατενίσας προς αυτήν, και ιδών την μητέρα και τον μαθητήν, τον αγαπημένον Ιωάννην, ιστάμενον πλησίον Αυτής και κλαίοντα μετά των λοιπών γυναικών είπε προς την μητέρα αυτού: γύναι, ίδε ο υιός σου είτα λέγει προς τον μαθητήν, ιδού η μήτηρ σου.

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Μάιος 04, 2009 8:42 am
από pan
Η δε Θεοτόκος πλέον κραυγάζουσα έλεγε δια τούτο κλαίω επι Σε Υιέ μου, διότι παρέδωκάν Σε οι Ιουδαίοι εις πικρόν και άτιμον θάνατον ως αυτοί νομίζουσι, αλλ’ ο θάνατός Σου Υιέ μου εστίν άγιος και δίκαιος και σωτηρία του κόσμου, και προς αυτόν ατενίζουσα έλεγε: κλίνον, σταυρέ, όπως παραλαβούσα τον Υιόν μου καταφιλίσω Αυτόν, ον εν τοις μαστοίς μου ξενοτρόπως εθήλασα που το κάλλος Σου ώ Υιέ; Που Σού η ευπρέπεια Υιέ μου παμφίλτατε; Ο ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων νυν δε ουκ έχεις είδος, ουδε κάλλος! Λοιπόν Σύν Σύ αποθανούμαι οι δε Ιουδαίοι ταύτα ακούσαντες, εδίωξαν απ’ εκεί την Θεοτόκον, και τας γυναίκας, και τον Ιωάννην. Τότε η Πάναγνις οδυρομένη έλεγε: οίμοι, οίμοι, Υιέ μου, ουδέ κατ’ όψιν αφίνουσί με να σε βλέπω, τι είπω εις την μισοθεϊαν των αχαρίστων Ιουδαίων! Πάσαι αι μητέρες συγκλαύσατέ μοι, πάσαι αι φυλαί, λαοί, και γλάσσαι συνθρηνήσατέ μοι, ότι εγώ υπερήρα πάσας τας μητέρας τοίς κλαυθμοίς και οδυρμοίς.

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Μάιος 04, 2009 9:06 am
από pan
Ο δε Ιησούς επι σταυρού κρεμάμενος έκραξε φωνή μεγάλη και είπεν: άφες αυτοίς, Πάτερ, την αμαρτίαν ταύτην, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. Είτα λέγει διψώ. Ευθέως δε δραμών εις των στρατιωτών και λαβών σπόγγον επότιζε τον Ιησούν. Ο δε γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. Οι δε Ιουδαίοι ιστάμενοι και βλέποντες καταγέλων αυτού λέγοντες: εάν αληθώς λέγεις ότι Υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού και πιστεύσωμέν σοι άλλους εθεράπευσας, ασθενείς παραλελυμένους, χωλούς, δαιμονιζομένους, νενεκρωμένους, και εαυτόν ου δύνασαι σώσαι; Ωσαύτως και ο εν τω αριστερώ μέρει εσταυρωμένος ληστής, ήγουν ο Γήστας έλεγεν: εάν Υιός Θεού ή σύ , κατάβηθι από του σταυρού και σώσον σεαυτόν και ημάς. Ο δε έτερος ο εκ δεξιών ληστής, ήγουν ο Δημάς, ονείδιζε τον άλλον λέγων ώ ταλαίπωρε και άθλιε, ουδε φοβεί σύ τον Θεόν, ότι ημείς μέν δικαίως καθ’ ά επράξαμεν απολαμβάνομεν, ούτος δε ουδέν έπραξε κακόν, ουκ είδες, άθλιε, τον Ήλιον σκοτισθέντα; και στραφείς προς τον Ιησούν έλεγε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου. Ο δε Ιησούς έφη αυτώ: Αμην, λέγω σοι σήμερον μετ’ εμού έσει εν τω παραδείσω. Αλλ’ άς είπωμεν ολίγα τινά περί τούτου του αγαθού ληστού του εκ δεξιών.

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ Μάιος 04, 2009 9:32 am
από pan
Ούτος ο ληστής, ο Δημάς δηλονότι εγεννήθη ο Χριστός και έφυγεν ο Ιωσήφ μετά της Θεοτόκου και του βρέφους εις την Αίγυπτον, κατά την προσταγήν του Αγγέλου, τότε λέγω, παραλαβων ο Ιωσήφ την μητέρα και το βρέφος, επορεύοντο την όδον και πλησιάσαντες εις Αίγυπτον επείνασαν ό,τε ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος ευθής δε θεωρούσι φοινικέαν με καρπόν πάνυ ωραίον τότε η Θεοτόκος λέγει τη φοινικέα: κλίνον, δένδρον μου καλον, και χάρισόν μοι εκ του σου ωραιοτάτου καρπού. Ευθύς δε συν τω λόγω της Θεοτόκου έκλινε το δένδρον και λαβόντες εκ του καρπού συν τω Ιωσήφ όσο ήθελον, πάλιν έστρεψεν το δένδρον εις τον τόπον αυτού ως το πρότερον. Συνερχόμενοι δε έμπροσθεν απήντησαν τούτον τον ληστήν, ήγουν τον Δημάν, ο οποίος ιδών την Θεοτόκον, εξέστη του κάλλους Αυτής ως γάρ αστραπή η εξ ουρανού λάμπουσα, ούτως εφαίνετο η Θεοτόκος και το βρέφος Αυτής εν ταίς αγκάλαις βασταζόμενον. Ο δε ληστής ελθών μετά φόβου και τρόμου προσεκύνησε την Θεοτόκον και λέγει αυτή κατ’ αλήθειαν εάν και ο Θεός είχε μητέρα ήθελον ειπεί ότι Σύ εί. Προσκαλέσας δε αυτήν ομού με τον Ιωσήφ έφερεν αυτούς εις τον οίκον αυτού και λέγει τη γυναικί αυτού. Γύναι επιμελήθητι και φιλοξένησον Αυτούς όσον δύνασαι καλώς, έως να επιστρέψω καγώ από το κυνήγιον, ότι κατά το φαινόμενον από ευγενεστάτης γενεάς υπάρχει αύτη η Κυρία μου και Δέσποινα.

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 05, 2009 6:09 am
από pan
Και ούτως ο μέν ληστής απήλθεν εις κυνήγιον, η δε γυνή αυτού ποιήσασα θερμόν έλουσε το βρέφος της Παναγίας, από δε του αποπλύματος έλουσε και το βρέφος αυτής ό είχε ήν γαρ το βρέφος εκείνο λεπρόν εκ γεννήσεως, διά τούτο ουκ επαύετο κλαίειν ημέρας και νυκτός. Ως δε έλουσεν αυτό, ευθύς έπεσεν απ’ αυτού η λέπρα και πάσα ασθένεια ήν είχε και έπαυσε του κλαίειν. Ελθόντος ουν του ληστού από το κυνήγιον ητοίμασαν τράπεζαν φιλοξενήσαντες εντίμως την Δέσποιναν. Καθημένων δε και εσθιόντων, λέγει ο ληστής τη εαυτώ συζύγω που εστι το τέκνον ημών; Και εκείνη είπεν αυτώ τα συμβάντα και ότι διά τούτο ειρηνεύει το τέκνον ημών το πρώην ανήσυχον, χάριτι θεία. Είτα δε λέγει πάλιν προς αυτόν η γυνή αυτού. Εγώ μοι φαίνεται, αύτη η ευγενής Κυρία και Δέσποινα, ότι είναι χαριτωμένη από τον Ύψιστον Θεόν, και ότι δι’ αυτής το τέκνόν μας εγένετο χαροποιόν. Ιδών δε και αυτός ο ληστής το τέκνον αυτού χαροποιόν και υγιές, εξέστη του θαύματος και λέγει τη γυναικί αυτού τη αληθεία, ως νομίζω, η Κυρία αύτη και Δέσποινα πολλάς ευχάς έχει από τον Υψιστον Θεόν. Είτα προσκυνήσαντες αυτήν και πολλά ευχαριστήσαντες, εποίησαν εις αυτήν όσα ηδύναντο εν όσω καιρώ η Θεοτόκος έμεινεν εις την Αίγυπτον. Μετά δε το επιστρέψαι πάλιν η Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ και του βρέφους εις Ιερουσαλήμ, ο αυτός ληστής συνώδευσεν αυτούς μετά πάσης χαράς και τιμής έως ου απεράσαντες τους κακούς τόπους ήλθον εις τους καλούς και τότε ο ληστής ούτος εποίησε μετάνοιαν εις την Θεοτόκον δια να επιστρέψη εις τον οίκον αυτού, αποχαιρετίσας Αυτήν με υπέρτιμον ευχαριστίαν.
Η δε Θεοτόκος ανταπεκρίθη αυτώ, ύπαγε, ύπαγε εν ειρήνη, και ποτέ καιρόν ανταμοιβήν σοι ποιήσω τον μισθόν δια τα οποία εποίησας ημίν.
Δια ταύτα λοιπόν και ηξιώθη εις αυτό τούτο δια της χάριτος του ελεήμονος Χριστού και της αυτού Μητρός, το να μαρτυρήση εις τον σταυρόν συν τω Χριστώ. Έφη γαρ αυτός τω Ιησού μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ αμήν λέγω σοι, σηήμερον μετ’ εμού έσει εν τω Παραδείσω. Αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν όσπερ αφήκαμεν.


συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 05, 2009 6:52 am
από pan
Από δε έκτης ώρας εν ή εσταύρωσαν τον Ιησούν, σκότος εγένετο επι πάσαν την γήν έως ωρας ενάτης περί δε την ενάτην ώραν κράξας ο Ιησούς φωνήν μεγάλην είπε Πάτερ εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Και τούτο ειπών εξέπνευσε. Και πάραυτα σεισμός μέγας εγένετο επι πάσαν την γην, ώστε πας ο κόσμος έφριξε, και αι πέτραι εσχίζοντο και τα μνημεία ηνοίγοντο, και πολλά σώματα των δικαίων ηγέρθησαν και καθεξής κατά το γεγραμμένον και ούτως τούτων γενομένων, οι μεν Ιουδαίοι φοβηθέντες έλεγον όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος είναι.
Ο δε Λογγίνος ο εκατόνταρχος ιστάμενος μετά παρρησίας είπεν αληθώς Υιός Θεού ήν ούτος. Παρομοίως δε οι ερχόμενοι θεωρούντες Αυτόν κατέτυπτον τα στήθη αυτών και υπέστρεφον από του φόβου. Ο δε εκατόνταρχος τοιαυτα θαύματα θεωρήσα, απελθών διηγήσατο αυτά τω Πιλάτω. Ο δε ακούσας, εθαύμασε και εξεπλάγη αφού δε διελύθη το σκότος, διεμήνυσεν ο Πιλάτος και ήλθεν όλον το συνέδριον και λέγει αυτοίς είδατε πάντες ποίος σεισμός και ποίον σκότος εγένετο; Και πως εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού; Όντως εγώ καλά έλεγον, δι’ εκείνον τον καλόν άνθρωπον και ότι ουδαμώς ηβουλόμην φονεύσαι αυτόν.
Το δε συνέδριον λεγει προς τον Πιλάτον το σκότος όπερ εγένετο έκλειψις του ηλίου ήν καθώς και εν εταίροις καιροίς εγένετο. Ο δε Πιλάτος έφη αλλά τα έτερα εξαίσια θαύματα τίνα λέγετε είναι; Οι δε Ιουδαίοι μη έχοντές τι απολογηθήναι, λέγουσι τω πιλάτω ημείς έχομεν την εορτήν των αζύμων τη επαύριον λοιπόν παρακαλούμεν σε επειδή και έτι πνέουσιν οι σταυρωθέντες ίνα καταθλασθώσι τα σκέλη αυτών και καταβιβασθώσιν από τους σταυρούς. Ο δε έφη και τούτο γενέσθω. Απέστειλεν ούν ο Πιλάτος στρατιώτας οίτινες ευρόντες ακόμη πνέοντας τους ληστάς συνέθλασαν αυτών τα σκέλη, τον δε Ιησούν ως εύρον ήδη τεθνηκότα, ουδαμώς ήψαντο Αυτού, αλλ’ εις των στρατιωτών τολμήσας ελόγχευσεν Αυτού την δεξιάν πλευράν, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ, όπως πληρωθώσιν οι λόγοι των προφητών εις όσα προεφήτευσαν δι’ εκείνην την ημέραν.


συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 05, 2009 8:13 am
από pan
Περί δε την ημέραν της Παρασκευής ελθούσα η Θεοτόκος εις απείρους λογισμούς, δια το βουληθήναι οι Ιουδαίοι αφήσαι το σώμα του Ιησού επι σταυρού κρεμάμενο, δια τούτο και πλείστο ωδύρετο και προς τον Πιλάτον εβούλετο απελθείν, δι’ ό και στέλλει τον Ιωάννην προς τον Ιωσήφ ίνα έλθη προς Αυτήν τάχιον. Ελθών δε ο Ιωσήφ προς την Θεοτόκον λέγει προς αυτόν: Ιωσήφ, ηγαπημένε του γλυκυτάτου μου Υιού, παρακαλώσε παρηγόρησον την λύπην μου, και ποίησον εις εμέ δύο ζητήματα. Πρώτον να υπάγης προς τον Πιλάτον και να ζητήσης το σώμα του ηγαπημένου μου Υιού. Και δεύτερον να μου χαρίσης το μνημείον, ό έχεις λελατομημένον εν τω κήπω, ίνα θάψω αυτό εκεί. Ο δε Ιωσήφ πλησθείς δακρύων πολλών λέγει: Κυρία μου και Δέσποινα, γενηθήτω το θέλημά Σου ως θέλεις. Ούτος δε ο Ιωσήφ ήν ανήρ ευγενής τε και πλούσιος και θεοσεβής Ιουδαίος ευρών ούν ούτος και τον Νικόδημον λέγει αυτώ: οίδα, ότι τον Ιησούν ηγάπας λίαν και τους λόγους Αυτού ηδέως ήκουες, και προς τους Ιουδαίους έβλεπόν σε πάντοτε μαχόμενον υπέρ Αυτού. Ει δοκεί σοι ούν πορευθώμεν προς Πιλάτον και αιτήσωμεν το σώμα του Ιησού προς ταφήν, ότι αμαρτία εστίν μεγάλη μείναι άταφον. Λέγει ο Νικόδημος: μήπως οργισθή ο Πιλάτος και πάθω τι κακόν; Αλλά κάλλιον να υπάγη σύ μόνος και όταν σοι δωρήση το σώμα του τεθνεώτος, τότε καγώ συνοδεύσαι σοι, και πάντα τα προς κηδείαν και ταφήν ομού διαπράξωμεν.

συνεχίζεται

Re: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μάιος 05, 2009 9:39 am
από pan
Ταύτα ειπόντος του Νικοδήμου, ο Ιωσήφ ατενίσας προς Ουρανόν το όμμα και αιτησάμενος την εξ ύψους δύναμιν, ίνα επιτύχη του αιτήματος, απελθών προς Πιλάτον, και προσαγορεύσας εκθέσθη. Είτα λέγει προς αυτόν μετά δακρύων δέομαί σου Κύριέ μου δι’ ά μέλλω λαλήσαι σοι, και αιτήσω παρά της σης μεγαλειότητος μη οργισθείς επ’ εμοί. Ο δε Πιλάτος έφη: και τι αιτείς; Λέγει ο Ιωσήφ αιτώ τον Ιησούν τον ξένον, τον καλόν άνθρωπον όν φθονούντες οι Ιουδαίοι εσταύρωσαν. Δος μοι τούτον τον ξένον ότι ουκ έχει που την κεφαλήν κλίναι δός μοι τούτον τον ξένον, ότι ο Ισκαριώτης Ιούδας τούτο παρέδωκε τοις Ιουδαίοις ως ξένον, και εσταύρωσαν δος μοι τούτον τον ξένον ότι οι μαθηταί Αυτού έφυγον και ουκ έχει τινά του κηδεύσαι Αυτόν ως ξένος ως από αλλοδαπής χώρας ών. Δός μοι τούτο το σώμα του τεθνηκότος, ίνα καταφιλήσω αυτό και κηδεύσω, ότι εκείνος και έγω πλείστα ηγαπώμεθα, δώρησαί μοι τούτον τον νεκρόν, παρακαλώ σε, κράτιστε, ίνα λάβω αυτόν και τη γη καλύψω ούτω δέομαι τη ση μεγαλειότητι, ώ κράτιστε και εξουσιάρχα!
Ταύτα έλεγεν ο Ιωσήφ προς τον Πιλάτον, ίνα λάβη το σώμα του Ιησού. Ο δε Πιλάτος έφη: και τι γέγονεν ότι μαρτυρηθείς ο τοιούτος από της γενεάς Αυτού επι μαγεία και υποψία ότι εζήτει λαβείν την Βασιλείαν του Καίσαρος, δια τούτο παρ’ ημών εις θάνατον εκδοθέντα, πάλιν τούτον, ει, και νεκρόν όντα, υμίν επιστρέψωμεν; Ο δε Ιωσήφ περίλυπος γενόμενος και δακρύσας, τοις ποσί κατέπεσε του Πιλάτου ειπών αυτώ: Κύριέ μου, από νεκρόν ποίος φθόνος προέρχεται; Πάσαν γαρ κακίαν εν τη τελευτή δείσας απολύειν του ανθρώπου. Εγώ δε οίδα την μεγαλειότητά σου πόσον εσπούδαζες, ώστε μη σταυρωθήναι τον Ιησούν, και πόσα προς τους Ιουδαίους περί Αυτού είπας, και πως τας χείρας απένιψας ειπών: αθώος ειμί εγω από του αίματος του δικαίου τούτου και τα εξής, δια τα οποία άπαντα δέομαί σου μη απορρίψης την δέησίν μου.
Ο δε πιλάτος ιδών τον Ιωσήφ εκπίπτοντα ικετευτικώς τοις ποσίν αυτού, ήγειρεν αυτόν λέγων: ; άπιθι, ιδού χαρίζω σοι τον τοιούτον νεκρόν, και ποίησον Αυτώ όσα σύ βούλει. Τότε ο Ιωσήφ ευχαριστήσας τον Πιλάτον και καταφιλήσας αυτού τας χείρας και ιμάτια εξήλθε χαίρων τη καρδία επιτυχών του ποθουμένου και τους οφθαλμούς έτι έχων δακρυρρόους, τρέχει προς τον Νικόδημον, και λέγειαυτώ πάντα τα λεγόμενα, ότι και εκείνος ευσεβής ήν και ηγάπα τον Ιησούν.


συνεχίζεται